Πρῶτα, λοιπόν, ἃς ξέρουμε, ὅτι οἱ δαίμονες, ὄχι γιατί λέγονται δαίμονες, ἔτσι κι’ ἔγιναν. Διότι ὁ Θεὸς δὲν ἔκαμε τίποτα κακό. Καλοὶ πλάσθηκαν κι’ αὐτοί. Ἐπειδὴ ὅμως ξέπεσαν ἀπὸ τὸ οὐράνιο φρόνημα (ἀπὸ τὴν ἀγαθὴ πνευματικὴ προαίρεση) καὶ τοῦ λοιποῦ κυλιοῦνται γύρω ἀπὸ τὴ γῆ (διαρκῶς ἀσχολοῦνται περὶ τὰ γήινα), τοὺς μὲν Ἕλληνες ἐξαπάτησαν μὲ τὶς (μυθολογικὲς) φαντασίες των, ἀπὸ φθόνο δὲ πρὸς ἐμᾶς τοὺς Χριστιανούς, κινοῦν τὰ πάντα ἐναντίον μας, θέλοντας νὰ μᾶς ἐμποδίσουν τὴν ἄνοδό μας πρὸς τοὺς οὐρανούς, γιὰ νὰ μὴν ἀνεβοῦμε ἐμεῖς ἐκεῖ, ἀπ’ ὅπου ἔπεσαν αὐτοί.
Γι’ αὐτό, εἶναι ἀνάγκη πολλῆς προσευχῆς καὶ ἀσκήσεως, ὥστε ὁ καθένας, λαβαίνοντας διὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος χάρισμα διακρίσεως πνευμάτων, νὰ μπορέσει νὰ γνωρίσει τὶς πανουργίες τους. Ποιοὶ π.χ. εἶναι λιγότερο φαῦλοι, ποιοὶ εἶναι φαυλότεροι, σὲ τί ἐπιτηδεύεται μὲ ἰδιαίτερη φροντίδα κι ἐπιμέλεια καὶ πὼς ἀνατρέπεται καὶ διώχνεται ὁ καθένας τους. Γιατί εἶναι πολλὲς οἱ πανουργίες τους καὶ τὰ κινήματα τῆς ἐπιβουλῆς τῶν ἐναντίον μας.
Ὁ μακάριος Παῦλος κι’ οἱ μαθητές του, τὰ εἶχαν μάθει τὰ τεχνάσματα αὐτὰ καὶ ἔλεγαν: «Διότι δὲν ἀγνοοῦμε τὰ νοήματά του» (τὶς μηχανορραφίες τοῦ) Β` ΚΟΡ Β,11.
ἐμεῖς δὲ ὀφείλομε, βάσει τῆς πείρας ποὺ ἔχομε ἀπ’ αὐτά, νὰ διορθώνομε ὁ ἕνας του ἄλλου τὶς ζημιές, ποὺ τυχὸν ἔπαθε ἀπ’ αὐτούς. Γι’ αὐτό, λοιπόν, κι’ ἐγώ, μιᾶς κι’ ἔχω μερικὴ πείρα ἀπὸ αὐτά, θὰ σᾶς τὰ εἰπῶ, γιατί εἶστε τέκνα μου πνευματικά.
ΤΕΧΝΑΣΜΑΤΑ ΤΩΝ ΔΑΙΜΟΝΩΝ ΚΑΙ ΜΕΣΑ ΑΝΤΙΔΡΑΣΕΩΣ ΜΑΣ.
Λοιπόν, ἂν δοῦν οἱ δαίμονες καὶ ὅλους τους ἄλλους, βέβαια, Χριστιανούς, μὰ περισσότερό τους μοναχούς, νὰ δείχνουν φιλοπονία στὴν ἄσκηση καὶ νὰ-προκόβουν, πρῶτα μὲν ἐπιτίθενται καὶ πειράζουν, βάζοντας ἀλλεπάλληλα ἐμπόδια στὸ δρόμο τους. Τέτοια διαβολικὰ σκάνδαλα εἶναι οἱ πονηρὲς σκέψεις — οἱ πονηροὶ διαλογισμοί. Ἀλλὰ δὲν πρέπει ἐμεῖς νὰ φοβόμαστε τὶς ὕπουλες αὐτὲς ἐνέργειές τους. Διότι, μὲ προσευχὲς καὶ νηστεῖες καὶ μὲ πίστη πρὸς τὸν Κύριο, πέφτουν ἀμέσως μόνοι τους.
Ἀλλὰ καὶ ἀφοῦ πέσουν, δὲν παύουν, ἀλλὰ καὶ πάλιν ἔρχονται πανούργα καὶ δόλια. Ὅταν δὲν κατορθώσουν στὰ φανερὰ νὰ ἐξαπατήσουν τὴν καρδιὰ μὲ βρώμικους, μὰ ἡδονικοὺς λογισμούς, ἐπιτίθενται πάλιν μὲ ἄλλον τρόπο. Πλάθουν φαντάσματα καὶ προσπαθοῦν νὰ μᾶς ἐκφοβίσουν, ὑποκρινόμενοι διάφορες μορφὲς καὶ ἐμφανίσεις. Μιμοῦνται γυναῖκες, θηρία, ἑρπετά, καὶ πλῆθος στρατιωτῶν ἢ ἀλλάζουν τὰ μεγέθη τῶν πραγμάτων.
Ἀλλ’ οὔτε καὶ τότε πρέπει νὰ δειλιάζουμε μὲ τὰ φαντάσματά τους αὐτά. Γιατί δὲν εἶναι τίποτε καὶ γρήγορα ἐξαφανίζονται, ἐὰν μάλιστα ὁ καθένας μᾶς ὀχυρώνει τὸν ἑαυτό του μὲ τὴν πίστη καὶ τὸ σημεῖον τοὺ Σταυροῦ.
Εἶναι καὶ τολμηροὶ καὶ πολὺ ἀναιδεῖς, γιατί ἀκόμη κι’ ἂν νικηθοῦν μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο καὶ πάλιν ἐπιτίθενται μὲ ἄλλον τρόπο.
Προσποιοῦνται ὅτι μαντεύουν καὶ προλέγουν τὰ μέλλοντα καὶ παρουσιάζονται ψηλοὶ ὡς τὴ στέγη καὶ μὲ φαρδιὲς πλάτες, ὥστε ὅσους δὲν μπορέσουν ν’ ἀπατήσουν μὲ τοὺς λογισμούς, μήπως τοὺς παρασύρουν μὲ τέτοιες τρομερὲς φαντασίες. Ἐὰν ὅμως βροῦν τὴν ψυχὴ ἀσφαλισμένη στὴν πίστη καὶ τὴν ἐλπίδα τῆς διανοίας, προσκαλοῦν τοῦ λοιποῦ τους ἀρχηγούς των.
ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΔΙΑΒΟΛΟΥ
Ἔλεγε, πὼς πολλὲς φορὲς φαίνονται ὅπως φανέρωσε ὁ Κύριος τὸν διάβολο εἰς τὸν Ἰώβ, λέγοντάς του:
«Λάμπουν τὰ μάτια του ὡς εἶδος ἑωσφόρου — σὰν ἥλιος χαραυγῆς.
Ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ πηδοῦν λαμπάδες ἀναμμένες κι’ ἐκσφενδονίζονται φωτιᾶς κομμάτια, ἀπ’ τὰ ρουθούνια τοῦ βγαίνει καπνός, ὅπως ἀπὸ καμίνι ποὺ σιγοκαίγεται μὲ -πυρακτωμένα κάρβουνα.
Εἶναι ἡ ψυχὴ τοῦ θράκα ἀναμμένη καὶ φλόγα βγαίνει ἀπ’ τὸ στόμα τοῦ» ΙΩΒ ΜΑ, 9-12.
Ἔτσι ἐμφανιζόμενος ὁ ἄρχοντας τῶν δαιμόνων φοβερίζει, ὅπως προεῖπα, γιατί καυχιέται γιὰ μεγάλα πράγματα ὁ πανοῦργος, ὅπως τὸν ἀπέδειξε ὁ Κύριος καὶ πάλι στὸν Ἰώβ, λέγοντας:
«Θωρεῖ τὸ σίδερο γιὰ ἄχυρο καὶ τὸ χαλκὸ σὰν σάπιο ξύλο καὶ θεωρεῖ τὴ θάλασσα σὰν φιαλίδιό του μὲ ἀρωματάκι, πὼς ἔχει στὴν ἰδιοκτησία του σὰν λάφυρα τὰ Τάρταρα τῆς Ἀβύσσου καὶ τὴν ἴδια τὴν Ἄβυσσο τὴ λογαριάζει γιὰ περίπατό του». ΙΩΒ ΜΑ, 18-24
Ἀλλὰ καὶ μέσω τοῦ Προφήτου μᾶς ἀπεκάλυψε ὁ Κύριος τὶς πανουργίες τοῦ διαβόλου, λέγοντας πώς: «Εἶπεν ὁ ἐχθρός: Ἀδιάκοπα θὰ τὸ ἐπιδιώξω καὶ δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ κυριέψω τὸν ἄνθρωπο» . ΕΞΟΔΟΣ ΙΕ, 9
Καὶ μὲ ἄλλον Προφήτη μᾶς ἀποκαλύπτει πὼς μεγαλοκαυχιέται ὁ διάβολος, λέγοντας:
«θὰ καταλάβω μὲ τὸ χέρι μου τὴν οἰκουμένη ὅλη, σὰν μιὰ φωλιὰ πουλιοῦ καὶ θὰ τὴ σηκώσω ὅπως παίρνω τὰ ἐγκαταλειμμένα αὐγὰ» ΗΣ. 1,14.
Καὶ γενικά, μὲ τέτοια ἐπιχειρήματα κομπάζουν καὶ τέτοια ὑπόσχονται, γιὰ νὰ ἀπατήσουν τοὺς θεοσεβεῖς. Ἀλλὰ ἐμεῖς καὶ πάλιν οἱ πιστοὶ οὔτε μ’ αὐτὰ πρέπει νὰ φοβόμαστε τὶς φαντασίες τοῦ διαβόλου καὶ νὰ προσέχουμε τὶς φωνές του, γιατί ψεύδεται καὶ δὲν λέει ὁλωσδιόλου τίποτε τὸ ἀληθινό.
