(9 Σεπτεμβρίου)
Ἡ Ἁγία Ἄννα εἶναι ἡ μητέρα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου. Κατάγεται ἀπὸ γένος ἐπίσημο ἀπὸ ἱερατικὴ γενιά. Εἶναι κόρη τοῦ ἱερέα Ματθᾶν καὶ τῆς γυναίκας τοῦ Μαρίας. Ἡ ἐνάρετη Ἄννα παντρεύτηκε στὴν Γαλιλαία τὸν Θεοσεβῆ Ἰωακείμ. Δὲν εἶχε παιδιὰ καὶ ἦταν ἤδη προχωρημένης ἡλικίας. Οἱ Ἅγιοι Ἰωακεὶμ καὶ Ἄννα κοσμοῦνται ἀπὸ ἀρετές. Εἶναι γεμάτοι ἀπὸ καλοσύνη, πραότητα καὶ ὑπομονή. Ζοῦν μὲ εὐλάβεια καὶ φόβο Θεοῦ. Τηροῦν τὸν νόμο. Ἔχουν ταπείνωση, σωφροσύνη, ἁγιότητα ζωῆς. Πιστεύουν στὸ Θεὸ μὲ θέρμη καὶ προσεύχονται. Προσεύχονται ὁλόψυχα. Καὶ γι’ αὐτὸ ἀξιώνονται νὰ γίνουν Πρόγονοι τοῦ Βασιλέως τῶν βασιλευόντων Χριστοῦ, τοῦ Δημιουργοῦ του οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς.
Ἡ ἀτεκνία τῆς Ἁγίας Ἄννας
Στὴ ζωὴ τῆς Ἅγιας Ἄννας ὑπῆρχε καὶ ἕνα μελαγχολικὸ σύννεφο. Ὑπῆρχε μιὰ πίκρα διότι ἔμεινε στείρα. Ὁ Θεός, εἶχε δώσει στὴν ἐνάρετη ζωή της, γιὰ δοκιμασία, τὴν στέρηση τῆς μητρότητας. Μοιράζει ὁ Θεὸς τὰ χαρίσματά Του. Καὶ στὸν καθένα μαζὶ μὲ τὰ προσόντα, ποὺ τὸν προικίζει τοῦ δίνει καὶ κάποιο μειονέκτημα γιὰ νὰ τὸν συγκρατεῖ. Ἔτσι λοιπὸν καὶ ἡ ἐνάρετη Ἄννα ἔχει ἔντονη τὴ θλίψι της, γιατί δὲν μπορεῖ νὰ ἀποκτήσει ἕνα παιδί.
Τὸν καιρὸ ἐκεῖνο ἡ ἀτεκνία εἶχε φοβερὲς κοινωνικὲς συνέπειες. Ὁ ἄτεκνος ἐθεωρεῖτο περιφρονημένος καὶ ντροπιασμένος ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ τοὺς ἀνθρώπους. Κανένας δὲν ἔτρωγε ψωμὶ μ’ αὐτὸν ποὺ δὲν εἶχε παιδί. Ὅταν πήγαινε στὴν Ἐκκλησία καθόταν τελευταῖος.
Καὶ ἂν ἔδινε λειτουργία, συνηθιζόταν νὰ τὴν δίνει τελευταῖος στὸν Ἱερέα.
Ἡ προσευχὴ τῆς Ἄννας
Ζητάει, νὰ ἐπιβλέψει ὁ Θεὸς στὴν ταπείνωσή της καὶ νὰ τῆς δώσει παιδί. Ἕνα παιδὶ ζητάει ἀπὸ τὸ Θεό. ἕνα παιδὶ θεῖο δῶρο, ποὺ θὰ τοὺς ἀπάλλασσε ἀπὸ τὴν ντροπὴ τῆς ἀτεκνίας. Καὶ αὐτὸ δὲν τὸ θέλει δικό της. Ὑπόσχεται καὶ λέγει:
-«Θὰ τὸ ἀφιερώσω Κύριε σὲ Σένα».
