Ἡ Κατάθεσις τῆς τιμίας Ἐσθῆτος τῆς Θεοτόκου

Τῷ αὐτῷ μηνὶ Β΄, ἡ ἀνάμνησις τῆς ἐν τῇ ἁγίᾳ Σορῷ καταθέσεως τῆς τιμίας Ἐσθῆτος τῆς Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καὶ Ἀειπαρθένου Μαρίας ἐν ταῖς Βλαχέρναις.

Χιτὼν μὲν Υἱοῦ χριστοφρουροῖς δημίοις,
Ἐσθὴς δὲ Μητρὸς χριστοφρουρήτῳ πόλει.

Δευτερίῃ κατέθεντο σορῷ ἐσθῆτα Πανάγνου. Read more

Τήν 1ην Ἰουλίου ἡ Ἐκκλησία μας ἑορτάζει τὴν μνήμη τῶν Ἁγίων καὶ θαυματουργῶν Ἀναργύρων Κοσμᾶ καὶ Δαμιανοῦ, πού ἐμαρτύρησαν στὴν Ρώμη.

Ἐπειδή ἔχουμε τρία ζεύγη ἁγίων Ἀναργύρων μὲ τὸ ὄνομα Κοσμᾶς καὶ Δαμιανός πρός ἀποφυγήν συγχύσεως, ὅταν ἀκοῦμε τὰ ὀνόματά τους, καλό εἶναι νὰ κάνουμε μὶα σύντομη διευκρίνηση. Μία συζυγία εἶναι, λοιπόν, οἱ ἅγιοι Ἀνάργυροι Κοσμᾶς καὶ Δαμιανός οἱ ἐκ τῆς Ἀσίας, πού ἑορτάζουν τὴν 1η Νοεμβρίου, ἄλλη συζυγία εἶναι οἱ ἅγιοι Κοσμᾶς καὶ Δαμιανός οἱ ἐκ τῆς Ἀραβίας, πού ἐορτάζουν τὴν 17ην Ὀκτωβρίου καὶ ἡ τρίτη συζυγία εἶναι οἱ ἅγιοι Ἀνάργυροι Κοσμᾶς καὶ Δαμιανός οἱ ἐκ τῆς Ρώμης, οἱ ὁποίοι ἑορτάζουν τήν 1η Ἰουλίου, στοὺς ὁποῖους καὶ θὰ ἀναφερθοῦμε. Read more

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΠΕΤΡΟΣ
Ο ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ

Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΟΥ ΠΕΤΡΟΥ

Ο Ἀπόστολος Πέτρος

Ὁ Πέτρος ἦταν γιὸς τοῦ Ἰωνά (Βαριωνᾶ) καὶ ἀδελφὸς τοῦ Ἀποστόλου Ἀνδρέα (Ἰω. 1,43. 21,15-17). Ὁ ἴδιος ἀναφέρεται ὡς Σίμωνας (Ματθ. 10,2. Μάρκ. 3,16), Συμεὼν (Πράξεις 15,14). Ὁ Ἰησοῦς ὅμως ὅταν τὸν κάλεσε τὸν ὀνόμασε Κηφὰ (Κηφᾶς στὰ Ἀραμαϊκὰ καὶ Πέτρος στὰ Ἑλληνικά) ποὺ σημαίνει Πέτρα, θέλοντας νὰ τονίσει τὴ σταθερότητα τοῦ χαρακτήρα τοῦ (Ἰω. 1,43).
Ἦταν Ἰουδαῖος καὶ καταγόταν ἀπὸ τὴ Βηθσαϊδὰ τῆς Γαλιλαίας (Ἰω. 1, 45). Μαζὶ μὲ τὸν ἀδερφὸ του ασκοῦσαν τὸ ἐπάγγελμα τοῦ ψαρά στη λίμνη Γεννησαρέτ (Μάτθ. 4,18). Read more

δελφοί καὶ πατέρες, ἰδοὺ τὰ ἐμφορώτατα κλήματα τῆς ἁγίας καὶ ἀθάνατης καὶ ἀποτελούσης τὴν ἀρχὴ τῆς ζωῆς ἀμπέλου, ποὺ εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς) «Ἐγὼ εἶμαι», λέγει, «ἡ ἄμπελος, ἐσεῖς τὰ κλήματα». Ἰδοὺ (ποῖοι, κατὰ τοὺς λόγους τοῦ Κυρίου, μποροῦν νὰ γίνουν καὶ νὰ εἶναι) οἱ φίλοι του Θεοῦ Λόγου καὶ Σωτήρα μας . «Ἐσεῖς εἶστε φίλοι μου», λέγει, «ἐὰν πράττετε ὅσα ἐγὼ σᾶς παραγγέλλω. Δὲν σᾶς λέγω πλέον δούλους, διότι ὁ δοῦλος δὲν γνωρίζει τί πράττει ὁ Κύριός του». Read more

Διήγησις Συνεσίου Ἐπισπὀπου Κυρήνης περὶ Εὐαγρίου τινὸς φιλοσόφου καὶ χρυσίου λιτρῶν τριακοσίων.

Ἀδρἁν δίδου, πλούσιε, τοῖς πτωχοῖς δόσιν, Λήψῃ γὰρ αὐτὴν πολλαπλασιωτέραν.

