«Ἐκ στόματος νηπίων καὶ θηλαζόντων κατηρτίσω αἶνον» (Ματθ. ΚΑ’ 16) λέγει ὁ Ψαλμωδός. Καὶ αὐτὸς ὁ αἶνος δὲν εἶναι φανταστικός, οὔτε ρητορικὸ σχῆμα, ἀλλὰ μιὰ μεγαλειώδης καὶ ἔνδοξη πραγματικότητα, μὲ ἀληθινὰ νήπια εὐλογημένα, ποὺ ὁμολόγησαν καὶ ἐμαρτύρησαν καὶ θυσιάστηκαν γιὰ τὸν Χριστό. Ναί, νήπια καὶ μικρὰ παιδιά, ποὺ φωνάζουν καὶ διαλαλοῦν τὴν πίστι τους μέσα στοὺς αἰῶνες καὶ τραγουδοῦν ἀγγελικά το ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ! Πολλὰ εἶναι τὰ νήπια, ποὺ ἀνέβηκαν στὸν ὑψηλότατον βωμὸ τοῦ Μαρτυρίου. Ἀπὸ τὶς 14.000 νήπια, ποὺ κατέσφαξε ὁ αἱμοσταγὴς Ἡρώδης ὁ θηριόψυχος, ἕως τὸν τριετῆ Κήρυκο καὶ ὡς τὰ «μειράκια» τῶν νεομαρτύρων. Ἕνα ἀπὸ αὐτὰ τὰ Ἅγια Νήπια γιορτάζει καὶ ἡ Ἐκκλησία μας, μαζὶ μὲ τὸν Ἅγιο Ρωμανὸ καὶ τὸν Ἅγιο Παιδομάρτυρα Πλάτωνα, στὶς 18 Νοεμβρίου. Μένει ἀνώνυμο στὰ Συναξάρια τὸ Ἅγιο αὐτὸ Νήπιο καὶ ἄγνωστό το ὄνομά του σὲ μᾶς σήμερα. Εἶναι ὅμως γνωστὸ καὶ ἔνδοξο στὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
Τὸ Συναξάρι τοῦ Ἁγίου Νηπίου, ποὺ εἶναι συνδεδεμένο μὲ τὸ Συναξάρι τοῦ Ἁγίου Ρωμανοῦ, ἀναφέρει τοὺς ἑξῆς δύο στίχους:
«Κόλπους Ἀβραὰμ νήπιον λαχὸν ξίφει τοῖς Βηθλεὲμ σύνεδρον ὤφθη νηπίοις».
Καὶ στὴν σημερινὴ γλώσσα σημαίνει ὅτι τὸ «νήπιον μὲ τὸν ἀποκεφαλισμὸ τοῦ διὰ ξίφους ἐπέτυχε νὰ πάη στοὺς κόλπους τοῦ Ἀβραὰμ (μεταφορικὴ παρομοίωσι τοῦ Παραδείσου) καὶ νὰ ἔχη συντροφιὰ τὰ νήπια της Βηθλεέμ». Οἱ δύο – τρεῖς στίχοι, ποὺ προτάσσονται πάντοτε σὲ κάθε Συναξάρι τῶν Ἁγίων καὶ τῶν Μαρτύρων τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι σὰν ἕνα εἶδος ταυτότητος, μιᾶς ἀτομικῆς καταγραφῆς τῆς κάθε περιπτώσεως καὶ περιέχει πολὺ συνοπτικά, σχεδὸν ἐπιγραμματικά τό ὄνομα, τὸ μαρτύριο, τὸν τύπο, τὴν ἰδιότητα καὶ τὴν ἡμέρα τῆς θυσίας τοῦ Μάρτυρος, θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε ὅτι μοιάζουν σὰν τὶς ἐπιγραφές, ποὺ βάζουν σήμερα πάνω στοὺς ἐπιτάφιους σταυροὺς τῶν Χριστιανῶν, μὲ τὸ ὄνομα, τὴν πατρίδα, τὴν ἰδιότητα καὶ τὴν χρονολογία γεννήσεως καὶ θανάτου τοῦ ἀποβιώσαντος. Γι’ αὐτὸ καὶ ὑπάρχουν πολλὰ τέτοια μεμονωμένα περιστατικὰ στὰ Συναξάρια, ὅπου μνημονεύονται οἱ Ἅγιοι καὶ οἱ Μάρτυρες, χωρὶς ὑπόμνημα (βιογραφία) καὶ μόνο μὲ τοὺς ἀρχικοὺς στίχους, ποὺ διασώθηκαν ἀπὸ τὴν θυελλώδη ἐκείνη περίοδο τῶν διωγμῶν, κατὰ τὴν ὁποία δὲν ὑπῆρχαν οἱ δυνατότητες καὶ οἱ προϋποθέσεις