Ὁ ἅγιος πατριάρχης Ἀλεξανδρείας Ἀπολλινάριος ἦταν πολὺ ἐλεήμων. Κάποιος νέος της Ἀλεξανδρείας κληρονόμησε ἀπὸ τοὺς γονεῖς τοῦ μία μεγάλη περιουσία σὲ πλοῖα καὶ χρυσό. Ἀπέτυχε ὅμως στὴ διαχείριση τῆς τὰ ἔχασε ὅλα καὶ ἔπεσε σὲ μεγάλη φτώχεια.
Ὁ ἅγιος πατριάρχης, βλέποντας τὸν σὲ τόση δυστυχία, θέλησε νὰ τὸν βοηθήσει, ἀλλὰ δίσταζε μήπως τὸν προσβάλει δίνοντάς του ἐλεημοσύνη. Κάθε φορὰ ὅμως ποὺ τὸν συναντοῦσε καὶ ἀντίκριζε τὸ σκυθρωπὸ πρόσωπό του καὶ τὰ εὐτελῆ ροῦχα του, πληγωνόταν κατάκαρδα. Τί σοφίστηκε λοιπὸν γιὰ νὰ τὸν βοηθήσει!
Κάλεσε κοντά του ἕναν ἔμπιστο ἐπίτροπο τοῦ πατριαρχείου καὶ τοῦ εἶπε:
– Μπορεῖς νὰ φυλάξεις ἕνα μυστικό;
– Ἐλπίζω δέσποτα, ἀπάντησε ἐκεῖνος, ὅτι μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ δὲν θὰ μάθει κανεὶς ἀπὸ μένα ὅ,τι μου ἐμπιστευθεῖς. Read more
Άρθρα
Πρέπει νὰ κατηγορῇ κανεὶς τὸν ἑαυτό του πάντοτε γιὰ κάθε πρᾶγμα
Μοῦ διηγήθηκε ἕνας Γέροντας κάτι τέτοιο:
«Κάποτε κάθισα γιὰ λίγο καιρὸ στὴν Λαύρα τοῦ ἁγίου Γερασίμου κι ἀπόκτησα κάποιο φίλο. Καθὼς καθόμασταν λοιπὸν μιὰ μέρα καὶ συζητούσαμε ὠφέλιμα, θυμήθηκα τὸ λόγο τοῦτο τοῦ ἀββᾶ Ποιμένα, τὸ νὰ κατηγορεῖ δηλαδὴ κανεὶς τὸν ἑαυτό του πάντοτε γιὰ κάθε πράγμα. Read more
῾Ο Μάρκος κρατοῦσε τό γεμᾶτο πουγκί μέ τά χρήματα πού τοῦ ᾽χαν βάλει στά χέρια του καί προσπαθοῦσε νά καταλάβει ἐπακριβῶς τί τοῦ ἔλεγαν.
– ῾Λοιπόν; Εἴμαστε σύμφωνοι;᾽ ἄκουσε νά τοῦ λέει χαμηλόφωνα ὁ ἕνας ἀπό τούς τρεῖς προύχοντες τῆς πόλης τῶν Βόστρων πού εἶχε μπροστά του. ῾Κι αὐτά πού σοῦ δίνουμε εἶναι μόνο ἡ ἀρχή. ῞Οταν κάνεις τήν δουλειά θά σοῦ δώσουμε διπλάσια. Φτωχός ἄνθρωπος εἶσαι. ῎Εχεις οἰκογένεια κι εἶναι μεγάλη ἡ εὐκαιρία γρήγορα νά ἀποκτήσεις τόσα πού θά σοῦ ἀρκέσουν γιά πολύ καιρό. Καί μή φοβᾶσαι ὅτι μπορεῖ νά σέ κυνηγήσει κανείς, γιατί ὅλοι οἱ ἄρχοντες τοῦ τόπου τό θέλουν καί εἶναι σύμφωνοι᾽. Read more
Διηγήθηκε κάποιος ἀπὸ τοὺς πατέρες γιὰ ἕναν ἐπίσκοπο ὁ ὁποῖος ἄφησε τὴν ἐπισκοπή του καὶ πῆγε στὴ Θεούπολη καὶ δούλευε βοηθώντας τοὺς κτίστες.
Ἐκεῖνο τὸν καιρὸ ἦταν κόμης τῆς Ἀνατολῆς ὁ Ἐφραίμιος, ἄνδρας ἐλεήμων καὶ πονόψυχος. Γι’ αὐτὸ καὶ ἀνοικοδομοῦνταν τὰ δημόσια κτίρια, ἐπειδὴ εἶχε πέσει ὅλη ἡ πόλη ἀπὸ τὸ σεισμό. Μία νύχτα λοιπὸν βλέπει ὁ Ἐφραίμιος στὸν ὕπνο του τὸν ἐπίσκοπο νὰ κοιμᾶται κι ἕνα στύλο πύρινο νὰ κατεβαίνει πάνω του ἀπὸ τὸν οὐρανό. Τὸ εἶδε αὐτὸ ὄχι μία καὶ δυό, ἀλλὰ πολλὲς φορὲς κι ἔμεινε ἔκθαμβος. Γιατί τὸ θαῦμα ἦταν φοβερὸ καὶ σὲ γέμιζε ἔκπληξη. Καὶ συλλογιζόταν τί νὰ εἶναι ἄραγε τοῦτο; Γιατί δὲν ἤξερε ὁ Ἐφραίμιος ὅτι ὁ ἐργάτης ἦταν ἐπίσκοπος. Καὶ πὼς ἦταν δυνατὸ νὰ τὸ ξέρει ὅτι ἦταν ἐπίσκοπος, ὅταν ἔβλεπε μαλλιὰ ἄγρια καὶ βρώμικα ροῦχα καὶ ἄνθρωπο ἀσήμαντο, φτωχὸ καὶ ταλαιπωρημένο ἀπὸ τὴν πολλὴ ὑπομονή, τὴν ἄσκηση καὶ ἐργασία κι ἀπὸ τὴν ἐξάντληση πού φέρνει ὁ κόπος ὁ πολύς; Read more