Κατά τὰς ἡμέρας τοῦ Πατριάρχου ’Αλεξανδρείας Θεοφίλου, ἐν ἔτει υια’ (411) ἔγινεν ’Επίσκοπος Κυρήνης Συνέσιος ὁ φιλόσοφος, ὅστις ἐλθὼν εἰς τὴν ἐπαρχίαν του, εὗρεν ἐκεῖ φιλόσοφόν τινα, Εὐάγριον ὀνόματι, ὁ ὁποῖος ἧτο φίλος του προσφιλέστατος ἀφ’ ὅτου ἐσπούδαζεν εἰς τὰ σχολεῖα, ἔχοντα ὅμως μεγάλην δεισιδαιμονίαν καὶ ἀφοσίωσιν εἰς τὴν εἰδωλολατρείαν. Ὅθεν ὁ Συνέσιος ποθῶν νὰ μεταστρέψῃ τὸν φίλον του ἀπὸ τῆς πλάνης τῶν εἰδώλων καὶ νὰ τὸν κάμῃ Χριστιανόν, εἴχε μέγαν ἀγῶνα καὶ πρόνοιαν, καὶ ἐζήτει παντοιοτρόπως, πῶς νὰ τὸν ὁδηγήσῃ εἰς τὴν εὐσέβειαν· καίτοι δὲ ἐκεῖνος δὲν ἔστεργε παντελῶς, οὐδὲ ἐδέχετο τοὺς λόγους του, ὅμως ὁ Συνέσιος, ἑλκόμενος ὑπὸ τῆς πολλῆς ἀμοιβαίας αὐτῶν φιλίας, δὲν ἔπαυε νουθετῶν αὐτὸν καθ’ ἑκάστην καὶ παρακινῶν νὰ ἔλθῃ εἰς ἐπίγνωσιν τῆς ἀληθείας. ᾿Εν μιᾷ δὲ τῶν ἡμερῶν, ἀφ’ οὗ τῷ εἶπε πολλὰ ὁ Συνέσιος, ἀπεκρίθη πρὸς αὐτὸν ὁ Εὐάγριος: κατ’ ἀλήθειαν, Κύριε ᾿Επίσκοπε, δέν μοι ἀρέσκει πρὸς τοῖς ἄλλοις καὶ τοῦτο, ὅπερ λέγετε σεῖς οἱ Χριστιανοί, ὅτι δηλαδὴ μέλλει νὰ γίνῃ συντέλεια τοῦ κόσμου, καὶ ὅτι μετὰ τὴν συντέλειαν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι οἱ ἀπ᾿ αἰῶνος θὰ ἀναστηθῶσι μὲ τὸ ἴδιον σῶμα, τὸ ὁποῖον μέλλει νὰ γίνῃ ἄφθαρτον καὶ ἀθάνατον, καὶ ὅτι θὰ λάβωσι τότε τὴν ἀνταπόδοσιν κατὰ τὰ ἔργα των. Καὶ πρὸς τούτοις δέν μοι ἀρέσκει καὶ τοῦτο τὸ ὁποῖον λέγετε, ὅτι ὁ ἐλεῶν πτωχὸν δανείζει εἰς τὸν Θεόν, καὶ ὁ σκορπίσας τὰ χρήματά του εἰς τοὺς πτωχοὺς θησαυρίζει εἰς τοὐς Οὐρανούς, καὶ εἰς τὴν κοινὴν ἀνάστασιν θέλει τὰ λάβῃ ἑκατονταπλασίονα, καὶ ζωὴν τὴν αἰώνιον. Ταῦτα ὅλα μοι φαίνονται, ὅτι εἶναι μῦθοι καὶ πλάνη καὶ ἐμπαιγμός”.  Ὁ δὲ μακάριος Συνέσιος τὸν ἐβεβαίωνεν, ὅτι ὅλα, ὅσα λέγουσιν οἱ Χριστιανοὶ εἶναι ἀληθῆ, καὶ δὲν ὑπάρχει εἰς αὐτὰ οὐδὲν ψεῦδος, καὶ ταῦτα ἀπεδείκνυε μὲ πολλὰς ἀποδείξεις ὅθεν μετ᾽ ὀλίγον καιρὸν τὸν κατέπεισε καὶ ἔγινε Χριστιανός, καὶ ἐβάπτισεν αὐτὸν καὶ τὰ τέκνα του, καὶ ὅλους τοὺς οἰκείους του. ’Αφ’ οὐ λοιπὸν ἐβαπτίσθη ὁ Εὐάγριος, ἔδωκεν εἰς τὸν Συνέσιον τριακοσίας λίτρας χρυσίου, ἵνα τά διαμοιράσῃ εἰς τοὺς πτωχούς, λέγων οὕτω. Λάβε ταῦτα καὶ διαμοίρασον αὐτὰ εἰς τοὺς πτωχούς, καὶ γράψον μοι ἐν ἰδιόχειρόν σου χρεωστικὸν γράμμα, ὅτι θέλει ἀποδώσει εἰς ἐμὲ ταῦτα ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Ὁ δὲ Συνέσιος ἐδέχθη τὸ χρυσίον, καὶ γράψας προθύμως τὸ γράμμα, τὸ ὁποῖον ἐζήτει ὁ Εὐάγριος, τὸ ἔδωκεν εἰς αὐτόν. Μεθ’ ἱκανὸν δὲ χρόνον ἠσθένησεν ὁ Εὐάγριος, καὶ ἐρχόμενος εἰς τὸ τέλος τοῦ βίου του, ἔδωκεν εἰς τἁ τέκνα του τὸ γράμμα τοῦ ᾿Επισκόπου ἐσφραγισμένον, καὶ παρήγγειλεν εἰς αὐτά, ὅτι ὅταν τὸν ἐνταφιάσωσι, νὰ θέσωσι τὸ γράμμα εἰς τὴν χεῖρα του, χωρὶς οὐδεὶς νὰ τὸ γνωρίζῃ, τὸ ὁποῖον καὶ ἔπραξαν τὰ τέκνα του. Μετὰ τὴν τρίτην δὲ ἡμέραν τῆς ταφῆς του, ἐφάνη ὁ Εὐάγριος νύκτωρ εἰς τὸν Ἐπίσκοπον, καὶ τῷ λέγει «Ἄνοιξον τὸν τάφον μου, καὶ λάβε τὸ ἰδιόχειρον γράμμα σου, ὅτι ἀπέλαβον τὸ χρέος καὶ δὲν ἔχω πλέον νὰ τὸ ζητῶ ἀπὸ σέ, καὶ πρὸς πληροφορίαν σου ἰδιοχείρως ὑπέγραψα εἰς αὐτό. Ὁ δὲ ’Επίσκοπος δὲν ἤξευρεν ὅτι μετὰ τοῦ νεκροῦ ἐνεταφιάσθη καὶ τὸ ἰδιόχειρον γράμμα του. Τὸ πρωΐ λοιπὸν προσεκάλεσεν ὁ Συνέσιος τὰ τέκνα τοῦ Εὐαγρίου καὶ τὰ ἠρώτησεν, ἐὰν ἔθηκαν ἐν τῷ τάφῳ τοῦ πατρός των πρᾶγμα τι’ ἐκεῖνα δὲ ἔλεγον, ὅτι δὲν ἔβαλον ἄλλο τι, εἰμὴ τὸ σῶμα μετὰ τῶν ἐνδυμάτων, τὰ ὁποῖα ἐφόρει. Ὁ δὲ ’Επίσκοπος: οὐδὲ χαρτίον τι, τοῖς εἶπε, δὲν ἐθάψατε μετὰ τοῦ σώματος τοῦ πατρός σας; Τότε ἐκεῖνα ἀνεμνήσθησαν καὶ εἰπον: «Ναί, Δέσποτα, ὅταν ὁ πατὴρ ἡμῶν ἔμελλε νὰ ἀποθάνῃ, μᾶς ἔδωκε χαρτίον, καὶ μᾶς παρήγγειλεν, ὅτι, ὅταν μὲ ἐνταφιάσητε, βάλετε καὶ τὸ χαρτίον τοῦτο εἰς τὰς χεῖρας μου, χωρὶς νὰ λάβῃ τις τούτου γνῶσιν. Τότε ἐφανέρωσεν ὁ Συνέσιος τὸ ὅραμα ὅπερ εἶδε κατ’ ἐκείνην τὴν νύκτα. Read more

Τῇ ΚΖ΄(27ῃ) τοῦ αὐτοῦ μηνὸς μνήμη τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἠμῶν ΣΑΜΨΩΝ τοῦ Ξενοδόχου.

’Εξῆγεν ὁ πρὶν ἐκ γνάθου Σαμψὼν πόμα, Ὅ νῦν δὲ Σαμψὼν μύρον ἐκ τάφου βρύει. Εἰκάδι ἑβδομάτῃ Σαμψὼν θάνε βλύσε τε μύρα.

Σαμψών ὁ περιφανὴς οὗτος καὶ φιλόξενος ἀνήρ, ὁ εἰς πᾶσαν γῆν καὶ θάλασσαν περιβόητος, ἧτο ἀπὸ τὴν πρεσβυτέραν Ρώμην, ἀπὸ εὐγενεῖς γονεῖς καὶ πλουσίους γεννηθείς, καὶ ἀνατραφεὶς μὲ αὐτάρκειαν πραγμάτων καὶ μὲ ἐνδύματα πλούσια. Ἐπειδὴ δὲ οἱ γονεῖς του ἦσαν ἀπὸ γένος βασιλικόν, καὶ εἶχον πολλὰ εἰσοδήματα, καὶ ἐξώδευαν ἐλεύθερα διὰ νὰ τὸν μάθουν γράμματα, ἔγινε τέλειος εἰς ὀλίγον καιρόν, οὐ μόνον εἰς τὰ ποιητικά, ἀλλὰ καὶ εἰς τὰ φιλοσοφικά, καὶ τὴν ἰατρικὴν τέχνην ἐσπούδασε, καὶ ἄλλα ὅσα τοῦ ἐφάνησαν ἁρμόδια. Περισσότερον δὲ ἀπὸ ὅλας τὰς ἐπιστήμας ἐπόθησε τὴν ἰατρικήν, ὡς φιλανθρωποτέραν καὶ ψυχωφελεστέραν, διότι ἦτο ἐκ φύσεως εὔσπλαγχνος, καὶ ἐσυμπόνει τοὺς ἀσθενεῖς καὶ πένητας· διὰ τοῦτο ἔμαθε τὴν τέχνην αὑτήν, διὰ νὰ ἐπιμελῆται τοὺς ἔχοντας ἀνάγκην, τοὺς ὁποίους ἔπαιρνεν εἰς τὸν οἶκον του, καὶ οὐ μόνον τοὺς ἰάτρευεν ὡς ἰατρός, ἀλλὰ καὶ ὡς δοῦλος τοὺς ὑπηρέτει καὶ ἐξώδευεν ἀπὸ τὰ ἰδικά του διὰ νὰ τοὺς τρέφῃ καὶ εἰς ἰατρικὰ καὶ βότανα. Read more

