Εὐδόκησε ὁ Θεὸς ν’ ἀναδείξει ἕνα φωστήρα τῆς Ἐκκλησίας Του καὶ διδάσκαλο τῶν μοναχῶν, τὸν ὅσιο καὶ θεοφόρο πατέρα μᾶς Ἀντώνιο. Ὁ ὅσιος Ἀντώνιος, κατὰ κόσμον Ἀντίπας, γεννήθηκε στὴν κωμόπολη Λιοῦμπετς, σαράντα βέρστια μακριὰ ἀπὸ τὸ Τσερνιγώφ, στὰ 983.
Ἀπὸ τοὺς εὐσεβεῖς γονεῖς τοῦ διδάχτηκε τὸ φόβο τοῦ Θεοῦ καὶ νωρὶς ἔνιωσε τὴν ἐπιθυμία νὰ ἐνδυθεῖ τὸ μοναχικὸ σχῆμα. Ὁ Θεὸς τὸν φώτισε νὰ ἔρθει γι’ αὐτὸ τὸ σκοπὸ στὴ γῆ τῆς Ἑλλάδος.
Χωρὶς καθυστέρηση ξεκίνησε ἀπὸ τὴν πατρίδα του καὶ πῆγε στὴν Κωνσταντινούπολη. Ἀπὸ κεῖ πέρασε στὸ Ἅγιο Ὅρος, τὸν ἱερὸ Ἄθωνα. Περιόδευσε στὶς ἱερὲς μονὲς καὶ εἶδε πολλοὺς μοναχούς, μιμητὲς τῆς ζωῆς τῶν ἀγγέλων.
Τότε ὁ ὅσιος Ἀντώνιος φλογίστηκε πιὸ πολὺ ἀπὸ ἀγάπη στὸ Χριστό. Ἦρθε στὴ μονὴ τοῦ Ἐσφιγμένου καὶ ἱκέτευσε τὸν ἡγούμενο νὰ τὸν κείρει μοναχό. Ὁ ἡγούμενος Θεοκτιστός, ἀγωνιστὴς μεγάλος καὶ ἀξιωμένος προορατικοῦ χαρίσματος, διέκρινε τὶς ἀρετὲς τοῦ ὁσίου καὶ προεῖδε τὴ μελλοντικὴ ἁγία ζωή του. Δέχτηκε λοιπὸν τὴν παράκλησή του καὶ τὸν ἔκειρε μοναχό, ἀφοῦ πρῶτα τὸν δίδαξε ὅσα ἔπρεπε γιὰ τὴ μοναχικὴ πολιτεία.
Ἀπὸ τότε ὁ ἅγιος ἀγωνιζόταν νὰ εὐαρεστεῖ σὲ ὅλα το Θεό. Βίαζε τὸν ἑαυτό του στοὺς ἀσκητικοὺς ἀγῶνες, μὲ τέλεια ὑπακοὴ καὶ ὑπομονή, κι ἔγινε σύντομα τύπος καὶ παράδειγμα ἐνάρετης διαγωγῆς σ’ ὅλους τους ἀδελφούς.
Πέρασε ἀρκετὸς καιρός. Καὶ νά! Δόθηκε στὸν ἡγούμενο θεϊκὴ ἐντολὴ νὰ στείλει τὸ μοναχὸ Ἀντώνιο πίσω στὴ Ρωσία. Τὸν κάλεσε λοιπὸν καὶ τοῦ λέει:
-Ἀντώνιε! Πήγαινε στὴ Ρωσία καὶ γίνε ἐκεῖ παράδειγμα καὶ πνευματικὸς στυλοβάτης τοῦ λαοῦ. Ἡ εὐλογία τοῦ Ἁγίου Ὅρους ἃς εἶναι μαζί σου!
Ὁ ὅσιος δέχτηκε τὴν ἐντολὴ τοῦ ἡγουμένου σὰν ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ Θεοῦ. Ἔφυγε λοιπὸν γιὰ τὴ Ρωσία κι ἔφτασε στὴν πόλη τοῦ Κιέβου γύρω στὰ 1013. Ψάχνοντας τόπο γιὰ νὰ ἐγκατασταθεῖ, ἐπισκέφθηκε τὰ μοναστήρια τῆς περιοχῆς, χωρὶς ὅμως νὰ σταθεῖ σὲ κανένα. Ἔτσι ἤθελε ὁ Θεός.
Κατευθύνθηκε στὰ γύρω βουνά, σὲ τόπους ἀπόμερους καὶ βρῆκε ἕνα σπήλαιο ποὺ εἶχαν σκάψει κάποτε οἱ Βαράγγοι. (Βαριάγοι ἢ Βαράγγοι: Σκανδιναβικὴ φυλή, ποὺ τὸ 862 μ. Χ. ὑπὸ τὴν ἡγεσία τοῦ Ρούρικ ἦρθε στὴ Ρωσία καὶ ἐγκαταστάθηκε στὴν περιοχὴ τοῦ Νόβγκοροντ, ὅπου ἵδρυσε κράτος καὶ τὴ δυναστεία τῶν Ρουρικιδῶν.)
