agioi-symeon-ioannisΠροοίμιο

Αὐτοὶ ποὺ ἐπιδιώκουν νὰ διδάσκουν τοὺς ἄλλους, ὀφείλουν νὰ ἐπιτελοῦν τὸ ἔργο αὐτὸ μὲ βάση τὴ δική τους πνευματικὴ ἐμπειρία καὶ νὰ ἀποτελοῦν οἱ ἴδιοι παράδειγμα ἀρετῆς καὶ ἔνθεης ζωῆς, σύμφωνα μὲ τὰ λόγια τοῦ Κυρίου: «Ἔτσι πρέπει νὰ λάμψει τὸ φῶς σᾶς ἐμπρὸς στοὺς ἀνθρώπους, γιὰ νὰ δοῦν τὰ καλά σας ἔργα καὶ νὰ δοξάσουν τὸν Πατέρα σας ποὺ εἶναι στοὺς οὐρανοὺς» (Ματθ. 5, 16). Εἶναι πιθανόν, ἐνῶ προσπαθοῦν νὰ νουθετοῦν καὶ νὰ καταρτίζουν καὶ νὰ καθοδηγοῦν τοὺς ἄλλους, προτοῦ διδάξουν τὸν ἑαυτό τους καὶ τὸν καθαρίσουν μὲ τὴν ἐργασία τῶν θείων ἐντολῶν, νὰ λησμονήσουν νὰ κλάψουν τὸ δικό τους νεκρό, καθὼς ἀσχολοῦνται μὲ τοὺς ἄλλους. Θὰ ἐκπληρωθοῦν ἔτσι τὰ ἀψευδῆ λόγια τῆς Γραφῆς, ποὺ ταιριάζουν στὴν περίπτωσή τους: «Ὅποιος διδάξει χωρὶς νὰ ἐφαρμόσει τὰ διδασκόμενα, αὐτὸς θὰ ὀνομαστεῖ ἐλάχιστος στὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν» (Ματθ. 5, 19), καὶ ἀκόμη: «Ὑποκριτή, βγάλε πρῶτα το δοκάρι ἀπὸ τὸ δικό σου μάτι καὶ τότε θὰ δεῖς καθαρὰ γιὰ νὰ βγάλεις τὴν ἀγκίδα ἀπὸ τὸ μάτι τοῦ ἀδελφοῦ σου» (Ματθ. 7, 5). Γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς καὶ ὁ σοφὸς συγγραφέας τῶν Πράξεων τῶν Ἀποστόλων λέει τὰ ἑξῆς γιὰ τὸν μεγάλο καὶ ἀληθινὸ Θεό μας καὶ διδάσκαλο: «Ὅσα ἄρχισε ὁ Ἰησοῦς νὰ πράττει καὶ νὰ διδάσκει» (Πράξ. 1, 1). Γιὰ τὸ ἴδιο θέμα καὶ ὁ Παῦλος, τὸ σκεῦος τῆς ἐκλογῆς, ἔγραφε στοὺς Ρωμαίους, ἐπιπλήττοντάς τους, μέσα στὰ ἄλλα καὶ τὰ ἑξῆς: «Καὶ σὺ ποῦ διδάσκεις τὸν ἄλλο, τὸν ἑαυτό σου δὲν τὸν διδάσκεις;» (Ρωμ. 2, 21).

Ἐπειδὴ λοιπὸν ἀδυνατοῦμε νὰ διδάξουμε καὶ νὰ παρουσιάσουμε τὸν τρόπο τῆς ἐργασίας τῶν ἀρετῶν μὲ βάση τὰ προσωπικά μας βιώματα, γιατί κουβαλᾶμε μέσα μας τὰ πάθη τῆς ἁμαρτίας, θὰ σᾶς προσφέρουμε τροφὴ ἀπὸ τὴν ἐργασία καὶ τοὺς ἱδρῶτες ἄλλων, τροφὴ ποὺ δὲν χάνεται, ἀλλὰ ὁδηγεῖ τὶς ψυχές μας στὴν αἰώνια ζωή. Γιατί, ἐνῶ ὁ ἄρτος στηρίζει τὸ σῶμα, ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ὠθεῖ τὴν ψυχὴ στὴν ἀρετὴ καὶ κυρίως αὐτῶν ποὺ εἶναι πιὸ ράθυμοι καὶ δείχνουν ἀμέλεια στὴν τήρηση τῶν θείων ἐντολῶν. Αὐτοὺς βέβαια ποὺ εἶναι ἐνάρετοι καὶ ἔχουν τὸ νοῦ τοὺς στραμμένο στὸ Θεό, ἡ συνείδησή τους εἶναι ἱκανὴ νὰ τοὺς διδάξει συμβουλεύοντάς τους τὰ ἀγαθὰ καὶ ἀποτρέποντάς τους ἀπὸ τὰ πονηρά. Ἐκεῖνοι ὅμως ποὺ δὲν εἶναι στὰ μέτρα αὐτῶν, ἔχουν ἀνάγκη ἀπὸ τὶς ἐντολὲς καὶ τὴν καθοδήγηση τοῦ γραπτοῦ νόμου. Ἂν κάποιος δὲν πορεύεται τὴν ὁδὸ τῆς ἀρετῆς μὲ τὸν ἕνα ἢ τὸν ἄλλο τρόπο, εἶναι ἀνάγκη εἴτε βλέποντας εἴτε ἀκούγοντας τὸ ζῆλο καὶ τὴν ἐπιμέλεια τῶν ἄλλων νὰ ἀνάψει τὸ θεῖο πόθο μέσα του, νὰ διώξει τὸν ὕπνο τῆς ψυχῆς καὶ νὰ ἀρχίσει νὰ ὁδεύει τὸ στενὸ καὶ δυσκολοβάδιστο δρόμο καὶ νὰ βιώνει τὴν αἰώνια ζωή. Ἐξάλλου ἀπὸ ἐμᾶς ἐξαρτᾶται το νὰ καταφρονήσουμε τὰ παρόντα ὡς παροδικά, ἐπιθυμώντας τὰ μέλλοντα, ἢ πάλι τὸ νὰ χάσουμε τὰ μέλλοντα ἀγαθὰ ποθώντας τὰ παρόντα.

Τὴν ἀλήθεια τῶν λεγομένων τὴν ἐπιβεβαιώνουν ὅλοι ὅσοι μέχρι τώρα εὐαρέστησαν τὸ Θεό, ἂν καὶ εἶχαν τὴν ἴδια μ’ ἐμᾶς φύση, καὶ κυρίως τὰ μεγάλα ἀναστήματα τῆς γενιᾶς μας. Ἕνας ἀπὸ αὐτούς, ὁ πάνσοφος καὶ σεβάσμιος Συμεών, ἔφτασε σὲ τόσο ὕψος καθαρότητας καὶ ἀπάθειας, ὥστε πέρασε ὁ καθαρότατος διὰ μέσου αὐτῶν ποὺ γιὰ τοὺς ἐμπαθεῖς καὶ σαρκώδεις θεωροῦνται μολυσμὸς καὶ βλάβη καὶ ἐμπόδιό της ἐνάρετης ζωῆς, χωρὶς νὰ μολυνθεῖ, σὰν μαργαριτάρι ἀπὸ βόρβορο. Ἐννοῶ δηλαδὴ τὴ ζωὴ μέσα στὴν πόλη, τὴν συναναστροφὴ μὲ γυναῖκες καὶ τὴν ἐν γένει ἀπάτη τοῦ βίου. Ἔδειξε ἔτσι στοὺς πιὸ ράθυμους καὶ σ’ αὐτοὺς ποὺ προφασίζονται ἀδυναμία στὸ νὰ ζοῦν ἐνάρετη ζωή, τὴ δύναμη ποὺ παρέχει ὁ Θεὸς σ’ αὐτοὺς ποὺ ἀγωνίζονται μὲ ὅλη τους τὴν ψυχὴ ἐναντίον τῶν πονηρῶν πνευμάτων.

Ζητῶ ὅμως ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ θὰ ἀκούσουν ἢ θὰ διαβάσουν τὴ διήγηση αὐτῆς τῆς ἀγγελικῆς πολιτείας, νὰ προσέξουν τὰ λεγόμενα μὲ φόβο Κυρίου καὶ μὲ πίστη χωρὶς δισταγμούς, ὅπως ἁρμόζει σὲ ἀληθινοὺς χριστιανούς. Γνωρίζω βέβαια ὅτι οἱ ἀνόητοι καὶ οἱ καταφρονητὲς θὰ θεωρήσουν τὰ γραφόμενα ἀπίστευτα καὶ γελοία. Γιατί, ἂν γνώριζαν ὅτι αὐτὸς ποὺ θέλει νὰ εἶναι σοφὸς σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο, πρέπει νὰ γίνει μωρὸς γιὰ νὰ γίνει σοφὸς (Α΄ Κορ. 3, 18), καὶ ὅτι ἐμεῖς θεωρούμαστε μωροὶ γιὰ χάρη τοῦ Χριστοῦ (Α΄ Κορ. 4, 10), καὶ ὅτι ἡ μωρία τοῦ Θεοῦ εἶναι σοφότερη τῶν ἀνθρώπων (Α΄ Κορ. 1, 25), δὲ θὰ θεωροῦσαν γελοία τα ἔργα αὐτοῦ του γνήσιου ἀθλητῆ, ἀλλὰ θὰ τὸν θαύμαζαν πολὺ περισσότερο ἀπ’ αὐτοὺς ποὺ ἀγωνίστηκαν σὲ ἄλλα εἴδη ἀρετῆς. Γιατί αὐτὸς δὲν ἐπέστρεψε στὸν κόσμο ἀπροετοίμαστος καὶ ἔχοντας ἀκόμη ἀνάγκη ἀπὸ πνευματικὸ ὁδηγό, ἀλλὰ συνέβη στὴν περίπτωσή του κάτι ἀνάλογο μ’ αὐτὸ ποὺ βλέπουμε στὶς πολεμικὲς παρατάξεις, ὅταν ὅλοι οἱ στρατιῶτες εἶναι παραταγμένοι μαζί. Ἐκεῖ ὅσοι ἔχουν ἐμπιστοσύνη στὸν ἑαυτό τους, περισσότερο ὅμως στὴ δύναμη τοῦ Θεοῦ καὶ στὰ πολεμικά τους ὅπλα καὶ στὴν ἐξαιρετικὴ καὶ πολυχρόνια πολεμικὴ ἐμπειρία τους, μόνοι αὐτοὶ βγαίνουν ἔξω ἀπὸ τὸ πλῆθος γιὰ νὰ μονομαχήσουν μὲ τοὺς ἀντιπάλους τους. Τὸ ἴδιο ἔκανε καὶ αὐτός. Ὅταν ἀγωνίστηκε σωστὰ καὶ νόμιμα τὸν καλὸ ἀγώνα, ὅταν εἶδε τὸν ἑαυτὸ τοῦ θωρακισμένο μὲ τὴ δύναμη τοῦ Πνεύματος, ὅταν ἀπόκτησε τὴ δύναμη νὰ πατᾶ ἐπάνω σε φίδια καὶ σκορπιοὺς (Λουκ. 10, 19),, ὅταν ἔσβησε τελείως τὸ πύρωμα τῆς σάρκας μὲ τὴ δρόσο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὅταν βδελύχθηκε τὴν τρυφὴ καὶ τὴ δόξα τοῦ βίου σὰν ἱστὸ ἀράχνης — καὶ τί ἄλλο νὰ πῶ; — ὅταν μὲ τὴν ταπεινοφροσύνη ντύθηκε τὴν ἀπάθεια ἐσωτερικὰ καὶ ἐξωτερικά, καὶ ἀξιώθηκε τὴν υἱοθεσία σύμφωνα μὲ τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ πρὸς τὴν καθαρὴ καὶ ἀπαθῆ ψυχὴ στὸ Ἆσμα τῶν Ἀσμάτων: «Ὅλη καλὴ ἡ πλησίον μου, καὶ μῶμος ἐν σοῖ οὐκ ἔστιν» (Ἆσμα 4,7), τότε καὶ αὐτὸς βγῆκε ἀπὸ τὴν ἔρημο στὸν κόσμο, ὕστερα ἀπὸ θεία κλήση, γιὰ νὰ μονομαχήσει μὲ τὸ διάβολο. Πίστευε ὅτι δὲν εἶναι δίκαιο αὐτὸς ποὺ τιμήθηκε καὶ ὑψώθηκε τόσο ἀπὸ τὸ Θεό, νὰ περιφρονήσει τὴν σωτηρία τῶν συνανθρώπων του. Ἔχοντας λοιπὸν ὡς πρότυπο Αὐτὸν ποὺ εἶπε: «Νὰ ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὅπως τὸν ἑαυτό σου» (Λουκ. 10, 27), ὁ Ὁποῖος καὶ μορφὴ δούλου καταδέχθηκε νὰ ντυθεῖ γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ δούλου, χωρὶς νὰ ὑποστεῖ καμιὰ ἀλλοίωση, μιμεῖται καὶ αὐτὸς τὸν Κύριό του, προσφέροντας τὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα του, γιὰ νὰ προσφέρει τὴ σωτηρία.

Θὰ διηγηθῶ πρῶτα τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ἦρθε ἀπὸ τὴν ἔρημο στὸν κόσμο, καὶ ἔπειτα τὶς παράδοξες καὶ ἀξιοθαύμαστες πράξεις του.

 ΙΙ Φυγὴ τοῦ κόσμου

2017-08-03_114146 Στὰ χρόνια της βασιλείας τοῦ Ἰουστινιανοῦ, τὴ γιορτὴ τῆς ὑψώσεως τοῦ τιμίου καὶ ζωοποιοῦ Σταυροῦ, συγκεντρώθηκαν οἱ εὐσεβεῖς χριστιανοί, ὅπως συνήθιζαν, στοὺς Ἁγίους Τόπους τοῦ Χριστοῦ, γιὰ νὰ προσκυνήσουν. Γνωρίζουν ὅλοι ὅσοι συνηθίζουν νὰ συγκεντρώνονται ἐκεῖ κατὰ τὴν ἅγια αὐτὴ γιορτή, ὅτι σχεδὸν ἀπὸ ὅλα τα μέρη συγκεντρώνεται πλῆθος πιστῶν, ποὺ εὐλαβεῖται ἰδιαίτερά το σταυρὸ τοῦ Κυρίου.

Σ’ αὐτὴ λοιπὸν τὴ μεγάλη γιορτὴ συνέβη, κατ’ οἰκονομία Θεοῦ, νὰ συναντηθοῦν δύο νέοι ἀπὸ τὴ Συρία. Ὁ ἕνας ὀνομαζόταν Ἰωάννης καὶ ὁ ἄλλος Συμεών. Ἔμειναν ἐκεῖ μερικὲς μέρες καὶ ὅταν τελείωσε ἡ ἅγια γιορτή, ἀναχώρησε ὁ καθένας γιὰ τὴν πόλη του. Ἀπὸ τότε ποὺ συναντήθηκαν οἱ δύο αὐτοὶ νέοι καὶ συνδέθηκαν μὲ ἀγάπη ἀναμεταξύ τους, δὲν χωρίστηκαν ποτέ. Γι’ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸ λόγο, ἐπιστρέφοντας στὴν πατρίδα τοὺς πορεύτηκαν μαζί, ἔχοντας καὶ τοὺς γονεῖς τους. Ὁ Ἰωάννης εἶχε ἕνα γέροντα πατέρα, μητέρα ὅμως ὄχι. Ἦταν εἴκοσι δύο ἐτῶν καὶ ἐκεῖνο τὸ χρόνο εἶχε νυμφευθεῖ. Ὁ Συμεὼν δὲν εἶχε πατέρα, ἀλλὰ μόνο μητέρα ποὺ ἦταν ὀγδόντα περίπου ἐτῶν, καὶ κανέναν ἄλλο συγγενῆ.

Πήγαιναν λοιπὸν ὅλοι μαζὶ καὶ ἀφοῦ κατέβηκαν τὸν κατήφορο τῆς Ἱεριχῶ καὶ πέρασαν τὴν πόλη, ὁ Ἰωάννης βλέποντας τὰ μοναστήρια τὰ γύρω ἀπὸ τὸν Ἰορδάνη εἶπε στὸ Συμεών: «Ξέρεις ποιοὶ μένουν στὰ σπίτια αὐτὰ ἀπέναντί μας;» Ἐκεῖνος τοῦ ἀπάντησε: «Ποιοί;» Ὁ Ἰωάννης εἶπε: «Ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ». Τὸν ρωτάει τότε ὁ Συμεὼν μὲ ἀπορία: «Μποροῦμε ἄραγε νὰ τοὺς δοῦμε;». Τοῦ λέει ἐκεῖνος: «Ναί, ἂν γίνουμε σὰν κι αὐτούς». Καὶ οἱ δύο κάθονταν πάνω σε ἄλογα, γιατί οἱ γονεῖς τοὺς ἦταν πολὺ εὔποροι. Κατέβηκαν λοιπὸν ἀμέσως ἀπὸ τὰ ἄλογα καὶ τὰ ἔδωσαν στοὺς δούλους τοὺς λέγοντάς τους νὰ προχωρήσουν, προσποιούμενοι ὅτι θὰ καθήσουν γιὰ λίγο σ’ ἐκεῖνο τὸ μέρος. Κατὰ συγκυρία βρέθηκαν ἐπάνω στὸ δρόμο ποὺ ὁδηγοῦσε στὸν Ἰορδάνη. Στάθηκαν λοιπὸν καὶ οἱ δύο καὶ λέει ὁ Ἰωάννης στὸ Συμεών, δείχνοντας μὲ τὸ δάκτυλό του τὸ δρόμο τοῦ Ἰορδάνη: «Νὰ ὁ δρόμος ποὺ ὁδηγεῖ στὴ ζωή». Κατόπιν δείχνοντας τὸ δημόσιο, στὸν ὁποῖο προπορεύονταν οἱ γονεῖς τους, εἶπε: «Καὶ νὰ ὁ δρόμος ποὺ ὁδηγεῖ στὸ θάνατο. Ἔλα λοιπὸν ἃς προσευχηθοῦμε καὶ ἃς σταθοῦμε ὁ καθένας μᾶς σ’ ἕναν ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς δρόμους΄ καὶ ἀφοῦ ρίξουμε κλῆρο, θὰ ἀκολουθήσουμε τὸ δρόμο ἐκείνου ποὺ θὰ κερδίσει». Γονάτισαν λοιπὸν καὶ εἶπαν ἀναστενάζοντας: «Θεέ μας, Θεέ μας, Θεέ μας, ἐσὺ ποὺ θέλεις νὰ σώσεις ὅλο τὸν κόσμο, φανέρωσε τὸ θέλημά Σου στοὺς δούλους Σου». Ἔριξαν κατόπιν κλῆρο καὶ ἔτυχε στὸ Συμεὼν δέκα παραπάνω ἀπὸ τὸν Ἰωάννη. Ὁ Συμεὼν στεκόταν στὸ δρόμο ποὺ ὁδηγοῦσε στὸν Ἰορδάνη. Τότε χαρούμενοι, ξεχνώντας ὅλα τα ὑπάρχοντα καὶ τοὺς γονεῖς τους, καταφιλοῦσαν ὁ ἕνας τὸν ἄλλο. Γνώριζαν ἀκόμα τέλειά τα ἑλληνικὰ καὶ ἦταν στολισμένοι μὲ πολλὴ φρόνηση.

Ὅλα αὐτὰ τὰ διηγήθηκε ὁ ἐνάρετος Συμεὼν σὲ κάποιον ἀξιόλογο καὶ ἐνάρετο ἄνδρα, διάκονο τῆς ἐκκλησίας τῆς Ἔμεσας, ὅπου καὶ προσποιήθηκε τὸν σαλὸ΄ αὐτὸς ἐπειδὴ ἦταν χαριτωμένος ἄνθρωπος κατανόησε τὴν ἐργασία τοῦ γέροντα. Σ’ αὐτὸν ἔκανε καὶ θαῦμα φοβερὸ ὁ μακάριος Συμεών, ποὺ θὰ τὸ διηγηθοῦμε παρακάτω. Ὁ ἐνάρετος λοιπὸν αὐτὸς διάκονος, ποὺ ὀνομαζόταν Ἰωάννης, μᾶς διηγήθηκε σχεδὸν ὁλόκληρο τὸν βίο τοῦ ἁγίου, προβάλλοντας τὸν Κύριο ὡς μάρτυρα γιὰ τὸ ὅτι ὄχι μόνο δὲν πρόσθεσε τίποτα, ἀλλὰ μᾶλλον τὰ περισσότερά τα ξέχασε μὲ τὸ πέρασμα τῶν χρόνων.

Καθὼς λοιπὸν κατέβαιναν τὸ δρόμο ποὺ τοὺς ὁδήγησε στὴν πραγματικὴ ζωή, ἔτρεχαν χαρούμενοι, ὅπως ὁ Πέτρος καὶ ὁ Ἰωάννης πρὸς τὸ ζωοποιὸ τάφο τοῦ Κυρίου (Ἰω. 20, 4), καὶ προσπαθοῦσαν νὰ διεγείρουν ὁ ἕνας τὴν προθυμία τοῦ ἄλλου. Γιατί ὁ Ἰωάννης φοβόταν μήπως ἡ ἀγάπη πρὸς τὴ μητέρα σταματήσει τὸ Συμεών, ἐνῶ ὁ Συμεὼν μήπως ἡ ἕλξη τῆς νεαρῆς συζύγου τραβήξει πίσω σὰν μαγνήτης τὸν Ἰωάννη. Γι’ αὐτὸ τὸ λόγο ἔλεγαν ὁ ἕνας πρὸς τὸν ἄλλο συμβουλευτικὰ καὶ ἐνθαρρυντικὰ λόγια. Κι ἔλεγε ὁ ἕνας: «Καθόλου νὰ μὴ ραθυμήσεις ἀδελφὲ Συμεών. Γιατί ἐλπίζουμε στὸ Θεὸ ὅτι σήμερα ἀναγεννηθήκαμε. Τί ἄλλο παρὰ νὰ μᾶς βλάψουν θὰ μποροῦσαν ὁ πλοῦτος καὶ τὰ μάταια πράγματα τοῦ βίου κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς Κρίσεως; Οὔτε πάλι ἡ νεότητα καὶ ἡ ὀμορφιὰ τοῦ σώματος παραμένουν ἀμάραντα μέχρι τὸ τέλος, ἀλλὰ ἢ ἀπὸ τὰ γηρατειὰ ἢ μὲ τὸν πρόσκαιρο θάνατο χάνονται καὶ σβήνουν». Τέτοια καὶ ἄλλα πολλὰ ἔλεγε πρὸς τὸ Συμεὼν ὁ Ἰωάννης καὶ ἐκεῖνος ἀπαντοῦσε μὲ τὸν ἴδιο τρόπο λέγοντας: «Ἐγὼ ἀδελφὲ Ἰωάννη, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ταπεινὴ ἐκείνη γερόντισσα ποὺ μὲ γέννησε, δὲν ἔχω οὔτε πατέρα οὔτε ἀδελφοὺς οὔτε ἀδελφές. Καὶ δὲ φοβᾶμαι τόσο γιὰ μένα, ὅσο γιὰ σένα μήπως ἡ ἐπιθυμία τῆς νεαρῆς συζύγου σὲ ἀποσπάσει ἀπὸ αὐτὸν τὸν καλὸ δρόμο».

Ἐνῶ ἔλεγαν αὐτὰ καὶ ἄλλα πολλά, φτάνουν στὸ μοναστήρι τοῦ ἀββᾶ Γερασίμου. Εἶχαν ζητήσει πρωτύτερα ἀπὸ τὸ Θεὸ νὰ βροῦν ἀνοιχτὴ τὴν πόρτα τοῦ μοναστηριοῦ, στὸ ὁποῖο Αὐτὸς θὰ ἤθελε νὰ παραμείνουν. Ἔτσι καὶ ἔγινε. Ὑπῆρχε σ’ αὐτὸ τὸ μοναστήρι ἕνας θαυμάσιος ἄνθρωπος ποὺ λεγόταν Νίκων καὶ ποὺ ἡ ζωὴ τοῦ ἦταν σύμφωνη μὲ τὸ ὄνομά του΄ γιατί νικοῦσε τοὺς δαίμονες, ἔκανε θαύματα καὶ σημεῖα καὶ εἶχε τιμηθεῖ μὲ τὸ προφητικὸ ἀξίωμα ἀπὸ τὸ Θεό. Αὐτὸς λοιπὸν προγνώρισε τὸν ἐρχομό τους. Εἶδε στὸν ὕπνο του, τὴν ἡμέρα ποὺ ἦρθαν, κάποιον νὰ τοῦ λέει: «Σήκω καὶ ἄνοιξε τὴν πόρτα ἀπὸ τὸ μαντρί, γιὰ νὰ μποῦν τὰ πρόβατά μου». Ἔτσι καὶ ἔκανε. Μόλις λοιπὸν ἔφτασαν καὶ βρῆκαν τὴν πόρτα ἀνοιγμένη καὶ τὸν ἀββᾶ νὰ κάθεται καὶ νὰ τοὺς περιμένει, εἶπε ὁ Ἰωάννης στὸ Συμεών: «Καλὸ σημάδι, ἀδελφὲ΄ ἡ πόρτα εἶναι ἀνοιχτὴ καὶ ὁ πορτάρης στὴ θέση του». Ὅταν πλησίασαν, τοὺς λέει ὁ ἡγούμενος: «Καλῶς ἦρθαν τὰ πρόβατα τοῦ Χριστοῦ». Καὶ ἀμέσως στὸ Συμεών: «Καλῶς ἦρθες, Σαλέ. Ἀλήθεια, δέκα περισσότερά τα δικά σου ἀπὸ τοῦ ἀββᾶ Ἰωάννη καὶ σὲ περιμένουν», καὶ ἐννοοῦσε τὴν τελειότητα τῆς ἐνάρετης ζωῆς. Τοὺς δέχτηκε λοιπὸν ὡς θεόσταλτους καὶ τοὺς ἔβαλε νὰ ἀναπαυθοῦν.

  ΙΙΙ Στὴ Μονὴ τοῦ ἀββᾶ Γερασίμου

 Τὴν ἄλλη ἡμέρα, πρὶν τοῦ ποῦν τίποτε, ἄρχισε νὰ τοὺς λέει μὲ τὸ φωτισμὸ τοῦ Κυρίου: «Πολὺ καλὴ καὶ ἄξια ἡ ἀγάπη σας πρὸς τὸ Θεό, μόνο προσέξτε μήπως δείξετε νωθρότητα καὶ τὴ σβήσει ὁ ἀντίδικός της σωτηρίας μας. Καλὸς ὁ ἀγώνας σας, ἀλλὰ νὰ μὴ σταματήσετε μέχρις ὅτου στεφανωθεῖτε. Καλὴ ἡ προαίρεσή σας, μόνο νὰ μὴ δείξετε ἀμέλεια, γιὰ νὰ μὴ σβήσει ἡ φωτιὰ ποὺ καίει σήμερα τὶς καρδιές σας. Καλὰ κάνατε καὶ προτιμήσατε τὰ αἰώνια ἀπὸ τὰ προσωρινά. Καλοὶ οἱ κατὰ σάρκα γονεῖς σας καὶ καλὸ νὰ τοὺς ὑπηρετεῖτε, ἀσύγκριτα καλύτερο ὅμως εἶναι νὰ εὐαρεστεῖτε τὸ Θεό. Καλοὶ εἶναι οἱ κατὰ σάρκα ἀδελφοί, συμφερότεροι ὅμως οἱ πνευματικοί. Καλοὶ οἱ φίλοι γιὰ τὸ Χριστὸ ποὺ ἔχετε στὸν κόσμο, ἀλλὰ καλύτερό το νὰ ἔχετε φίλους τους ἁγίους, ποὺ θὰ μεσιτεύουν στὸν Κύριο. Καλοὶ εἶναι αὐτοὶ ποὺ σᾶς προστατεύουν ἀπὸ τοὺς ἄρχοντες, ἀλλὰ δὲν εἶναι τὸ ἴδιο μὲ τὸ νὰ ἔχουμε τοὺς ἁγίους ἀγγέλους νὰ ἱκετεύουν γιὰ μᾶς. Καλὴ καὶ ἐπαινετὴ ἡ ἀγαθοεργία καὶ ἡ πρὸς τοὺς φτωχοὺς ἐλεημοσύνη, ἀλλὰ τίποτε δὲν ζητᾶ ὁ Θεὸς τόσο πολὺ ἀπὸ ἐμᾶς, ὅσο το νὰ τοῦ προσφέρουμε τὶς ψυχές μας. Γλυκεία ἡ ἀπόλαυση τῶν ἀγαθῶν της ζωῆς, ἀλλὰ δὲν μπορεῖ νὰ συγκριθεῖ μὲ τὴν τρυφὴ τοῦ Παραδείσου. Γλυκὸς ὁ πλοῦτος καὶ πολλοὶ τὸν ἐπιθυμοῦν, ἀλλὰ δὲν μπορεῖ νὰ ἐξισωθεῖ μὲ ἐκεῖνα ποὺ μάτι δὲν εἶδε καὶ αὐτὶ δὲν ἄκουσε καὶ νοῦς ἀνθρώπου δὲν διανοήθηκε (Α΄ Κορ. 2, 9). Καλὴ ἡ ὀμορφιὰ τῆς νεανικῆς ἡλικίας, ἀλλὰ δὲν εἶναι τίποτε μπροστὰ στὸ κάλλος τοῦ ἐπουράνιου νυμφίου Χριστοῦ, ὅπως λέει ὁ Δαυίδ: “Ὡραῖος κάλλει παρὰ τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων” (Ψάλμ. 44, 3),. Σπουδαῖο καὶ σημαντικὸ νὰ στρατεύεσαι γιὰ τὸν ἐπίγειο βασιλιά, ἀλλὰ εἶναι πρόσκαιρη καὶ ἐπικίνδυνη αὐτὴ ἡ στράτευση».