Πρόλογος
Ὁ Ὅσιος Δαβὶδ γεννήθηκε καὶ ἔζησε στὴν Θεσσαλονίκη. Ἀπὸ μικρὸς ἐγκατέλειψε τὸν κόσμο καὶ ἐκάρη Μοναχὸς στὸ Μοναστήρι τῶν Ἁγίων Μαρτύρων Θεοδώρου καὶ Μερκουρίου. Μιμούμενος τὶς ἀρετὲς τῶν Ἅγιών της Ἐκκλησίας μας, ἀγωνιζόταν ὑπεράνθρωπα νὰ τὶς ἀπόκτηση. Ἐπάνω στὴν ἀμυγδαλιὰ ἔδωσε τοὺς μεγάλους ἀγῶνες του, ἐναντίον τῶν πονηρῶν πνευμάτων, ἐναντίον τῆς φύσεως καὶ ἐναντίον τῶν ἀδυναμιῶν τῆς σάρκας. Καὶ ὁ Πολυεύσπλαχνος Κύριος εἶδε τοὺς ἀγῶνες καὶ βράβευσε τὸν ἀγωνιστή.
Καὶ δὲν τοῦ δώρησε μόνο πλούσια τα χαρίσματα ἐπὶ τῆς γῆς, ἄλλα καὶ τὴν αἰώνια Βασιλεία γιὰ ἀνάπαυση ἀπὸ τοὺς πολυμόχθους κόπους του καὶ ἀπόλαυση τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν.
Γέννηση περι τό 450.
Κοίμηση, μεταξύ των ετων 535 καί 541 Read more

Ἡ Ἁγία Φεβρωνία, ἦταν περιζήτητη νύμφη γιὰ τὴν σωματική της ὀμορφιά. Τὸ ἴδιο ὅμως ἔλαμπε καὶ ἡ ἁγνὴ ψυχή της. Γιὰ τὸ λόγο αὐτό σε ἡλικία 17 ἐτῶν, ἐπέλεξε τὸ δρόμο της ἄσκησης καὶ τῆς ἐγκράτειας στὸ μοναστήρι ὅπου ἡγουμένη ἦταν ἡ θεία της, Βρυένη καὶ βρισκόταν στὴν Μεσοποταμία (στὴν πόλη τῆς Νισίβεως, ποὺ λέγεται Ἀντιόχειά της Μυγδονίας καὶ βρισκόταν στὰ σύνορά του Βυζαντινοῦ καὶ Περσικοῦ κράτους). Γρήγορα, παρὰ τὸ νεαρό της ἡλικίας της, προσαρμόσθηκε στοὺς δύσκολους κανόνες τῆς μοναχικῆς ζωῆς βρίσκοντας παράλληλα καὶ χρόνο γιὰ νὰ μελετᾶ καὶ νὰ ἐμβαθύνει στὶς Θεῖες Γραφές. Ἔγινε δὲ ὑπόδειγμα ἀνάμεσα στὶς ἄλλες μοναχὲς γιὰ τὴ σύνεσή της τὸ ζῆλο της, τὴν προθυμία της καὶ τὸ ταπεινό της φρόνημα. Κάποια ἡμέρα ὅμως, ἕνα στρατιωτικὸ σῶμα τὸ ὁποῖο κατεδίωκε χριστιανούς, μὲ ἐπικεφαλῆς τὸ Σεληνο (288 μ.Χ.) ἔφθασε καὶ στὸ μοναστήρι τῆς Φεβρωνίας. Read more

H_Gennhsh_tou_Iwannh_tou_Prodromou_04«Καί πολλοί ἐπί τῇ γεννήσει αὐτοῦ χαρήσονται». (Λουκ. Α‘ 14).

«Δίκαιος ὁ Κύριος καί δικαιοσύνας ἠγάπησεν». Τοῦτο ἁρμόζει νά εἰποῦμεν εἰς τήν ὑπέρλαμπρον καί ἐνδοξοτάτην ἑορτήν, ὅπου τήν σήμερον ἡμέραν ὅλοι οἱ εὐσεβεῖς πανηγυρίζομεν. Δίκαιος εἶναι ὁ Κύριος, καί τάς δικαιοσύνας ἀγαπᾶ, διά τοῦτο μέ τόσα πολλά μεγαλεῖα, καί μέ τόσας μεγάλας δόξας, ἠθέλησε νά μεγαλύνη τό γενέσιον τοῦ Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ. Ὁ Ἰωάννης ὑπερβαίνει ὅλους τούς Ἁγίους εἰς τήν ἁγιότητα· δέν ἐγεννήθη εἰς τόν κόσμον ἄλλος ἄνθρωπος μεγαλύτερος ἀπό αὐτόν εἰς τήν χάριν, ἐξαιρετικώτερος εἰς τήν ἀρετήν, περισσότερος εἰς τήν τελειότητα. Τοῦτο, ὅπου λέγω, δέν εἶναι ὑπερβολή, οὐδέ φοβοῦμαι τίποτε, μήν τύχη καί λανθασθῶ, ὅταν τόν ἀνεβάζω εἰς ἕνα τοιοῦτον ὑψηλότατον ὕψος ἡ ἄπειρος καί ἀλάνθαστος σοφία τοῦ πανσόψου καί ὑπερτελείου Θεοῦ, ὅπου καλά ἐγνώρισε τήν ἀρετήν του, αὐτή τόν ἀνέβασε τόσον ὑψηλά, δίδοντάς του τά πρωτεῖα ἀπό ὅλους τούς ἀνθρώπους. «Οὐκ ἐγήγερται ἐν γέννητοῖς γυναικῶν μείζων Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ». Τοῦ Ἰωάννου ἡ ζωή ἔχει περισσοτέραν ἁγιότητα ἀπό τήν πολιτείαν τῶν ἄλλων Ἁγίων τό γενέσιον τοῦ Ἰωάννου πρέπει νά ἔχη περισσότερην χάριν καί δόξαν ἀπό τῶν ἄλλων Ἁγίων τά γενέσια. Read more

Ἀκόμα καὶ ἂν ὡμοίαζε ὁ λόγος μας μὲ ἐαρινὸν τραγούδι καλλικελάδου ἀηδόνος, πολὺ πτωχικὰ θὰ ἠδύνατο νὰ ὑμνήσῃ τὴν μεγάλην φωνὴν τῆς ἀληθείας ποὺ γεννᾶται σήμερον. Τώρα ὅμως ποὺ ἡ λαλιά μας εἶναι ἀσθενικὴ καὶ τὰ μάλα κακόφωνος, πῶς νὰ ὑμνήσῃ τὸν πιὸ δοξασμένον ἀπὸ ὅλους τοὺς προφήτας; Πῶς νὰ ψάλλῃ αὐτὸν ποὺ εἶναι ἡ τιμὴ καὶ ἡ δόξα τῶν Ἀποστόλων; Πῶς νὰ δοξολογήσῃ αὐτὸν ποὺ ἔχει μίαν ξέχωρον τιμὴν ἀνάμεσα εἰς τοὺς μάρτυρας; Ἐκεῖνο δὲ ποὺ μοῦ φαίνεται ἀξιοπρόσεκτον εἶναι τὸ ὅτι ὅσον ἀφορᾶ εἰς τοὺς ἄλλους ἁγίους, πλέκει ὁ εἷς τοῦ ἄλλου τὸ ἐγκώμιον, ὁ πιὸ ἀξιοτίμητος τοῦ πιὸ ἀναγνωρισμένου καὶ ὁ λιγότερο γνωστός του ὀλιγώτερον φημισμένου. Αὐτὸν ὅμως ποὺ τώρα ἐμεῖς ἐξυμνοῦμεν τὸν ἐγκωμίασε, πρὶν ἀπ᾿ ὅλους τοὺς ἄλλους ἐγκωμιαστάς του, ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς καὶ Θεός, ἡ Ἀλήθεια, λέγοντας: «Δὲν ἔχει μέχρι σήμερον γεννηθεῖ μεγαλύτερος προφήτης ἀπὸ τὸν Ἰωάννην τὸν Βαπτιστήν» (Ματθ. ια´ 11). Read more

Ἀνάμεσα στοὺς χαρισματικοὺς ἱεράρχες τοῦ 4ου μ.Χ. αἰώνα, ποὺ κοσμοῦν τὸ πνευματικὸ στερέωμα τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι καὶ ὁ τιμώμενος στὶς 22 Ἰουνίου ἔνδοξος ἱερομάρτυς τοῦ Χριστοῦ Ἅγιος Εὐσέβιος, ὁ φλογερὸς ἐπίσκοπός των Σαμοσάτων, ὁ ὁποῖος ἀναδείχθηκε ὑπέρμαχος τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ σφοδρὸς πολέμιος τῶν κακοδοξιῶν τοῦ αἱρετικοῦ Ἀρείου. Ὁ ἔνθεος ζῆλος του, ἡ βαθιὰ ἀφοσίωσή του στὴν ἀληθινὴ πίστη, ὅπως αὐτὴ διατυπώθηκε στὴν Ἃ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο τῆς Νίκαιας, καὶ τὸ ἀγωνιστικό του φρόνημα στὴν ὑπεράσπιση τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, τὸν κατέστησαν φωτεινὸ διδάσκαλο καὶ φλογερὸ ἀγωνιστή. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Μέγας Βασίλειος, μὲ τὸν ὁποῖο συνδέθηκε μὲ δεσμοὺς πνευματικῆς ἀγάπης καὶ εἰλικρινοῦς φιλίας, τὸν ὀνόμασε «γενναῖο φύλακα τῆς πίστεως καὶ σώφρονα προστάτη τῶν Ἐκκλησιῶν», ἐνῶ ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος τὸν ἐγκωμιάζει ὡς «στύλο καὶ ἑδραίωμα τῆς Ἐκκλησίας» ὡς «φωστήρα τοῦ κόσμου», ὡς «κανόνα πίστεως, δῶρο Θεοῦ καὶ πρεσβευτὴ τῆς ἀλήθειας». Read more

Εὐσεβεῖς οἱ γονεῖς του
Ὁ Ὅσιος Παΐσιος ὁ ἀσκητής, καταγόταν ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο. Γεννήθηκε περὶ τὸ ἔτος 300 μ.Χ. ἀπὸ γονεῖς ἐνάρετους, εὐσεβεῖς καὶ προικισμένους ἀπὸ καλὰ καὶ χριστιανικὰ ἤθη. Εἴχαν επτα τέκνα, ὁλόιδια μὲ αὐτοὺς κατὰ τὰ ἤθη καὶ τὶς ἀρετές. Τὰ πλούτη τοὺς ἤσαν ἱκανά, καὶ ἐπαρκοῦσαν, ὄχι μόνον γιὰ τὶς δικές τους ἀνάγκες, ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ βοηθοῦν αὐτούς, που χρειάζονταν βοήθεια. Διότι, ὅσον αὐτοὶ μοίραζαν στοὺς φτωχούς τα ὑπάρχοντά των, τόσο περισσότερά τους ἔδιδε ὁ Θεὸς καὶ πλήθυνε τὰ ὑπάρχοντά τους. Ὅταν ἀπέθανεν ὀ πατέρας του, ἔμεινεν ὅλη ἡ φροντίδα καὶ τῶν παιδιῶν καὶ τῆς περιουσίας στὴν μητέρα. Μάλιστα τὴν μεγαλύτερή της φροντίδα τὴν εἶχε στὸν Παΐσιο, διότι ἦταν τὸ μικρότερο ἀπό ὅλα τὰ τέκνα της. Read more

19 Ἰουνίου

Κλῆσις τριπλῆ σοι καὶ τριπλοῦν μάκαρ πάθος,
Ἄρσις δέσις τε καὶ τρίτον τόξου τάσις.
Ἐννεακαιδεκάτῃ βελέεσσιν Ἰούδας θνῄσκει.

Read more

17 Ἰουνίου

Οἱ ἔνδοξοι αὐτοὶ μάρτυρες ἤσαν τρεῖς ἀδελφοὶ ἀπὸ οἰκογένεια εὐγενῶν της Περσίας. Καταρτισμένοι ἀπὸ τὴν μητέρα τους στὸν Χριστιανισμὸ καὶ ἔχοντας σπουδάσει τὰ ἱερὰ γράμματα κοντὰ σὲ ἕναν ἱερέα, τὸν Εὐνοϊκό, διῆγαν βίο θεοσεβῆ. Ἔχαιραν ἐξάλλου μεγάλης τιμῆς στὴν αὐλὴ τοῦ βασιλιὰ Βατάνου, τόσο μάλιστα, ὥστε ὅταν ὁ Ἰουλιανὸς ὁ Παραβάτης ἔστειλε στὴν Περσία προτάσεις γιὰ εἰρήνη (362), ὁ βασιλέας ἐπέλεξε αὐτοὺς γιὰ νὰ μεταβοῦν στὴν Κωνσταντινούπολη ὡς πρέσβεις. Read more

   Χαίρετε, ἅγιοι Ἀπόστολοι, βασιλεῖς τοῦ Χριστοῦ· διότι σ’ ἐσᾶς ἐμπιστεύθηκε τὴν ἐπουράνια καὶ τὴν ἐπίγεια βασιλεία. Σᾶς ἔδωσε τὴν ἐξουσία νὰ κυβερνᾶτε καὶ νὰ φροντίζετε καὶ τοὺς δύο θρόνους, θέλοντας ἀπὸ τὴ μία νὰ ἀποκατασταθεῖ ἡ κληρονομιὰ τῆς ἐπίγειας βασιλείας, ἀπὸ τὴν ἄλλη νὰ ἀστράψει ἡ δόξα, νὰ πλεονάσει ἡ ὀμορφιά, νὰ φανερωθεῖ τὸ φῶς, νὰ γίνουν γνωστὰ τὰ μυστήρια, νὰ κηρυχθεῖ ἡ δύναμη τῆς ἐπουράνιας βασιλείας.
   Χαίρετε ἐσεῖς ποὺ εἶστε τὸ ἅλας τῆς γῆς, ποὺ ποτὲ δὲν μπορεῖ νὰ χάσει τὴ δύναμή του. Χαίρετε ἐσεῖς ποὺ εἶστε τὸ φῶς τοῦ κόσμου (Ματθ. 5:13-14), ποὺ μένει στὴν ἀνατολὴ καὶ λάμπει παντοῦ, ποὺ φωτίζει αὐτοὺς ποὺ βρίσκονται στὸ σκοτάδι, ποὺ καίει χωρὶς ξύλα. Τὸ λυχνάρι εἶναι ὁ Χριστός, καὶ λυχνοστάτης ὁ Πέτρος, καὶ λάδι ἡ χορηγία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Read more