«Μὴ σὲ μέλει πού, τέτοια λέγοντας, ἀποθρασύνεται τόσο, γιατί σύρεται σὰν τὸ θαλάσσιο κῆτος (τὸν καρχαρία) μὲ τὸ ἀγκίστρι ἀπὸ τὸν Σωτήρα καὶ τοῦ ἔχει βάλει γύρω στὴ μύτη χαλινάρια (γκέμια, καπίστρια), ὅπως στὸ κτῆνος, εἶναι δεμένος ἀπ’ τὸ ρουθούνι μὲ κρίκους σὰν τοὺς δραπέτες κι’ ἔχει στὰ χείλη περάσει δακτυλίδι (ὅπως στοὺς ταύρους)».
Ἔχει δεθεῖ ἀπὸ τὸν Κύριο σὰν (ἀσήμαντο) σπουργίτι, γιὰ νὰ τὸν περιπαίζουμε ἐξευτελιστικὰ ἐμεῖς. Ἀκόμη, εἶναι ριγμένος κατὰ γῆς, κι’ αὐτὸς καὶ ὅλα τα δαιμόνια της παρέας του, ὅπως τὰ φίδια κι’ οἱ σκορπιοί, γιὰ νὰ καταπατιοῦνται ἀπὸ μᾶς τοὺς χριστιανούς. ΛΟΥΚ, 1,19
Γνώρισμα τῆς ἀδυναμίας τοῦ αὐτῆς εἶναι ὅτι ἐμεῖς τώρα, πολιτευόμαστε ἐναντίον του. Γιατί ἂν καὶ δηλώνει πὼς ἀφανίζει τὴ θάλασσα καὶ κατέχει τὴν οἰκουμένη, νὰ τώρα, ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ ἐμποδίσει τὴν ἀσκητικὴ ζωή σας, οὔτε κι’ ἔμενα, ποὺ σᾶς μιλάω ἐναντίον του.
Ἃς μὴ προσέχομε λοιπὸν σ’ ὅτι λέει, γιατί ψεύδεται, μήτε καὶ νὰ δειλιάζουμε μὲ τὰ φαντάσματά του, μιᾶς κι εἶναι ψεύτικα κι’ αὐτά.
Γιατί δὲν εἶναι φῶς ἀληθινό, αὐτὸ ποὺ φαίνεται μὲ τὰ τεχνάσματα αὐτά, ἀλλὰ εἶναι μᾶλλον τὰ προοίμια καὶ οἱ εἰκόνες τοῦ πυρὸς ἐκείνου, ποὺ Ἔχει προετοιμασθεῖ γι’ αὐτοὺς ( στὴ Δευτέρα Παρουσία). Ἀκόμη γιατί προσπαθοῦν νὰ ἐκφοβίζουν τοὺς ἀνθρώπους μ’ αὐτά, γιὰ τὰ ὁποῖα μέλλουν νὰ κατακριθοῦν.
Ἔτσι φαίνονται καὶ παρ’ ὅλα αὐτὰ ἐξαφανίζονται χωρὶς νὰ βλάψουνε κανέναν ἀπὸ τοὺς πιστούς, παίρνοντας μάλιστα τὴ μορφὴ τοῦ πυρὸς ποὺ μέλλει νὰ τοὺς δεχτῆ. Οὔτε γι’ αὐτὰ λοιπόν, εἶναι σωστὸ νὰ τοὺς φοβούμεθα, διότι ὅλα τους τὰ τεχνάσματα γιὰ τίποτα δὲν λογαριάζονται, ἀπὸ τὴ χάρη τοῦ Χριστοῦ.
ΔΟΛΙΕΣ ΑΠΟΜΙΜΗΣΕΙΣ ΤΩΝ ΔΙΑΒΟΛΩΝ ΚΑΙ ΤΟ ΑΝΤΙΔΟΤΟ ΤΟΥΣ
Εἶναι καὶ δόλιοι καὶ ἕτοιμοι νὰ μεταβάλλονται καὶ μετασχηματίζονται σὲ ὅλα. Πολλὲς φορὲς κάνουν πὼς ψάλλουν μουσικά, χωρὶς νὰ φαίνονται καὶ χρησιμοποιοῦν λέξεις ἀπὸ τὶς Γραφές. Καὶ μερικὲς φορές, ὅταν ἐμεῖς διαβάζουμε, εὐθὺς αὐτοὶ ἐπαναλαμβάνουν σὰν ἠχὼ πολλὲς φορὲς τὰ ἴδια ποὺ ἔχουν διαβαστεῖ. Καὶ σὰν κοιμόμαστε μᾶς σηκώνουν γιὰ προσευχές. Κι’ αὐτὸ τὸ κάνουν συνεχῶς, ὥστε σχεδὸν δὲν μᾶς ἀφήνουν οὔτε νὰ κοιμηθοῦμε.
Κάποτε – κάποτε, ὅταν μεταμορφώνονται σὲ μοναχούς, προσποιοῦνται νὰ μιλοῦν σὰν εὐλαβεῖς, γιὰ νὰ μᾶς πλανήσουν μὲ τὸ σχῆμα μας κι’ ἔπειτα νὰ τραβήξουν ὅπου θέλουν αὐτοὺς ποὺ ἐξαπάτησαν.
Ἀλλὰ δὲν πρέπει νὰ τοὺς προσέχομε, ἔστω κι’ ἂν μᾶς ξυπνοῦν γιὰ προσευχὴ καὶ ἂν μᾶς συμβουλεύουν νὰ μὴ τρῶμε καθόλου ἢ ἂν προσποιοῦνται πὼς μᾶς κατηγοροῦν καὶ μᾶς κοροϊδεύουν γιὰ κεῖνα ποὺ κάποτε μᾶς ἔκαμαν συγκατάβαση.
Διότι δὲν τὰ κάνουν αὐτὰ ἀπὸ εὐλάβεια ἢ γιὰ τὴν ἀλήθεια, ἀλλὰ γιὰ νὰ φέρουν σὲ ἀπελπισία τοὺς ἀκέραιους καὶ νὰ εἰποῦν πὼς εἶναι ἀνώφελη ἡ ἀσκητικὴ ζωή, νὰ κάμουν τοὺς ἀνθρώπους νὰ τὴ σιχαθοῦν, διότι δῆθεν ἡ μοναχικὴ ζωὴ εἶναι φορτικὴ καὶ βαρύτατη καὶ νὰ ἐμποδίσουν ὅσους πολιτεύονται ἐναντίον τους.
Ο ΚΥΡΙΟΣ ΦΙΜΩΝΕΙ ΤΟΥΣ ΔΑΙΜΟΝΑΣ
Ὃ Προφήτης Ἀββακοὺμ σταλμένος ἀπὸ τὸν Κύριο, κάτι τέτοιους δαίμονες ἐλεεινολογοῦσε, λέγοντας τὰ ἑξῆς: «Ἀλίμονο σ’ ἐκεῖνον ποὺ ποτίζει τὸν πλησίον του μὲ τὸ ποτήρι τῆς ὀργῆς του, ποὺ φέρνει θολερὴ καταστροφή». ΑΒΒΑΚΟΥΜ Β, 15.
Διότι τὰ τέτοια τεχνάσματα καὶ ἐνθυμήματα μεταστρέφουν τὸν ἄνθρωπο ποὺ παίρνει τὸ δρόμο γιὰ τὴν ἀρετή.
Ἀλλὰ καὶ ὁ ἴδιος ὁ Κύριος καὶ γιὰ τὸν ἑαυτό του, παρ’ ὅλον ὅτι ἔλεγαν τὴν ἀλήθεια οἱ δαίμονες (γιατί στ’ ἀλήθεια τὸ ἔλεγαν: Σὺ εἶσαι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ), ὅμως τοὺς φίμωνε καὶ τοὺς ἐμπόδιζε νὰ τὸ διαλαλοῦν, μήπως, καμιὰ φορᾶ, μαζὶ μὲ τὴν ἀλήθεια, σπείρουν ἀπὸ πάνω καὶ τὴ δική τους τὴν κακία καὶ γιὰ νὰ μᾶς συνηθίσει κι’ ἐμᾶς, ποτὲ νὰ μὴν τοὺς προσέχομε, ἔστω κι’ ἂν φαίνονται πὼς λένε τὴν ἀλήθεια.
Διότι, ἐνῶ ἔχομε τὶς Ἅγιες Γραφὲς καὶ τὴν ἐλευθερία ἀπὸ τὸν Σωτήρα, εἶναι ἀπρεπὲς νὰ διδασκώμεθα ἀπὸ τὸ διάβολο, ὁ ὁποῖος δὲν φύλαξε τὸ δικό του ἀξίωμα, ποὺ τοῦ ὅρισε ὁ Θεός, ἀλλὰ θέλησε ἄλλα ἂντ’ ἄλλων.
Διὰ τοῦτο κι’ ὅταν ἀκόμη λέει λέξεις ἀπὸ τὶς Γραφὲς τὸν ἐμποδίζει (ὁ Θεὸς) λέγοντας: «Καὶ στὸν ἁμαρτωλὸ εἶπε ὁ Θεός, διατὶ διηγεῖσαι ἐσὺ τὰ δικαιώματά μου (τοὺς νόμους μου) καὶ πιάνεις τὴ διαθήκη μου μὲ τὸ στόμα σου;» ΨΑΛΜΟΙ ΜΘ16.
Ὅλα τα κάνουν τὰ δαιμόνια καὶ φωνάζουν καὶ θορυβοῦν καὶ ὑποκρίνονται καὶ ταράζουν τὸ περιβάλλον γιὰ ν’ ἀπατήσουν τοὺς ἀκέραιούς (τους σταθεροὺς στὴν πίστη).
Ἀκόμη κάνουν καὶ χτύπους καὶ γελοῦν ἀνόητα καὶ σφυρίζουν. Κι’ ἂν δὲν τοὺς προσέχει κανείς, ἀρχίζουν νὰ κλαῖνε καὶ θρηνοῦν γιατί νικήθηκαν.
