ΑΝ ΘΕΛΕΙΣ νὰ συνετίσεις ἕναν ὑπερήφανο ἄνθρωπο, μὴ μεταχειριστεῖς πολλὰ λόγια. Θύμισέ του μόνο τὴν ἀνθρώπινη φύση του καὶ τὴ ρήση τοῦ σοφοῦ Σειράχ: «Γιατί ἔχει τόση ἀλαζονεία τὸ χῶμα καὶ ἡ στάχτη;» (10:9). Κι ἂν ἐκεῖνος σου πεῖ, ὅτι χῶμα καὶ στάχτη θὰ γίνει μετὰ τὸ θάνατό του, δώσ’ του νὰ καταλάβει ὅτι καὶ τώρα, ποὺ ζεῖ, δὲν εἶναι τίποτα περισσότερο. Ἃς μὴν ξεγελιέται, βλέποντας τὴν ὀμορφιά του, ἔχοντας τὴν ὑγεία του, νιώθοντας τὴ δύναμή του, ἀπολαμβάνοντας τὶς χαρὲς τῆς σύντομης ἐπίγειας ζωῆς. Χῶμα καὶ στάχτη εἶναι, «ἀφοῦ, καὶ ὅσο ἀκόμα ζεῖ, ἀρχίζει ἡ φθορὰ τοῦ» (Σόφ. Σείρ. 10:9).Ἃς παρατηρήσει ὁ καθένας μας, πόσο ἀσήμαντη εἶναι ἡ ὕπαρξή μας. Ἃς μὴν περιμένει τὴ μέρα τοῦ θανάτου του, γιὰ νὰ συνειδητοποιήσει τὴ μηδαμινότητά του. Ἃς τὴν ἀντιληφθεῖ ἀπὸ τώρα, στρέφοντας φιλοσοφημένα τὴ σκέψη τοῦ μέσα του καὶ γύρω του, στὸν ἑαυτό του καὶ στοὺς ἄλλους. Ἃς μὴ χάσει, ὅμως, τὸ θάρρος του, διαπιστώνοντας τὴν ἀνθρώπινη φθαρτότητα. Ὁ Θεὸς δὲν ἔκανε ἔτσι τὰ πράγματα ἐπειδὴ μᾶς μισεῖ, ἀλλ’ ἀπεναντίας ἐπειδὴ μᾶς ἀγαπᾶ καὶ νοιάζεται γιὰ μᾶς. Μ’ αὐτὸ τὸν τρόπο μᾶς παρέχει πολλὲς ἀφορμές, γιὰ νὰ γινόμαστε ταπεινοί. Ἀλήθεια, ἂν ὁ ἄνθρωπος, παρόλο ποὺ εἶναι πλασμένος ἀπὸ τὸ χῶμα τῆς γῆς, τόλμησε νὰ πεῖ, «Θ’ ἀνέβω στὸν οὐρανὸ» (Ἡσ. 14:13), ποῦ θὰ ἔφθανε μὲ τὸ λογισμό του, ἂν δὲν τὸν συγκρατοῦσε σὰν χαλινάρι ἡ ἀδύναμη φύση του;
Ὅταν, λοιπόν, δεῖς κάποιον νὰ φουσκώνει ἀπὸ ὑπερηφάνεια, νὰ τεντώνει τὸ λαιμό του, ν’ ἀνασηκώνει τὰ φρύδια του, νὰ κυκλοφορεῖ μὲ ἀκριβὰ ἁμάξια, νὰ ἀπειλεῖ, νὰ κάνει κακὸ στοὺς συνανθρώπους του, πὲς τοῦ «Γιατί ἔχει τόση ἀλαζονεία τὸ χῶμα καὶ ἡ στάχτη, ἀφοῦ, καὶ ὅσο ἀκόμα ζεῖ, ἀρχίζει ἡ φθορά του;» (Σόφ. Σέρ. 10:9).
