Κάποτε ὅλοι οἱ κάτοικοι τῶν Κομάνων, ποὺ γειτόνευαν μὲ τὴ Νεοκαισάρεια, πῆγαν στὸν ἐπίσκοπο, τὸν ἀξιοθαύμαστο Γρηγόριο, καὶ τὸν παρακαλοῦσαν νὰ ἔρθει στὴν πόλη τους καὶ νὰ χειροτονήσει ἱερέα γιὰ τὴν ἐκκλησία τους. Ὁ ἅγιος τούς ἄκουσε καὶ πῆγε. Ἐκεῖ ὅλοι οἱ ἄρχοντες ἐξέταζαν περιπτώσεις ὑποψηφίων ποὺ ξεχώριζαν γιὰ τὴ μόρφωση, τὴν καταγωγὴ καὶ γενικὰ τὴν κοσμικὴ λαμπρότητα, καὶ οἱ ψῆφοι τοὺς μοιράζονταν σὲ πολλούς, καθὼς ὁ καθένας προτιμοῦσε ἄλλον. Ὁ ἅγιος ὅμως γιὰ τὸ θέμα αὐτὸ περίμενε ἀπὸ τὸν Θεὸ κάποια συμβουλή. Καὶ ὅπως λέγεται γιὰ τὸν Σαμουὴλ (Ἃ’ Βασ. 16:113) ὅτι, προκειμένου νὰ χρίσει βασιλιά, δὲν ἐντυπωσιάστηκε ἀπὸ τὴν ὀμορφιὰ καὶ τὸ σωματικὸ παράστημα, ἀλλὰ ἀναζητοῦσε ψυχὴ βασιλική, ἀκόμη καὶ ἂν τυχὸν ἦταν σὲ καταφρονεμένο σῶμα, ἔτσι καὶ αὐτός. Ἀγνοώντας τὶς πιέσεις πρὸς χάρη τοῦ κάθε ὑποψηφίου, γιὰ ἕνα πράγμα φρόντιζε μόνο, ἂν ὑπάρχει κάποιος ὁ ὁποῖος, πρὶν ἀκόμη ἀνακηρυχθεῖ ἱερέας, νὰ φανερώνει, μὲ τὴν προσεκτικὴ ζωὴ καὶ τὴν ἀρετή του, ὅτι ἔχει ἦθος ἱερέα. Οἱ ἄρχοντες λοιπὸν παρουσίαζαν μὲ ἐγκώμια ἐκείνους ποὺ διάλεξαν, ὁ ἅγιος ὅμως Γρηγόριος πρόσταξε νὰ λάβουν ὑπόψη τους καὶ τοὺς πιὸ παρακατιανούς, γιατί θεωροῦσε ὅτι καὶ σὲ αὐτοὺς εἶναι δυνατὸ νὰ βρεθεῖ κάποιος ἀνώτερος κατὰ τὸν πλοῦτο τῆς ψυχῆς ἀπὸ ἐκείνους τοὺς περιφανεῖς. Read more
«Εἶδον ἀσυνετούντας», λέγει ἡ Ἁγία Γραφή, «καὶ ἐξετηκόμην». Γιατί; «Ὅτι τὰ λόγιά σου», δηλαδὴ τὶς ἐντολὲς καὶ τοὺς λόγους σου, «οὐκ ἐφυλάξαντο» . Καὶ πάλι ὁ ἴδιος ὁ προφήτης, διδάσκοντάς μας νὰ εἴμαστε ζηλωτὲς τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ μιλᾶμε γιὰ τὴν ἀλήθεια φανερὰ χωρὶς δισταγμό, ψάλλει πρὸς τὸν Κύριο: «Καὶ ἐλάλουν ἐν τοῖς μαρτυρίοις