Μὲ αὐτὰ καὶ ἄλλα παρόμοιά τους συμβούλευε ὁ ὅσιος καὶ δὲν ἤθελε νὰ σταματήσει βλέποντας νὰ τρέχουν ἀπὸ τὰ μάτια τοὺς ποταμοὶ δακρύων. Προσεχαν τὰ λόγια του σὰν νὰ μὴν εἶχαν ἀκούσει ποτὲ θεῖο λόγο. Στράφηκε τότε στὸ Συμεὼν καὶ τοῦ λέει: «Μὴ θλίβεσαι καὶ μὴν κλαῖς γιὰ τὴ γερόντισσα μητέρα σου, γιατί ὁ Θεὸς βλέποντας τοὺς ἀγῶνες σου μπορεῖ νὰ τὴν παρηγορήσει πολὺ περισσότερο ἀπ’ ὅ,τι ἡ δική σου παρουσία. Γιατί, ἂν περιμένεις νὰ γίνεις μοναχὸς μετὰ τὸ θάνατό της, ὑπάρχει περίπτωση νὰ πεθάνεις ἐσὺ πρὶν ἀπὸ αὐτὴν στερημένος ἀπὸ ἀρετὲς καὶ νὰ φύγεις ἔτσι, χωρὶς νὰ ἔχεις κανένα ποὺ νὰ μπορεῖ νὰ σὲ σώσει ἀπὸ τὰ μέλλοντα κακά. Γιατί οὔτε ἡ ἀγάπη τοῦ πατέρα καὶ τῆς μητέρας, οὔτε τὰ ἀδέλφια οὔτε ὁ πλοῦτος οὔτε ἡ δόξα οὔτε ἡ γυναίκα οὔτε τὸ ἐνδιαφέρον τῶν παιδιῶν μποροῦν νὰ ἐξιλεώσουν τὸ Θεό, παρὰ μόνο ἡ ἐνάρετη ζωὴ καὶ οἱ κόποι καὶ οἱ ἀγῶνες, ποὺ γίνονται γι’ Αὐτόν». Στὸν Ἰωάννη εἶπε: «Μήτε σ’ ἐσένα, παιδί μου, ὁ ἐχθρός των ψυχῶν μας νὰ βάλει τὴ σκέψη: “Ποιὸς ἄραγε θὰ γηροκομήσει τοὺς γονεῖς μου; Ποιὸς θὰ παρηγορήσει τὴ σύζυγό μου; Ποιὸς θὰ σταματήσει τὰ δάκρυά τους;» Γιατί ἂν τοὺς ἐγκαταλείπατε γιὰ νὰ ἀφιερώσετε τὴ ζωή σας σὲ κάποιον ἄλλο θεό, μὲ τὸ δίκιο σας θὰ ἀγωνιούσατε καὶ θὰ ἀναρωτιόσασταν ἂν τοὺς φροντίζει καὶ τοὺς παρηγορεῖ ἢ ὄχι. Τώρα ὅμως ποὺ τρέξατε καὶ ἀφιερώσατε τοὺς ἑαυτοὺς σᾶς σ’ Αὐτόν, στὸν Ὁποῖο ἐκείνους ἐγκαταλείψατε, πρέπει νὰ ἔχετε θάρρος καὶ νὰ σκέφτεστε ὅτι ὅταν ἀκόμη παραμένατε στὸν κόσμο ἀπορροφημένοι στὰ βιοτικά, γιὰ ὅλα φρόντιζε ἡ πρόνοια τοῦ Θεοῦ΄ πόσο περισσότερο ὅμως δὲ θὰ φροντίσει τοὺς δικούς σας τώρα ποὺ Τὸν ὑπηρετεῖτε καὶ προσπαθεῖτε νὰ Τὸν εὐαρεστεῖτε μὲ ὅλη σας τὴ ψυχή; Γι’ αὐτό, παιδιά μου, ἔχοντας στὸ νοῦ σᾶς τὰ λόγια τοῦ Κυρίου: “Ἄφησε τοὺς νεκροὺς νὰ θάψουν τοὺς δικούς τους νεκροὺς” πρὸς αὐτὸν ποὺ τοῦ εἶπε: “Ἐπίτρεψέ μου πρῶτα νὰ ἐπιστρέψω γιὰ νὰ θάψω τὸν πατέρα μου” (Ματθ. 8, 21-22), ἀκολουθεῖστε Τὸν μὲ σταθερὴ καὶ ἀμετάβλητη ἀπόφαση. Γιὰ σκεφτεῖτε΄ ἂν ὁ ἐπίγειος βασιλιὰς σᾶς παρακινοῦσε νὰ ὑπηρετήσετε ὡς πατρίκιοι ἢ θαλαμηπόλοι στὸ παλάτι του, ποὺ θὰ χαθεῖ κάποτε καὶ θὰ ἀφανιστεῖ σὰν σκιὰ καὶ ὄνειρο, δὲν θὰ καταφρονούσατε τὰ πάντα καὶ δὲν θὰ τρέχατε ἀμέσως σ’ αὐτὸν μὲ τὴν ἐπιθυμία νὰ δεῖτε τὸ πρόσωπό του, νὰ μιλήσετε μαζί του καὶ νὰ ἀπολαύσετε τιμὲς κοντά του; Καὶ δὲν θὰ προτιμούσατε νὰ ὑπομείνετε κάθε πόνο καὶ κόπο καὶ τὸ θάνατο ἀκόμη, μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ ἀξιωθεῖτε νὰ δεῖτε ἐκείνη τὴν ἡμέρα, ποῦ ὁ βασιλιάς, μπροστά σε ὅλη τὴ σύγκλητο, θὰ σᾶς δεχόταν τιμητικὰ στὴν ὑπηρεσία του;» Καὶ ἀφοῦ αὐτοὶ συμφώνησαν, ὁ μέγας Νίκων συνέχισε: «Ἑπομένως, μὲ ἀσυγκρίτως μεγαλύτερη ζέση καὶ κατάνυξη, παιδιά μου, ὀφείλουμε ἐμεῖς ὡς εὐγνώμονες δοῦλοι νὰ ἀκολουθοῦμε τὸν αἰώνιο Βασιλιά, ἐνθυμούμενοι τὴν ἀγάπη ποὺ μᾶς ἔδειξε ὁ Θεός, ὁ Ὁποῖος δὲ λυπήθηκε τὸν Υἱὸ τοῦ τὸν μονογενῆ, ἀλλὰ τὸν πρόσφερε γιὰ τὴν σωτηρία μᾶς (Ἰω. 3, 16). Γι’ αὐτὸ τὸ λόγο, κι ἂν ἀκόμη χύσουμε τὸ αἷμα μας, ἐμεῖς ποὺ λυτρωθήκαμε ἀπὸ τὴ φθορὰ καὶ τὸ θάνατο μὲ τὸ τίμιό Του αἷμα καὶ ἀπὸ δοῦλοι γίναμε γιοί, τίποτε ποὺ νὰ εἶναι ἀντάξιό της θυσίας Του δὲν Τοῦ προσφέρουμε. Γιατί, ἀδελφοί μου, δὲν εἶναι τὸ ἴδιο πράγμα νὰ χυθεῖ βασιλικὸ αἷμα καὶ αἷμα δούλου».

Αὐτὰ καὶ πολλὰ ἄλλα τοὺς ἔλεγε ὁ θεοφόρος, καθὼς προγνώριζε καὶ εἶχε πληροφορηθεῖ ἀπὸ τὸν Θεὸ τὸν ἀγώνα καὶ τὸ δρόμο ποὺ θὰ ἔκαναν, καὶ ἐννοῶ βέβαια τὴν ἐρημικὴ καὶ τελείως ἄστεγη καὶ ἀναχωρητικὴ ζωή. Καὶ δὲν τὸ θεωροῦσε αὐτὸ ἀσήμαντο, οὔτε ὅτι μποροῦν οἱ πολλοὶ νὰ τὸ κατορθώσουν καὶ νὰ τὸ ἐπιτελέσουν ἄμεμπτα, τὴ στιγμὴ ποὺ ἔβλεπε ὅτι οἱ δύο νέοι εἶχαν σώματα ἁπαλά, ντυμένα μὲ μαλακὰ ροῦχα, καὶ ὅτι εἶχαν μεγαλώσει μὲ καλοπέραση καὶ εἶχαν συνηθίσει στὶς ἀνέσεις καὶ τὶς ἀπατηλὲς ἀπολαύσεις τῆς ζωῆς.

Τότε ὁ σοφὸς γιατρὸς καὶ δάσκαλος, μὲ τὴ θεία γνώση καὶ πείρα ποὺ διέθετε, ἀφοῦ τοὺς προετοίμασε καὶ τοὺς ὅπλισε μὲ τέτοιες συμβουλὲς καὶ νουθεσίες, λέει καὶ στοὺς δυό: «Θέλετε νὰ καρεῖτε μοναχοὶ ἢ νὰ παραμείνετε γιὰ ἕνα μικρὸ ἀκόμη χρονικὸ διάστημα λαϊκοί;» Ἀμέσως καὶ οἱ δύο, σὰν νὰ κινοῦνταν ἀπὸ τὴν ἴδια σκέψη ἢ μᾶλλον ἀπὸ τὸ ἴδιο Ἅγιο Πνεῦμα, ἔπεσαν στὰ πόδια τοῦ ἡγουμένου ζητώντας νὰ τοὺς κουρέψει ὁπωσδήποτε ἐκείνη τὴ στιγμή. Καὶ ἔλεγε ὁ Συμεὼν ὅτι, ἂν δὲν τὸ κάνει αὐτὸ γρήγορα, θὰ πήγαιναν σ’ ἄλλο μοναστήρι. Ὁ Συμεὼν ἦταν ἄκακος καὶ ἀπονήρευτος, ἐνῶ ὁ Ἰωάννης εἶχε περισσότερη πείρα καὶ γνώση.

Πῆρε τότε τὸν καθένα χωριστὰ ὁ ὅσιος Νίκων, θέλοντας νὰ δοκιμάσει τὴν ἀφοσίωσή τους στὸ Θεό, καὶ μὲ λογικὰ ἐπιχειρήματα προσπαθοῦσε νὰ τοὺς πείσει νὰ μὴν καροῦν ἐκείνη τὴν ἡμέρα. Ἐπειδὴ δὲν πειθόταν κανένας ἀπὸ τοὺς δύο, πήγαινε στὸν καθένα καὶ τοῦ ἔλεγε: «Ἔπεισα τὸν ἀδελφό σου νὰ μείνει ἕνα χρόνο λαϊκός». Ἀμέσως αὐτὸς τοῦ ἀπαντοῦσε: «Ἂν θέλει νὰ μείνει, ἃς μείνει. Πάντως ἐγώ, πάτερ, δὲν δέχομαι κάτι τέτοιο». Ὁ Συμεὼν μάλιστα, ὅταν μίλησε ἰδιαιτέρως μὲ τὸν ὅσιο Νίκωνα, τοῦ εἶπε καὶ αὐτό: «Κᾶνε γρήγορα, πάτερ, γιὰ τ’ ὄνομα τοῦ Θεοῦ, ἐπειδὴ τρέμει ἡ καρδιά μου γιὰ τὸν Ἰωάννη, ποὺ φέτος νυμφεύθηκε μὲ μία πολὺ εὔπορη καὶ ὡραία γυναίκα, μήπως τυχὸν τὸν καταλάβει πάλι ὁ πόθος γι’ αὐτὴν καὶ τοῦ σβήσει τὸν πόθο του γιὰ τὸ Θεό». Ἀλλὰ κι ὁ Ἰωάννης μὲ πολλὰ παρακάλια καὶ δάκρυα (εἶχε ἀπὸ φυσικοῦ του περισσότερα ἀπὸ ὅ,τι ὁ ἀδελφὸς Συμεὼν) εἶπε ἰδιαιτέρως στὸν ὅσιο: «Πάτερ, βοήθησε μὲ νὰ μὴ χάσω τὸν ἀδελφό μου, γιατί ἔχει μόνο μητέρα καὶ τόσο πολὺ δεμένοι ἦταν μεταξύ τους, ὥστε δὲν μποροῦσε νὰ μείνει οὔτε δύο ὧρες μακριά της, ἀλλὰ μέχρι σήμερα κοιμόνταν καὶ οἱ δύο μαζί, μὴ μπορώντας νὰ χωριστοῦν οὔτε τὴ νύχτα, πράγμα ποὺ πολὺ μὲ βασανίζει μέχρις ὅτου τὸν δῶ μοναχό, γιὰ νὰ σταματήσω νὰ μεριμνῶ γι’ αὐτόν».

Ὁ ὅσιος εἶδε τὸ ἐνδιαφέρον τοῦ ἑνὸς γιὰ τὸν ἄλλο καὶ ἐπειδὴ γνώριζε ὅτι ὁ Θεὸς δὲν ντροπιάζει οὔτε παραβλέπει αὐτοὺς ποὺ ὁλόψυχα καὶ ἀδίστακτα καταφεύγουν σ’ Αὐτόν, ἔφερε τὸ ψαλίδι καὶ ἀφοῦ τὸ τοποθέτησε κατὰ τὴν τάξη πάνω στὸ ἅγιο θυσιαστήριο, ἔκανε τὴν κουρά τους. Ὕστερα, ἀφοῦ τοὺς ἔβγαλε τὰ ροῦχα, τοὺς ἕντυσε μὲ ἄλλα ποὺ ἦταν πολὺ φτωχικά, ἀλλὰ μαλακά, γιατί τοὺς σπλαχνίστηκε ὁ σοφὸς καὶ στοργικός, ἐπειδὴ τὰ σώματά τους ἦταν ἁπαλὰ καὶ ἀσυνήθιστα στὴν κακοπάθεια. Ἐνῶ γινόταν ἡ κουρά, ὁ Ἰωάννης ἔκλαιγε συνέχεια καὶ ὁ Συμεών, ἐπειδὴ δὲν καταλάβαινε γιὰ ποιὸ λόγο κλαίει, τὸν σκουντοῦσε νὰ σταματήσει, γιατί νόμιζε ὅτι κλαίει ἀπὸ λύπη γιὰ τοὺς γονεῖς του καὶ ἀπὸ ἀγάπη γιὰ τὴ γυναίκα του. Ὅταν τελείωσε ἡ κουρά τους καὶ ἔγινε ἡ ἁγία σύναξη, ὁ ἡγούμενος συνέχισε νὰ τοὺς συμβουλεύει ὅλη σχεδὸν τὴν ὑπόλοιπη μέρα, γιατί ἤξερε ὅτι ὁ Θεὸς θὰ τὰ οἰκονομοῦσε ἔτσι ὥστε νὰ μὴ μείνουν πολὺ καιρὸ κοντά του.

Τὴν ἄλλη μέρα, ποὺ ἦταν Κυριακή, σκόπευε νὰ τοὺς δώσει καὶ τὸ ἅγιο σχῆμα. Γι’ αὐτὸ κάποιοι ἀπὸ τοὺς ἀδελφούς τους εἶπαν: «Εἶστε μακάριοι, γιατί αὔριο θὰ ἀναγεννηθεῖτε καὶ θὰ καθαριστεῖτε ἀπὸ κάθε ἁμαρτία, σὰν νὰ ἔχετε ξαναβαπτιστεῖ». Παραξενεύτηκαν αὐτοὶ καὶ ἔτρεξαν καὶ οἱ δύο στὸ θεῖο Νίκωνα, τὸ βράδυ τοῦ Σαββάτου, καὶ πέφτοντας στὰ πόδια τοῦ τοῦ εἶπαν: «Πάτερ, σὲ παρακαλοῦμε μὴ μᾶς βαπτίσεις. Εἴμαστε χριστιανοὶ ἀπὸ χριστιανοὺς γονεῖς». Αὐτός, ἐπειδὴ δὲν κατάλαβε τί εἶχαν ἀκούσει ἀπὸ τοὺς πατέρες τοῦ κοινοβίου, τοὺς ρώτησε: «Ποιός, παιδιά μου, θέλει νὰ σᾶς βαπτίσει;» Ἐκεῖνοι ἀπάντησαν: «Οἱ κύριοι καὶ δεσπότες μας, οἱ πατέρες τοῦ μοναστηρίου, μᾶς εἶπαν ὅτι αὔριο θὰ ξαναβαπτιστοῦμε». Τότε ὁ ἡγούμενος, ἐπειδὴ κατάλαβε ὅτι τοὺς εἶχαν μιλήσει γιὰ τὸ ἅγιο σχῆμα, τοὺς εἶπε: «Καλά σας εἶπαν, παιδιά μου. Γιατί, ἂν θέλει ὁ Θεός, αὔριο θὰ σᾶς ντύσουμε μὲ τὸ ἅγιο καὶ ἀγγελικὸ σχῆμα». Ὅταν εἶδαν οἱ ἀπονήρευτοι δοῦλοι τοῦ Χριστοῦ ὅτι τίποτα δὲν τοὺς λείπει ἀπὸ τὴ μοναχικὴ ἐνδυμασία, τοῦ λένε: «Πές μας, πάτερ, χρειαζόμαστε τίποτε ἄλλο γιὰ νὰ ντυθοῦμε ἐκεῖνο τὸ ἀγγελικὸ σχῆμα ποῦ λές;».

Τὴν προηγούμενη ἑβδομάδα, ποὺ ἦταν καὶ ἡ γιορτὴ τῆς Ὑψώσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, εἶχε δώσει ὁ ὅσιος σὲ κάποιο νέο ἀδελφό το ἅγιο σχῆμα καί, ἐπειδὴ δὲν εἶχαν ἀκόμη συμπληρωθεῖ ἑφτὰ ἡμέρες, τὸ φοροῦσε ἀκόμα, ὅπως συνηθιζόταν. Σ’ αὐτὸν παράγγειλε νὰ ἔρθει ἀμέσως καὶ νὰ σταθεῖ μπροστά τους. Ὅταν λοιπὸν ἦρθε καὶ τὸν εἶδαν καὶ οἱ δύο, ἔπεσαν ἀμέσως στὰ πόδια τοῦ ἀββᾶ καὶ τοῦ εἶπαν: «Σὲ παρακαλοῦμε, ἂν πρόκειται ἔτσι κι ἐμᾶς νὰ ντύσεις καὶ νὰ μᾶς δώσεις τέτοια τιμὴ καὶ δόξα, κάν’ τὸ τώρα, μήπως συμβεῖ, καθὼς εἴμαστε ἄνθρωποι, νὰ πεθάνουμε αὐτὴ τὴ νύχτα κι ἔτσι νὰ χάσουμε τόση δόξα καὶ χαρὰ καὶ μιὰ τέτοια συνοδεία κι ἕνα τέτοιο στεφάνι». Ὅταν ἄκουσε ὁ ἡγούμενος νὰ λένε ὅτι θὰ χάσουν τέτοια συνοδεία καὶ στεφάνι, κατάλαβε ὅτι εἶδαν κάποια ὀπτασία γύρω ἀπὸ αὐτὸν ποὺ φοροῦσε τὸ ἅγιο σχῆμα. Ἀπευθύνθηκε τότε σ’ αὐτὸν καὶ τοῦ εἶπε νὰ ἐπιστρέψει στὸ μέρος ποὺ ἦταν ἀφότου εἶχε ντυθεῖ τὸ ἅγιο σχῆμα.

Ὅταν ἔφυγε, λυπήθηκαν πολὺ οἱ δύο δοῦλοι τοῦ Χριστοῦ καὶ λένε στὸν ἡγούμενο: «Γιὰ τ’ ὄνομα τοῦ Θεοῦ, πάτερ, κᾶνε μας κι ἐμᾶς ὅπως ἐκεῖνον, γιατί σ’ ὅλο σου τὸ μοναστήρι δὲν ὑπάρχει ἄνθρωπος μὲ τόση τιμὴ ὅση ἐκεῖνος». Ρώτησε ὁ ἀββᾶς: «Ποιὰ τιμή;» Αὐτοὶ τοῦ ἀπάντησαν: «Ὁ Θεὸς εἶναι μάρτυράς μας, ποὺ μᾶς ἀξιώνει νὰ φορέσουμε αὐτὸ τὸ σχῆμα καὶ μᾶς κάνει μιὰ τέτοια τιμή, ὅτι θὰ εἴμαστε μακάριοι ἂν θὰ συνοδευόμαστε κι ἐμεῖς ἀπὸ τόσο πλῆθος μοναχῶν μὲ κεριὰ στὰ χέρια καὶ ἂν θὰ φορέσουμε τέτοιο λαμπρὸ στεφάνι στὸ κεφάλι μας». Νόμιζαν ὅτι καὶ ὁ ἡγούμενος ἔβλεπε τὰ ὅσα οἱ ἴδιοι ἔβλεπαν. Ἐκεῖνος ὅμως, ἐπειδὴ τὸ κατάλαβε, δὲν τοὺς εἶπε ὅτι τίποτα δὲν ἔβλεπε, ἀλλὰ σώπασε κατάπληκτος ἀπὸ τὴν πολλή τους ἁγνότητα καὶ καθαρότητα καὶ ἰδίως τοῦ Συμεών. Μόνο αὐτὸ τοὺς ἔλεγε χαριτωμένα ὁ μεγάλος αὐτὸς ἄνθρωπος: «Αὔριο θὰ ντύσουμε καὶ σᾶς μὲ τὴ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος». Ὅπως διαβεβαίωνε ὁ ὀσιότατος διάκονος, ὁ ἀψευδὴς Συμεὼν ἰσχυριζόταν ὅτι, ὅταν ἔλαβαν τὸ σχῆμα, ἔβλεπε ὁ ἕνας το πρόσωπο τοῦ ἄλλου τὴν νύχτα, ὅπως καὶ τὴν ἡμέρα, καὶ ἀκόμη ἔβλεπε ὁ ἕνας στὸ κεφάλι τοῦ ἄλλου στεφάνι, ὅπως ἐκεῖνο ποὺ φοροῦσε ὁ μοναχὸς ποὺ εἶδαν προηγουμένως. «Σὲ τόσο μεγάλη χαρά, ἔλεγε, βρισκόταν ἡ ψυχή μας, ποὺ δὲν θέλαμε εὔκολα οὔτε νὰ φᾶμε οὔτε νὰ πιοῦμε».

IV Ἀναχώρηση ἀπὸ τὴ Μονὴ

Μετὰ δυὸ μέρες ἀφότου πῆραν τὸ ἅγιο σχῆμα, βλέπουν αὐτὸν ποὺ τὸ εἶχε πάρει πρὶν ἀπὸ ἑφτὰ ἡμέρες καὶ ποὺ εἶχε τὸ στεφάνι καὶ τὴ συνοδεία, νὰ φοράει ἕνα φθαρμένο ράσο καὶ νὰ κάνει τὸ διακόνημά του, χωρὶς νὰ ἔχει πιὰ οὔτε τὸ στεφάνι οὔτε τοὺς μοναχοὺς μὲ τὰ κεριὰ ποὺ τὸν συνόδευαν, καὶ ἀπόρησαν. Λέει τότε ὁ Συμεὼν στὸν Ἰωάννη: «Πίστεψε μέ, ἀδελφέ μου, κι ἐμεῖς, ὅταν περάσουν ἑφτὰ μέρες, δὲν θὰ ἔχουμε αὐτὴν τὴν εὐπρέπεια καὶ τὴ χάρη». Λέει ὁ Ἰωάννης: «Καὶ τί θέλεις νὰ γίνει, ἀδελφέ μου;» Τοῦ λέει πάλι ὁ Συμεών: «Ἄκουσε μέ. Ὅπως ἐγκαταλείψαμε καὶ ἀπομακρυνθήκαμε ἀπὸ τὰ κοσμικά, ἔτσι νὰ ἀπομακρυνθοῦμε ἀπὸ ὁποιαδήποτε ἄλλη ὕπαρξη. Γιατί ἄλλη ζωὴ καὶ παράξενα πράγματα ἀντιλαμβάνομαι καὶ βλέπω σ’ αὐτὸ τὸ σχῆμα. Ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ μᾶς ἕντυσε μ’ αὐτό, καίγονται τὰ σωθικά μου, χωρὶς νὰ ξέρω ἀπὸ τί, καὶ ἡ ψυχή μου ποθεῖ νὰ μὴ δεῖ κανένα, οὔτε νὰ μιλήσει ἢ νὰ ἀκούσει κανένα». Τοῦ ἀποκρίνεται ὁ Ἰωάννης: «Καὶ τί θὰ τρῶμε ἀδελφέ μου;» Τοῦ λέει ὁ Συμεών: «Ὅ,τι τρῶνε οἱ λεγόμενοι βοσκοί*, γιὰ τοὺς ὁποίους μᾶς μίλησε χθὲς ὁ Νίκων. Ἴσως ἐπειδὴ ἤθελε νὰ κάνουμε κι ἐμεῖς τὴν ἴδια ζωή, μᾶς διηγήθηκε πὼς ζοῦν, πὼς κοιμοῦνται καὶ ὅλα τα σχετικὰ μ’ αὐτούς». «Καὶ πῶς μπορεῖ νὰ γίνει αὐτό, ἀφοῦ οὔτε νὰ ψάλλουμε οὔτε τὴ μοναχικὴ τάξη γνωρίζουμε;» ρώτησε ὁ Ἰωάννης. Τότε ὁ Θεὸς πλημμύρισε μὲ τὴ χάρη Τοῦ τὴν καρδιὰ τοῦ ἀββᾶ Συμεών, ποὺ εἶπε: «Αὐτὸς ποὺ ἔσωσε αὐτοὺς ποὺ ἔζησαν σύμφωνα μὲ τὸ θέλημά Του, πρὶν ἀπὸ τὸν Δαυίδ, Αὐτὸς θὰ σώσει κι ἐμᾶς. Κι ἂν φανοῦμε ἄξιοι, θὰ διδάξει κι ἐμᾶς, ὅπως δίδαξε καὶ τὸ Δαυὶδ τότε, ποὺ ἦταν μὲ τὰ πρόβατα στὴν ἔρημο. Μὴ θελήσεις λοιπόν, ἀδελφέ, νὰ μοῦ ἀνακόψεις τὴν προθυμία. Ἀφοῦ πήραμε τὴν ἀπόφαση νὰ ζήσουμε σύμφωνα μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο, ἃς μὴ δείξουμε ἀμέλεια». Εἶπε τότε ὁ Ἰωάννης: «Ἃς κάνουμε ὅπως θέλεις. Πῶς ὅμως θὰ μπορέσουμε νὰ βγοῦμε, ἀφοῦ ἡ πύλη κλείνει τὴ νύχτα;» Τοῦ ἀπαντάει ὁ Συμεών: «Αὐτὸς ποὺ μᾶς ἄνοιξε τὴ μέρα, Αὐτὸς θὰ μᾶς ἀνοίξει καὶ τὴ νύχτα».