νὰ γίνωνται γνωστὰ ὅλα τα στοιχεῖα καὶ νὰ καταγράφωνται μὲ πληρότητα. Οἱ Χριστιανοὶ ἦταν συνεχῶς διωκόμενοι καὶ ἡ Ἐκκλησία κρυμμένη ἀπὸ τὰ μάτια τῆς κοσμικῆς ἐξουσίας, ἔτσι, ποὺ πολλὲς φορὲς μετακόμιζαν ἀπὸ πόλι σὲ πόλι καὶ πολλὰ στοιχεῖα καὶ βιβλία καὶ πληροφορίες χάνονταν, καίγονταν ἢ καταστρέφονταν ἀπὸ τὴν ἀναστάτωσι, τὶς μετακινήσεις, τοὺς διωγμούς, τὶς καταστροφὲς καὶ τὶς πυρκαγιές. Γι’ αὐτὸ καὶ πρέπει νὰ εὐγνωμονοῦμε ὅλους ἐκείνους, ποὺ βοήθησαν, κουράστηκαν καὶ κινδύνευσαν γιὰ νὰ διασωθοῦν ὡς τὶς μέρες μας, ὅλα τα σπουδαῖα στοιχεῖα, ποὺ ἔχουμε ἀπὸ τὴν μεγάλη καὶ ἡρωικὴ ἐκείνη ἐποχή, τὴν πιὸ βάρβαρη σὲ ἀγριότητα, ἀλλὰ καὶ τὴν πιὸ ὑψηλὴ καὶ ἔνδοξη μέσα στὴν παγκόσμια ἱστορία. Εἶναι ἡ πιὸ κορυφαία στιγμὴ τοῦ ἱστορικοῦ ἀνθρώπου, στὴν προσπάθειά του νὰ ξαναγυρίση κοντὰ στὸν Δημιουργό του καὶ νὰ ἀπάντηση στὸ μέγα κάλεσμα τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ.
Ἃς ἐπιστρέψουμε ὅμως στὴν ἱστορία τοῦ Ἁγίου Νηπίου καὶ τοῦ Ἁγίου Ρωμανοῦ, ποὺ ζοῦσαν τὴν ἐποχὴ τοῦ βασιλέως τῆς Ρώμης Μαξιμιανοῦ, τὸ 286 – 304 μ.Χ. Ὁ Ρωμανὸς ἦταν διάκονος στὴν Καισάρεια τῆς Παλαιστίνης καὶ ἀργότερα πῆγε στὴν Ἀντιόχεια. (Στὸ σημεῖο αὐτὸ πρέπει νὰ ποῦμε ὅτι οἱ Συναξαριστὲς μιλοῦν γιὰ δύο συνωνύμους Ἁγίους τὴν ἴδια μέρα, μὲ τὸ ὄνομα Ρωμανός, μέσα στὴν ἴδια περιοχὴ σχεδὸν καὶ μὲ τὸ ἴδιο μαρτύριο, ποὺ γιορτάζονται τὴν ἴδια μέρα. Ἡ μόνη διαφορὰ τοὺς εἶναι τὸ ἐπεισόδιο μὲ τὸ νήπιο. Πιθανὸν νὰ πρόκειται γιὰ δύο ξεχωριστοὺς Ἁγίους, ἀλλὰ ἐξ ἴσου πιθανὸν εἶναι νὰ πρόκειται γιὰ ἕνα καὶ τὸ ἴδιο πρόσωπο, ποὺ ὅμως παραδόθηκε ἀπὸ δύο διαφορετικὲς πηγές).
Μίαν ἡμέρα, ποὺ ὁ Ἔπαρχος Ἀσκληπιάδης ἔμπαινε στὸ ναὸ τῶν εἰδώλων, ὁ διάκονος Ρωμανός, ποὺ εἶχε ἀγωνιστικότατον φρόνημα, δὲν δίστασε νὰ ἐλέγξη τολμηρὰ καὶ δημόσια τὸν ἄρχοντα καὶ τοῦ εἶπε:
– Δὲν εἶναι θεοὶ τὰ εἴδωλά σας, οἱ δὲ Χριστιανοὶ ὑπερέχουν σὲ εὐσέβεια, γιατί λατρεύουν τὸν ἀληθινὸ Θεό. Αὐτὸ τὸ μαρτυροῦν ἀκόμα καὶ τὰ μικρὰ παιδιά.
Καὶ γιὰ νὰ ἐπιβεβαιώση τὰ λόγια του ἐζήτησε τὴν μαρτυρία ἑνὸς μικροῦ παιδιοῦ, γύρω στὰ πέντε του χρόνια, ποὺ τὸ κρατοῦσε ἡ μητέρα του στὴν ἀγκαλιά. Τὸ πῆρε λοιπὸν ἕνας ἀπὸ τοὺς στρατιῶτες, ποὺ ἀκολουθοῦσαν τὸν Ἔπαρχο καὶ τὸ πλησίασαν κοντά του καὶ ὁ Ἀσκληπιάδης ἐρώτησε τὸ νήπιον:
– Ποῖον δεῖ σέβειν Θεόν; (Ποιὸν Θεὸν πρέπει νὰ σεβώμεθα;).
– Τὸν Χριστόν, ἀπήντησε τὸ μικρὸ παιδί.
