Ὅταν στὴν ᾽Ανατολικὴ αὐτοκρατορία, βασίλευε ὁ Μαξιμίνος, ἡ πόλη τῆς ᾽Αλεξανδρείας ἦταν ἀνάστατη απὸ πολιτικὲς ἔριδες καὶ ἀπὸ τὴν ὅλο καὶ μεγαλύτερη διάδοση τοῦ Εὐαγγελίου ἔναντι τῆς λατρείας τῶν ματαίων εἰδώλων. ᾽Απεσταλμένοι τῆς πόλεως παρουσιάσθηκαν στὸν αὐτοκράτορα καὶ τοῦ ζήτησαν νὰ ἐπέμβει γιὰ νὰ ἀποκατασταθεῖ ἡ τάξη. ῾Ο αὐτοκράτορας ὅρισε ἕναν σύμβουλό του, τὸν Μηνᾶ, γιὰ συμφιλιώσει τὶς ἀντίπαλες παρατάξεις.
῾Ο Μηνᾶς καταγόταν ἀπὸ τὴν ᾽Αθήνα· ἦταν ἄνθρωπος εὐρύτατης μόρφωσης ἀπὸ ἀρχοντικὴ γενιά, καὶ τοῦ εἶχαν δώσει τὴν προσωνυμία «καλλικέλαδος» λόγω τῆς θαυμαστῆς εὐγλωττίας του. ῾Ο αὐτοκράτορας ὅμως ἀγνοοῦσε ὅτι ἀπὸ πολλὰ χρόνια ἤδη, ὁ Μηνᾶς εἶχε ἀσπασθεῖ τὴν χριστιανικὴ πίστη κρυφίως καὶ προσδοκοῦσε ἕνα σημεῖο ἀπὸ τὸν Κύριο γιὰ νὰ φανερώσει τὴν πίστη του, ἐπειδὴ φοβόταν γιὰ τὴν ἔκβαση τῆς ὁμολογίας του. Φθάνοντας στὴν Αἴγυπτο, δὲν δυσκολεύθηκε νὰ ἀποκαταστήσει τὴν εἰρήνη καὶ τὴν ὁμόνοια μεταξὺ τῶν κατοίκων τῆς πόλεως, χάρις στοὺς σώφρονες λόγους του καὶ τὴν ἐξουσία ποὺ εἶχε ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα. ῞Ομως, ὄχι ἁπλῶς δὲν ἐμπόδισε τὴν διάδοση τοῦ Εὐαγγελίου, ἀλλὰ τὴν ἐνεθάρρυνε καὶ ἦταν ἔνθερμος ὑπέρμαχός της. Καταφρονώντας τὰ τεχνάσματα τῶν σοφιστῶν καὶ τὴν θύραθεν παιδεία, κήρυττε τὸ σωτηριῶδες μήνυμα τοῦ Εὐαγγελίου στοὺς ἐθνικοὺς καὶ ἐνδυνάμωνε τὸ φρόνημα τῶν χριστιανῶν, δείχνοντας μὲ τὰ πολλὰ θαύματα ποὺ ἐπιτελοῦσε ὅτι ὁ Χριστὸς κατοικοῦσε ἐντός του. ᾽Αρκοῦσε νὰ θέσει τὸ χέρι του στὸν ἀσθενῆ καὶ νὰ κάνει τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ καὶ ἐκεῖνος ξαναέβρισκε τὴν ὑγεία του δοξάζοντας τὸν Θεό. Μπροστὰ στὰ τόσα θαυμάσια, οἱ κάτοικοι τῆς ᾽Αλεξανδρείας, τῆς πρωτεύουσας ἐκείνης τῆς εἰδωλολατρίας, ἐγκατέλειπαν μαζικὰ τὴν πλάνη τῶν εἰδώλων, γκρέμιζαν τοὺς ναούς τους καὶ προσέτρεχαν στὸν ἅγιο γιὰ νὰ πιοῦν τὰ ζωοποιὰ νάματα τῆς διδαχῆς του.