Ἃς δοῦμε ὅμως μὲ τί λόγια προσεύχεται, πὼς ἀπευθύνει ἡ Ἁγία Ἄννα τὴν παράκλησή της στὸ Θεό:
-«Κύριε Παντοκράτορα, καὶ Μεγαλοδύναμε, ποῦ μόνο μὲ τὸ λόγο ἔκανες τὸν οὐρανὸ καὶ τὴ γῆ καὶ ὅσα φαίνονται καὶ εἶναι γύρω μας, ποῦ λύτρωσες, τοὺς πατέρες μας ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ Φαραώ, ποῦ μὲ τὸ πρόσταγμά Σου σχίσθηκε ἡ θάλασσα καὶ πέσανε μέσα οἱ Αἰγύπτιοι. Ἐσὺ Θεέ, ποῦ τοὺς ἔτρεφες σαράντα χρόνια στὴν ἔρημο. Ἐσύ, ποῦ εὐλόγησες τὴ Σάρρα, τὴ γυναίκα τοῦ Ἀβραὰμ καὶ γέννησε τὸν Ἰσαὰκ στὰ γεράματά της. Ἐσὺ ποῦ χαρίτωσες ἐκείνη τὴν Ἄννα τὴν ὁμοία μου καὶ γέννησε τὸ Σαμουὴλ τὸν προφήτη. Ἐσὺ δῶσε καὶ σὲ μένα τὴν ταπεινή Σου δούλη παιδί, καὶ μὴ μὲ ἀφήσης νὰ εἶμαι ντροπιασμένη καὶ ταπεινωμένη ἀπὸ ὅλο μου τὸ γένος. Κύριε, ὁ Θεός μου, τάχα καὶ σὰν ἕνα ἀπὸ τὰ θηρία δὲν εἶμαι καὶ ἐγώ; Διατὶ μὲ ὠργίστηκες τόσο καὶ εἶμαι στείρα; Ἐσύ, ποῦ εὐλόγησες τὰ ποιήματά σου καὶ εἶπες: Αὐξάνεσθε καὶ πληθύνεσθε, δῶσε καὶ σὲ μένα σπέρμα καὶ καρπὸ κοιλίας, καὶ ἂν γεννήσω εἴτε ἀρσενικὸ εἴτε θηλυκό, νὰ Σοὺ τὸ χαρίσω μὲ ὅλη μου τὴ χαρὰ καὶ νὰ τὸ φέρω στὸ Ναό Σου νὰ τὸ ἀφιερώσω». Ὁ Ἅγιος Ἰωακείμ, ἔκλεγε καὶ αὐτὸς καὶ παρακαλοῦσε τὸ Θεό, ὅπως καὶ ἡ γυναίκα του.
Ὁ Θεὸς ἀπαντάει στὶς προσευχὲς τοῦ Ἰωακεὶμ καὶ τῆς Ἄννας
Ὁ Θεὸς ποὺ ἀγαπάει τὸ πλάσμα Του, εἶδε τὰ δάκρυα καὶ τοὺς ἀναστεναγμούς τους, ἀπάντησε στὶς θερμὲς προσευχές τους. Καὶ πῶς ἔγινε τοῦτο; Ἔστειλε τὸν Ἀρχάγγελο Γαβριὴλ στὸν Ἰωακεὶμ ποὺ ἦταν στὸ βουνὸ καὶ τοῦ λέγει:
«Χαῖρε Ἰωακείμ, καὶ εὐφραίνου, ἐγὼ εἶμαι Ἀρχάγγελος Κυρίου καὶ ἦλθα νὰ σοὺ πῶ, ὅτι πρόκειται νὰ γεννήσεις μία θυγατέρα, ποῦ θὰ γεννήσει ἀπὸ τὴν παρθενία τῆς τὸν Βασιλιὰ τοῦ κόσμου καὶ Θεό. Ἄφησε λοιπὸν τὴν πολλή σου λύπη καὶ πικρία τῆς ψυχῆς σου καὶ πήγαινε στὸ σπίτι σου χαρούμενος. Φτάνουν οἱ τόσο πολλοὶ κόποι καὶ ἀναστεναγμοί. Ἄκουσε ὁ Θεὸς τὴ δέησή σου. Μόνο πήγαινε, πιστεύοντας στοὺς λόγους μου καὶ δόξαζε τὸ Θεό.»
