῞Οταν ἔπαυσαν οἱ διωγμοὶ καὶ ὁ χριστιανισμὸς ἀναγνωρίσθηκε ὡς ἐπίσημη θρησκεία τῆς αὐτοκρατορίας, χρεἱάστηκε ἀκόμη πολυετὴς μόχθος ἀπὸ τοὺς διαδόχους τῶν ᾽Αποστοαων γιὰ τὴν ἐκρίζωση τοῦ συχνὰ ἐπιθετικοῦ παγανισμοῦ καὶ τὴν ἐμφύτευση στὸν λαὸ τῆς χρηστότητος τῶν χριστιανικῶν ἠθῶν. ῾Ο Βίος τοῦ ἁγίου Πορφυρίου εἶναι μιὰ θαυμαστὴ μαρτυρία ἑνὸς σταδίου τῆς μεγάλης αὐτῆς ἀλλαγῆς.
῾Ο ἅγιος Πορφύριος γεννήθηκε περὶ τὸ 547 ἀπὸ εὐγενῆ καὶ εὐημεροῦσα οἰκογένεια τῆς Θεσσαλονίκης. Κυριευμένος ἀπὸ θείο πόθο, ἐγκατέλειψε μία ἡμέρα πατρίδα καὶ πλούτη καὶ ἔσπευσε πρὸς τὴν περίφημη ἔρημο τῆς Σκήτεως, στὴν Αἴγυπτο, ὅπου σύντομα ἐνεδύθη τὸ ἀγγελικὸ Σχῆμα καὶ ἔζησε πέντε χρόνια ἀνάμεσα στοὺς ἐπιφανείς Πατέρες ποὺ διέλαμψαν ἐκεί τὴν ἐποχὴ ἐκείνη. ᾽Απὸ ἐκεί πέρασε στὴν Παλαιστίνη, ὅπου ἔζησε ἄλλα πέντε χρόνια σὲ σπήλαιο τῆς ἐρήμου τοῦ ᾽Ιορδάνη. ῾Η μεγάλη ξηρασία καὶ τὸ τραχὺ κλίμα, ὅμως, στάθηκαν αἰτία νὰ ἀρρωστήσει σοβαρά. ᾽Εναποθέτοντας τὴν ἐλπίδα του ἀποκλειστικὰ στὸν Θεό, μετέβη τότε στὰ ῾Ιεροσόλυμα καὶ κυρτωμένος πάνω στὸ ραβδί του προσκύνησε μὲ εὐλάβεια ὄλους τοὺς ῾Αγίους Τόπους. Συνδέθηκε τότε φιλικὰ μὲ τὸν Μάρκο, τὸν μελλοντικό του βιογράφο, καὶ τοῦ ἀνέθεσε νὰ μεταβεῖ στὴν Θεσσαλονίκη γιὰ νὰ διαμοιράσει τὴν πατρικὴ περιουσία μεταξὺ τῶν ἀδελφῶν του,
᾽Επιστρέφοντας, ὁ Μάρκος βρῆκε τὸν Πορφύριο ἐντελῶς θεραπευμένο, μετὰ ἀπὸ μιὰ ἐκστατικὴ εμπειρία πάνω στὸν Γολγοθᾶ, κατὰ τὴν ὁποία εἶχε δεῖ τὸν Εὐγνώμονα Ληστὴ νὰ κατεβαίνει ἀπὸ τὸν σταυρὸ γιὰ νὰ τὸν ὁδηγήσει πρὸς τὸν Χριστὸ ὁ ὁπόιος τοῦ παρέδωσε τὸ Τίμιο ξύλο γιὰ νὰ τὸ φυλάξει.
