(9 Σεπτεμβρίου)

Τὸν 5ο αἰώνα μ.Χ., διαφάνηκε ἡ αἵρεση τοῦ Νεστορίου, Πατριάρχη Κωνταντινουπόλεως. Ἡ διαπίστωση τῆς κακοδοξίας τοῦ Νεστορίου σημειώθηκε ὅταν ὁ νομικὸς Εὐσέβιος, ἐντόπισε στὰ λεγόμενα τοῦ Ἀναστασίου (συγκέλου τοῦ Νεστορίου), αἱρετικὲς δοξασίες, οἱ ὁποῖες ἀφοροῦσαν στὸ πρόσωπο τῆς Θεοτόκου. Ὁ Ἀναστάσιος δὲν ἀποδεχόταν τὸν ὄρο «Θεοτόκος» καὶ ἀντ’ αὐτοῦ, παρόντος τοῦ Νεστορίου, εἰσηγεῖτο τὸν ὄρο «ἀνθρωποτόκος». Ὁ Νεστόριος, ὡστόσο, γιὰ νὰ μὴν προκληθεῖ θύελλα ἀντιδράσεων, εἰσηγήθηκε νὰ χρησιμοποιεῖται ὁ ἠπιότερος ὅρος «Χριστοτόκος», μὴ δεχόμενος ἔτσι τὴν ὑποστατικὴ ἕνωση τῶν δύο φύσεων στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, ὅπως τὴ διερμήνευε ὁ Ἅγιος Κύριλλος , ὁ ὁποῖος ὑπογράμμιζε ὅτι ὁ Κύριος προσέλαβε ὁλόκληρη τὴν ἀνθρώπινη φύση καὶ πὼς ἔγινε ἀντιδώση ἰδιωμάτων, ἀλλὰ οἱ δύο φύσεις παρέμειναν ἀσύγχυτες καὶ ἄτρεπτες.

Ὁ νομικὸς Εὐσέβιος, λαϊκὸς τότε, μετέπειτα Ἐπίσκοπος Δορυλαίου, κατάγγειλε τὸν Νεστόριο τόσο στὸν Ἀλεξανδρείας Κύριλλο, ὅσο καὶ στὸν Ρώμης Κελεστίνο . Τότε, ὁ Ἅγιος Κύριλλος ἀπέστειλε δύο ἐπιστολὲς στὸν Νεστόριο, στὶς ὁποῖες ἀποφαινόταν γιὰ τὸν ὄρο Θεοτόκος τὸν Ἰούλιο ἢ Αὔγουστο τοῦ 429 μ.Χ. τὴν πρώτη καὶ Ἰανουάριο ἢ Φεβρουάριο τοῦ 430 μ.Χ. τὴ δεύτερη. O Νεστόριος, ἐν τῷ μεταξύ, ἤδη εἶχε γράψει δύο ἐπιστολὲς στὸν Πάπα Ρώμης, στὴν προσπάθειά του νὰ συγκαλυφθεῖ. Ἐπειδή, ὅμως, τὸ προκείμενο θεολογικὸ ζήτημα ἦταν δύσβατο γιὰ τὸν Κελεστίνο δὲν ἀνταποκρίθηκε, καταρχᾶς, στὸν Νεστόριο. Θεώρησε φρονιμότερο νὰ στείλει σχετικὴ ἐπιστολὴ στὸν Ἀλεξανδρείας μὲ διάφορα ἐρωτήματα, ὑπογραμμίζοντας ὅτι «πάνυ ἐσκανδαλίσθησαν», ἀπὸ τὶς θέσεις τοῦ Νεστορίου. Ὁ Κύριλλος ἀπάντησε στὴν ἐπιστολὴ τοῦ Πάπα Ρώμης, ἐπίσης, μὲ ἐπιστολή, μὲ τὴν ὁποία κοινοποιοῦσε πρὸς τὸν «συλλειτουργὸ» Κελεστίνο (καὶ σὲ ἄλλους) τὴ χριστολογία, ὅπως ὁ ἴδιος (Κύριλλος) τὴ διερμήνευε, ἐξηγοῦσε τὴν πλάνη τοῦ Νεστορίου καὶ ἀνακοίνωνε τὶς προθέσεις του γιὰ ἐπιβολὴ ἀκοινωνησίας στὸν αἱρεσιάρχη. Ἀκόμη, ὁ Κύριλλος προτρέπει τὸν Κελεστίνο νὰ φροντίσει ὥστε «δώσομεν ἀφορμᾶς τοῦ πάντας μία ψυχὴ καὶ μία γνώμη στῆναι καὶ ἐπαγωνίσασθαι τὴ ὀρθὴ πίστει πολεμουμένη». Ὁ Κελεστίνος ἀπάντησε στὸν Κύριλλο ὅτι συμφωνεῖ μαζί του καὶ ἀναγνωρίζει πὼς ἡ θεωρία τοῦ Νεστορίου εἶναι αἱρετική. Ὡστόσο, δὲν μποροῦσε νὰ ὑπεισέλθει στὰ βαθύτερα νερὰ τοῦ ἐν λόγω θεολογικοῦ ζητήματος, γι’ αὐτὸ καὶ περιορίστηκε νὰ τονίσει ὅτι πρόκειται γιὰ πρόβλημα ποὺ ἀφορᾶ στὴ γέννηση τοῦ Χριστοῦ. Ἐξάλλου καὶ στὴν ἀπαντητική του ἐπιστολὴ πρὸς τὸν Νεστόριο, ἐπιπλήττει τὸν αἱρεσιάρχη, ἀλλὰ δὲν τοῦ ὁρίζει ἀκριβῶς καὶ τί πρέπει νὰ πιστεύει. Ἐπιπλέον, ὁ Κελεστίνος ἔδωσε ψῆφο ἐμπιστοσύνης στὸν Ἀλεξανδρείας Κύριλλο, καθιστώντας τὸν στὸ θέμα αὐτὸ ἀντιπρόσωπο τῆς Ρώμης. Μὲ τὸ γεγονὸς αὐτό, κρίνουμε, ὅτι ὁ Ἅγιος Κελεστίνος ἀναγνώρισε ἔμμεσα πρωτεῖο ἀλήθειας στὸν Ἅγιο Κύριλλο.

