Οἱ ἅγιοι Μαρκιανὸς καὶ Μαρτύριος ἔζησαν στὴν Κωνσταντινούπολη ἐπὶ βασιλείας τοῦ ἀρειανόφρονος Κωνσταντίου (337-361). Ἦταν ἀρχοντικὴς καταγωγῆς καὶ ὅλοι τοὺς θαύμαζαν γιὰ τὴν παιδεία τους, τὴν πραότητα τῶν τρόπων τους καὶ τὴν εὐλάβειά τους. Ἔγιναν νοτάριοι (γραμματεῖς) τοῦ πατριάρχου Παύλου τοῦ Ὁμολογητοῦ, ὁ ὁποῖος ἔμελλε νὰ δολοφονηθεῖ ἀπὸ τοὺς ὀπαδοὺς τοῦ ᾿Αρείου στὴν ’Αρμενία, ὅπου ἐξορίσθηκε (6 Νοεμβρίου 344).
Ἄφοβοι μπροστὰ στὶς ἀπειλὲς τῆς ἐξορίας καὶ τοῦ θανάτου, ὁ Μαρκιανὸς καὶ ὁ Μαρτύριος ἐξακολούθησαν νὰ κηρύσσουν τήν ὀρθόδοξο πίστη ἐνώπιον τοῦ λαοῦ. «Ὁ Υὶὸς τοῦ Θεοῦ ὀμοούσιός ἐστι τῷ Πατρὶ καὶ φύσει Θεός».
Οἱ λέξεις αὐτὲς ἦταν γιὰ ἐκείνους πιὸ πολύτιμες καὶ ἀπὸ τὴν ἴδια τὴ ζωή τους, καὶ τὶς ἔφεραν ὡς πανοπλία κατὰ τῶν ἐπιθέσεων τῶν δαιμόνων καὶ τῶν αἱρετικῶν. Ἐτελειώθησαν διὰ ξίφους καὶ ἐνταφιάσθηκαν κοντὰ στὴν πύλη τὴ λεγόμενη Μελανδησία.
Ὅταν ἐπανῆλθε ἡ γαλήνη στὴν Ἐκκλησία, ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσοστομος ἀνήγειρε, στὸν χῶρο ὅπου εἶχαν ἐνταφιασθεῖ, ναὸ ἀφιερωμἐνο στὴ μνήμη τους.
Μακαρίου ἱερομονάχου Σιμωνοπετρίτου