ΝΑ ΚΩΦΕΥΟΜΕ ΣΤΙΣ ΥΠΟΔΕΙΞΕΙΣ ΤΩΝ ΔΑΙΜΟΝΩΝ
Ὁ Κύριος λοιπόν, ὡς Θεὸς φίμωσε τοὺς δαίμονας κι’ ἐμεῖς ποὺ μάθαμε πολλὰ ἀπὸ τοὺς Ἁγίους, πρέπει νὰ ἐνεργοῦμε σύμφωνα μ’ ἐκείνους καὶ νὰ μιμούμεθα τὴν ἀνδρεία τους. Διότι κι’ ἐκεῖνοι, παρατηρώντας ὅλα αὐτά, ἔλεγαν: «Ἐνῶ συνάγεται ὁ ἁμαρτωλὸς ἐναντίον μου, κουφαίνομαι καὶ ταπεινώνομαι καὶ σιωπῶ (ἀπὸ ἀγαθὰ ἐλατήρια καὶ ὄχι ἀπὸ ἀνάγκη») ΨΑΛΜΟΣ ΜΗ 2-3.
Καὶ πάλιν: «Ἐγὼ δέ, σὰν τὸν κουφό, δὲν ἄκουγα (τὰ λόγια τους) καὶ σὰν νὰ ἤμουν ἄλαλος, δὲν ἔβγαζα μιλιὰ ἀπ’ τὸ στόμα μου, κι’ ἔκανα πὼς δὲν ἀκούω καὶ πὼς δὲν προσέχω τοὺς ἄδικους ἐλέγχους τῶν» ΨΑΛΜΟΣ ΛΖ 14-15
Κι’ ἐμεῖς λοιπόν, ἃς μὴν τοὺς ἀκοῦμε, σὰν ξένοι ποὺ μᾶς εἶναι, μήτε νὰ τοὺς ὑπακοῦμε, ἔστω κι’ ἂν μᾶς ξεσηκώνουν γιὰ προσευχὴ ἢ ἂν φωνάζουν γιὰ νηστεῖες, ἀλλὰ νὰ προσέχουμε στὴν πρόθεσή μας νὰ ἀσκηθοῦμε μᾶλλον καὶ νὰ μὴν ἀπατόμεθα ἀπ’ αὐτούς, ποὺ ὅλα τα κάνουνε μὲ δόλο.
Δὲν πρέπει δὲ νὰ τοὺς φοβούμεθα, ἔστω κι’ ἂν φαίνονται ὅτι μᾶς ἐπιτίθενται ἢ κι’ ἂν μᾶς ἀπειλοῦν μὲ θάνατο, διότι εἶναι ἀνίκανοι καὶ δὲν μποροῦν τίποτα νὰ κάμουν, παρὰ μόνο νὰ φοβερίζουν.
Ο ΔΙΑΒΟΛΟΣ ΠΕΡΙΟΡΙΖΕΤΑΙ ΣΕ ΑΠΕΙΛΕΣ ΚΑΙ ΗΘΟΠΟΙΙΕΣ
Γι’ αὐτὸ ποὺ πρόκειται νὰ σᾶς εἰπῶ, σᾶς ἔχω ἤδη μιλήσει πρόχειρα. Ἀλλὰ καὶ τώρα δὲν θὰ βαρεθῶ νὰ σᾶς μιλήσω ἐκτενέστερα γιὰ ὅσα ἀφοροῦν τοὺς δαίμονας, γιατί ἡ ὑπόμνησης αὐτὴ θὰ σᾶς ἐξασφαλίσει.
Ὅταν ὁ Κύριος ἦλθε στὴ γῆ, ξέπεσε ὁ ἐχθρὸς καὶ ἀδυνάτισαν οἱ δυνάμεις του. Γι’ αὐτὸ καὶ δὲν μπορεῖ νὰ κάμει τίποτε. Σὰν τύραννος ὅμως ποὺ εἶναι, δὲν ἡσυχάζει, καίτοι ἔπεσε, ἀλλ’ ἀπειλεῖ ἔστω καὶ μὲ λόγια μόνον. Μαζὶ μὲ τ’ ἄλλα ἃς τὸ σκέφτεται καθένας ἀπὸ σᾶς κι’ αὐτὸ καὶ θὰ μπορεῖ νὰ καταφρονεῖ τὰ δαιμόνια.
Καὶ ἂν μὲν ἤσαν ντυμένοι τέτοια σώματα, σὰν τὰ δικά μας, θὰ μποροῦσαν νὰ λένε, ὅτι κρύβονται οἱ ἄνθρωποι καὶ δὲν τοὺς βρίσκουμε, ἀλλ’ ἅμα τοὺς βροῦμε τοὺς βλάπτουμε, θὰ μπορούσαμε κι’ ἐμεῖς νὰ κρυβόμαστε, ὥστε νὰ μὴ μποροῦν νὰ μᾶς βροῦν, γιατί θὰ τοὺς κλείναμε τὶς πόρτες. Ὅμως δὲν εἶναι ἔτσι. Ἀλλὰ μποροῦν νὰ μποῦν καὶ μὲ κλειστὲς τὶς πόρτες καὶ βρίσκονται σ’ ὅλον τὸν ἀέρα κι’ αὐτοὶ καὶ ὁ πρῶτος μεταξύ τους διάβολος.
Εἶναι καὶ κακοθελητὲς καὶ ἕτοιμοι νὰ βλάπτουν καὶ ὅπως Εἶπεν ὁ Σωτήρ: «Εἶναι ἐξ ἀρχῆς ἀνθρωποκτόνος ὁ πατὴρ τῆς κακίας διάβολος» ΙΩΑΝ Ἡ, 44. Ἀλλὰ ἐμᾶς δὲν μπόρεσε νὰ μᾶς φονέψη πνευματικὰ καὶ ζοῦμε τώρα κατὰ τὸν τρόπο τοῦ Χριστοῦ καὶ πολιτευόμεθα ὅλο καὶ περισσότερο ἐναντίον τους.
Εἶναι φανερὸ πὼς δὲν περνάει τίποτα ἀπ’ τὸ χέρι τους, μιᾶς καὶ οὔτε ὁ τόπος τοὺς ἐμποδίζει νὰ μᾶς ἐπιβουλεύονται, οὔτε μᾶς βλέπουν σὰν φίλους των γιὰ νὰ μᾶς λυπηθοῦν, οὔτε φιλάγαθοι εἶναι γιὰ νὰ μᾶς διορθώσουν. Ἀλλὰ μᾶλλον εἶναι πονηροὶ καὶ τίποτε δὲν τοὺς ἀπασχολεῖ, παρὰ νὰ βλάπτουν αὐτοὺς ποὺ ἀγαποῦν τὴν ἀρετὴ καὶ τοὺς θεοσεβεῖς.
Ἐπειδὴ ὅμως δὲν ἔχουν τὴ δύναμη τίποτε νὰ κάνουν, γι’ αὐτὸ καὶ δὲν τὸ κάνουν, παρὰ μονάχα φοβερίζουν. Διότι, ἐὰν μποροῦσαν, δὲν θ’ ἀργοποροῦσαν, ἀλλ’ εὐθὺς θὰ ἐνεργοῦσαν τὸ κακό, γιατί εἶναι ἕτοιμοι καὶ προδιατεθειμένοι σ’ αὐτὸ καὶ μάλιστα ἐναντίον μας.
Καὶ νά, ἀλήθεια, τώρα ποὺ συγκεντρωθήκαμε, μιλᾶμε ἐναντίον τους καὶ ξέρουν καλά, ὅτι, ἐφ’ ὅσον ἐμεῖς προκόβουμε, αὐτοὶ ἀδυνατίζουν. Ἐὰν λοιπόν, εἶχαν τὴν ἐξουσία, κανέναν ἀπὸ μᾶς τοὺς Χριστιανοὺς δὲν θ’ ἄφηναν νὰ ζεῖ. «Διότι αὐτὸ ποὺ σιχαίνεται ὁ ἁμαρτωλὸς εἶναι ἡ θεοσέβεια» ΣΟΦΙΑ ΣΕΙΡΑΧ, 25
Κι’ ἐπειδὴ δὲν ἔχουν καμιὰ δύναμη, γι’ αὐτὸ μᾶλλον τοὺς ἑαυτοὺς τῶν πληγώνουν, γιατί δὲν μποροῦν νὰ κάμουν τίποτε ἀπ’ ὅσα ἀπειλοῦν.
Ἔπειτα, γιὰ νὰ μὴν τοὺς φοβόμαστε, πρέπει νὰ σκεφτόμαστε καὶ τὸ ἑξῆς: Ἐὰν εἶχαν τὴ δυνατότητα, δὲν θὰ ἐρχόταν τόσοι πολλοί, σὰν ὄχλος, οὔτε θὰ ἔκαναν φαντάσματα, οὔτε θὰ μηχανεύοντο πὼς νὰ ἀλλάζουν διαρκῶς μορφὲς καὶ τρόπους ἐμφανίσεως, ἀλλὰ θ’ ἀρκοῦσε νὰ ἔρθει ἕνας καὶ μόνον, γιὰ νὰ μᾶς κάνη αὐτὸ ποὺ καὶ μπορεῖ καὶ θέλει. Πολὺ περισσότερο, διότι ὅποιος ἔχει τὴν ἐξουσία, δὲν σκοτώνει μὲ φαντάσματα, οὔτε μὲ τὸ πλῆθος τοῦ φοβερίζει, ἀλλ’, εὐθὺς ὡς τὸ θελήσει, κάνει κατάχρηση τῆς ἐξουσίας του.
Ἀλλὰ οἱ δαίμονες, ἐπειδὴ δὲν μποροῦν νὰ κάμουν τίποτε, παίζουν σὰν ἠθοποιοὶ ἐπὶ σκηνῆς, ἀλλάζουν τὶς μορφές των καὶ φοβίζουν τὰ μικρὰ παιδιὰ μὲ τὴ φαντασία τοῦ πλήθους των καὶ μὲ τὶς ἐναλλαγὲς μορφῶν, πράγματα δηλαδή, ἀπὸ τὰ ὁποῖα ὀφείλουμε περισσότερο νὰ τοὺς καταφρονοῦμε, σὰν ἀδύνατους.
Ὁ ἀληθινὸς ἄγγελος, ποὺ στάλθηκε ἀπὸ τὸν Κύριο κατὰ τῶν Ἀσσυρίων, δὲν ἔλαβε ἀνάγκη νὰ συνοδευθῆ ἀπὸ πλῆθος, οὔτε ἀπὸ ἐξωτερική (των ἐνδυμασιῶν καὶ τῆς μορφῆς) φαντασία, οὔτε ἀπὸ κτύπους ἢ κρότους, ἀλλὰ ἔκαμε ἤρεμα χρῆσιν τῆς ἐξουσίας του καὶ σκότωσε ἀμέσως ἑκατὸν ὀγδόντα πέντε χιλιάδες. Δ. ΒΑΣΙΛΕΩΝ Ἴθ, 35.