Ὅταν πῆραν τὴν ἀπόφαση, μόλις ἔπεσε ἡ νύχτα, ὁ ἡγούμενος βλέπει στὸν ὕπνο τοῦ κάποιον νὰ ἀνοίγει τὴν πύλη τοῦ μοναστηριοῦ καὶ νὰ λέει: «Βγῆτε ἔξω νὰ βοσκήσετε, πρόβατα ποὺ ἔχετε τὴ σφραγίδα τοῦ Χριστοῦ». Ἀμέσως ξύπνησε, κατεβαίνει στὴν πύλη, τὴν βρίσκει ἀνοιχτή, καὶ ἐπειδὴ νόμισε ὅτι βγῆκαν ἀπὸ ἐκεῖ, κάθησε στεναχωρημένος, ἀναστενάζοντας καὶ λέγοντας: «Δὲν ἀξιώθηκα ἐγὼ ὁ ἁμαρτωλὸς νὰ πάρω τὴν εὐχὴ τῶν πατέρων μου. Πραγματικά, αὐτοὶ ἦταν πατέρες μου καὶ δεσπότες καὶ δάσκαλοι καὶ γι’ αὐτὸ ἔχασα τὶς συμβουλές τους. Ἀλλοίμονο, πόσοι πολύτιμοι λίθοι, ὅπως λέει ἡ Γραφὴ (Ζάχ. 9, 16), κυλᾶνε στὴ γῆ χωρὶς νὰ τὸ καταλαβαίνουμε, καὶ πολλοί τους βλέπουν, λίγοι ὅμως τοὺς ἀντιλαμβάνονται». Καθὼς σκεφτόταν αὐτὰ στεναχωρημένος, ἐμφανίζονται οἱ νυμφίοι οἱ καθαροί του Χριστοῦ, ποὺ ἑτοιμάζονταν νὰ βγοῦν. Μπροστὰ ἀπ’ αὐτοὺς ἔβλεπε ὁ καθαρότατος ἡγούμενος Νίκων μερικοὺς εὐνούχους νὰ κρατοῦν λαμπάδες καὶ ἄλλους νὰ κρατοῦν σκῆπτρα στὸ ἕνα χέρι. Μόλις τοὺς εἶδε, γέμισε χαρά, ἐπειδὴ θὰ ἐκπληρωνόταν ἡ ἐπιθυμία του. Οἱ μακάριοι τὸν εἶδαν καὶ ἔκαναν νὰ γυρίσουν πίσω, ἐπειδὴ δὲν κατάλαβαν ὅτι ἦταν ὁ ἡγούμενος. Ἔτρεξε ὅμως ὁ ὅσιος Νίκων καὶ τοὺς κάλεσε κοντά του. Ὅταν κατάλαβαν ὅτι ἦταν ὁ ἡγούμενος, χάρηκαν κι αὐτοὶ πολύ, καὶ μάλιστα ὅταν εἶδαν ὅτι ἡ πύλη ἦταν ἀνοιχτή. Κατάλαβαν ὅτι ὁ Θεὸς τοῦ τὸ ἀποκάλυψε κι αὐτό. Θέλησαν τότε νὰ τοῦ βάλουν μετάνοια. Αὐτὸς ὅμως τοὺς ἐμπόδισε λέγοντας ὅτι δὲν μποροῦσαν νὰ κάνουν κάτι τέτοιο, ἐξαιτίας τοῦ ἀγγελικοῦ σχήματος ποὺ φοροῦσαν.

Τοῦ εἶπαν λοιπὸν ἀμέσως: «Σ’ εὐχαριστοῦμε, πάτερ, καὶ δὲν ξέρουμε τί νὰ προσφέρουμε στὸ Θεὸ καὶ σὲ σένα. Ποιὸς περίμενε ὅτι ἐμεῖς θὰ ἀξιωθοῦμε τέτοιων δωρεῶν; Ποιὸς βασιλιὰς θὰ μποροῦσε νὰ μᾶς τιμήσει μὲ τέτοιο ἀξίωμα; Ποιοὶ ἐπίγειοι θησαυροὶ τόσο ξαφνικὰ θὰ μποροῦσαν νὰ μᾶς κάνουν πλούσιους; Ποιὰ λουτρὰ θὰ μποροῦσαν νὰ καθαρίσουν ἔτσι τὴν ψυχή μας; Ποιοὶ γονεῖς θὰ μποροῦσαν ἔτσι νὰ μᾶς ἀγαπήσουν καὶ νὰ μᾶς σώσουν; Ποιὰ δῶρα θὰ μποροῦσαν νὰ μᾶς δώσουν τὴν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν μᾶς τόσο σύντομα, ὅπως τὸ ἔκανες ἐσύ, τίμιε πάτερ, ποὺ ἀντὶ ὅλων των προγόνων μας καὶ τῶν γονέων μας, ἐσὺ εἶσαι μετὰ τὸ Χριστὸ πατέρας μας καὶ μητέρα μας; Ἐσὺ εἶσαι ὁ κύριός μας, ἐσὺ εἶσαι ποὺ μᾶς καταρτισες, ἐσὺ μᾶς πῆρες ἀπὸ τὸ χέρι, ἐσὺ μᾶς καθοδήγησες, ἐσὺ εἶσαι ὅσα ἡ γλώσσα δὲν μπορεῖ νὰ ἐκφράσει. Χάρη σὲ σένα βρήκαμε τὸν ἀσφαλῆ αὐτὸ θησαυρό, χάρη σὲ σένα ἀποκτήσαμε τὸ πολύτιμο μαργαριτάρι, μάθαμε μὲ ἀκρίβεια τὴ δύναμη τοῦ βαπτίσματος γιὰ τὸ ὁποῖο μᾶς μιλοῦσαν οἱ ὅσιοι πατέρες, γνωρίσαμε πραγματικὰ τὴν πλήρη καταστροφὴ τῶν ἁμαρτιῶν μας ἀπὸ τὴ φωτιὰ ποὺ πυρπολεῖ τὶς καρδιές μας, μολονότι δὲν τὴν ἀντέχουμε ἔτσι ποὺ κατακαίει τὸ εἶναι μας. Ζητᾶμε ἀπὸ σένα, μακάριε πάτερ, νὰ κάνεις μιὰ ἐκτεταμένη εὐχὴ καὶ νὰ ἀπολύσεις τοὺς δούλους σου γιὰ νὰ ὑπηρετήσουμε ὁλόψυχα καὶ ἀληθινά το Θεό, στὸν Ὁποῖο ἀφιερώσαμε τοὺς ἑαυτούς μας! Σὲ ἱκετεύουμε, ποτὲ νὰ μὴ λησμονήσεις τὰ ἄθλια παιδιά σου, ὅταν σηκώνεις τὰ τίμια χέρια σου γιὰ προσευχή. Ναί, ναί, σὲ παρακαλοῦν οἱ ξένοι, ὅσιε, νὰ θυμᾶσαι τὴν ὀρφάνια τους». Ἔχοντας ἀγκαλιάσει τὰ γόνατα τοῦ ὁσίου, ἔλεγαν πάλι: «Θυμήσου, πάτερ, τὰ ταπεινά σου πρόβατα, ποὺ τὰ θυσίασες στὸ Θεό. Θυμήσου τὰ ξένα φυτά, ποὺ ἔτρεξες νὰ τὰ φυτέψεις στὸν ὄμορφο κῆπο τοῦ Παραδείσου. Μὴ λησμονεῖς τοὺς ὀκνηροὺς ἐργάτες, ποὺ μίσθωσες τὴν ἑνδέκατη ὥρα στὸν ἀμπελώνα τοῦ Χριστοῦ (Ματθ. 20, 6-7)». Ἀποροῦσε καὶ θαύμαζε ὁ ποιμένας βλέποντας αὐτοὺς ποὺ πρὶν δύο μέρες ἦταν κοσμικοὶ νὰ ἔχουν ἀποκτήσει ἔτσι ξαφνικὰ τόση σοφία μὲ τὸ νὰ περιβληθοῦν τὸ ἅγιο σχῆμα.

Ἀφοῦ ἔκλαψαν γιὰ ἀρκετὴ ὥρα καὶ οἱ δυό, γονάτισε ὁ ὅσιος Νίκων καὶ ἀφοῦ τοποθέτησε τὸ Συμεὼν στὰ δεξιά του καὶ τὸν Ἰωάννη στὰ ἀριστερά του, σηκώθηκε καὶ ὑψώνοντας τὰ χέρια στὸν οὐρανὸ εἶπε: «Θεὲ δίκαιε καὶ πανύμνητε, Θεὲ μεγάλε καὶ παντοδύναμε, Θεὲ προαιώνιε, ἄκουσε αὐτὴν τὴν ὥρα ἕναν ἁμαρτωλό. Εἰσάκουσε μέ, Θεέ μου, εἰσάκουσε μὲ δείχνοντας τὴ δύναμή Σου χωρὶς νὰ λάβεις ὑπόψη Σου, κατὰ τὴ διάρκεια αὐτῆς τῆς προσευχῆς, τὶς συνεχεῖς παρακοὲς τῆς δικῆς μου ἀδυναμίας. Ἄκουσε μέ, ἄκουσε μέ, Κύριε, κάνοντας πύρινη τὴν προσευχή μου ὅπως καὶ τότε τὴν προσευχὴ τοῦ προφήτη Σου (Γ΄ Βασ. 18, 36-37). Ναί, Θεὲ τῶν ἁγίων δυνάμεων, ναὶ Δημιουργέ των ἀσωμάτων, ναί, Ἐσὺ ποὺ εἶπες: “Ζητᾶτε καὶ θὰ λάβετε” (Ἰω. 16, 24), μὴ μὲ ἀποστραφεῖς ἐπειδὴ ἔχω ἀκάθαρτα χείλη καὶ εἶμαι δεμένος μὲ ἁμαρτίες. Ἄκουσε μέ, Ἐσὺ ποὺ ὑποσχέθηκες νὰ ἀκοῦς αὐτοὺς ποὺ σὲ παρακαλοῦν εἰλικρινὰ΄ καὶ ὁδήγησε τὰ βήματα καὶ τὰ πόδια τῶν δούλων Σου σὲ εἰρηνικὸ δρόμο. Δεῖξε συμπάθεια γιὰ τὰ ἄκακα παιδιά Σου ποὺ βρίσκονται στὰ ξένα, Ἐσὺ ποὺ εἶπες: “Νὰ γίνετε ἄκακοι ὅπως τὰ περιστέρια” (Ματθ. 10, 16). Φώναξα πρὸς Ἐσένα μ’ ὅλη μου τὴν καρδιὰ΄ Θεέ μου, Θεέ μου, ἄκουσε μέ, ἡ ἐλπίδα ὅλης της γῆς καὶ αὐτῶν ποὺ βρίσκονται στὰ μακρινὰ ξένα (Ψάλμ. 64, 6). Διῶξε τὰ ἀκάθαρτα πνεύματα μακριὰ ἀπὸ τὰ παιδιά Σου. Πάρε ὅπλο καὶ ἀσπίδα καὶ σήκω νὰ τοὺς βοηθήσεις. Βγάλε τὸ σπαθί Σου καὶ ἀπομάκρυνε αὐτοὺς ποὺ τοὺς καταδιώκουν. Πές, Κύριε, Κύριε, στὴν ψυχή τους: “Ἐγὼ εἶμαι ἡ σωτηρία σου” (Ψάλμ. 34, 2-3). Ἃς ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ τὴ διάνοιά τους κάθε πνεῦμα δειλίας, ἀκηδίας, ὑπερηφάνειας καὶ ὁποιασδήποτε κακίας καὶ ἃς σβηστεῖ ἀπὸ αὐτοὺς κάθε πύρωση καὶ κάθε παρόρμηση, ποὺ προέρχεται ἀπὸ διαβολικὴ ἐνέργεια. Ἃς φωτιστεῖ τὸ σῶμα τους καὶ ἡ ψυχή τους καὶ τὸ πνεῦμα τους μὲ τὸ φῶς τῆς γνώσεώς Σου, ὥστε, ἀφοῦ φτάσουν στὴν ἑνότητα τῆς πίστεως καὶ στὴν ἐπίγνωση τῆς Ἁγίας καὶ Προσκυνητὴς Τριάδας καὶ γίνουν ἄνδρες τέλειοι σὲ πνευματικὴ ὡριμότητα (Ἐφεσ. 4, 13), νὰ δοξάζουν μαζὶ μὲ τοὺς ἀγγέλους καὶ μὲ ὅλους αὐτοὺς ποὺ σὲ εὐαρέστησαν, Θεέ μου, τὸ παντιμο καὶ ἀγαθὸ ὄνομά Σου, τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἀμήν. Χάρισέ τους ἀκόμη μαζὶ μὲ ὅλα τα ἀγαθά, Κύριε, νὰ ἔχουν πάντα στὴν καρδιὰ τοὺς τὰ λόγια αὐτῆς τῆς οἰκτρῆς καὶ ἀνάξιας ἱκεσίας μου, γιὰ νὰ δοξολογοῦν καὶ νὰ ὑμνολογοῦν τὴν ἀγαθότητά Σου».

Τοὺς ἔλεγε ἀκόμη μὲ πολλὰ δάκρυα: «Ὁ Θεός, ποὺ Τὸν διαλέξατε, καλά μου παιδιά, καὶ στὸν Ὁποῖο προστρέξατε, Αὐτὸς θὰ στείλει τὸν ἄγγελό Του μπροστά σας καὶ θὰ προετοιμάσει τὸν δρόμο γιὰ νὰ βαδίσουν τὰ πόδια σᾶς (Μάρκ. 1, 2),. Ὁ ἄγγελος, ὅπως λέει ὁ μεγάλος Ἰακώβ, ποὺ μὲ σώζει ἀπὸ ὅλες τὶς ἐχθρικὲς δυνάμεις (Γέν. 48, 16), αὐτὸς θὰ προηγεῖται στὸ δρόμο σας. Αὐτὸς ποὺ φύλαξε τὸν προφήτη Του ἀπὸ τὸ στόμα τῶν λιονταριῶν (Δᾶν. 6, 2), Αὐτὸς θὰ σᾶς προστατέψει ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ λιονταριοῦ διαβόλου. Ὁ Θεὸς ποὺ σᾶς διάλεξε, Αὐτὸς θὰ φυλάξει ἀμώμητη τὴ θυσία μου». Ἀφοῦ αὐτὰ κι ἀκόμα περισσότερά τους εὐχήθηκε ὁ θεοφόρος, ἔπεσε στὸ λαιμό τους καὶ ἔλεγε: «Σῶσε, Θεέ μου, σῶσε αὐτοὺς ποὺ ἀγάπησαν μ’ ὅλη τους τὴν καρδιὰ τὸ ὄνομά Σου. Δὲν εἶσαι ἄδικος, Κύριε, γιὰ νὰ ἀδιαφορήσεις καὶ νὰ ἐγκαταλείψεις αὐτοὺς ποὺ ἐγκατέλειψαν τὰ μάταια πράγματα τῆς ζωῆς». Ὕστερα συνέχισε πρὸς αὐτούς: «Προσέχετε, παιδιά μου. Ξεκινήσατε πόλεμο φοβερὸ καὶ ἀόρατο. Ἀλλὰ μὴ φοβάστε, γιατί ἔχει τὴ δύναμη ὁ Θεὸς νὰ μὴν ἐπιτρέψει νὰ ὑποστεῖτε πειρασμὸ μεγαλύτερο ἀπ’ αὐτὸν ποὺ μπορεῖτε νὰ σηκώσετε (Α΄ Κορ. 10, 13). Ἀγωνιστεῖτε, παιδιά μου, νὰ μὴ νικηθεῖτε ἀπ’ αὐτόν, ἀλλὰ δειχθεῖτε γενναῖοι ἔχοντας σὰν ὅπλο ἐναντίον τοῦ τὸ ἅγιο σχῆμα. Νὰ θυμάστε Αὐτὸν ποὺ εἶπε: “Κανεὶς ποὺ ἀρχίζει νὰ ὀργώνει καὶ κοιτάζει πρὸς τὰ πίσω δὲν εἶναι κατάλληλος γιὰ τὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν” (Λουκ. 9, 62),  καὶ ἀκόμα εἶπε γιὰ τὴν οἰκοδόμηση τοῦ πύργου (Λουκ. 14, 28-30)΄ προσέξτε τώρα ποὺ ἀρχίσατε αὐτὴν τὴν τέλεια καὶ ὑψηλὴ οἰκοδομὴ καὶ πολιτεία μήπως δείξετε ἀμέλεια καὶ πραγματοποιηθεῖ σὲ σᾶς τὸ: “ἄρχισαν νὰ οἰκοδομοῦν καὶ δὲν εἶχαν δύναμη καὶ προθυμία γιὰ νὰ τελειώσουν αὐτὸ ποὺ θεμελίωσαν”. Πάρτε τὰ μέτρα σας, παιδιά μου, ὁ πόλεμος εἶναι μικρός, ἀλλὰ μεγάλο το στεφάνι, ὁ κόπος εἶναι πρόσκαιρος, ἀλλὰ ἡ ἀνάπαυση αἰώνια».

Πέρασε ὅμως ἡ ὥρα καὶ ἄρχισε νὰ χτυπάει τὸ σήμαντρο. Καθὼς ἑτοιμάζονταν νὰ περάσουν τὴν πύλη, πῆρε ὁ Συμεὼν τὸν ἡγούμενο ἰδιαιτέρως καὶ τοῦ εἶπε: «Προσευχήσου, πάτερ στὸ Θεὸ γιὰ νὰ βγάλει ἀπὸ τὸ μυαλὸ τοῦ ἀδελφοῦ μου Ἰωάννη τὴ θύμηση τῆς γυναίκας του, μήπως παρασυρθεῖ ἀπὸ τὸν πονηρὸ καὶ μ’ ἀφήσει καὶ ἔτσι χαθῶ ἀπὸ τὴ λύπη μου γι’ αὐτόν, ποὺ θὰ τὸν χάσω καὶ θὰ τὸν ἀποχωριστῶ. Προσευχήσου, σὲ παρακαλῶ γιὰ τὸ Θεό, νὰ παρηγορήσει ὁ Θεὸς καὶ τοὺς γονεῖς του, γιὰ νὰ μὴν ἀγωνιοῦν γι’ αὐτόν». Ἐπειδὴ ὁ γέροντας ἀπόρησε γιὰ τὴ στοργὴ ποὺ ἔχει γιὰ τὸν ἀδελφό του, δὲν ἀπάντησε τίποτα. Ὅμως, κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο, τὸν πῆρε ἰδιαιτέρως ὁ ἀββᾶς Ἰωάννης καὶ τὸν παρακαλοῦσε: «Γιὰ τ’ ὄνομα τοῦ Θεοῦ, πάτερ, μὴ ξεχνᾶς στὶς προσευχές σου τὸν ἀδελφό μου, γιὰ νὰ μὴ μὲ ἐγκαταλείψει ἀπὸ ἀγάπη γιὰ τὴ μητέρα του, καὶ μοῦ συμβεῖ νὰ ναυαγήσω, ἐνῶ βρίσκομαι μέσα στὸ λιμάνι». Ὅπως εἴπαμε, ἔμεινε ἔκπληκτος κι ἀπὸ τοὺς δύο γιὰ τὴν ἀγάπη ποὺ εἶχαν μεταξύ τους καὶ τοὺς λέει: «Πηγαίνετε, παιδιά μου, καὶ σᾶς ἀναγγέλλω ὅτι Αὐτὸς ποὺ σᾶς ἄνοιξε ἐδῶ, Αὐτὸς ἤδη σᾶς ἔχει ἀνοίξει καὶ τὰ ἐκεῖ». Ἀφοῦ τοὺς σταύρωσε τὰ μέτωπα καὶ τὰ στήθη καὶ ὁλόκληρό το σῶμα, τοὺς ἄφησε νὰ φύγουν μὲ εἰρήνη.

  Στὴν ἔρημο

 Ὅταν λοιπὸν βγῆκαν ἔξω ἀπὸ τὸ μοναστήρι, ἔλεγαν: «Θεὲ τοῦ μεγάλου Σου δούλου, ὁδήγησέ μας ποὺ εἴμαστε ξένοι καὶ ἀβοήθητοι, γιατί δὲν γνωρίζουμε οὔτε τὸν τόπο οὔτε τὴν περιοχή, ἀλλὰ καθὼς ἐρχόμαστε κοντά Σου παραδώσαμε τοὺς ἑαυτούς μας γιὰ νὰ πεθάνουμε στὸ πέλαγος αὐτῆς τῆς ἐρήμου». Λέει ὁ Ἰωάννης στὸν Συμεών: «Τί γίνεται τώρα; Ποῦ θὰ πᾶμε;». Τοῦ ἀπάντησε ἐκεῖνος: «Ἃς πᾶμε πρὸς τὰ δεξιά, γιατί ὅλα ὅσα βρίσκονται πρὸς τὰ δεξιὰ εἶναι καλά». Προχωρώντας ἔφτασαν στὴ Νεκρὰ θάλασσα, στὸν τόπο ποὺ ὀνομάζεται Ἀρνωνᾶς. Ἔτσι οἰκονόμησε τὰ πράγματα ὁ Θεός, ποὺ ποτὲ δὲν ἐγκαταλείπει αὐτοὺς ποὺ πιστεύουν ὁλόψυχα σ’ Αὐτόν, ὥστε βρῆκαν ἕνα μέρος, ὅπου κατοικοῦσε κάποιος γέροντας ποὺ εἶχε κοιμηθεῖ πρὶν ἀπὸ λίγες μέρες. Σ’ αὐτὸ τὸ μέρος ὑπῆρχαν μερικὰ μικρὰ σκεύη καὶ τρυφερὰ χόρτα, ὥστε νὰ μποροῦν νὰ τραφοῦν΄ ἀπὸ αὐτὰ ἔτρωγε καὶ ὁ γέροντας ποὺ ἦταν θαμμένος ἐκεῖ. Μόλις εἶδαν τὸν τόπο οἱ ἀοίδιμοι, εὐχαριστήθηκαν τόσο πολύ, σὰν νὰ βρῆκαν θησαυρό. Κατάλαβαν ὅτι ἑτοιμάστηκε καὶ στάλθηκε γι’ αὐτοὺς ἀπὸ τὸν Θεό. Ἔτσι ἄρχισαν νὰ Τὸν εὐχαριστοῦν, ὅπως ἐπίσης καὶ τὸν μεγάλο γέροντα Νίκωνα. Ἔλεγαν: «Πίστεψε μέ, μᾶς ἦρθαν ὅλα καλὰ μὲ τὴ βοήθεια τῶν εὐχῶν ἐκείνου».

Ὅταν πέρασαν λίγες μέρες, μὴ μπορώντας νὰ ὑποφέρει τὴν ἀρετὴ τῶν δούλων τοῦ Χριστοῦ ὁ ἐχθρός των ψυχῶν μας, ὁ διάβολος, ἄρχισε νὰ τοὺς πολεμάει, τὸν Ἰωάννη μὲ τὴν θύμηση τῆς γυναίκας του καὶ τὸ Συμεὼν μὲ τὴν μεγάλη του ἀγάπη γιὰ τὴ μητέρα του. Μόλις καταλάβαινε ὁ ἕνας ἀπὸ τοὺς δύο ὅτι στενοχωριόταν, ἀμέσως ἔλεγε στὸν ἄλλο: «Ἀδελφέ, σήκω νὰ προσευχηθοῦμε». Ἔλεγαν τὴν προσευχὴ τοῦ μεγάλου γέροντα, ποὺ ἔμαθαν ἀμέσως ἀπέξω καὶ οἱ δυὸ μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, γιατί ὁ γέροντας προσευχήθηκε λέγοντας: «Τύπωσε, Κύριε, στὴν καρδιὰ τοὺς τὰ λόγια αὐτῆς τῆς προσευχῆς». Αὐτὴ τὴν προσευχὴ ἔλεγαν πάντοτε σὲ περίπτωση πειρασμοῦ καὶ κάθε φορᾶ ποὺ ζητοῦσαν κάτι ἀπὸ τὸ Θεό. Μερικὲς φορές, ὅπως μᾶς ἔλεγε ὁ θεοφόρος Σαλός, ὁ διάβολος τοὺς πύρωνε, σὰν νὰ ἔτρωγαν κρέας καὶ νὰ ἔπιναν κρασί. Ἄλλοτε πάλι προσπαθοῦσε νὰ τοὺς προκαλέσει δειλία καὶ ἀκηδία γιὰ τὴν ἄσκηση, ὥστε μερικὲς φορὲς νὰ θέλουν νὰ ἐπιστρέψουν ἀπὸ τὴν ἔρημο στὸ μοναστήρι. Ἐπίσης ἄλλες φορὲς στὸν ὕπνο, ἄλλες φορὲς μὲ τὴ φαντασία, τοὺς ἔκανε ὁ διάβολος νὰ βλέπουν τοὺς δικούς τους, ἄλλους νὰ κλαῖνε καὶ ἄλλους νὰ ἔχουν τρελαθεῖ΄ καὶ ἄλλα πολλὰ ἔβλεπαν ποὺ εἶναι ἀδύνατο νὰ τὰ διηγηθεῖ κανένας, ἂν δὲν ἔχει πείρα ἀπὸ αὐτοῦ του εἴδους τοὺς πειρασμούς. Ὅσες φορὲς ὅμως ἔφερναν στὸ μυαλὸ τοὺς τὸ στεφάνι, ποὺ εἶδε ὁ ἕνας νὰ βρίσκεται στὸ κεφάλι τοῦ ἄλλου, ὅπως καὶ τὴ διδασκαλία καὶ τὰ δάκρυα τοῦ γέροντα, σὰν ἀπὸ λάδι ἁγιασμένο καταπραΰνονταν καὶ παρηγοριόταν ἡ καρδιά τους.

Μερικὲς φορὲς ἐμφανιζόταν στ’ ὄνειρό τους καὶ ὁ ὅσιος Νίκων, ἄλλοτε νουθετώντας τους, ἄλλοτε προσευχόμενος γι’ αὐτούς, μερικὲς φορὲς μάλιστα διδάσκοντας τοὺς ψαλμοὺς΄ καὶ τότε ξυπνοῦσαν προσπαθώντας νὰ μάθουν ἀπέξω ὅσα διδάσκονταν στὸν ὕπνο τους καὶ χαίρονταν πάρα πολὺ γι’ αὐτό. Ἤξεραν ὅτι ἐνδιαφέρεται πολὺ γι’ αὐτούς, καὶ τὸ ἀντιλαμβάνονταν ἀπὸ αὐτὰ τὰ γεγονότα. Πρὶν λοιπὸν νὰ ζητήσουν ὀ,τιδήποτε ἀπὸ τὸ Θεό, προσευχήθηκαν καὶ οἱ δυὸ γιὰ τὸ ἑξῆς πράγμα: ὁ Συμεών, νὰ παρηγορηθεῖ καὶ νὰ σιγουρευτεῖ ἡ καρδιὰ τῆς μητέρας τοῦ΄ ὁ Ἰωάννης, νὰ πάρει ὁ Θεὸς κοντά Του τὴ γυναίκα του, ὥστε νὰ πάψει νὰ τὴ σκέφτεται. Ὁ Θεὸς ποὺ εἶπε ὅτι θὰ πραγματοποιήσει τὸ θέλημα αὐτῶν ποὺ Τὸν φοβοῦνται (Ψάλμ. 144, 19), τοὺς ἄκουσε΄ καὶ ἀφοῦ πέρασαν δυὸ χρόνια, ὁ ὅσιος Συμεὼν πληροφορήθηκε ἀπ’ τὸ Θεὸ ὅτι ἡ μητέρα του δὲν λυπᾶται πιὰ γι’ αὐτὸν καὶ ὅτι τὴ νύχτα παρουσιάζεται σ’ αὐτήν, τὴν παρηγορεῖ καὶ τῆς λέει στὴ Συριακὴ διάλεκτο: “λὰ δέχρε λὶχ ἔμ”, ποὺ σημαίνει: «”Μὴ λυπᾶσαι μητέρα”, γιατί κι ἐγὼ καὶ ὁ Ἰωάννης εἴμαστε καλὰ καὶ ὑπηρετοῦμε στὸ παλάτι τοῦ βασιλιὰ καὶ φορᾶμε στεφάνια, ποὺ μᾶς ἔδωσε ὁ βασιλιάς, καὶ πολὺ ὄμορφες στολές. Παρηγόρησε ὅμως καὶ τοὺς γονεῖς τοῦ ἀδελφοῦ Ἰωάννη, γιατί ὑπηρετεῖ κι αὐτὸς μαζί μου. Λοιπόν, μὴ λυπάστε καθόλου». Ὅμως καὶ ὁ ἀββᾶς Ἰωάννης εἶδε κάποιον λευκοντυμένο νὰ τοῦ λέει: «Οἰκονόμησα, ὥστε ὁ πατέρας σου νὰ μὴ λυπᾶται΄ καὶ τὴ γυναίκα σου σὲ λίγο θὰ τὴν πάρω μαζί μου».

