(ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 19)

Ἦταν τὴν ἐποχὴ ποὺ ὁ τύραννος Μαξιμιανός1 ἐξέδωσε ἐκεῖνο τὸ ἀνόσιο διάταγμα, ποὺ ἴσχυε γιὰ ὅλη σχεδὸν τὴν οἰκουμένη καὶ τὸ ἔστειλε καὶ σ’ αὐτοὺς ποὺ διοικοῦσαν τὴν Αἴγυπτο, σύμφωνα μὲ τὸ ὁποῖο ἢ ὅλοι οἱ Χριστιανοὶ ποὺ βρίσκονταν ἐκεῖ θὰ γεύονταν τὶς ἀνόσιες θυσίες καὶ μὲ ὅρκο θὰ ἀρνοῦνταν τὴν πίστη τους ἤ, ἂν δὲν συμμορφώνονταν, θὰ θανατώνονταν μὲ κάθε λογὴς τιμωρίες καὶ βασανιστήρια.

Γι’ αὐτὸ τὸ λόγο τότε πολλοὶ πιστοὶ συνελήφθησαν, ἀπὸ τοὺς ὁποίους ἄλλοι ὑπὲρ Χριστοῦ ἔνδοξο θάνατο ὑπέμειναν καὶ ἄλλοι ρίχτηκαν σὲ φυλακὲς καὶ δεσμὰ καὶ βασανίζονταν ἀπὸ τὴν πείνα καὶ τὴ δίψα.

Τότε λοιπὸν κάποιος ἄνδρας, ἀπὸ τὸν κατάλογο τῶν Αἰγυπτίων στρατιωτῶν, ποὺ ἄξιζε πολὺ γιὰ τὸ Μαξιμιανό, πολὺ καὶ γιὰ τὸ στράτευμά του καὶ προκαλοῦσε μεγάλο φόβο στοὺς ἐχθρούς, ὀνομαζόμενος Οὔαρος, ἀπὸ ἐπιφανῆ γενιά, ποὺ ὅλοι τὸν θαύμαζαν γιὰ τὴ δόξα του καὶ ἦταν ἀκουστὸς γιὰ τὴν ἀνδρεία του, ἔμπαινε κρυφὰ κάθε νύχτα στὸ δεσμωτήριο καὶ ἀπὸ τὴ μιὰ φρόντιζε τοὺς φυλακισμένους καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη τοὺς παρακαλοῦσε νὰ δέονται καὶ γι’ αὐτὸν νὰ ἀγωνιστῆ μέχρι τέλους ἰσάξιο καὶ ἴδιο μὲ κείνους ἀγώνα. Γιατί φοβόταν ἀκόμη νὰ φανερώση τὴν πίστη του, ἐπειδὴ οἱ ὀπαδοὶ τῆς ἀσέβειας ἔπνεαν φονικὴ μανία κατὰ τῶν εὐσεβῶν, καὶ ὅποιους Χριστιανοὺς συνελάμβαναν, ἄλλους στὴν πυρά, ἄλλους στὴ θάλασσα, ἄλλους σὲ ἄλλα βασανιστήρια καὶ στὸ θάνατο ἀκόμα τοὺς παρέδιδαν.

Ὅταν λοιπὸν ἀνακοινώθηκε στὸν ἔπαρχο ὅτι οἱ ὑπηρέτες τῆς ἀσέβειας συνέλαβαν καὶ μερικοὺς ἀπὸ τοὺς πιστοὺς ποὺ κατοικοῦσαν στὴν ἔρημο, χάρηκε γιὰ τὴν εἴδηση καὶ διατάζει νὰ τοὺς κλείσουν πρὸς τὸ παρὸν στὴ φυλακὴ ὑπὸ αὐστηρὰ φρούρηση καὶ τὴν ἐπαύριο νὰ ἑτοιμάσουν τὰ ὄργανα βασανισμοῦ καὶ νὰ ἀρχίσουν νὰ τοὺς ἀνακρίνουν.

Μόλις λοιπὸν τὸ πράγμα ἔφτασε στ’ αὐτιὰ τοῦ μακάριου Οὔαρου, ἀφοῦ ἔδωσε χρήματα στοὺς ἐπικεφαλῆς τῆς φρουρᾶς, μπῆκε νύχτα στὴ φυλακὴ καὶ ἔλυσε ἀπὸ τὰ δεσμὰ τους αὐτοὺς ποὺ εἶχαν συλληφθεῖ καὶ ἐλευθέρωσε τὰ πόδια τους ἀπὸ τὸ ξύλο, ὅπου τοὺς εἶχαν δεμένους. Καὶ ἀφοῦ τοὺς περιποιήθηκε καὶ φρόντισε νὰ φᾶνε, ἐπειδὴ ἐπὶ ὀκτὼ ὁλόκληρες μέρες εἶχαν παραμείνει ἄσιτοι, ἔπεσε καταγῆς καὶ τοὺς παρακαλοῦσε λέγοντας: «Σᾶς παρακαλῶ, γνήσιοι ὑπηρέτες τοῦ Χριστοῦ, ἱκετεύσατε τὸ Θεὸ γιὰ μένα νὰ μὲ ἀξιώση νὰ συμμεριστῶ κι ἐγὼ τὰ ἴδια δεινὰ μέ σᾶς καὶ νὰ μοῦ δώση καρτερία νὰ τὰ ὑπομείνω. Γιατί κι ἐγὼ εἶμαι δοῦλος τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν ἁγίων του. ἀλλὰ οἱ πολλὲς καὶ αὐστηρὲς τιμωρίες καὶ ἡ σκληρότητα τῶν δικαστῶν μὲ ἀποτρέπουν νὰ βγῶ μπροστά, ἂν καὶ τὸ θέλω, καὶ μοῦ προξενοῦν φόβο. Εὐχηθεῖτε λοιπὸν ὑπὲρ ἐμοῦ, ἅγιοι μάρτυρες, εὐχηθεῖτε. Γιατί ἐσεῖς αὔριο θὰ τελειώσετε τὴ ζωὴ σας ἐν Κυρίω».

Σ’ αὐτὰ τὰ λόγια οἱ ἅγιοι ἔδωσαν αὐτὴ τὴν ἀπάντηση: «Κανείς, ἀδελφὲ Οὔαρε, δὲν μπορεῖ νὰ θερίζη καλοπερνώντας, ἂν πρῶτα δὲν σπείρη μὲ δάκρυα τοὺς σπόρους στὴ χειμωνιὰ καὶ δὲν ἀναλάβη τοὺς κόπους ποὺ ἀπαιτοῦνται γιὰ τὴ σπορά. Τὸ ἴδιο κι ἕνας ἀθλητὴς δὲ στεφανώνεται ἂν δὲν ἀγωνιστῆ σύμφωνα μὲ τοὺς κανόνες. Ἐμπρὸς λοιπόν, ἀδελφέ, ἀκολούθησε τὸ δρόμο μας καὶ γίνε τέλειος στρατιώτης τοῦ Χριστοῦ. Γιατί ἐκεῖνος ὁ Ἴδιος, γιὰ χάρη τοῦ ὁποίου ἀποδεχόμαστε τὶς τιμωρίες, μᾶς συμπαρίσταται ἀπὸ ψηλὰ μὲ φιλανθρωπία καὶ ἀοράτως μᾶς παρέχει μεγάλη βοήθεια».

Τὴν ὥρα ποὺ ἔλεγαν αὐτὰ οἱ ἅγιοι, ἔρχονται κάποιοι στρατιῶτες, ποὺ εἶχαν λάβει διαταγὴ νὰ τοὺς ὁδηγήσουν στὸν ἔπαρχο. Αὐτοί, ὅταν ἀντὶκρυσαν τὸν μακάριο Οὔαρο γονατισμένο μπροστὰ στοὺς μάρτυρες, σὰ νὰ τὰ ἔχασαν μπροστὰ στὸ ἀπροσδόκητο θέαμα καὶ ἀπὸ τὴν κατάπληξή τους, ἐκφράζοντας μὲ λόγια φιλανθρωπίας τὴ γνώμη τους, τοῦ λένε: «Τρελάθηκες, ἄνθρωπε; Δὲ φοβᾶσαι μήπως, ἂν μάθη ὁ ἡγεμόνας αὐτὸ ποὺ συνέβη, χάσης μαζὶ μὲ τὸ στρατιωτικὸ ἀξίωμα καὶ τὴ ζωή σου;». Σ’ αὐτοὺς ὁ μακάριος ἀπάντησε: «Μακάρι νὰ ἀναδειχθῶ τέλειος Χριστιανὸς καὶ συναγωνιστῆς καὶ σύντροφος αὐτῶν τῶν ἁγίων. Γιατί ἡ φιλία ποὺ ἔχομε, μὲ κάνει νὰ σᾶς ἔχω ἐμπιστοσύνη καὶ γιὰ τίποτε νὰ μὴ φοβοῦμαι ἀπ’ ὅσα λέγονται ἢ γίνονται ἐδῶ».

Μετὰ ἀπ’ αὐτὰ τὰ λόγια οἱ στρατιῶτες τοὺς ἁγίους, ποὺ ἦταν ἕξι τὸν ἀριθμὸ (γιατί ἦταν μὲν ἑπτὰ ὅλοι κι ὅλοι, ἀλλὰ ὁ ἕνας προφθάσε καὶ ξεψύχησε στὴν ἔρημο), τοὺς ὁδήγησαν ἁλυσοδεμένους στὸν ἡγεμόνα.
Ἐκεῖνος ἦταν καθισμένος σὲ ὑψηλὸ βῆμα καὶ περιστοιχιζόταν ἀπὸ πλῆθος στρατιωτῶν, ποὺ κυριολεκτικὰ κρέμονταν ἀπὸ τὰ χείλη του καὶ ἀπὸ τὰ νεύματά του. Διέταξε λοιπὸν νὰ γδύσουν τοὺς ἁγίους καὶ νὰ τοὺς ὁδηγήσουν μπροστά του καὶ ἀμέσως τοὺς ρωτοῦσε: «Ποιὰ εἶναι ἡ γενιά σας καὶ κάτω ἀπὸ ποιὲς συνθῆκες ζήσατε; Πῶς ὀνομάζεστε;». Καὶ ἀπαιτοῦσε νὰ τοῦ ἀπαντήσουν ἀμέσως. «Ὁρκίζομαι», εἶπε, «στὴ δίκη ποὺ σᾶς ἐποπτεύει καὶ στὴ μεγάλη δύναμη τῶν θεῶν, ὅτι ἐσάς, ποὺ ἀκόμα ζῆτε, θὰ σᾶς παραδώσω γιὰ τροφὴ στὰ θηρία καὶ στὰ σκυλιά».

Τότε οἱ ἅγιοι, χωρὶς καθόλου νὰ φοβηθοῦν οὔτε ἀπὸ τὴν ἀλαζονεία τῆς ἐξουσίας οὔτε ἀπὸ τὴ σκληρότητα τῶν λόγων, εἶπαν: «Ἐμεῖς, δικαστά, δὲν ἔχομε καμμιὰ πατρίδα πάνω στὴ γῆ, γιατί εἴμαστε ξένοι καὶ παρεπίδημοι. Γιατί γιὰ τοὺς Χριστιανοὺς ἀληθινὴ πατρίδα καὶ πολιτεία ἔχει οἰκοδομηθῆ στοὺς οὐρανούς. Πίστεψε ὅτι ἔτσι ἔχουν τὰ πράγματα γιὰ μᾶς. Ὅσο γιὰ τὶς δικές σου ἀπειλές, λίγο μᾶς νοιάζει καὶ μᾶλλον εὐχόμαστε νὰ μὴ σταθῆ στὰ λόγια ἡ ἀπειλή σου, ἀλλὰ νὰ φτάση καὶ στὰ ἔργα. Γιατί ἔτσι καὶ ὁ δικός μας πόθος γιὰ τὸ Χριστὸ θὰ φανερωθῆ καὶ ἐσὺ ὁ ἴδιος θὰ μάθης μὲ βεβαιότητα ποιὰ βοήθεια ἐκεῖνος μᾶς δίνει».

Ἔτσι μίλησαν οἱ ἅγιοι καὶ τότε ὁ τύραννος στράφηκε πρὸς τοὺς συνέδρους καὶ εἶπε: «Βλέπω ὅτι αὐτοὶ οἱ δύσμοιροι ἔχουν μία καὶ τὴν αὐτὴ σκέψη, σὰ νὰ ἔχουν συμφωνήσει. Ἃς τοὺς μαστιγώσουν λοιπὸν κι ἃς τοὺς χτυπήσουν μὲ τὸ παραπάνω». Καὶ ἐνῶ τοὺς χτυποῦσαν δυνατὰ κι ἐκεῖνοι τίποτα δὲν ἀποκρίνονταν, ὁ δικαστὴς ἔκανε μιὰ ἐπιπλέον ἐρώτηση λέγοντας: «Ποῦ εἶναι ὁ ἕβδομος ἀπό σας, πού προπάντων καταζητεῖται;»

Μόλις εἰπώθηκε αὐτὸ ἀμέσως πρόβαλε τρέχοντας ἀπὸ τὸν ὄχλο ὁ γενναιότατος Οὔαρος, στάθηκε στὸ μέσον καὶ λέει στὸν ἡγεμόνα: Ἐκεῖνος πρὸ πολλοῦ ἔφυγε ἀπ’ αὐτὴ τὴ ζωή, ἀλλὰ ἄφησε ἐμένα κληρονόμο στὴ θέση του. Ἂν λοιπὸν ἐκεῖνος ἔχη κάποιο χρέος, ἐγὼ ὁ ἴδιος εἶμαι ἐδῶ γιὰ νὰ τὸ πληρώσω».

Ἄκουσε τὰ λόγια του ὁ ἡγεμόνας καὶ ὅλος κυριεύθηκε ἀπὸ ὀργὴ καὶ «Ποιὸς εἶν’ αὐτὸς καὶ ἀπὸ ποιὰ λεγεώνα;», λέει, «τὸ στρατιωτικὸ σῶμα νὰ ἀπάντηση». Κι ἐκεῖνος ἀποκρίθηκε: «Εἶμαι ἀπὸ τὴ λεγεώνα τῶν Τυάνων καὶ μάλιστα ἀπὸ τοὺς ἐπιφανεῖς στρατιῶτες». Τότε ὁ ἡγεμόνας κατάπληκτος ἀπ’ αὐτὸ ποὺ ἄκουσε, εἶπε: «Ποιὸς πονηρὸς δαίμονας σὲ ἔκανε νὰ σπρώξης τὸν ἑαυτό σου σὲ κίνδυνο τόσο φανερό, ὥστε καὶ τὸ ἔνδοξο στρατιωτικό σου ἀξίωμα καὶ τὴ δωρεὰν διατροφὴ ποὺ ἀπορρέει ἀπ’ αὐτὸ καθόλου νὰ μὴν ὑπολογίσης καὶ τὴν ἴδια τὴ ζωή σου νὰ ἔκθεσης σὲ τέτοιο κίνδυνο;». Καὶ ὁ μακάριος, «Τὸν ἄρτο», εἶπε, «ποὺ κατέρχεται ἐξ οὐρανοῦ καὶ τὸ θεῖο ποτήριο τοῦ τιμίου αἵματος Χριστοῦ τοῦ Κυρίου μου προτίμησα ἀπὸ τὶς δικές σου τιμὲς καὶ στρατιωτικὲς ἐπιχορηγήσεις, δόξα ποὺ παραμένει αἰώνια σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν παροδική, καὶ ζωὴ ποὺ ποτὲ δὲν τελειώνει σὲ ἀντίθεση μὲ τὴ φθαρτὴ καὶ πρόσκαιρη».
Τότε ὁ δικαστής, δείχνοντας φανερὰ ταραγμένος, στράφηκε πρὸς τοὺς ἁγίους καὶ μὲ πολλὴ ταραχὴ καὶ πικρία ψυχῆς εἶπε: «Ἃς εἶναι μάρτυρας ἡ δύναμη τῶν μεγάλων θεῶν, πρώτους ἐσὰς μὲ βασανιστήρια θὰ θανατώσω, πού μοῦ στερήσατε τέτοιο στρατιώτη. γιατί αὐτὸ πιθανώτατα εἶναι δικό σας ἔργο καὶ κανενὸς ἄλλου». Οἱ μάρτυρες πάλι, μὴ λαμβάνοντας καθόλου ὑπόψη τὰ λόγια του, εἶπαν: «Περίμενε λίγο, δικαστά, καὶ θὰ καταλάβης ποιὰ εἶναι τὰ ὅπλα αὐτῆς τῆς στρατιᾶς. Γιατί ὁδηγήσαμε τὸν ἄνδρα στὴν ταξιαρχία τῶν ἀγγέλων».