῞Οταν ὁ αὐτοκράτορας πληροφορήθηκε ὅτι ἡ πρωτεύουσα τῆς Αἰγύπτου κινδύνευε νὰ ἀσπασθεῖ στὸ σύνολό της τὸν Χριστιανισμό, ἐξαιτίας τῶν ἐνεργειῶν ἐκείνου ποὺ ἀπέστειλε ὡς ἄνθρωπο τῆς ἐμπιστοσύνης του, φοβήθηκε ὅτι ὅλα αὐτὰ ἦταν μέρος συνωμοσίας καὶ ὅτι ὁ Μηνᾶς ἐπεδίωκε νὰ σφετερισθεῖ τὴν ἐξουσία του. ᾽Αποφάσισε τότε νὰ τὸν καθαιρέσει καὶ νὰ στείλει στὴν ᾽Αλεξάνδρεια ἄλλον δικαστή, τὸν ῾Ερμογένη, γιὰ νὰ ἐπιβάλει τὴν αὐτοκρατορικὴ ἐξουσία καὶ νὰ πείσει τὸν Μηνᾶ νὰ ἀρνηθεῖ τὴν χριστιανικὴ πίστη, εἰδεμὴ νὰ τὸν θανατώσει μὲ φριχτὰ μαρτύρια. ῾Ο ῾Ερμογένης ἦταν ἐπίσης ᾽Αθηναῖος στὴν καταγωγή· ἦταν καλὸς καὶ δίκαιος καὶ πίστευε καλῆ τῆ πίστει, μέσα στὴν ἄγνοια τοῦ Χριστοῦ, ὅτι ὑπηρετοῦσε τὴν δικαιοσύνη ὑπερασπιζόμενος τὰ συμφέροντα τοῦ αὐτοκράτορα. Εἰσῆλθε στὴν πόλη ἐπικεφαλῆς ἰσχυρᾶς συνοδείας καὶ διέταξε νὰ φυλακίσουν τὸν Μηνᾶ. Κατόπιν τὸν ἀνέκρινε καὶ σὲ ὅλες τὶς ὲρωτήσεις τοῦ ῾Ερμογένη, ὁ Μηνᾶς ἀπαντοῦσε μὲ ἥρεμη παρρησία. ᾽Επιβεβαίωσε τὴν ἀφοσίωσή του στὸν αὐτοκράτορα σὲ ὅ,τι δὲν ἦταν ἀντίθετο στὴν πίστη του στὸν ἕνα καὶ μοναδικὸ τρισυπόστατο Θεὸ καὶ στὸν Μονογενῆ Υἱό του, τὸν σαρκωθέντα γιὰ τὴν σωτηρία μας. Διηγήθηκε πῶς μεταστράφηκε στὴν πίστη καὶ πῶς ὁ Θεὸς δὲν σταμάτησε ἔκτοτε νὰ έπιτελεῖ μέσῳ ἐκείνου θαύματα. Τὸ πλῆθος κόσμου ποὺ εἶχε συγκεντρωθεῖ, κατελήφθη ἀπὸ θαυμασμὸ ἀκούγοντας τὸν ἅγιο νὰ κηρύττει τὴν δύναμη τοῦ Χριστοῦ καὶ νὰ ἀναιρεῖ μὲ αὐθεντία τὴν λατρεία τῶν ψευδῶν θεῶν. Πολλοὶ ἦσαν ἐκεῖνοι ποὺ ἔπαιρναν τὸν λόγο γιὰ νὰ καταθέσουν μαρτυρία κάποιου θαύματος ἢ σημείου ποὺ εἶχε ἐπιτελέσει ὁ Μηνᾶς. ᾽Επειδὴ ἡ συνεδρία τοῦ δικαστηρίου κινδύνευε νὰ ἐκτραπεῖ σὲ στάση ὑπὲρ τῶν χριστιανῶν, ὁ ἔπαρχος διέκοψε τὴν ἀνάκριση καὶ ἔδωσε ἐντολὴ νὰ συνεχισθεῖ τὴν ἐπαύριο.