σου ἐναντίον βασιλέων καὶ οὐκ ἠσχυνόμην» . Καὶ πάλι λέγει: «Ἐξέτηξέ με ὁ ζῆλός σου, ὅτι ἐπελάθοντο τῶν λόγων σου οἱ ἐχθροί μου» . Γι’ αὐτὸ ἃς μὴ μὲ κατηγορήσει κανείς, διότι καὶ ἐγώ, ὑπακούοντας σὲ αὐτὸ τὸ θεῖο δίδαγμα, γράφω μὲ θάρρος καὶ ἀπὸ θεῖο ζῆλο ὁμιλῶ γιὰ νὰ στηλιτεύσω ὁρισμένους ἀπὸ τοὺς ἀδελφούς μου πού ἀτακτοῦν, ζοῦν καὶ σκέπτονται ἀντιθέτως πρὸς τὶς ὑποσχέσεις πού δώσαμε στὸν Θεό. Read more
Ἃς κάνουμε τάματα στὸν Θεὸ καλοπροαίρετα σὲ περίπτωση μεγάλης θλίψεως ἡ ὅταν θέλουμε νὰ μᾶς χαρισθεῖ κάτι ἐξαιρετικὰ ὠφέλιμο. Σὲ ὅλην τὴν Ἁγία Γραφὴ ἐπαινεῖται ἡ τήρηση τοῦ τάματος, ἐνῶ ἡ ἀθέτησή του προκαλεῖ ἐνοχὲς ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι στὴν Ἁγία Γραφὴ διαβάζουμε: «Εὔξασθε καὶ ἀποδοτὲ Κυρίω τῷ Θεῶ ἠμῶν»[1]. Ὁ δὲ μακάριος Ἰωνὰς ἐντός του κήτους προσεύχεται λέγοντας: «Ἐγὼ δὲ μετὰ φωνῆς αἰνέσεως καὶ ἐξομολογήσεως θύσω σοί, ὅσα ηὐξάμην ἀποδώσω σοὶ εἰς σωτηρίαν μου τῷ Κυρίω»[2]. Ἀλλὰ καὶ ὁ Δαυίδ, ὁ τοῦ Θεοῦ προπάτορας, λέγει: «Σοὶ θύσω θυσίαν αἰνέσεως· τὰς εὐχᾶς μου τῷ Κυρίω ἀποδώσω ἐναντίον παντός του λαοῦ αὐτοῦ»[3]. Ἀλλὰ καὶ ὁ σοφὸς Σολομῶν: «Ἀγαθόν τό μὴ εὔξασθαί σε ἥ τό εὔξασθαί σε καὶ μὴ ἀποδοῦναι»[4]. Ὁ πατριάρχης Ἰακὼβ μᾶς διδάσκει ὅτι πρέπει ἔμπρακτα νὰ ἐκτελοῦμε τὰ τάματα, πού ὑποσχόμαστε στὸν Θεό. Φοβούμενος τὸν ἀδελφό του, τὸν Ἠσαύ, ὁ Ἰακὼβ ὑποσχέθηκε νὰ δώσει στὸν Θεὸ τὴν δεκάτη ἀπὸ ὅλα τα ὑπάρχοντά του, ἂν ὁ Κύριος τὸν φυλάξει ἀπὸ τὴν ὀργὴ τοῦ Ἠσαὺ[5] καί, ἀφοῦ σώθηκε, ἐκτέλεσε ἔμπρακτά το τάμα τοῦ[6]. Ἀκόμη καὶ τὸν Λευΐ, τὸν υἱό του, πού ὑπῆρξε δέκατος, τὸν ἔδωσε στὸν Θεό, καὶ ἀφοῦ τὸν ἀφιέρωσε, τὸν ἐνέδυσε μὲ τὴν ἱερατικὴ ἐνδυμασία καὶ δι’ αὐτοῦ θυσίασε στὸν Θεὸ στὴν Βηθὴλ[7]. Ἀπὸ αὐτὸν προῆλθε τὸ ἱερατεῖο τῶν Ἑβραίων. Ὁ Ἰεφθάε, ὁ δικαστὴς καὶ πολέμαρχος τοῦ Ἰσραήλ, σκοπεύοντας νὰ ἐπιτεθεῖ στοὺς ἀλλοεθνείς, προσευχήθηκε στὸν Θεὸ ὑποσχόμενος ὅτι, ἂν ὁ Θεὸς τὸν βοηθοῦσε νὰ νικήσει τοὺς ἀλλοεθνείς, θὰ θυσίαζε αὐτὸν πού θὰ συναντοῦσε πρώτον, ὅταν ἐπέστρεφε ἀπὸ τὸν πόλεμο στὸ σπίτι του. Καὶ ὅταν εἶδε τὴν κόρη του, τὸ μοναχοπαίδι του, νὰ ἔρχεται νὰ συναντήσει θριαμβευτικὰ τὸν πατέρα της ὡς νικητή, τότε, παρὰ τὴν θέλησή του, μὲ μεγάλη θλίψη τὴν θυσίασε[8]. Read more
«Ἀρχὴ σοφίας φόβος Κυρίου, σύνεσις δὲ ἀγαθὴ πάσι τοῖς ποιούσιν αὐτὴν»[1], λέγει ὁ θεῖος ψαλμωδός. Καὶ ποιὸς εἶναι αὐτὸς ποῦ ὁδηγεῖται ἀπὸ τὸν φόβο τοῦ Κυρίου, διδάσκει ὁ ἴδιος ὁ ψαλμωδὸς λέγοντας σὲ ἄλλο χωρίο: «Μακάριος ἀνὴρ ὁ φοβούμενος τὸν Κύριον, ἐν ταῖς ἐντολαῖς αὐτοῦ θελήσει σφόδρα»[2], δηλαδὴ θὰ τὶς ἀγαπήσει, θὰ κατευθύνει μὲ ζῆλο τὴν ζωὴ τοῦ σύμφωνα μὲ αὐτὲς καὶ θὰ διδάσκεται ἀπὸ αὐτές, ὅπως πάλι λέγει ὁ ἴδιος: «Ὡς ἠγάπησα τὸν νόμον σου, Κύριε· ὅλην τὴν ἡμέραν μελέτη μου ἐστιν»[3]. Καὶ ἀλλοῦ πάλι λέγει: «Ὡς γλυκέα τῷ λάρυγγί μου τὰ λόγιά σου, ὑπὲρ μέλι τῷ στόματί μου»[4].
Ἔχουν ἀγαθὸ νοῦ αὐτοὶ ποῦ ἔχουν ὁδηγὸ τοὺς τὸν φόβο τοῦ Κυρίου, δηλαδὴ ἐκτελοῦν ἔμπρακτα τὶς ἅγιες ἐντολές Του. Ἀντιθέτως, ὅσοι τὶς παραβαίνουν δὲν ἔχουν ἀγαθὸ νοῦ, ἀλλὰ μεγάλη ἀνοησία, καὶ ἐπιφέρουν στὸν ἑαυτὸ τοὺς αἰώνιο ὄλεθρο, ὅπως λέγει ὁ ἴδιος προφήτης: «Μακρὰν ἀπὸ ἁμαρτωλῶν σωτηρία, ὅτι τὰ δικαιώματά σου οὐκ ἐξεζήτησαν»[5]. Ἐπίσης λέγει: «Ἐξουδένωσας πάντας τους ἀποστατούντας ἀπὸ τῶν δικαιωμάτων σου, ὅτι ἄδικόν το ἐνθύμημα αὐτῶν»[6]. Read more
Ἐπιπλέον εξήγηση διαφόρων παραβολών καθώς και ρητών σκοτεινών και αινιγματικών.
