Ἡ μνήμη του τιμᾶται στὶς 15 Σεπτεμβρίου.
Ὁ ἔνδοξος μάρτυς τοῦ Χριστοῦ Νικήτας ἔζησε τὴν ἐποχὴ τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου καὶ ἦταν Γότθος στὴν καταγωγή. Οἱ Γότθοι ἦταν ἕνα γερμανικὸ ἔθνος, ποὺ κατέβηκε ἀπὸ τὴν περιοχὴ τῆς Βαλτικῆς καὶ ἐγκαταστάθηκε τὸν 3ο αἰώνα μ.Χ. σ’ ἕνα τμῆμα τῆς Κριμαίας, ποὺ ἀπὸ τότε μετονομάστηκε Γοτθία. Στὶς ἀρχὲς τοῦ 4ου αἰώνα μ.Χ. διείσδυσαν στὴ Ρωμαϊκὴ αὐτοκρατορία καὶ ἐγκαταστάθηκαν στὴ Θράκη καὶ στὸν χῶρο τῆς σημερινῆς Βουλγαρίας καὶ Ρουμανίας, δεξιὰ ἀπὸ τὸ Δέλτα τοῦ Δούναβη ποταμοῦ. Ἀπὸ τότε ἄρχισαν σταδιακὰ νὰ ἐκχριστιανίζονται.
Ἕνας ἀπὸ τοὺς πρώτους ἐκχριστιανισθέντες αὐτοὺς Γότθους ὑπῆρξε καὶ ὁ σήμερα τιμώμενος ἅγιος Νικήτας. Γιατί, ὡς βλαστὸς περιφανούς οἰκογένειας, διετήρησε τὴν ἔμφυτη εὐγένειά του ἀνόθευτη ἀπὸ τὴ φυσικὴ βαρβαρότητα τοῦ ἔθνους του. Καί, ἡ ἐπιθυμία του νὰ ζήσει ἐνάρετα, ἔχοντας ἤδη ἀκούσει γιὰ τὴν πνευματικὴ ὡραιότητα τῆς Χριστιανικῆς πίστεως, τὸν ὁδήγησε κοντὰ στὸν ἁγιώτατο Θεόφιλο, ἀρχιεπίσκοπο Γοτθίας, ἕνα ἀπὸ τοὺς πατέρες τῆς Α’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἀπὸ τὸν ὁποῖο διδάχθηκε τὶς ἀλήθειες τοῦ Χριστιανισμοῦ. Ἡ μαθητεία του στὴν ἀληθινὴ πίστη συνέχισε καὶ ἐπαυξήθηκε στὸν διάδοχό του Θεόφιλο, Οὐλφίλα, τόσο, ὥστε ὁ Νικήτας, παρόλο ποὺ ἐν τῷ μεταξὺ ἔγινε ἀνώτερος ἀξιωματοῦχος τοῦ στρατοῦ τῆς χώρας του, ἀπέβη καὶ φλογερὸς ἱεροκήρυκας τῆς Πίστεως τοῦ Χριστοῦ, καὶ δὲν ἔπαυε νὰ ἐμπνέει στὸν βάρβαρο λαὸ του τὸν πόθο γιὰ τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ, γιὰ τὴ μόνη ἀληθινὴ Πίστη.
Ἀλλὰ ὁ διάβολος, φθονώντας τὴν προσέλευση τῶν Γότθων στὸν Χριστιανισμό, ἐνέσπειρε διχόνοια μεταξύ τους καὶ τοὺς χώρισε σὲ δύο ἔντονα ἐχθρικὲς παρατάξεις. Ἡ μία, μὲ ἀρχηγὸ τὸν σκληρὸ καὶ ἀσεβέστατο Ἀθανάριχο, ἤσαν ὀπαδοὶ τῆς πατρογονικῆς εἰδωλολατρίας, ἐνῶ ἡ ἄλλη, μὲ ἀρχηγὸ τὸν Φριτιγέρνη, εἶχαν ἀσπασθεῖ τὸν Χριστιανισμό. Ὁ τελευταῖος, ἕνεκα τῆς στρατιωτικῆς ὑπεροχῆς τοῦ Ἀθανάριχου, ζήτησε βοήθεια ἀπὸ τὸ Βυζάντιο, καὶ ὁ αὐτοκράτορας Οὐάλης (364-378) τοῦ παραχώρησε τὸ στράτευμα τῆς Θράκης. Ὁ Φριτιγέρνης, ὅπως παλαιότερα ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος, ἔχοντας προπορευόμενο τῶν στρατευμάτων του τὸ λάβαρο τοῦ Τίμιου Σταυροῦ, κατατρόπωσε τὸν Ἀθανάριχο, ποὺ μόλις διέφυγε τὴ σφαγή. Αὐτὴ ἡ νίκη ἔγινε αἰτία νὰ πιστέψουν στὸν Χριστὸ καὶ πολλοὶ ἄλλοι Γότθοι.