῏Αφοῦ μοίρασε ὅλο τὸ μερίδιο τῆς περιουσίας του στοὺς πτωχοὺς τῶν Ἰεροσολύμων καὶ στὰ μοναστήρια τῆς Αἰγύπτου, ὁ Πορφύριος ἄρχισε νὰ ἀσκεῖ τὸ ἐπάγγελμα τοῦ βυρσοδέψη-ὑποδηματοποιοῦ γιὰ νὰ ζεῖ ἀπὸ τὴν ἐργα τῶν χεριῶν του κατὰ τὸ παράδειγμα τοῦ ᾽Αποστοαου Παύλου. ῞Οταν ἔφθασε σὲ ἡλικία σαράντα πέντε ἐτῶν, ὁ ἐπίσκοπος ῾Ιεροσολύμων Πραυλίνος, ἔχοντας ἀκούσει ἐγκώμια γιὰ τὴν πραότητα, τὴν φιλανθρωπία καθὼς καὶ τὸ χάρισμα ποὺ εἶχε στὴν ἑρμηνεία τῆς ῾Αγίας Γραφῆς, τὸν χειροτόνησε πρεσβύτερο, παρὰ τὴν θέλησή του, καὶ τοῦ ἐμπιστεύθηκε τὴν φύλαξη τοῦ Τιμίου Σταυροῦ τοῦ Σωτῆρος. Το ζηλευτὸ ἀξίωμα τοῦ σταυροφύλακος δὲν ἄλλαξε σὲ τίποτε τὴν πολιτεία τοῦ Πορφυρίου καὶ σὲ ὅλον του τὸν βίο ἐξακολούθησε νὰ τηρεῖ αὐστηρὴ ἐγκράτεια, περνώντας ὅλες τὶς νύχτες του σὲ ἱερὲς ἀγρυπνίες. ᾽Ενῶ ἀσκοῦσε τὸ λειτούργημά του γιὰ τρίτη χρονιά, ὁ ἐπίσκοπος Γάζης ἐκοιμήθη. Οἱ πιστοὶ αὐτῆς τῆς ἀρχαίας ἀλλὰ ταπεινῆς ᾽Εκκλησίας δὲν μποροῦσαν νὰ συμφωνήσουν στὴν ἐπιλσγὴ ἑνὸς διαδόχου καὶ ἔτσι ἔστειλαν ἀντιπροσωπία τους στὸν ἀρχιεπίσκοπο Καισαρείας ᾽Ιωάννη. Μετὰ ἀπὸ τριήμερη νηστεία, ὁ Κύριος τοῦ ὑπέδεξε τὸν Πορφύριο ὡς τὸν ἀξιότερο γιὰ τὸ ἀξίωμα αὐτό. Γνωριζοντας τὴν ταπεινοφροσύνη τοῦ σταυροφύλακος, ὁ ᾽Ιωάννης τὸν κάλεσε στὴν Καισάρεια μὲ πρόσχημα τὴν ἑρμηνεία ἑνὸς δυονόητου ἐδαφίου τῆς ῾Αγίας Γραφῆς. ῾Ο Πορφύριος, προειδοποιημένος τὴν προηγούμενη νύχτα ἀπὸ τὸν Χριστό, ὁ ὁποίος τοῦ δήλωσε ὅτι θὰ τοῦ ἐμπιστευόταν ταπεινή, ἀλλὰ ἐνάρετη γυναίχα, γνησία «ἀδελφή» του, ἀνήγγειλε ἀνήσυχος στὸν Μάρκο: «Φοβοῦμαι μήπως θέλων ἐξιλάσασθαι τὰς ἐμᾶς ἁμαρτίας ἐξιλάσωμαι καὶ ἄλλων πολλῶν. ᾽Αλλ’ ὅμως οὐκ ἔστιν ἀντειπεῖν τῷ βουλήματι τοῦ Θεοῦ». Φθάνοντας στὴν Καισάρεια, παρὰ τὰ δάκρυα καὶ τὶς διαμαρτυρίες του, χειροτονήθηκε ἐπίσκοπος μετὰ τὴν ἀγρυπνία τῆς Κυριακῆς καὶ σύντομα ὁδηγήθηκε στὴν ἕδρα του ἀπὸ τοὺς πιστούς του. Μὲ δυσκολία ἔφθασε στὴν Γάζα, γιατὶ οἱ εἰδωλολάτρες τῆς περιοχῆς εἶχαν στήσει διάφορα ἐμπόδια στὸν δρόμο, ἀγχάθια καὶ σκουπίδια ποὺ καίγονταν ἀναδίδοντας καπνοὺς καί δυσοσμία.