Διηγήθηκαν ὁ ἕνας στὸν ἄλλον αὐτὰ ποὺ εἶδαν καὶ χάρηκαν καὶ εὐφράνθηκε ἡ καρδιά τους. Ἀφοῦ ὁ Θεὸς τοὺς ἀπάλλαξε ἀπὸ τὸν λογισμὸ τῶν γονέων τους, ἀμέσως ἄρχισαν νὰ ζοῦν χωρὶς φροντίδα, χωρὶς νὰ λυποῦνται καθόλου γι’ αὐτοὺς καὶ χωρὶς νὰ αἰσθάνονται κόπο ἢ ὀκνηρία συνέχισαν τὸν δρόμο τῆς ἀσκήσεως νύχτα καὶ μέρα, μὴν ἔχοντας ἄλλη ἀσχολία παρὰ μόνο τὸν “ἀπερίσπαστο περισπασμὸ” καὶ τὴν “ἀμέριμνη μέριμνα”, ἐννοῶ βέβαια τὴν ἀδιάλειπτη προσευχή. Σ’ αὐτὴ σύντομα προόδευσαν οἱ ἄοκνοι ἐργάτες, ὥστε σὲ λίγα χρόνια ἀξιώθηκαν θείων δράσεων, πληροφοριῶν καὶ θαυμάτων.

Πέρασε πάλι λίγος καιρὸς καὶ ὁ ἕνας ἡσύχαζε σὲ ἀπόσταση “λίθου βολῆς” ἀπὸ τὸν ἄλλο. Εἶχαν συμφωνήσει μεταξύ τους τὸ ἕξης: νὰ ἀναχωροῦν καὶ νὰ ζοῦν χωριστὰ ὅποτε ἤθελε ὁ καθένας νὰ προσεύχεται μόνος του΄ ὅταν ὅμως συμβεῖ νὰ παρουσιαστοὺν λογισμοὶ ἢ ἀκηδία, νὰ ἔρχεται ὁ ἕνας πρὸς τὸν ἄλλον καὶ ἀπὸ κοινοῦ νὰ προσεύχονται στὸν Θεὸ γιὰ νὰ ἀπαλλαγοῦν ἀπ’ τὸν πειρασμό. Μιὰ μέρα λοιπόν, ἐνῶ καθόταν ὁ Συμεὼν στὸ μέρος ποὺ συνήθιζε, ἔρχεται σὲ ἔκσταση καὶ βλέπει τὸν ἑαυτό του σὰν νὰ βρισκόταν στὴν Ἔδεσα (ἀπὸ ἐκεῖ ἦταν ἡ καταγωγὴ τοῦ) κοντὰ στὴν ἄρρωστη μητέρα του καὶ νὰ τῆς λέει στὰ Συριακά: «Πῶς εἶσαι μητέρα;» Ἐκείνη ἀπάντησε: «Καλά, παιδί μου». Τῆς λέει πάλι: «Πήγαινε κοντὰ στὸ Βασιλιά. Μὴ φοβᾶσαι, γιατί Τὸν παρακάλεσα καὶ σοῦ ἑτοίμασε καλὸ μέρος, καὶ ὅταν θέλει, θὰ ἔρθω κι ἐγὼ κοντά σου».

Ἀφοῦ συνῆλθε, κατάλαβε ὅτι ἐκείνη τὴν ὥρα κοιμήθηκε ἡ μητέρα του. Τρέχει γρήγορα στὸν ἀδελφό του Ἰωάννη καὶ τοῦ λέει: «Σήκω, ἀδελφέ, νὰ προσευχηθοῦμε». Ἐπειδὴ ἐκεῖνος ταράχτηκε (νόμισε ὅτι εἶχε κάποιο πειρασμό), τοῦ λέει ὁ Συμεών: «Μὴ ταράζεσαι, ἀδελφέ, δὲν ἔχω τίποτα κακὸ μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ». Τοῦ λέει πάλι ὁ Ἰωάννης: «Τότε γιὰ ποιὸ λόγο ἔκανες τόσο δρόμο, πάτερ Συμεών;» Τὸν ἀποκάλεσε ἔτσι γιατί τὸν τιμοῦσε καὶ τὸν σεβόταν πάρα πολύ, ὅπως κι ἐκεῖνος σεβόταν τὸν Ἰωάννη. Τότε τὰ μάτια τοῦ γέμισαν δάκρυα ποὺ ἔτρεχαν σὰν μαργαριτάρια πάνω στὸ στῆθος του, καὶ λέει στὸν Ἰωάννη: «Αὐτὴν τὴν ὥρα ὁ Κύριος παίρνει κοντά Του τὴν καλή μου καὶ εὐλογημένη μητέρα». Καὶ τοῦ διηγήθηκε τὸ δράμα.

Γονάτισαν καὶ ἄρχισαν νὰ προσεύχονται. Τότε μποροῦσε νὰ ἀκούσει κανεὶς τὸ Συμεὼν νὰ λέει πρὸς τὸν Θεὸ λόγια συγκινητικὰ καὶ ἱκετευτικά. Τὰ σπλάχνα τοῦ πονοῦσαν καὶ ταράζονταν ἀπὸ τὴ φυσικὴ ἀγάπη τοῦ γιοῦ πρὸς τὴ μητέρα. Ἔλεγε: «Θεέ μου, Ἐσὺ ποὺ δέχτηκες τὴν θυσία τοῦ Ἀβραὰμ (Γέν. 22, 1-12), Ἐσὺ ποὺ πρόσεξες τὸ ὁλοκαύτωμα τοῦ Ἰεφθάε (Κρίτ. 11, 30-39), Ἐσὺ ποὺ δὲν γύρισες τὸ πρόσωπό Σου ἀπ’ τὰ δῶρα τοῦ Ἄβελ (Γέν. 4, 4), Ἐσὺ ποὺ ἀνάδειξες προφήτιδα τὴν Ἄννα γιὰ χάρη τοῦ δούλου Σου Σαμουὴλ (Α΄ Βασ. 2, 1-10), Ἐσύ, Κύριέ μου, Κύριε, γιὰ χάρη τοῦ δούλου Σου, δέξε τὴν ψυχὴ τῆς μητέρας μου. Θυμήσου, Θεέ μου, τοὺς κόπους καὶ τοὺς μόχθους της, ποὺ ἔκανε γιὰ μένα. Θυμήσου, Κύριε, τοὺς στεναγμοὺς καὶ τὰ δάκρυα ποὺ ἔχυσε, ὅταν γιὰ χάρη Σου ἔφυγα μακριά της. Θυμήσου, Κύριε, τὰ στήθη μὲ τὰ ὁποῖα θήλασε ἐμένα τὸν ταπεινό, γιὰ νὰ χαρεῖ τὴν νεότητά μου, ποὺ ὅμως δὲν χάρηκε. Μὴ ξεχνᾶς, Κύριε, ὅτι δὲν μποροῦσε νὰ κάνει μακριά μου οὔτε ὥρα, κι ὅμως χωρίστηκε ἀπὸ μένα τόσα χρόνια. Θυμήσου, Κύριε ποὺ γνωρίζεις τὰ πάντα, ὅτι ὅταν ἤθελε νὰ χαρεῖ γιὰ μένα, τότε γιὰ τὸ δικό Σου ὄνομα μὲ στερήθηκε. Μὴ ξεχνᾶς, δίκαιε, τὸ σπαραγμὸ ποὺ ἔνιωσε τὴ μέρα ποὺ ἦρθα κοντά Σου. Γνωρίζεις, Κύριε, πόσο ἀγρύπνησε κάθε νύχτα γιὰ νὰ θυμᾶται τὴ νεότητά μου, ἀπὸ τότε ποὺ τὴν ἐγκατέλειψα. Ἐσὺ γνωρίζεις, Κύριε, πόσες νύχτες ἔχασε τὸν ὕπνο τῆς ζητώντας τὸ πρόβατο ποὺ κοιμόταν μαζί της. Μὴν ξεχνᾶς, φιλάνθρωπε, πόσος πόνος γέμιζε τὴν καρδιά της, ὅταν βλέποντας τὰ ροῦχα μου, ἕλιωνε γιὰ τὸ μαργαριτάρι της ποὺ τὰ φοροῦσε. Θυμήσου ἀκόμη, Κύριε, ὅτι τῆς στέρησα τὴν παρηγοριὰ καὶ τὴ χαρὰ καὶ τὴν ἀγαλλίαση, γιὰ νὰ ὑπηρετήσω Ἐσένα τὸν δικό μου καὶ δικό της Θεό, καὶ Κύριό των ὅλων. Δῶσε της γιὰ συνοδεία ἀγγέλους, ποὺ θὰ προστατεύουν τὴν ψυχή της ἀπὸ τὰ πονηρὰ καὶ ἄσπλαχνα πνεύματα καὶ θηρία τοῦ ἀέρα, ποὺ προσπαθοῦν νὰ ἀποσπάσουν καὶ νὰ καταπιοὺν αὐτοὺς ποὺ περνοῦν ἀνάμεσα ἀπὸ αὐτά. Κύριε, Κύριε, στεῖλε τῆς δυνατοὺς φύλακες, γιὰ νὰ ἐπιτιμοῦν κάθε ἀκάθαρτη δύναμη ποὺ θὰ συναντάει. Πρόσταξε ἀκόμη, Θεέ μου, νὰ χωριστεῖ ἡ ψυχὴ ἀπὸ τὸ σῶμα τῆς χωρὶς λύπη καὶ βάσανα. Καὶ ἄν, σὰν γυναίκα, σ’ αὐτὴ τὴ ζωὴ ἁμάρτησε εἴτε μὲ λόγια εἴτε μὲ ἔργα, συγχώρεσε τὴν ψυχή της, χάρη τῆς θυσίας ποὺ γέννησε καὶ πού σου πρόσφερε, δηλαδὴ ἐμένα τὸν ἀνάξιό Σου δοῦλο. Ναί, Κύριε, Κύριε, Θεέ μου, Ἐσὺ ποὺ εἶσαι δίκαιος κριτὴς καὶ φιλάνθρωπος, μὴ τὴν ὁδηγήσεις ἀπὸ θλίψη σὲ θλίψη, ἀπὸ ὀδύνη σὲ ὀδύνη, ἀπὸ στεναγμὸ σὲ στεναγμό, ἀλλὰ γιὰ τὴ λύπη ποὺ ἔνιωσε γιὰ τὸ μοναδικό της παιδί, ὁδήγησε τὴν στὴ χαρά, ἀντὶ γιὰ δάκρυα δώσ’ τῆς ἀγαλλίαση, αὐτὴ τὴν ἀγαλλίαση ποὺ ἔχεις προετοιμάσει γιὰ τοὺς ἁγίους Σου, Θεέ μου, Θεέ μου, στοὺς αἰῶνες. Ἀμήν».

Ὅταν σταμάτησαν νὰ προσεύχονται καὶ σηκώθηκαν, ἄρχισε ὁ ἀδελφὸς Ἰωάννης νὰ τὸν παρηγορεῖ καὶ νὰ τοῦ λέει: «Νά, λοιπόν, ἀδελφὲ Συμεών, ὁ Θεὸς σὲ παρηγόρησε, ἄκουσε τὴν προσευχή σου καὶ πῆρε τὴ μητέρα σου κοντά Του. Τώρα ὅμως κοπίασε μαζί μου καὶ ἃς προσευχηθοῦμε μαζὶ στὸν Κύριο, γιὰ νὰ ἐλεήσει αὐτὴν ποὺ ἐπέτρεψε νὰ ὀνομαστεῖ σύζυγός μου, καὶ ἢ νὰ τὴν ὁδηγήσει νὰ πάρει τὴν ἀπόφαση νὰ γίνει κι αὐτὴ μοναχὴ ἢ νὰ τὴν ἐλεήσει παίρνοντας τὴν κοντά Του». Προσευχήθηκαν λοιπὸν γιὰ λίγο καιρὸ καὶ κάποια νύχτα βλέπει ὁ ἀββᾶς Ἰωάννης τὴ μητέρα τοῦ Συμεὼν νὰ ἔρχεται, νὰ πιάνει τὸ χέρι τῆς συζύγου του καὶ νὰ τῆς λέει: «Σήκω, ἀδελφή μου, ἔλα κοντά μου, γιατί ὁ Βασιλιάς, στοῦ Ὁποίου τὴν ὑπηρεσία στρατεύτηκε ὁ γιὸς μου, μοῦ χάρισε μιὰ ὄμορφη κατοικία. Ἄλλαξε ὅμως τὰ ροῦχα σου καὶ φόρεσε καθαρά». Ὅπως ἔλεγε ὁ Ἰωάννης, ἐκείνη ἀμέσως σηκώθηκε καὶ τὴν ἀκολούθησε. Ἔτσι κατάλαβε ὅτι κοιμήθηκε κι αὐτὴ καὶ ὅτι καὶ οἱ δύο ἦταν σὲ καλὸ μέρος, καὶ χάρηκε πάρα πολύ.

Παρέμειναν ἀσκητεύοντας στὴν ἔρημο ἄλλα εἴκοσι ἐννιὰ χρόνια, ζωντας μὲ μεγάλη ἄσκηση καὶ κακοπάθεια, μὲ κρύο καὶ μὲ ζέστη, καὶ ὑπέμειναν πολλοὺς καὶ ἀνεκδιήγητους πειρασμοὺς ἀπὸ τὸν διάβολο καὶ τὸν νίκησαν καὶ ἔφτασαν σὲ μεγάλα μέτρα, ἰδιαίτερα ὁ Συμεὼν μὲ τὴν ἀκακία καὶ καθαρότητα ποὺ εἶχε. Αὐτός, μὲ τὴ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ποὺ ὑπῆρχε σ’ αὐτόν, αἰσθανόταν νὰ μὴ φοβᾶται οὔτε πάθος οὔτε κρύο ἢ πείνα ἢ ζέστη, ἀλλὰ σχεδὸν εἶχε φτάσει σὲ μέτρα ποὺ ξεπερνοῦσαν τὴν ἀνθρώπινη φύση. Λέει λοιπὸν στὸν Ἰωάννη: «Σὲ τί μᾶς ὠφελεῖ, ἀδελφέ μου, νὰ συνεχίσουμε νὰ μένουμε σ’ αὐτὴ τὴν ἔρημο; Ἂν ὅμως θέλεις νὰ μ’ ἀκούσεις, σήκω νὰ φύγουμε, γιὰ νὰ σώσουμε κι ἄλλους, γιατί ἐδῶ δὲν ὠφελοῦμε παρὰ μόνο τους ἑαυτούς μας καὶ δὲν ἔχουμε μισθὸ ἀπὸ κανέναν ἄλλο». Καὶ ἄρχισε νὰ τοῦ λέει ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφὴ τὰ ἑξῆς: «Κανεὶς νὰ μὴ ζητᾶ τὸ δικό του συμφέρον, ἀλλὰ τοῦ ἄλλου» (Α΄ Κορ. 10, 24), καὶ «Σὲ ὅλους ἔγινα τὰ πάντα, γιὰ νὰ σώσω μερικοὺς» (Α΄ Κορ. 9, 22). Ἐπίσης ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο: «Ἔτσι νὰ λάμψει τὸ φῶς σᾶς μπροστὰ στοὺς ἀνθρώπους, γιὰ νὰ δοῦν τὰ καλά σας ἔργα καὶ νὰ δοξάσουν τὸν Πατέρα σας στὸν οὐρανὸ» (Ματθ. 5, 16) καὶ ἄλλα παρόμοια. Ἀποκρίθηκε ὁ Ἰωάννης λέγοντάς του: «Νομίζω, ἀδελφέ μου, ὅτι ὁ Σατανᾶς μίσησε τὴν ἡσυχία μας καὶ σοῦ δημιούργησε αὐτὸ τὸ λογισμό. Κάθησε καλύτερα νὰ τελειώσουμε στὴν ἔρημο αὐτὸ τὸ δρόμο ποὺ ἀρχίσαμε καὶ στὸν ὁποῖο μᾶς κάλεσε ὁ Θεός».

Τοῦ λέει ὁ Συμεών: «Πίστεψε μέ, ἐγὼ δὲν πρόκειται νὰ μείνω, ἀλλὰ μὲ τὴ δύναμη τοῦ Θεοῦ θὰ πάω νὰ ἐμπαίξω τὸν κόσμο». Τοῦ λέει πάλι ὁ ἀδελφός του: «Μή, καλέ μου ἀδελφέ, μὴ σὲ παρακαλῶ, γιὰ τ’ ὄνομα τοῦ Κυρίου μας, μὴ μὲ ἀφήσεις μόνο μου, τὸν ταπεινό. Ἐγὼ δὲν ἔφτασα ἀκόμα σ’ αὐτὰ τὰ μέτρα, γιὰ νὰ ἐμπαίξω τὸν κόσμο. Ὅμως, γιὰ τὸ ὄνομα Αὐτοῦ ποὺ μᾶς συνέδεσε, μὴ θελήσεις νὰ χωριστεῖς ἀπ’ τὸν ἀδελφό σου. Γνωρίζεις καλὰ ὅτι μετὰ ἀπὸ τὸ Θεὸ δὲν ἔχω παρὰ μόνο ἐσένα, ἀδελφέ μου. Τοὺς ἀρνήθηκα ὅλους, προσκολήθηκα σὲ σένα, καὶ τώρα θέλεις νὰ μὲ ἀφήσεις, σὰν σὲ πέλαγος, μέσα σ’ αὐτὴν τὴν ἔρημο. Θυμήσου ἐκείνη τὴν μέρα ποὺ ρίξαμε κλῆρο καὶ πηγαίναμε πρὸς τὸν ὅσιο Νίκωνα, ὅτι ὑποσχεθήκαμε νὰ μὴ χωρίζεται ὁ ἕνας ἀπὸ τὸν ἄλλον. Θυμήσου ἐκείνη τὴν φοβερὴ ὥρα, τότε ποὺ φορέσαμε τὸ ἅγιο σχῆμα καὶ ἤμαστε οἱ δύο σὰν μιὰ ψυχή, ὥστε ὅλοι νὰ παραξενεύονται γιὰ τὴν ἀγάπη μας. Μὴν ξεχνᾶς τὰ λόγια τοῦ μεγάλου γέροντα ποὺ μ’ αὐτὰ μας συμβούλεψε τὴν νύχτα ποὺ φύγαμε, μή, σὲ παρακαλῶ, μήπως χαθῶ καὶ ζητήσει τὴν ψυχή μου ἀπὸ σένα ὁ Θεός». Τοῦ λέει πάλι ὁ Συμεών: «Ἃς ὑποθέσουμε ὅτι πέθαινα΄ δὲν θὰ ἔπρεπε νὰ φροντίζεις ἐσὺ τὸν ἑαυτό σου, καθὼς θὰ ἔμενες μόνος; Πίστεψε μέ, ἂν ἔρθεις, ἔχει καλῶς, ἀλλιῶς ἐγὼ δὲν πρόκειται νὰ μείνω».

Μόλις εἶδε ὁ ἀδελφὸς Ἰωάννης ὅτι ἐπέμενε, κατάλαβε ὅτι εἶχε πληροφορία ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ τὸ κάνει΄ ἐπειδὴ δὲν μποροῦσε τίποτε νὰ τοὺς χωρίσει, παρὰ μόνο ὁ θάνατος, ἴσως οὔτε κι αὐτός. Μάλιστα πολλὲς φορὲς παρακάλεσαν τὸν Θεό, νὰ τοὺς πάρει κοντά Του μαζὶ καὶ τοὺς δύο, καὶ πίστευαν ὅτι ὁ Κύριος θὰ κάνει δεκτὴ αὐτὴ τοὺς τὴν αἴτηση, ὅπως ἔκανε κι ὅλες τὶς ἄλλες. Λέει λοιπὸν ὁ Ἰωάννης: «Πρόσεχε, Συμεών, μήπως ὁ διάβολος θέλει νὰ σὲ περιπαίξει». Αὐτὸς ὅμως τοῦ εἶπε: «Ἐσὺ μόνο νὰ μὴ μὲ ξεχάσεις στὴν προσευχή σου, ὅπως οὔτε ἐγὼ ἐσένα, καὶ ὁ Θεὸς καὶ οἱ προσευχές σου θὰ μὲ σώσουν». Ἄρχισε πάλι ὁ ἀδελφὸς νὰ τὸν συμβουλεύει καὶ νὰ τοῦ λέει: «Πρόσεξε, φυλάξου, ἀδελφέ μου Συμεὼν μήπως ὅσα μάζεψε ἡ ἔρημος, τὰ σκορπίσει ὁ κόσμος΄ καὶ ὅ,τι ὠφέλησε ἡ ἡσυχία, τὸ καταστρέψει ἡ ταραχὴ΄ καὶ ὅσα σου πρόσφερε ἡ ἀγρυπνία, τὰ χάσεις μὲ τὸν ὕπνο. Ἀσφαλίσου, ἀδελφέ μου, μήπως τὴ σωφροσύνη τῆς μοναχικῆς ζωῆς τὴν καταστρέψει ἡ ἀπατηλὴ κοσμικὴ ζωή. Πρόσεχε μήπως τὸν καρπὸ τῆς στερήσεως τῶν γυναικὼν ἀπὸ τὶς ὁποῖες σὲ ἔσωσε μέχρι σήμερα ὁ Θεός, τὸν καταστρέψει ἡ συναναστροφή σου μ’ αὐτές. Πρόσεχε μήπως τὴν ἀκτημοσύνη τὴν ἀφαιρέσει ἡ φιλοκτημοσύνη, μήπως τὸ σῶμα ποὺ ἕλιωσε ἀπὸ τὴ νηστεία, παχύνει πάλι ἀπὸ τὶς τροφές. Πρόσεχε, ἀδελφέ μου, μήπως χάσεις τὴν κατάνυξή σου μὲ τὸ γέλιο καὶ τὴν προσευχή σου μὲ τὴν ἀμέλεια. Πρόσεχε, σὲ παρακαλῶ, μήπως, ἐνῶ τὸ πρόσωπό σου γελάει, ὁ νοῦς σκορπίζεται, μήπως αὐτὰ ποὺ ἀγγίζουν τὰ χέρια τ’ ἀγγίζει καὶ ἡ ψυχή, μήπως ἐνῶ τὸ στόμα τρώει, ἡ καρδιὰ αἰσθάνεται ἡδονή, μήπως, ἐνῶ τὰ πόδια βαδίζουν, διαταραχθεῖ μὲ τρόπο ἄτακτο ἡ ἐσωτερική σου ἡσυχία καὶ μὲ λίγα λόγια, μήπως ὅσα κάνει τὸ σῶμα ἐξωτερικά τα κάνει καὶ ἡ ψυχὴ ἐσωτερικά. Ἀλλά, ἂν πῆρες ἀπὸ τὸ Θεὸ δύναμη, ἀδελφέ μου, ὥστε ὀ,τιδήποτε καὶ νὰ κάνει τὸ σῶμα, σχήματα, λόγια ἢ πράξεις, νὰ μένει ἀτάραχος καὶ ἀσύγχυτος ὁ νοῦς καὶ ἡ καρδιά σου καὶ νὰ μὴ μολύνεται καὶ νὰ μὴ βλάπτεται καθόλου ἀπὸ αὐτά, πραγματικὰ ἐγὼ χαίρομαι γιὰ τὴ σωτηρία σου, μόνο παρακάλεσε τὸ Θεὸ νὰ μὴ μᾶς χωρίσει ἐκεῖ τὸν ἕνα ἀπὸ τὸν ἄλλο». Τοῦ λέει τότε ὁ ἀββᾶς Συμεών: «Μὴ φοβᾶσαι, ἀδελφὲ Ἰωάννη, γιατί αὐτὸ ποὺ κάνω δὲν τὸ κάνω ἀπὸ μόνος μου, ἀλλὰ ἐπειδή μου τὸ προστάζει ὁ Θεός. Καὶ ἀπὸ αὐτὸ θὰ καταλάβεις ὅτι μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ, τὸ ἔργο μου Τὸν εὐαρέστησε, ὅταν, πρὶν πεθάνω, θὰ ἔρθω καὶ θὰ σὲ προσκαλέσω καὶ θὰ σὲ ἀσπαστῶ καὶ ὕστερα ἀπὸ λίγες μέρες θὰ ἔρθεις καὶ θὰ μὲ συναντήσεις. Σήκω ὅμως γιὰ νὰ προσευχηθοῦμε».

Ἀφοῦ προσευχήθηκαν γιὰ πολλὴ ὥρα καὶ ἀλληλοασπάστηκαν ἔχοντας μουσκέψει τὰ στήθη τους μὲ τὰ δάκρυά τους, τὸν ἄφησε νὰ φύγει συνοδεύοντας τὸν γιὰ ἀρκετὴ ἀπόσταση. Δὲν τοῦ ἔκανε καρδιὰ νὰ χωριστοῦν, ἀλλὰ ὅταν τοῦ ἔλεγε ὁ ἀββᾶς Συμεών: «Γύρνα πίσω, ἀδελφέ», αἰσθανόταν σὰν νὰ τὸν χώριζε μαχαίρι ἀπὸ τὸ σῶμα του καὶ τὸν παρακαλοῦσε πάλι νὰ τὸν συνοδέψει ἀκόμη λίγο. Ἐπειδὴ ὅμως τὸν πίεσε πολὺ ὁ ἀββᾶς Συμεών, γύρισε πίσω βρέχοντας τὴν γῆ μὲ δάκρυα.

 Ι. Ὁ Συμεὼν ἐμπαίζει τὸν κόσμο

 Ἀμέσως ὁ Συμεὼν κατευθύνθηκε πρὸς τὴν Ἁγία Πόλη τοῦ Χριστοῦ καὶ Θεοῦ μας. Ὅπως ἔλεγε, διψοῦσε πολὺ καὶ φλεγόταν τόσα χρόνια ἀπὸ τὴν ἐπιθυμία νὰ ἀπολαύσει τοὺς Ἁγίους Τόπους τοῦ Χριστοῦ. Ἐπισκέφθηκε λοιπὸν τὸν Ἅγιο καὶ ζωοποιὸ Τάφο τοῦ Χριστοῦ, ὅπως ἐπίσης καὶ τὸ Γολγοθά, τὸν πρόξενο τῆς σωτηρίας μας καὶ τὸ νικητὴ τοῦ θανάτου, καὶ ἔτσι ἐκπλήρωσε τὴν ἐπιθυμία του. Ἔμεινε στὴν Ἁγία Πόλη τρεῖς μέρες, πήγαινε καὶ προσκυνοῦσε στοὺς πάνσεπτους τόπους τοῦ Κυρίου καὶ προσευχόταν. Ἡ προσευχὴ τοῦ ἦταν νὰ μὴν ἀποκαλυφθεῖ ἡ ἐργασία του, μέχρις ὅτου νὰ φύγει ἀπ’ τὴ ζωή, γιὰ νὰ ἀποφύγει τὴν δόξα ποὺ προσφέρουν οἱ ἄνθρωποι ἀπὸ τὴν ὁποία δημιουργεῖται ἡ ὑπερηφάνεια καὶ ἡ ὑπεροψία στὸν ἄνθρωπο, αὐτὴ ποὺ ὁδήγησε καὶ ἀγγέλους στὴν πτώση ἀπὸ τοὺς οὐρανούς. Ἄκουσε τὴν προσευχὴ τοῦ Αὐτὸς ποὺ εἶπε: «Προσευχήθηκαν οἱ δίκαιοι μὲ θερμότητα καὶ ὁ Κύριος τους ἄκουσε» (Ψάλμ. 33, 18), γιατί, ἐνῶ ἔκανε τόσα πολλὰ θαύματα καὶ τόσα παράδοξα πράγματα, ὅπως μπορεῖ κανεὶς νὰ πληροφορηθεῖ ἀπὸ τὰ παρακάτω, δὲν φανερώθηκε ἡ ἐργασία του στοὺς ἀνθρώπους. Τὸ αἴτημά του ἔγινε ἕνα εἶδος καλύμματος στὶς καρδιὲς αὐτῶν ποὺ ἔβλεπαν αὐτὰ ποὺ ἔκανε, μέχρις ὅτου κοιμήθηκε. Πῶς ἦταν δυνατόν, ἂν δὲν συνέβαινε αὐτό, δηλαδὴ νὰ ἀποκρύπτει ὁ Θεὸς ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους τὴν ἀρετὴ τοῦ μακαρίου Συμεὼν γιὰ νὰ τὸν προφυλάξει ἀπὸ τὸν ἔπαινό τους, νὰ μὴ γίνεται φανερὸς σ’ ὅλους, τὴ στιγμὴ ποὺ ἄλλοτε θεράπευε δαιμονισμένους, ἄλλοτε κρατοῦσε στὰ χέρια τοῦ ἀναμμένα κάρβουνα, σ’ ἄλλους πολλὲς φορὲς πρόλεγε αὐτὰ ποὺ θὰ συνέβαιναν καὶ σ’ ἄλλους φανέρωνε αὐτὰ ποὺ ἔλεγαν γι’ αὐτὸν μακριά του΄ ἄλλοτε, μὲ ἀστεῖο τρόπο, πρόσφερε μέσα στὴν ἔρημο πλούσια γεύματα, μερικὲς φορὲς μετάστρεφε στὴν εὐσέβεια Ἑβραίους καὶ κακόπιστους, θεράπευε ἀρρώστους, καὶ ἄλλους ἔσωζε ἀπὸ διάφορους κινδύνους; Πολλὲς φορὲς καὶ γυναῖκες ἄσεμνες ἢ πόρνες, ἄλλες ὁδηγοῦσε μὲ παιγνιώδεις ἐνέργειες σὲ νόμιμο γάμο, ἄλλες προσελκύοντας τὶς μὲ χρήματα τὶς σωφρόνιζε καὶ ἄλλες, μὲ τὴν καθαρότητα ποὺ τὸν διέκρινε, τὶς ἔφερνε σὲ κατάνυξη ὥστε νὰ ἀκολουθήσουν τὸ μοναχικὸ βίο. Δὲν ἀπορῶ, φιλοχριστοι, ποὺ ἔμεινε ἄγνωστος, ἔχοντας κάνει μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ τέτοια πράγματα. Γιατί Αὐτὸς ποὺ πολλὲς φορὲς φανερώνει σ’ ὅλους τὶς κρυμμένες ἀρετὲς τῶν δούλων Του, ὁ ἴδιος οἰκονόμησε, ὥστε νὰ γίνουν φανερὲς σ’ ὅλους καὶ οἱ πρὶν ἄγνωστες ἀρετὲς αὐτοῦ του ὁσίου.