Ἔκανε προσευχὴ κι ἐγκαταστάθηκε σ’ αὐτό, ζωντας μὲ μεγάλη ἐγκράτεια καὶ ἄσκηση.
Μετὰ τὸ θάνατο τοῦ εὐσεβοῦς Βλαδίμηρου, τὸ 1015, στὸ θρόνο τοῦ Κιέβου ἀνέβηκε ὁ πρωτότοκος γιὸς του, ὁ ἀνόσιος Σβιατοπόλκ.
Αὐτός, γιὰ νὰ διατηρήσει μόνος τὴν ἐξουσία σ’ ὁλόκληρη τὴν πατρικὴ κληρονομιά, σκότωσε τοὺς μικρότερους ἀδελφούς του Μπόρις καὶ Γκλέμπ, ἀναδεικνύοντάς τους σὲ μάρτυρες. Κίνησε ἀκόμη αἱματηρὸ διωγμὸ ἐναντίον τῶν ἁγίων ἀνδρῶν τῆς Ἐκκλησίας.
Ἐξαιτίας ἐκείνης τῆς αἱματοχυσίας ὁ ὅσιος Ἀντώνιος ἀναγκάστηκε ν’ ἀναχωρήσει πάλι γιὰ τὸ Ἅγιο Ὅρος καὶ νὰ γυρίσει στὸν ἅγιο γέροντα τοῦ Θεοκτιστό. Τώρα ὅμως δὲν ἔμεινε γιὰ πολὺ στὸ κοινόβιο τοῦ Ἐσφιγμένου. Μαθημένος στὴν πνευματικὴ γλυκύτητα τῆς ἱερᾶς ἡσυχίας, πῆρε τὴν εὐλογία τοῦ ἡγουμένου καὶ ἀποσύρθηκε στὸ ὅρος τῆς Σαμάρειας, πάνω ἀπὸ τὸ μοναστήρι, ἐκεῖ ὅπου σήμερα βρίσκεται ναὸς ἀφιερωμένος στὸ ὄνομά του.
Στὸ μεταξύ, στὰ 1019, ὁ εὐσεβὴς ἡγεμόνας Γιαροσλάβος ὁ Σοφὸς- Γιὸς τοῦ ἁγίου Βλαδίμηρου, ἱκανὸς καὶ δυναμικὸς ἡγεμόνας (1019-1054). Ἐνίσχυσε καὶ στερέωσε τὸ χριστιανισμὸ στὴ Ρωσία.- νίκησε σὲ πόλεμο τὸν Σβιατοπόλκ, κατέλαβε τὸ Κίεβο καὶ ἀνέβηκε στὸ θρόνο τῆς μεγάλης ἡγεμονίας. Ὁ Σβιατοπὸλκ διέφυγε καὶ πέθανε αὐτοεξόριστος στὶς στέπες τῆς Βοημίας τὸν ἴδιο χρόνο. Στὰ χρόνια του σοφοῦ Γιαροσλάβου διέλαμψε νιὰ τὴν εὐσέβεια, τὴν ἀσκητικότητα καὶ τὴ βαθιὰ γνώση τῶν Γραφῶν κάποιος πρεσβύτερος Ἰλαρίων. Γι’ αὐτὸν δὲν ξέρουμε ἄλλο τίποτα, παρὰ μόνο πὼς γύρω στὰ 1040 ἦταν ἐφημέριος στὸ χωριὸ Μπιρίστοβο. Ἀπὸ κεῖ ἦρθε στὸν ποταμὸ Δνείπερο, στὸ λόφο ὅπου χτίστηκε ἀργότερα ἡ παλαιὰ μονὴ τῶν Σπηλαίων. Ὁ τόπος αὐτὸς ἦταν τότε καλυμμένος μὲ πυκνὸ δάσος.
Ἐδῶ ὁ πρεσβύτερος Ἰλαρίων ἔσκαψε μιὰ μικρὴ σπηλιά, δυὸ ὀργιὲς βάθος περίπου, κι ἄρχισε ν’ ἀγωνίζεται μυστικὰ μέσα σ’ αὐτὴν μὲ ψαλμωδίες καὶ προσευχές.
Τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ὁ Θεὸς πληροφόρησε τὸν ἡγούμενο τῆς ἁγιορείτικης μονῆς Ἐσφιγμένου νὰ στείλει πάλι στὴ Ρωσία τὸν ὅσιο Ἀντώνιο. Τὸν κάλεσε λοιπὸν καὶ τοῦ εἶπε:
-Ἀντώνιε! Εἶναι θέλημα Θεοῦ νὰ πᾶς πάλι στὴν πατρίδα σου.
Ἡ εὐλογία τοῦ Ἁγίου Ὅρους ἃς εἶναι μαζί σου. Ἔχεις τὴν εὐχή μου. Πορεύου ἐν εἰρήνη! Καὶ μάθε ὅτι πολλοὶ θ’ ἀξιωθοῦν νὰ πάρουν ἀπὸ τὰ χέρια σου τὸ ἅγιο σχῆμα.