Αὐτὰ κάνει ὁ ἄγγελος ὁ Ἰσχυρός. Ἀλλὰ οἱ ἀδύνατοι δαίμονες τίποτε δὲν μποροῦν νὰ κάμουν, τέτοιοι ποὺ εἶναι, ἔστω κι ἂν προσπαθοῦν νὰ ἐκφοβίσουν μὲ τὰ φαντάσματά τους.
ΟΙ ΔΟΚΙΜΑΣΙΕΣ ΤΟΥ ΙΩΒ ΚΑΙ Η ΑΝΙΚΑΝΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΔΙΑΒΟΛΟΥ
Ἐὰν σκεφθεῖ κανεὶς τὰ παθήματα τοῦ ΙΩΒ καὶ εἰπεῖ:
Γιατί λοιπὸν ὅταν βγῆκε ὁ διάβολος (ἀπὸ τὴν παράστασή του ἐνώπιόν του θεοῦ), τὰ ἔκαμε ὅλα κατ` αὐτοῦ; καὶ τὸν ἀπογύμνωσε ἀπὸ τὰ ὑπάρχοντά του, σκότωσε τὰ τέκνα του κι ἐκεῖνον τὸν χτύπησε μὲ πληγῆ φρικτὴ καὶ ὀδυνηρὴ ;
Ἃς ξέρη πάλιν αὐτὸς ποὺ ἐρωτᾶ, ὅτι δὲν ἦταν ὁ διάβολος ὁ Ἰσχυρός, ἀλλὰ ὁ Θεός, ποὺ τοῦ παρέδωσε τὸν Ἰὼβ γιὰ δοκιμασία (τῆς πίστεως καὶ τῆς ὑπομονῆς του). Καὶ ἐπειδὴ δὲν μποροῦσε νὰ κάμει τίποτε, ζήτησε ἀπὸ τὸ Θεὸ τὴν ἄδεια καί, μόλις τὴν ἔλαβε, ἔκαμε ὅτι ἔκαμε ἐναντίον τοῦ Ἰώβ.
Ὥστε κι ἀπ’ αὐτὸ βγαίνει περισσότερο ἐπιβαρημένος ὁ ἐχθρός, διότι, καίτοι ἤθελε, οὔτε ἐναντίον καὶ ἑνὸς μόνον δικαίου ἀνθρώπου μπόρεσε νὰ κάνη τίποτα διότι, ἂν εἶχε δύναμη, δὲν θὰ ζητοῦσε τὴν ἄδεια ἐπειδὴ τὴ ζήτησε, ὄχι μιά, ἀλλὰ καὶ γιὰ δεύτερη φορά, ἀπ’ αὐτὸ φαίνεται ὅτι εἶναι ἀνίκανος καὶ δὲ μπορεῖ νὰ κάνη τίποτε.
Καὶ τὸ θαυμαστὸ βέβαια, δὲν εἶναι ὅτι δὲν μπόρεσε τίποτε ἐναντίον τοῦ Ἰώβ, ἀλλὰ ὅτι οὔτε κατὰ τῶν κτηνῶν του θὰ γινόταν καταστροφή, ἐὰν δὲν τὸ ἐπέτρεπε ὁ Θεός, μὰ οὔτε κατὰ τῶν χοίρων ἔχει τὴν ἐξουσία. Διότι, ὅπως γράφει τὸ Εὐαγγέλιο, «Παρακαλοῦσαν τὸν Κύριο, λέγοντας: Ἐπίτρεψέ μας νὰ ἀπέλθομε στοὺς χοίρους». ΜΑΤΘΑΙΟΣ Ἡ, 31.
Ἐὰν λοιπὸν δὲν ἔχουν ἐξουσία οὔτε στοὺς χοίρους, πολὺ περισσότερο δὲν ἔχουν ἐξουσία στοὺς ἀνθρώπους, ποῦνε πλασμένοι κατ’ εἰκόνα Θεοῦ.
ΠΟΥ ΒΑΣΙΖΕΤΑΙ Η ΘΕΩΡΙΑ «ΤΟΥ ΠΑΤΕΙΝ ΕΠΑΝΩ ΟΦΕΩΝ ΚΑΙ ΣΚΟΡΠΙΩΝ»
Ἄρα, τὸ Θεὸ μονάχα πρέπει νὰ φοβούμεθα, κι’ αὐτοὺς νὰ τοὺς καταφρονοῦμε καὶ νὰ μὴν τοὺς φοβόμαστε καθόλου. Ἀλλά, ὅσο περισσότερο πράττουν αὐτοὶ αὐτά, τόσο καὶ περισσότερο νὰ ἐπαυξάνομε ἐμεῖς τὴν ἄσκησή μας ἐναντίον τους.
Διότι μέγα ὅπλο κατ’ αὐτῶν εἶναι ἡ ὀρθὴ (ἀκριβὴς καὶ σωστὴ) ζωὴ καὶ ἡ πίστης πρὸς τὸν Θεόν. Φοβοῦνται πράγματι τὴ νηστεία τῶν ἀσκητῶν, τὴν ἀγρυπνία, τὶς προσευχές, τὴν πραότητα, τὸν ἥσυχο χαρακτήρα, τὸν ἀφιλάργυρο, τὸν ἀκενόδοξο (τὴν ἔλλειψη ψωρουπερηφάνειας), τὴν ταπεινοφροσύνη, τὸ φιλόπτωχον, τὶς ἐλεημοσύνες, τὸ ἀόργητον καὶ πρὸ πάντων τὴν εὐσέβεια πρὸς τὸν Χριστό.
Γι’ αὐτὸ βέβαια καὶ τὰ κάνουν ὅλα, γιὰ νὰ μὴν ὑπάρχουν ἐνάρετοι, ποὺ θὰ τοὺς καταπατοῦν.. Διότι ξέρουν καλὰ τὴ χάρη ποὺ δόθηκε ἐναντίον τοὺς ἀπὸ τὸν Σωτήρα στοὺς πιστούς, ὅπως ὁ ἴδιος το εἶπε: «Ἰδοὺ σᾶς ἔχω δώσει τὴν ἐξουσία νὰ πατᾶτε πάνω σε φίδια καὶ σκορπιοὺς (νὰ ἐξουδετερώνετε ἀνθρώπους δόλιους σὰν φίδια καὶ ἐπικίνδυνους σὰν τοὺς σκορπιοὺς) καὶ πάνω σ’ ὅλη τὴ δύναμη τοῦ ἐχθροῦ». ΛΟΥΚΑ Ἰ, 19
ΠΩΣ ΠΡΟΛΕΓΟΥΝ ΟΙ ΔΑΙΜΟΝΕΣ
Ἂν λοιπὸν μερικὲς φορὲς ὑποκρίνονται ὅτι προλέγουν τὰ μέλλοντα, ἃς μὴν τοὺς τὸ παραδέχεται κανείς. Γιατί συχνά, ἀπὸ πολλὲς ἡμέρες πρίν, λένε γιὰ τοὺς ἀδελφοὺς ποὺ πρόκειται νὰ μᾶς συναντήσουν. Καὶ ἔρχονται ὑστέρα ἐκεῖνοι. Ἀλλὰ τὸ κάνουν αὐτό, ὄχι ἀπὸ τὸ ἐνδιαφέρον τους γιὰ ὅσους τοὺς ἀκοῦνε, ἀλλὰ γιὰ νὰ τοὺς πείσουν νὰ τοὺς πιστεύουν ἔτσι (γιὰ προφῆτες) καὶ τότε νὰ τοὺς καταστρέψουν, μιᾶς καὶ τοὺς κάμουν ὑποχείριους. Γι’ αὐτό, δὲν πρέπει νὰ τοὺς δίνουμε προσοχή, ἀλλὰ κι’ ὅταν κάτι προλέγουν, νὰ μὴ τὰ παραδεχόμαστε, ἀφοῦ δὲν τάχομε ἀνάγκη.
Μιᾶς κι’ ἔχουν σώματα ἐλαφρότερα τῶν ἀνθρώπων καὶ βλέπουν αὐτοὺς ποὺ ξεκίνησαν ναρθοῦν σὲ μᾶς, γιατί νὰ εἶναι θαυμαστόν, ὅτι τρέχουν, τοὺς προλαβαίνουν στὸ δρόμο καὶ μᾶς εἰδοποιοῦν; Ἔτσι μπορεῖ νὰ προλέγει κι’ ἕνας καβαλάρης, προσπερνώντας αὐτοὺς ποὺ πᾶνε μὲ τὰ πόδια. Ὥστε, οὔτε καὶ γι’ αὐτὸ εἶναι ἀνάγκη νὰ τοὺς θαυμάζουμε. Διότι τίποτε ἀπὸ τὰ μὴ γενόμενα δὲν προγνωρίζουν, ἀλλὰ μόνον ὁ Θεὸς τὰ ξέρει ὅλα προτοῦ νὰ γίνουν. ΔΑΝΙΗΛ ΣΩΣΑΝΝΑ, 42
Αὐτοὶ προτρέχουν σὰν κλέφτες καὶ ἀναγγέλλουν ὅσα βλέπουν. Σὲ πόσους ν’ ἀνακοινώνουν τώρα, ὅτι συγκεντρωθήκαμε καὶ μιλᾶμε ἐναντίον τους, προτοῦ νὰ φύγει κάποιος ἀπό μας καὶ πρὶν τ’ ἀνακοινώσει κανεὶς ἄλλος! Αὐτὸ ὅμως τὸ κάνει κι’ ἕνα παιδάκι – ταχυδρόμος, ἅμα προλάβει ἄλλον ποὺ τυχὸν βραδυπορεῖ. Νὰ τί θέλω νὰ πῶ: Ἂν κανεὶς ξεκινήσει ἀπὸ τὴ Θηβαΐδα ἢ ἀπὸ καμιὰ ἄλλη χώρα, πρὶν μὲν ἀρχίσει νὰ βαδίζει, δὲν γνωρίζουν οἱ δαίμονες ἂν θὰ περπατήσει• εὐθὺς ὡς τὸν δοῦν νὰ προχωρεῖ, προτρέχουν καὶ προτοῦ νὰ φθάσει αὐτός, εἰδοποιοῦν. Ἔτσι συμβαίνει, ὥστε οἱ ὁδοιπόροι ναρθοῦν ἔπειτα ἀπὸ μέρες. Πολλὲς ὅμως φορὲς τυχαίνει νὰ γυρίσουν πίσω οἱ ταξιδιῶτες, ὁπότε διαψεύδονται.
ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΠΛΗΜΜΥΡΕΣ ΤΟΥ ΝΕΙΛΟΥ Κ.Λ.Π.
Ἔτσι φλυαροῦν πότε -πότε καὶ γιὰ τὸ νερὸ τοῦ πόταμου (Νείλου). Γιατί, βλέποντας νὰ πέφτουν πολλὲς βροχὲς στὰ μέρη τῆς Αἰθιοπίας καὶ ξέροντας ὅτι ἀπὸ κεῖνες τὶς βροχὲς γίνεται ἡ πλημμύρα τοῦ ποταμοῦ, προτρέχουν καὶ τὸ λένε προτοῦ νὰ ἔλθει τὸ νερὸ στὴν Αἴγυπτο. Αὐτὸ ὅμως καὶ οἱ ἄνθρωποι θὰ μποροῦσαν νὰ τὸ ποῦν, ἂν μποροῦσαν νὰ τρέξουν σὰν ἐκείνους.
Καὶ ὅπως ὁ σκοπὸς τοῦ Δαυίδ, ἀνεβαίνοντας σὲ ψηλὸ μέρος, ἔβλεπε κάποιον ποὺ ἐρχόταν πρωτύτερα ἀπὸ ἄλλον σκοπό, ποὺ ἦταν χαμηλὰ στὶς ὑπώρειες τοῦ βουνοῦ καὶ προτρέχοντας, ἔλεγε πρὶν ἀπὸ ἄλλους σκοπούς, ὄχι ὅσα δὲν ἔγιναν, Ἀλλὰ αὐτά, ποὺ κείνη τὴν ὥρα εἴχανε μπεῖ μπροστὰ καὶ γίνονταν, ἔτσι κι’ αὐτοὶ (οἱ δαίμονες) προτιμοῦν νὰ κουράζονται καὶ εἰδοποιοῦν ἄλλους (μοναχούς), μόνον γιὰ νὰ τοὺς ἀπατοῦν. Ἂν ὅμως ἡ Πρόνοια τοῦ Θεοῦ ἀποφασίσει ἐν τῷ μεταξὺ κάτι, γιὰ τὰ νερὰ ἢ γιὰ τοὺς ὁδοιπόρους (διότι τῆς εἶναι δυνατὸν π. χ. νὰ προλάβει κάθε πλημμύρα), τότε ἀποδείχνονται ψεῦτες οἱ δαίμονες καὶ θάχαν ξεγελαστῆ ὅσοι τοὺς εἶχαν δώσει προσοχή.
ΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΜΑΝΤΕΙΑ – ΟΙ ΠΡΟΓΝΩΣΕΙΣ
Ἔτσι εἶχαν συσταθεῖ τὰ μαντεῖα τῶν Ἑλλήνων κι’ ἔτσι πλανήθηκαν ἀπὸ τοὺς δαίμονες στὴν ἀρχαιότητα. Ἀλλὰ ἔπαψε τοῦ λοιποῦ ἡ πλάνη, ὡς ἑξῆς: Ἦλθε ὁ Κύριος, ὁ ὁποῖος, μαζὶ μὲ τὴν πανουργία τους, κατήργησε καὶ τοὺς δαίμονας.
Διότι τίποτε δὲν γνωρίζουν μόνοι τους, ἀλλά, σὰν κλέφτες, προβάλλουν ὅσα βλέπουν σὲ ἄλλους καὶ μᾶλλον παρατηροῦν καὶ συμπεραίνουν, παρὰ προγνωρίζουν.
Συνεπῶς, κι’ ἂν κάποτε λένε κάτι ἀληθινό, οὔτε τότε νὰ τοὺς θαυμάζει κανείς.
Διότι καὶ οἱ γιατροί, ἀπὸ τὴν πείρα ποὺ ἔχουν τῶν νοσημάτων, ὅταν παρατηρήσουν καὶ σὲ ἄλλους τὴν ἴδια ἀρρώστια, πολλάκις προλέγουν τὴν ἐξέλιξή της, γιατί συνήθισαν τὸν ἑαυτό τους νὰ στοχάζονται καὶ νὰ βγάζουν συμπεράσματα.
Καὶ οἱ κυβερνῆτες πλοίων καὶ οἱ γεωργοὶ πάλιν, παρατηρώντας ἀπὸ συνήθεια τὴν κατάσταση τοῦ ἀέρος, προλέγουν ἂν θὰ χειμωνιάση ἢ θὰ γίνει καλοκαιρία. Καὶ δὲν μπορεῖ νὰ πεῖ κανεὶς γι’ αὐτό, ὅτι προλέγουν ἀπὸ θεία ἔμπνευση, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν πείρα καὶ τὴ συνήθεια.
Ἐὰν κάποτε λοιπὸν καὶ οἱ δαίμονες στοχαζόμενοι λένε τὰ ἴδια, ἃς μὴν τοὺς θαυμάζει κανεὶς γι’ αὐτό, μήτε νὰ τοὺς δίνη προσοχή. Διότι, κατὰ τί εἶναι χρήσιμο σ’ αὐτοὺς ποῦ τοὺς ἀκοῦνε, νὰ μαθαίνουν ἀπ’ αὐτοὺς μπροστὰ ἀπὸ λίγες μέρες, αὐτὰ ποῦ πρόκειται νὰ συμβοῦν; Ἡ ποιὰ ἐπείγουσα ἀνάγκη ὑπάρχει, νὰ γνωρίζει κανεὶς αὐτά; Καὶ εἶναι ζήτημα ἂν τὰ γνωρίζει ἀληθινά.
Διότι αὐτὸ (ἡ πρόγνωσης) δὲν εἶναι ἀπὸ κεῖνα ποὺ κάνουν ἀρετή, οὔτε πάντως εἶναι γνώρισμα ἀγαθοῦ ἤθους. Διότι κανείς μας δὲν καλοτυχίζεται, πὼς ἔχει μάθει καὶ γνώρισε κάτι, ἀλλὰ ὁ καθένας μας θὰ κριθῆ, ἂν τήρησε τὴν πίστη καὶ ἂν εἰλικρινῶς φύλαξε τὰς ἐντολᾶς.
ΑΔΙΑΦΟΡΙΑ ΣΤΙΣ ΔΙΑΒΟΛΙΚΕΣ ΠΡΟΓΝΩΣΕΙΣ ΤΟ ΔΙΟΡΑΤΙΚΟ ΧΑΡΙΣΜΑ
Ὥστε, δὲν πρέπει νὰ δίδομαι μεγάλη σημασία σ’ αὐτά, οὔτε νὰ ἀσκητεύομε καὶ νὰ κοπιάζομε γιὰ νὰ προγνωρίζωμε, ἀλλὰ πὼς νὰ πολιτευόμεθα καλῶς, γιὰ νὰ ἀρέσομε στὸ Θεό. Καὶ πρέπει νὰ προσευχόμαστε, ὄχι γιὰ νὰ προγνωρίζωμε, οὔτε γιὰ νὰ ἀποκτᾶμε αὐτὸ ὡς ἀμοιβὴ τῆς ἀσκήσεως, ἀλλὰ γιὰ νὰ μᾶς γίνει ὁ Κύριος συνεργὸς στὴ νίκη κατὰ τοῦ διαβόλου.
Ἂν δὲ καμιὰ φορᾶ μᾶς ἐνδιαφέρει καὶ νὰ προγνωρίζωμε κάτι, ἃς κρατᾶμε καθαρὴ τὴ διάνοιά μας. Γιατί ἐγὼ πιστεύω, ὅτι ἡ ψυχή, ἡ ὁποία εἶναι καθαρὴ ἀπ’ ὅλες τὶς ἀπόψεις καὶ μένει φυσική, μπορεῖ νὰ γίνει διορατικὴ καὶ νὰ βλέπει περισσότερα καὶ μακρύτερα ἀπὸ τοὺς δαίμονες, γιατί θὰ ἔχει τὸν Κύριο, ποὺ θὰ τῆς τὰ φανερώνει ὅλα. Τέτοια ἦταν καὶ ἡ ψυχὴ τοῦ Προφήτη Ἐλισαίου, ἡ ὁποία διέβλεπε ὅσα ἔπραξε καὶ ἔπαθε ὁ Γιεζί, Δ, ΒΑΣΙΛΕΩΝ Ἐ, κι’ ἔβλεπε τὶς δυνάμεις ποὺ τῆς παραστεκόταν. Δ ΒΑΣΙΛ. ΣΤ, 17
ΟΡΑΜΑΤΑ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΔΙΑΒΟΛΟΥ ΟΙ ΑΓΑΘΕΣ ΟΠΤΑΣΙΕΣ
Ὅταν λοιπὸν ἔρχονται τὴ νύχτα πρὸς ἐσὰς καὶ θέλουν νὰ σᾶς ποῦν τὰ μέλλοντα ἢ λέγουν: ἐμεῖς εἴμαστε ἄγγελοι, μὴν τοὺς προσέχετε, γιατί ψεύδονται.
Καὶ ἂν ἐπαινοῦν τὴν ἄσκησή σας καὶ σᾶς μακαρίζουν, μήτε νὰ τοὺς ὑπακούετε, μήτε νὰ προσποιεῖσθε καν ὅτι τοὺς ἀκοῦτε. Σφραγίζετε δὲ περισσότερό τους ἑαυτούς σας καὶ τὸν οἶκο σας (μὲ τὸ σημεῖον τοῦ Σταυροῦ) καὶ προσεύχεσθε καὶ θὰ τοὺς δεῖτε νὰ γίνονται ἄφαντοι. Διότι εἶναι πραγματικὰ δειλοὶ καὶ πολὺ Φοβοῦνται τὸ σημεῖον τοῦ Κυριακοῦ Σταυροῦ, ἐπειδὴ βέβαια ὁ Σωτήρας μας, ἀφοῦ τοὺς ἀπογύμνωσε μὲ τὸ Σταῦρο του, τοὺς ἐξέθεσε γιὰ παραδειγματισμό μας.