Ὀργισμένος καὶ ντροπιασμένος ὁ Ἔπαρχος χτύπησε στὸ πρόσωπο τὸ νήπιο καὶ διέταξε νὰ κόψουν τὴν γλώσσα τοῦ Ἁγίου Ρωμανοῦ. Οἱ δήμιοι ἐξετέλεσαν ἀμέσως τὴν διαταγὴ τοῦ Ἐπάρχου, ἀλλὰ ὁ Μάρτυς καὶ μὲ κομμένη τὴν γλώσσα συνέχισε νὰ μιλᾶ θαυματουργικὰ μὲ κανονικὴ φωνὴ καὶ δόξαζε τὸν Θεὸ καὶ τὸ ἄπειρο ἔλεός του. Τὸ νήπιο, ποὺ τὸ ξαναχτυποῦν οἱ στρατιῶτες καὶ διψᾶ, ζητᾶ λίγο νερό. Ἡ μητέρα τοῦ ὅμως, ἡ ὁποία βρίσκεται κοντά του, τοῦ φωνάζει:
– Μὴ πιής, παιδί μου, ἀπὸ τὸ νερὸ τῶν εἰδωλολατρῶν. Νὰ κάνης ὑπομονὴ καὶ νὰ πιὴς τὸ νερό, ποὺ θὰ σοῦ δώση ὁ ἴδιος ὁ Χριστός.
Τὸ νήπιο, ποὺ τόσο θαρρετὰ ὠμολόγησε τὴν πίστι του στὸν Χριστό, θὰ ἀποκεφαλισθῆ ἀπὸ κάποιον στρατιώτη, κατὰ διαταγὴ τοῦ Ἐπάρχου, ἐνῶ ὁ Ρωμανὸς θὰ κλεισθῆ στὴν φυλακή, ὅπου καὶ θὰ συνεχισθοῦν οἱ ξυλοδαρμοὶ καὶ τὰ μαρτύρια. Τὸ γεγονὸς τῆς γενναίας καὶ δημοσίας ὁμολογίας του θὰ τὸ μάθη ὁ αὐτοκράτορας Μαξιμιανός, καθὼς καὶ τὸ παράδοξο θαῦμα, νὰ μιλᾶ δηλαδὴ ὁ Μάρτυρας καὶ μὲ κομμένη τὴν γλώσσα, πράγμα φυσικῶς ἀδύνατο, ἀντὶ νά θαυμάση καὶ νά σκεφθῆ τὴν δύναμι τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος, ἀγριεύει καὶ δίνει αὐστηρὴ διαταγὴ νά θανατωθῆ καὶ ὁ Ρωμανὸς στὴν φυλακὴ μὲ ἀπαγχονισμό. Ἡ διαταγὴ τοῦ αὐτοκράτορος, ποὺ φοβᾶται μὴ γνωσθῆ εὐρύτερά τό γεγονὸς καὶ οἱ Χριστιανοὶ πάρουν θάρρος καὶ ἀρχίζουν νὰ ἐλέγχουν δημοσίως τοὺς τυράννους των, ἐκτελεῖται ἀμέσως. Ὁ ἀπαγχονισμὸς τοῦ Ἁγίου ἔγινε μέσα στὴν φυλακὴ καὶ ὁ πιστὸς Ρωμανὸς ἔλαβε τὸν στέφανον τῆς μαρτυρικῆς θυσίας του. Οἱ δύο στίχοι τοῦ Συναξαριοῦ του ἀναφέρουν χαρακτηριστικά:
«Ρωμαλέος ἣν Ρωμανὸς πρὸς βασάνους
ρώμη κρατυνθεῖς παντοδυνάμου Λόγου».
Καὶ σὲ σημερινὴ μετάφρασι:
«Γενναῖος ἐστάθηκε στὰ βάσανα ὁ Ρωμανὸς
ἀφοῦ δυναμώθηκε μὲ τὴν δύναμι τοῦ παντοδυνάμου Λόγου».
Ἡ θυσία τῆς πρόσκαιρης καὶ μάταιης ζωῆς αὐτοῦ τοῦ κόσμου ὅμως τὸν ἀνέβασε στὰ ὕψη τῆς οὐράνιας δόξας καὶ τῆς αἰωνίας εὐτυχίας στὴν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, ὅπου βρίσκεται τώρα. Γι’ αὐτὸ καὶ ταιριάζει νὰ κλείσουμε τὶς λίγες αὐτὲς γραμμές, μὲ τὸ θαυμάσιο Κοντάκιόν του, ποὺ ψάλλεται κάθε χρόνο στὴν γιορτή του, σὲ ἦχο Δ’ (Προσόμοιον: «Ἐπεφάνης σήμερον»):
«Ὡς ἀστέρα μέγιστον, ἡ Ἐκκλησία,
Ρωμανὲ πανεύφημε,
σὲ κεκτημένη ἀληθῶς,
φωταγωγεῖται τοῖς ἄθλοις σου,
τὴν φωτοφόρον δοξάζουσα μνήμην σου».
Πηγή: Π. Μ. Σωτήρχου, Παιδομάρτυρες, σελ. 81-86
Leave a Reply
Want to join the discussion?Feel free to contribute!