Ἀφοῦ πῆρε τὴν εὐχὴ καὶ τὴν εὐλογία τοῦ γέροντά του, ὁ ὅσιος ἔφυγε πάλι ἀπὸ τὸν Ἄθωνα καὶ ἦρθε στὸ Κίεβο. Ὁ Θεὸς ὁδήγησε τὰ Βήματά του στὸ λόφο ὅπου ὃ πρεσβύτερος Ἰλαρίων εἶχε σκάψει τὸ μικρό του σπήλαιο. Ἦταν τώρα ἔρημο κι ἀκατοίκητο, γιατί ὁ μακάριος Ἰλαρίων εἶχε ἀξιωθεῖ ν’ ἀνέβει τὸ 1051 στὸ μητροπολιτικὸ θρόνο τοῦ Κιέβου. Ὁ ὅσιος Ἀντώνιος ἀναπαύτηκε πολὺ στὴ θέα τοῦ τόπου ἐκείνου. Τοῦ θύμιζε τὸν ἀγαπημένο τοῦ Ἄθωνα, ἔτσι ὅπως ἦταν ἀπότομος κι ἀπρόσιτος ἀπ’ τὴν πλευρὰ τοῦ ποταμοῦ, ἄγριος κι ἀδιάβατος ἀπ’ τὸ πυκνὸ δάσος ποὺ τὸν κάλυπτε.
Γονάτισε καὶ προσευχήθηκε μὲ δάκρυα στὸ Θεό.
-Κύριε, ἃς σκεπάσει αὐτὸ τὸν τόπο ἡ εὐλογία τοῦ Ἁγίου Ὅρους καὶ ἡ εὐχὴ τοῦ ἁγίου γέροντά μου. Ἐνίσχυσε μέ, μὲ τὴ χάρη Σου γιὰ νὰ μείνω καὶ ν’ ἀσκηθῶ ἐδῶ.
Κατοίκησε λοιπὸν ὁ ὅσιος σ’ ἐκείνη τὴ σπηλιά. Ἄρχισε ν’ ἀσκεῖται σκληρά, ἔχοντας ἔργο ἀδιάλειπτο τὴν προσευχή. Ἡ τροφὴ τοῦ ἦταν ξερὸ ψωμὶ καὶ νερό, κι αὐτὸ κάθε δυὸ ἢ τρεῖς ἥμερες. Κάποτε μάλιστα, παραδομένος πολλὰ μερόνυχτα στὴ θεωρία, δὲν γεύτηκε τροφὴ γιὰ ὁλόκληρη ἑβδομάδα.
Πολλοὶ ἄνθρωποι, ποὺ μάθαιναν γιὰ τὴν ἀκτημοσύνη καὶ τὴν κακοπάθεια τοῦ ὁσίου, ἔρχονταν στὸ σπήλαιο καὶ τοῦ ἔφερναν ὅλα τα ἀναγκαῖα, ζητώντας τὴν εὐλογία του. Μερικοὶ μάλιστα, σαγηνεμένοι ἀπὸ τὴν ἁγία ζωή του, θέλησαν νὰ μείνουν κοντά του καὶ ν’ ἀσκηθοῦν κάτω ἀπὸ τὴν πνευματική του καθοδήγηση. Ἀνάμεσα σ’ αὐτοὺς ἦταν ὁ μακάριος ἱερεὺς Νίκων καὶ ὁ ὅσιος Θεοδόσιος.
Στὰ 1054 πέθανε ὁ εὐσεβὴς ἡγεμόνας Παροσλάβος καὶ στὸ θρόνο τοῦ Κιέβου ἀνέβηκε ὁ μεγαλύτερος γιὸς τοῦ Ἴζιασλαβος.
Ἐκείνη τὴν ἐποχὴ ὁ φήμη τοῦ ὁσίου Ἀντωνίου εἶχε ἁπλωθεῖ σ’ ὅλη τὴ ρωσικὴ γῆ, καθὼς παλαιότερά του ὁμωνύμου του Μεγάλου Ἀντωνίου στὴν Αἴγυπτο. Ἔτσι ἔφτασε μέχρι τ’ αὐτιὰ τοῦ Ἰζιασλάβου ὁ πληροφορία γιὰ τὴν ἁγία ζωὴ τοῦ μονάχου Ἀντωνίου Πετσέρσκι – μ’ αὐτὴ τὴν ὀνομασία ἦταν γνωστὸς (Πετσέρσκι = τῶν Σπηλαίων (ἀπὸ τὴν παλαιορωσικὴ λέξη πέτσερα = κρύπτη, σπηλιά).
Κίνησε λοιπὸν μὲ τὴ συνοδεία τοῦ ὁ ἡγεμόνας καὶ ἦρθε νὰ πάρει τὴν εὐλογία του. Αὐτὸ ἦταν, γιὰ τὰ ἤθη τῆς ἐποχῆς, ἔνδειξη πολὺ μεγάλης τιμῆς πρὸς τὸν ὅσιο.
Ἀπὸ τότε ἡ καλή του φήμη ἁπλώθηκε ἀκόμη περισσότερο καὶ ἄρχισαν νὰ ἔρχονται πολλοὶ γιὰ νὰ τοὺς χειραγωγήσει στὴ μοναδικὴ πολιτεία.