Κι’ ἂν στήσουν ἀναιδέστερα αἰσχρὸ χορὸ παριστάνοντας διάφορες καὶ ποικίλες χλευαστικὲς φαντασίες, μὴ φοβηθεῖτε, μήτε νὰ ζαρώνετε, μήτε τὰ καλά τους νὰ προσέχετε. Γιατί εἶναι εὔκολο καὶ μπορετὸ νὰ διακρίνετε τὴν παρουσία τῶν ἀγαθῶν πνευμάτων καὶ τῶν φαύλων (αἰσχρῶν), ἐπειδὴ ὁ Θεὸς μᾶς δίνει αὐτὸ τὸ χάρισμα.
Διότι, ἡ μὲν ὀπτασία τῶν Ἁγίων δὲν εἶναι ταραγμένη, γιατί οὔτε θὰ φιλονικήσει, οὔτε θὰ καυγαδίσει, οὔτε θ` ἀκούσει κανένας τὴ φωνή της. ΗΣΑΪΑΣ ΜΒ 1-2
Ἥσυχα δὲ καὶ μὲ πραότητα γίνεται ἡ παρουσία τους, ὥστε εὐθὺς νὰ γίνεται χαρὰ καὶ ἀγαλλίασης καὶ θάρρος μέσα στὴν ψυχὴ (ποὺ βλέπει τὴν ἁγία ὀπτασία). Διότι εἶναι μαζί τους ὁ Κύριος, ποὺ εἶναι ἡ δική μας χαρὰ καὶ ἡ δύναμης τοῦ Θεοῦ Πατρὸς κι’ οἱ λογισμοὶ ποὺ φέρνει ἡ ὀπτασία αὐτὴ στὴν ψυχὴ εἶναι ἀτάραχοι καὶ ἀκύμαντοι, ἔτσι ποὺ ὅταν ἡ ψυχὴ καταυγάζετε ἀπὸ τὴν ἁγία ὀπτασία, νὰ θεωρεῖ τοὺς φαινομένους (ἁγίους ἢ ἀγγέλους).
Διότι, μαζὶ μ’ αὐτήν, μπαίνει στὴν ψυχὴ ἐκείνου ποὺ τὴ βλέπει, μία ἐπιθυμία διακαὴς γιὰ τὰ Θεῖα καὶ τὰ μέλλοντα ἀγαθά, νὰ θέλει νὰ προσκολληθεῖ κοντά τους κι ἂν ἦταν δυνατόν, νὰ ἔφευγε ἀπὸ τὴ γῆ μαζί τους.
Ἂν δὲ πὰρ ὅλα αὐτὰ ὡς ἄνθρωποι, φοβηθοῦν ἴσος μερικοὶ τὴν ὀπτασία τῶν καλῶν πνευμάτων, τὸν ἀφαιροῦν τὸ φόβο οἱ φαινόμενοι ἅγιοι μὲ τὴν ἀγάπη τους, ὅπως ἔκαμε ὁ Γαβριὴλ στὸ Ζαχαρία, ΛΟΥΚΑ Ἅ, 13 καὶ ὁ ἄγγελος ποὺ φάνηκε στὸ θεῖο μνημεῖο στὶς γυναῖκες , ΜΑΤΘΑΙΟΣ ΚΗ, 5 καθὼς καὶ ὁ ἄγγελος στοὺς ποιμένες, ποὺ ἔλεγε στὸ Εὐαγγέλιο, «Μὴ φοβεῖσθε». ΛΟΥΚΑΣ Β, 10.
Διότι ὁ φόβος τοὺς ἦταν ὄχι ἀπὸ δειλία τῆς ψυχῆς, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ἐπίγνωση τῆς παρουσίας ἀνωτέρων πνευμάτων. Τέτοια λοιπόν, εἶναι ἡ ὀπτασία τῶν Ἁγίων.
ΔΙΑΚΡΙΤΙΚΑ ΑΓΙΟΥ ΚΑΙ ΔΙΑΒΟΛΙΚΟΥ ΟΡΑΜΑΤΟΣ
Ἡ ἐπιδρομὴ καὶ φαντασία τῶν φαύλων πνευμάτων εἶναι τεταραγμένη, μὲ χτύπο καὶ ἦχο καὶ κραυγή, σὰν φασαρία ἀνάγωγων νεαρῶν καὶ ληστῶν. Ἀπ’ αὐτὰ γίνεται εὐθὺς δειλία τῆς ψυχῆς, τάραχος καὶ ἀταξία λογισμῶν, κατήφεια (κατσούφιασμα), μίσος πρὸς τοὺς ἄλλους ἀσκητές, ἀμέλεια καὶ ἀδράνεια γιὰ τὰ πνευματικά, λύπη, ἀνάμνησης τῶν οἰκείων (ἀνθρώπων ἢ πραγμάτων) καὶ φόβος τοῦ θανάτου. Ἐπακολουθεῖ ἐπιθυμία τῶν κακῶν, ἀμέλεια πρὸς τὴν ἀρετὴ καὶ ἀκαταστασία τοῦ ἤθους.
Ὅταν λοιπὸν φοβηθεῖτε ἅμα δεῖτε κανένα ὅραμα, ἐὰν μὲν ὁ φόβος χαθεῖ εὐθὺς ἀμέσως καὶ ἂντ’ αὐτοῦ γίνει χαρὰ ἀνεκλάλητη καὶ εὐθυμία, θάρρος καὶ ἀνάκτησης δυνάμεως, ἀταραξία τῶν λογισμῶν καὶ τὰ ἀλλὰ ποὺ προεῖπα, καθὼς καὶ ἀνδρεία καὶ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεό, τότε θαρρεῖτε καὶ προσεύχεσθε. Γιατί ἡ χαρὰ καὶ ἡ καλὴ κατάστασης αὐτὴ τῆς ψυχῆς, δείχνει τοῦ παρουσιαζομένου πνεύματος τὴν ἁγιότητα. Ἔτσι ὁ Ἀβραάμ, μόλις εἶδε τὸν Κύριο εὐφράνθη ἡ καρδία τοῦ ΓΕΝ. ΙΗ, καὶ ὁ Ἰωάννης, ὅταν μίλησε ἡ Θεοτόκος Μαρία, σκίρτησε ἀπὸ ἀγαλλίαση μέσα στὴν κοιλιὰ τῆς μάνας τοῦ ΛΟΥΚΑ Ἅ, 41, 44.
Ἐὰν δέ, ὅταν σᾶς φανοῦν τίποτε ὁράματα, γίνει ταραχὴ καὶ χτύπος ἐξωτερικὸς καὶ φαντασία κοσμική, (ἂν παρουσιάζονται δηλαδή, ἀνθρώπινες ἀπρεπεῖς πράξεις) καὶ ἀπειλῆ θανάτου καὶ ὅσα εἶπα προηγουμένως, νὰ γνωρίζετε ὅτι πρόκειται γιὰ ἐπίθεση πονηρῶν πνευμάτων.
ΑΛΛΑ ΔΙΑΚΡΙΤΙΚΑ ΣΗΜΕΙΑ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣ ΤΩΝ ΠΟΝΗΡΩΝ ΠΝΕΥΜΑΤΩΝ.
Καὶ τὸ ἑξῆς νὰ ἔχετε γιὰ διακριτικὸ γνώρισμα: Ὅταν ἐξακολουθεῖ νὰ φοβᾶται ἡ ψυχή, πρόκειται γιὰ παρουσία τῶν ἐχθρῶν. Διότι οἱ δαίμονες δὲν ἀφαιροῦν τὴ δειλία ποὺ συνοδεύει τέτοιες ἐμφανίσεις, ὅπως τὴν ἀφήρεσε ὁ μέγας Ἀρχάγγελος Γαβριὴλ ἀπὸ τὴ Μαρία καὶ τὸ Ζαχαρία καὶ ὅπως ὁ ἄγγελος ποὺ φάνηκε στὸ μνημεῖο, στὶς γυναῖκες. Ἀλλὰ σὰν δοῦν τοὺς ἀνθρώπους νὰ φοβοῦνται, τότε μεγαλώνουν περισσότερο τὶς φοβερὲς φαντασίες, γιὰ νὰ τοὺς κατατρομάξουν ἀκόμα περισσότερο κι’ ἀφοῦ μποῦν στὸ κελί τους, νὰ τοὺς περιπαίξουν σαρκαστικά, λέγοντας:
– Πέστε νὰ μᾶς προσκυνήσετε.
Τοὺς Ἕλληνες λοιπόν, ἔτσι τοὺς ἀπάτησαν κι’ ἔτσι ἔπλασαν αὐτοὶ τοὺς ψευδώνυμους Θεούς τους. Ἐμᾶς ὅμως δὲν μᾶς ἄφησε ὁ Κύριος νὰ ἀπατηθοῦμε ἀπὸ τὸ διάβολο, γιατί, τὸν καιρὸ ποὺ τοῦ’ κᾶνε κι’ αὐτοῦ τέτοιες Φαντασίες, τὸν ἐπετίμησε καὶ τοῦ εἶπε:
– Φύγε ἀπὸ μπροστά μου σατανᾶ, διότι τὸ λέει ἡ Γραφὴ «Κύριον τὸν Θεόν σου νὰ προσκύνησης καὶ Αὐτὸν μονάχα νὰ λατρέψεις» . ΜΑΤΘΑΙΟΣ Δ, 10
Ὅλο λοιπὸν καὶ περισσότερο ἃς καταφρονεῖται γι’ αὐτὰ ὁ πανοῦργος ἀπό μας. Γιατί αὐτὸ ποὺ εἶπε ὁ Κύριος, γιὰ χάρη μᾶς τὸ ἔκαμε, ὥστε ὅταν ἀκοῦν οἱ δαίμονες κι’ ἀπὸ μᾶς αὐτὰ τὰ λόγια, ν’ ἀνατρέπονται ἀπὸ τὴ δύναμη τοῦ Κυρίου, ποὺ μὲ τὰ ἴδια αὐτὰ λόγια τοὺς ἐπετίμησε.
ΤΟ ΧΑΡΙΣΜΑ ΔΙΑΚΡΙΣΕΩΣ ΠΝΕΥΜΑΤΩΝ
Δὲν πρέπει ὅμως νὰ καυχόμαστε, ἐπειδὴ ἐκδιώκουμε δαίμονας, οὔτε νὰ ὑπερηφανευόμαστε γιὰ θεραπεῖες, Οὔτε νὰ θαυμάζουμε ἐκεῖνον μονάχα ποὺ ἐκβάλλει τὰ δαιμόνια καὶ νὰ ἐξευτελίζουμε ἐκεῖνον ποὺ δὲν τὰ διώχνει.