Ὅπως ἀναφέρθηκε πιὸ πάνω, μετὰ τὴν τριήμερη παραμονή του στοὺς Ἁγίους Τόπους, πῆγε στὴν Ἔμεσα. Πρὶν μπεῖ μέσα στὴν πόλη, βρῆκε ὁ ἀοίδιμος ἕνα ψόφιο σκύλο πάνω στὴν κοπριὰ καί, ἀφοῦ ἔλυσε τὸ σχοινένιο ζωνάρι του, ἔδεσε τὸ πόδι τοῦ σκύλου καὶ ἄρχισε νὰ τρέχει σέρνοντας τὸν. Ἔτσι μπῆκε ἀπὸ τὴν πύλη, κοντὰ στὴν ὁποία ἦταν ἕνα σχολεῖο. Μόλις τὸν εἶδαν τὰ παιδιὰ ἄρχισαν νὰ φωνάζουν: «Ε, ἕνας τρελὸς ἀββᾶς» καὶ νὰ τρέχουν ἀπὸ πίσω του καὶ νὰ τὸν χτυποῦν. Τὴν ἄλλη μέρα, ποὺ ἦταν Κυριακή, πῆρε καρύδια, πῆγε στὴν ἐκκλησία στὴν ἀρχὴ τῆς θείας Λειτουργίας καὶ ἄρχισε νὰ τὰ πετάει καὶ νὰ σβήνει τὶς καντῆλες. Ἄρχισαν τότε νὰ τὸν κυνηγοῦν γιὰ νὰ τὸν βγάλουν ἔξω, ἀλλὰ αὐτὸς ἀνέβηκε στὸν ἄμβωνα καὶ ἀπὸ ἐκεῖ χτυποῦσε τὶς γυναῖκες μὲ τὰ καρύδια. Μὲ πολὺ κόπο τὸν ἔβγαλαν ἔξω, ἀλλὰ καθὼς ἔβγαινε, ἀναποδογύρισε τὰ τραπέζια μερικῶν ποὺ πουλοῦσαν μικρὲς πίτες. Αὐτοὶ τότε τὸν χτύπησαν μέχρι ποὺ κόντευε νὰ πεθάνει. Ὅταν εἶδε πόσο εἶχε κακοποιηθεῖ ἀπὸ τὰ χτυπήματα, εἶπε στὸν ἑαυτό του: «Φτωχὲ Συμεών, πράγματι οὔτε μιὰ ἑβδομάδα δὲν μπορεῖς νὰ ζήσεις ἔτσι στὰ χέρια αὐτῶν τῶν ἀνθρώπων».

Κατ’ οἰκονομία Θεοῦ τὸν εἶδε κάποιος φουσκάριος* καὶ μὴ ξέροντας ὅτι προσποιεῖται τὸ σαλὸ τοῦ λέει: «Θέλεις, κύριε ἀββᾶ, ἀντὶ νὰ γυροφέρνεις, νὰ στέκεσαι καὶ νὰ πουλᾶς λούπινα;» Ἐκεῖνος δέχτηκε. Ὅταν λοιπὸν τὸν ἔβαλε νὰ πουλάει, ἄρχισε αὐτὸς νὰ τὰ μοιράζει στὸν κόσμο καὶ νὰ τρώει καὶ ὁ ἴδιος ἄπληστα. (Εἶχε ὅμως νὰ φάει μία ἑβδομάδα). Εἶπε τότε στὸν φουσκάριο ἡ γυναίκα του: «Ποῦ τὸν βρῆκες καὶ μᾶς τὸν ἔφερες αὐτὸν τὸν ἀββᾶ; Ἂν τρώει ἔτσι, δὲν ἔχουμε ἀνάγκη νὰ πουλήσουμε τίποτε. Ἔφαγε ἕνα δοχεῖο λούπινα ἀπὸ αὐτὰ ποὺ ἔχω γιὰ νὰ μετράω τὶς ποσότητες». Δὲν ἤξεραν βέβαια πὼς ὅ,τι περιεῖχαν τὰ ὑπόλοιπα δοχεῖα δηλ. κουκιά, φακές, ρεβύθια καὶ ὅλα τα ἄλλα, τὰ εἶχε μοιράσει σ’ ὅσους ἔκαναν τὴν ἴδια δουλειὰ καὶ σ’ ἄλλους ἀνθρώπους, ἀλλὰ νόμιζαν ὅτι τὰ πούλησε. Ὅταν ὅμως ἄνοιξαν τὸ ταμεῖο καὶ δὲν βρῆκαν χρήματα, τὸν χτύπησαν καὶ τὸν ἔδιωξαν, ἀφοῦ τοῦ μάδησαν καὶ τὰ γένια.

Ὅταν ἔγινε ἀπόγευμα θέλησε νὰ θυμιατίσει. Δὲν εἶχε φύγει ὅμως ἀπὸ αὐτούς, ἀλλὰ κοιμήθηκε ἔξω ἀπὸ τὴν πόρτα τους. Καὶ ἐπειδὴ δὲν ἔβρισκε κανένα κεραμίδι, ἔβαλε τὸ χέρι του στὴν ἀνθρακιά, τὸ γέμισε μὲ κάρβουνα καὶ ἄρχισε νὰ θυμιατίζει. Ἐπειδὴ ἦταν θέλημα Θεοῦ νὰ σωθεῖ ὁ φουσκάριος (ἀνῆκε στὴν αἵρεση τῶν “ἀκεφάλων” Σευηριτῶν*) εἶδε ἡ γυναίκα τοῦ τὸν Συμεὼν νὰ θυμιατίζει μὲ τὸ χέρι του καὶ ἔκπληκτή του λέει: «Γιὰ τ’ ὄνομα τοῦ Θεοῦ, ἀββᾶ Συμεών, μὲ τὸ χέρι σου θυμιατίζεις;» Ὅταν ἄκουσε αὐτὸ ὁ γέροντας, προσποιήθηκε ὅτι καιγόταν καὶ ἔριξε τὰ κάρβουνα ἀπὸ τὸ χέρι του στὸ παλιὸ ράσο ποὺ φοροῦσε, λέγοντας: «Ἂν δὲ θέλεις μὲ τὸ χέρι μου, νά, μὲ τὸ ράσο μου θυμιατίζω». Καὶ ὅπως ὁ Θεὸς διαφύλαξε ἀπὸ τὴ φωτιὰ τὴ βάτο (Ἔξοδ. 3, 2),  καὶ τοὺς τρεῖς νέους (Δᾶν. 3, 23), ἔτσι οὔτε ὁ ὅσιος οὔτε τὸ ράσο τοῦ καίγονταν ἀπὸ τὰ κάρβουνα. Μὲ ποιὸ τρόπο σώθηκαν ὁ φουσκάριος καὶ ἡ γυναίκα του, θὰ ἀναφερθεῖ σὲ ἄλλο σημεῖο.

Κάθε φορᾶ ποὺ ἔκανε κάτι τὸ θαυμαστό, ἔφευγε ἀπὸ τὸ μέρος ἐκεῖνο, μέχρι νὰ ξεχαστεῖ ἡ πράξη του. Καὶ μάλιστα βιαζόταν νὰ κάνει καμιὰ τρέλα γιὰ νὰ καλύψει τὸ κατόρθωμά του.

Κάποτε πρόσφερε θερμὰ ποτὰ σ’ ἕνα καπηλειό, γιὰ νὰ ἐξοικονομεῖ τὸ φαγητό του. Ἦταν ἄσπλαχνος ὅμως ὁ κάπηλος καὶ πολλὲς φορὲς δὲν τοῦ ἔδινε οὔτε φαγητό, μολονότι ἔκανε πολλὴ δουλειὰ ἐξαιτίας του. Γιατί οἱ ἄνθρωποι ἀστειευόμενοι ἔλεγαν μεταξύ τους: «Ἃς πᾶμε νὰ πιοῦμε ἐκεῖ ποὺ εἶναι ὁ Σαλός». Μιὰ μέρα μπῆκε μέσα στὸ καπηλειὸ ἕνα φίδι καὶ ἤπιε κρασὶ ἀπὸ μία στάμνα καὶ ἀφοῦ ἔβγαλε τὸ δηλητήριό του μέσα σ’ αὐτὴν ἔφυγε. Ὁ ἀββᾶς Συμεὼν δὲν ἦταν μέσα, ἀλλὰ ἔπαιζε ἔξω μὲ τὸν κόσμο. Ὅταν μπῆκε μέσα εἶδε γραμμένη ἐπάνω στὴ στάμνα ἀόρατα τὴ λέξη “θάνατος”. Ἀμέσως κατάλαβε τί εἶχε συμβεῖ καὶ μὲ ἕνα ξύλο τὴν ἔσπασε, ὅπως ἦταν γεμάτη. Ὁ κάπηλος τότε τοῦ πῆρε ἀπὸ τὰ χέρια τὸ ξύλο, τὸν χτύπησε μέχρι ποὺ κουράστηκε καὶ τὸν ἔδιωξε. Τὴν ἄλλη μέρα ὁ ἀββᾶς Συμεὼν πῆγε καὶ κρύφτηκε πίσω ἀπὸ τὴν πόρτα. Σὲ λίγο ἦλθε πάλι τὸ φίδι νὰ πιεῖ καί, ὅταν τὸ εἶδε ὁ κάπηλος, πῆρε τὸ ξύλο γιὰ νὰ τὸ σκοτώσει. Μὴ μπορώντας ὅμως νὰ τὸ χτυπήσει, ἔσπασε ὅλες τὶς στάμνες καὶ τὰ ποτήρια. Τότε παρουσιάστηκε μπροστά του ὁ Σαλὸς καὶ τοῦ λέει: «Τί γίνεται, τρελέ; Ὅπως βλέπεις, δὲν κάνω μόνο ἐγὼ ἄσκοπα πράγματα». Τότε ἀντιλήφθηκε γιὰ ποιὸ λόγο ἔσπασε ὁ ἀββᾶς Συμεὼν τὴ στάμνα καὶ οἰκοδομήθηκε καὶ τὸν θεωροῦσε ἅγιο.

Θέλοντας ὁ ὅσιος νὰ τὸν κάνει νὰ ἀλλάξει γνώμη, γιὰ νὰ μὴ τὸν φανερώσει, μιὰ μέρα, ποὺ ὁ κάπηλος ἔδινε κρασὶ καὶ ἡ γυναίκα τοῦ κοιμόταν μόνη της, πῆγε κοντά της καὶ ἔκανε πὼς βγάζει τὰ ροῦχα του. Ἐκείνη ἔβαλε τὶς φωνὲς καὶ μόλις ἦρθε ὁ ἄντρας τῆς τοῦ λέει: «Πέταξε ἔξω αὐτὸν τὸν τρισκατάρατο, γιατί ἤθελε νὰ μὲ βιάσει». Τὸν ἔβγαλε ἔξω στὴν παγωνιὰ —ἔκανε πολὺ κρύο κι ἔβρεχε— χτυπώντας τὸν μὲ γροθιές. Καὶ ἀπὸ τότε ὁ κάπηλος ὄχι μόνο τὸν θεωροῦσε τρελό, ἀλλὰ καὶ ἂν ἔβλεπε κανένα νὰ προβληματίζεται σχετικὰ μὲ τὸ ἂν προσποιεῖται ὁ ἀββᾶς ἢ ὄχι, τοῦ ἔλεγε ἀμέσως: «Πίστεψε μέ, εἶναι ἀληθινὰ δαιμονισμένος. Τὸν εἶδα μὲ τὰ μάτια μου, καὶ κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ μὲ μεταπείσει ὅτι ἤθελε νὰ βιάσει τὴ γυναίκα μου καὶ ὅτι τρώει κρέας ὁ ἀθεόφοβος». Πράγματι ἔτρωγε πολλὲς φορὲς καὶ κρέας ὁ δίκαιος, χωρὶς ὅμως νὰ ἔχει φάει ὅλη τὴν ἑβδομάδα. Καὶ κανεὶς δὲν γνώριζε τὴ νηστεία ποὺ ἔκανε΄ ἔτρωγε ὅμως τὸ κρέας μπροστὰ σ’ ὅλους, γιὰ νὰ καλύψει τὴν ἀρετή του.

Ἦταν σὰν νὰ μὴν εἶχε σῶμα καὶ ἀκόμη δὲν ἔδινε σημασία στὴν ἀσχημοσύνη τῶν ἀνθρώπων καὶ τῶν φυσικῶν ἀναγκῶν. Γιατί πολλὲς φορὲς θέλοντας νὰ ἱκανοποιήσει τὴ σωματικὴ ἀνάγκη, ἀμέσως, χωρὶς νὰ ντρέπεται κανένα, καθόταν σὲ κάποιο σημεῖο τῆς ἀγορᾶς μπροστά σε ὅλους΄ κι αὐτὸ γιατί ἤθελε νὰ τοὺς πείσει ὅτι ἐνεργεῖ ἔτσι, ἐπειδὴ δὲν εἶναι στὰ λογικά του. Ὅπως ἔχουμε πεῖ πολλὲς φορές, ξεπερνοῦσε τὴ σαρκικὴ πύρωση, μὲ τὴν ὁποία ἤθελε νὰ τὸν προσβάλλει ὁ διάβολος, καὶ δὲν βλαπτόταν καθόλου ἀπὸ αὐτὴν μὲ τὴ δύναμη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Μιὰ μέρα ὁ ἐνάρετος καὶ θεοφιλὴς διάκονος Ἰωάννης, ποὺ μᾶς διηγήθηκε τὸ βίο του, τὸν εἶδε ἐξαντλημένο καὶ λιωμένο ἀπὸ τὴν ἄσκηση (ἦταν ἀπόπασχα καὶ εἶχε μείνει ἄσιτος ὅλη τὴν Ἁγία Τεσσαρακοστή). Τὸν λυπήθηκε καὶ θαύμασε τὴν ἀνεκδιήγητή του σκληραγωγία, μολονότι ζοῦσε μέσα σὲ πόλη καὶ συναναστρεφόταν μὲ γυναῖκες καὶ ἄλλους ἀνθρώπους. Θέλησε λοιπὸν νὰ τὸν βοηθήσει νὰ ἀνακτήσει τὶς δυνάμεις του καὶ δῆθεν πειράζοντας τὸν, τοῦ εἶπε: «Ἔρχεσαι νὰ λουστεῖς Σαλέ;» Ἐκεῖνος τοῦ ἀπάντησε γελώντας: «Ναί, πᾶμε πᾶμε» καί, ἐνῶ ἔλεγε αὐτά, ἔβγαλε τὸ ἔνδυμά του καὶ τὸ ἔδεσε ἐπάνω στὸ κεφάλι του σὰν μαντήλα. Τοῦ λέει τότε ὁ Ἰωάννης: «Φόρεσέ το ἀδελφέ, γιατί, ἂν περπατᾶς ἔτσι γυμνός, ἐγὼ δὲν ἔρχομαι μαζί σου». Τοῦ ἀπαντάει ὁ ἀββᾶς Συμεών: «Πήγαινε, τρελέ, ἐγὼ ἑτοιμάστηκα, κι ἂν δὲν ἔρθεις, θὰ πάω πιὸ μπροστὰ ἀπὸ σένα». Τὸν ἄφησε καὶ προχώρησε λίγο πιὸ μπροστά. Ὑπῆρχαν δύο λουτρὰ τὸ ἕνα κοντὰ στὸ ἄλλο, τὸ ἕνα ἀνδρικὸ καὶ τὸ ἄλλο γυναικεῖο. Ἄφησε τὸ λουτρὸ τῶν ἀνδρῶν ὁ Σαλὸς καὶ ὅρμησε θεληματικὰ στὸ γυναικεῖο. Ὁ Ἰωάννης τὸν φώναζε: «Ε, Σαλέ, ποῦ πᾶς; Σταμάτα, ἐκεῖνο εἶναι τῶν γυναικών». Γύρισε τότε ὁ θαυμάσιος καὶ τοῦ εἶπε: «Φύγε ἀπὸ δῶ, τρελέ. Κι ἐκεῖ ζέστη καὶ νερὸ κι ἐδῶ ζέστη καὶ νερό. Τίποτε περισσότερο δὲν ὑπάρχει οὔτε ἐκεῖ οὔτε ἐδῶ», καὶ μπῆκε τρέχοντας ἀνάμεσα στὶς γυναῖκες σὰν νὰ βρισκόταν μπροστὰ στὴ δόξα τοῦ Θεοῦ. Ὅρμησαν ἀμέσως ὅλες καταπάνω του καὶ τὸν ἔβγαλαν ἔξω χτυπώντας τὸν. Ὅταν διηγήθηκε ὅλη τὴ ζωή του στὸν θεοφιλῆ διάκονο Ἰωάννη, τὸν ρώτησε ἐκεῖνος: «Γιὰ τὸ Θεό, πάτερ, πῶς αἰσθανόσουν, ὅταν μπῆκες στὸ λουτρὸ τῶν γυναικών;» «Πίστεψε μέ, παιδί μου», τοῦ εἶπε, «ἤμουν σὰν ξύλο ἀνάμεσά σε ξύλα. Δὲν αἰσθανόμουν ὅτι εἶχα σῶμα οὔτε ὅτι ἤμουν ἀνάμεσά σε σώματα, ἀλλὰ ὅλος μου ὁ νοῦς ἦταν στὸ ἔργο τοῦ Θεοῦ καὶ δὲν ἀπομακρύνθηκα καθόλου ἀπ’ αὐτό». Γιατί ἄλλα ἀπὸ τὰ ἔργα τοῦ ἔκανε ὁ δίκαιος κινούμενος ἀπὸ ἀγάπη γιὰ τὴ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων καὶ ἄλλα γιὰ νὰ καλύψει τὰ κατορθώματά του.

Μιὰ ἄλλη φορᾶ πάλι ἔπαιζαν μερικοὶ λυσόπορτα* τρέχοντας ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη. Ἕνας ἀπὸ αὐτούς, ποὺ ἦταν γιὸς τοῦ διακόνου Ἰωάννη, τοῦ φίλου του, εἶχε πορνεύσει πρὶν ἀπὸ λίγες μέρες μὲ μία γυναίκα, ποὺ ἦταν παντρεμένη. Αὐτὸς δαιμονίστηκε τὴ στιγμὴ ποὺ ἔβγαινε ἀπὸ τὸ σπίτι της, χωρὶς νὰ τὸν δεῖ κανείς. Ἐπειδὴ θέλησε ὁ ὅσιος νὰ τὸν γιατρέψει, ἀλλὰ καὶ νὰ τὸν σωφρονίσει, λέει σ’ αὐτοὺς ποὺ ἔτρεχαν: «Ἂν δὲν μὲ παίξετε κι ἐμένα, δὲν θὰ σᾶς ἀφήσω νὰ τρέξετε», καὶ ἄρχισε νὰ τοὺς πετροβολεῖ. Θέλησαν τότε αὐτοὶ νὰ τὸν πάρουν στὸ παιχνίδι καὶ νὰ τὸν βάλουν στὸ μέρος ποὺ ἔτρεχε αὐτὸς ποὺ ἤθελε νὰ γιατρέψει. Ὅταν τὸ εἶδε αὐτὸ ὁ ἀββᾶς Συμεών, πῆγε στὸ ἄλλο μέρος, γιατί ἤξερε τί ἔμελε νὰ κάνει. Ὅταν ἄρχισαν νὰ τρέχουν, ὁρμάει ὁ ὅσιος πρὸς τὸ δαιμονισμένο νέο, τὸν φτάνει καί, χωρὶς νὰ καταλάβει κανεὶς τίποτε, τὸν χτυπάει στὸ σαγόνι καὶ τοῦ λέει: «Νὰ μὴ μοιχεύσεις ἄλλη φορᾶ, ταλαίπωρε, καὶ δὲν θὰ σὲ πειράξει ὁ δαίμονας». Μόλις εἶπε αὐτά, τὸν σπάραξε τὸ δαιμόνιο, καὶ μαζεύτηκαν ὅλοι ἀπὸ πάνω του. Ἔτσι ποὺ ἦταν πεσμένος κάτω καὶ ἄφριζε, βλέπει τὸ Σαλὸ νὰ διώχνει ἀπὸ μέσα του ἕνα σκύλο μαῦρο χτυπώντας τὸν μὲ ἕνα ξύλινο σταυρό. Ὅταν μετὰ ἀπὸ πολλὲς ὧρες συνῆλθε καὶ τὸν ρωτοῦσαν τί εἶχε πάθει, δὲν μποροῦσε νὰ τοὺς πεῖ τίποτε ἄλλο παρὰ μόνο ὅτι: «Κάποιος μου εἶπε, νὰ μὴ πορνεύσω ἄλλη φορᾶ». Μόνο μετὰ τὸ θάνατο τοῦ ἀββᾶ, σὰν νὰ εἶχε καθαρίσει ὁ νοῦς του, διηγόταν σ’ ὅλους το περιστατικὸ μὲ κάθε λεπτομέρεια.

Κάποτε μερικοὶ μίμοι ἔκαναν τὸ νούμερό τους στὸ θέατρο. Μαζί τους ἦταν καὶ κάποιος ταχυδακτυλουργός. Θέλοντας νὰ τὸν κάνει νὰ σταματήσει αὐτὰ ποὺ ἔκανε (γιατί εἶχε κάνει μερικὰ καλὰ ἔργα), δὲν τὸ θεώρησε ὑποτιμητικὸ νὰ πάει στὸ θέατρο, ἀλλὰ πῆγε καὶ στάθηκε κάτω ἀπὸ τὴν ἐξέδρα ποὺ ἔπαιζαν οἱ μίμοι. Ὅταν εἶδε ὅτι ὁ ταχυδακτυλουργὸς ἄρχισε νὰ κάνει ἀθέμιτα πράγματα, ρίχνει μιὰ πολὺ μικρὴ πέτρα, ἀφοῦ ἔκανε πάνω της τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ, καὶ τὸν χτύπησε στὸ δεξί του χέρι καὶ τοῦ τὸ ξέρανε, χωρὶς νὰ καταλάβει κανεὶς ποιὸς ἔριξε τὴν πέτρα. Παρουσιάστηκε κατόπιν τὴ νύχτα στὸν ὕπνο τοῦ ὁ ὅσιος καὶ τοῦ λέει: «Πραγματικὰ σὲ πέτυχα΄ κι ἂν δὲν ὁρκιστεῖς ὅτι δὲν θὰ κάνεις ἄλλη φορᾶ τέτοια πράγματα, δὲν πρόκειται νὰ γιατρευτεῖς». Ὁρκίστηκε αὐτὸς στὴ Θεοτόκο καὶ ὅταν σηκώθηκε εἶδε ὅτι τὸ χέρι τοῦ εἶχε θεραπευτεῖ. Καὶ διηγόταν ὅλα ὅσα εἶδε στὸν ὕπνο του, μόνο ποὺ δὲν μποροῦσε νὰ πεῖ ὅτι ὁ Σαλὸς ἦταν αὐτὸς ποὺ τοῦ τὰ εἶπε. Δὲν μπόρεσε νὰ πεῖ τίποτε ἄλλο παρὰ μόνο ὅτι: «Κάποιος μοναχὸς ποὺ φοροῦσε στεφάνι ἀπὸ βάγια μου τὰ εἶπε».

Κάποτε ποὺ ἦταν νὰ γίνει μεγάλος σεισμὸς στὴν πόλη, τὴν ἐποχὴ ποὺ καταστράφηκε ἡ Ἀντιόχεια, στὰ χρόνια της βασιλείας τοῦ Μαυρικίου (τότε ἦταν ποὺ ἔφυγε ἀπὸ τὴν ἔρημο ὁ ὅσιος καὶ κατέβηκε στὸν κόσμο), ἅρπαξε τὸ λουρὶ ἀπὸ τὸ σχολεῖο καὶ ἄρχισε νὰ χτυπάει τοὺς στύλους καὶ νὰ λέει στὸν καθένα: «Εἶπε ὁ κύριός σου νὰ σταθεῖς». Καὶ ὅταν ἔγινε σεισμός, κανεὶς ἀπ’ ὅσους στύλους χτύπησε δὲν ἔπεσε. Σὲ κάποιο στύλο ὅμως εἶχε πεῖ: «Ἐσὺ οὔτε νὰ πέσεις οὔτε νὰ σταθεῖς». Αὐτὸς σχίστηκε ἀπὸ πάνω μέχρι κάτω, ἔγειρε λίγο κι ἔμεινε ἔτσι. Κανεὶς δὲν εἶχε καταλάβει τί ἔκανε ὁ μακάριος, ἀλλὰ ὅλοι πίστευαν, ὅτι ἀπὸ τὴν παραφροσύνη τοῦ εἶχε χτυπήσει τοὺς στύλους. Ἦταν νὰ δοξάζει κανεὶς τὸ Θεὸ καὶ νὰ ἀπορεῖ γιὰ τὰ θαυμάσιά Του, ἀφοῦ ὅσες ἐνέργειες τοῦ ἁγίου θεωροῦσαν μερικοὶ ἄπρεπες, μ’ αὐτὲς φανέρωνε τὰ παράδοξα καὶ ἀπροσδόκητα. Κάποτε, ποὺ ἦταν νὰ πέσει θανατικὸ στὴν πόλη, πέρασε ἀπ’ ὅλα τα σχολεῖα καὶ φιλοῦσε τὰ παιδιὰ λέγοντας στὸ καθένα σὰν γι’ ἀστεῖο: «Πήγαινε στὸ καλό, καλό μου». Δὲν τὰ φίλησε ὅλα, ἀλλὰ ὅσα τοῦ ὑπέδειξε ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ. Στὸ δάσκαλο κάθε σχολείου ἔλεγε: «Γιὰ τὸ Θεό σου, τρελέ, μὴ δείρεις τὰ παιδιὰ ποὺ φιλῶ, γιατί ἔχουν νὰ βαδίσουν πολὺ δρόμο». Οἱ δάσκαλοι τὸν κορόιδευαν καὶ μερικὲς φορὲς μάλιστα τὸν χτυποῦσαν μὲ τὸ λουρὶ καὶ ἔκαναν νόημα καὶ στὰ παιδιὰ καὶ τὸν κοροϊδεύανε. Ὅταν ἔπεσε τὸ θανατικὸ δὲν ἔμεινε οὔτε ἕνα παιδὶ ζωντανὸ ἀπ’ ὅσα φίλησε ὁ ἀββᾶς Συμεών, ἀλλὰ πέθαναν ὅλα.