Γύρω στὰ 1060 ἦρθαν στὸν ὅσιο Ἀντώνιο ὁ μακάριος Βαρλαάμ, γιὸς τοῦ βογιάρου Ἰωάννου, καθὼς καὶ ὁ φιλόθεος Ἐφραίμ, εὐνοῦχος τοῦ ἡγεμόνα, ποθώντας τὴν ἀφιέρωση στὸ Χριστό. Ὁ ὅσιος ἔδωσε ἐντολὴ στὸν ἱερέα Νίκωνα νὰ τοὺς κείρει μοναχούς.
Κατὰ παραχώρηση Θεοῦ ὅμως, ὁ ἅγιος Ἀντώνιος καὶ οἱ ἀδελφοὶ δοκιμάστηκαν σκληρὰ γι’ αὐτὲς τὶς δυὸ κοῦρες.
Ὁ βογιάρος Ἰωάννης, μαζὶ μὲ πολλοὺς δούλους του, ἦρθε ὀργισμένος στὰ Σπήλαια καὶ διασκόρπισε μὲ ἀγριότητα τὸ θεοσύλλεκτο ποίμνιο τοῦ ὁσίου Ἀντωνίου. Τὸ γιὸ τοῦ Βαρλαὰμ τὸν ἔσυρε βίαια ἔξω ἀπὸ τὸ σπήλαιο, ξέσκισε μὲ μανία τὸ μοναχικό του ἔνδυμα, τὸν ἕντυσε τὴ λαμπρὴ βογιάρικη φορεσιὰ καὶ τὸν ὁδήγησε μὲ τὴ βία στὸ παλάτι του.
Ἀλλὰ καὶ αὐτὸς ὁ ἡγεμόνας Ἰζιασλάβος ὀργίστηκε ἐναντίον τοῦ ὁσίου Ἀντωνίου, ὅταν ἔμαθε πὼς εἶχε κείρει μοναχούς το γιὸ τοῦ βογιάρου του καὶ τὸν εὐνοῦχο τοῦ Ἐφραίμ. Ἔδωσε ἐντολὴ νὰ συλλάβουν τὸ μακάριο Νίκωνα, ποὺ εἶχε κάνει τὶς κοῦρες, ἐνῶ ἀπειλοῦσε νὰ ρίξει σὲ μπουντρούμι ὅλους τους ἀδελφοὺς καὶ ν’ ἀνασκάψει τὸ σπήλαιό τους.
Βλέποντας τὴν τόση ὀργὴ τοῦ ἡγεμόνα, ὁ ὅσιος Ἀντώνιος ἀποφάσισε νὰ ἐγκαταλείψει τὸ σπήλαιο. Ἔφυγε λοιπὸν σ’ ἄλλο τόπο, ἐνῶ οἱ ἀδελφοὶ σκορπίστηκαν σὲ διάφορες περιοχές.
Ὅταν ὅμως ἡ γυναίκα τοῦ Ἰζιασλάβου ἔμαθε γιὰ τὴ φυγὴ τοῦ ὁσίου, λυπήθηκε πολὺ καὶ ἱκέτευσε τὸ σύζυγό της νὰ μὴν καταδιώκει τοὺς δούλους τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ μὴν ξεσπάσει ἐπάνω του ἡ ὀργή Του. Ἡ συνετὴ ἐκείνη γυναίκα ὑπενθύμισε στὸν Ἰζιασλάβο τὸ κακὸ ποὺ εἶχε συμβεῖ πρόσφατα στὴν πατρίδα της, τὴ Λέχια ( Πολωνία). Ὁ πατέρας της, βασιλιὰς Μπολιεσλάβος, εἶχε διώξει ἀπὸ τὴν ἐπικράτειά του τοὺς μοναχούς, ἐξαιτίας τοῦ ὁσίου Μωϋσέως τοῦ Οὔγγρου. Μετὰ ὅμως ἀπὸ τὸ διωγμὸ τῶν μοναχῶν, πικρὸς καὶ αἰφνίδιος θάνατος βρῆκε τὸν Μπολιεσλάβο, ἐνῶ στὸ λαὸ δημιουργήθηκε ταραχὴ μεγάλη καὶ χύθηκε πολὺ αἷμα. Συμβούλεψε λοιπὸν τὸν Ἰζιασλάβο νὰ μεταβάλει τὴν ὀργή του σὲ σύνεση, γιὰ νὰ μὴν πάθη κι ἐκεῖνος τὰ ἴδια.
Φοβήθηκε ὁ ἡγεμόνας τὴ θεία τιμωρία ὅταν ἄκουσε τὰ λόγια ἐκεῖνα. Ἔστειλε ἀνθρώπους στὸν ὅσιο Ἀντώνιο καὶ τὸν κάλεσε νὰ ἐπιστρέψει ἄφοβα στὸν τόπο τῆς ἀσκήσεώς του μαζὶ μὲ ὅλους τους ἀδελφούς.
Οἱ ἀπεσταλμένοι ἀναζητοῦσαν τὸν ὅσιο τρεῖς ἥμερες. Ὅταν τὸν βρῆκαν, ἔπεσαν στὰ πόδια του καὶ τὸν ἱκέτευσαν νὰ ἐπιστρέψει στὸ ἀσκητήριό του.