῎Ηδη ἀπὸ τὰ χαράματα τῆς ἑπομένης ἡμέρας, πλῆθος κόσμου μαζεύτηκε στὸ ἀμφιθέατρο. ῾Ο ῾Ερμογένης διέταξε νὰ παρουσιασθεῖ ὁ μάρτυς καὶ τοποθέτησε μπροστά του στὴν σειρὰ ὄργανα βασανισμοῦ, ἐλπίζοντας ὅτι ἔτσι θὰ πείθονταν ὁ Μηνᾶς νὰ ἀρνηθεῖ τὸν Χριστὸ ἀπὸ τὸν φόβο τῶν βασάνων. Οὔτε τὰ λόγια, ὅμως, οὔτε τὰ τρομερὰ ὄργανα δὲν στάθηκαν ἱκανὰ νὰ κλονίσουν τὸν δοῦλο τοῦ Θεαῦ. ῎Εγδαραν τὰ πέλματα τῶν ποδιῶν του, ποτίζοντας μὲ τὸ αἶμα του τὸ χῶμα· παρὰ τὸν πόνο, ὅμως, ἡ ὄψη του ἀκτινοβολοῦσε καὶ ὁ ἅγιος ἔψαλλε εὐχαριστήριους ὕμνους. ᾽Εμψυχωμένος ἀπὸ τὶς ὲνθουσιώδεις ἰαχὲς τοῦ πλήθους, ὁ ἅγιος ἔδειξε τὴν ἴδια καρτερικότητα ὅταν τοῦ ἐξώρυξαν τοὺς ὀφθαλμοὺς καὶ τοῦ ξερίζωσαν τὴν γλώσσα. Φαινόταν νὰ ἔχει φθάσει τὸ τέλος τῶν ἀγώνων του· ὁ μάρτυς κείτονταν ἡμιθανὴς στὸ χῶμα καὶ ὁ ῾Ερμογένης ἔδωσε διαταγὴ νὰ τὸν κλείσουν ξανὰ στὴν φυλακὴ καὶ τὴν ἑπομένη νὰ τὸν ρίξουν βορὰ στὰ θηρία. Κατὰ τὴν διάρκεια τῆς νύχτας, παρουσιάσθηκε ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ἡμῶν ᾽Ιησοῦς Χριστὸς καὶ θεράπευσε ὅλες του τὶς πληγές. ῞Οταν ξημέρωσε, ὁ ῾Ερμογένης μετάνιωσε γιὰ τὴν σκληρότητά του, ἀποφάσισε νὰ συγκεντρώσει ἐκ νέου τὸ πλῆθος στὸ ἀμφιθέατρο γιὰ νὰ τιμήσει τὸν ἡρωισμὸ τοῦ ἁγίου, ποὺ τὸν νόμιζε ἤδη νεκρό. ῎Αφατη ἧταν ἡ ἔκπληξή του ὅταν εἶδε νὰ παρουσιάζεται ὁ ἅγιος Μηνᾶς σῶος καὶ ἀβλαβὴς στὴν μέση τῆς ἀρένας, ἀνάμεσα σὲ δύο φαεσφόρους ἀγγέλους ποὺ ἔστειλε ὁ Κύριος γιὰ νὰ τὸν φυλάγουν. ᾽Αναγνώρισε τότε τὴν δύναμη τῆς πίστεως τῶν χριστιανῶν, ποὺ ὑπερισχύει τοῦ θανάτου καὶ κάθε ἐξουσίας τοῦ κόσμου τούτου, καὶ έν μέσῳ τῶν ἐπευφημιῶν τοῦ πλήθους ὁμολόγησε τὸν Χριστό. Λίγο ἀργότερα, ἔλαβε τὸ ἅγιο Βάπτισμα, μαζι μὲ πολλοὺς κατοίκους τῆς ᾽Αλεξανδρείας, καὶ ὀκτὼ ἡμέρες ἀργότερα, κατόπιν ὑποδείξεως τοῦ ἁγίου Μηνᾶ, ἐξελέγη ἐπίσκοπος τῆς πόλεως, ἀπὸ μιὰ σύνοδο δεκατριῶν ἐπισκόπων ποὺ εἶχαν μαζευτεῖ γιὰ νὰ στηρίξουν τοὺς μάρτυρες στὸν ἀγώνα τους, Μόλις ἀνέλαβε τὰ ἐπισκοπικά του καθήκοντα, ὁ ῾Ερμογένης ἐπεδίωξε νὰ γίνει ὁ ἴδιος ζωντανὸ παράδειγμα εὐαγγελικῆς βιοτῆς γιὰ τὸ ποίμνιό του: μοίρασε τὰ πλούτη του στοὺς πτωχούς, κατακρήμνισε τοὺς βωμοὺς τῶν εἰδώλων καὶ μετέτρεψε τοὺς ναούς των σὲ ναοὺς τοῦ Κυρίου. Κήρυττε ἀδιάκοπα τὸν λόγο τῆς ἀληθείας, ἐπισκεπτόταν τοὺς ἀρρώστους καὶ συμπονοῦσε τοὺς θλιβομένους ὅπως ὁ ἴδιος ὁ Χριστός.