Αὐτὸ ἰσχύει ὄχι μόνο γιὰ τὸν κοινὸ ἄνθρωπο, ἀλλὰ καὶ γι’ αὐτὸν ποὺ κάθεται σὲ βασιλικὸ θρόνο. Μὴν κοιτᾶς τὴ βασιλικὴ πορφύρα, τὸ στέμμα, τὰ χρυσοκέντητα ἐνδύματα. Κοίτα καὶ στοχάσου τὴν ἀνθρώπινη φύση τοῦ βασιλιά. Τότε θ’ ἀναφωνήσεις κι ἐσὺ μαζὶ μὲ τὸν προφήτη: «Κάθε ἄνθρωπος εἶναι σὰν τὸ χορτάρι κι ἡ δόξα τοῦ ὅλη φευγαλέα σὰν τὸ ἀγριολούλουδο» (Ἡσ. 40:6).
Γιατί, λοιπόν, ὑπερηφανεύεσαι, ἄνθρωπέ μου; Κατέβα ἀπὸ τὰ ὕψη τῆς ἀνόητης ἀλαζονείας σου καὶ ἐξέτασε τὴν εὐτέλειά σου. Χῶμα καὶ στάχτη εἶσαι, καπνὸς καὶ χορτάρι καὶ σκιά, χορτάρι κι ἀγριολούλουδο. Τί πιὸ γελοῖο ἀπὸ τὸ νὰ καμαρώνεις; Ἐξουσιάζεις μήπως πολλοὺς ἀνθρώπους; Και τι ὠφελεῖσαι, ὅταν ἐξουσιάζεις ἀνθρώπους καὶ ἐξουσιάζεσαι ἀπὸ τὰ πάθη σου; Είσαι σὰν κι ἐκεῖνον ποὺ στὸ σπίτι τοῦ δέρνεται ἀπὸ τοὺς ὑπηρέτες του καὶ στὴν ἀγορὰ ἐμφανίζεται καμαρωτὸς ἐπειδὴ ἔχει ἄλλους κάτω ἀπὸ τὴν ἐξουσία του. Μακάρι νὰ ἤσουνα ἐξουσιαστὴς τῶν παθῶν σου καὶ ὅμοιος μ’ ὅσους συναντᾶς στὴν ἀγορά. Ἄν, λοιπόν, εἶναι ἀξιοκατάκριτος ὅποιος ὑπερηφανεύεται γιὰ τὶς πραγματικὲς ἀρετές του, δὲν εἶναι στ’ ἀλήθεια γελοῖος ὅποιος ὑπερηφανεύεται γιὰ πράγματα ὁλότελα τιποτένια;
Ταλαίπωρε ἄνθρωπε! Ἡ ψυχή σου λιώνει ἀπὸ τὴν πιὸ φοβερὴ ἀρρώστια, τὴν ἀρρώστια τῆς ἁμαρτίας, κι ἐσὺ καμαρώνεις γιὰ τὰ πολλά σου χρήματα καὶ κτήματα; Μὰ ὅλα τοῦτα δὲν εἶναι δικά σου. Κι ἂν δὲν πιστεύεις στὰ λόγια μου, κοίτα τί ἔγινε μ’ ἐκείνους ποὺ ἔζησαν πρὶν ἀπὸ σένα. Ἄν, πάλι, εἶσαι τόσο μεθυσμένος ἀπὸ τὰ πλούτη ἢ τὴ δόξα καὶ δὲν διδάσκεσαι ἀπὸ τὰ παθήματα τῶν ἄλλων, περίμενε λίγο, καὶ θὰ γνωρίσεις ἀπὸ τὸ δικό σου πάθημα τὴ ματαιότητα τῶν ἐπίγειων ἀποκτημάτων καὶ ἀπολαύσεων. Ὅταν θὰ φεύγεις ἀπὸ τὸν πρόσκαιρο αὐτὸ κόσμο καὶ δὲν θὰ ἔχεις πιὰ στὴν ἐξουσία σου οὔτε μίαν ὥρα, ὅλα ὅσα διαθέτεις, χωρὶς νὰ τὸ θέλεις, θὰ τ’ ἀφήνεις σὲ ἄλλους, ἴσως μάλιστα σ’ ἐκείνους ποὺ πρωτύτερα δὲν ἤθελες καν ν’ ἀντικρίσεις.