Ὑπάκουσε ὁ ὅσιος καὶ γύρισε στὸ σπήλαιο, ὅπου ἡσύχαζε παρακαλώντας ἀδιάλειπτά το Θεὸ νὰ συγκεντρώσει πάλι τὰ διασκορπισμένα πρόβατα τῆς ἁγίας ποίμνης Του καὶ νὰ τοὺς δώσει δύναμη, γιὰ νὰ ὑπομείνουν μὲ γενναιότητα τοὺς πειρασμοὺς τοῦ μισόκαλου ἐχθροῦ.
Ὁ φιλάνθρωπος Θεὸς ἄκουσε τὴν προσευχὴ τοῦ δούλου Του καὶ μάζεψε πάλι γύρω ἀπὸ τὸν ὅσιο ὅλους τους ἀδελφοὺς ποὺ εἶχαν σκορπίσει μὲ τὸ διωγμὸ τοῦ ἡγεμόνα.
Ἀλλὰ καὶ ἄλλοι πολλοί, διψασμένοι γιὰ σωτηρία, ἄρχισαν νὰ συρρέουν στὸ σπήλαιο καὶ νὰ παρακαλοῦν τὸν ὅσιο νὰ τοὺς φωτίσει, νὰ τοὺς λυτρώσει ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῆς ἁμαρτίας καὶ νὰ τοὺς χειραγωγήσει στὸ δρόμο πρὸς τὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Καὶ ὁ ὅσιος τους δεχόταν ὅλους μὲ ἀγάπη, τοὺς δίδασκε τὴ μοναχικὴ πολιτεία, κι ἔπειτα ἀπὸ τὴν κανονικὴ δοκιμασία τοὺς ἔδινε τὸ μοναχικὸ σχῆμα. Ἔτσι αὐξήθηκε ὁ ἀριθμὸς τῶν ἀδελφῶν σὲ δώδεκα. Γὶ` αὐτὸ ἀναγκάστηκαν νὰ σκάψουν καὶ νὰ διευρύνουν τὸ σπήλαιο καὶ κατόπιν νὰ χτίσουν ἐκεῖ μέσα ναΰδριο καὶ κελιά, ποὺ σώζονται μέχρι σήμερα.
Κάποτε κάλεσε κοντά του ὁ ὅσιος ὅλους τους ἀδελφοὺς καὶ τοὺς εἶπε.
– Ἀδελφοὶ καὶ παιδιά μου, γνωρίζετε ὅτι ὁ Κύριος μας ἔφερε ὅλους ἐδῶ καὶ μᾶς ἐγκατέστησε σὰν ἀπαρχὴ εὐλογίας γιὰ τὴ χώρα μας καὶ τὸ λαό της. Ἐσεῖς εἶστε εὐλογία τοῦ ἁγιώνυμου ὅρους Ἄθω καὶ τῆς Κυρίας μᾶς Θεοτόκου, ποὺ τὴν ἔχουμε κοινὴ προστάτιδα καὶ παραμυθία. Ὅπως ἔκανε ἔμενα μοναχὸ ὁ ἁγιορείτης γέροντάς μου, ἔτσι κι ἐγώ, μὲ τὴν εὐλογία του καὶ τὴν εὐλογία τοῦ Ἁγίου Ὅρους, ἔκανα ἐσὰς μοναχοὺς καὶ σᾶς ἀφήνω σὰν ἁγιορείτικη κληρονομιὰ σ’ αὐτὸ τὸν τόπο. Νὰ ζεῖτε λοιπὸν καὶ νὰ πολιτεύεστε ἀντάξια της κλήσεώς σας καὶ τῆς εὐλογίας ποὺ σᾶς σκεπάζει.
Ἐδῶ ὁ ὅσιος σιώπησε γιὰ λίγο.
-Παιδιά μου, πρόσθεσε κατόπιν. Νομίζω πὼς εἶναι καιρὸς ν’ ἀποσυρθῶ ἀπὸ τὴν ἡγουμενία. Ποθῶ νὰ ζήσω ὅπως καὶ πρὶν στὴν ἡσυχία, «μόνος μόνω τῷ Θεῶ». Θὰ σᾶς ἀφήσω ἄλλον ἡγούμενο καὶ θ’ ἀποσυρθῶ. Δὲν θ’ ἀποχωριστοῦμε, βέβαια. Στὸν τόπο αὐτὸ θὰ παραμείνω καὶ θὰ σᾶς συμπαραστέκομαι ὅσο ζῶ, σὰν πνευματικός σας πατέρας.
