Ὅποιος δὲν ἀπομακρύνεται, μὲ τὴ θέλησή του, ἀπὸ τὰ αἴτια τῶν παθῶν, χωρὶς νὰ τὸ θέλει σέρνεται ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. Τὰ αἴτια λοιπὸν τῆς ἁμαρτίας εἶναι αὐτά: ὁ οἶνος, οἱ γυναῖκες, ὁ πλοῦτος καὶ ἡ εὐεξία τοῦ σώματος. Ὄχι ὅτι αὐτὰ εἶναι ἁμαρτίες ἀπὸ τὴ φύση τους, ἀλλὰ ἡ ἀνθρώπινη φύση ἐπηρεάζεται ἀπ’ αὐτὰ καὶ κλίνει εὔκολα πρὸς τὰ πάθη τῆς ἁμαρτίας. Γι’ αὐτὸ ὀφείλει κάθε ἄνθρωπος νὰ προφυλάγεται ἀπ΄ αὐτὰ μὲ ἰδιαίτερη φροντίδα.
Ὅποιος φοβᾶται τὴν ἁμαρτία
Αὐτὸς πού φοβᾶται τὴν ἁμαρτία, θὰ διαβεῖ τὸν ἐπικίνδυνο δρόμο τῆς ζωῆς τοῦ χωρὶς προσκόμματα καί, ὅταν ἀρχίζει νὰ βλέπει σκοτάδι μέσα του ἡ μπροστά του, θὰ δεῖ φῶς ἱλαρό. Ὅταν ἕνας ἄνθρωπος φοβᾶται τὶς ἁμαρτίες, ὁ Κύριος φυλάει τὰ βήματά του καί, ὅταν γλιστράει στὴν ἁμαρτία, τὸν προλαβαίνει τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Ὅποιος θεωρεῖ τὰ παραπτώματα τοῦ μικρὰ καὶ ἀσήμαντα, πέφτει σὲ ἄλλα, μεγαλύτερα καὶ χειρότερα, καὶ θὰ τιμωρηθεῖ ἑπτὰ φορὲς περισσότερο, ἔτσι πού κάνει.
Κάθε ἀρρώστια ἔχει τὸ δικό της φάρμακο
Εἶπε ὁ ἅγιος Ἔφραιμ ὅτι τὸ καλοκαίρι δὲν πολεμᾶς τὸν καύσωνα μὲ χειμωνιάτικα ροῦχα. Κάθε ἀρρώστια λοιπὸν γιατρεύεται μὲ τὰ δικά της φάρμακα. Καὶ σύ, ἂν τυχὸν κυριεύεσαι ἀπὸ φθόνο, γιατί προσπαθεῖς νὰ πολεμήσεις τὸν ὕπνο;
Ξερίζωσε τὸ ἐλάττωμα ὅσο εἶναι μικρὸ
Ὅσο τὸ παράπτωμα εἶναι μικρὸ καὶ τρυφερό, ξερίζωσέ το, προτοῦ νὰ ἁπλωθεῖ καὶ ὡριμάσει. Μὴν ἀμελήσεις, ὅσο μικρὸ καὶ νὰ σοῦ φαίνεται τὸ ἐλάττωμα, γιατί, μὲ τὸν καιρό, θὰ τὸ βρεῖς ἐπάνω σου νὰ σὲ βασανίζει σὰν ἀπάνθρωπος τύραννος, καὶ θὰ τρέχεις μπροστά του σὰν δοῦλος αἰχμάλωτος. Ὅποιος ὅμως πολεμάει τὸ πάθος μόλις παρουσιασθεῖ, γρήγορα τὸ νικάει.
Ἐξομολογήσου τὴν ἀρρώστια σου
Ὅποιος εἶναι ἄρρωστος καὶ ξέρει ποιὰ εἶναι ἡ ἀρρώστια του, ὀφείλει νὰ ζητάει τὴν κατάλληλη θεραπεία. Ἂν λέει στὸ γιατρὸ ἀπὸ τί πόνο ὑποφέρει, εἶναι κοντὰ στὴ θεραπεία του, καὶ θὰ τὴ βρεῖ εὔκολα.
Ἂν ὅμως εἶναι πεισματάρης καὶ δὲ λέει τίποτε, τότε δυναμώνουν οἱ πόνοι καί, ὅσο ἀντιστέκεται στὸ γιατρό, τόσο περισσότερο τυραννιέται. Κάτι ἀνάλογο
συμβαίνει καὶ μὲ τὸν πόνο τῆς ἁμαρτίας.
Ἡ ἀσυγχώρητη ἁμαρτία
Δὲν ὑπάρχει ἀσυγχώρητη ἁμαρτία παρὰ μόνο ἡ ἀμετανόητη. Οὔτε κανένα χάρισμα τοῦ Θεοῦ παραμένει χωρὶς προσθήκη, παρὰ μόνο ὅταν δὲν εὐχαριστοῦμε τὸ Θεὸ γιὰ ὅτι ἔχουμε.
Τὰ εἴδη τῆς ἁμαρτίας
Ἕνα εἶδος ἁμαρτίας πού γίνεται, εἶναι ὅταν ὁ ἀγωνιστῆς φροντίζει γιὰ τὴν ἀρετὴ καὶ ἐπιμένει στὴν ἐργασία τῆς μέρα καὶ νύχτα, ἀλλὰ δὲν τὰ καταφέρνει
καὶ πέφτει σὲ κάποια ἁμαρτία. Μπορεῖ δηλ. ἀπὸ ἀγνοία, ἡ ἀπὸ διάφορες αἰτίες, ἀντίθετες στὸ δρόμο τῆς ἀρετῆς, ἡ ἀπὸ τὰ κύματα τῶν παθῶν πού ξεσηκώνονται στὰ μέλη τοῦ κάθε τόσο, ἡ ἀπὸ τὴν πνευματικὴ παράλυση πού ἐνδέχεται νὰ τοῦ συμβεῖ γιὰ νὰ δοκιμασθεῖ ἡ ἐλεύθερη θέλησή του, νὰ γείρει λίγο ἡ ζυγαριὰ στὸν ἀριστερὸ ζυγό, ὁπότε ἕλκεται ἀπὸ τὴν ἀδυναμία τῆς σάρκας σὲ κάποια ἁμαρτία, καὶ λυπᾶται καὶ ἀνησυχεῖ καὶ στενάζει μὲ πόνο ψυχῆς γιὰ τὴν ταλαιπωρία τοῦ αὐτή.
Ἄλλο εἶδος ἁμαρτίας εἶναι, ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀποχαυνωθεῖ καὶ ἀμελήσει τὴν ἐργασία τῆς ἀρετῆς, καὶ ἐγκαταλείψει πέρα γιὰ πέρα τὸ σωστὸ δρόμο της, καὶ τρέχει σὰν ὑπάκουος δοῦλος στὴν ἀπόλαυση τῶν ἁμαρτιῶν, καὶ δείχνει ζῆλο πῶς νὰ ἐφεύρει καινούριους τρόπους γιὰ τὴν πλήρη ἀπόλαυση τῆς ἡδονῆς. Κάνοντας αὐτά, εἶναι ἕτοιμος, σὰν τὸν αἰχμάλωτο δοῦλο, νὰ κάνει μὲ ἰδιαίτερη φροντίδα τὸ θέλημα τοῦ ἐχθροῦ του, καὶ νὰ προσφέρει τὰ μέλη τοῦ σώματος τοῦ ὅπλα στὶς διαταγὲς τοῦ διαβόλου. Καὶ δὲ θυμᾶται ὁ δύστυχος καθόλου τὴ μετάνοια, οὔτε περνάει ἀπὸ τὸ νοῦ του νὰ ἀφήσει τὸν καταστρεπτικὸ δρόμο του καὶ νὰ γυρίσει στὴν ἀρετή.
Τὸ πρῶτο εἶδος τῆς ἁμαρτίας, πού ἀνέφερα, εἶναι ὅταν ὁ ἄνθρωπος γλιστρήσει καὶ πέσει, ἐνῶ βαδίζει στὸ δρόμο τῆς ἀρετῆς καὶ τῆς δικαιοσύνης. Αὐτὸ ἐννοοῦν Οἱ Πατέρες, ὅταν λένε ὅτι, στὸ δρόμο τοῦ Θεοῦ, συναντᾶμε καὶ πεσίματα, καὶ ἐναντιώσεις ἀπὸ τὸν ἐχθρό, καὶ καταναγκασμοὺς καὶ τὰ παρόμοια. Ἐνῶ τὸ δεύτερο εἶδος τῆς ἁμαρτίας, πού ἀνέφερα, εἶναι νὰ πέσει ἡ ψυχή, καὶ νὰ χαθεῖ καὶ νὰ ἐγκαταλείψει τελείως τὸν ἀγώνα.