Μετὰ ἀπ’ αὐτὴ τὴν ἀπάντηση ὁ ἔπαρχος ἀπὸ τὴ μιὰ προσπαθοῦσε νὰ πείση τοὺς ἄνδρες νὰ συγκατατεθοῦν στὴν ἀσέβεια καὶ νὰ προσφέρουν θυσία σὲ πράγματα μάταια, ἀφοῦ κι ὁ ἴδιος ἦταν κενὸς καὶ παράλογος, ἐκεῖνοι ἀπὸ τὴν ἄλλη, χωρὶς νὰ δίνουν καμμιὰ προσοχὴ στὰ λόγια του, ἀνταπαντοῦσαν: «Θεοί, ποὺ δὲν ἐδημιούργησαν τὸν οὐρανὸ καὶ τὴ γῆ, νὰ χαθοῦν».
Μὲ τὴ σειρὰ του ὁ μακάριος Οὔαρος, ἐξάπτοντας περισσότερο τὴν ὀργὴ τοῦ δικαστῆ, ἔλεγε: «Γιατί ἐνοχλεῖς τοὺς ἁγίους λέγοντας πράγματα ἀνόητα καὶ ἀνώφελα; “Γιατί, λέει ἡ παροιμία, ὁ ἀνόητος ἀνόητα θὰ μιλήση”. Ὁ μέγας Ἠσαΐας σοῦ τὸ λέει αὐτὸ καὶ ὄχι ἐγώ, καὶ μάλιστα ἀφοῦ δὲν εἶσαι σὲ θέση οὔτε νὰ τοὺς ἀντικρούσης οὔτε καθόλου νὰ προχωρήσης σὲ συζητήσεις μαζί τους;».

Ἐκεῖνος, σὰν ἄκουσε αὐτὰ τὰ λόγια, δὲν μποροῦσε πιὰ νὰ κρατηθῆ, ἀλλά, ἔξαλλος ἀπὸ ὀργὴ ποὺ δυνάμωνε, διέταξε νὰ κρεμάσουν ἐπὶ ξύλου τὸν Οὔαρο καὶ ἀπευθυνόμενος πρὸς τοὺς ἁγίους εἶπε: «Ἂν νικηθῶ ἀπὸ τὴ δική σας ἀντίσταση, θὰ ἀπαρνηθῶ μὲ ὅρκο καὶ τὴ λατρεία τῶν θεῶν». Τόσο καταλυτικὴ δύναμη ἔχει ἡ ἀλήθεια, ποὺ ἀποδεικνύει πολλὲς φορὲς πόσο ἀδύναμοι εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ δὲν μποροῦν νὰ ἀντέξουν τὴν ἐλευθερία ποὺ πηγάζει ἀπ’ αὐτήν. Ἀλλά, οἱ μάρτυρες τοῦ Χριστοῦ εἶπαν: «Δοκίμασε πάνω σ’ αὐτὸ τὸν ἀδελφό μας τί μπορεῖς νὰ καταφέρης καὶ ἂν δειχθῆς ἀνώτερός του, τότε ἴσως, καθὼς ἐλπίζεις, δὲν θὰ ἀποτύχης καὶ μέ μᾶς».
Ο Άγιος Μάρτυς ΟύαροςΣ’ αὐτὰ τὰ λόγια ὁ δικαστὴς ἀπάντησε ἀπειλώντας τοὺς ἁγίους μὲ βαρύτατες ποινὲς καὶ τὸν μάρτυρα διέταξε νὰ τὸν ὁδηγήσουν στὸ ἰκρίωμα βασανισμοῦ. Καὶ σὰ νὰ μὴ θεώρησε αὐτὴ τὴν τιμωρία ἀρκετὴ γιὰ νὰ κάμψη ἕνα τέτοιο γενναῖο φρόνημα καὶ μιὰ τέτοια ψυχικὴ ἑτοιμότητα, διέταξε νὰ τὸν τεντώσουν καταγῆς καὶ νὰ τὸν μαστιγώνουν ἄγρια μὲ λουριά. Ἔπειτα τέσσερις ἄνδρες τραβώντας τον νὰ τὸν δέρνουν μὲ μεγάλα ρόπαλα, μέχρι νὰ τὸν ἐξαντλήσουν.
Ὁ ἀθλητὴς λοιπόν, ποὺ ὑπέφερε γενναία αὐτὰ τὰ βασανιστήρια, στράφηκε πρὸς τοὺς ἁγίους καὶ εἰς ἐπήκοον ὅλων εἶπε: «Εὐλογήσατε τὸ δοῦλο σας, ἅγιοι πατέρες, εὐλογήσατε. Εὐχηθεῖτε νὰ μὲ δυναμώση ὁ Κύριος καὶ νὰ μὲ ἀναλάβη ἡ δεξιά του. Γιατί ὁ ἴδιος γνωρίζει τὴν ἀνθρώπινη ἀδυναμία, αὐτὸς ποὺ καταδέχθηκε νὰ τὴν ἐνδυθῆ, καὶ εἶπε ὅτι, τὸ μὲν πνεῦμα πρόθυμον, ἡ δὲ σὰρξ ἀσθενής».

Τότε οἱ ἅγιοι, ἀφοῦ σήκωσαν τὰ μάτια στὸν οὐρανό, εἶπαν: «Ὁ Θεός, ὁ Θεὸς τῶν δυνάμεων, θὰ σοῦ στείλη δύναμη ἐξ ὕψους καὶ θὰ θέση ἐπὶ τῆς κεφαλῆς σου περικεφαλαία σωτηρίας καὶ θὰ σὲ ἐνδύση μὲ ἱμάτιο ἐκδικήσεως. Τὸ χέρι του θὰ σὲ ὑπερασπίση καὶ ὁ βραχίονάς του θὰ σὲ ἐνισχύση καὶ θὰ σοῦ χαρίση λαμπρὲς νίκες κατὰ τοῦ ἐχθροῦ. “Ἐξεγείρου τοιγαροῦν, ἐξεγείρου, ἔνδυσαι τὴν ἰσχὺν τοῦ βραχίονός σου” ἀντλώντας αὐτὸ τὸ δίδαγμα ἀπὸ τὴ θεία Γραφὴ καὶ γνωρίζοντας ποιὸς μᾶς βοηθάει ἀπὸ ψηλὰ καὶ ποιὰ ἀγαθὰ πρόκειται νὰ ἀπολαύσουν ἐκεῖνοι ποὺ πρὸς χάρη του πρόθυμα διάλεξαν νὰ ὑποφέρουν αὐτὰ τὰ βάσανα». Καὶ ὁ μάρτυρας τοῦ Χριστοῦ, παρόλο ποὺ μὲ τόσα μέσα τὸν μαστίγωναν, σὰν νὰ αἰσθανόταν ἀπὸ ψηλὰ ἕνα χέρι νὰ τὸν βοηθάη, μὲ ἀγαλλίαση ψυχῆς εἶπε στοὺς ἁγίους: «Καμιὰ λύπη νὰ μὴ διαπερνᾶ τὴν καρδιὰ σας ἐξ αἰτίας μου. γιατί νά, ἡ προσευχὴ σας εἰσακούστηκε ἀπὸ τὸ Θεὸ καὶ ἔκανε ὑποφερτά τὰ σκληρὰ βασανιστήρια καὶ τὴ λύπη μετέβαλε σὲ ψυχικὴ ἄνεση, καὶ μάλιστα τόσο, ὥστε οὔτε τὰ τραύματα νὰ μὴν αἰσθάνομαι».