 (16 Ἰουνίου)

Ἡ ζωὴ τοῦ ἀληθινοῦ χριστιανοῦ πρέπει νὰ ἐμπνέεται πάντα ἀπ’ τὴν ἀγάπη. Γιατί ἡ ἀγάπη εἶναι καὶ μένει τὸ κύριο καὶ οὐσιαστικὸ γνώρισμα τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ ἔδωσε τὴν καρδιά του στὸν Θεό. Καὶ ὁ Τύχων ποὺ ὑπῆρξε ἕνας πραγματικὸς ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, τὴν ἀγάπη πρὸς τοὺς ἄλλους ἔκαμε βίωμα καὶ σκοπό του. Τὸ μαρτυρεῖ ἡ ζωή του. Γεννήθηκε στὴν Ἀμαθούντα τῆς Κύπρου, τὴ σημερινὴ Παλαιὰ Λεμεσὸ κατὰ τὸν τέταρτο αἰώνα μ.Χ. Οἱ γονεῖς του, εὐλαβεῖς κι ἐνάρετοι ἔσπευσαν ἀπ’ τὴν πρώτη στιγμή, νὰ ἀφιερώσουν τὸ παιδί τους στὸν Θεό. Πόθος τοὺς εὐσεβὴς νὰ τὸ δοῦν κάποια μέρα στὴν ὑπηρεσία τοῦ Κυρίου. Εὐλογημένος πόθος! Καὶ γιὰ τὴν πραγμάτωσή του μὲ ζῆλο καὶ προσοχὴ φρόντισαν ἀπὸ νωρὶς νὰ φυτέψουν στὴν εὔπλαστη ψυχή του καὶ τὰ κατάλληλα σπέρματα τῆς ἀγωγῆς. Read more