Πράγματι, ὁ ὅσιος ὅρισε ἡγούμενο τὸ μακάριο Βαρλαάμ, σὰν ἔμπειρο κι ἐνάρετο πολύ. Ὁ ἴδιος κλείστηκε σ’ ἕνα ἀπὸ τὰ κελάκια τοῦ σπηλαίου, ἀποφεύγοντας κάθε θόρυβο καὶ κάθε τιμή. Σύντομα ὅμως ἔφυγε σ’ ἄλλο λόφο, ὅπου ἔσκαψε νέο σπήλαιο, αὐτὸ ποὺ τώρα βρίσκεται κάτω ἀπὸ τὴ μεγάλη μονὴ τῶν Σπηλαίων. Ἐκεῖ συνέχισε τὴν ἀσκητική του ζωή, δοξάζοντας τὸ Θεὸ μὲ ἀδιάλειπτες προσευχὲς καὶ ἀσκητικὰ παλαίσματα, καλλιεργώντας ὅλες τὶς ἀρετὲς καὶ ἀνεβαίνοντας «ἐκ δυνάμεως εἰς δύναμιν». Γὶ` αὐτὸ καὶ ὁ Θεὸς τὸν ἀντιδόξασε, στολίζοντας τὸν πλούσια μὲ τὰ χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ἰδιαίτερα μὲ τὸ ἰαματικὸ καὶ τὸ προορατικό.
Ὁ ὅσιος Ἀντώνιος ἀναδείχθηκε σὲ θαυματουργὸ ἰατρὸ καὶ σὲ μεγάλο προφήτη τῆς ρωσικῆς γῆς. Πλήθη ἀσθενῶν θεράπευσε μὲ τὴν προσευχή του καὶ μ’ ἕνα δηλητηριῶδες βότανο, ποὺ τὸ εὐλογοῦσε κι ἔπειτα τοὺς τὸ ἔδινε νὰ τὸ γευτοῦν. Πρὶν ἀπὸ τὴν προσευχὴ καὶ τὴν εὐλογία τοῦ ὁσίου, τὸ βότανο ἐκεῖνο σκορποῦσε τὸ θάνατο μὲ τὸ δηλητήριό του. Μετὰ τὴν εὐλογία τοῦ ὁσίου, χάριζε τὴ ζωὴ καὶ τὴν ἀπαλλαγὴ ἀπ’ ὅλες τὶς ἀσθένειες.
Ὅσο γιὰ τὸ προορατικὸ χάρισμα τοῦ ἁγίου, ἀρκεῖ νὰ τὸ πιστοποίηση ἡ πρόρρηση γιὰ τὴν ὀδυνηρὴ ἥττα τοῦ ρώσικου στρατοῦ καὶ τὴν καταστροφὴ τῆς ρωσικῆς χώρας ἀπὸ τοὺς βαρβάρους Πολόφτσους ποὺ παραχώρησε τοὺς χρόνους ἐκείνους ὁ Θεὸς γιὰ τὶς ἁμαρτίες τῶν χριστιανῶν.
Ὅμως ὁ πανάγαθος Κύριος ἐπέτρεψε νὰ δοκιμάσει καὶ ὁ ὅσιος ἕνα μεγάλο πειρασμό, γιὰ νὰ λάμψη περισσότερο ἡ ὑπομονὴ καὶ ἡ καρτερία του.
Μετὰ τὴν ἥττα τῶν Ρώσων ἀπὸ τοὺς Πολόφτσους, ὁ ἡγεμόνας Ἰζιασλάβος κατέφυγε στὸ Κίεβο. Ἐκεῖ βρισκόταν ὁ ἡγεμόνας τοῦ Πολότσκ Βσιεσλάβος, φυλακισμένος ἀπὸ τοὺς ἀντιζήλους του ἀδελφοὺς Ἰζιασλάβο, Σβιατοσλάβο καὶ Βσέβολοντ.
Οἱ κάτοικοι τοῦ Κιέβου ἄρχισαν νὰ παρακινοῦν ἐπίμονα τὸν Ἰζιασλάβο σὲ ἀντίσταση κατὰ τῶν βαρβάρων ἔχθρων, ποὺ εἶχαν διασκορπιστεῖ καὶ λεηλατοῦσαν τὴ χώρα. Ὁ ἡγεμόνας ὅμως, φοβισμένος ἀπὸ τὴν ἥττα του, δὲν ἀποφάσιζε νὰ τοὺς ἀντιμετωπίσει ξανά. Τότε οἱ ὑπήκοοι τοῦ ἐπαναστάτησαν, ἐλευθέρωσαν ἀπὸ τὴ φυλακὴ τὸ Βσιεσλάβο καὶ τὸν ἀνακήρυξαν ἡγεμόνα τους.
Ὁ Ἰζιασλάβος κατόρθωσε νὰ διαφύγει στὴ Λεχία, πατρίδα τῆς γυναίκας του, ὅπου μέσα σ’ ἑπτὰ μῆνες συγκρότησε στρατό, συμμάχησε μὲ τὸ βασιλιὰ τῆς χώρας καὶ ξεκίνησε νιὰ τὴν ἀνακατάληψη τοῦ Κιέβου. Ὅταν τὸ πληροφορήθηκε ὁ Βσιεσλάβος ἐγκατέλειψε τὴν πόλη καὶ διέφυγε κρυφὰ στὸ Πολότσκ.
Ὁ Ἰζιασλάβος μπῆκε θριαμβευτὴς στὸ Κίεβο στὰ 1069.
Ἀπὸ τότε ὅμως ἄρχισε καὶ ἡ δοκιμασία τοῦ μακαρίου Ἀντωνίου. Κάποιος ἄνθρωπος τοῦ ἡγεμόνα συκοφάντησε τὸν ὅσιο ὅτι συμπαθοῦσε τάχα τὸν Βσιεσλάβο καὶ ὅτι μᾶλλον ἦταν ἡ κύριος ὑποκινητὴς τῆς λαϊκῆς ἐξεγέρσεως ποὺ τὸν εἶχε ἀνεβάσει στὸν ἡγεμονικὸ θρόνο!