Ἃς μαθαίνει κανεὶς καλὰ τὴν ἄσκηση καὶ κάθε μοναχοῦ καὶ ἢ νὰ τὸν μιμεῖται καὶ νὰ δείξει ζῆλο ἢ νὰ διορθωθεῖ.
Διότι τὸ νὰ κάνομε «σημεῖα» δὲν εἶναι δικό μας ἔργον, ἀλλ’ εἶναι ἔργον τοῦ Σωτῆρος, ποὺ ἔλεγε στοὺς μαθητές Του: «Νὰ μὴ χαίρετε γιατί τὰ δαιμόνια ὑποτάσσονται σὲ σᾶς, ἀλλὰ διότι τὰ ὀνόματά σας εἶναι γραμμένα στοὺς οὐρανούς». ΛΟΥΚΑ Ἰ, 20
Διότι, τὸ νάχουν γραφὴ τὰ ὀνόματα στὸν οὐρανό, εἶναι τεκμήριο τῆς δικῆς μας ἀρετῆς καὶ δικοῦ μας βίου (ἐννοεῖται τοῦ χριστιανικοῦ)• το νὰ ἐκβάλλει ὅμως κανεὶς δαιμόνια εἶναι τοῦ Σωτῆρος χάρις, γιατί Αὐτὸς τὴν ἔχει δώσει.
Γι’ αὐτό, σ’ ἐκείνους ποὺ καυχῶνται ὄχι γιὰ τὴν ἀρετή, ἀλλὰ γιὰ τὰ σημεῖα ποὺ κάνουν καὶ λένε: «Κύριε, δὲν διώξαμε δαιμόνια μὲ τὸ δικό Σου ὄνομα καὶ μὲ τὸ δικό Σου ὄνομα δὲν κάμαμε πολλὰ ἔργα δυνάμεως;» ἀποκρίθηκε: «Ἀληθινά σας τὸ λέγω, δὲν σᾶς γνωρίζω». ΜΑΤΘΑΙΟΣ Ζ, 22-23. Διότι ὁ Κύριος οὔτε θέλει νὰ γνωρίζει τὰς ὁδοὺς τῶν ἀσεβῶν. ΡΩΜ. Ἃ , 18.
Πρέπει λοιπὸν κατὰ γενικὸ κανόνα, νὰ προσευχώμεθα καθὼς προεῖπα, γιὰ νὰ λαμβάνουμε χάρισμα διακρίσεως πνευμάτων, ὥστε νὰ μὴ πιστεύουμε σὲ κάθε πνεῦμα, καθὼς λέει ἡ Γραφή. Α ΙΩΑΝ Δ, 1
ΟΙ ΠΑΝΟΥΡΓΙΕΣ ΤΟΥ ΔΙΑΒΟΛΟΥ
Θὰ ἤθελα τώρα νὰ σιωπήσω καὶ νὰ μὴν εἰπῶ τίποτε δικό μου — ἀπὸ τὸν ἑαυτό μου — καὶ νὰ ἀρκεσθῶ μόνον σ’ αὐτά. Γιὰ νὰ μὴ νομίσετε ὅμως, ὅτι αὐτὰ τὰ λέγω ἁπλῶς (θεωρητικά), ἀλλὰ γιὰ νὰ πιστέψετε ὅτι αὐτὰ ποὺ διηγοῦμαι εἶναι ἀπὸ πείρα δική μου καὶ ἀληθινά, γι’ αὐτὸ καὶ πάλιν θὰ σᾶς πῶ ὅσα εἶδα νὰ ἐπιτηδεύονται οἱ δαίμονες, ἔστω κι’ ἂν γίνω σὰν ἀνόητος. Ξέρει ὅμως ὁ Κύριος ποὺ μὲ ἀκούει, τὴν καθαρή μου συνείδηση καὶ ὅτι ὄχι γιὰ μένα, ἀλλὰ χάριν τῆς ἀγάπης σας καὶ γιὰ νὰ σᾶς παρακινήσω στὴν ἄσκηση τῆς ἀρετῆς, τὰ λέγω ὅσα ξέρω.
- Πόσες φορὲς μὲ μακάρισαν κι’ ἐγὼ τοὺς καταράστηκα στὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου!
- Πόσες φορὲς προεῖπαν γιὰ τὸ νερὸ τοῦ πόταμου (Νείλου) ! κι’ ἐγὼ τοὺς ἔλεγα: Καὶ τί σᾶς μέλει ἐσὰς γι’ αὐτό;
- Ἦλθαν κάποτε μὲ ἀπειλὲς καὶ μὲ περικύκλωσαν, ὅπως οἱ στρατιῶτες μὲ πανοπλίες.
- Καὶ ἄλλοτε μὲ ἀλόγα καὶ θηρία καὶ ἑρπετὰ γέμισαν τὸ σπίτι κι’ ἐγὼ ἔψαλλα: «Ἦλθαν μὲ ἅρματα καὶ μὲ ἄλογα, ἐμεῖς δὲ (θὰ γενοῦμε Ἰσχυρότεροι, θὰ νικήσουμε καὶ) θὰ μεγαλυνθοῦμε μὲ τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου Θεοῦ μας». ΨΑΛΜ. Ἲθ 8.
- Καὶ μὲ τὶς προσευχὲς κατανικήθηκαν ἐκεῖνοι παρὰ τοῦ Κυρίου.
- Ἦλθαν κάποτε μέσ’ στὸ σκοτάδι σὰν φωτεινὰ φαντάσματα καὶ ἔλεγαν: Ἤλθαμε νὰ σοῦ φέξομε Ἀντώνιε. Κι ἐγὼ προσευχόμουν μισοκλείνοντας τὰ μάτια κι’ ἀμέσως ἔσβησε τὸ φῶς τῶν ἀσεβῶν.
- καὶ ἔπειτα’ ἀπὸ λίγους μῆνες, ἤλθανε ψάλλοντας κι’ ἔλεγαν λόγια ἀπὸ τὶς Γραφές! «Ἐγὼ δὲ ὡσεὶ κωφὸς οὐκ ἤκουον» . ΨΑΛΜ,. ΛΖ, 14.
- Ἔσεισαν κάποτε τὸ μοναστήρι, μὰ ἐγὼ προσευχόμουν ἀκίνητος (χωρὶς νὰ χάσω τὸ θάρρος μου), ἐπιμένοντας στὸ πνευματικό μου φρόνημα.
- Κι’ ἀργότερα ξανάρθαν κρατώντας κι’ σφύριζαν κι’ χόρευαν. Καθὼς δὲ προσευχόμουν καὶ ἀνακαθόμουν ψάλλοντας μέσα μου, εὐθὺς ἀμέσως ἄρχισαν νὰ θρηνοῦν καὶ νὰ κλαῖνε σὰν νὰ εἶχαν ἐξαντληθεῖ τελείως ἀπὸ τὴν κούραση, ἐγὼ δὲ δόξαζα τὸν Κύριον, ποὺ τοὺς καθήρεσε καὶ ἐξέθεσα στὸ κοινὸ τὴν τόλμη καὶ τὴ μανία τους.
ΑΛΛΕΣ ΠΑΝΟΥΡΓΙΕΣ ΤΟΥ ΔΙΑΒΟΛΟΥ ΚΑΙ ΝΙΚΗ ΤΟΥ ΑΝΤΩΝΙΟΥ
- Φάνηκε κάποτε ἕνας δαίμων πολὺ ψηλὸς καὶ φανταχτερὸς καὶ τόλμησε νὰ εἰπεῖ:
– Ἐγὼ εἶμαι ἡ δύναμις τοῦ Θεοῦ καί, Ἐγὼ εἶμαι ἡ Πρόνοια, τί θέλεις νὰ σοῦ χαρίσω; Ἐγὼ δὲ τότε φύσηξα περισσότερο στὰ μοῦτρα του, εἶπα τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, ἐπεχείρησα καὶ νὰ τὸν χτυπήσω καὶ φάνηκα σὰν νὰ τὸν χτύπησα. Ἀμέσως αὐτός, ποὺ ἦταν τόσο μεγάλος, στὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, χάθηκε, μαζὶ μὲ ὅλα τα δαιμόνια της παρέας του.
- Ἦλθε κάποτε ὅταν νήστευα, μοιάζοντας σὰν μοναχὸς – ὁ δολερὸς – καὶ κρατώντας ψωμιὰ φανταστικὰ καὶ μὲ συμβούλευε λέγοντας;
– Φάγε καὶ ἡσύχασε ἀπὸ τοὺς πολλοὺς κόπους’ ἄνθρωπος εἶσαι καὶ σὺ καὶ θ’ ἀρρωστήσεις.
Ἐγὼ δέ, μόλις κατάλαβα τὴν πονηρία του, σηκώθηκα νὰ προσευχηθῶ. Κι’ ἐκεῖνος δὲν μπόρεσε ν` ἀντέξει, γιατί χάθηκε καὶ φάνηκε νὰ βγαίνει σὰν καπνὸς ἀπὸ τὴν πόρτα.
- Πόσες φορὲς ἔδειξε στὴν ἔρημο φαντασία χρυσαφιοῦ ! Μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ τὸ πιάσω καὶ νὰ τὸ κοιτάξω. Ἐγὼ δὲ ἔψαλλα καταπάνω του κι ἐκεῖνος ἕλιωνε.
- Πολλὲς φορές μου προξενοῦσαν πληγὲς καὶ ἐγὼ ἔλεγα «Τίποτα δὲν θὰ μὲ χωρίσει ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ». ΡΩΜ Ἡ, 35.
- Κι’ αὐτοὶ περισσότερο χτυπιόντουσαν μεταξύ τους μετὰ ἀπ’ αὐτό. Μά, δὲν ἤμουν ἐγὼ ποὺ τοὺς ἔπαυα καὶ τοὺς ἀργοῦσα (τὴ δύναμή τους), ἀλλ` ἦταν ὁ Κύριος ποὺ λέγει: «Ἔβλεπα τὸ σατανᾶ σὰν ἀστραπὴ ἀπὸ τὸν οὐρανὸ νὰ πέφτει» . ΛΟΥΚΑ Ἰ, 18.