Τὸν Ὀκτώβριο τοῦ ἰδίου ἔτους ὁ Κύριλλος συγκάλεσε ἄλλη τοπικὴ Σύνοδο, στὸ οἰκεῖο Πατριαρχεῖο, ἡ ὁποία προσυπόγραψε τοὺς «12 ἀναθεματισμούς» του, παρεκκλίνοντας, ἔτσι, ἀπὸ τὴ συμφωνία ποὺ εἶχε συνάψει μὲ τὸν Ρώμης, γιὰ ἐπιβολὴ μόνο ἀκοινωνησίας στὸν Νεστόριο. Κατόπιν, ἀπέστειλε ἐκτενῆ συνοδική, δογματικοῦ τύπου, ἐπιστολὴ στὸν αἱρεσιάρχη, καλώντας τὸν νὰ ἀποδεχθεῖ τοὺς ἀναθεματισμούς, οὐσιαστικὰ τὴν καθ’ ὑπόσταση ἕνωση τῶν δύο φύσεων ἐν Χριστῷ. Ὅμως, ὁ Νεστόριος δὲν ἀποδέχτηκε τὸ περιεχόμενο, παρὰ μόνο τὸν ὄρο Θεοτόκος, ὑπὸ τὶς θεολογικές του προϋποθέσεις.

Ἀπὸ τὸ σημεῖο αὐτό, λοιπόν, ἄρχισε ἡ ἀντίστροφη μέτρηση γιὰ τὴ σύγκληση τῆς Γ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἀφοῦ τὸ ζήτημα ἀπέβη, πλέον, «σκάνδαλο οἰκουμενικό».

Ἂν καὶ ὁ Ρώμης Κελεστίνος δὲν θεωροῦσε ἀπαραίτητη τὴν σύγκληση Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἐντούτοις ὁ Αὐτοκράτορας Θεοδόσιος ὁ Β΄, μὲ τὴ σύμφωνη γνώμη τοῦ Αὐτοκράτορα τῆς δύσης Βαλεντινιανοῦ Γ΄, ἀλλὰ καὶ τοῦ Νεστορίου, ἀνακοίνωσε τὴ σύγκλησή της. Μὲ τὴν ἐπιστολὴ τοῦ ὅριζε τὴν ἔναρξη τῶν ἐργασιῶν τῆς κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς (7 Ἰουνίου τοῦ 431 μ.Χ.) στὴν Ἔφεσο, ὥστε νὰ διαπιστωθεῖ ποιοὶ κατεῖχαν καὶ ἐξέφραζαν τὴν ὀρθὴ πίστη, σὲ σχέση μὲ τὴν ἕνωση τῶν δύο φύσεων στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ θεραπευτοῦν καὶ ἄλλα ζητήματα.

Στὴν Ἔφεσο κατέφθασαν ἐγκαίρως οἱ Ἀλεξανδρείας Κύριλλος, Ἱεροσολύμων Ἰουβενάλιος καὶ Κωνσταντινουπόλεως Νεστόριος, ὅπως καὶ οἱ πιὸ πολλοὶ ἀπ’ αὐτοὺς ποὺ εἶχαν προσκληθεῖ. Ἀντιθέτως, εἶχαν καθυστερήσει οἱ ἐκπρόσωποι τοῦ Ρώμης Κελεστίνου, λόγω τοῦ χειμώνα, καθὼς καὶ ὁ Ἀντιοχείας Ἰωάννης καὶ οἱ Ἐπίσκοποί της διοικήσεως τῆς ἀνατολῆς. Ἡ καθυστέρησή τους ὁδήγησε στὴν ἀκύρωση τῆς πρώτης ἡμερομηνίας.