15 Ἰουνίου

Ὁ ἅγιος Αὐγουστίνος γεννήθηκε τὸ 354 στὴν Ταγάστη, μικρὴ πόλη τῆς Νουμιδίας (σημ.. Σοϋκ Ἀρᾶς, στὴν Ἀλγερία). Ὁ πατέρας του, Πατρίκιος, μικρὸς γαιοκτήμονας ποὺ ἀνήκε στοὺς ἐπιφανεῖς τῆς πόλης, παρέμεινε εἰδωλολάτρης μέχρι λίγο πρὶν τὸν θάνατό του, ἀλλὰ ἡ μητέρα του, ἁγία Μόνικα [4 Μαίου], ἦταν μία ἔνθερμη χριστιανὴ ποὺ τὸν ἐνέγραψε, ἀπὸ παιδὶ ἀκόμη, στοὺς κατηχουμένους καὶ τὸν ἔπαιρνε τακτικὰ μαζί της στὴν ἐκκλησία γιὰ νὰ τὸν καταρτίσει στὰ μυστήρια τῆς Πίστεως. Ἡ βάπτιση, ὡστόσο, ὅπως ἦταν τὸ ἔθος τότε, ἀναβλήθηκε γιὰ ἀργότερα καὶ τὸ παιδί, ὄντας πολὺ ζωηρὸ καὶ ἀπείθαρχο στὶς ἐπιτιμήσεις τῆς μητέρας του, ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ τὴν Πίστη.
Προικισμένο μὲ λαμπρὴ εὐφυΐα, ἀπέκτησε γρήγορα μεγάλη εὐχέρεια στὴν λατινικὴ γλώσσα, ἄλλα ἐπέδειξε ἐπίμονη ἄρνηση νὰ μάθει τὴν ἑλληνικὴ καὶ ἡ ἔλλειψη αὐτὴ θὰ παρέμενε ἕνα κενὸ στὴν θεολογικὴ σκέψη του. Δεκαεπτὰ ἐτῶν ἐστάλη στὴν Καρχηδόνα, τὴν μητρόπολη τῆς Ἀφρικῆς, νὰ παρακολουθήσει μαθήματα ρητορικῆς. Οἱ πειρασμοὶ τῆς πόλης καὶ οἱ κακὲς συναναστροφὲς τὸν ὁδήγησαν σὲ ἄστατο βίο, ἐνῶ συνδέθηκε μὲ μία χριστιανὴ ἡ ὁποία τοῦ χάρισε ἕναν γιό, τὸν Ἄδεοδατο (372). Χάρις στὴν ἀνάγνωση τοῦ Κικέρωνα, ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ τὶς μάταιες σπουδὲς νομικῆς καὶ ρητορικῆς γιὰ νὰ στραφεῖ στὴν ἀναζήτηση τῆς Ἀληθείας καὶ τῆς σοφίας- ἀπογοητευμένος ὅμως ἀπὸ τὴν φαινομενικὴ ξηρότητα τῆς Βίβλου, ἔδειξε μεγαλύτερη συμπάθεια γιὰ τὴν διδασκαλία τῶν μανιχαίων, ποὺ φάνηκε σὲ αὐτὸν νὰ συμφιλιώνει τὸν Χριστὸ μὲ τὴν ἐπιθυμία του νὰ ἀποκτήσει τὴν σοφία ἀποκλειστικὰ μέσω τοῦ λογικοῦ. “Εμελλε νὰ παραμείνει ἐννέα χρόνια αἰχμάλωτος στὰ δίχτυα αὐτῆς τῆς τόσο χονδροειδοῦς αἵρεσως.
Μετὰ ἀπὸ σύντομη παραμονὴ στὴν Ταγάστη, ὅπου δίδασκε γραμματική, ἀναχώρησε πάλι γιὰ τὴν Καρχηδόνα, μὲ σκοπὸ νὰ ἀνοίξει μία σχολὴ ρητορικῆς. Σύντομα ὅμως ἡ κακὴ συμπεριφορὰ τῶν μαθητῶν τοῦ τὸν ἔκανε νὰ ἀηδιάσει μὲ τὸ ἐπάγγελμα αὐτὸ καὶ ἄφοϋ ἔχασε τὶς ψευδαισθήσεις ποὺ ἔτρεφε σχετικὰ μὲ τὸν μανιχαϊσμό, μετὰ ἀπὸ μία συζήτηση ποὺ εἴχε μὲ ἕναν ἀπὸ τοὺς ἐπισκόπους τους, τὸν Φαῦστο, μὲ τὸ πνεῦμα ἀνήσυχο καὶ διψασμένο γιὰ ἀληθινὴ σοφία, πῆρε τὸ πλοῖο γιὰ τὴν Ρώμη, ὅπου ἄνοιξε ἄλλη σχολή, ἡ ὁποία κι αὐτὴ μὲ τὴν σειρά της δὲν εἶχε ἐπιτυχία. Μετὰ τὴν ἀνάρρωσή του ἀπὸ βαρειὰ ἀσθένεια, ἀπέκτησε θέση δημόσιου ρήτορα στὸ Μιλάνο, ὅπου καὶ ἐγκαταστάθηκε ὀνειρευόμενος ἀκόμη μία λαμπρὴ σταδιοδρομία στὴν διοίκηση (384). Ἐκεῖ γνωρίσθηκε μὲ τὸν ἐπίσκοπο ἅγιο Ἀμβρόσιο [7 Δεκ.], ὁ ὅποιος τὸν κατέκτησε μὲ τὴν πραότητα καὶ τὴν χάρη του, κυρίως ὅμως μὲ τὴν λαμπρὴ εὐγλωττία του καὶ τὶς πνευματικὲς ἑρμηνεῖες τῆς Ἁγίας Γραφῆς ποὺ ἄνοιξαν τὴν καρδιὰ του στὸ βάθος τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ. Ἡ Μόνικα ποὺ εἶχε ἔλθει νὰ τὸν βρεῖ, τὸν ἔπεισε νὰ ἐγκαταλείψει τὴν παλλακίδα του καὶ μάταια προσπάθησε νὰ τοῦ ἐξασφαλίσει ἕναν καλὸ γάμο.
Ἡ φιλοσοφία, ὅπως καὶ οἱ κοσμικὲς ἀπολαύσεις, εἶχαν ἀπογοητεύσει τόσο τὸν Αὐγουστίνο, ὥστε μὲ ὀδύνη καὶ ἀγωνία ἀναζητοῦσε τὴν πηγὴ τῆς ἀληθινῆς εὐδαιμονίας. Ἡ ἀνάγνωση τῶν νεοπλατωνικῶν φιλοσόφων τὸν ἔκανε νὰ ἐγκαταλείψει τελεσίδικα τὸν μανιχαϊσμὸ καὶ τοῦ ἐπέτρεψε νὰ στραφεῖ σὲ μία ἐσωτερικὴ ἀναζήτηση τοῦ πνευματικοῦ βίου. Σὲ ἀντιδιαστολή, ὡστόσο, μὲ τοὺς φιλόσοφους αὐτούς, αὐτὴ ἡ ἐσωστρέφεια δὲν ἦταν γι’ αὐτὸν μία μάταιη θεωρητικὴ ἀναζήτηση, ἄλλα ἔπαιρνε τὴν μορφὴ μίας διάπυρης ζήτησης τοῦ σαρκωθέντος Θεοῦ, τὸν ὅποιο ἀποδεχόταν διανοητικά, ἄλλα τὸν ὅποιο ἡ καρδιά του δὲν ἔνιωθε ἀκόμη. Τότε ἄκουσε νὰ γίνεται λόγος γιὰ τὸν βίο τοῦ ἅγιου Ἀντωνίου τοῦ Μεγάλου, τὸν ὁποῖο συνέγραψε ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος κατὰ τὴν ἐξορία του στὴν Δύση καὶ ὁ ὅποιος στάθηκε ἀφορμὴ γιὰ ἠχηρὲς μεταστροφὲς μεταξὺ τῶν εὐγενῶν. Λίγο ἀργότερα, ἐνῶ βρισκόταν σὲ ἕναν κῆπο μὲ τὸν φίλο του Ἀλύπιο, κλαίγοντας παράμερα γιὰ τὸν βίο του, ἄκουσε μία παιδικὴ φωνὴ ἀπὸ ἕνα γειτονικὸ σπίτι νὰ τραγουδᾶ: «Ἀάβε καὶ ἄναγνωθε, πάρε, διάβασε!» Ἄνοιξε τὸ βιβλίο μὲ τὶς Ἐπιστολὲς τοῦ Παύλου ποὺ ἦταν ἐκεῖ πρόχειρο καὶ ἔπεσε στὸ ἕξης ἐδάφιο: μὴ κώμοις καὶ μέθαις, μὴ κοίταις καὶ ἀσελγείαις, μὴ ἔριδι καὶ ζήλω• ἂλλ’ ἐνδύσασθε τὸν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, καὶ τῆς σαρκὸς πρόνοιαν μὴ ποιεῖστε εἰς ἐπιθυμίας (Ρώμ. 13, 13-4).
Τὰ σκοτάδια τῆς ἀμφιβολίας διαλύθηκαν ἀμέσως καὶ ἕνα γλυκὸ φῶς ἔλουσε τὴν καρδιά του μὲ χαρά. Τὴν στιγμὴ ἐκείνη εἶχε γίνει ἄλλος ἄνθρωπος, ποὺ στὸ ἕξης θὰ ζοῦσε μόνο γιὰ τὸν Χριστὸ καὶ τὴν Ἐκκλησία Του. Ὅταν ἐκμυστηρεύθηκε τὴν ἀποκάλυψη αὐτὴ στὴν μητέρα του, ἐκείνη ἔνιωσε μεγάλη ἀγαλλίαση. Ἀφοῦ ἐγκατέλειψε γιὰ πάντα τὸ ἐπάγγελμα τοῦ «λογοπράτου», πέρασε λίγους μῆνες ἀποσυρμένος σὲ ἐξοχικὸ κτῆμα μὲ τὴν μητέρα του, συγγενεῖς καὶ κάποιους φίλους ἀναλαμβάνοντας ἀπὸ μία ἀσθένεια τὴν ὁποία εἶχε ἐπιδεινώσει ἡ συγκίνηση τῆς μεταστροφῆς του. Σὲ αὐτὸ τὸ ἐμβρυῶδες μοναστήρι, δποὺ ἐπιθυμοῦσε νὰ διάγει βίο παρόμοιο μὲ ἐκεῖνο τῆς ἀποστολικῆς κοινότητας τῆς Ἱερουσαλήμ, ὁ Αὐγουστίνος συνδύασε τὴν προσευχή, τὴν μελέτη τῶν Γραφῶν καὶ τὶς φιλοσοφικὲς συζητήσεις. Ἐπιστρέφοντας στὸ Μιλάνο ἀκολούθησε αὐστηρὴ καὶ ἀποτραβηγμένη βιοτὴ πρὶν βαπτισθεῖ ἀπὸ τὸν ἅγιο Ἀμβρόσιο στὶς 24 Ἀπριλίου 387, μαζὶ μὲ τὸν Ἀλύπιο καὶ τὸν γιὸ τοῦ Ἀδεοδάτο.
Κατόπιν μετέβη στὴν Ὄστια, μὲ τὴν ἁγία Μόνικα, μὲ σκοπὸ νὰ ἐπιστρέψει στὴν Ἀφρικὴ γιὰ νὰ ἀσπασθεῖ τὴν μοναχικὴ πολιτεία. “Ενα βράδυ, ἐνῶ συζητοῦσαν μὲ τοὺς ἄγχωνες ἀκουμπισμένους σὲ ἕνα παράθυρο, συνεπαρμένοι αἴφνης ἀπὸ τὴν ὁρμὴ τῶν γεμάτων εὐλάβεια λόγων τους καὶ ἀνοίγοντας ἄπληστα τὸ στόμα τῆς καρδιᾶς τους στὰ νερὰ τῆς οὐράνιας Πηγῆς, βρέθηκαν μεταρσιωμένοι σὲ ἕνα εἶδος ἔκστασης, ὑπεράνω τῶν ὁρατῶν καὶ ἀοράτων κτισμάτων, ἐρχόμενοι σὲ κοινωνία μὲ τὴν αἰώνια Σοφία, στιγμὴ πνευματικῆς θεωρίας ποὺ τοὺς φάνηκε νὰ εἶναι μία πρόσκληση νὰ γευτοῦν ἐδῶ κάτω τὴν αἰώνια ζωή, κατὰ τὸν εὐαγγελικὸ λόγο: εἲ’σελΰε εἰς τὴν χαρὰν τὸν κνρίον σὸν (Μάτ•. 25, 21). Ἡ Ἁγία Μόνικα ἔκοιμηθη λίγο ἀργότερα καὶ ὁ Αὐγουστίνος, ἀναβάλλοντας τὰ σχέδια του, παρέμεινε γιὰ κάποιο διάστημα ἀκόμη στὴν Ἰταλία γιὰ νὰ γράψει ἀπολογητικὰ ἔργα κατὰ τῶν μανιχαίων.