῾Υπακούοντας στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ ἀναλαμβάνοντας ἀνδρείως τὸν πολέμιο κατὰ τοῦ διάβολου, ἀπὸ τὴν στιγμη ποὺ ἔφθασε στὴν πόλη, ἡ ὁποία ὑπέφερε ἀπὸ μεγάλη ἀνομβρία, ὁ νέος ἐπίσκοπος συγκέντρωσε τοὺς χριστἱιχνοὺς ποὺ δὲν ἦσαν περισσότεροι ἀπὸ δἱακοσίους ὀγδόντα, ὅρισε νηστεία καὶ τέλεσε ἀγρυπνία. Τὸ πρωί, μετὰ τὴν λιτανεία ποὺ περιῆλθε τὴν πολη, ὁ Θεὸς ἐπανέλαβε τὸ θαῦμα τοῦ προφήτη ᾽Ηλία καὶ ἔφερε εὐεργετικὴ βροχή. ῾Εκατὸν εἴκοσι ἑπτὰ εἰδωλολάτρες μεταστράφηκαν τότε ἀναφωνώντας: «῾Ο Χριστὸς μόνος Θεός, αὐτὸς μόνος ἐνίκησεν». Παρὰ τὰ θαύματα αὐτὰ καὶ τὶς προσευχὲς τοῦ ἁγίου Πορφυρίου γιὰ τὴν μεταστροφή τους, οἱ εἰδωλολάτρες ποὺ κατεῖχαν τὴν ἐξουσία στὴν πολη δὲν σταμάτησαν τὶς διώξεις καὶ τὶς βίαιες ἐπιθέσεις τους κατὰ τοῦ ἀνθρώπου τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν πιστῶν του. ῎Ετσι ὁ ἐπίσκοπος ἀποφάσισε νὰ στείλει τὸν Μάρκο στὴν Κωνσταντινούπολη μὲ σκοπὸ νὰ παρουσιάσει τὸ αἴτημά του στὸν ἡγεμόνα, μὲ τὴν μεσολάβηση τοῦ ἁγίου ᾽Ιωάννου τοῦ Χρυσοστόμου. ᾽Εξασφάλισε τότε ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα ᾽Αρκάδιο ὁρισμὸ ποὺ διέτασσε νὰ κλείσουν ὅλοι οἱ εἰδωλολατρικοὶ ναοὶ στὴν Γάζα. Τό διάταγμα, ὡστόσο, δὲν ἐφαρμόστηκε αὐστηρὰ καὶ οἱ προπηλακισμοὶ καὶ οἱ παρενοχλήσεὶς κατὰ τῶν προσηλύτων ὤθησαν τὸν ἅγιο Πορφύριο νὰ μεταβεῖ στὴν Καισάρεια, ὅπου ἱκέτευσε τὸν ἀρχιεπίσκοπο νὰ δεχθεῖ τὴν παραίτησή του. ῾Ο ᾽Ιωάννης τὸν προέτρεψε νὰ κάνει ὑπομονὴ καὶ τοῦ πρότεινε νὰ μεταβεῖ μαζί του στὴν Κωνσταντινούπολη γιὰ νὰ ζητήσουν ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα τὴν καταστροφὴ τῶν εἰδωλολατρικῶν ναῶν.
Πηγαίνοντας πρὸς τὴν Βασιλεύουσα, πέρασαν ἀπὸ τὴν Ρόδο, ὅπου ἔλαβαν διαφωτιστικὲς συμβουλὲς ἀπὸ ἕναν σοφὸ ἐρημίτη, ὀνόματι Προκόπιο. Φθάνοντας στὴν Κωνσταντινούπολη πῆγαν ἀμέσως νὰ ὑποβάλουν τὰ σέβη τους στὸν ἅγιο ᾽Ιωάννη τὸν Χρυσόστομο καὶ νὰ τοῦ ἐκθέσουν τὸν σκοπὸ τοῦ ταξιδιοῦ τους. ᾽Εκεῖνος τοὺς δέχθηκε μὲ ἀγάπη, ἀλλὰ ἦταν ἀδύνατο νὰ μεσολαβήσει πρὸς ὄφελός τους στὸν αὐτοκράτορα, καθὼς ἡ πανίσχυρη αὐτοκράτειρα Εὐδοξία ἦταν ἐξοργισμένη ἐναντίον του. ῎Ετσι ἐνήργησε ὥστε νὰ παρέμβει ὁ κουβικουλάριος ᾽Αμάντιος. ῾Η Εὐδοξία, ποὺ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ἦταν ἔγκυος, δέχθηκε τοὺς δύο ἐπισκόπους μὲ συμπάθεια καὶ ὑποσχέθηκε νὰ τοὺς στειρήξει. Μετὰ ἀπὸ λίγες ἡμέρες, ἔφερε στὸν κόσμο ἕναν γιό, τὸν μελλοντικὸ αὐτοκράτορα Θεοδόσιο Β’ τὸν Μικρό (408-450), σύμφωνα μὲ τὴν προφητεία τῶν δύο ἱεραρχῶν. Γιὰ νὰ τοὺς δεῖξει τὴν εὐγνωμοσύνη της τοὺς ζήτησε νὰ συντάξουν τὸ αἴτημά τους γιά τὴν ᾽Εκκλησία τῆς Γάζης. Τὴν ἡμέρα τῆς βάπτισεως τοῦ παιδιοῦ, ἐν μέσῳ τῶν ἑορταστικῶν ἐκδηλώσεων, ἡ Εὐδοξία ἀπέσπασε τὴν συμαί νεση τοῦ αὐτοκράτορα καὶ ανελαβε ἡ ὶδια νὰ κτίσει μὲ δικά της ἔξοδα μία ἑκκλησία στό τόπο πού βρισκοταν ὁ κύριος εὶδωλολατρικὸς ναὸς τῆς Γάζας. Μετά τό Πάσχα (402), ὁ Πορφύριος καί ὁ ᾿Ιωάννης πῆραν τὸν δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς, συνοδευόμενοι ἀπό αὐτοκρατορικοὺς ἀξιωματούχους γιὰ νὰ ἐπιβλέψουν τὴν ἑκτέλ εση τῶν αὐτοκρατορικῶν ἐντολῶν.
Φθάνοντας στό λιμάνι τοῦ Μαϊουμα ἀφοῦ σώθηκαν ἐκ θαύματος ἀπὸ φοβερὴ τρικυμία καὶ μετέστρεψαν τον καπετάνιο τοῦ πλοίου ὁ ὁποῖος ἦταν ὀπαδὸς τοῦ ᾽Αρείου, οἱ δύο ἐπίσκοποι ἔγιναν δεκτοὶ μὲ ὕμνους ἀπὸ τοὺς χριστιανοὺς πού ἦλθαν νὰ τοὺς προῦπαντησουν. Ὅταν ἡ πομπὴ ἔφθα στή Γάζα ἕνα ἄγαλμα τῆς Ἀφροδίτης ἔγινε συντρίμμια καθὼς πλησίασε ὁ Τίμιος Σταυρός, προκαλώντας τις θριαμβευτικὲς κραυγὲς τῶν πιστῶν. Μόλις ἔφθασε ὁ αὐτοκρατορικὸς μάγιστρος, ἐπικεφαλῆς ἰσχυρῆς συνοδείας, ἀνέγνωσε τὸ διάταγμα τοῦ αὐτοκράτορα καὶ ἀμέσως ἔβαλε νὰ καταστρέψὸυν ὀκτὼ είδωλεῖα. ᾿Εν συνεχείᾳ πυρπόλησε τὸν μεγάλο ναό, τὸ Μαρνεῖο, καὶ δήμευσε τὰ ὑπάρχοντα τῶν ἐπιφανῶν εἰδωλολατρῶν ποὺ εἶχαν διαφύγει. Οἱ ὑπόλοιποι ἐθνικοί, ποὺ ἀνέρχονταν στοὺς τριακόσιους, προσχώρησαν στὴν ἀληθινὴ πίστη καὶ ἀφοῦ κατηχήθηκαν δεόντως, βαπτίσθηκαν ἀπὸ τον ἅγιο Πορφύριο.
Μόλις ἀποκαταστάθηκεη εἰρήνη στὴν Γάζα ὁ ἅγιος ἐπίσκοπος ἀσχολήθηκε μὲ τὴν ἀνέγερση ἐνὸς μεγάλου ναοῦ πάνω στὰ ἐρείπια τοῦ Μαρνείου σύμφωνα μὲ σχέδια ποὺ ἔστειλε ὴ αὐτοκράτειρα. Σύσσωμοι οἱ πιστοί ἄνδρες, γυναῖκες καὶ παιδιά πῆραν μέρος μὲ ἐνθουσιασμὸ στὰ ἔργα, ψάλλοντας ὕμνους καὶ ἀναφωνώντας: «Ὁ Χριστὸς ἐνίκησε!» Μετὰ ἀπὸ ἐργασίες πέντε χρόνων, ἀνήμερα τὸ Πάσχα ἔγιναν τὰ ἐγκαίνια τῆς ἐκκλησίας ποὺ ὁνομάθηκε Εὐδοξιανῆ, παρουσία ὅλων τῶν μοναχῶν τῆς περιοχῆς καὶ πλήθους πιστῶν. Οἱ ἔορτασμοὶ αὐτοὶ στάθηκαν ἡ εὐκαιρία γιὰ τὸν ἅγιο νὰ μοιράσει γενναιόδωρες ἐλεημοσύνες καὶ νὰ προτρέψει τὸ χριστιανικὸ πλῆρωμα νὰ παραμείνει σταθερὸ στὴν ἀληθινὴ πίστη. Οἱ ἐθνικοί, ὡστόσο, δὲν ἔπαυσαν νὰ ἀναζητοῦν εὐκαιρία γιὰ ταραχὲς καὶ μία ἡμέρα, ὅταν ξέσπασε μιὰ φιλονικία, φόνευσαν ἐπτὰ χριστιανοὺς καὶ κυνῆγησαν τὸν ἅγιο Πορφύριο ὁ ὁποῖος κατόρθωσε νὰ διαφύγει τρέχοντας στὶς ὀροφὲς τῶν σπιτιῶν. Λίγα χρόνια ἀργότερα. μόλις ἐπανῆλθε ἡ τάξη στὴν χριστιανικὴ κοινότητα τῆς Γάζας, ὁ ἅγιος Πορφύριος, ὁ ὁποῖος συνέβαλε ἐπίσης στὴν ὑπεράσπιση τῆς Ὀρθοδοξίας κατὰ τῆς πελαγιανῆς αἱρέσεως συμμετέχοντας στὴν Σύνοδο τῆς Διοσπόλεως (415), ἀσθένησε. Συνέταξε διαθήκη στὴν ὁποία ὅριζε ὅτι ἔπρεπε νὰ διασφαλιζονται σταθερὲς ἐλεημοσύνες γιὰ τοὺς πτωχοὺς καὶ φιλοξενία γἱὰ τοὺς ξένους καὶ ἐμπιστευόταν στὸν Θεὸ ολο τὸν χριστιανικὸ λαό.
Κατόπιν ἐκοιμήθη ἐν εἰρήνῃ γιὰ νὰ συναριθμηθεῖ στὸν χορὸ τῶν ἁγίων, στὶς 26 Φεβρουαρίου 420, συμπληρώνοντας εἴκοσι πέντε χρόνια ἐπισκοπίας καὶ ἀδιάκοπων ἀγώνων κατὰ τῆς εἰδωλολατρίας.
Νέος Συναξαριστῆς, Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου
Leave a Reply
Want to join the discussion?Feel free to contribute!