Ὁ ἄνθρωπος καὶ τ’ ἀνθρώπινα δὲν εἶναι, θὰ τὸ ξαναπῶ, παρὰ χῶμα καὶ στάχτη καὶ καπνὸς καὶ σκιὰ καὶ ὅ,τι πιὸ μηδαμινὸ ἀπ’ αὐτά. Γιατί, πές μου, τί εἲν’ ἐκεῖνο ποῦ θεωρεῖς μεγάλο; Ἕνα πολιτειακὸ ἀξίωμα; Ποιό; Τὸ ἀξίωμα τοῦ ὑπάτου (ἀνώτερος ἄρχοντας στὸ ρωμαϊκὸ κράτος); Βέβαια, πολλοὶ νομίζουν ὅτι μεγαλύτερο ἀξίωμα δὲν ὑπάρχει. Ε, λοιπόν, ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο ποὺ ἀνέβηκε τόσο ψηλά, τίποτα λιγότερο δὲν ἔχει ἕνας ἄλλος, ποὺ δὲν εἶναι ὕπατος. Καὶ οἱ δύο στὴν ἴδια ἀνθρώπινη κατάσταση βρίσκονται. Καὶ οἱ δύο ὓστερ’ ἀπὸ λίγο δὲν θὰ ὑπάρχουν.
Πότε ἔγινε ὕπατος; Καὶ γιὰ πόσον καιρὸ ἔμεινε ὕπατος; Πές μου! Γιὰ δυὸ μέρες; Μὰ αὐτὸ γίνεται καὶ στὰ ὄνειρα. Ναί, ἀλλὰ εἶναι ὄνειρα, ἀπαντᾶς. Ε, καί; Ὅσα συμβαίνουν τὴν ἡμέρα δὲν εἶναι ὄνειρα; Γιατί νὰ μὴν τὰ λέμε κι αὐτὰ ὄνειρα; Ὅπως ὅταν ξημερώσει, ἀποδεικνύεται ὅτι τὰ ὄνειρα δὲν εἶναι τίποτα, ἔτσι καὶ ὅταν νυχτώσει, ἀποδεικνύεται ὅτι τὰ γεγονότα τῆς ἡμέρας δὲν εἶναι τίποτα. Καὶ ὅπως τὴν ἡμέρα δὲν δοκιμάζει κανεὶς εὐχαρίστηση ἀπὸ τὰ ὄνειρα ποὺ εἶδε τὴ νύχτα, ἔτσι καὶ τὴ νύχτα δὲν δοκιμάζει καμιὰν ἀπόλαυση ἀπ’ ὅσα ἔγιναν τὴν ἡμέρα.
Ἔγινες, λοιπόν, ὕπατος; Ἔγινα κι ἐγὼ τὴ νύχτα στ’ ὄνειρό μου. Ναί, λές, ἀλλὰ ἐγὼ ἔγινα πραγματικά, ἐνῶ ἐσὺ φανταστικά. Καὶ τί μ’ αὐτό; Δὲν ἔχεις τίποτα περισσότερο ἀπὸ μένα, ἐκτὸς ἀπὸ τὸ ὅτι οἱ ἄνθρωποι λένε γιὰ σένα, “Ὁ τάδε εἶναι -ἢ ἦταν- ὑπατος”, κι ἀπὸ τὴ φράση τούτη δοκιμάζεις μιὰ κενόδοξη εὐχαρίστηση. Τέλειωσε ἡ φράση; Ἐξαφανίστηκε καὶ ἡ εὐχαρίστηση. Τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ μὲ τὴν πραγματικότητα: Τέλειωσε ἡ ὑπατεία; Ἐξαφανίστηκε ἡ δόξα.