Ὁ Ἰζιασλάβος πείστηκε στὰ λόγια τοῦ συκοφάντη καὶ κυριεύτηκε ἀπὸ φοβερὴ ὀργὴ ἐναντίον τοῦ ἁγίου.
Ἐκείνη τὴν ἐποχὴ Ὁ ὅσιος διακονοῦσε στὴ σπηλιὰ τοῦ τὸν κατάκοιτο Ἰσαάκιο τὸν ἔγκλειστο, ποὺ τὸν εἶχε πλανήσει ὁ διάβολος καὶ τὸν εἶχε ἀφήσει μισοπεθαμένο. Φαίνεται πὼς ὁ ἐχθρὸς κάθε καλοῦ λύσσαξε γιὰ τὴν προσπάθεια τοῦ ὁσίου νὰ σώσει τὸν Ἰσαάκιο, γι’ αὐτὸ καὶ βάλθηκε νὰ τὸν ἐμποδίσει μὲ κάθε τρόπο ἀπὸ τὸ θεάρεστο αὐτὸ ἔργο.
Καὶ γιὰ λίγο καιρὸ τὸ πέτυχε.
Πρὶν προλάβει ὃ Ἰζιασλάβος νὰ κάνη κακὸ στὸ ὅσιο, ὁ ἡγεμόνας τοῦ Τσερνιγὼφ Σβιατοσλάβος, ποὺ ἔμαθε νιὰ τὴν ὀργὴ τοῦ ἀδελφοῦ του, ἔστειλε ἀνθρώπους τοῦ νύχτα κι ἔφεραν τὸ δοῦλο τοῦ Θεοῦ στὴν ἐπικράτειά του. Ὁ ὅσιος διάλεξε ἕνα ἥσυχο μέρος κοντὰ στὴν πόλη, στὸ βουνὸ Μπόλντιν, ἔσκαψε μιὰ σπηλιὰ κι ἐγκαταστάθηκε σ’ αὐτήν.
Στὸν τόπο ἐκεῖνο χτίστηκε ἀργότερα μοναστήρι.
Ἀλλὰ ὁ ἐπίβουλός του ἀγαθοῦ δὲν χάρηκε γιὰ πολύ. Ὁ Ἰζιασλάβος ἔμαθε τὴν ἀλήθεια ἀπὸ πολλοὺς καὶ ἀξιόπιστους ἀνθρώπους. Ἡ ὀργὴ τοῦ μαλάκωσε. Σκέφτηκε νηφάλια καὶ πείστηκε γιὰ τὴν ἀθωότητα καὶ τὴν ἀρετὴ τοῦ ὁσίου. Κατάλαβε πὼς οἱ κατηγορίες ἐναντίον τοῦ ἦταν συκοφαντικὲς καὶ προκλήθηκαν ἀπὸ τὸν πονηρό. Μετανοημένος καὶ λυπημένος ὁ ἡγεμόνας ἔστειλε ἀντιπροσώπους του στὸ Τσερνιγώφ, παρακαλώντας τὸν Ἀντώνιο νὰ ἐπιστρέψει στὸ Κίεβο, κοντὰ στὸ θεοσύλλεκτο ποίμνιό του.
Ὁ «πράος καὶ ταπεινὸς τὴ καρδία» Ἀντώνιος ἀνταποκρίθηκε στὴν παράκληση τοῦ Ἰζιασλάβου καὶ γύρισε στὴν ἀδελφότητά του, ποὺ τόσον καιρὸ ἦταν ἀπορφανισμένη ἀπὸ τὸν πνευματικό της πατέρα.
Μετὰ τὴν ἐπιστροφή του στὸ Κίεβο, ὁ ὅσιος ἐπιδόθηκε σὲ μεγαλύτερους ἀκόμη ἀγῶνες. Ὅλη του ἡ ζωὴ μέσα στὸ σπήλαιο ἦταν ἕνας ἀσταμάτητος καὶ σκληρὸς πόλεμος «πρὸς τὰς μεθοδείας τοῦ διαβόλου, πρὸς τοὺς κοσμοκράτορας τοῦ σκότους τοῦ αἰῶνος τούτου».
Πρὶν ἀναχωρήσει γιὰ τὰ οὐράνια σκηνώματα, φρόντισε μὲ προσευχὲς καὶ θαυματουργίες γιὰ τὴν ἀνοικοδόμηση τοῦ ναοῦ τῆς μονῆς τῶν Σπηλαίων, ὅπως θὰ δοῦμε πιὸ κάτω.
Ἀφοῦ εὐλόγησε τὸν τόπο καὶ τὴν ἔναρξη τῆς οἰκοδομῆς τοῦ ναοῦ, ὁ ὅσιος Ἀντώνιος ἄρχισε νὰ ἑτοιμάζεται γιὰ τὴ μετάβασή του στὴν αἰώνια καὶ ἀχειροποίητη πόλη.