Ὁ Ιωάννης ήταν ένας σοφός και έξυπνος άνδρας, αξιέπαινος σε όλα. Υπερείχε πολλών συνομηλίκων του στην κατανόηση των παραβολών, εικασιών και σκοτεινών ρητών και του δικού μας δόγματος και της θύραθεν σοφίας. Όταν όμως η σπίθα της θείας φωτιάς άγγιξε την καρδιά του, περιφρόνησε αμέσως όλα αυτά πού θεωρούνται στολίσματα του εξωτερικού και του εσωτερικού ανθρώπου και ακολούθησε τον θείο κήρυκα και απόστολο, για να προσλάβει, όπως και ο Παύλος τον Χριστό. Απελευθερώθηκε αμέσως από κάθε ματαιοδοξία και από όλες τις μέριμνες του κόσμου. Αναζήτησε την ησυχία με ακατάπαυστο ζήλο, αφήνοντας μια για πάντα όλες τις βιοτικές μέριμνες πίσω του. Προχωρούσε πάντοτε προς τα εμπρός, ζητώντας να φθάσει την τιμή της ανωτάτης κλήσεως. Γι’ αυτό επέλεξε τον δρόμο της απόλυτης σιωπής, μάζεψε και έκλεισε μέσα του όλες τις γνώσεις του και επεδίωκε συνεχώς την αόρατη θεία ομορφιά του Ωραιοτάτου περισσότερο από όλους τους υιούς των ανθρώπων, ακολουθώντας το δίδαγμα του αποστόλου, πού λέγει: «Ει ούν συνηγέρθητε τώ Χριστώ, τα άνω ζητείτε, ού ο Χριστός εστιν εν δεξιά του Θεού καθήμενος, τα άνω φρονείτε, μή τα επί της γής»[1]. Read more
(Μέρος 1ο)
Νά, ψυχή μου, καὶ φέτος μὲ τὴν μεγάλη ὑπομονὴ καὶ μὲ τὴν μεγάλη χάρη τοῦ Δημιουργοῦ μας, τοῦ φιλανθρώπου Θεοῦ καὶ τῶν πάντων Δεσπότη, φθάσαμε στὸ ἥσυχο καὶ σωτήριο λιμάνι τῆς ἁγίας καὶ ψυχωφελοῦς Σαρακοστῆς, ὅταν ὅλοι, ἐνάρετοι καὶ ἁμαρτωλοί, μὲ μεγάλο ζῆλο ἀναλαμβάνουν ἐντατικὸ ἀγώνα. Οἱ μὲν δίκαιοι γιὰ δυὸ λόγους. Πρώτον, γιὰ νὰ κάνουν σταθερότερη καὶ ἀκλόνητη τὴν ἀρετὴ τῆς ἀλήθειας καὶ τῆς ταπεινοφροσύνης, μὲ τὴν ὁποία ἔζησαν καὶ προηγουμένως, καὶ δεύτερον, γιὰ νὰ ἀξιωθοῦν νὰ λάβουν μεγαλυτέρους ἐπαίνους καὶ φωτεινότερα στεφάνια, ἀφοῦ στὴν προηγούμενη ἐνάρετη ζωὴ τοὺς προσπαθοῦσαν νὰ προσθέσουν καὶ ἄλλους πνευματικοὺς ἀγῶνες. Οἱ δὲ ὅμοιοι μέ μας, ἁμαρτωλοὶ καὶ μιασμένοι ἀναλαμβάνουν αὐτὸν τὸν ἄθλο μὲ τὴν ἐγκράτεια, τὴν ταλαιπωρία τοῦ σώματος καὶ τὸν πνευματικὸ ὀδυρμό, μὲ σκοπὸ νὰ ἐξιλεωθοῦν ἐνώπιόν του φοβεροῦ Κριτῆ, τὸν ὁποῖον ἐξόργισαν μὲ πράξεις ἁμαρτωλὲς κατὰ τὴν διάρκεια ὅλης της ἀκόλαστης ζωῆς τους, προσπαθώντας τὸν ὑπόλοιπο χρόνο νὰ ζήσουν θεάρεστα καὶ τίμια, τηρώντας τὶς σωτήριες ἐντολὲς τοῦ Κυρίου.Ἃς ἐγερθοῦμε λοιπὸν ἀπὸ τὸν ὕπνο τῆς μεγάλης ὀκνηρίας μας καὶ ἃς ἐργασθοῦμε μὲ μεγάλο ζῆλο γιὰ νὰ ἀξιωθοῦμε στὸν χρόνο ποῦ ἀπομένει τῆς σύντομης ζωῆς μας, «τὸ βραβεῖον τῆς ἄνω κλήσεως τοῦ Θεοῦ», «ἠμῶν γὰρ τὸ πολίτευμα ἐν οὐρανοῖς ὑπάρχει, ἐξ οὗ καὶ σωτήρα ἀπεκδεχόμεθα Κύριον Ἰησοῦν Χριστὸν»[1]. Νὰ ἀγρυπνοῦμε μαζὶ μὲ τὶς φρόνιμες παρθένες, νὰ πάρουμε μαζί μας ἀρκετὸ λάδι[2], τὸ ὁποῖο σημαίνει τὴν θεόμορφη φιλανθρωπία καὶ τὸ ἔλεος πρὸς ὅλους αὐτοὺς ποῦ ζοῦν στὴν ἔνδεια καὶ τὴν πικρία. Ὁ Δημιουργός των ὅλων καὶ Κύριος εὐαρεστεῖται μὲ τὸ λάδι αὐτὸ περισσότερο ἀπὸ ὁτιδήποτε ἄλλο. Οἱ μωρὲς παρθένες τὸ περιφρόνησαν, καὶ γι’ αὐτὸ ἔμειναν ἔξω ἀπὸ τὸν μυστικὸ γάμο, χωρὶς νὰ ἔχουν ὄφελος ἀπὸ τὴν παρθενία τους.
(Μέρος 1ο)
Ὁ μακάριος καὶ θαυμαστὸς προφήτης, θεάρεστος καὶ πολὺ ἐνάρετος βασιλέας, ὁ ἔνδοξος Δαυίδ, γιὰ τὸν ὁποῖο ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς εἶπε: «Εὗρον Δαυὶδ τὸν τοῦ Ἰεσσαὶ ἄνδρα κατὰ τὴν καρδίαν μου, ὃς ποιήσει πάντα τα θελήματά μου»[1]. Αὐτὸς ὁ τόσο ὑπέροχος ἄνδρας, θαυμάζοντας τὴν ἀκατάληπτη καὶ ἄρρητη φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου τῶν πάντων, τοῦ λέγει μὲ μεγάλο θαυμασμό: «Τί ἔστιν ἄνθρωπος, ὅτι μιμνήσκη αὐτοῦ, ἡ υἱὸς ἀνθρώπου, ὅτι ἐπισκέπτη αὐτὸν»[2]; Ἐπίσης λέγει: «Ἄνθρωπος ματαιότητι ὠμοιώθη, αἳ ἡμέραι αὐτοῦ ὡσεὶ σκιὰ παραγουσιν»[3]. Ἐδῶ παρομοιάζει, πολὺ σοφὰ καὶ εὔστοχα, τὸ τέλος τῆς ἐφήμερης ζωῆς μας μὲ τὴν ματαιότητα. Ὅταν