Μετὰ ἀπ’ αὐτὰ ὁ τύραννος ἐπιχειροῦσε πάλι νὰ τὸν μεταπείση καὶ προσπαθοῦσε νὰ δελεάση τὸν ἀθλητὴ νὰ ἀρνηθῆ τὴν πίστη του, ὑποσχόμενος ἀγαθὰ καὶ κατηγορώντας ὄχι ἐκεῖνον, ἀλλὰ τοὺς μάρτυρες τοῦ Χριστοῦ ὡς ὑπεύθυνους γιὰ τὰ βασανιστήρια, ποὺ μέχρι ἐκείνη τὴ στιγμὴ εἶχε ὑποστεῖ. Μόλις ὅμως εἶδε ὅτι ὁ ἅγιος μᾶλλον τὸν περιγελοῦσε γιὰ τὴν πανουργία καὶ τὰ σοφίσματά του, ἄναψε ἀκόμη περισσότερο ἀπὸ ὀργὴ καὶ διατάζει νὰ κρεμάσουν καὶ πάλι τὸν Οὔαρο στὸ ξύλο τοῦ βασανισμοῦ καὶ μὲ σιδερένια νύχια νὰ τὸν ξεσκίζουν. Καὶ ἐνῶ, καθὼς ξεσκιζόταν τὸ σῶμα τοῦ μάρτυρος, οἱ περισσότερες σάρκες του ἔπεφταν στὴ γῆ καὶ ἀπὸ τὸ αἷμα ποὺ ἀνάβλυζε ἀπὸ τὸ σῶμα τοῦ βαφόταν κόκκινο τό ἔδαφος, ὁ ἐνάρετος Οὔαρος διατηροῦσε τὴν ἠρεμία του, σὰν νὰ μὴν ὑπέφερε καθόλου, ἀλλὰ ἡ ψυχὴ τῶν ἁγίων ὑπέφερε φοβερὰ καὶ τὰ σπλάγχνα τοὺς σπαράσσονταν ποὺ ἔβλεπαν νὰ βασανίζεται ὁ ἀδελφός τους. Γι’ αὐτό, μὴ ὑποφέροντας καὶ τὴ σκληρότητα τοῦ δικαστοῦ, εἶπαν: «Γιατί δὲν καταλαβαίνεις, ἀγριώτερε κι ἀπ’ αὐτὰ τὰ θηρία, ὅτι ἀκόμα καὶ οἱ πέτρες καὶ τὸ σίδερο θὰ λύγιζαν ἀπὸ τὰ τόσα χτυπήματα;»
Ἐκεῖνος ὅμως οὔτε μ’ αὐτὰ τὰ λόγια στάθηκε δυνατὸ νὰ μαλακώση καὶ σὰν νὰ ἔπαιρνε τὸ πράγμα στ’ ἀστεία, «Ὁ Χριστός», εἶπε, «ὁ δικός σας, ἃς ἔρθη νὰ τὸν βγάλη ἀπὸ τὰ χέρια μας», μὴ γνωρίζοντας ὁ ἀνόητος ὅτι τὸ νὰ μπορῆ νὰ ὑποφέρη αὐτὰ τὰ βασανιστήρια μεγαλόψυχα ἔδειχνε ὅτι Ἐκεῖνος (ὁ Χριστὸς) καὶ παρὼν ἦταν καὶ τὸν ἐλευθέρωνε καὶ τοῦ ἔδινε τὴ δρόσο του σάν βάλσαμο γιὰ τὶς ὀδύνες του.
Ὁ μακάριος πάλι, ἐνῶ τοῦ καταξέσχιζαν τὶς σάρκες, «Δὲν θὰ ἤθελα», εἶπε, «νὰ ἀπαλλαγῶ ἀπ’ αὐτὰ τὰ βασανιστήρια ποὺ διαρκοῦν προσωρινά, καὶ μακάρι ὁ Χριστός μου νὰ μὲ λυτρώση ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ διαρκοῦν αἰώνια, ἐνῶ ἐσένα καὶ τὴν ἀγριότητά σου θὰ καταδικάση ὅπως σοῦ ἀξίζει».

Θέλοντας νὰ ἐκδικηθῆ μὲ ἔργα αὐτὰ τὰ λόγια ὁ δικαστὴς διέταξε νὰ μπήξουν τὰ ἀκονισμένα μαχαίρια στὰ σπλάγχνα τοῦ μάρτυρος λέγοντας: «Ἃς δὴ ὁ καταραμένος νὰ χύνονται σὰ νερὸ μπροστὰ στὰ μάτια του τὰ σωθικά του». Ἀλλὰ τὸν μάρτυρα τοῦ Χριστοῦ οὔτε ἡ πίκρα αὐτοῦ τοῦ βασανισμοῦ πέτυχε νὰ τὸν κάνη νὰ ὑποχωρήση κάπως ἀπὸ τὴν ἀπόφασή του νὰ ὑποφέρη γιὰ τὸ Χριστὸ οὔτε νὰ ξεστομίση κάποιο λόγο ἀνάρμοστο σὲ γενναῖο ἄνδρα ἢ ἀπὸ φόβο νὰ δείξη ὅτι κάνει κάποια μικρὴ ἢ μεγαλύτερη ὑποχώρηση. Τουναντίον δυνάμωνε ὁ ἔρωτάς του γιὰ τὸ Χριστὸ καὶ ἀπαντώντας στοὺς ὁλοένα βαρύτερους βασανισμοὺς μὲ βαρύτερες ἀπαντήσεις ἔκανε τὸ δικαστὴ νὰ τὸν χτυπᾶ.

«Ἐσὺ βέβαια», εἶπε, «πονηρὲ ὑπηρέτη τῶν πονηρῶν δαιμόνων καὶ μισάνθρωπε, ποὺ βίαια ἀντιτίθεσαι στοὺς ἀγαθούς, ἴσως μπορέσης νὰ βγάλης ἔξω τα σπλάγχνα μου, δὲ θὰ καταφέρης ὅμως νὰ ἀποσπάσης καὶ νὰ ἀφαιρέσης ἀπὸ τὴν καρδιά μου τὴν πίστη στὸ Χριστό».
Οἱ ἅγιοι πάλι, ὅταν ἀντίκρυσαν τὰ σπλάγχνα τοῦ μάρτυρος διαλυμένα καὶ σκορπισμένα στὸ ἔδαφος, δάκρυσαν ἀπὸ ἀγάπη γιὰ τὸ συνάνθρωπο καὶ ἀπὸ μεγάλη συμπόνια καὶ ἐπικαλοῦνταν τὴ βοήθεια τοῦ Χριστοῦ, ὑπὲρ τοῦ ὁποίου ἐκεῖνος ὑπέφερε αὐτὰ τὰ μαρτύρια. Σ’ αὐτοὺς ὅταν ἔριξε τὸ βλέμμα ὁ δικαστὴς καὶ εἶδε τὰ δάκρυα στὰ μάτια τους, σημάδι τῆς ἀγάπης τους πρὸς τὸ συνάνθρωπο ἢ καλύτερά τῆς ἀγάπης πρὸς τὸν ἀδελφό, σὰ νὰ γέμισε ἀπὸ κάποια εὐχαρίστηση εἶπε δυνατά: «Νικηθήκατε πέρα γιὰ πέρα, νικηθήκατε. Γιατί», εἶπε, «ἂν μποροῦσε ὁ Θεός σας νὰ σᾶς χαρίση αὐτὴ τὴν αἰώνια ζωὴ πού φαντάζεστε, γιὰ ποιὸ λόγο θρηνεῖτε ἔτσι γιὰ τὸ φίλο σας πού ἔχει ἄσχημο τέλος;»

Ἐκεῖνοι τότε τοῦ ἀπάντησαν: «Αὐτὴ ἡ σταγόνα τῶν δακρύων φανερώνει τὴ φυσικὴ συμπάθεια. Γιατί ἐμεῖς ποτὲ μὲ τὴ θέλησή μας δὲ θὰ κλάψουμε τὸν ἀδελφὸ ποὺ τελειώνει τὴ ζωή του μὲ τέτοιο θάνατο. Τουναντίον μᾶλλον τὸν θεωροῦμε ἀξιομακάριστο καὶ ἀξιοζήλευτο γιὰ τὸ τέλος του, γιατί μὲ αὐτὸ τὸν πρόσκαιρο βασανισμὸ ἀπέκτησε τὴν αἰώνια βασιλεία. Δὲ θρηνοῦμε λοιπὸν αὐτόν, ὅπως εἴπαμε, ἀλλὰ μᾶλλον ἐσένα γιὰ τὴν ἀπώλεια καὶ γιὰ ὅσες τρομερὲς ἀνταποδόσεις πρόκειται νὰ κληρονομήσης. Γιατί τοῦ Χριστοῦ νόμος εἶναι νὰ κλαῖμε καὶ γιὰ σᾶς τοὺς ἐχθρούς μας, ὅπως θεσπίζει ἡ ἀγάπη καὶ ἡ φιλανθρωπία».

Καὶ ἐνῶ ἀκόμη ἔλεγαν αὐτὰ οἱ ἅγιοι, τοὺς ὁδηγοῦσαν καὶ πάλι στὴ φυλακή, μέχρις ὅτου ὁ δικαστὴς ἀποφασίση σὲ ποιὰ βασανιστήρια θὰ τοὺς παραδώση. Ὁ δὲ μακάριος Οὔαρος παρέμενε κρεμασμένος πάνω στὸ ξύλο, σύμφωνα μὲ τὴ διαταγὴ ποὺ εἶχε ἐκδοθεῖ νὰ παραμένη μετέωρος μέχρι νὰ παραδώση καὶ τὴν ψυχή του. Μόλις ὅμως εἶδε τοὺς ἁγίους νὰ τοὺς ὁδηγοῦν δεμένους καὶ μὲ κουστωδία στὴ φυλακή, φώναξε μὲ δυνατὴ φωνή: «Σταθεῖτε γενναῖοι, πατέρες μου, σταθεῖτε γενναῖοι… Ἐγὼ καθόλου δὲ λογαριάζω τὶς ποινὲς πού μοῦ ἐπιβάλλουν, ἀλλὰ ἐμένα ἐμπιστευθεῖτε μὲ στὸ Χριστό μου καὶ Σωτήρα, καὶ μὲ ἀκλόνητη πεποίθηση θὰ πορευθῶ σ’ Ἐκεῖνον ἀσφαλισμένος μὲ τὶς δικές σας προσευχές».