Μὴν ἀπελπίζεσαι γιὰ τὶς ἁμαρτίες σου
Ἀπὸ τὰ παραπάνω εἶναι φανερὸ ὅτι, ὅταν πέσει ἕνας ἄνθρωπος στὴν ἁμαρτία, σὲ ὁποιαδήποτε ἁμαρτία, δὲν πρέπει νὰ ξεχάσει τὴν ἀγάπη καὶ τὴ στοργὴ τοῦ οὐράνιου Πατέρα του. Ἐὰν συμβεῖ, λοιπόν, νὰ πέσει σὲ ποικίλα παραπτώματα, ἃς μὴν ἀμελήσει τὸ καλὸ καὶ ἃς μὴ σταματήσει στὸ δρόμο του. Ἀντίθετα καὶ ἂν νικηθεῖ, πάλι νὰ σηκωθεῖ καὶ νὰ ἀγωνισθεῖ κατὰ τῶν ἐχθρῶν του, καὶ ἃς βάζει κάθε μέρα καινούρια θεμέλια στὴν καταστραφεῖσα οἰκοδομῆ του, καὶ ἃς ἔχει, μέχρι νὰ φύγει ἀπὸ τοῦτο τὸν κόσμο, στὸ στόμα τοῦ τὸ λόγο τοῦ προφήτη: «Ἃς μὴ χαρεῖ ὁ ἐχθρός μου πού ἔπεσα, γιατί πάλι σηκώνομαι. Καὶ ἂν καθίσω στὸ σκοτάδι, ὁ Κύριος θὰ μοῦ στείλει τὸ δικό του φῶς» (Μιχ. 7, 8). Σὲ καμιὰ περίπτωση, λοιπόν, νὰ μὴ σταματήσει τὸν πόλεμο, καὶ νὰ μὴν προδώσει, μὲ ὁριστικὴ ἥττα, τὴν ψυχή του, ὅσο εἶναι ζωντανὸς καὶ ἀναπνέει. Καὶ ἂν ἀκόμη συντρίβεται τὸ σκάφος τῆς ψυχῆς τοῦ κάθε μέρα, καὶ χάνει τὰ πνευματικά του ἐμπορεύματα, νὰ μὴν παύσει νὰ τὸ περιποιεῖται καὶ νὰ τὸ φροντίζει καὶ ἃς δανείζεται, καὶ ἃς δουλέψει ταξιδεύοντας σὲ ἄλλα καράβια, ζωντας μὲ τὴν ἐλπίδα. Καὶ ὁ Κύριος τότε, πού θὰ δεῖ τὸν ἀγώνα του, θὰ τὸν σπλαχνιστεῖ γιὰ τὸ πάθημά του καὶ θὰ τοῦ στείλει τὸ ἔλεός του καὶ θὰ τοῦ δώσει δύναμη νὰ κάνει ὑπομονή, καὶ νὰ ἀνταπαντήσει στὰ καυστικὰ βέλη τοῦ ἐχθροῦ. Αὐτὴ εἶναι ἡ σοφία πού δίνει ὁ Θεός, καὶ αὐτὸς εἶναι ὁ σοφὸς ἄρρωστος, αὐτὸς πού δὲν ἔχασε τὴν ἐλπίδα του. Εἶναι καλύτερα νὰ κατακριθοῦμε μόνο γιὰ μερικὰ στραβὰ πού κάναμε, ἂν δὲν τὰ διορθώσουμε, παρὰ γιὰ τὴν πλήρη ἐγκατάλειψη τοῦ ἀγώνα μας.
Ἡ λύπη γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας
Ὅταν γλιστρήσουμε καὶ πέσουμε σὲ κάποιο ἁμάρτημα νὰ μὴ λυπηθοῦμε. Νὰ λυπηθοῦμε, ὅταν ἐπιμένουμε σ’ αὐτὸ τὸ ἁμάρτημα γιατί συμβαίνει πολλὲς φορὲς καὶ στοὺς τέλειους νὰ πέσουν. Ὅμως, τὸ νὰ ἐπιμένει ὁ ἄνθρωπος στὴν ἁμαρτία, χωρὶς νὰ ἐλέγχεται ἀπὸ τὴ συνείδησή του, εἶναι τέλεια νέκρωση τῆς ψυχῆς. Ἡ λύπη, τώρα, πού νιώθουμε γιὰ τὰ ἁμαρτήματά μας, λογαριάζεται ἀπὸ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ ὡς καθαρὴ ἐργασία. Ὅμως, αὐτὸς πού πέφτει γιὰ δεύτερη φορὰ μὲ τὴν πονηρὴ ἐλπίδα ὅτι θὰ μετανοήσει, χωρὶς νὰ δείχνει ἴχνη πραγματικῆς μετάνοιας, αὐτὸς πορεύεται ἐνώπιόν του Θεοῦ ἀπὸ τὸ κακὸ στὸ χειρότερο, μὲ πανουργία καὶ δολιότητα, καὶ τοῦ ἔρχεται ξαφνικὰ ὁ θάνατος, καὶ δὲν προλαβαίνει, ὅπως ἤλπιζε, νὰ μετανοήσει ἀληθινὰ καὶ μὲ ἀνάλογα ἔργα.
Ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ὑπέμεινε σταυρὸ γιὰ τοὺς ἁμαρτωλούς. Ὅλοι Οἱ ἁμαρτωλοί, λοιπόν, ἃς πάρουμε θάρρος στὴ μετάνοιά μας. Γιατί ἂν τὸ σχῆμα μόνο της μετάνοιας τοῦ βασιλιὰ Ἄχααβ μετέβαλε τὴν ὀργὴ τοῦ Θεοῦ γιὰ τὶς ἁμαρτίες του, πολὺ περισσότερο θὰ ἐξιλεώσουμε τὸ Θεό, ἂν ἡ μετάνοια μᾶς εἶναι ἀληθινή, καὶ δὲν περιορίζεται μόνο σὲ καμώματα. Καὶ ἂν τὸ σχῆμα μόνο της ταπείνωσης ἀπομάκρυνε τὴν ὀργὴ τοῦ Θεοῦ ἀπὸ αὐτόν, πού ἡ μετάνοιά του δὲν ἦταν ἀληθινή, πόσο μᾶλλον ἡ δική μας, πού λυπούμαστε πραγματικὰ γιὰ τὰ ἁμαρτήματά μας; Ἡ βαθιὰ λύπη πού ἔχουμε μέσα μας γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας, εἶναι ἀρκετὴ νὰ μᾶς σώσει, κι ἃς μὴν καταβάλουμε σωματικοὺς κόπους.
Ὁ Κύριος ἐλεεῖ τὸν μετανοοῦντα
Ζητῆστε, ὅσοι ζεῖτε στὴν ἁμαρτία, νὰ βρεῖτε τὸν Κύριο, καὶ πάρτε δύναμη ἐλπίζοντας σ’ αὐτὸν ζητῆστε τὸν μὲ μετάνοια, καὶ θὰ ἁγιαστεῖτε μὲ τὸν ἁγιασμὸ πού χαρίζει ἡ παρουσία του, καὶ θὰ καθαρισθεῖτε ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες σας. Ὅσοι διαπράξατε ἁμαρτίες, τρέξτε στὸν Κύριο, πού ἔχει τὴ δύναμη νὰ συγχωρεῖ ἁμαρτήματα καὶ νὰ παραβλέπει σφάλματα διότι πῆρε ὅρκο καὶ εἶπε μὲ τὸ στόμα τοῦ προφήτη Ἰεζεκιὴλ (33, 11): «Ζῶ ἐγώ, λέγει ὁ Κύριος δὲ θέλω τὸ θάνατο τοῦ ἁμαρτωλοῦ, μέχρι νὰ μετανοήσει καὶ νὰ ζήσει ἀληθινά». Καὶ πάλι: «Ὅλη τὴν ἥμερα ἅπλωνα τὰ χέρια μου, περιμένοντας τὴν ἐπιστροφὴ τοῦ ἀνυπάκουου καὶ φιλόνικου λαοῦ» (Ἤσ. 65, 2)’ καὶ πάλι: «Γιατί ἐπιμένεις στὴν ἁμαρτία καὶ πεθαίνεις, λαὲ τοῦ Ἰσραήλ;» (Ἴεζ. 33, 11), καί: «Γυρίστε κοντά μου, καὶ ἐγὼ θὰ ἔρθω σὲ σᾶς» (Μάλ. 3, 7)’ καὶ πάλι: «Ὁποιαδήποτε μέρα ἐπιστρέψει ὁ ἁμαρτωλὸς ἀπὸ τὸ δρόμο πού πῆρε, καὶ γυρίσει σὲ μένα τὸν Κύριο, καὶ ζήσει σύμφωνα μὲ τὶς ἐντολὲς καὶ τὴ δικαιοσύνη μου, δὲ θὰ θυμηθῶ τὶς ἀνομίες του, καὶ θὰ ζήσει ἀληθινὴ ζωή, λέει ὁ Κύριος. Καὶ ὁ δίκαιος ἐὰν ἐγκαταλείψει τὴ δικαιοσύνη καὶ ἀρχίσει νὰ ἁμαρτάνει καὶ νὰ ἀδικεῖ, δὲ θὰ λάβω ὑπόψη μου ὅτι κάποτε ἦταν δίκαιος, παρὰ θὰ τὸν κάνω νὰ γλιστρήσει, γιὰ νὰ μετανοήσει ὅμως θὰ πεθάνει μέσα στὸ σκοτάδι τῶν πονηρῶν του ἔργων, ἂν ἐπιμείνει σ’ αὐτὰ» (Ἴεζ. 33, 14.15). Καὶ γιατί τὰ εἶπε αὐτά; Διότι ὁ ἁμαρτωλὸς δὲ θὰ ἐπιμείνει στὴν ἁμαρτία του ἀπὸ τὴ στιγμὴ πού θὰ ἐπιστρέψει στὸν Κύριο. Ἄλλα καὶ ἡ δικαιοσύνη τοῦ δικαίου δὲν πρόκειται νὰ τὸν σώσει ἀπὸ τὴν ἥμερα πού θὰ ἁμαρτήσει, ἂν βέβαια ἐπιμείνει στὸ ἁμάρτημά του. Καὶ στὸν Ἱερεμία ἔτσι μίλησε ὁ Θεός: «Πάρε τὴ μεμβράνη καὶ γράψε ὅσα θὰ σοῦ πῶ: Ἀπὸ τὰ χρόνια του Ἴωσια, τοῦ βασιλιὰ τῆς φυλῆς Ἰούδα, μέχρι σήμερα, ὅλες τὶς δυστυχίες πού σου εἶπα, θὰ τὶς ἐπιφέρω σὲ τοῦτον τὸ λαὸ κι αὐτὸ τὸ λέω, γιὰ νὰ ἀκούσουν Οἱ ἄνθρωποι, καὶ νὰ φοβηθοῦν, καὶ νὰ ἐγκαταλείψουν τὸν κακὸ δρόμο πού πῆραν, καὶ νὰ γυρίσουν πίσω μετανοημένοι, καὶ τότε ἐγὼ θὰ πάρω ἀπὸ πάνω τους τὶς ἁμαρτίες πού τοὺς βαραίνουν» (Ἵερ. 36, 2.3). Καὶ ἡ Σοφία Σολομῶντος εἶπε: «Ὅποιος κρατάει κρυφὴ τὴν ἁμαρτία του, δὲ θὰ ὠφεληθεῖ ἀπ΄ αὐτὸ ὅποιος ὅμως ὁμολογεῖ τί ἁμαρτίες ἔκανε, καὶ ξέκοψε ἀπ΄ αὐτές, θὰ ἐλεηθεῖ ἀπὸ τὸ Θεὸ» (Πάρ. 28, 13). Καὶ στὸν Ἠσαΐα λέει: «Νὰ ζητήσετε ἔμενα, τὸν Κύριο, κι ἀφοῦ μὲ βρεῖτε, νὰ ζητήσετε τὴ βοήθειά μου νὰ ‘ρθείτε κοντά μου, καὶ νὰ ἐγκαταλείψει ὁ ἁμαρτωλός το δρόμο πού πῆρε, καὶ ὁ ἄδικός τους πονηροὺς λογισμούς του, καὶ νὰ γυρίσετε σὲ μένα, κι ἐγὼ θὰ σᾶς σπλαχνιστῶ καὶ θὰ σᾶς ἐλεήσω» (Ἤσ. 55, 6-9).
Θυμήσου τοὺς «ἐνάρετους» πού… ἔπεσαν
Θυμήσου πόσοι δυνατοὶ καὶ ἐνάρετοι ἄνθρωποι ἔπεσαν, καὶ ταπεινώσου γιὰ τὶς ἀρετὲς πού ἔχεις.
Θυμήσου τοὺς παλιούς, πού ἔπεσαν σὲ βαριὰ ἁμαρτήματα καὶ μετάνιωσαν, καὶ τί ὑψηλὴ τιμὴ ἀξιώθηκαν, ὑστέρα, ἀπὸ τὸ Θεό, καὶ θὰ πάρεις θάρρος στὴ μετάνοιά σου.