ὁ ἥλιος βασιλεύσει ἡ σκεπαστεῖ μὲ μικρὸ σύννεφο, ἀμέσως ἐξαφανίζεται ἡ σκιὰ ὁποιουδήποτε ἀντικειμένου. Ἀνάλογα καὶ ἡ ζωὴ μᾶς τελειώνει ἀμέσως, μόλις φύγει ἀπὸ τὸ σῶμα ἡ ψυχὴ ποῦ τοῦ δίδει ζωή. Ἀλλὰ παρὰ τὴν τόσο μεγάλη πενία καὶ μηδαμινότητά μας, ὁ πανάγαθος Δημιουργός μας δὲν παύει νὰ μᾶς φροντίζει καὶ νὰ μᾶς εὐεργετεῖ μὲ κάθε τρόπο. Ἐμεῖς ὅμως οἱ ἀχάριστοι πῶς ἐκτιμᾶμε τὴν τόσο μεγάλη φιλανθρωπία τοῦ Δημιουργοῦ μας καὶ τὴν εὔνοιά Του πρὸς ἐμᾶς; Ἡ πῶς μποροῦμε νὰ Τὸν εὐχαριστήσουμε γιὰ τὴν πρόνοια πρὸς ἐμᾶς καὶ γιὰ τὶς συνεχεῖς εὐεργεσίες καὶ ἐπισκέψεις Του; Read more
Στοχασμοὶ γιὰ ἐκείνους ποὺ ἑτοιμάζονται νὰ σταθοῦν ἐνώπιόν του Δημιουργοῦ καὶ τῆς κοινότητας τῆς Ἐκκλησίας στὸ φοβερὸ μυστήριο τῆς ἱερῆς ἐξομολόγησης, ἔτσι ὥστε νὰ λάβουν τὴν ἀνακαίνιση ἑνὸς δεύτερου βαπτίσματος.
Ἐγώ, μιὰ ἁμαρτωλὴ ψυχή, ἐξομολογοῦμαι στὸν Κύριο, Θεὸ καὶ Σωτήρα μᾶς Ἰησοῦ Χριστό, ὅλες τὶς μοχθηρὲς πράξεις ποὺ ἔχω διαπράξει διὰ ἔργου, λόγου ἢ σκέψεων ἀπὸ τὴν στιγμὴ τῆς βάπτισής μου μέχρι καὶ τὴν παροῦσα ἡμέρα.
Δὲν ἔχω τηρήσει τὶς ὑποσχέσεις τοῦ βαπτίσματός μου, ἀλλὰ ἔχω καταντήσει τὸν ἑαυτό μου ἀνεπιθύμητο ἐνώπιόν του προσώπου τοῦ Θεοῦ μου.
Ἔχω ἁμαρτήσει ἐνώπιόν του Κυρίου μὲ τὴν ἔλλειψη πίστης ποὺ μὲ διακρίνει καὶ μὲ τὶς ἀμφιβολίες μου σχετικὰ μὲ τὴν Ὀρθόδοξη Πίστη καὶ τὴν Ἁγία Ἐκκλησία μας· μὲ τὴν ἀχαριστία μου ἀπέναντί σε ὅλες τὶς μεγάλες καὶ ἀκατάπαυστες δωρεὲς τοῦ Θεοὺ καὶ ἀπέναντι στὴν μακροθυμία Του καὶ τὴν πρόνοιά Του γιὰ ἐμένα, ἕναν ἁμαρτωλό· μὲ τὴν ἔλλειψη ἀγάπης πρὸς τὸν Θεό, ἀλλὰ καὶ φόβου τοῦ Θεοῦ, κάτι ποὺ διαφαίνεται ἀπὸ τὴν μὴ τήρηση τῶν ἁγίων ἐντολῶν Του καὶ τῶν κανόνων τῆς Ἐκκλησίας. Read more