Ἀργότερα ὅμως, κατὰ παραχώρηση Θεοῦ, ὁ Ἀθανάριχος ἀνέκτησε τὴν πρώτη δύναμή του καί, πνέοντας ἄσπονδο μίσος καὶ μένεα κατὰ τῶν Χριστιανῶν, τοὺς συνελάμβανε καὶ τοὺς ὑπέβαλλε σὲ φρικτὰ βασανιστήρια. Τότε καὶ ὁ Νικήτας, γνωστὸς γιὰ τὴν εὐσέβεια καὶ τὰ δημόσια κηρύγματά του, συνελήφθη ξαφνικά, τὴν ὥρα ποὺ κήρυττε στὸν λαὸ γιὰ τὸν Χριστό. Σύρθηκε βίαια ἐνώπιον τοῦ Ἀθανάριχου καί, μολονότι ἐξαναγκάσθηκε ν’ ἀρνηθεῖ τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ, αὐτὸς παρέμεινε ἀκλόνητος στὴν ὁμολογία του. Τότε οἱ ἀσεβεῖς, κτυπώντας τον, συνέτριψαν ὅλα τά μέλη τοῦ σώματός του καὶ τὸν ἔριξαν στὴ φωτιά. Μά, ὢ τῆς ἀνδρείας του, καὶ μέσα στὶς φλόγες ὁ ἅγιος δὲν ἔπαυε νὰ ὑμνεῖ τὸν Θεό, μέχρις ὅτου παρέδωσε τὴν ἁγία ψυχὴ του εἰς χείρας Θεοῦ. Τὸ μαρτύριό του ἔλαβε χώρα τὸ ἔτος 372.
Κάποιος φίλος τοῦ ἁγίου, ὀνόματι Μαριανός, ἀναχωρώντας τότε γιὰ τὴν πατρίδα του Μοψουεστία, σημαίνουσα πόλη κοντὰ στὰ Ἄδανα καὶ τὴν Ταρσὸ τῆς Κιλικίας τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, θέλησε νὰ μεταφέρει μαζί του ὄ,τι λείψανο εἶχε ἀπομείνει ἀπὸ τὸ σῶμα τοῦ Ἁγίου. Κι ἐκεῖ ποὺ συλλογιζόταν, πώς θὰ τὸ ξεχώριζε ἀπὸ τὰ λείψανα τῶν ἄλλων μαρτύρων, ποὺ εἶχαν πεταχθεῖ στὸν ἴδιο ἐκεῖνο τόπο, οὐράνια δύναμη, μὲ τὴ μορφὴ φωτεινοῦ ἀστεριοῦ, στάθηκε πάνω στὸ σώμα τοῦ ἁγίου Νικήτα. Καὶ ὁ Μαριανὸς τὸ ἀναγνώρισε ἀμέσως, γιατί, χάριτι Θεοῦ, εἶχε διαφυλαχθεῖ ὁλόκληρο καὶ ἀβλαβές. Τὸ ἀσπάσθηκε τότε μὲ πόθο ὁ Μαριανός, τὸ ἔβαλε σὲ θήκη, ποὺ εἶχε ἑτοιμάσει, καὶ τὸ μετέφερε στὴ Μοψουεστία, ὅπου ἐπιτελοῦσε πολλὰ θαύματα. Μὲ τὸν καιρό, ὁ ἅγιος Νικήτας κατέστη ὁ κατεξοχὴν πολιοῦχος τῆς φιλοχρίστου πόλεως Μοψουεστίας, καὶ ὁ μητροπολιτικὸς ναὸς της ἦταν ἀφιερωμένος στὸ ὄνομά του.
(Βασισμένος στὸ σχετικὸ Συναξάριο του Νέου Συναξαριστὴ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἔκδ. Ἴνδικτος, τόμ. α’ [Σεπτέμβριος], Ἀθῆναι 2011, σσ.193-194)