Ἀφοῦ λοιπὸν ἐπὶ πέντε ὧρες ὑπέμεινε γενναία το μαρτύριο, εἰρηνικὰ παρέδωσε τὸ πνεῦμα στὸ Θεὸ ποὺ τοῦ τὸ εἶχε ἐμφυσήσει. Οἱ βασανιστὲς του ὅμως οὔτε τότε τὸν ἄφησαν ἥσυχο, ἐπειδὴ νόμιζαν ὅτι ἀκόμα ζεῖ, ἀλλά, σὰν τὰ κοράκια, τὸν βασάνιζαν καὶ μετὰ τὸ θάνατό του. Ὅταν ὅμως καὶ αὐτοὶ καὶ ὁ τύραννος διέκριναν μὲ βεβαιότητα ὅτι ὁ Οὔαρος ἦταν νεκρός, κατέβασαν τὸ νεκρὸ καί, ἀφοῦ τὸν ἔσυραν διὰ μέσου τῆς πόλεως, οἱ σκύλοι στὰ σκυλιὰ τὸν παρέδωσαν νὰ τὸν κατασπαράξουν.
Ὁ Οὔαρος λοιπὸν τέτοιο καὶ τόσο μακάριο τέλος εἶχε.
Τὴν ἑπόμενη μέρα ὁ μιαρὸς φονιάς, ἐπειδὴ δὲν κατάφερε νὰ πείση τοὺς μάρτυρες ἐνώπιον τοῦ δικαστηρίου, -γιατί ἤθελε καὶ ἔκανε τὸ πᾶν νὰ φανῆ νικητὴς μὲ τὸ νὰ μεταπείση αὐτοὺς ποὺ ἦταν τόσο σταθεροί-, μετὰ ἀπὸ πολλὲς καὶ διάφορες τιμωρίες, τοὺς καταδίκασε σὲ θάνατο διὰ ξίφους. Ὅταν λοιπὸν οἱ μάρτυρες μὲ χαρὰ καὶ προθυμία ἔφτασαν στὴν τελείωση, κάποιοι Χριστιανοὶ σήκωσαν νύχτα κρυφά τα ἱερά τους λείψανα καὶ μὲ σεμνὴ τελετὴ τὰ ἐναπέθεσαν σὲ ἐπιφανῆ τόπο.

Κατὰ τὴν ἄθληση τοῦ μάρτυρος Οὐάρου λοιπόν, κάποια γυναίκα, ὀνομαζόμενη Κλεοπάτρα, ποὺ καταγόταν ἀπὸ τὴν Παλαιστίνη, καὶ ποὺ εἶχε ἐναποθέσει στὸ Θεὸ μόνο τὴν ἐλπίδα της, βρισκόταν κάπου ἐκεῖ κοντὰ καὶ ἀντικρύζοντας τὰ βαριὰ ἐκεῖνα βασανιστήρια ποὺ ὑπέστη ὁ μάρτυρας ἐξ αἰτίας τῆς πίστης του στὸ Χριστό, ὑπέφερε κατάκαρδα καὶ ἔνιωθε μεγάλη λύπη καὶ καθὼς ἐπανέφερε στὴ μνήμη της τὸ μαρτύριό του, παρακαλοῦσε τὸ Θεό, ἀφιερώνοντας τὸ χρόνο της σὲ νηστεῖες καὶ προσευχές, νὰ πληροφορηθῆ τί κληρονόμησε ὁ μάρτυρας στὴν ἄλλη ζωή.
Αὐτὴ πῆρε μαζί της τὸ παιδί της, ποὺ ἦταν μικρό, καὶ μαζὶ μὲ ἄλλους πῆγε νύχτα στὸ μέρος ὅπου εἶχε ριφθεῖ τὸ νεκρὸ σῶμα τοῦ μάρτυρος. Τὸ σήκωσε, τὸ ἀρωμάτισε μὲ πολύτιμα ἀρώματα, τὸ ἕντυσε μὲ λαμπρὴ φορεσιὰ καί, ἐπειδὴ ἔπνεε σφοδρὸς ὁ κλύδωνας τῆς ἀσέβειας καὶ τὰ δεινὰ ἀπειλοῦσαν τὴ ζωή της, φοβούμενη νὰ δείξη φανερὰ τὴν εὐσέβειά της, ἀπέθεσε τὸ νεκρό τοῦ μάρτυρος μὲ σεβασμὸ κάτω ἀπὸ τὴν κλίνη της, ἀφοῦ μετέφερε ὅσο χῶμα ἦταν ἀρκετὸ γιὰ τὴν πρόχειρη ταφὴ διατηρώντας μὲ εὐλάβεια ἀναμμένη ἀκοίμητη κανδήλα καὶ ἀπονέμοντάς του τιμή, ὅπως μποροῦσε, μὲ θυμιάματα.

Μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου, καθὼς ἡ ἀσέβεια τῶν εἰδωλολατρῶν ὑποχωροῦσε, σκέφτηκε νὰ ἀφήση τὴν ξένη χώρα καὶ νὰ ἐπιστρέψη στὴν πατρίδα της. Ἐπειδὴ ὅμως δὲν τῆς ἐπιτρεπόταν νὰ μεταφέρη τὸ νεκρὸ σῶμα τοῦ μάρτυρος, ἂν δὲν τὸ δήλωνε προηγουμένως στὸν ἔπαρχο, ἀφοῦ τακτοποίησε ὅπως ἔπρεπε ὅλες τὶς διατυπώσεις ποὺ σχετίζονταν μὲ τὸ νεκρὸ μὲ τὴ βοήθεια κάποιου ποὺ συγκαταλεγόταν στοὺς ρήτορες, προσέρχεται στὸ διοικητὴ τῆς περιοχῆς, ποὺ κρυφὰ τὸν πλησίασε μὲ χρήματα καὶ τὸν παρακαλοῦσε νὰ τῆς ἐπιτρέψη νὰ κηδεύση τὸ νεκρό. Καὶ ἐξηγώντας ποιὸς εἶναι ὁ νεκρὸς καὶ ποιὸς ὁ τρόπος τοῦ θανάτου του, ἔλεγε ὅτι ὁ ἄνδρας της, ὁ ὁποῖος κατεῖχε τὰ πρωτεῖα στὸ στράτευμα ἔχοντας διακριθεῖ, ἀφοῦ ἔστησε πολλὲς φορὲς λαμπρὰ καὶ περιφανῆ τρόπαια κατὰ τῶν ἐχθρῶν καὶ καυχιόταν γιὰ τὰ πολλά του ἀνδραγαθήματα ἐναντίον τους, εἶχε φύγει ἀπ’ αὐτὴ τὴ ζωή, χωρὶς νὰ ἀξιωθῆ νὰ ταφῆ ὅπως τοῦ ταίριαζε. «Αὐτοῦ», εἶπε, «τὸ σῶμα ἐγὼ σφοδρὰ ἐπιθυμῶ νὰ τὸ μεταφέρω στὴν πατρίδα».

Ὑποχωρεῖ λοιπὸν ὁ διοικητὴς τῆς ἐπαρχίας στὸ αἴτημά της καὶ τῆς ἐπιτρέπει νὰ κάνη αὐτὸ ποὺ ζητοῦσε. Κι ἐκείνη τὸ νεκρό τοῦ συζύγου της, ὁ ὁποῖος εἶχε πολὺ νωρίτερα ἀποβιώσει σὲ ξένη χώρα, παρέδωσε σὲ μνῆμα μέσα στὸ ὁποῖο ἔβαλε σκόνη.