Ἃς δεχθοῦμε, ὅμως, ὅτι κάποιος ἔγινε ὕπατος κι ἔμεινε στὸ ἀξίωμα αὐτὸ ὄχι γιὰ δυὸ μέρες, ἀλλὰ γιὰ δυὸ ἢ τρία ἢ τέσσερα χρόνια. Σὲ ρωτάω, λοιπόν, ποῦ εἶναι ὅσοι διετέλεσαν ὕπατοι γιὰ δέκα χρόνια; Πουθενά. Τοὺς ξέχασαν ὅλοι. Σκέψου τώρα τὸν ἀπόστολο Παῦλο. Ξεχάστηκε μήπως κι αὐτός; Ὄχι. Ὀνομαστὸς ἦταν ὅσο ζοῦσε, περισσότερο ὀνομαστὸς ἔγινε ἀφοῦ πέθανε, κοσμοξάκουστος εἶναι καὶ σήμερα, τόσους αἰῶνες μετὰ τὴν κοίμησή του. Καὶ αὐτὸ μόνο στὴ γῆ. Γιατί ποιὰ λόγια μποροῦν νὰ παραστήσουν τὴ δόξα καὶ τὴ λαμπρότητά του στὸν οὐρανό;
Ὅπως βλέπουμε τὰ κύματα, τὴ μιὰ στιγμὴ ν’ ἀνεβαίνουν σὲ τεράστιο ὕψος καὶ τὴν ἄλλη νὰ χαμηλώνουν, ἔτσι βλέπουμε καὶ ὅσους κυριεύονται ἀπὸ ἀλαζονεία γιὰ τὰ πλούτη τους ἢ τὴ δόξα τους, τὴ μιὰ στιγμὴ νὰ εἶναι ψηλὰ καὶ τὴν ἄλλη νὰ ταπεινώνονται ἐλεεινά. Αὐτοὺς ὑπαινίσσεται ὁ μακάριος Δαβίδ, ὅταν λέει: «Μὴν ταράζεσαι ὅταν ἕνας ἄνθρωπος πλουτίζει ἢ ὅταν μεγαλώνει ἡ δόξα τοῦ σπιτιοῦ τοῦ» (Ψάλμ. 48:17) . Καλὰ εἶπε: «Μὴν ταράζεσαι». Γιατί ὓστερ’ ἀπὸ λίγο, θὰ δεῖς τὸν πλούσιο ἢ τὸν δοξασμένο νὰ εἶναι πεσμένος χάμω, νεκρὸς καὶ ἀκίνητος, γυμνωμένος ἀπὸ τὰ ἐπίγεια ἀγαθά. Τίποτε ἀπ’ αὐτὰ δὲν μπορεῖ νὰ πάρει μαζί του. Τ’ ἀφήνει ὅλα ἐδῶ καὶ φεύγει γιὰ πάντα, φορτωμένος μόνο μὲ τὴν κακία του καὶ τὶς ἁμαρτίες του.
Σωστά, λοιπόν, τὸ πάθος αὐτὸ ἔχει ὀνομαστεί κενοδοξια, ποὺ σημαίνει κενή, δηλαδὴ ἄδεια, δόξα? γιατί οὐσιαστικὰ εἶναι ἄδεια, δὲν ἔχει τίποτα τὸ χρήσιμο. Εἶναι σὰν ἕνα προσωπεῖο μὲ ὑπέροχα ἐξωτερικὰ χαρακτηριστικά, πού, καθὼς εἶναι ψεύτικο καὶ κενὸ ἀπὸ μέσα, μολονότι ὡραιότερο ἀπὸ ἀληθινὸ ἀνθρώπινο πρόσωπο, δὲν κάνει ποτὲ κανέναν νὰ τὸ ἐρωτευθεῖ. Τέτοια εἶναι καὶ ἡ τιμή, ἡ ὑπόληψη ποὺ θέλει ν’ ἀπολαμβάνει κανεὶς ἀπὸ τὸν κόσμο, ἢ μᾶλλον πολὺ χειρότερη. Γιατί τίποτα δὲν ἀποξενώνει τόσο τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ, τίποτα δὲν τὸν ρίχνει τόσο εὔκολα στὴ φωτιὰ τῆς κολάσεως ὅσο ἡ κενοδοξία, ἡ ὑπερηφάνεια, ἡ ἔπαρση, ἡ ἀλαζονεία.