Καθὼς λοιπὸν προαισθανόταν νὰ πλησιάζει ὁ καιρὸς τῆς ἐκδημίας του, μάζευε γύρω του τοὺς ἀδελφοὺς καὶ τοὺς νουθετοῦσε, παρηγορώντας τους μὲ τὴν ὑπόσχεση ὅτι καὶ μετὰ τὸ χωρισμό του ἀπὸ τὸ φθαρτὸ σῶμα δὲν θὰ ἐγκαταλείψει τὸν τόπο τῶν πνευματικῶν παλαισμάτων του.
Θὰ βρίσκομαι πάντοτε ἀνάμεσά σας, παιδιά μου.
Θὰ ἐπιβλέπω τοὺς ἀγῶνες καὶ τὴν πρόοδό σας στὴ μοναχικὴ ζωή.
Θὰ φροντίζω γιὰ τὶς ψυχὲς ποὺ προστρέχουν σ’ αὐτὸ τὸν ἱερὸ τόπο γιὰ νὰ εὐαρεστήσουν τὸ Θεό.
Σᾶς δίνω αὐτὴ τὴν ὑπόσχεση σὰν τὴ μοναδικὴ ἀλλὰ τὴν πιὸ πολύτιμη κληρονομιά.
Καὶ ἀπὸ τὸν οὐρανὸ θὰ μεσιτεύω πρὸς τὸν Κύριο, ὥστε νὰ βρεῖτε ὅλοι σας ἔλεος κατὰ τὴ φοβερὴ ἥμερά της Κρίσεως.
Ἔτσι, ἀφοῦ συμπλήρωσε δεκαέξι χρόνια στὸ δεύτερο σπήλαιο κι ἐνενῆντα χρόνια στὴ ζωή, ἄφησε ὁ ὅσιος τὸν πρόσκαιρο κόσμο καὶ ἀναχώρησε γιὰ τὴν αἰωνιότητα, στὶς 7 Μαΐου τοῦ ἔτους 6581 ἀπὸ κτίσεως κόσμου καὶ 1073 ἀπὸ Χριστοῦ, στὰ χρόνια του ἡγεμόνα Σβιατοσλάβου Γιαροσλάβιτς καὶ τοῦ αὐτοκράτορα τῆς Κωνσταντινουπόλεως Μιχαὴλ Ζ’ Δούκα.
Τὸ τίμιο σκήνωμα τοῦ ὁσίου, πρώτου Καθηγουμένου τῆς μονῆς Πετσέρσκι, κατατέθηκε τότε στὸ σπήλαιό του, κάτω ἀπὸ τὸ σημερινὸ μεγάλο μοναστήρι.
Ἀλλὰ ὅπως ὅσο ζοῦσε ὁ ὅσιος, ἔμεινε μακριὰ ἀπὸ τ’ ἀνθρώπινα μάτια, προσευχόμενος «ἐν τῷ κρύπτω», ἔτσι καὶ τώρα ζήτησε ἀπὸ τὸν Κύριο νὰ μείνει τὸ τίμιο σῶμα τοῦ κρυμμένο ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους. Κι Ἐκεῖνος πραγματοποίησε τὴν ἐπιθυμία του καὶ τηρεῖ στὴν ἀφάνεια τὰ σεπτὰ λείψανα τοῦ δούλου Τοῦ μέχρι σήμερα.
Ὅσοι κατὰ καιροὺς δοκίμασαν ν’ ἀνασκάψουν τὸ σπήλαιο καὶ νὰ τ’ ἀποκαλύψουν, τιμωρήθηκαν γιὰ τὴν τόλμη τους νὰ ἐναντιωθοῦν στὴ βουλὴ τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν ἐπιθυμία τοῦ ἁγίου. Γιατί ξεπηδοῦσε φωτιὰ ἀπὸ τὴ γῆ καὶ κατέκαιγε τὰ μέλη τους. Γιὰ πολὺ καιρὸ πολλὰ ὑπέφεραν, ὥσπου μετανοοῦσαν γιὰ τὴν πράξη τους κι ἔπαιρναν τὴ συγχώρηση καὶ τὴν ἴαση ἀπὸ τὸ θαυματουργὸ ἅγιο.
Ἂν καὶ κρυμμένα ὅμως ἀπὸ τὰ μάτια τῶν ἀνθρώπων, τὰ ἅγια λείψανα τοῦ ὁσίου Ἀντωνίου, δὲν παύουν ν’ ἀποτελοῦν πηγὴ ἁγιασμοῦ καὶ βοηθείας καὶ δυνάμεως.
Πολλὰ θαύματα ἐπιτελοῦν ἀπὸ τὸν κρυφὸ τόπο τῆς ἀναπαύσεώς τους, σ’ ὅσους μὲ πίστη προστρέχουν στὸ Ἱερὸ σπήλαιο κι ἐπικαλοῦνται τὴ μεσιτεία τοῦ ὁσίου.
Σύμφωνα μὲ ἄλλη ἐκδοχὴ στὶς 10 Ἰουλίου, ὁπότε τελεῖται καὶ ἡ μνήμη του.
Leave a Reply
Want to join the discussion?Feel free to contribute!