Τότε τὸν νεκρό σῶμα τοῦ μάρτυρος τὸ σήκωσε, ἀφοῦ καὶ πάλι τὸ ἀρωμάτισε μὲ μύρα καὶ τὸ ἐστόλισε μὲ λαμπρότερη φορεσιὰ καί, γιὰ νὰ μὴν καταστῆ δυνατὸ νὰ τὸ μάθη αὐτὸ κανένας Χριστιανός, τὸ ἐναπέθεσε σὲ ἕνα περιτύλιγμα ἀπὸ μαλλὶ3 καὶ τὸ ἔκρυψε ἐκεῖ, γιατί στὴν ἀρχὴ φοβόταν τὴ μανία τῶν ἐθνικῶν, ἀργότερα ὅμως πολὺ περισσότερο τὴ θέρμη τῶν εὐσεβῶν, οἱ ὁποῖοι θεωροῦσαν, ὅπως ἦταν φυσικό, σπουδαιότατο ἔργο νὰ σηκώνουν τὰ λείψανα ἐκείνων ποὺ μαρτύρησαν γιὰ τὸ Χριστὸ καὶ ἀμιλλῶντο μὲ τὸ μεγαλύτερο ζῆλο γύρω ἀπὸ αὐτά, ἔφτασε στὴν Παλαιστίνη.

Ὅταν λοιπὸν ἔφθασε ἐκεῖ, σὲ κάποια κώμη ποὺ βρισκόταν κοντὰ στὸ Θαβὼρ καὶ ὀνομαζόταν Ἕδρα ἐνταφιάζει τὸ ἅγιο σῶμα τοῦ μάρτυρος μὲ ὅλες τὶς τιμές, καὶ λαμπάδες ἀνάβοντας καὶ καίοντας πολλὰ θυμιάματα.

Καθὼς λοιπὸν ἔβλεπε μεγάλο πλῆθος ἀνθρώπων νὰ προσέρχεται στὴ σωρό, γιατί αὐτὸ ἤδη εἶχε μαθευτεῖ παντοῦ καὶ ὅλους νὰ σπεύσουν τοὺς καλοῦσε ἡ εὐωδία τῶν χαρισμάτων του, καὶ ὅσοι κατατρύχονταν ἀπὸ κάποια βαριὰ ἀσθένεια ἢ ὅσοι βασανίζονταν ἀπὸ τὴν ἐνέργεια πονηροῦ πνεύματος ὅλοι μόλις ἔφθαναν στὴ σωρὸ ἀμέσως ἀπαλλάσσονταν ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ τοὺς ἐνοχλοῦσαν, σχημάτισε τὴ γνώμη ἡ φιλομάρτυς ὅτι ἔπρεπε νὰ ἀνεγείρη καὶ σεπτὸ ναὸ πρὸς τιμὴν τοῦ μάρτυρος. Ἐπειδὴ λοιπὸν εἶχε ἀφοσιωθεῖ στὸ νὰ ἀνεγείρη τὸ ναὸ μὲ μεγάλη πολυτέλεια, ἐπιθυμώντας νὰ ἀποδώση μεγάλες τιμὲς στὸ μάρτυρα, -ποιὲς χάρες, ποιὰ ὥρα καλή της χαμογελοῦσε- ἔνιωσε νὰ πλημμυρίζη ἀπὸ χαρά, γιατί ἡ ψυχὴ χαίρεται ὅταν φροντίζη γιὰ κάτι καλό, ἀπὸ τὴ μιὰ γιατί ἐκ φύσεως τὸ ἀγαθὸ προξενεῖ χαρὰ σὲ ὅσους τὸ ἐργάζονται, ἐπειδὴ ἔχουν τὴν καλὴ μαρτυρία τῆς συνειδήσεως, ἀπὸ τὴν ἄλλη ἐπειδὴ ἐλπίζουν σὲ κάποια ἀνταπόδοση. Στέλνει λοιπὸν χρήματα σ’ αὐτοὺς ποὺ εἶχαν τὴν ἐξουσία ζητώντας τους νὰ ἀπονείμουν κάποια τιμητικὴ διάκριση στὸ παιδί της. Πράγματι ἀμέσως τῆς ἐστάλησαν βασιλικὲς ἐπιστολές, ποὺ ἀπένεμαν στὸ γιὸ τῆς τὸ ἀξίωμα ποὺ ζητοῦσε.
ΙΑ’
Ἐκείνη λοιπὸν ἀνέβαλε πρὸς τὸ παρὸν τὴν τελετὴ ἀπονομῆς, ἐπειδὴ εἶχε ἐπιδοθεῖ μὲ μεγάλη ἐπιμέλεια στὴν ἀνέγερση τοῦ ναοῦ. Ὅταν ὅμως ὁ ναός, ποὺ εἶχε ἀνεγερθεῖ πρὸς τιμὴν τοῦ μάρτυρος, ἀποπερατώθηκε, συγκάλεσε ὅλους τους ἐπισκόπους καὶ πρεσβυτέρους τῆς ἐπαρχίας στὰ ἐγκαίνια τοῦ ναοῦ. Συγκάλεσε ἐπίσης καὶ ὅσους ἀπὸ τοὺς μοναχοὺς ἔλαμπαν μὲ τὴν ἐνάρετη ζωή τους καί, ἀφοῦ ἔβγαλε τὸ ἱερὸ σῶμα τοῦ μάρτυρος ἀπὸ τὸ φέρετρο, τὸ ἀπέθεσε μὲ λαμπρότητα σὲ πολυτελῆ νεκρικὴ κλίνη. Ἐκεῖ ἐπάνω τοποθέτησε ἐπίσης καὶ τὴ χλαμύδα καὶ τὴ ζώνη τοῦ ἀξιώματος τὴν ὁποία ἐπρόκειτο νὰ φορέση τὸ παιδί της, θέλοντας νὰ εὐλογηθοῦν πρῶτα ἀπ’ ὅσους εἶχαν συγκεντρωθῆ ἐκεῖ καὶ κατόπιν ἐκεῖνος καὶ τὰ δύο νὰ τὰ φορέση.
Ἔπειτα, ἀφοῦ ἀνέπεμψε ὁλονύκτια δοξολογία μαζὶ μὲ ὅλο το πλῆθος, ἡ ἴδια καὶ ὁ γιὸς της πλησίασαν πρῶτοι το σῶμα τοῦ μάρτυρος καὶ μεταφέροντάς το τὸ ἐναπέθεσαν μὲ ἱεροπρέπεια στὸ ἱερὸ θυσιαστήριο τοῦ ναοῦ. Καὶ στὴ συνέχεια ἡ φιλομάρτυς Κλεοπάτρα, ἰκετεύοντας μὲ θέρμη καὶ μὲ δάκρυα, ζητοῦσε μὲ πίστη ἀπὸ τὸ μάρτυρα καθετὶ καλὸ γιὰ τὸ παιδί της καὶ γιὰ κείνη.

Μετὰ τὴ θεία λειτουργία, ποὺ τελέσθηκε μὲ λαμπρότητα, φιλοξένησε ὅσους εἶχαν συγκεντρωθεῖ ἐκεῖ παραθέτοντας πλούσιο καὶ λαμπρὸ τραπέζι καὶ τὰ σχετικὰ μὲ αὐτὴ τὴ διακονία τὰ ἀνέλαβαν ἡ ἴδια καὶ ὁ γιὸς της. Εἶχε μάλιστα δώσει ἐντολὴ ἡ μητέρα στὸ παιδὶ νὰ μὴ φάη καὶ νὰ μὴν πιῆ τίποτα πρὶν τελειώση ἡ συνεστίαση.