Ἔχουμε ὑπερηφάνεια; Ἡ ζωὴ μᾶς εἶναι ἀκάθαρτη, ἔστω κι ἂν εἴμαστε σωματικὰ ἁγνοί, ἔστω κι ἂν κάνουμε νηστεῖες, προσευχές, ἐλεημοσύνες.«Ἀκάθαρτος εἶναι μπροστὰ στὸν Θεὸ κάθε ὑπερήφανος», λέει ἡ Γραφὴ (Παροιμ. 16:5). Καὶ εἶναι τόσο μεγάλο κακὸ ἡ κενοδοξία, ὄχι μόνο γιατί παρασύρει στὴν ἁμαρτία ὅσους κυριεύει, ἀλλὰ καὶ γιατί συνοδεύει συχνὰ ἀκόμα καὶ τὴν ἀρετή. Ἂν δὲν μπορέσει νὰ μᾶς βγάλει ἀπὸ τὸ δρόμο τῆς ἀρετῆς, μᾶς βλάπτει χρησιμοποιώντας τὴν ἴδια τὴν ἀρετή, καθὼς μᾶς ἀναγκάζει νὰ ὑπομένουμε τοὺς κόπους της, μᾶς στερεῖ ὅμως τοὺς καρπούς της. Δεν εἶναι δυνατόν, ὅταν κανεὶς ἐπιθυμεῖ καὶ τὴν ἀρετὴ καὶ τὴν δόξα, νὰ πετύχει καὶ τὶς δύο. Μπορεῖ, βέβαια, ν’ ἀποκτήσει καὶ τὶς δυό, ὅταν ἐπιδιώκει μόνο τὴ μία, τὴν οὐράνια ἀρετή, ὁπότε εἶναι δυνατὸ ν’ ἀκολουθήσει καὶ ἡ δόξα. Ὅταν, ὅμως, ἐπιθυμεῖ καὶ τὶς δύο, καμιὰ δὲν θὰ πετύχει.
Ἐκεῖνος, δηλαδή, ποὺ κάνει μιὰ καλὴ πράξη, προσπαθώντας νὰ κερδίσει καὶ τὴ δόξα τῶν ἀνθρώπων, εἴτε μπορέσει ν’ ἀποκτήσει αὐτὴ τὴ δόξα εἴτε ὄχι, παίρνει τὴν ἀμοιβή του στὴν παροῦσα ζωή, καὶ καμιὰν ἀνταμοιβὴ δὲν θὰ πάρει γιὰ τὴν καλή του πράξη στὴν ἄλλη ζωή. Γιατί; Ἐπειδὴ στέρησε τὸν ἑαυτό του ἀπὸ τὴ γενναιοδωρία τοῦ Κυρίου, προτιμώντας τὴ μικρὴ δόξα τῶν ἀνθρώπων ἀπὸ τὴ μεγάλη καὶ αἰώνια δόξα τοῦ δίκαιου Κριτῆ.
Ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος, ἐκεῖνος ποὺ ἀσκεῖ κάποια πνευματικὴ ἀρετὴ μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ εἶναι εὐάρεστος στὸν Θεό, καὶ τὴν ἀρετὴ τοῦ διατηρεῖ ἀκέραιη καὶ πλοῦτο ἀδαπάνητο ἀποταμιεύει στὸν οὐρανὸ καὶ παρηγοριὰ μεγάλη νιώθει ἀπὸ τὴ χρηστὴ προσδοκία τῆς μελλοντικῆς αἰώνιας ζωῆς. Αὐτός, μαζὶ μὲ τὴ θεϊκὴ ἀνταμοιβή του, ποὺ βρίσκεται ἀσφαλισμένη στὸ θησαυροφυλάκιο τοῦ οὐρανοῦ, θὰ γνωρίσει, χωρὶς νὰ τὸ θέλει, καὶ τὴν ἀνθρώπινη δόξα. Γιατί τότε ἀπολαμβάνουμε ἄφθονη τὴ δόξα, ὅταν ἀδιαφοροῦμε γι’ αὐτήν, ὅταν δὲν τὴν ἐπιζητοῦμε.
Ἔτσι, λοιπόν, ὅλα τα κερδίζει ὅποιος ταπεινὰ κάνει τὸ καθετὶ γιὰ τὸν Θεό, κι ὅλα τα χάνει ὅποιος ὑπερήφανα ἐπιδιώκει τὴν τιμὴ τῶν ἀνθρώπων.
(Ἀπὸ τὸ βιβλίο: «ΘΕΜΑΤΑ ΖΩΗΣ Β΄» ΑΠΟ ΤΙΣ ΟΜΙΛΙΕΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ, ΩΡΩΠΟΣ ΑΤΤΙΚΗΣ)