Αὐτὰ εἶπε ὁ Ἀρχάγγελος στὸν Ἰωακεὶμ καὶ ἔφυγε ἀμέσως καὶ πῆγε στὴν Ἄννα καὶ τῆς εἶπε τὰ ἑξῆς:
-«Ἄννα, Ἄννα, ἐπήκουσε Κύριος της δεήσεώς σου καὶ συλλήψει καὶ γεννήσεις, καὶ λαληθήσεται τὸ σπέρμα σου ἐν ὅλη τὴ οἰκουμένη». Καὶ εἶπεν Ἄννα, «ζῆ Κύριος ὁ Θεός μου, ἐὰν γεννήσω εἴτε ἄρρεν, εἴτε θῆλυ, προσάξω αὐτὸ δῶρον Κυρίω τῷ Θεῶ μου καὶ ἔσται λειτουργῶν αὐτῶ πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς αὐτοῦ». Ὁ Ἰωακεὶμ σὰν ἄκουσε τὰ λόγια καὶ τὰ μηνύματα τοῦ ἀρχαγγέλου Γαβριήλ, πῆγε χαρούμενος ἀτὸ σπίτι του. Ἐκεῖ βρῆκε τὴ γυναίκα τοῦ τὴν Ἄννα ποὺ ἦταν καὶ αὐτὴ χαρούμενη ἀπὸ τὰ λόγια τοῦ Ἀρχαγγέλου. Ἐκείνη λοιπὸν τὴ νύχτα, συνέλαβε ἡ ἅγια Ἄννα τὴ Δέσποινα Θεοτόκο ἀπὸ τὴ σπορὰ τοῦ Ἰωακείμ, γιατί μόνο ὁ Χριστὸς ἀσπόρως ἐκυήθη, γεννήθηκε χωρὶς σπορὰ ἀνδρός. Ἐπηκολούθησαν εὐτυχεῖς ἡμέρες ἀπερίγραπτης χαρᾶς γιὰ τοὺς εὐσεβεῖς Ἰωακεὶμ καὶ Ἄννα. Καὶ τότε συνεχίσθηκαν οἱ προσευχὲς εὐχαριστίας μὲ δάκρυα χαρᾶς καὶ εὐγνωμοσύνης στὸ Θεό. Ποιὸς ἀλήθεια μπορεῖ νὰ περιγράψει τὴ εὐτυχία τοὺς ἐκείνη, ποῦ ἐπακολούθησε;
Ἔπειτα ὅταν πέρασε ὁ προβλεπόμενος χρόνος ἡ χαρὰ τοὺς ἔγινε πιὸ χειροπιαστή. Ἡ εὐσεβὴς Ἄννα γέννησε μετὰ ἀπὸ 9 μῆνες ἕνα χαριτωμένο κοριτσάκι
Τὸ ὄνομα τοῦ παιδιοῦ καὶ ἡ σημασία του
Στὶς ὀχτὼ μέρες, ἦταν συνήθεια στοὺς Ἑβραίους, οἱ γονεῖς τοῦ παιδιοῦ νὰ καλοῦν τους ιερεῖς, νὰ τοὺς φιλεύουν καὶ νὰ βάζουν τὸ ὄνομα τοῦ παιδιοῦ. Σύμφωνα μὲ τὴ συνήθεια αὐτή, ὁ Ἅγιος Ἰωακεὶμ καὶ ἡ Ἁγία Ἄννα καλέσανε τοὺς ἱερεῖς, τοὺς φιλέψανε γιὰ νὰ βάλουν τὸ ὄνομα τῆς θυγατέρας τους. Τὴν ὀνομάσανε Μαριάμ.