Τὸν Σεπτέμβριο τοῦ 388 ἐπέστρεψε στὴν Ταγάστη μαζὶ μὲ τὸν Ἀλύπιο καὶ τὸν Ἀδεοδάτο, ὁ ὅποιος σὲ λίγο πέθανε. Ὁ Αὐγουστίνος πούλησε ὅλα τὰ ὑπάρχοντά του γιὰ νὰ μοιράσει τὸ ἀντίτιμο στοὺς φτωχοὺς καὶ ἐπὶ τρία χρόνια ἀφιερώθηκε στὴν ὀργάνωση μιᾶς μονῆς μαζὶ μὲ τοὺς φίλους καὶ μαθητές του. Στὴν νηστεία καὶ τὴν προσευχὴ συνῆψε τὴν μελέτη τοῦ Νόμου τοῦ Θεοῦ, νυχθημερὸν καὶ ὅ,τι ὁ Κύριος τὸν ἔκανε νὰ κατανοεῖ, τὸ μετέδιδε μὲ τὶς συζητήσεις σὲ ὅσους ἤσαν παρόντες καὶ στοὺς ἀπόντες μὲ ἐπιστολές. Μία ἥμερα ποὺ εἶχε μεταβεῖ στὴν Ἰππώνα κατόπιν αἰτήματος ἑνὸς αὐτοκρατορικοῦ λειτουργοῦ ποὺ ἐπιθυμοῦσε νὰ τὸν ἀκούσει πρὶν μεταστραφεῖ, ὁ γέροντας ἐπίσκοπος Οὔαλεριος τὸν παρουσίασε στὸ ἐκκλησίασμα.
Καὶ ἐνῶ ὁ ἱεράρχης ἐξέφρασε τὴν ἀνάγκη ποὺ ὑπῆρχε νὰ χειροτονηθεῖ ἕνας ἱερέας ὁ ὅποιος νὰ τὸν βοηθᾶ στὸ κήρυγμα στὰ λατινικά, διότι ὁ ἴδιος ἦταν ἑλληνόφωνος, οἱ πιστοὶ ἅρπαξαν κυριολεκτικὰ μέσα σὲ ἐπευφημίες τὸν Αὐγουστίνο καὶ τὸν ἀνάγκασαν νὰ δεχθεῖ. μὲ πολλὰ δάκρυα μπροστὰ στὸν κίνδυνο ποὺ παρουσιάζει τὸ ποιμαντορικὸ λειτούργημα, δέχθηκε τελικὰ νὰ «ἔγκατελειψει τὸν Θεὸ χάριν τοῦ Θεοῦ», δηλαδὴ νὰ ἀπαρνηθεῖ τὴν γλυκεία ἐρημία του μοναστηρῖου γιὰ νὰ ὑπηρετήσει τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Πέτυχε ὡστόσο μιὰ ἀναβολὴ μερικῶν μηνῶν, ὥστε νὰ προετοιμασθεῖ γιὰ τὸ λειτούργημά του μὲ τὴν μελέτη τῆς Γραφῆς, καὶ μετὰ τὴν χειροτονία τοῦ ὁ ἐπίσκοπός του παραχώρησε ἕνα κομμάτι γῆς κοντὰ στὴν ἐκκλησία γιὰ νὰ ἱδρύσει ἐκεῖ ἕνα νέο μοναστήρι, τὴν «Μονὴ τοῦ Κήπου», ἂπ’ ὅπου ἐξῆλθαν δέκα περίπου ἐπίσκοποι.
Περὶ τὰ τέλη τοῦ ἔτους 395, χειροτονήθηκε ἐπίσκοπος καὶ διαδέχθηκε λίγο ἀργότερα τὸν Οὔαλεριο στὴν ἕδρα τῆς Ἴππωνος. Τοποθετημένος στὸν θρόνο τῆς μικρῆς αὐτῆς ἐπισκοπῆς, ἄλλα φωτίζοντας ὅλη τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἀφρικῆς μέχρι τὶς ἐσχατιὲς τοῦ λατινικοῦ κόσμου μὲ τὴν διδασκαλία του, ὁ ἅγιος Αὐγουστίνος ὑπῆρξε ἐπὶ τριάντα πέντε χρόνια τὸ ὑπόδειγμα τοῦ καλὸν ποιμένος, προσφέροντας τὴν ζωή του γιὰ τὸ ποίμνιό του καὶ λογίζοντας τὸν ἑαυτὸ τοῦ «δοῦλο τῶν δούλων τοῦ Θεοῦ». Κήρυττε ἀκαταπόνητα κάθε ἡμέρα (σώζονται περὶ τοὺς ὀκτακόσιους “λόγους του), θίγοντας ὅλα τὰ ζητήματα μὲ ἀπαράμιλλη ζωντάνια καὶ τέχνη καὶ ἐπιδιώκοντας νὰ μεταδίδει στοὺς ἀκροατὲς τοῦ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοΰ καὶ τῶν οὐρανίων ἀγαθῶν. Κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ἡμέρας ἔλυνε διαφορές, φρόντιζε ἄγρυπνα γιὰ τὴν διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας, μεριμνοῦσε γιὰ τοὺς φτωχοὺς ἐνῶ τὴν νύχτα γινόταν ξανὰ μοναχός, ἀφιερωμένος ὁλόκληρος στὴν ἀγάπη τοῦ Νυμφίου. Ζοῦσε στὴν ἐπισκοπή του ἀπὸ κοινοῦ μὲ τὸν κλῆρο του, γιὰ τὸν ὅποιο συνέταξε ἕναν μοναχικὸ Κανόνα, προσαρμοσμένο στὶς συνθῆκες τους, ἄλλα ἀπαιτώντας τὴν αὐστηρὴ τήρηση τῆς ἀκτημοσύνης καὶ τῶν εὐαγγελικῶν ἐντολῶν.
Ἡ φλογερὴ ἀγάπη του γιὰ τὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας δὲν τὸν ἄφηνε ἀδιάφορο ἀπέναντι σὲ καμμία ἀπὸ τὶς ὑποθέσεις ποὺ τάρασσαν τὴν Χριστιανοσύνη. Συμμετεῖχε σὲ συνόδους καὶ περιόδευε στὴν Ρωμαϊκὴ Ἀφρική, ποὺ σπαρασσόταν τότε ἀπὸ διαιρέσεις, βάζοντας ὅλη τὴν τέχνη καὶ δεξιότητά του στὴν ὑπηρεσία τῆς Ἀληθείας. Ἔγραψε περὶ τὰ ἑκατὸ συγγράμματα, τὰ περισσότερα ἐκ τῶν ὅποιων εἶναι ἀφιερωμένα στὸν ἀγώνα κατὰ σχισματικῶν, αἱρετικῶν καὶ ἐθνικῶν. Μετὰ τὴν λαμπρὴ ἀνασκευὴ τοῦ μανιχαϊσμοῦ, κατηύθυνε τὸν ἀγώνα τοῦ κατὰ τῶν σχισματικῶν νοβατιανῶν, οἱ ὅποιοι ἀξίωναν νὰ ὑποτάσσουν τὴν ἐγκυρότητα τῶν μυστηρίων στὴν ἀρετὴ τοῦ λειτουργοῦ καὶ ἐπὶ ἕναν αἰώνα ἔσπερναν ὀλέθρια ζιζάνια στὴν Ἐκκλησία τῆς Ἀφρικῆς ἐγκαθιστώντας ἐκεῖ μία παράλληλη ἱεραρχία.
Καθὼς ὅλες οἱ προσπάθειες καὶ τὰ ἐπιχειρήματα τοῦ ἅγιου ἐπισκόπου νὰ τοὺς ἐπαναφέρει στοὺς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας προσέκρουαν στὸ ἀδιάλλακτο μίσος τους, ἀποφάσισε μὲ βαρειὰ καρδιὰ νὰ προσφύγει στὴν κοσμικὴ ἐξουσία, χωρὶς ὅμως ποτὲ νὰ δικαιώσει τὶς πράξεις βίας. Καθὼς ἦταν πολλοὶ ἐκεῖνοι ποὺ ἀπέδιδαν στοὺς χριστιανοὺς τὴν εὐθύνη γιὰ τὴν πτώση τῆς Ρώμης (410), ὁ Αὐγουστίνος συνέγραψε ἕνα μεγάλο ἔργο, τὴν Πολιτεία τὸν Θεόν, ἕναν μεγάλης ἐμβέλειας στοχασμὸ πάνω στὴν ἀνθρώπινη ἱστορία, ὅπου δείχνει ὅτι ἡ Ἐκκλησία περνώντας μέσα ἀπὸ τὶς περιπέτειες καὶ μεταπτώσεις τοῦ βίου τῆς βρίσκεται καθ’ δδὸν πρὸς τὴν αἰώνια Βασιλεία. Ἓν συνέχεια ὑποχρεώθηκε νὰ ἀγωνισθεῖ ἐναντίον τῆς αἱρέσεώς του πελαγιανισμοΰ.
Ἡ αἵρεση αὐτὴ ποὺ μείωνε τὸν ρόλο τῆς θείας χάριτος καὶ πρέσβευε ὅτι ὁ ἄνθρωπος μποροῦσε νὰ καταφέρει μὲ τὶς δικές του δυνάμεις νὰ μὴν ἁμαρτάνει, ἀρνοῦνταν ἐξάλλου τὴν μετάδοση τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος καὶ διακήρυσσε ἄχρηστο τὸν νηπιοβαπτισμό. Ὁ Αὐγουστίνος προσπάθησε νὰ ἀνατρέψει τὸ δόγμα αὐτὸ γιὰ νὰ ὑπερασπίσει τὴν Πίστη τῆς Ἐκκλησίας• παρασυρόμενος ὅμως ἀπὸ τὶς ἀναγκαιότητες τῆς ἀντιπαράθεσης καὶ ἀπὸ τὸ λάβρο γιὰ λογικὲς διασαφήσεις πνεῦμα του, ἑδραίωσε, μεταξὺ ἀνθρωπινῆς φύσης καὶ θείας χάριτος μία ὑπερβολικὰ αὐστηρὴ ἀντίθεση ποὺ θὰ ἐπρόκειτο νὰ ἔχει ἀργότερα ὀλέθριες συνέπειες στὴν Δύση. Κατόρθωσε νὰ καταδικαστοῦν οἱ πελαγιανιστὲς ἀπὸ τὶς Συνόδους τῆς Καρχηδόνος (411) καὶ Ρώμης (417), ἡ αἵρεση ὅμως δὲν ἐξαλείφθηκε.
Ὅταν οἱ Βάνδαλοι, προερχόμενοι ἀπὸ τὴν Ἱσπανία, ἄρχισαν νὰ εἰσβάλλουν στὴν χριστιανικὴ Ἀφρική, ἐρημώνοντας τὰ πάντα στὸ πέρασμά τους, ὁ ἅγιος ἐπίσκοπος ἀναλώθηκε δίχως νὰ λογαριάζει κόπους καὶ ἐνέργεια προκειμένου νὰ σώσει ὅ,τι μποροῦσε νὰ σωθεῖ ἀκόμη. Μετὰ ἀπὸ σαράντα ἔτη ἐπισκοπείας καὶ ἀποστολικῶν μόχθων, ἔβλεπε μὲ πόνο νὰ ἀναγεννᾶται ἡ εἰδωλολατρία μέσα στὰ αἱματοβαμμένα ἐρείπια καὶ νὰ ἐπιβάλλεται ἡ αἵρεση τοῦ ἀρειανισμοῦ ἀπὸ τοὺς κατακτητές. Ἡ Ἴππωνα πολιορκοῦνταν ἤδη ἐπὶ τρεῖς μῆνες, ὅταν ὁ Αὐγουστίνος προσβλήθηκε ἀπὸ ἰσχυρὸ πυρετό. Εἶχε βάλει νὰ κρεμάσουν στοὺς τοίχους τοῦ δωματίου τοῦ τοὺς Ψαλμοὺς τῆς μετανοίας, καὶ μὲ τὴν θέρμη νεοφύτου παρέδωσε τὴν ἄλκιμη ψυχή του στὸν Κύριο στὶς 28 Αὐγούστου 427.
‘Αν ἡ θεολογία τοῦ ἁγίου Αὐγουστίνου ἔδωσε ἀφορμὴ γιὰ παρεκκλίσεις στὴν μεσαιωνικὴ Δύση, ἓν τούτοις δὲν μπορεῖ νὰ τοῦ καταλογισθεῖ δτὶ ὑπῆρξε αἱρετικός, διότι πάντοτε ὑπέβαλλε ταπεινὰ τοὺς στοχασμούς του στὴν κρίση τῆς Ἐκκλησίας, ἐνῶ στὴν κατακλείδα τοῦ ἔργου τοῦ Περὶ Ἅγιας Τριάδος ἔγραφε: «Κύριε, Θεὲ ἔνοειδη, Θεὲ τριαδικέ, ὅλα ὅσα ἔγραψα στὰ βιβλία μου προέρχονται ἀπὸ Σένα, κι ἂν ὄ,τιδηποτε προέρχεται ἀπὸ μένα, ζητῶ συγχώρηση ἀπὸ Σένα καὶ τοὺς ἀνθρώπους Σου».
Πηγή: Νέος Συναξαριστὴς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, Ἐκδόσεις Ἴνδικτος