Εἶχε τὴ συνήθεια ὁ ὅσιος νὰ πηγαίνει στὰ σπίτια τῶν πλουσίων καὶ νὰ παίζει καὶ νὰ προσποιεῖται πολλὲς φορὲς ὅτι φιλάει τὶς δοῦλες τους. Μιὰ φορὰ κάποιος ἄφησε ἔγκυο μιὰ δούλη κάποιου πλουσίου. Ὅταν ἡ κυρία τῆς τὴ ρώτησε ποιὸς τὴ διέφθειρε, ἐπειδὴ δὲν ἤθελε νὰ τὸ φανερώσει, εἶπε: «Ὁ Σαλὸς Συμεὼν μὲ βίασε». Ὅταν ἦρθε ὁ ἅγιος, ὅπως τὸ συνήθιζε, στὸ σπίτι αὐτό, τοῦ εἶπε ἡ κυρία τῆς κοπέλας: «Μπράβο, ἀββᾶ Συμεών, διέφθειρες καὶ ἄφησες ἔγκυο τὴ δούλη μου». Ἀμέσως γέλασε ἐκεῖνος, ἔσκυψε τὸ κεφάλι του καὶ χειρονομώντας μὲ τὸ δεξί του χέρι τῆς ἔλεγε, ἔχοντας ἑνωμένα τὰ πέντε δάχτυλά του: «Ἔλα, ἔλα, καημένη, θὰ σοῦ γεννήσει καὶ θὰ ἔχεις ἕνα μικρὸ Συμεώνη». Ὅσο χρόνο ἦταν αὐτὴ ἔγκυος, τῆς κουβαλοῦσε ὁ ἀββᾶς Συμεὼν ψωμιά, κρέατα καὶ ψάρια λέγοντας: «Φάε, γυναίκα μου». Ὅταν ἦρθε ἡ ὥρα νὰ γεννήσει, κοιλοπόνησε τρεῖς μέρες κινδυνεύοντας νὰ πεθάνει. Εἶπε τότε ἡ κυρία της στὸ Σαλό: «Προσευχήσου, ἀββᾶ Συμεών, γιατί ἡ γυναίκα σου δὲν μπορεῖ νὰ γεννήσει». Ἐκεῖνος τῆς ἀπάντησε χορεύοντας καὶ χτυπώντας τὰ χέρια του: «Μὰ τὸν Ἰησοῦ, μὰ τὸν Ἰησοῦ, ταπεινή, δὲν θὰ μπορέσει νὰ γεννήσει τὸ παιδί, ἂν δὲν πεῖ ποιὸς εἶναι ὁ πατέρας του». Ὅταν ἄκουσε αὐτὸ ἡ δούλη ποὺ κινδύνευε, ὁμολόγησε ὅτι συκοφάντησε τὸν ἀββᾶ καὶ φανέρωσε τὸν ἀληθινὸ πατέρα. Ἀμέσως τότε γέννησε. Θαύμασαν ὅλοι καί, ἐνῶ οἱ ἄνθρωποι τοῦ σπιτιοῦ αὐτοῦ τὸν εἶχαν γιὰ ἅγιο, οἱ ἄλλοι ἔλεγαν: «Μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Σατανᾶ μαντεύει, ἀφοῦ εἶναι τελείως τρελός».

Δύο πατέρες σὲ κάποιο μοναστήρι κοντὰ στὴν Ἔμεσα συζητοῦσαν καὶ προσπαθοῦσαν νὰ ἐξηγήσουν γιατί ἔπεσε ὁ Ὠριγένης, ὁ αἱρετικός, τὴ στιγμὴ ποὺ εἶχε τιμηθεῖ μὲ τέτοια γνώση καὶ σοφία ἀπὸ τὸ Θεό. Ὁ ἕνας ἔλεγε: «Ἡ γνώση ποὺ εἶχε δὲν ἦταν ἀπὸ τὸ Θεό, ἀλλὰ ἦταν φυσικὸ πλεονέκτημα. Ἐπειδὴ λοιπὸν εἶχε φυσικὰ προσόντα, κυρίως ὅμως μὲ τὴν ἀνάγνωση τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ τὴ μελέτη τῶν ἁγίων πατέρων ὄξυνε τὸ νοῦ του καὶ ἔτσι μπόρεσε νὰ γράψει τὰ βιβλία ποὺ ἔγραψε». Ὁ ἄλλος ἀπαντοῦσε: «Δὲν μπορεῖ κανεὶς μόνο μὲ τὸ φυσικὸ πλεονέκτημα τοῦ μυαλοῦ νὰ πεῖ αὐτὰ ποὺ ἐξέθεσε ὁ Ὠριγένης, καὶ μάλιστα στὰ ἑξαπλά* του». (Γι’ αὐτὸ καὶ μέχρι σήμερα τὰ δέχεται αὐτὰ ὡς ἀναγκαῖα ἡ καθολικὴ ἐκκλησία). Ὁ ἄλλος ἀποκρινόταν πάλι: «Πίστεψε μέ, ὑπάρχουν Ἕλληνες ποὺ ἀπόκτησαν περισσότερη σοφία ἀπ’ αὐτὸν καὶ περισσότερα βιβλία ἔγραψαν. Τί λές; Πρέπει κι αὐτοὺς νὰ ἐπαινέσουμε γιὰ τὶς φλυαρίες τους;» Ἐπειδὴ δὲν κατάφεραν τελικὰ νὰ συμφωνήσουν, εἶπαν: «Ἀκοῦμε ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ ἔρχονται ἀπὸ τοὺς Ἁγίους Τόπους ὅτι ἡ ἔρημός του Ἰορδάνη ἔχει μεγάλους μοναχοὺς- ἃς πᾶμε σ’ αὐτούς, γιὰ νὰ μᾶς διαφωτίσουν». Πῆγαν λοιπὸν στοὺς Ἁγίους Τόπους καί, ἀφοῦ προσευχήθηκαν, προχώρησαν πρὸς τὴν ἔρημό της Νεκρᾶς Θάλασσας, ὅπου εἶχαν ἐγκατασταθεῖ οἱ ἀείμνηστοι Ἰωάννης καὶ Συμεών. Δὲν πῆγε χαμένος ὁ κόπος τους, γιατί μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ βρῆκαν τὸν ἀββᾶ Ἰωάννη ποὺ εἶχε ἤδη φτάσει σὲ μέτρα τελειότητας. Μόλις τοὺς εἶδε, εἶπε: «Καλῶς ὅρισαν αὐτοὶ ποὺ ἄφησαν τὴ θάλασσα καὶ ἦρθαν στὴ λίμνη τὴν ξερή, γιὰ νὰ πάρουν νερό». Συζήτησαν ἀρκετὴ ὥρα διάφορα πνευματικὰ θέματα καὶ ὑστέρα του εἶπαν τὸ λόγο ποὺ ἔκαναν μιὰ τόσο μεγάλη πορεία. Τοὺς εἶπε τότε: «Πατέρες, δὲν ἀπόκτησα ἀκόμη τὸ χάρισμα νὰ ἐξιχνιάζω τὶς βουλὲς τοῦ Θεοῦ. Πηγαίνετε στὸ σαλὸ Συμεών, στὴ χώρα σας, καὶ αὐτὸς θὰ σᾶς ἐξηγήσει κι αὐτὸ καὶ ὅ,τι ἄλλο θέλετε. Ἀκόμη νὰ τοῦ πεῖτε νὰ προσευχηθεῖ γιὰ τὸν Ἰωάννη, γιὰ νὰ τύχει κι αὐτὸς δέκα». Ὅταν πῆγαν στὴν Ἔμεσα καὶ ρώτησαν ποὺ βρίσκεται ἐκεῖ κάποιος σαλὸς Συμεών, ὅλοι τους κορόιδευαν καὶ ἔλεγαν: «Τί θέλετε ἀπὸ αὐτὸν πατέρες; Εἶναι ἄνθρωπος παράξενος κι ὅλους τους κάνει κακὸ καὶ τοὺς κοροϊδεύει, καὶ προπαντός τους μοναχούς». Ἐκεῖνοι τὸν ἀναζήτησαν καὶ τὸν βρῆκαν στὸ μαγαζὶ ἑνὸς φουσκαρίου* νὰ τρώει λούπινα σὰν ἀρκούδα. Ἀμέσως ὁ ἕνας σκανδαλίστηκε καὶ εἶπε μέσα του: «Ἀλήθεια, μεγάλο σοφὸ ἤρθαμε νὰ δοῦμε΄ πολλὰ ἔχει νὰ μᾶς πεῖ». Ὅταν τὸν πλησίασαν καὶ τοῦ εἶπαν «Εὐλογεῖτε», τοὺς λέει: «Κακῶς ἤρθατε, καὶ αὐτὸς ποὺ σᾶς ἔστειλε εἶναι τρελός». Ἐπίασε τότε τὸ αὐτὶ αὐτοῦ ποὺ σκανδαλίστηκε καὶ τοῦ ἔδωσε ἕνα τέτοιο μπάτσο, ποὺ φαινόταν γιὰ τρεῖς μέρες, καὶ εἶπε: «Γιατί κατηγορᾶτε τὰ λούπινα; Σαράντα μέρες βράχηκαν. Ὁ Ὠριγένης δὲν τρώει ἀπὸ αὐτά, γιατί μπῆκε πολὺ μέσα στὴ θάλασσα καὶ δὲν μπόρεσε νὰ βγεῖ καὶ πνίγηκε στὸ βυθό». Ἔμειναν ἔκπληκτοι, γιατί τοὺς τὰ προεῖπε ὅλα, καὶ μάλιστα συμπλήρωσε: «Τὰ δέκα θέλει ὁ σαλός; Τρελὸς εἶναι κι αὐτὸς σὰν κι ἐσάς. Θὰ πάρεις, πέστε του, κλωτσιᾶ στὸ καλάμι; Ἄντε, ἄντε, πηγαίνετε». Καὶ ἀμέσως σήκωσε τὴ χύτρα μὲ τὴ ζεστὴ φούσκα* καὶ τοὺς ἔκαψε τὰ χείλη τους, γιὰ νὰ μὴν μποροῦν νὰ ποῦν τὰ ὅσα τοὺς εἶπε.

Κάποτε, ποὺ ἦταν στὸ φουσκάριο, πῆρε μία μέρα ἕνα πανδούρι* καὶ ἄρχισε νὰ παίζει σ’ ἕνα στενοσόκακο, ὅπου ὑπῆρχε πνεῦμα ἀκάθαρτο. Ἔπαιζε καὶ ἔλεγε τὴν εὐχὴ τοῦ μεγάλου Νίκωνα, γιὰ νὰ διώξει ἀπὸ τὸν τόπο ἐκεῖνο τὸ πνεῦμα, ἐπειδὴ σὲ πολλοὺς εἶχε κάνει κακό. Ὅταν ἔφυγε τὸ δαιμόνιο, πέρασε μὲ τὴ μορφὴ Αἰθίοπα ἀπὸ τὸ μαγαζὶ καὶ ἔσπασε ὅλα τα πήλινα καὶ γυάλινα ἀντικείμενα. Ἐπέστρεψε ὁ θαυμάσιος καὶ λέει στὴ γυναίκα τοῦ ἀφεντικοῦ του: «Ποιὸς τὰ ἔσπασε αὐτά;» Ἐκείνη τοῦ ἀπάντησε: «Ἕνας μαῦρος καταραμένος ἦρθε καὶ τὰ ἔσπασε ὅλα». Τῆς λέει γελώντας: «Κοντὸς κοντός;» Ἐκείνη τοῦ ἀπαντάει: «Ναί, πράγματι, Σαλέ». Τῆς λέει τότε: «Ἀλήθεια, ἐγὼ τὸν ἔστειλα, γιὰ νὰ τὰ σπάσει ὅλα». Ὅταν τὸ ἄκουσε αὐτὸ ἐκείνη, προσπάθησε νὰ τὸν χτυπήσει. Αὐτὸς ὅμως ἔσκυψε, πῆρε χώματα, τὰ ἔριξε στὰ μάτια της καὶ τῆς εἶπε: «Δὲν μπορεῖς νὰ μὲ πιάσεις΄ ἢ θὰ κοινωνεῖτε στὴν ἐκκλησία μου ἢ ὁ μαῦρος θὰ τὰ σπάνει ὅλα κάθε μέρα». (Ἦταν αἱρετικοὶ “ἀκέφαλοι”*). Ἔφυγε ὁ ἅγιος καὶ τὴν ἄλλη μέρα ἦρθε πάλι ὁ μαῦρος τὴν ἴδια ὥρα καὶ τὰ ἔσπασε ὅλα. Κάτω ἀπὸ αὐτὴν τὴν πίεση ἔγιναν ὀρθόδοξοι, ἔχοντας τὸ Συμεὼν γιὰ φάρμακο. Δὲν τολμοῦσαν νὰ μιλήσουν σὲ κανέναν γι’ αὐτόν, μολονότι ὁ Σαλὸς περνοῦσε κάθε μέρα ἀπὸ ἐκεῖ καὶ τοὺς κορόιδευε. Κάποιος ἀπὸ τοὺς τεχνίτες στὴν πόλη, κατάλαβε τὴν ἀρετὴ τοῦ —τὸν εἶχε δεῖ μιὰ φορὰ νὰ λούζεται καὶ νὰ συνομιλεῖ μὲ δυὸ ἀγγέλους— καὶ θέλησε νὰ τὸ κάνει γνωστὸ σ’ ὅλους. Ὁ τεχνίτης αὐτὸς ἦταν Ἑβραῖος καὶ βλασφημοῦσε πολύ το Χριστό. Παρουσιάστηκε στὸν ὕπνο τοῦ ὁ ὅσιος λέγοντάς του νὰ μὴν πεῖ σὲ κανέναν αὐτὸ ποὺ εἶδε. Τὴν ἄλλη μέρα πρωὶ-πρωὶ ὁ Ἑβραῖος θέλησε νὰ πραγματοποιήσει τὴν ἀπόφασή του, ἀλλὰ παρουσιάστηκε μπροστά του ὁ ὅσιος, τοῦ ἀκούμπησε τὰ χείλη του καὶ ἔχασε τὴ φωνή του, μὴ μπορώντας νὰ πεῖ τίποτε σὲ κανένα. Ἄρχισε νὰ ἀκολουθεῖ τὸν ἀββᾶ Συμεὼν κάνοντάς του νοήματα μὲ τὸ χέρι, γιὰ νὰ τὸν κάνει νὰ μιλήσει. Παρίστανε τὸ σαλὸ ὁ ἀββᾶς καὶ τοῦ ἀπαντοῦσε κι αὐτὸς μὲ νοήματα σὰν τρελός. Τοῦ ἔκανε νοήματα γιὰ νὰ κλείσει τὸ στόμα του. Ἦταν φοβερὸ νὰ τοὺς βλέπει κανεὶς νὰ κάνουν νοήματα ὁ ἕνας στὸν ἄλλο. Παρουσιάστηκε πάλι στὸ ὄνειρό του ὁ γέροντας καὶ τοῦ λέει: «Ἢ θὰ βαπτιστεῖς ἢ θὰ μείνεις ἔτσι». Ὁ Ἑβραῖος δὲν θέλησε νὰ ὑπακούσει΄ ὅταν ὅμως πέθανε ὁ ἀββᾶς Συμεὼν καὶ εἶδε πόσο τὸν εἶχε τιμήσει ὁ Θεὸς καὶ ὅτι μετατέθηκε τὸ λείψανό του, τότε βαπτίστηκε ὁ ἴδιος κι ὅλη ἡ οἰκογένειά του. Καὶ ὅταν βγῆκε ἀπὸ τὴν κολυμβήθρα, βρῆκε ἀμέσως τὴ μιλιά του. Τελοῦσε καὶ τὴ μνήμη τοῦ Σαλοῦ κάθε χρόνο καὶ προσκαλοῦσε καὶ τοὺς φτωχούς.

Σὲ τέτοια μέτρα καθαρότητας καὶ ἀπάθειας ἔφτασε ὁ μακάριος, ὥστε πολλὲς φορὲς χόρευε κρατώντας θεατρίνες μὲ τὸ ἕνα καὶ τὸ ἄλλο χέρι. Ἀκόμη πολλὲς φορὲς βρισκόταν μέσα στὸ πλῆθος καὶ ἔπαιζε, καὶ μερικὲς φορὲς οἱ ἄσεμνες γυναῖκες ἔβαζαν τὰ χέρια τους στὸν κόρφο του καὶ τὸν πείραζαν, τοῦ ἔδιναν μπάτσους καὶ τὸν τσιμποῦσαν. Ὁ γέροντας, σὰν καθαρὸς χρυσός, καθόλου δὲν μολύνονταν ἀπὸ αὐτές. Ὅπως ἔλεγε, ὅταν στὴν ἔρημο εἶχε τὸ σαρκικὸ πόλεμο, παρακάλεσε τὸ Θεὸ καὶ τὸν ὅσιο Νίκωνα, νὰ τὸν ἀνακουφίσει ἀπὸ τὸν πόλεμο τῆς πορνείας. Εἶδε τότε ὅραμα, ὅτι ἦρθε ὁ ἀοίδιμος καὶ τοῦ εἶπε: «Πῶς εἶσαι ἀδελφέ;» Ἐκεῖνος τοῦ ἀπάντησε: «Ἄσχημα, ἂν δὲν προφτάσεις, γιατί ἡ σάρκα μὲ ἐνοχλεῖ, καὶ δὲν ξέρω γιατί». Χαμογέλασε τότε ὁ θαυμάσιος Νίκων, πῆρε νερὸ ἀπὸ τὸν ἅγιο Ἰορδάνη, τὸ σταύρωσε, τὸν ράντισε κάτω ἀπὸ τὸν ἀφαλὸ καὶ τοῦ εἶπε: «Νά, ἔγινες ὑγιής». Ἀπὸ τότε, ὅπως διαβεβαίωνε, δὲν αἰσθανόταν πύρωση ἢ κίνηση σωματικὴ οὔτε στὸν ὕπνο του οὔτε στὸ ξύπνο. Ἔχοντας θάρρος ἀπὸ αὐτὸ κατέβηκε στὸν κόσμο ὁ γενναῖος, γιὰ νὰ συμπαρασταθεῖ καὶ νὰ σώσει τοὺς πολεμουμένους. Μερικὲς φορὲς ἔλεγε στὶς πόρνες: «Θέλεις νὰ γίνεις φίλη μου καὶ νὰ σοῦ δίνω ἑκατὸ νομίσματα;» Πολλὲς δελεάζονταν καὶ συμφωνοῦσαν, τὴ στιγμὴ μάλιστα ποὺ τὶς ἔδειχνε καὶ τὰ χρήματα. Εἶχε ὁ ὅσιος ὅσα ἤθελε, γιατί τοῦ χορηγοῦσε ἀοράτως ὁ Θεὸς γιὰ τὸν ἅγιο σκοπό του. Ὅσες μάλιστα ἔπαιρναν τὰ χρήματα τὶς ἔβαζε νὰ ὁρκιστοῦν ὅτι θὰ τοῦ εἶναι πιστές.

Ὅλα ὅσα ἔκανε τὰ κάλυπτε μὲ τρελὴ καὶ παράξενη συμπεριφορά, ἀλλὰ δὲν εἶναι δυνατόν τα λόγια νὰ ἀποδώσουν τὴν πραγματικότητα. Πότε λόγου χάρη ἔκανε τὸν κουτσό, πότε χοροπηδοῦσε, πότε σερνόταν σὰν ἀνάπηρος καὶ πότε ἔβαζε τρικλοποδιὰ σὲ κάποιο ποὺ ἔτρεχε καὶ τὸν ἔριχνε κάτω. Ὅταν ἔβγαινε τὸ καινούργιο φεγγάρι ἔκανε πὼς κοιτοῦσε στὸν οὐρανὸ καὶ ἔπεφτε κάτω καὶ κλωτσοῦσε. Μερικὲς φορὲς κραύγαζε σὰν δαιμονισμένος, γιατί ὑποστήριζε ὅτι ἀπὸ ὅλα τα φερσίματα αὐτὸ ἦταν τὸ πιὸ κατάλληλο καὶ ταιριαστὸ γιὰ κείνους ποῦ προσποιοῦνται μωρία γιὰ τὸ Χριστό. Πολλὲς φορὲς μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο ἔλεγχε, σταματοῦσε ἁμαρτίες, ἔστελνε δοκιμασίες σὲ ὁρισμένους γιὰ νὰ τοὺς διορθώσει, ὅπως ἐπίσης προέλεγε ὁρισμένα πράγματα καὶ ἔκανε ὅσα ἤθελε, μὲ μόνη τὴν ἀλλαγὴ τῆς φωνῆς καὶ τῶν κινήσεών του.

Ἂν καμιὰ φορᾶ παρέβαινε τὴ συμφωνία τοὺς κάποια ἀπὸ τὶς «φίλες» του, ἀμέσως τὸ καταλάβαινε μὲ τὸ πνεῦμα του ὅτι πόρνευσε, καὶ ἔλεγε φωνάζοντας δυνατά: «Παραβηκες, παραβηκες. Ἁγία, ἁγία δώσ’ της», καὶ ἢ προσευχόταν νὰ τῆς ἔρθει κάποια βαριὰ ἀσθένεια ἢ πολλὲς φορές, ἂν ἐξακολουθοῦσε νὰ πορνεύει, τῆς ἔστελνε καὶ δαίμονα ἀκόμη. Ἔτσι ἀνάγκαζε ὅλες νὰ σωφρονοῦν καὶ νὰ μὴν παραβαίνουν τὴ συμφωνία τους.

Ἔμεινε κοντὰ στὴν Ἔμεσα κάποιος ἄρχοντας, κι ὅταν ἄκουσε γιὰ τὸν ἅγιο, εἶπε: «Πιστέψτε μέ, ἂν τὸν δῶ, θὰ καταλάβω ἂν προσποιεῖται ἢ ἂν εἶναι πράγματι τρελός». Πῆγε λοιπὸν στὴν πόλη καὶ κατὰ σύμπτωση τὸν βρῆκε τὴν ὥρα ποὺ μιὰ γυναίκα τὸν κρατοῦσε καὶ μιὰ ἄλλη τὸν χτυποῦσε μὲ λουρί. Ἀμέσως σκανδαλίστηκε καὶ σκέφτηκε στὰ Συριακά: «Ἄραγε ὁ ἴδιος ὁ Σατανᾶς δὲν τὸ πιστεύει ὅτι αὐτὸς ὁ ψευτοαββᾶς πορνεύει μὲ αὐτὲς τὶς γυναῖκες;» Ἀμέσως ὁ ὅσιος τὶς ἄφησε καὶ πλησίασε τὸν ἄρχοντα ποὺ βρισκόταν σὲ ἀπόσταση ὅσο ρίχνει κανεὶς μιὰ πέτρα καὶ τοῦ ἔδωσε ἕνα χαστούκι. Γύμνωσε ὕστερά τα ροῦχα του καὶ τοῦ εἶπε χορεύοντας καὶ σφυρίζοντας: «Ἔλα παῖξε, ταλαίπωρε΄ ἐδῶ δὲν ὑπάρχει δόλος». Κατάλαβε τότε ἐκεῖνος ὅτι ὁ ὅσιος ἀντιλήφθηκε τὶς σκέψεις του καὶ θαύμασε. Καὶ ὅταν πήγαινε νὰ τὸ πεῖ σὲ κανέναν, δενόταν ἡ γλώσσα του καὶ δὲν μποροῦσε νὰ μιλήσει.

Εἶχε καὶ τὸ χάρισμα τῆς ἐγκράτειας, ὅσο λίγοι ἅγιοι. Ὅταν ἐρχόταν ἡ Μεγάλη Σαρακοστή, δὲν ἔτρωγε τίποτε μέχρι τὴ Μεγάλη Πέμπτη. Ἀπὸ τὸ πρωὶ ὅμως τῆς Μεγάλης Πέμπτης καθόταν στὸ ζαχαροπλαστεῖο κι ἔτρωγε, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ σκανδαλίζονται ὅσοι τὸν ἔβλεπαν, ἐπειδὴ δὲν νήστευε οὔτε τὴν Μεγάλη Πέμπτη. Ὁ διάκονος Ἰωάννης ὅμως ἤξερε ὅτι ὁ Θεὸς τὸν φώτιζε γιὰ νὰ ἐνεργεῖ μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο. Μιὰ φορὰ ποὺ τὸν εἶδε νὰ τρώει ἀπὸ τὸ πρωὶ τῆς Μ. Πέμπτης στὸ ζαχαροπλαστεῖο, τοῦ λέει: «Πόσο θὰ σοῦ κοστίσει αὐτό, Σαλέ;» Ἐκεῖνος πῆρε τότε στὸ χέρι τοῦ σαράντα νομίσματα καὶ τοῦ λέει: «Εἶναι γεμάτο το πουγγί μου, ταλαίπωρε», ἐννοώντας ὅτι ἔχει νὰ φάει σαράντα μέρες.

Ἦταν σὲ κάποιο δρόμο τῆς πόλεως ἕνας δαίμονας. Μιὰ μέρα ποὺ περνοῦσε ἀπὸ ἐκεῖ ὁ ὅσιος τὸν εἶδε ποὺ ἤθελε νὰ χτυπήσει κάποιον ἀπὸ τοὺς περαστικούς. Πῆρε τότε στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ πέτρες καὶ ἄρχισε νὰ τὶς πετάει ἐδῶ κι ἐκεῖ στὴν ἀγορά, ἐμποδίζοντας ἔτσι ὅσους ἤθελαν νὰ περάσουν. Πέρασε ὅμως ἕνα σκυλί, τὸ χτύπησε ὁ δαίμονας καὶ ἄρχισε νὰ ἀφρίζει. Τότε εἶπε σ’ ὅλους ὁ ὅσιος: «Περάστε τώρα, ἀνόητοι». Ἤξερε ὁ πάνσοφος ὅτι, ἂν περνοῦσε ἄνθρωπος, αὐτὸν θὰ χτυποῦσε ὁ δαίμονας ἀντὶ τοῦ σκύλου, καὶ γι’ αὐτὸ τοὺς ἐμπόδισε νὰ περάσουν.

Ὅπως ἀναφέραμε καὶ πιὸ πάνω, ὁ σκοπὸς τοῦ πάνσοφου Συμεὼν ἦταν πρῶτα νὰ σώσει ψυχές, εἴτε μὲ τιμωρίες, ποὺ προκαλοῦσε μὲ κωμικὸ τρόπο ἢ μὲ μέθοδο, εἴτε μὲ θαύματα, ποὺ ἔκανε παριστάνοντας τὸν ἀνόητο, εἴτε μὲ νουθεσίες, ποὺ τὶς ἔλεγε κάνοντας τὸν τρελὸ΄ καὶ ἔπειτα νὰ μὴ γίνει γνωστὴ ἡ ἀρετή του καὶ ἀποκτήσει ἔπαινο καὶ τιμὲς ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους.

Μιὰ μέρα χόρευαν καὶ γελοῦσαν σὲ ἕνα δρόμο κάτι κορίτσια καὶ ἀποφάσισε νὰ περάσει ἀπὸ ἐκεῖ. Ὅταν τὸν εἶδαν ἄρχισαν νὰ κατηγοροῦν τοὺς μοναχούς. Ὁ δίκαιος γιὰ νὰ τὶς σωφρονίσει, προσευχήθηκε καὶ ἀμέσως ὁ Θεὸς τὶς τύφλωσε ὅλες. Ἄρχισαν τότε νὰ λένε τί τὶς συνέβη καὶ κατάλαβαν ὅτι αὐτὸς τὶς τύφλωσε καὶ ἄρχισαν νὰ τρέχουν ξοπίσω του κλαίγοντας καὶ φωνάζοντας: «Λύσε τὰ μάγια, Σαλέ, λύσε τὰ μάγια», γιατί νόμιζαν ὅτι τὶς τύφλωσε μὲ μάγια. Τὸν ἔφτασαν, τὸν κράτησαν μὲ τὴ βία καὶ τὸν ἐξόρκιζαν νὰ λύσει αὐτὸ ποὺ ἔδεσε. Τὶς λέει λοιπὸν παίζοντας: «Ὅποια ἀπὸ σᾶς θέλει νὰ γίνει καλά, ἃς ἔρθει νὰ φιλήσω τὸ μάτι της ποὺ τυφλώθηκε καὶ θὰ γίνει καλά». Ὅσες θέλησε ὁ Θεὸς νὰ γίνουν καλά, ἔλεγε ὁ ὅσιος, δέχτηκαν. Οἱ ὑπόλοιπες ποὺ δὲν δέχτηκαν νὰ τὶς φιλήσει, ἔμειναν ἔτσι κλαίοντας. Ἔφυγε τότε ὁ ὅσιος ἀπὸ κοντά τους, ἀλλὰ μετὰ ἀπὸ λίγο ἄρχισαν καὶ οἱ ὑπόλοιπες νὰ τρέχουν ἀπὸ πίσω του φωνάζοντας: «Σταμάτα, Σαλέ, σταμάτα, γιὰ τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ σταμάτα καὶ φίλησε καί μας». Καὶ ἔβλεπε κανεὶς νὰ τρέχει μπροστὰ ὁ γέροντας καὶ τὰ κορίτσια ἀπὸ πίσω του. Ἄλλοι ἔλεγαν ὅτι παίζουν μαζί του, ἄλλοι σκέφτονταν ὅτι τρελάθηκαν καὶ τὰ κορίτσια. Ἔμειναν λοιπὸν ἔτσι ἀθεράπευτα γιὰ πάντα. Ἔλεγε ὁ ὅσιος γι’ αὐτό: «Ἂν δὲν τὶς στράβωνε ὁ Θεός, θὰ ξεπερνοῦσαν στὴν ἀσωτία ὅλες τὶς γυναῖκες τὶς Συρίας. Ἔτσι μὲ τὴν ἀρρώστια τῶν ματιῶν τοὺς γλυτώνουν ἀπὸ τὰ πολλά τους κακά».