Στρέψε τὴν καρδιά σου πάλι σ’ ἐμένα, πού μου ἀνήκει. Ὀφείλεις ἐμένα ν’ ἀγαπᾶς πάνω ἀπὸ τὸ κάθε τί, νὰ τιμᾶς ἐμένα, νὰ εἶσαι ἀφωσιωμένος σ’ ἐμένα. Ἐγὼ ἔπλυνα μὲ τὸ αἷμα μου τὶς ἁμαρτίες σου καὶ τὶς ἔκαμα λευκότερες ἀπὸ τὸ χιόνι. Ἔδωσα στὴν ψυχή σου εἰρήνη καὶ χαρά. Σὲ ἀγάπησα πιὸ πολὺ ἀπ’ ὅ,τι ἀγαπᾶ μία μητέρα τὰ παιδιά της. Ἐγὼ εἶμαι ποὺ σὲ ἔσωσα ἀπὸ τὸν αἰώνιο θάνατο. Ποιὸς λοιπὸν μπορεῖ νὰ σφετερισθῆ τὴ δική μου δόξα; Εἶμαι ὁ Παντοκράτωρ
Σὲ ὅλα τα ἔργα σου, εἴτε στὸ σπίτι σου εἴτε στὸν τόπο τῆς δουλειᾶς σου, μὴν ξεχνᾶς ὅτι ὅλη ἡ δύναμις, τὸ φῶς σου καὶ ἡ ἐπιτυχία σου ἔγκεινται στὸν Χριστὸ καὶ στὸν Σταυρό του. Ἰησοῦ, βοήθησε μέ. Ἰησοῦ, φώτισε μέ. Αὐτοῦ εἶναι ἡ δύναμις καὶ ἡ δόξα εἰς τοὺς αἰώνας τῶν αἰώνων Read more
Ὁ Ἀββάς Κασσιανός καταγράφει τή σοφή διδασκαλία καί τήν ἅγια βιοτή τῶν ἐρημιτῶν Πατέρων τοῦ 4ου αἰώνα, ὅπως τή γνώρισε κατά τήν πολυετή παραμονή του στήν ἔρημο τῆς Αἰγύπτου καί τῆς Παλαιστίνης.
Ἕνα μνημειῶδες καί ἀνέκδοτο μέχρι σήμερα ἔργο, δοσμένο στήν νεοελληνική καί συνοδευμένο μέ ἐκτενή εἰσαγωγή, πλούσια βιβλιογραφία καί ἀναλυτικούς πίνακες.
Α´ ΣΥΝΟΜΙΛΙΑ ΜΕ ΤΟΝ ΑΒΒΑ ΙΩΣΗΦ
ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΓΑΠΗ ΚΑΙ ΤΗ ΦΙΛΙΑ
Κεφάλαιο 1· Πρώτη συνάντηση μέ τόν ἀββά ᾿Ιωσήφ.
ΑΒΒΑΣ ΚΑΣΣΙΑΝΟΣ· ῾Ο πολυσέβαστος ἀββάς ᾿Ιωσήφ, τοῦ ὁποίου τίς διδαχές καί τίς ὑποθῆκες θά ἀναπτύξω εὐθύς ἀμέσως, ἦταν ἕνας ἀπό τούς τρεῖς Γέροντες πού ἀνέφερα σέ κάποια ἄλλη «Συνομιλία».
῾Ο ἀββάς ᾿Ιωσήφ ἦταν ἀπόγονος ἐπιφανοῦς οἰκογένειας καί διακεκριμένος πολίτης τῆς πόλεως Θμούεως, τῆς γενέτειράς του, στήν Αἴγυπτο. ῏Ηταν ἄριστα ἐκπαι- δευμένος καί κατεῖχε ἐκτός ἀπό τήν μητρική του γλώσσα καί τήν ἑλληνική. Τή γνώριζε μάλιστα τόσο καλά, ὥστε ὅταν συνομιλοῦσε μαζί μας, ἀλλά καί μέ κάθε ἄλλο ξένο πού ἀγνοοῦσε τήν κοπτική γλώσσα, μποροῦσε νά τή χειρισθεῖ ἄνετα καί νά ἐκφρασθεῖ σ᾿ αὐτή μέ πολλή ἀκρίβεια. Γι᾿ αὐτό δέν ἦταν ἀναγκασμένος νά ζητάει, ὅπως οἱ ἄλλοι μοναχοί, τή βοήθεια κάποιου μεταφραστῆ. Read more