diakonima.gr

Οἰήσεως οὐκ ἔστι τι χεῖρον πάθος.
Ταύτῃ γὰρ Ἰάκωβον ἐχθρὸς ἠπάτα.

Οὗτος ὁ μακάριος Ἰάκωβος, ἐπειδὴ ἠγάπησε τὸν Χριστόν, διὰ τοῦτο ἐμίσησε τὸν κόσμον καὶ ἀπετάξατο ὅλα τὰ ὑπάρχοντά του, χωρὶς νὰ χρειασθῇ κᾀνένα ἀπὸ αὐτά. Μετὰ ταῦτα ὅμως, τόσον ὑπερηφανεύθη ἀπὸ συνέργειαν τοῦ μισανθρώπου Διαβόλου, ὥστε ὁποῦ ἐτόλμα καὶ ἔλεγε· ποῖος ἄλλος ἠξεύρει καλλίτερα ἀπὸ ἐμένα τὴν σωτηρίαν μου; Ὅθεν ἐμεταχειρίσθη πολλοὺς καὶ μεγάλους ἀγῶνας, ὄχι μὲ τὴν ἐρώτησιν τῶν ἐμπείρων, καθὼς διδάσκουσιν οἱ θεῖοι πατέρες, ἀλλὰ μὲ τὸ ἐδικόν του θέλημα καὶ τὴν αὐταρέσκειαν, διὰ τοῦτο καὶ ἠπατήθη ἀπὸ τοὺς δαίμονας. Read more

petrosἈπό τοὺς πρώτους ἀσκητὲς ποὺ κατοίκησαν στὸ Ἅγιο Ὅρος, ἦταν καὶ ὁ Ὅσιος Πέτρος ὁ Ἀθωνίτης, τὸν 9ον αιώνα μ.χ.

Πρὶν γίνει μοναχὸς κι ἔρθει στὸ Ἅγιο Ὅρος, ἦταν στρατιωτικὸς στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ σὲ κάποια μάχη μὲ τοὺς Ἀγαρηνούς, αἰχμαλωτίστηκε καὶ ὁδηγήθηκε στὴν χειρότερη φυλακή τῆς τότε ἐποχῆς, τὴν λεγομένη τοῦ “Σαμαρά”. Read more