Ἔτσι τελείωσε τὸ δεῖπνο καὶ ἡ μέρα ἔφευγε πιά, ὅμως αὐτὸ ποὺ πρόκειται νὰ λεχθῆ θὰ ταράξη καὶ τὴν ἀκοὴ καὶ τὴν ψυχὴ τῶν ὀλιγοψύχων, ἀλλὰ καὶ θὰ κινήση σὲ δοξολογία τὴ γλώσσα ἐκείνων, ποὺ ὅσο εἶναι ἐφικτὸ γνωρίζουν τὸν τρόπο ποὺ ἐνεργεῖ ὁ Θεὸς καὶ τὴ θαυμαστὴ πρόνοια τῆς μεγάλης του σοφίας, καὶ θὰ ἀποδεχθοῦν τὸ γεγονός, λόγω τῆς ὠφέλειας ποὺ προέκυψε ἀπὸ αὐτό.
Ὅταν λοιπὸν ἔφθασε τὸ βράδυ, τὸ παιδί, κατάκοπο, ξάπλωσε στὸ κρεβάτι του. ἡ μητέρα τοῦ ὅμως, ἀφοῦ τὸ φίλησε τρυφερὰ στὰ μάτια, «σήκω, παιδί μου», τοῦ ἔλεγε, «καὶ ἔλα νὰ φᾶς μὲ τὴ μητέρα σου. Γιατί πῶς θὰ κοιμηθῆς καλά, κουρασμένος καὶ νηστικός;» Ἀλλὰ ἐκεῖνος, ἐπειδὴ εἶχε ὑψηλὸ καὶ ὀξὺ πυρετὸ δὲν μποροῦσε οὔτε νὰ ἀπαντήση στὴ μητέρα του. Τότε ἐκείνη εἶπε: «Ἀλήθεια, ἐγὼ δὲν θὰ γευθῶ τροφὴ ἢ κάτι ἄλλο, ἂν προηγουμένως δὲν δῶ πῶς θὰ ἐξελίχθη ἡ κατάσταση τοῦ παιδιοῦ μου».
Καθόταν λοιπὸν ἄυπνη δίπλα – στὸ παιδὶ καὶ δροσίζοντας ὅσο ἦταν δυνατὸν τὴ φλόγα τῆς ἀρρώστιας ἢ μᾶλλον ἀνάβοντας περισσότερο τὴ φωτιὰ στὰ σπλάχνα της, κατὰ τὰ μεσάνυχτα, (ποιὲς εἶναι οἱ βουλὲς τοῦ Ὑψίστου!) βλέπει τὸ γιό της, νικημένο ἀπὸ τὴν ἀρρώστια, νὰ κείτεται νεκρός, ἄφωνος καὶ ἀπνοῦς.
IB’
Μόλις λοιπὸν συνειδητοποίησε αὐτὸ τὸ πικρὸ γεγονός, στὴν ἀρχὴ πέφτει στὴ γῆ ἀπὸ τὸν ἴλιγγο ποὺ ἔνιωσε καὶ ἔχασε τὴ φωνή της, γιατί ἡ ξαφνικὴ λύπη εἶχε δέσει τὴ γλώσσα της. Ἔπειτα, ὅταν λιγάκι συνῆλθε καὶ λίγο ἀνένηψε, σηκώνοντας στοὺς ὤμους τὸ νεκρὸ σῶμα τοῦ παιδιοῦ της, ἔρχεται στὸ ναὸ ποὺ ἔχτισε πρὸς τιμὴν τοῦ μάρτυρος, καὶ φέροντάς το στὸ ἱερὸ θυσιαστήριο τὸ ἀποθέτει ἐκεῖ καὶ τραβώντας τὰ μαλλιὰ τῆς θρηνοῦσε λέγοντας στὸ γιό της: «Ἔχασα, γιέ μου, τὴν ἐλπίδα ποὺ εἶχα σὲ σένα. ἀλλοίμονο, παιδί μου, ἀλλοίμονο, λουλούδι μου, ποὺ μαράθηκες τόσο ἀξιοθρήνητα πρὶν τὴν ὥρα σου! Ἀλλοίμονο! γιατί βλέπω τὸ τέλος σου ἐγώ, ποὺ εἶχα τὴν ἐλπίδα νὰ γηροκομηθῶ ἀπὸ σένα. Ἔτσι μου ἀνταποδίδεις, πολυαγαπημένε μου, ὅσα ἔκανα γιὰ νὰ σὲ ἀναθρέψω; Τέτοιους καρποὺς ἤλπιζα νὰ δρέψω ἡ δύστυχη; Μὲ ποιὸ στόμα, μὲ ποιὰ γλώσσα θὰ μιλήσω γιὰ σένα, μὲ ποιὰ μάτια θὰ σὲ κλάψω; Μακάρι νὰ εἶχα δεῖ τὸ δικό μου θάνατο ἀντὶ γιὰ τὸ δικό σου καὶ νὰ μὲ εἶχαν θάψει τὰ ἀγαπημένα χέρια τοῦ παιδιοῦ μου. Μακάρι ἐγὼ ἡ ἴδια νὰ κειτόμουν νεκρὴ καὶ μετὰ τὸ θάνατό μου νὰ μὲ τιμοῦσες μὲ τὶς προόδους σου. Γιατί ἔτσι ἐγὼ θὰ ἤμουν εὐτυχισμένη. Ἔτσι βέβαια καὶ σὲ μένα θὰ εὕρισκε ἐφαρμογὴ αὐτὸ ποὺ πατροπαράδοτα ἰσχύει».
ΙΓ’
Ἔτσι ἔλεγε καὶ προσπέφτοντας πάλι στέναζε καὶ συνομιλοῦσε μὲ τὸ σῶμα τοῦ μάρτυρος, σᾶ νὰ ἦταν ἀκόμη ζωντανό: «Ποιὰ τόσο μεγάλη ἀδικία κάναμε, μάρτυρα τοῦ Χριστοῦ, ὥστε νὰ πέσωμε σὲ τέτοια πικρὴ συμφορά; Δὲν ἄφησα τὸν ἄνδρα μου σὲ ξένη χώρα καὶ δὲν προτίμησα τὴν ἐκφορὰ τοῦ δικοῦ σου σώματος; Δὲν σοῦ ἔχτισα ναὸ ἐκ θεμελίων; Δὲν πρόσφερα, ἂν μὴ τί ἄλλο, τὴν προαίρεση τῆς ψυχῆς μου;

Τί τὰ ἤθελα αὐτά; Τί τὸ καλὸ ζητοῦσα προσφέροντάς τα, ἂν ὄχι τὴ σωτηρία τοῦ παιδιοῦ μου; Ὄχι νὰ παραμείνη κοντὰ σ’ αὐτὴ ποῦ τὸν γέννησε μέχρι τὰ βαθιὰ γεράματα; Ἀλλοίμονο, πόσο γελάστηκα στὶς ἐλπίδες μου, τί περίμενα καὶ τί εἶδα! Ἀλλά, μάρτυρα τοῦ Χριστοῦ, ἢ δῶσε μου πίσω το γιό μου, ὅπως ὁ Ἐλισσαῖος στὴ Σωμανίτιδα, ἢ μὴ μοῦ ἀρνηθῆς τὸ θάνατο ποὺ θὰ μὲ λυτρώση, ἀλλὰ κᾶνε ἐγὼ ποὺ τόσο κακότυχα γέννησα καὶ ἀνάθρεψα ἕνα γιό, μαζί του νὰ ἀναχωρήσω γιὰ τὴν ἄλλη ζωή».

Στὸ διάστημα ποὺ ἡ Κλεοπάτρα πικρὰ ἔκλαιγε τὸ γιό της καὶ ἔκανε τοὺς παρευρισκομένους νὰ τὴ σπλαγχνίζονται γιὰ τὸ κακὸ ποὺ τὴ βρῆκε καὶ νὰ θαυμάζουν τὴν ἄβυσσο τῶν βουλῶν τοῦ Ὑψίστου, χωρὶς νὰ τὸ καταλάβη τὴν πῆρε γιὰ λίγο ὁ ὕπνος καὶ ἀναμφίβολά της ἐμφανίστηκε ὁ γιὸς τῆς μαζὶ μὲ τὸν μάρτυρα. Δηλαδὴ τῆς φαινόταν ὅτι ἔβλεπε τὸν ἀθλητὴ νὰ στέκεται καὶ νὰ ἔχη στὴν ἀγκαλιά του σὰν δικό του γιὸ τὸ γιό της, ἡ περιβολὴ δὲ καὶ τῶν δύο ἦταν ὑπερκόσμια καὶ λαμπρότατη καὶ τὰ κεφάλια τοὺς τὰ στόλιζαν ὡραιότατα στεφάνια. Καὶ τὰ στεφάνια θὰ ἔλεγες ὅτι εἶχαν θεϊκὴ ὀμορφιὰ καὶ ἀπερίγραπτη μὲ λόγια ὡραιότητα.
ΙΔ’
Φαινόταν λοιπὸν ὁ μάρτυς νὰ λέη: «Γιατί δὲν χαίρεσαι, γυναίκα, ἀλλὰ τὴν καρδιά σου κατατάραξε φοβερὴ λύπη; Μήπως λοιπὸν εἶμαι τόσο ἀγνώμονας ἐγὼ καὶ τίποτα ἀπ’ ὅσα ἔκανες δὲν καταλαβαίνω ἢ δὲν ἀνταπέδωσα λαμπρότατα τὶς τιμές; Δὲ βλέπεις ποιὰ δόξα ἔχει ἀξιωθεῖ ὁ γιὸς σου; Ποιὰ χάρη λάμπει ὁλόγυρά του; Γιατί λοιπὸν δὲν ἀφήνεις αὐτὴ τὴ λύπη καὶ δὲν περνᾶς στὴ γαλήνη; Ἀλλ’ ἄν σου φαίνεται ἀπαραίτητο, ἃς πλησίαση ἀκόμα περισσότερο ὁ γιὸς σου καὶ κοίταξε τὸν προσεκτικὰ γιὰ νὰ μάθης καὶ σὺ ἀπὸ μόνη σου σὲ ποιὰ κατάσταση βρίσκεται». Ἔτσι εἶπε καὶ ἔμοιαζε νὰ φωνάζη τὸ παιδὶ λέγοντας: «Πλησίασε, παιδί μου, στὴ μητέρα σου, ὥστε νὰ δὴ σὲ ποιὰ κατάσταση βρίσκεσαι καὶ νὰ παρηγορήσης τὰ πολλὰ δάκρυά της». Ἀλλὰ τὸ παιδὶ περισσότερο κρεμόταν ἀπὸ τὸ μάρτυρα, μὴ θέλοντας καθόλου νὰ τὸν ἀφήση οὔτε νὰ πάη στὴ μητέρα του. Ἀλλὰ ἔλεγε προβάλλοντας ἀντίσταση: «Φύγε, μητέρα, φύγε καὶ πήγαινε στὸ σπίτι σου καὶ μὴν παραδίδεσαι σ’ αὐτοὺς τοὺς θρήνους. Γιατί θεωρῶ ἐξίσου παράλογο νὰ προτιμήση κανεὶς τὸ θάνατο ἀπὸ τὴ ζωὴ καὶ τὴ λύπη ἀπὸ τὴν ἀτέρμονη εὐδαιμονία, μὲ τὸ νὰ προτιμήση τὴν πρόσκαιρη ζωὴ ἀπὸ τὴν αἰώνια».