Δὲν ἄργησε νὰ πληροφορηθεῖ ὁ αὐτοκράτορας τὶς ἐξελίξεις αὐτές, καὶ ὀργισμένος ἀποφάσισε νὰ ἀφήσει κατὰ μέρος κάθε ἄλλη ὑπόθεση καὶ νὰ μεταβεῖ αὐτοπροσώπως στὴν ᾽Αλεξάνδρεια, ἐπικεφαλῆς πολυάριθμου στρατοῦ γιὰ νὰ τιμωρήσει τοὺς ἐπικίνδυνους ταραχοποιούς. ᾽Ανέκρινε τοὺς δύο ἁγίους, οἱ ὁποῖοι μὲ τόση παρρησία ἀπολογήθηκαν, ὥστε ἔφεραν τὸν αὐτοκράτορα σὲ ἀμηχανία· διέταξε τότε ὁ Μαξιμίνος τοὺς δημίους νὰ κόψουν τὰ μέλη τοῦ ῾Ερμογένους καὶ νὰ τὰ ρίξουν στὴν κάμινο ποὺ ἦταν τοποθετημένη μπροστά του, νὰ τρυπήσουν κατόπιν τὸ σῶμα του μὲ λογχισμοὺς καὶ νὰ σκορπίσουν τὰ σπλάγχνα του στὸ χῶμα πρὶν ρίξουν τὸ σῶμα του στὸν ποταμό.
Στράφηκε κατόπιν στὸν Μηνᾶ, τὸν ὑπαίτιο ὅλων αὐτῶν τῶν γεγονότων καὶ φοβούμενος ὅτι μπορεῖ νὰ καταστεῖ καταγέλαστος ἐξαιτίας κάποιου θαύματος τοῦ ἁγίου ἢ νὰ προκληθεῖ λαίκὴ ἐξέγερση ἂν τὸν θανάτωνε δημόσια, διέταξε νὰ τὸν κλείσουν σὲ σκοτεινὴ φυλακή, νὰ τὸν κρεμάσουν ἀπὸ τὰ χέρια καὶ νὰ τοῦ δέσουν στὰ πόδια μιὰ πέτρα βαρειὰ ὥστε ὁ θάνατός του νὰ εἶναι ἀργός, δίχως καμιὰ ἀνθρώπινη παραμυθία.
Οἱ δύο ἅγιοι ὅμως λυτρώθηκαν μετὰ ἀπὸ νέα θεία ἐπέμβαση καὶ παρουσιάσθηκαν ἄφθοροι καὶ ἀρτιμελεῖς ἐνώπιον τοῦ τυράννου, ἐν μέσῳ τῶν ἰαχῶν τοῦ πλήθους ποὺ κραύγαζε: «῞Ενας έίναι ὁ ἀληθινὸς Θεός, ὁ Χριστός!» Βλέποντας τὸ θαῦμα, ἕνας γραμματέας τοῦ ἁγίου Μηνᾶ, Εὔγραφος ὀνόματι, πλήρης θείας τόλμης, ρίχθηκε στὴν ἀρένα, ἔκανε τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ, διακήρυξε ὅτι εἶναι χριστιανός, ἔλεγξε τὸν τύραννο καὶ ζήτησε νὰ τοῦ γίνει ἡ τιμὴ νὰ πεθάνει γιὰ τὸν Χριστό. ῎Εξαλλος μπροστὰ στὸν ἡρωισμὸ τοῦ νεαροῦ ἄνδρα καὶ στὶς καταγγελίες του, ὁ Μαξιμίνος πῆρε τὸ ξίφος ἑνὸς σωματοφύλακα καὶ τὸν σκότωσε μὲ τὰ ἴδια του τὰ χέρια. Κατόπιν, δίχως χρονοτριβή, διέταξε να ἀποκεφαλίσουν τὸν Μηνᾶ καὶ τὸν ῾Ερμογένη.
῾Ο τύραννος διέταξε νὰ κλείσουν τὰ λείψανα τῶν ἁγίων μαρτύρων σὲ μιὰ σιδερένια λάρνακα καὶ νὰ τὴν ρίξουν στὴν θάλασσα. ῾Η λάρνακα ἐπέπλεε ὅμως καί, μετὰ εἴκοσι ἡμέρες, ἔφθασε ἀπέναντι στὴν Χαλκηδόνα κι ἕνας φωτεινὸς στύλος ὑποδείκνυε τὴν παρουσία της. Τὰ τίμια λείψανα τοποθετήθηκαν σὲ ἀπόκρυφο τόπο, μέχρι τὸ τέλος τοῦ διωγμοῦ, ἀλλὰ περιῆλθαν σὲ λήθη. Μόνον σχεδὸν ἕξι αἰῶνες ἀργότερα, ἐπὶ Βασιλείου Α’, ἀποκαλύφθηκαν κατόπιν ὁράματος καὶ πολλῶν θαυμάτων ποὺ ἐπιτελοῦσαν (῾Η εὕρεσις τῶν λειψάνων τοῦ ἁγίου Μηνᾶ τιμᾶται στὶς 17 Φεβρουαρίου).
Νέος Συναξαριστής, Μακαρίου ἱερομονάχου Σιμωνοπετρίτου
Leave a Reply
Want to join the discussion?Feel free to contribute!