Μιὰ φορὰ τὸν κάλεσε σὲ γεῦμα ὁ φίλος του ὁ διάκονος Ἰωάννης καὶ κρέμονταν ἐκεῖ λαρδιά. Ἄρχισε τότε ὁ ἀββᾶς Συμεὼν νὰ κόβει καὶ νὰ τρώει ὠμὸ λαρδί. Ὁ πάνσοφος Ἰωάννης, ἐπειδὴ δὲν ἤθελε νὰ μιλήσει δυνατά, πῆγε κοντὰ στὸ αὐτί του καὶ τοῦ λέει: «Δὲν μὲ σκανδαλίζεις, κι ἂν ἀκόμη φᾶς ὠμὸ κρέας καμήλας. Κᾶνε ὅ,τι θέλεις λοιπόν». Γνώριζε βέβαια τὴν ἀρετὴ τοῦ Σαλοῦ, γιατί ἦταν κι αὐτὸς πνευματικὸς ἄνθρωπος.

Πῆγαν κάποτε μερικοὶ Ἐμεσηνοὶ στοὺς Ἁγίους Τόπους γιὰ νὰ γιορτάσουν τὸ Ἅγιο Πάσχα. Ὁ ἕνας ἀπὸ αὐτούς, ποὺ ἦταν ἔμπορος, κατέβηκε στὸν ἅγιο Ἰορδάνη γιὰ νὰ προσευχηθεῖ. Καθὼς περνοῦσε ἀπὸ τὶς σπηλιὲς τῶν ἀσκητῶν, ἔδινε στοὺς πατέρες εὐλογίες*. Συνέβη νὰ συναντήσει κατ’ οἰκονομία Θεοῦ τὸν ἀββᾶ Ἰωάννη, τὸν ἀδελφό του ἀββᾶ Συμεών, στὴν ἔρημο. Μόλις τὸν εἶδε ὁ ἔμπορος, ἔπεσε στὸ ἔδαφος ζητώντας νὰ πάρει τὴν εὐχή του. Τὸν ρωτάει ὁ ἀββᾶς Ἰωάννης: «Ἀπὸ ποῦ εἶσαι;» Τοῦ ἀπαντάει ἐκεῖνος: «Ἀπὸ τὴν Ἔμεσα, πάτερ». Τοῦ λέει τότε: «Τί ζητᾶς ἀπὸ ἐμένα τὸν φτωχό, ἀφοῦ ἔχεις ἐκεῖ τὸν ἀββᾶ Συμεὼν τὸ λεγόμενο Σαλό; Κι ἐγὼ καὶ ὅλος ὁ κόσμος ἔχουμε ἀνάγκη ἀπὸ τὶς εὐχές του». Πῆρε τὸν ἔμπορο μέσα στὴ σπηλιὰ τοῦ ὁ ἀββᾶς Ἰωάννης καὶ τοῦ ἔκανε πλούσιο τραπέζι. Ἀπὸ τὸ Θεὸ ἦταν ὅλα ὅσα εἶχε. Πῶς ἀλλιῶς νὰ βρεθοῦν στὴν ξερὴ ἐκείνη ἔρημο καθαρὰ ψωμιά, ζεστὰ τηγανιτὰ ψάρια, καλὸ κρασὶ καὶ καλοδουλεμένη στάμνα; Ἀφοῦ ἔφαγαν καὶ χόρτασαν, τοῦ ἔδωσε τρία ψωμιὰ ζεστά, ποὺ κι αὐτὰ ἦταν ἀπὸ τὸ Θεό, καὶ τοῦ λέει: «Δώσ’ τα στὸ Σαλὸ καὶ πές του ἀπὸ μένα΄ “Γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Κυρίου, νὰ εὔχεσαι γιὰ τὸν ἀδελφό σου Ἰωάννη”». Κατ’ οἰκονομία Θεοῦ, ὅταν πῆγε ὁ ἔμπορος στὴν Ἔμεσα, τὸν συνάντησε στὴν πύλη τῆς πόλεως ὁ ἀββᾶς Συμεὼν καὶ τοῦ λέει: «Τί γίνεται τρελέ; Πῶς εἶναι ὁ σαλός, ὁ ὅμοιός σου, ὁ ἀββᾶς Ἰωάννης; Μήπως ἔφαγες τὰ ψωμιὰ ποῦ σου ἔδωσε; Πράγματι, ἂν τὰ ἔφαγες καὶ τὰ τρία, δύσκολα θὰ τὰ χωνέψεις». Ἐκεῖνος θαύμασε, ὅταν ἄκουσε ὅλα ὅσα ὁ ἴδιος ἤθελε νὰ τοῦ πεῖ. Τὸν πῆρε μέσα στὸ καλύβι τοῦ ὁ Σαλὸς καί, ὅπως ἔλεγε ἀργότερα ὁ ἔμπορος, τοῦ πρόσφερε τὰ ἴδια ἀκριβῶς ποὺ τοῦ εἶχε προσφέρει κι ὁ ἀββᾶς Ἰωάννης. Ἀκόμη καὶ τὸ μέγεθος τῆς στάμνας ἦταν τὸ ἴδιο. Ἔλεγε ἀκόμη: «Ὅταν φάγαμε, τοῦ ἔδωσα τὰ τρία ψωμιὰ καὶ ἔφυγα γιὰ τὸ σπίτι μου. Ντρεπόμουν νὰ πῶ τίποτα σὲ κανένα γι’ αὐτόν, γιατί ὅλοι, τὸν εἶχαν σίγουρα γιὰ τρελό».

Εἴπαμε πιὸ πάνω, ὅτι ἔκανε κάποιο θαῦμα στὸν θεοφιλῆ ἐκεῖνον ἄνθρωπο, ποὺ μᾶς διηγήθηκε καὶ τὸ βίο του. Τὸ θαῦμα αὐτὸ ἔχει ὡς ἑξῆς. Κάποιοι κακοῦργοι, ἔκαναν ἕνα φόνο καὶ παίρνοντας τὸ πτῶμα τὸ ἔριξαν ἀπὸ μιὰ μικρὴ πόρτα μέσα στὸ σπίτι τοῦ θεοφιλέστατου Ἰωάννη. Ἐπειδὴ ἔγινε μεγάλη ἀναταραχή, ἔφτασε ἡ εἴδηση στὸν ἄρχοντα καὶ αὐτὸς ἀποφάσισε νὰ ἀπαγχονιστεῖ ὁ Ἰωάννης. Καθὼς τὸν πήγαιναν γιὰ νὰ τὸν θανατώσουν, τίποτε ἄλλο δὲν ἔλεγε μέσα του παρὰ μόνο: «Θεὲ τοῦ Σαλοῦ, βοήθησε μέ. Θεὲ τοῦ Σαλοῦ, στάσου κοντά μου τὴν ὥρα αὐτή». Ἐπειδὴ ἦταν θέλημα Θεοῦ νὰ σωθεῖ ἀπὸ αὐτὴ τὴν συκοφαντία, πῆγε κάποιος στὸν ἀββᾶ Συμεὼν καὶ τοῦ λέει: «Φτωχέ, τὸ φίλο σου ἐκεῖνον τὸν Ἰωάννη, πᾶνε νὰ τὸν κρεμάσουν κι ἂν πεθάνει, θὰ πεθάνεις καὶ σὺ ἀπὸ τὴν πείνα, γιατί κανεὶς δὲν σὲ φροντίζει ὅπως ἐκεῖνος». Τοῦ διηγήθηκε ἀκόμη καὶ τὰ σχετικὰ μὲ τὸ φόνο. Ἀφοῦ προσποιήθηκε πάλι, ὅπως συνήθιζε, τὸν τρελό, τὸν ἄφησε καὶ πῆγε σ’ ἕνα κρυφὸ μέρος, ποὺ πάντοτε προσευχόταν, καὶ ποὺ κανεὶς δὲν τὸ ἤξερε παρὰ μόνο ὁ φίλος του, ὁ εὐσεβὴς Ἰωάννης. Ἐκεῖ γονάτισε καὶ παρακαλοῦσε τὸ Θεὸ νὰ γλυτώσει τὸ δοῦλο Του ἀπὸ ἕνα τόσο μεγάλο κίνδυνο. Ὅταν ἔφτασαν αὐτοὶ ποὺ θὰ τὸν κρεμοῦσαν στὸν τόπο ποὺ θὰ ἔστηναν τὴν κρεμάλα, ἦρθαν τρέχοντας καβαλάρηδες καὶ εἶπαν νὰ τὸν ἀφήσουν ἐλεύθερο, γιατί εἶχαν βρεθεῖ οἱ πραγματικοὶ δολοφόνοι. Ὅταν τὸν ἄφησαν ἐλεύθερο, πῆγε ἀμέσως στὸ μέρος ποὺ ἤξερε ὅτι προσεύχεται πάντοτε ὁ ἀββᾶς Συμεών. Τὸν εἶδε ἀπὸ μακριὰ μὲ τὰ χέρια ὑψωμένα στὸν οὐρανὸ καὶ φοβήθηκε. Ὁρκιζόταν ὅτι ἔβλεπε πύρινες σφαῖρες νὰ ἀνεβαίνουν ἀπὸ αὐτὸν στὸν οὐρανὸ καὶ αὐτὸν στὸ μέσο ἑνὸς καμινιοῦ ποὺ ἔκαιγε γύρω του ὥστε δὲν τολμοῦσε νὰ πλησιάσει, μέχρι ποὺ τελείωσε τὴν προσευχή του. Γύρισε τότε τὸ κεφάλι τοῦ ὁ ὅσιος, τὸν εἶδε καὶ ἀμέσως τοῦ λέει: «Τί γίνεται, διάκονε; Μὰ τὸν Ἰησοῦ, μὰ τὸν Ἰησοῦ, παρὰ λίγο θὰ τὸ ἔπινες κι αὐτό. Πήγαινε τώρα νὰ προσευχηθεῖς. Σοῦ ἔγινε αὐτὸς ὁ πειρασμός, γιατί ἦρθαν χθὲς σ’ ἐσένα οἱ δύο ἐκεῖνοι φτωχοὶ καί, ἐνῶ ἤσουν σὲ θέση νὰ τοὺς βοηθήσεις, δὲν τὸ ἔκανες. Μήπως εἶναι δικά σου τὰ ὅσα δίνεις, ἀδελφέ; Ἢ δὲν πιστεύεις σ’ Αὐτὸν ποὺ εἶπε ὅτι ἑκατονταπλάσια θὰ πάρετε σ’ αὐτὴν τὴ ζωὴ καὶ στὴν ἄλλη θὰ κληρονομήσετε τὴν αἰωνιότητα (Ματθ. 19, 29); Ἂν τὸν πιστεύεις, δίνε. Ἂν δὲν δίνεις, εἶναι ὁλοφάνερο ὅτι δὲν πιστεύεις στὸν Κύριο». Νὰ λόγια σαλοῦ, μᾶλλον σοφοῦ ἁγίου. Μπροστὰ στὸ διάκονο Ἰωάννη, ὅταν ἦταν μόνοι τους, δὲν προσποιόταν τὸν σαλό, ἀλλὰ τοῦ μιλοῦσε μὲ τόσο ὡραῖο τρόπο καὶ τόση κατάνυξη, ποὺ πολλὲς φορές, ὅπως διαβεβαίωνε ὁ ἴδιος ὁ διάκονος, «ἔβγαινε εὐωδία ἀπὸ τὸ στόμα του, καὶ δὲν μποροῦσα νὰ πιστέψω ὅτι εἶναι ὁ πρὶν ἀπὸ λίγο Σαλός».

Μπροστὰ στοὺς ἄλλους συμπεριφερόταν διαφορετικά. Μερικὲς φορὲς τὴν Κυριακὴ ἔπαιρνε μιὰ σειρὰ λουκάνικα, τὰ φοροῦσε γιὰ ὡράριο καὶ κρατώντας στὸ ἀριστερό του χέρι σινάπι τὰ βουτοῦσε καὶ τὰ ἔτρωγε ἀπὸ τὸ πρωί. Μερικοὺς ἀπ’ αὐτοὺς ποὺ ἔρχονταν νὰ παίξουν μαζί του τοὺς ἄλειφε στὸ στόμα μὲ τὸ σινάπι. Κάποτε ποὺ ἦρθε νὰ παίξει μαζί του κάποιος χωρικός, ποὺ εἶχε ἄσπρα λευκώματα στὰ δυό του μάτια, τὸν ἄλειψε μὲ τὸ σινάπι στὰ μάτια καὶ τοῦ εἶπε, καθὼς αὐτὸς ἔνιωθε ἀφόρητους πόνους: «Πήγαινε νὰ πλυθεῖς, τρελέ, μὲ ξύδι καὶ σκόρδα καὶ θὰ γίνεις ἀμέσως καλά». Ἐκεῖνος πῆγε στοὺς γιατρούς, πιστεύοντας ὅτι κάτι θὰ πετύχει, ἀλλὰ τυφλώθηκε περισσότερο. Τελικά, ἀπὸ τὴν μανία του, ὁρκίστηκε στὰ Συριακά: «Μὰ τὸ Θεὸ τ’ οὐρανοῦ, θὰ κάνω ὅ,τι μου εἶπε ὁ Σαλὸς κι ἃς πεταχτοῦν ἔξω τα μάτια μου»΄ καὶ ἀφοῦ πλύθηκε ὅπως τοῦ εἶχε πεῖ, θεραπεύτηκαν τελείως τὰ μάτια του καὶ ἔγιναν καθαρά, ὅπως ἦταν ὅταν γεννήθηκε, καὶ δόξαζε τὸ Θεό. Ὅταν τὸν συνάντησε ὁ Σαλὸς τοῦ λέει: «Εἶδες, ἔγινες καλά, τρελὲ΄ νὰ μὴ κλέβεις ἄλλη φορᾶ τὰ γίδια τοῦ γείτονά σου».

Εἶχαν κλέψει ἀπὸ κάποιον στὴν Ἔμεσα πεντακόσια νομίσματα καί, ἐνῶ τὰ ἀναζητοῦσε, συνάντησε τὸν ἀββᾶ Συμεών. Θέλοντας νὰ ἀλλάξει διάθεση, τοῦ λέει: «Μπορεῖς νὰ κάνεις τίποτα, τρελέ, γιὰ νὰ βρεθοῦν τὰ χρήματά μου;» Τοῦ ἀπαντάει ἐκεῖνος: «Ἂν θέλεις, ναί». Λέει πάλι ὁ ἄλλος: «Κᾶνε, κι ἂν βρεθοῦν, θὰ σοῦ δώσω δέκα». Τοῦ λέει ὁ Σαλός: «Ἂν κάνεις ὅ,τι σου πῶ, θὰ τὰ βρεῖς στὸ ντουλάπι σου αὐτὴν τὴν νύχτα». Διαβεβαίωσε μὲ ὅρκους ὅτι θὰ κάνει ὅ,τι τοῦ πεῖ, ἀρκεῖ μόνο νὰ μὴ τοῦ πεῖ τίποτε τὸ παράλογο. Τοῦ λέει τότε ὁ ὅσιος: «Πήγαινε, τὰ χρήματά σου τὰ πῆρε ὁ δοῦλος σου, ποὺ σὲ ὑπηρετεῖ στὸ τραπέζι. Νὰ μοῦ ὁρκιστεῖς ὅμως, ὅτι δὲν θὰ δέρνεις οὔτε αὐτὸν οὔτε κανέναν ἄλλο μέσα στὸ σπίτι σου». Τὸ εἶπε αὐτὸ ὁ ἅγιος, γιατί ἔδερνε πολύ. Ἐκεῖνος νόμισε ὅτι τοῦ εἶπε νὰ μὴ δείρει κανένα γιὰ τὰ νομίσματα. Ὁ ἀββᾶς ὅμως τοῦ εἶπε νὰ μὴ δείρει ποτὲ κανέναν. Ἔδωσε λοιπὸν τὸ λόγο του καὶ ἔκανε φρικτοὺς ὅρκους, ὅτι δὲν θὰ δέρνει κανέναν. Πῆγε ὕστερα καὶ βρῆκε τὸ δοῦλο του καὶ μὲ τὸ καλό του πῆρε τὰ χρήματά του. Ἀπὸ τότε, ὅσες φορὲς πήγαινε νὰ δείρει κάποιον, δὲν μποροῦσε καὶ ἀμέσως πιανόταν τὸ χέρι του. Καταλάβαινε τότε κι ἔλεγε: «Αὐτὸ τὸ παθαίνω ἀπὸ τὸ Σαλό». Πήγαινε λοιπὸν καὶ τοῦ ἔλεγε: «Λύσε, Σαλέ, τὸν ὅρκο». Ἐκεῖνος παρίστανε τὸν τρελὸ καὶ ἔκανε ὅτι δὲν καταλάβαινε τί τοῦ ἔλεγε. Ἐπειδὴ ἐπέμενε νὰ τὸν ἐνοχλεῖ, παρουσιάστηκε στὸν ὕπνο του καὶ τοῦ λέει: «Ἂν λύσω τὸν ὅρκο, θὰ λύσω καὶ τὸ πορτοφόλι σου καὶ θὰ σκορπίσω ὅλα τα χρήματά σου. Δὲν συμπεριφέρεσαι ἄσχημα μὲ τὸ νὰ θέλεις νὰ δέρνεις τοὺς συνδούλους σου, οἱ ὁποῖοι πηγαίνουν πρὶν ἀπὸ σένα στὴ μέλλουσα ζωή;». Ὅταν λοιπὸν εἶδε αὐτά, ἔπαψε νὰ τὸν ἐνοχλεῖ.

Συμπονοῦσε τοὺς δαιμονισμένους περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλον, ὥστε πήγαινε μερικὲς φορὲς καὶ ἐξομοιωνόταν μὲ αὐτοὺς καὶ ζωντας μαζί τους θεράπευε μὲ τὴν προσευχὴ τοῦ πολλοὺς ἀπὸ αὐτοὺς΄ καὶ γι’ αὐτὸ μερικοὶ δαιμονισμένοι κραύγαζαν καὶ ἔλεγαν: «Κακὸ ποὺ μᾶς βρῆκε, Σαλέ! Ὅλο τὸν κόσμο περιπαίζεις καὶ ἦρθες καὶ σ’ ἐμᾶς νὰ μᾶς παιδεύεις; Φύγε ἀπὸ δῶ, δὲν εἶσαι σὰν κι ἐμᾶς. Γιατί μᾶς βασανίζεις καὶ μᾶς καῖς ὅλη τὴν νύχτα;». Ὅταν ἦταν μαζί τους ὁ ὅσιος, κραύγαζε σὰν δαιμονισμένος, ἐλέγχοντας μὲ τὸ φωτισμὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἄλλους ὅτι εἶχαν κλέψει, ἄλλους ὅτι εἶχαν πορνεύσει΄ ἄλλους τοὺς κατηγοροῦσε φωνάζοντας ὅτι δὲν κοινωνοῦσαν συχνά, ἄλλους τοὺς ἔλεγχε γιατί ἦταν ἐπίορκοι, καὶ ἔτσι μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο ἐμπόδιζε ὅλη τὴν πόλη νὰ κάνει ἁμαρτίες.

Ἦταν ἐκεῖνο τὸν καιρὸ μιὰ γυναίκα μάντισσα ποὺ ἔκανε φυλαχτὰ καὶ ξόρκια. Ὁ δίκαιος σχεδίαζε νὰ ἀποκτήσει φιλία μαζί της δίνοντάς της εἴτε χρήματα εἴτε ψωμιὰ εἴτε ροῦχα, ὅσα συγκέντρωνε ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ τοῦ ἔδιναν. Μιὰ μέρα τῆς λέει: «Θέλεις νὰ σοῦ κάνω ἐγὼ ἕνα φυλαχτό, γιὰ νὰ μὴ σὲ πιάνει ποτὲ τὸ μάτι;» Δέχτηκε ἐκείνη μὲ τὴ σκέψη ὅτι, κι ἂν ἀκόμη εἶναι σαλός, ἴσως μπορεῖ νὰ τὸ κάνει. Πῆγε λοιπὸν κι ἔγραψε σὲ μιὰ μικρὴ πινακίδα στὰ Συριακά: «Νὰ καταργήσει ὁ Θεὸς τὴ δύναμή σου καὶ νὰ σὲ σταματήσει νὰ ὁδηγεῖς σ’ ἐσένα τοὺς ἀνθρώπους, ἀποστρέφοντάς τους ἀπὸ Αὐτόν». Τῆς τὸ ἔδωσε καὶ τὸ φόρεσε καὶ ἀπὸ τότε δὲν μπόρεσε νὰ κάνει σὲ κανένα οὔτε μαντεῖα οὔτε φυλαχτό.

Μιὰ φορὰ πάλι καθόταν μαζὶ μὲ ἄλλους καὶ ζεσταινόταν κοντὰ στὸ καμίνι ἑνὸς ὑαλουργοῦ, ποὺ ἦταν ἑβραῖος. Σὲ μιὰ στιγμὴ λέει στοὺς φτωχοὺς παίζοντας: «Θέλετε νὰ σᾶς κάνω νὰ γελάσετε; Νά, γιὰ κάθε ποτήρι ποὺ κάνει ὁ τεχνίτης, θὰ κάνω τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ καὶ θὰ σπᾶνε». Ὅταν ἔσπασε τὸ ἕνα μετὰ τὸ ἄλλο ἑφτὰ ποτήρια, ἄρχισαν οἱ φτωχοὶ νὰ γελᾶνε. Τὸ εἶπαν ὅμως στὸν ὑαλουργὸ κι ἐκεῖνος τὸν ἔκαψε καὶ τὸν ἔδιωξε. Καθὼς ἔφευγε, τοῦ φώναξε: «Ἀλήθεια, νόθε, μέχρι νὰ κάνεις σταυρὸ στὸ μέτωπό σου, ὅλα θὰ σπάζουν». Ἔσπασε πάλι ἄλλα δεκατρία το ἕνα μετὰ τὸ ἄλλο- συγκλονίστηκε τότε ὁ Ἑβραῖος, ἔκανε σταυρὸ στὸ μέτωπό του, καὶ δὲν ἔσπασε πιὰ τίποτε. Ὕστερα ἀπ’ αὐτὸ πῆγε κι ἔγινε χριστιανός.

Κάποτε δέκα δημότες ἐπλεναν τὰ ροῦχα τοὺς ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη. Περνώντας ἀπὸ ἐκεῖ ὁ μακάριος τους λέει: «Ἐλᾶτε, τρελοί, καὶ θὰ σᾶς προσφέρω πλουσιοπάροχο γεῦμα». Οἱ πέντε ἀπὸ αὐτοὺς εἶπαν: «Ξέρει ὁ Θεός, ἃς πᾶμε». Οἱ ὑπόλοιποί τους ἐμπόδιζαν λέγοντας: «Ναί, ἀπὸ τὸ τίποτα θὰ μᾶς κάνει τὸ τραπέζι. Ἀπὸ ποῦ ἔχει αὐτός; Αὐτὸς ζητιανεύει ἀπὸ πόρτα σὲ πόρτα. Μόνο νὰ μᾶς καθυστερήσει θέλει». Οἱ πέντε τέλος τὸν πίστεψαν καὶ πῆγαν μαζί του. Τοὺς λέει: «Μείνετε ἐδῶ», καὶ ἀφοῦ τοὺς ἄφησε, πῆγε πιὸ μακριὰ καὶ προσευχήθηκε χωρὶς νὰ τὸν βλέπουν. Τότε εἶπαν ἐκεῖνοι: «Πράγματι μᾶς κορόιδεψε. Μᾶλλον χορτάρι θέλει νὰ μᾶς φέρει ὁ ἀββᾶς Συμεών, γιὰ νὰ βοσκήσουμε». Ἐνῶ ἔλεγαν αὐτά, τὸν βλέπουν νὰ τοὺς κάνει νόημα γιὰ νὰ πᾶνε κοντά του. Εἶχε προσευχηθεῖ, ὅπως εἴπαμε, καὶ τοὺς εἶχε ἑτοιμάσει τὰ πάντα, μὲ τὴ δύναμη τοῦ Θεοῦ. Ὅταν πῆγαν κοντά του βρῆκαν νὰ ἔχει μπροστά του, μὲ τὴ δύναμη τοῦ Κυρίου, ψωμιά, πίτα, κεφτέδες, ψάρια, ἐξαιρετικὸ κρασί, γλυκὰ καὶ ὅ,τι ἄλλο ἐπιθυμητὸ ὑπάρχει. Ὅταν ἔφαγαν, τοὺς εἶπε: «Πάρτε, κακόμοιροι, καὶ γιὰ τὶς γυναῖκες σας καί, ἂν στὸ ἑξῆς γίνεται φρόνιμοι πολίτες, δὲν θὰ λείψουν αὐτὰ ἀπὸ τὰ σπίτια σᾶς μέχρι νὰ πεθάνω». Ὅταν ἔφυγαν, εἶπαν συζητώντας ἀναμεταξύ τους: «Ἃς δοκιμάσουμε μιὰ ἑβδομάδα καὶ ἂν δὲν μᾶς λείψουν, δὲν θὰ δημιουργήσουμε μὲ τοὺς συντρόφους μᾶς προβλήματα στοὺς συμπολίτες μας. Ὅταν εἶδαν ὅτι δὲν τελείωναν τὰ τρόφιμα, μολονότι καθημερινὰ ξόδευαν ἀπὸ αὐτά, δὲν ἔκαναν πιὰ τίποτε τὸ κακό. Οἱ τρεῖς μάλιστα ἀπὸ αὐτοὺς ἔγιναν μοναχοί, ἐπειδὴ εἶχαν κατανυγεῖ ἀπὸ τὴ ζωὴ τοῦ Σαλοῦ. Ὅσο ὅμως ἦταν ζωντανὸς ὁ Σαλός, δὲν μποροῦσαν νὰ ποῦν σὲ κανέναν τίποτε.