Τὸ ὄνομα Μαριὰμ σημαίνει Βασίλισσα. Σημαίνει ἐπίσης, δῶρο, ἐλπίδα, κυρία, Ὡραία. Ἦταν ἡ πιὸ ἅγια γυναίκα, Ἄφθαρτη καὶ Ἀμόλυντη καὶ γι’ αὐτὸ λέγεται Παναγία. Ἀναλυτικὰ ὅμως, σύμφωνα μὲ μίαν ἄλλη ἑρμηνεία κάθε γράμμα τοῦ ὀνόματος τῆς ἀντιστοιχεῖ στὶς λέξεις:
Μόνη Αὕτη Ρύσεται Ἰοῦ Ἅπαντας Μισοκάλου Δηλαδή: Μόνη αὐτὴ θὰ γλυτώσει τοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ τὸ φαρμάκι τοῦ Διαβόλου. Δηλαδὴ τὴν ἁμαρτία.
Τὸ τάμα τῆς Ἁγίας Ἄννας
Ἐπὶ τρία ὁλόκληρα χρόνια χαρήκανε οἱ εὐλαβεῖς γονεῖς τὴν μικρὴ χαριτωμένη κόρη τους, ἔχοντας τὴν ἀνάμεσά τους καὶ ὑμνολογώντας εὐχαριστίες στὸ Θεό.
Μόλις περάσανε τὰ τρία χρόνια, θυμήθηκαν οἱ γονεῖς τῆς αὐτὸ ποὺ τάξανε στὸ Θεό. Νὰ χαρίσουν δηλαδὴ τὴ θυγατέρα τους στὴν Ἐκκλησία. Ἀληθινά, ἦταν πολὺ μεγάλη ἡ πίστη τῆς Ἄννας, γιὰ νὰ χωριστεῖ ἀπὸ τὴ θυγατέρα της, ποὺ ἦταν μόλις τριῶν χρόνων. Γιὰ νὰ χωριστεῖ ἀπὸ κείνη, ποὺ ζήτησε μὲ πολλὰ δάκρυα καὶ πολλὲς προσευχὲς ἀπὸ τὸ Θεό. Προτίμησε ὅμως ἡ Ἁγία Ἄννα νὰ τηρήσει τὴν ὑπόσχεσή της στὸ Θεὸ καὶ νὰ δώσει αὐτὸ ποὺ ἔταξε, ἀπὸ τὴ διαδοχὴ τοῦ γένους της.
Μόνο νὰ γίνει αὐτὸ ποὺ ἔταξα στὸ Θεὸ καὶ ἃς μείνω χωρὶς κληρονόμο, καὶ ἃς μείνουν τὰ ὑπάρχοντά μου σὲ χέρια ἄλλων, εἶπε.
Μαζέψανε λοιπὸν οἱ Ἅγιοι Ἰωακεὶμ καὶ Ἄννα τὶς παρθένους τῆς γειτονίας, γιὰ νὰ πᾶνε μὲ λαμπάδες τὴν χαριτωμένη κόρη τους στὸ Ναό. Τὸν καιρὸ ἐκεῖνο, ἦταν ἀρχιερέας ὁ Ζαχαρίας, ὁ Προφήτης καὶ πατέρας τοῦ Προδρόμου. Αὐτὸς μόλις εἶδε τὴν Παναγία, τὴ γνώρισε ἀμέσως. Στάθηκε καὶ τῆς εἶπε πολλὰ ἐγκώμια. Μετὰ γύρισε καὶ στοὺς γονεῖς της καὶ τοὺς εἶπε:
-«Εὐλογημένο καὶ χαριτωμένο ἀντρόγυνο, χαίρεσθε καὶ ἀγαλλιάσθε, γιατί ἀξιωθήκατε νὰ γίνετε γονεῖς τέτοιας θυγατέρας. Ἐσεῖς ξεπεράσατε τοὺς προπάτορές μας καὶ τοὺς πατέρες μας. Ἐσεῖς γεννήσατε τὴ Βασίλισσα τοῦ κόσμου. Ἐσεῖς θὰ δοξασθῆτε ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ τοὺς ἀνθρώπους».
Τότε ἡ Ἁγία Ἄννα εἶπε στὸν Ἀρχιερέα:
-«Πάρε Ἀρχιερέα, τὴ θυγατέρα μου. Μᾶλλον τὴ θυγατέρα τοῦ Θεοῦ. Δέξου τὴν καθαρὴ καὶ ἀμόλυντη καὶ ὑψηλότερή των οὐρανῶν. Βάλτην μέσα στὸ Ναὸ γιατί ἐκεῖ της ἀξίζει νὰ κατοικῆ. Ἁγία εἶναι, σὲ καθαρὸ τόπο τοποθέτησε τὴν στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ παράδωσε τὴν σὲ τόπο ἅγιο βάλτην ν’ ἁγιάση. Πάρε, Ζαχαρία, τὴν κόρη μου, καὶ ἀφιέρωσε τὴν στὸ Ναό, γιατί ἔτσι τὴν τάξαμε».
Ἡ κοίμηση τῆς Ἅγιας Ἄννης
Ἡ Ἁγία Ἄννα ἀφοῦ γέννησε τὴν Θεοτόκο Μαρία, τὴν ἀπογαλάκτισε καὶ τὴν ἀφιέρωσε στὸ Ναὸ σὰν καθαρὸ καὶ ἄμωμο δῶρο. Πέρασε τὴ ζωή της μὲ νηστεῖες, προσευχὲς καὶ ἐλεημοσύνες πρὸς τοὺς φτωχούς. Τέλος παρέδωσε τὴν Ἁγία της ψυχὴ στὰ χέρια τοῦ Κυρίου εἰρηνικά.
Ἡ παράδοση, ἀναφέρει ὅτι ἡ Θεοπρομήτωρ Ἄννα, ὅταν κοιμήθηκε ἐν Κυρίω, ἦταν 69 χρόνων καὶ ὁ Ἰωακεὶμ 80 χρόνων. Ποιὸς ἀπὸ τοὺς δύο, πέθανε πρῶτος δὲν ἀναφέρεται. Ἀναφέρεται μόνο ὅτι, ὅταν ἡ Θεοτόκος ἦταν ἕντεκα χρόνων ἔμεινε ὀρφανὴ καὶ ἀπὸ τοὺς δύο γονεῖς της.
Ἡ μνήμη τῆς Ἁγίας Ἄννης ἑορτάζεται τὴν 9ην Σεπτεμβρίου, ἑορτὴ τῶν δικαίων Θεοπατόρων. Τὴν κοίμησή της ἡ Ἐκκλησία μᾶς γιορτάζει τὴν 25ην Ἰουλίου μὲ ἰδιαίτερη ἀκολουθία. Ὁ αὐτοκράτορας Ἰουστινιανὸς ἵδρυσε Ναὸ πρὸς τιμὴν τῆς Ἅγιας Ἄννης τὸ 550 στὴ Κωνσταντινούπολη.
Λείψανα τῆς Ἁγίας Ἄννης
Στὸ Ἅγιο Ὅρος, στὴ σκήτη τῆς Ἅγιας Ἄννας, σώζεται τὸ ἀριστερὸ πόδι τῆς Ἅγιας καὶ ἁγιάζει αὐτοὺς ποὺ πηγαίνουν νὰ τὸ προσκυνήσουν μὲ εὐλάβεια.
Ἀπολυτίκιον τῶν Ἁγίων Ἰωακεὶμ καὶ Ἄννης
Ἦχος πλ. α΄. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ἡ δυὰς ἡ ἅγια καὶ θεοτίμητος, Ἰωακεὶμ καὶ ἡ Ἄννα ὡς τοῦ Θεοῦ ἀγχιστεῖς, ἀνυμνείσθωσαν φαιδρῶς, ἀσμάτων κάλλεσιν οὗτοι γὰρ ἔτεκον ἠμίν, τὴν τεκοῦσαν ὑπὲρ νοῦν τὸν ἄσαρκον βροτωθέντα, εἰς σωτηρίαν τοῦ κόσμου, μεθ’ ἧς πρεσβεύουσι σωθῆναι