Ἐγὼ δὲ τέκνα μου, θυμούμενος τὸ Ἀποστολικὸ ρητό τα «Μετέφερα αὐτὰ στὸν ἑαυτό μου», Α ΚΟΡΙΝ. Δ,6. γιὰ νὰ μάθετε νὰ μὴν ἀποκάμετε στὴν ἄσκηση, μήτε νὰ φοβάσθε τοῦ διαβόλου καὶ τῶν δαιμόνων τοῦ τὶς φαντασίες.
Η ΔΟΛΕΡΗ ΕΠΙΣΚΕΨΙΣ ΤΟΥ ΣΑΤΑΝΑ
Καὶ ἐπειδὴ κατάντησα ἀνόητος μὲ τὸ νὰ σᾶς τὰ διηγοῦμαι αὐτά, δεχθεῖτε καὶ τοῦτο γιὰ ἀσφάλεια καὶ ἀφοβία καὶ πιστεύετε μὲ’ γιατί δὲν ψεύδομαι.
- Ἔκρουσε κάποτε ἕνας στὸ μοναστήρι τὴν πόρτα μου καὶ ἅμα βγῆκα, εἶδα ἕναν ποὺ φαινόταν ψηλὸς καὶ λιγνός. Ἔπειτα, καθὼς τὸν ρώτησα:
— Ἐσὺ ποιὸς εἶσαι; εἶπε:
— Ἐγὼ εἶμαι ὃ σατανᾶς. Ὅταν ἔπειτα τὸν ρώτησα:
— Γιατί λοιπὸν εἶσαι τώρα ἐδῶ; ἐκεῖνος ἔλεγε:
— Γιατί μὲ κατηγοροῦν ἄδικα οἱ μοναχοὶ καὶ ὅλοι οἱ ἄλλοι Χριστιανοί; Γιατί μὲ καταριόνται κάθε ὥρα; Ὅταν δὲ ἐγὼ τοῦ εἶπα:
— Ἀλήθεια, γιατί τοὺς ἐνοχλεῖς; εἶπε:
— Δὲν εἲμ’ ἐγὼ ποὺ τοὺς ἐνοχλῶ, ἀλλὰ αὐτοὶ οἱ ἴδιοι ταράσσουν τοὺς ἑαυτούς των. Γιατί ἐγὼ κατάντησα ἀσθενής. Δὲν διάβασαν, ὅτι «Χάθηκαν τελείως οἱ ρομφαῖες τοῦ ἐχθροῦ καὶ κατέστρεψες τὶς πολιτεῖες», ΨΑΛΜΟΣ Θ, 7. δὲν ἔχω πιὰ τόπο, οὔτε βέλος, οὔτε πόλιν. Παντοῦ ἔχουν γίνει Χριστιανοὶ• ἔπειτα καὶ ἡ ἔρημος ἔχει γεμίσει μοναχούς.
Τοὺς ἑαυτούς των νὰ φυλάξουν καὶ νὰ μὴ καταριόνται ἐμένα ἄδικα. Τότε, ἀφοῦ θαύμασα τὴ χάρη τοῦ Κυρίου, τοῦ εἶπα:
— Ἐνῶ εἶσαι πάντα ψεύτης καὶ ποτὲ δὲν λὲς τὴν ἀλήθεια, ὅμως τώρα καὶ χωρὶς νὰ θέλεις, αὐτὸ ποὺ εἶπες εἶναι ἀληθινό. Πράγματι ὁ Χριστός, ποὺ κατέβηκε γι’ αὐτοὺς στὸν κόσμο, σὲ ἔχει ἑξασθενίσει, σ’ ἔβαλε κάτω καὶ σὲ γύμνωσε (ἀπὸ κάθε δύναμη).
Ἐκεῖνος ἀκούγοντας τὸ ὄνομα τοῦ Σωτῆρος (ποὺ τὸν ἔκαιγε) καὶ μὴ ὑποφέροντας τὸ κάψιμο, ἔγινε ἄφαντος.
ΟΠΛΑ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΔΕΙΛΙΑΣ
Ἀφοῦ λοιπὸν κι’ αὐτὸς ὁ διάβολος ὁμολογεῖ, ὅτι δὲν ἔχει δύναμη γιὰ τίποτε, ὀφείλουμε νὰ τὸν καταφρονοῦμε παντελῶς κι αὐτὸν καὶ τὰ δαιμόνιά του.
Καὶ ἔχει μὲν ὁ ἐχθρὸς μαζὶ μὲ τὰ σκυλιὰ τοῦ τόσες πολλὲς πανουργίες, ἐμεῖς ὅμως ἀφοῦ μάθαμε τὴν ἀδυναμία τους, μποροῦμε νὰ τοὺς περιφρονοῦμε.
Κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο βεβαιωμένοι, νὰ μὴν ἀποθαρρυνόμαστε ἐκ τῶν προτέρων, μήτε νὰ περνοῦν δειλίες ἀπὸ τὴν ψυχή μας, μήτε νὰ ἀναπλάθομαι (νὰ φέρνομαι συνεχῶς) στὸ μυαλὸ μᾶς φόβους, λέγοντας:
— Μήπως ἄρα ἅμα ἔλθει ὁ δαίμονας μὲ ἀνατρέψει ! Μήπως, ὡς δυνατότερος, ἐπικρατήσει καὶ μὲ νικήσει ἢ ξαφνικὰ παρουσιαστὴ καὶ μὲ συνταράξει!
Οὔτε καν νὰ σκεπτόμαστε ἔτσι ἢ κάτι τέτοια πράγματα, μήτε νὰ λυπούμαστε σὰν νὰ εἴμαστε χαμένοι.
Μᾶλλον δέ, νὰ ἔχομε τὸ θάρρος καὶ νὰ χαιρόμαστε πάντοτε, γιατί ἔχομε σωθεῖ’ κι’ ἃς σκεπτόμαστε βαθιὰ μὲ τὴν ψυχή μας, ὅτι ὁ Κύριος εἶναι μαζί μας. Αὐτὸς ποὺ τοὺς κατατρόπωσε καὶ τοὺς κατήργησε. Καὶ νὰ βάζομε στὸ μυαλό μας καὶ νὰ θυμόμαστε πάντοτε, ὅτι, ἐφ’ ὅσον ὁ Κύριος εἶναι μαζί μας, τίποτε δὲν θὰ μᾶς κάνουν οἱ ἐχθροί.
Διότι, ὅταν ἔλθουν, ὅτι λογὴς μᾶς βροῦν, ἀνάλογα κι’ αὐτοὶ συμπεριφέρονται ἀπέναντί μας καὶ ἀνάλογα μὲ τὶς σκέψεις ποὺ βρίσκουν μέσα μας, ἐξομοιώνουν κι’ αὐτοὶ τὶς φαντασίες τοὺς (τὰ φαντάσματά τους).
Ἐὰν π.χ. μᾶς βροῦν νὰ δειλιάζουμε καὶ ταραγμένους, εὐθὺς ἀμέσως αὐτοὶ σὰν τοὺς ληστὲς ποὺ βρῆκαν ἀφύλαχτο τὸν τόπο τὸν καταλαμβάνουν καὶ ὅτι σκεπτόμαστε μέσα μας, τὸ ἴδιο κάνουν κι’ αὐτοὶ μὲ τὸ παραπάνω.
Ἂν δηλαδή, μᾶς βλέπουν φοβισμένους καὶ νὰ τὰ ἔχουμε χαμένα, αὐξάνουν περισσότερο τὴ δειλία μας μὲ τὰ φαντάσματα καὶ τὶς ἀπειλὲς καὶ ἔτσι τοῦ λοιποῦ κολάζεται μέσα σ’ αὐτὰ ἡ ταλαίπωρη ψυχή.
Ἂν ὅμως μᾶς βροῦν νὰ χαιρόμαστε, γιατί εἴμαστε τοῦ Κυρίου καὶ νὰ σκεπτόμαστε γιὰ τὰ μέλλοντα ἀγαθὰ καὶ νὰ θυμόμαστε τὰ (λόγια, τὰ ἔργα καὶ τὴν ἀποστολὴ) τοῦ Κυρίου καὶ νὰ σκεπτόμαστε ὅτι τὰ πάντα εἶναι στὸ χέρι τοῦ Κυρίου καὶ ὅτι δὲν ἔχει καμιὰ δύναμη ὁ δαίμων κατὰ τοῦ Χριστιανοῦ, οὔτε ἔχει καθόλου ἐξουσία ἐναντίον κανενός, τότε, βλέποντας τὴν ψυχὴ ἀσφαλισμένη μὲ τέτοιους λογισμούς, γυρίζουν καὶ φεύγουν καταντροπιασμένοι.
Ὅταν εἶδε τὸν Ἰὼβ ὁ ἐχθρὸς τόσο καλὰ περιφραγμένο μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο, ἀποχώρησε ἀπ’ αὐτόν, ὅμως βρίσκοντας τὸν Ἰούδα γυμνὸ ἀπὸ τέτοιες σκέψεις, τὸν αἰχμαλώτισε.
Ὥστε, ἐὰν θέλομε νὰ καταφρονήσουμε τὸν ἐχθρό, ἃς σκεπτόμαστε πάντοτε τὰ τοῦ Κυρίου καὶ ἃς χαίρει πάντοτε ἡ ψυχή μας μὲ τὴν ἐλπίδα στὸν Κύριο. Ἔτσι θὰ βλέπομε τὰ παιγνίδια τῶν δαιμόνων νὰ ἐξαφανίζονται σὰν καπνὸς καὶ τοὺς ἴδιους θὰ τοὺς βλέπομαι νὰ φεύγουν μᾶλλον, παρὰ νὰ μᾶς καταδιώκουν. Γιατί αὐτοί, ὅπως προεῖπα, εἶναι πολὺ δειλοί, μιᾶς καὶ προσμένουν τὸ αἰώνιο πῦρ, τὸ ἑτοιμασμένο γι’ αὐτούς.
ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΕΙΑ , ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΠΑΤΡΟΣ ΗΜΩΝ ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ.
ΓΡΑΦΕΙΣ ΠΑΡΑ , ΤΟΥ ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΡΟΣ ΗΜΩΝ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ.
ΜΕΓΑΣ ΑΝΤΩΝΙΟΣ
ΕΚ. Β. ΡΗΓΟΠΟΥΛΟΣ.
Leave a Reply
Want to join the discussion?Feel free to contribute!