
Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος. Εἰς την Πεντηκοστή.
Θ΄. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα πάντοτε ὑπῆρχε, ὑπάρχει καὶ θὰ ὑπάρχει, δὲν ἔχει οὔτε ἀρχὴ οὔτε τέλος, ἀλλὰ εἶναι πάντοτε ἑνωμένο καὶ ἀριθμεῖται μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸν Υἱό. Διότι δὲν θὰ ἅρμοζε ποτὲ νὰ ἐλλείπει ὁ Υἱὸς ἀπὸ τὸν Πατέρα ἢ τὸ Πνεῦμα ἀπὸ τὸν Υἱό, ἐπειδὴ θὰ ἦταν σὲ μέγιστο βαθμὸ ἄδοξη ἡ θεότητα, σὰν ἀπὸ μεταμέλεια ἀκριβῶς νὰ ἦλθε σὲ συμπλήρωση γιὰ νὰ γίνει τέλεια.
[Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα] λοιπὸν πάντοτε καὶ αἰώνια μεταλαμβάνεται [μὲ τὶς θεῖες ἐνέργειές του], δὲν μεταλαμβάνει• ὁδηγεῖ στὴν τελείωση [τοὺς ἀνθρώπους], δὲν τελειώνεται• παρέχει τὴν πνευματικὴ πλήρωση, δὲν ἔχει ἀνάγκη πληρώσεως• ἁγιάζει, δὲν ἁγιάζεται• κάνει [τοὺς ἀνθρώπους] θεούς, δὲν θεώνεται.
Αὐτὸ πρὸς Ἑαυτό, καὶ πρὸς ἐκείνους μὲ τοὺς ὁποίους εἶναι ἑνωμένο, εἶναι πάντοτε τὸ ἴδιο καὶ ἀπαράλλακτο• ἀόρατο, ἄχρονο, ἀχώρητο, ἀναλλοίωτο, ὑπεράνω ἀπὸ κάθε ἔννοια ποιότητας, ποσότητας καὶ μορφῆς, ἀψηλάφητο, κινούμενο ἀφ’ Ἑαυτοῦ, κινούμενο συνεχῶς, ἔχοντας ἀφ’ Ἑαυτοῦ ἐξουσία, ἔχοντας ἀφ’ Ἑαυτοῦ δύναμη, παντοδύναμο (ἂν καὶ ὡς πρὸς τὴν πρώτη ἀρχή, ὅπως ἀκριβῶς ὅλα τὰ ἀναφερόμενα εἰς τὸν Μονογενῆ Υἱό, ἔτσι καὶ τοῦ Πνεύματος ἀνάγεται [στὸν Θεὸ Πατέρα]).


«Θὰ σταματήσω εἰς τὸν φυλάκιόν μου», λέγει ὁ θαυμάσιος Ἀββακοὺμ (Ἀββακ. 2, 1). Καὶ ἐγὼ θὰ σταματήσω μαζί του σήμερα ἐπάνω εἰς τὴν ἐξουσίαν καὶ τὴν διορατικὴν ἱκανότητα τὴν ὁποίαν μου ἔχει δώσει τὸ Πνεῦμα, καὶ θὰ κατοπτεύσω καὶ θὰ ἀναγνωρίσω ὅ,τι θὰ μοῦ φανερωθῆ καὶ ὅ,τι θὰ λεχθῆ πρὸς ἐμέ. Καὶ ἐσταμάτησα καὶ κατόπτευσα.
Ἀπόσπασμα ὁμιλίας
(Ἀποσπάσματα ἐκ τῆς Ὁμιλίας ΛΗ´)
– Γάμος, Παρθενία, Διαζύγιο…
Εἶναι παλαιὸς ὁ νόμος νὰ ἐορτάζωνται ἐγκαίνια, καὶ ὁ νόμος αὐτὸς εἶναι σωστός, ἤ, καλύτερα, νὰ τιμῶνται τὰ νέα πράγματα μὲ ἐγκαίνια. Αὐτὸ δὲ γίνεται ὄχι μίαν φορᾶν μόνον ἀλλὰ πολλᾶς, ἐπειδὴ κάθε στροφὴ τοῦ ἔτους ἐπαναφέρει πάλιν τὴν ἰδίαν ἡμέραν, διὰ νὰ μὴν ἐξαφανισθοῦν μὲ τὴν πάροδον τοῦ χρόνου τὰ καλά, οὔτε νὰ παραπέσουν καὶ νὰ σβήσουν εἰς τὰ βάθη τῆς λησμονιᾶς.