Ἀξίζει ἀκόμη νὰ προσθέσουμε στὴ διήγηση, τί ἔκανε ὁ ὅσιος σὲ κάποιον φτωχό, ἀλλὰ ἀγαθὸ μουλαρά. Ἔκανε ἐλεημοσύνες ὁ μουλαράς, ἀλλὰ ἐξαιτίας διαφόρων γεγονότων φτώχαινε. Μιὰ μέρα ποὺ πήγαινε νὰ φέρει κρασί, γιὰ τὸ σπίτι του καὶ γιὰ πούλημα, τὸν συναντάει ὁ μακάριος καὶ τοῦ λέει: «Ποῦ πᾶς τρελέ;» Εἶχε πάντα αὐτὴ τὴ λέξη στὸ στόμα του, σὲ ἀνάλογες περιπτώσεις. Τοῦ ἀπαντάει ἐκεῖνος: «Γιὰ κρασί, Σαλέ». Τοῦ ἀποκρίθηκε ὁ ἀββᾶς Συμεών: «Φέρε καὶ γλιχώνι* ὅταν θὰ ἔρθεις». Ὁ μουλαρὰς τὸ θεώρησε αὐτὸ κακὸ σημάδι καὶ ἔλεγε ἀπὸ μέσα του, καθὼς πήγαινε: «Ἄραγε ποιὸς σατανᾶς μου ‘στειλε πρωὶ – πρωὶ τὸν ἀββᾶ αὐτὸν νὰ μοῦ ζητήσει νὰ τοῦ φέρω γλιχώνι; Πράγματι, θὰ γίνει γρουσουζιὰ στὸ κρασὶ καὶ ἢ ξυνίζει ἢ δὲν ξέρω κι ἐγὼ τί». Ὅταν γύρισε φέρνοντας πολὺ καλὸ κρασί, ἀπὸ τὴ χαρὰ τοῦ ξέχασε νὰ φέρει γλιχώνι. Τὸν συνάντησε ὁ ἀββᾶς Συμεὼν στὴν πόρτα καὶ τοῦ λέει: «Τί γίνεται, τρελέ; Ἔφερες τὸ γλιχώνι;» Τοῦ λέει ἐκεῖνος: «Ἀλήθεια, καημένε, τὸ ξέχασα». Τοῦ λέει ὁ ἀββᾶς χαμογελώντας: «Πήγαινε, ἡ ὑπόθεσή σου τακτοποιήθηκε». Ὅταν λοιπὸν πῆγε νὰ τακτοποιήσει τὰ ἀσκιά, βρῆκε μέσα σ’ αὐτὰ ξύδι ποὺ καὶ νὰ τὸ μύριζε ἀκόμα ἄνθρωπος, θὰ πέθαινε. Τότε κατάλαβε ὅτι ὁ Σαλὸς ἀββᾶς τὸ ἔκανε καὶ ἄρχισε νὰ λέει: «Ἀλήθεια, τώρα κιόλας θὰ πάω γιὰ γλιχώνι». Πῆγε τρέχοντας στὸ Σαλὸ καὶ τὸν παρακαλοῦσε: «Λύσε, Σαλέ, αὐτὸ ποὺ ἔκανες». Πίστευε ὅτι, ὅπως ἀκριβῶς ὁ ταχυδακτυλουργὸς κάνει ὀφθαλμαπάτη, τὸ ἴδιο ἔκανε κι αὐτός. Τὸν ρωτάει ἐκεῖνος: «Τί ἔκανα;» Τοῦ ἀπαντάει ὁ μουλαράς: «Ἀγόρασα καλὸ κρασὶ καὶ ἔγινε ξύδι σὲ δυὸ ὧρες». Τοῦ λέει τότε ὁ ὅσιος: «Μὴ σὲ νοιάζει. Πήγαινε, πήγαινε κι ἄνοιξε φέτος μαγαζὶ νὰ πουλᾶς φούσκα* καὶ σὲ συμφέρει». Ὁ σκοπὸς καὶ ἡ εὐχὴ τοῦ γέροντα ἦταν νὰ εὐλογηθεῖ ὁ κόπος τοῦ μουλαρᾶ, γιατί ἔκανε ἐλεημοσύνες. Ἀπὸ τὴν ἄλλη πάλι δὲν ἤθελε νὰ κάνει τίποτε φανερά, ἀλλὰ ὅλα τα ἔκανε παίζοντας. Κατανύχθηκε τότε ὁ μουλαρὰς καὶ εἶπε: «Καὶ εὐλογητὸς ὁ Θεός, θὰ τὸ κάνω». Ἄνοιξε μαγαζὶ καὶ τὸν εὐλόγησε ὁ Θεός. Ἀντὶ ὅμως νὰ εὐγνωμονεῖ τὸ Σαλό, τοῦ κρατοῦσε κακία, γιατί δὲν καταλάβαινε τί τοῦ ἔκανε. Σὲ τελευταία ἀνάλυση ὅμως ἦταν ὁ Θεὸς ποὺ κάλυπτε τὸ σκοπὸ τοῦ ἀββᾶ Συμεών.

Κάποτε ἀρρώστησε ἕνας ἀπὸ τοὺς μεγιστάνες τῆς πόλεως. Εἶχε τὴ συνήθεια ὁ ὅσιος νὰ πηγαίνει καὶ νὰ παίζει στὸ σπίτι του. Ὅταν ἡ κατάστασή του χειροτέρεψε καὶ κόντευε νὰ πεθάνει, ἔβλεπε στὸν ὕπνο του πὼς παίζει τάβλι μὲ ἕνα μαῦρο. Αὐτὸς ἦταν ὁ θάνατος. Ἦταν ἡ σειρὰ τοῦ ἀρρώστου νὰ ρίξει, κι ἂν δὲν ἔριχνε τρεῖς φορὲς ἕξι, θὰ ἔχανε. Τοῦ παρουσιάστηκε στὸν ὕπνο τοῦ ὁ ἀββᾶς Συμεὼν καὶ τοῦ λέει: «Τί γίνεται, τρελέ; Ἀλήθεια, θὰ σὲ νικήσει τώρα αὐτὸς ὁ μαῦρος. Δῶσε μου τὸ λόγο σου ὅτι δὲν θὰ ἀπατήσεις ἄλλη φορᾶ τὴ γυναίκα σου, κι ἐγὼ θὰ ρίξω γιὰ σένα καὶ δὲν θὰ σὲ νικήσει». Ὁρκίστηκε τότε αὐτός, καὶ ὁ ὅσιος πῆρε τὰ ζάρια, ἔριξε κι ἔπεσαν τρεῖς φορὲς ἕξι. Ὅταν ξύπνησε ὁ ἄρρωστος, πῆγε ὁ Σαλὸς στὸ σπίτι του καὶ τοῦ λέει: «Καλὴ ζαριὰ ἔριξες, ἀνόητε. Πίστεψε μὲ ὅμως, ἂν παραβεῖς τὸν ὅρκο σου, θὰ σὲ πνίξει ἐκεῖνος ὁ μαῦρος». Καὶ ἀφοῦ ἔβρισε αὐτὸν κι ὅσους ἦταν στὸ σπίτι, ἔφυγε τρέχοντας.

Στὸ καλύβι τοῦ (εἶχε καλύβι γιὰ νὰ κοιμᾶται ἡ μᾶλλον γιὰ νὰ ἀγρυπνεῖ τὶς νύχτες) δὲν εἶχε ἀπολύτως τίποτα ὁ σοφὸς παρὰ μόνο μιὰ ἀγκαλιὰ κληματσίδες. Πολλὲς φορές, ἐνῶ προσευχόταν ὅλη τὴ νύχτα μέχρι τὸ πρωὶ βρέχοντας τὸ χῶμα μὲ τὰ δάκρυά του, ἔβγαινε τὸ πρωί, ἔκοβε ἕνα κλωνάρι ἐλιᾶς ἢ χόρτα, ἔκανε στεφάνι, τὸ φοροῦσε καὶ κρατώντας καὶ στὸ χέρι τοῦ ἕνα κλαδὶ χόρευε φωνάζοντας: «Νίκες γιὰ τὸ βασιλιὰ καὶ τὴν πόλη». Μὲ τὴν “πόλη” ἐννοοῦσε τὴν ψυχή, ἐνῶ μὲ τὸ “βασιλιὰ” ἐννοοῦσε τὸ νοῦ.

Εἶχε ἀκόμη ζητήσει ἀπὸ τὸ Θεὸ ὁ ἅγιος νὰ μὴ μεγαλώσουν τὰ μαλλιά του οὔτε τὰ γένια του, μήπως κόβοντάς τα φανεῖ ὅτι προσποιεῖται τὸ Σαλό. Γι’ αὐτό, ὅσο χρόνο παρέμεινε σ’ αὐτὴν τὴν πόλη, κανεὶς δὲν εἶδε νὰ μεγαλώνουν τὰ μαλλιά του ἢ νὰ τὰ κόψει.

Πολλὲς φορὲς εἶχε κάνει ἐκτεταμένες καὶ ὠφέλιμες συζητήσεις μόνο μὲ τὸν Ἰωάννη τὸ διάκονο καὶ ἀπειλοῦσε ὅτι, ἂν τὸν φανερώσει, θὰ βασανιστεῖ πάρα πολὺ στὴν ἄλλη ζωή. Ὅταν τοῦ διηγήθηκε ὅλη τὴ ζωή του, δυὸ μέρες πρὶν φύγει ἀπὸ αὐτὴν τὴ ζωή, τοῦ ἔλεγε: «Σήμερα πῆγα στὸν ἀδελφὸ Ἰωάννη καὶ τὸν βρῆκα νὰ ἔχει προκόψει πολύ, μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ, καὶ χάρηκα. Τὸν εἶδα νὰ φοράει στεφάνι μὲ τὴν ἐπιγραφὴ “στεφάνι ὑπομονῆς τῆς ἐρήμου”. Καὶ μοῦ λέει ἐκεῖνος ὁ εὐλογημένος: «Εἶδα, καθὼς ἦρθες, κάποιον νὰ σοῦ λέει: “Ἔλα, ἔλα, Σαλέ, γιὰ νὰ πάρεις ὄχι ἕνα στεφάνι, ἀλλὰ τὰ στεφάνια τῶν ψυχῶν πού μου πρόσφερες”». Ξέρω, ἀρχιδιάκονε ὅτι δὲν εἶδε τίποτα τέτοιο γιὰ μένα, ἀλλά μου ἔκανε φιλοφρόνηση. Τρελὸς καὶ παλαβὸς ἄνθρωπος τί μισθὸ μπορεῖ νὰ ἔχει;».

Τοῦ ἔλεγε ἀκόμη: «Σὲ ἱκετεύω νὰ μὴν περιφρονήσεις ποτὲ κανέναν καὶ μάλιστα μοναχὸ ἢ φτωχὸ σ’ ὁποιαδήποτε κατάσταση κι ἂν τὸν δεῖς. Γνωρίζει ἡ ἀγάπη ὅτι ὑπάρχουν φτωχοὶ καὶ κυρίως τυφλοί, ποὺ ἔχουν καθαριστεῖ καὶ λάμπουν σὰν τὸν ἥλιο μὲ τὴν ὑπομονή τους καὶ τὰ βάσανά τους. Πόσους ντόπιους γεωργοὺς δὲν εἶδα πολλὲς φορὲς στὴν πόλη νὰ πηγαίνουν νὰ κοινωνήσουν καὶ νὰ εἶναι πιὸ καθαροὶ κι ἀπὸ τὸ χρυσάφι, ἐπειδὴ ἦταν ἄκακοι, ἀπερίεργοι καὶ ἐπειδὴ ἔτρωγαν τὸ ψωμί τους μὲ τὸν ἱδρώτα τοῦ προσώπου τους. Μὴ μὲ κατηγορήσεις κύριέ μου, γι’ αὐτὰ πού σου λέω. Γιατί ἡ ἀγάπη μου γιὰ σένα μὲ ὤθησε νὰ σοῦ διηγηθῶ ὅλη τὴν ἀμέλεια τῆς ἀξιοθρήνητής μου ζωῆς. Νὰ ξέρεις ὅτι καὶ σένα ὁ Κύριος θὰ σὲ πάρει γρήγορα κοντά Του. Φρόντισε τὴν ψυχή σου μ’ ὅλη σου τὴ δύναμη, γιὰ νὰ μπορέσεις νὰ περάσεις ἀνεμπόδιστα ἀνάμεσα ἀπὸ τοὺς σκοτεινοὺς κοσμοκράτορες στὸν ἀέρα (Ἐφεσ. 6, 12). Γνωρίζει ὁ Κύριος πόση μέριμνα καὶ φόβο ἔχω, μέχρις ὅτου ἀπαλλαγῶ ἀπὸ αὐτούς. Αὐτὴ εἶναι ἡ “ἡμέρα ἡ πονηρὰ” γιὰ τὴν ὁποία μίλησαν ὁ Ἀπόστολος (Ἐφεσ. 6, 13) καὶ ὁ Δαυὶδ (Ψάλμ. 40, 2). Γι’ αὐτό σε παρακαλῶ, παιδί μου καὶ ἀδελφέ μου Ἰωάννη, ἀγάπησε μὲ ὅλη σου τὴ δύναμη, ἂν εἶναι δυνατὸν πάνω ἀπὸ τὴ δύναμή σου, τὸν πλησίον σου μὲ τὴν ἐλεημοσύνη, γιατί αὐτὴ ἡ ἀρετὴ περισσότερο ἀπ’ ὅλες θὰ μᾶς βοηθήσει τότε. Γιατί λέει ἡ Γραφή: “Εἶναι μακάριος ὁ ἄνθρωπος ποὺ φροντίζει τὸ φτωχὸ καὶ στερημένο΄ κατὰ τὴν ἡμέρα τὴν πονηρὴ θὰ τὸν σώσει ὁ Κύριος” (Ψάλμ. 40, 2). Ἀκόμη σὲ παρακαλῶ νὰ μὴ σταθεῖς ποτὲ μπροστὰ στὸ ἅγιο θυσιαστήριο ἔχοντας μέσα σου τίποτε ἐναντίον κανενός, μήπως ἡ ἁμαρτία σου κάνει καὶ ἄλλους ἀνάξιούς της ἐπιφοιτήσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος».

Αὐτὰ καὶ ἄλλα πολλά του εἶπε, μερικὰ ἀπὸ τὰ ὁποῖα τὸν παρακάλεσε νὰ μὴν τὰ πεῖ ποτὲ σὲ κανένα, ἐπειδὴ δὲν μποροῦν νὰ τὰ δεχτοῦν ὅλοι μὲ πίστη. «Παρηγορήσου, γιατί μέσα σὲ τρεῖς μέρες θὰ πάρει κοντά Του ὁ Κύριος το Σαλὸ τὸν ἐλάχιστο καὶ τὸν Ἰωάννη τὸν ἀδελφό του. Μάλιστα ἐγὼ ὁ ἴδιος πῆγα καὶ τοῦ εἶπα: “Ἔλα, ἀδελφέ, ἃς πηγαίνουμε, εἶναι καιρὸς πιά”. Μετὰ δυὸ μέρες νὰ ἔρθεις στὸ καλύβι μου, νὰ δεῖς τί θὰ βρεῖς, γιατί θέλω νὰ μνημονεύεις τὸν τιποτένιο καὶ ἁμαρτωλὸ Σαλό». Καὶ ἀφοῦ τοῦ εἶπε αὐτὰ καὶ πολλὰ ἄλλα, πῆγε καὶ περιορίστηκε στὸ καλύβι του.

VII Τὸ τέλος τοῦ Σαλοῦ

Ἦρθε ἡ ὥρα, ἀγαπητοί, νὰ σᾶς διηγηθῶ τὸν ἀξιοθαύμαστό του θάνατο ἢ μᾶλλον ὕπνο, γιατί κι αὐτὸς προσφέρει ὄχι ἀσήμαντη ὠφέλεια, ἀλλὰ εἶναι καὶ πιὸ σπουδαῖος ἀπ’ ὅσα εἴπαμε μέχρι τώρα. Εἶναι ἀκόμη σφραγίδα καὶ ἐπιβεβαίωση τῶν κατορθωμάτων του καὶ πιστοποίηση τῆς ἀμόλυντης ζωῆς του. Ὅταν κατάλαβε ὁ μέγας ὅτι ἔφτασε τὸ τέλος τῆς ἐδῶ ζωῆς του, θέλοντας οὔτε μετὰ τὸ θάνατό του νὰ τιμηθεῖ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, τί κάνει; Μπῆκε κάτω ἀπὸ τὶς κληματσίδες στὸ ἱερό του καλύβι καὶ ἐκεῖ κοιμήθηκε καὶ παρέδωσε εἰρηνικά το πνεῦμα του στὸν Κύριο. Οἱ γνωστοί του, ἐπειδὴ δὲν τὸν εἶδαν τὶς δυὸ μέρες, λένε: «Πᾶμε νὰ δοῦμε, μήπως εἶναι ἄρρωστος ὁ Σαλός». Ὅταν πῆγαν, τὸν βρῆκαν νεκρὸ κάτω ἀπὸ τὶς κληματσίδες. Λένε τότε: «Ἄραγε δὲν θὰ πιστέψουν τώρα ὅλοι, ὅτι ἦταν τρελός; Νά, ἀκόμη καὶ ὁ θάνατός του τὸ δείχνει». Τὸν πῆραν τότε δύο καί, χωρὶς νὰ τὸν πλύνουν, χωρὶς ψαλμωδίες, χωρὶς κεριὰ καὶ θυμιάματα, πῆγαν καὶ τὸν ἔθαψαν στὸν τόπο ποὺ ἔθαβαν τοὺς ξένους.

Καθὼς περνοῦσαν αὐτοὶ ποὺ πήγαιναν νὰ τὸν θάψουν ἀπὸ τὸ σπίτι τοῦ Ἑβραίου τοῦ ὑαλουργοῦ, ποὺ ὁ ὅσιος τὸν εἶχε κάνει Χριστιανό, ὅπως διηγήθηκα πιὸ πάνω, ἀκούει ὁ Ἑβραῖος ψαλμωδίες ποὺ χείλη ἀνθρώπων δὲν μποροῦσαν νὰ ψάλλουν καὶ πλῆθος ὅσο δὲν μποροῦσε νὰ συγκεντρώσει ὅλη ἡ ἀνθρωπότητα. Ἔκπληκτος ἀπὸ τὶς ψαλμωδίες καὶ τὸ πλῆθος σκύβει ἔξω καὶ βλέπει τὸν ὅσιο νὰ μεταφέρεται ἀπὸ δύο μόνο ἄτομα, ποὺ κουβαλοῦσαν τὸ τίμιό του σῶμα. Λέγει τότε: «Μακάριος εἶσαι, Σαλέ, γιατί, καθὼς δὲν ἔχεις ἀνθρώπους νὰ σοῦ ψάλλουν, ἔχεις οὐράνιες δυνάμεις νὰ σὲ τιμοῦν μὲ ὕμνους»΄ καὶ ἀμέσως κατέβηκε καὶ τὸν ἔθαψε ὁ ἴδιος. Ἀκόμη διηγήθηκε σὲ ὅλους τὶς ψαλμωδίες τῶν ἀγγέλων ποὺ ἄκουσε. Τὸ ἄκουσε αὐτὸ καὶ ὁ Ἰωάννης ὁ διάκονος καὶ ἦρθε τρέχοντας μὲ πολλοὺς ἄλλους στὸν τόπο ποὺ τὸν ἔθαψαν, θέλοντας νὰ πάρει τὸ τίμιό του λείψανο γιὰ νὰ τὸ κηδεύσει μὲ τιμές. Ὅταν ὅμως ἄνοιξαν τὸν τάφο, δὲν τὸν βρῆκαν μέσα. Τὸν μετέθεσε ὁ Κύριος δοξάζοντας τὸν. Τότε ὅλοι, σὰν νὰ ξύπνησαν ἀπὸ ὕπνο, ἔλεγαν ὁ ἕνας στὸν ἄλλο ὅσα θαυμαστὰ ἔκανε στὸν καθένα καὶ ὅτι γιὰ τὸ Θεὸ προσποιόταν τὸ σαλό.

Αὐτός, φιλοχριστοι, εἶναι ὁ βίος καὶ ἡ πολιτεία τοῦ θαυμαστοῦ Συμεών. Αὐτὲς εἶναι οἱ λίγες ἀρετὲς ποὺ συγκεντρώσαμε ἀπὸ τὶς πολλὲς ποὺ εἶχε. Αὐτὸς εἶναι ὁ κρυφός του καὶ πραγματικὰ οὐράνιος δρόμος, πού, ἐνῶ κανένας δὲν τὸν ἔβλεπε, φανερώθηκε ξαφνικὰ σ’ ὅλους. Αὐτὸς εἶναι ὁ νέος Λὼτ΄ ὅπως ἐκεῖνος στὰ Σόδομα (Γέν. 19), ἔτσι κι αὐτὸς πέρασε ἀπὸ τὸν κόσμο χωρὶς νὰ γίνει ἀντιληπτός. Προσπαθήσαμε νὰ γράψουμε τὰ θαύματά του καὶ τὰ πανύμνητα κατορθώματά του, ὅσο ἦταν δυνατὸ σὲ μᾶς τοὺς μηδαμινούς. Ἐκτὸς βέβαια ἀπὸ αὐτή, ἔχουμε γράψει ἀκόμα μιὰ διήγηση πιὸ σύντομη, ἐπειδὴ δὲν εἴχαμε ὑπόψη μᾶς τὶς λεπτομέρειες τῆς θαυμάσιας αὐτῆς διηγήσεως. Τὸ νὰ τιμηθεῖ αὐτὸς μὲ ἐγκώμια δὲν εἶναι ἔργο τῆς δικῆς μας γνώσεως, ἀλλὰ ἐκείνων ποὺ ἔχουν τὴν δύναμη καὶ μποροῦν νὰ συναγωνίζονται τὴν ἀρετή του. Ἄραγε ποιὸς λόγος θὰ μποροῦσε νὰ ἐπαινέσει αὐτὸν ποῦ τιμήθηκε πάνω ἀπὸ κάθε λογική, ἢ πῶς σάρκινα χείλη μποροῦν νὰ τιμήσουν αὐτὸν ποῦ ἀποδείχτηκε ἄσαρκος, ἐνῶ εἶχε σῶμα; Μὲ ποιὸν τρόπο ἡ σοφία τῆς γλώσσας μπορεῖ νὰ τιμήσει αὐτὸν ποὺ μὲ τὴν κατὰ Θεὸν μωρία τοῦ ἐξαφάνισε κάθε σοφία καὶ φρόνηση; Πραγματικὰ ὁ ἄνθρωπος βλέπει στὸ πρόσωπο, ἐνῶ ὁ Θεὸς στὴν καρδιὰ΄ πραγματικὰ δὲν βλέπει ὁ Θεὸς ὅπως βλέπει ὁ ἄνθρωπος (Α΄ Βασ. 16, 7). Εἶναι σίγουρο πὼς κανεὶς δὲν γνωρίζει τὰ τοῦ ἀνθρώπου, παρὰ μόνο το πνεῦμα τοῦ ἀνθρώπου (Α΄ Κορ. 2, 11). Πραγματικὰ ἃς μὴ κρίνουμε κανένα, φιλοχριστοι, μέχρις ὅτου ἔρθει ὁ Κύριος, ποὺ θὰ φωτίσει ὅλους (Α΄ Κορ. 4, 5). Ποιὸς γνώριζε, φιλοχριστοι, ὅτι ὁ Ἰούδας ποῦ σωματικὰ βρισκόταν μαζὶ μὲ τοὺς μαθητές, ἦταν μὲ τὴν καρδιά του στοὺς Ἰουδαίους; Ποιὸς φανταζόταν ὅτι ἡ Ραχάβ, ποὺ σωματικὰ βρισκόταν στὸ πορνεῖο στὴν Ἱεριχῶ, ἦταν μὲ τὸ πνεῦμα της στὸν Κύριο (Ι. Ναυὴ 2); Ποιὸς περίμενε ὅτι ἐκεῖνος ὁ φτωχὸς Λάζαρος, ποὺ ζοῦσε σὲ μιὰ τόσο μεγάλη ταλαιπωρία ἀπὸ τὶς πληγές του, θὰ ἀπολάμβανε τέτοια εὐημερία μέσα στοὺς κόλπους τοῦ Ἀβραὰμ (Λουκ. 16, 20-22); Αὐτὰ ἔχοντας ὑπόψη μας, ἀγαπητοί μου, ἃς ὑπακούσουμε σ’ αὐτὸν ποὺ σωστά μας συμβουλεύει νὰ προσέχουμε μόνο τὸν ἑαυτὸ μας (Δευτ. 15, 9)΄  οὔτε τὰ δικά μας οὔτε αὐτοὺς ποὺ βρίσκονται γύρω μας, ἀλλὰ μόνο τὸν ἑαυτό μας, γιατί ὁ καθένας θὰ κουβαλήσει τὸ δικό του φορτίο (Γαλ. 6, 5) καὶ θὰ πάρει τὸ δικό του μισθὸ (Α΄ Κορ. 3, 8) ἀπὸ τὸν οὐράνιο βασιλιά, τὸ Χριστό, στὸν Ὁποῖο ἀνήκει ἡ δόξα καὶ ἡ δύναμη μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸ Πανάγιο Πνεῦμα στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Ἀναπαύθηκε ὁ Συμεὼν ποὺ ὀνομάστηκε γιὰ τὸ Χριστὸ Σαλός, καὶ ἔζησε στὴ γῆ μιὰ ζωὴ ἀγγελικὴ καὶ ὑπερθαύμαστη, στὶς 21 τοῦ μηνὸς Ἰουλίου, ἀφοῦ λαμπρύνθηκε μὲ τὰ σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ κατορθώματά του καὶ κατέπληξε καὶ αὐτὲς τὶς ὑπερκόσμιες δυνάμεις τῶν ἀσωμάτων μὲ τὶς ἀρετές του. Στέκεται τώρα δίπλα στὸν ἀπρόσιτο θρόνο τοῦ Θεοῦ καὶ Πατέρα τῶν φώτων καὶ ἔχοντας παρρησία Τὸν δοξάζει μὲ ἀκατάπαυστους ὕμνους μαζὶ μὲ ὅλες τὶς ἐπουράνιες δυνάμεις. Εἴθε ὁ Κύριος νὰ μᾶς καταστήσει συμμέτοχους καὶ συγκληρονόμους στὴν αἰώνια βασιλεία Τοῦ μαζὶ μὲ τὸν ἅγιο Συμεὼν καὶ ὅλους τους ἁγίους, γιατί δική Του εἶναι ἡ δόξα στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.


(*) Σημειώσεις

Ἀκέφαλοι: Ἔτσι ὀνομάστηκαν ἀρχικὰ οἱ Αἰγύπτιοι Μονοφυσίτες (5ος αἱ.) οἱ ὁποῖοι ἀποσχίστηκαν ἀπὸ τὸν μετριοπαθῆ ἀρχιεπίσκοπό τους Πέτρο Ἀλεξανδρείας τὸ Μογγό, μένοντας χωρὶς ἐπίσκοπο (χωρὶς «κεφαλή»). Στὴ συνέχεια, ἡ ὀνομασία δόθηκε σ’ ὅλους τους Μονοφυσίτες τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας.

Βοσκοί: Ἀναχωρητὲς ποὺ ζοῦσαν στὸ ὕπαιθρο, χωρὶς στέγη, τρεφόμενοι μὲ χόρτα.

Γλιχώνι: Κρασὶ ἀρωματισμένο μὲ γλιχώνι (παραφθορὰ τῆς λέξεως «βλήχων» = φλησκούνι).

Ἑξαπλά: Μνημειώδης ἐργασία τοῦ Ὠριγένη (185-254) μὲ σκοπὸ τὴν ἀποκατάσταση τοῦ κειμένου τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Εἶχε γραμμένα, σὲ ἐξ παράλληλες στῆλες, τὰ ἑξῆς κείμενα τῆς Π.Δ.: τὸ Ἑβραϊκό, τὴ μετάφραση τοῦ Ἀκύλα, τοῦ Συμμάχου, τῶν Ἑβδομήκοντα καὶ τοῦ Θεοδοτίωνος.

Εὐλογίες: Δῶρα, κυρίως τρόφιμα ἢ ψωμιά.

Λυσόπορτα: Ὁμαδικὸ παιγνίδι τῆς ἐποχῆς.

Πανδούρι: Τρίχορδο μουσικὸ ὄργανο τῆς οἰκογένειας τοῦ λαούτου.

Σευηρίτης: Μονοφυσίτης ὀπαδὸς τοῦ Σευήρου (βλ. λέξη).

Σευῆρος: Πατριάρχης Ἀντιοχείας, ἡγέτης τῆς Μονοφυσιτικῆς κινήσεως τοῦ ΣΤ’ αἰώνα.

Φούσκα: Λαϊκὸ ρόφημα τῶν Βυζαντινῶν. Κατὰ τὸ λεξικό Du Cange, «φούσκα ἐστὶν ὄξος καὶ ὕδωρ θερμὸν καὶ ὠὰ δύο».

Φουσκάριος: Πωλητὴς φούσκας (βλ. λέξη), ἀλλὰ καὶ ἄλλων εἰδῶν (φακές, ρεβύθια, κουκιά).

 ΛΕΟΝΤΙΟΥ ΝΕΑΠΟΛΕΩΣ

Μετάφραση: Γ. Μπουδούρης, φιλόλογος, Π. Γιαχανατζής, θεολόγος (Ἐκδόσεις «Τὸ Περιβόλι τῆς Παναγίας»)

«Η ΑΛΛΗ ΟΨΙΣ»

πηγή

0 replies

Leave a Reply

Want to join the discussion?
Feel free to contribute!

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *