Πρὶν ἀπὸ εἴκοσι χρόνια· ὅταν ζοῦσε ὁ Ἰωάννης ὁ πράγματι εὐσεβέστατος καὶ ἀνώτερος στὴ φιλοθεΐα ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ τώρα κατέχουν τὴ ὃέση του· ὁ λεγόμενος Βοστρὴνός· ποὺ ἔγινε χαρτουλάριος στὴ Δαμασκὸ καὶ ἔφερε στὶς ἀγιες ἐκκλησίες εἰρήνη καὶ ὄχι ταραχὴ, συνέδη νὰ σταλεἷ σὲ ὑπηρεσία ἀπὸ τὸν τότε λεγόμενο σύμὃουλο στὴν περιοχὴ τῆς Ἀντιόχειας τῆς Συρίας. Εκεῖ ὺπὴρχαν τέσσερις κοπέλες δαιμονισμένες ποὺ ἔλεγαν πολλὰ μὲ τὴν ἐνέργεια τοῦ διαδόλου· τὶς ὁποῖες οἱ ἐντόπιοι τὶς ἔφεραν στὸν μακαριστὸ Ἰωάννη ποὺ προαναφέραμε.
Αὐτός, ὅταν ἄκουσε τοὺς δαίμονες νἀ λένε πολλὰ μὲ τὸ στόμα αὐτῶν τῶν κοριτσιῶν στὰ συριακά, τὶς ρώτησε γιὰ πολλὰ καὶ διάφορα δέματα ποὺ συντελοῦν στὴν ὠφέλεια τῆς ψυχῆς, δηλαδὴ γιὰ τὴν πτώση τους ἀπὸ τὸν οὐρανό, γιὰ τὸν παράδεισο, γιὰ τὸν καρπὸ ποὺ ἔφαγε ὁ Ἀδάμ, γιὰ τὸ φίδι καὶ γιὰ πολλὰ ἄλλα, ποὺ δὲν εἶναι ἀνάγκη νὰ τὰ ἀναφέρουμε λόγω τῆς ἀδυναμίας τῶν πολλῶν. Δύο ὅμως θέματα διὰ τὰ ἀναφέρω, ἐπειδὴ εἶναι ἐποικοδομητικά γιά ὅλους.
Τὶς ρώτησε λοιπὸν ὁ μακάριος ἐκεῖνος ἄνθρωπος ἂν φοβοῦνται τὶς προσευχές «Πάτερ ἡμῶν», «Ὁ κατοικῶν ἐν βοηθείᾳ τοῦ Ὑψίστου» καὶ «Μεθ᾿ ἡμῶν ὁ Θεός». Καὶ άποκρὶθηκαν: «Εἶναι ὠφέλιμες αὐτὲς οἱ προσευχές σας». Στὴ συνέχεια θέλησε νὰ ρωτὴσει γιὰ τὸ « Ἀναστὴτω ὁ Θεὸς καὶ διασκορπισθὴτωσαν οἱ ἐχθροὶ αὐτοῦ»· μόλις ὅμως ἄρχισε νὰ τὸ λέει, φώναξαν οἱ δαίμονες καὶ τοῦ εἶπαν: «Μὴν πεῖς αὐτὰ τά λόγια, γιατὶ δὲν δὰ σοῦ ἀποκριθοῦμε τίποτε ἄλλο. Διότι σέ ὅλη τὴ Γραφὴ δὲν ὑπάρχει ἄλλος λόγος ποὺ νὰ ἐξουδετερώνει τὴ δύναμή μας ὅπως αὐτὸς».
Ἀλλάζοντας τότε θέμα ὁ μακάριος, τοὺς ρώτησε: «Ποιά πράγματα φοβᾶστε ἀπὸ τοὺς Χριστιανοὺς». Τοῦ λένε ἐκεῖνοι: «Ὅντως ἔχετε τρία πράγματα μεγάλα· ἕνα ποὺ φορᾶτε στὸν λαιμό σας, ἕνα ποὺ λούζεστε στὴν ἐκκλησία καὶ ἕνα ποὺ τρῶτε στή σύναξη».
Κατάλαβε βέβαια ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ, ὁ Ἰωάννης, ὅτι ἐννοοῦν τὸν τίμιο σταυρό, τὸ ἅγιο βάπτισμα καὶ τὴν άγία κοινωνία, καὶ τοὺς ξαναρὠτησε: «ἀπὸ αὐτὰ τώρα τὰ τρία πραγματα, ποιὸ φοβᾶστε περισσότερο:» Τότε καὶ ἐκεῖνοι τοῦ ἀποκρίθηκαν: «Πράγματι· ἂν φυλάγατε καλὰ αὐτὸ ποὺ μεταλαβαίνετε· κανένας ἀπὸ μᾶς δὲν Θὰ μποροῦσε νὰ κάνει κακὸ σὲ Χριστιανό».
Δοξάζοντας τὸν Θεὸ γιὰ τὰ λεχθέντα ὁ εὐσεβὴς Ἰωάννης· πάλι τοὺς ρώτησε: «Ποιά πίστη ἀγαπᾶτε ἀπὸ ὅλες αὐτὲς ποὺ ὑπάρχουν στὸν κόσμο σήμερα;» Τοῦ λενε: «Αὐτῶν ποὺ δὲν ἔχουν κανένα ἀπὸ τὰ τρία πράγματα ποὺ σοῦ εἴπαμε οὔτε ὁμολογοῦν Θεο ἢ Υίὸ Θεοῦ τὸν γιὸ τῆς Μαρίας».
Ἀποκρίθηκε ὁ Ἰωάννης καὶ εἶπε: «Καὶ πῶς ἐσεῖς τὸν ὁμολογήσατε Υἱόν τοῦ Θεοῦ ὅταν τοῦ φωνάζατε, “Τί ἔχουμε κοινὸ μὲ σένα, Υὶὲ τοῦ Θεοῦς;» Σώπασαν τότε γιὰ λίγο καὶ τοῦ εἶπαν: «Χωρὶς νὰ μᾶς ἀρέσει ἢ νὰ τὸ θἑλουμε· ἀλλα ἐπειδὴ μᾶς ἀνάγκαζε ἡ δύναμή Του φωνάξαμε ὅτι εἶναι Υἱὸς τοῦ Ὑψίστου, γιὰ νὰ ντροπιαστοῦν οἱ Ἰουδαῖοι ποὺ ἔλεγαν βλασφημίες σὲ βάρος Του καὶ τὸν ἀποκαλοῦσαν ἄνομον.
Αὺτὰ καὶ πολλὰ ἀλλα εἶπαν μὲ τὸ στόμα ἐκείνων τῶν γυναικῶν οἱ δαίμονες μπροστὰ σὲ λαὸ καὶ πολὺ πλῆθος ποὺ ἄκουε, ἀπὸ τοὺς ὁποίους πολλοὶ ζοῦν ἀκόμη καὶ μαρτυροῦν γι’ αὐτὰ ποὺ τὰ εἶδαν μὲ τὰ μάτια τους.
ΑΓΝΩΣΤΕΣ ΣΕΛΙΔΕΣ ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΙΚΟΥ
Leave a Reply
Want to join the discussion?Feel free to contribute!