Ὅταν ἄκουσε ἡ μητέρα αὐτὰ τὰ λόγια ἀπὸ τὸ παιδί της, σᾶ νὰ σταμάτησε τὸ θρῆνο καὶ θερμὰ παρακαλοῦσε τὸ μάρτυρα νὰ τὴν παραλάβη καὶ ἐκείνη μαζὶ μὲ τὸ παιδί της, ὥστε νὰ παρηγορηθῆ μὲ ἐκεῖνα ποὺ ἔβλεπε. Ἀλλ’ ἐκεῖνος τὴν προέτρεπε ν’ ἀκολουθήση μᾶλλον τὴν ὁδὸ ποὺ ὁδηγεῖ στὴ σωτηρία καὶ τέλος, ἀφοῦ τὴν εὐλόγησε, ἀναχωροῦσαν μαζὶ μὲ τὸ παιδί της στὴ δική τους κατοικία, μέχρι ποὺ χάθηκαν ἀπὸ τὰ μάτια της.
ΙΕ’
Ἐκείνη, λοιπόν, ἀμέσως μόλις ξύπνησε καὶ ἐπανέφερε στὸ νοῦ τῆς ποιὰ ψυχικὴ ἀγαλλίαση ἔνιωσε κατὰ τὴν παρουσία τοῦ μάρτυρος καὶ τοῦ παιδιοῦ της, ἄρχισε νὰ τὰ διηγῆται μὲ τὴν πιὸ μεγάλη εὐχαρίστηση στοὺς παρόντες. καὶ οἱ ψυχὲς ὅλων γέμισαν ἀπὸ θαυμασμὸ γιὰ τὰ θαυμαστὰ ποὺ διηγόταν. Ἔπειτα ἐκείνη ἡ μακαρία, ἀφοῦ ἀρωμάτισε τὸ περιπόθητο ἐκεῖνο σωματάκι τοῦ παιδιοῦ της καὶ τὸ ἕντυσε λαμπρά, τὸ ἀπέθεσε δίπλα στὸ μάρτυρα καὶ μαζὶ μὲ τὰ συγγενικὰ καὶ τὰ ἰδιαίτερα φιλικά της πρόσωπα ἀνέπεμψε ὁλονύκτια εὐχαριστία. Κατόπιν, ἀφοῦ φρόντισε νὰ τελεσθῆ καὶ ἡ μυστικὴ θυσία ὅπως ἔπρεπε, προσκάλεσε σὲ λαμπρὸ δεῖπνο αὐτοὺς ποὺ πῆραν μέρος μαζί της στὴν ἱερὴ ὑμνολογία. Ἔπειτα, ἀφοῦ ἀποχαιρέτησε τὴν κοσμικὴ ζωή, σὲ θησαυροφυλάκια ποὺ δὲν λεηλατοῦνται -ἐννοῶ τοὺς πεινασμένους- κατέθεσε ὅλο τὸν πλοῦτο της καὶ ἀφοῦ φόρεσε ἀπέριττο χιτώνα, διακονοῦσε στὸν τάφο τοῦ μάρτυρος. Καὶ ζοῦσε κατὰ τέτοιο τρόπο, μὲ νηστεῖες καὶ προσευχές, καὶ τόσο ἐκάθαρε τὸν ἔσω ἄνθρωπο, ὥστε κάθε Κυριακὴ νὰ τῆς ἐμφανίζεται ὁ μάρτυρας μαζὶ μὲ τὸ γιό της, μὲ τὴν ἴδια περιβολή, μὲ τὴν ὁποία τῆς εἶχε ἐμφανισθεῖ καὶ παλαιότερα, παρηγορώντας τὸν πόνο της.

Τὸ ἕβδομο ἔτος ἀφ’ ὅτου ἄρχισε ἡ ἀλλαγὴ τῆς ζωῆς της πρὸς τὸ καλύτερο, ὅταν πιὰ ἦταν πλήρης ἡμερῶν τοῦ Πνεύματος, ἐν εἰρήνη παρέδωσε τὸ πνεῦμα της στὸ Θεὸ τῆς εἰρήνης, ἔχοντας ἀφήσει παραγγελία τὸ σῶμα της νὰ ταφῆ κοντὰ στὸ γιό της, ὥστε αὐτοὶ ποὺ κατοικοῦσαν στὸ ἴδιο σπίτι, στὸ ἴδιο μνῆμα καὶ νὰ ἐνταφιαστοῦν καὶ οὔτε ἡ σκόνη τους νὰ χωρισθῆ.
Εἴθε ὁ Θεὸς νὰ δώση καὶ σ’ ἐμᾶς μαζὶ μ’ αὐτοὺς νὰ πάρομε μέρος στὴ σωτηρία καὶ νὰ δοῦμε τὴ χώρα τῶν ζώντων, γιατί σ’ Αὐτὸν ὀφείλεται ὅλη ἡ δόξα καὶ ἡ τιμὴ καὶ ἡ προσκύνηση τώρα καὶ πάντοτε καὶ στοὺς αἰώνας τῶν αἰώνων, ΑΜΗΝ.

1. Μαξιμιανὸς Μάρκος-Αὐρήλιος-Βαλέριος, ἐπιλεγόμενος Ἡρακλῆς, 250-310 μ.Χ. Συνάρχων τοῦ Διοκλητιανοῦ. Τὸ 285 μ. Χ. ἀνακηρύχθηκε αὐτοκράτωρ. Τὸ κράτος τοῦ περιελάμβανε τὴν Ἀφρική, τὴν Ἱσπανία καὶ τὴν Ἰταλία, μὲ πρωτεύουσα τὰ Μεδιόλανα. Ὑπῆρξε ἄγριος διώκτης τοῦ Χριστιανισμοῦ.

2. Ἑβρ. 13, 14. «οὐ γὰρ ἔχομεν ὧδε μένουσαν πόλιν, ἀλλὰ τὴν μέλλουσαν ἐπιζητοῦμεν».

3. Ἡ λατινικὴ μετάφραση μεταφράζει τὸ “ἐν τύλη ἐρέας” “in arca oleagina”, σὲ κιβώτιο ἀπὸ ξύλο ἐλιᾶς.

Συμεὼν Μεταφραστῆς
Η ΦΙΛΟΜΑΡΤΥΣ ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ ΚΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ ΤΗΣ*
* Ἡ διήγηση ποὺ ἀκολουθεῖ ἀναφέρεται στὸ Μαρτύριο τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Οὐάρου καὶ τῶν σὺν αὐτῶ, ὅπως παραδίδεται στὴν Ἑλληνικὴ Πατρολογία J. P. Migne, τόμος 115, στ. 1141-1160.
Α’
Γλωσσικὴ ἀπόδοση: Μαρίνα Γ. Στραβακου “ΘΕΟΔΡΟΜΙΑ” ΤΕΥΧΟΣ 5 . ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ – ΜΑΡΤΙΟΣ 2000

πηγή