Ἀνώτερος ὅλων εἶναι ὁ μετανοῶν
Αὐτὸς πού συναισθάνεται τὶς ἁμαρτίες του, εἶναι ἀνώτερος ἀπὸ κείνων πού ἀνασταίνει νεκροὺς μὲ τὴν προσευχὴ τοῦ μέσα στὸν κόσμο. Αὐτὸς πού στενάζει μία ὥρα γιὰ τὴν ψυχή του, εἶναι ἀνώτερος ἀπὸ κείνων πού ὠφελεῖ ὅλο τὸν κόσμο μὲ τὴ διδασκαλία του. Αὐτὸς πού ἀξιώθηκε νὰ δεῖ τὴν πραγματικὴ πνευματική του κατάσταση, εἶναι ἀνώτερος ἀπὸ κείνων πού ἀξιώθηκε νὰ δεῖ τοὺς Ἀγγέλους γιατί αὐτὸς βλέπει μὲ τοὺς νοεροὺς ὀφθαλμοὺς τῆς ψυχῆς, ἐνῶ ἐκεῖνος, βλέπει μὲ τοὺς σωματικοὺς ὀφθαλμούς.
Μετάνοια «διὰ βίου»
Ἂν ὅλοι εἴμαστε ἁμαρτωλοί, καὶ ἂν κανεὶς δὲν εἶναι ἐλεύθερος ἀπὸ πειρασμούς, ἄρα καμιὰ ἀρετὴ δὲν εἶναι ἀνώτερη ἀπὸ τὴ μετάνοια διότι τὸ ἔργο της δὲν μπορεῖ ποτὲ νὰ τελειώσει μέχρι νὰ πεθάνουμε. Καὶ οἱ δίκαιοι καὶ Οἱ ἁμαρτωλοί, ὅλοι μας, πρέπει πάντα νὰ εἴμαστε σὲ μετάνοια, ἐφόσον θέλουμε νὰ σωθοῦμε. Καὶ δὲν ὑπάρχει κανένα ὅριο στὴν τελείωσή μας, διότι ἡ τελειότητα, καὶ τῶν τελείων ἀκόμη, εἶναι ἀτελής. Γι’ αὐτὸ τὸ λόγο καὶ ἡ μετάνοια δὲν μπορεῖ νὰ περιορισθεῖ οὔτε σὲ ὁρισμένα χρονικὰ πλαίσια, οὔτε σὲ ὁρισμένες πράξεις, μέχρι τὴν ὥρα τοῦ θανάτου. Νὰ θυμᾶσαι ὅτι σὲ κάθε ἡδονὴ ἀκολουθεῖ ἡ ἀηδία καὶ ἡ πικρότητα.
Ἡ δεύτερη χάρη μετὰ τὴ χάρη τοῦ βαπτίσματος
Μετὰ τὴ χάρη τοῦ βαπτίσματος δόθηκε ἀπὸ τὸ Θεὸ στοὺς ἀνθρώπους ἡ χάρη τῆς μετάνοιας. Γιατί ἡ μετάνοια εἶναι ἡ δεύτερη ἀναγέννηση, πού μᾶς χαρίζει ὁ Θεός. Καὶ τὸν ἀρραβώνα τῆς αἰώνιας ζωῆς, πού λάβαμε μὲ τὴν πίστη μας στὸ βάπτισμα, τὸν ξαναπαίρνουμε τώρα, μὲ τὴ μετάνοια, ὡς χάρισμα τοῦ Θεοῦ. Μετάνοια εἶναι ἡ θύρα ἀπὸ τὴν ὁποία περνᾶμε καὶ συναντοῦμε τὴν εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ κι αὐτὴ ἡ θύρα εἶναι ἀνοιγμένη γιὰ ὅσους τὴ θέλουν. Ἂν δὲν περάσουμε ἀπ΄ αὐτὴ τὴν εἴσοδο, δὲν πρόκειται νὰ βροῦμε ἔλεος. Διότι, κατὰ τὴ θεία Γραφή, ὅλοι Οἱ ἄνθρωποι ἁμάρτησαν, ὅμως ὁ Θεός, μὲ τὴ δική του χάρη, τοὺς ἀπαλλάσσει καὶ τοὺς κάνει δικαίους δωρεάν, μόνο μὲ τὴ μετάνοια τοὺς (Ρωμ. 3, 24). Ἡ μετάνοια εἶναι ἡ δεύτερη χάρη πού δίνει ὁ Θεός, καὶ γεννιέται στὴν καρδιὰ πού ἔχει πίστη (ἐμπιστοσύνη) καὶ φόβο Θεοῦ.
Leave a Reply
Want to join the discussion?Feel free to contribute!