Οἱ ἐργασίες τῆς Συνόδου ἄρχισαν, τελικά, στὶς 22 Ἰουνίου τοῦ αὐτοῦ ἔτους, προεδρεύοντος τοῦ Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας μέσα στὴν «ἁγία καὶ μεγάλη ἐκκλησία τὴ καλουμένη Μαρία, προκειμένου τοῦ ἁγίου εὐαγγελίου ἐν τῷ μεσαιτάτω θρόνω». Συνολικὰ ἔλαβαν μέρος 210 Πατέρες.

Ὡς αὐτοκρατορικὸς ἐκπρόσωπος παρέστη ὁ συνεργάτης τοῦ Θεοδοσίου Κανδιδιανός, ὁ ὁποῖος μὲ τὴν ἔναρξη τῆς 1ης συνεδρίας ἀποχώρησε, διαμαρτυρόμενος, ἀφοῦ ὁ Ἀντιοχείας Ἰωάννης καὶ οἱ Ἐπίσκοποί της ἀνατολῆς, δὲν εἶχαν προλάβει νὰ ἀφιχθοῦν. Ἡ Σύνοδος, ὅμως, συνέχισε κανονικὰ τὶς ἐργασίες της. Μάλιστα, ὁλοκλήρωσε τὸ οὐσιαστικότερο ἔργο της ἀπὸ τὴν 1η Συνεδρία. Ὁ Νεστόριος δὲν προσῆλθε στὴ Σύνοδο, ἂν καὶ προσκλήθηκε τρεῖς φορές.

Ὅταν ἔφθασαν οἱ ἀντιπρόσωποι τοῦ Ρώμης ἐντάχθηκαν καὶ μετεῖχαν κανονικὰ στὶς ἐργασίες τῆς Συνόδου ἀπὸ τὴν 2η συνεδρία καὶ ἑξῆς. Μάλιστα, ὁ Κύριλλος παρίστατο καὶ ὡς ὁ «διέπων καὶ τὸν τόπον τοῦ ἁγιωτάτου καὶ ὀσιοτάτου ἀρχιεπισκόπου τῆς ρωμαίων ἐκκλησίας Κελεστίνου».

Ἡ ἀντίδραση τοῦ Ἀντιοχείας Ἰωάννη, ἐν τῷ μεταξύ, δὲν ἦταν ἀνάλογη. Ὅταν ἀφίχθηκε συγκάλεσε στὶς 27 Ἰουνίου παράλληλη σύνοδο, στὴν ὁποίαν ἔλαβαν μέρος οἱ Ἐπίσκοποί της ἀνατολικῆς διοίκησης , προκειμένου νὰ καθαιρέσει τὸν Ἀλεξανδρείας Κύριλλο καὶ τὸν Ἐφέσου Μέμνονα. Ἡ κανονικὴ Σύνοδος ἀπάντησε κατὰ τὴν 5η συνεδρία της, ἐπιβάλλοντας στὸν Ἀντιοχείας, καὶ τοὺς λοιποὺς 38 τῆς παρασυνόδου, ἀκοινωνησία καὶ ἀργία μέχρι νὰ μετανοήσουν.

Ἡ ὀξύτητα τῶν γεγονότων προκάλεσε τὴν ἐπέμβαση τοῦ Αὐτοκράτορα, ὁ ὁποῖος ἔστειλε τὸν κόμη Ἰωάννη, γιὰ νὰ μεσολαβήσει πρὸς ἐκτόνωση τῆς κρίσης. Ὁ κόμης ἔφερε μαζί του αὐτοκρατορικὸ γράμμα, ποὺ διακήρυσσε ὡς καθαιρεμένους τὸν Νεστόριο, τὸν Ἀλεξανδρείας Κύριλλο καὶ τὸν Ἐφέσου Μέμνονα, τοὺς ὁποίους καὶ ἔθεσε ὑπὸ περιορισμό, μέχρι νὰ ἐπέλθει συνεννόηση μεταξύ των δύο παρατάξεων στὴ Χαλκηδόνα. Ἡ ἐπιχείρηση ναυάγησε, γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Αὐτοκράτορας ἐπιβεβαίωσε τὴν καθαίρεση τοῦ Νεστορίου, τὸν ὁποῖο καὶ ἐξόρισε. Ἀκολούθως, διέκοψε τὶς ἐργασίες τῆς Συνόδου καὶ ἔδωσε ἐντολὴ ὅπως 7 μέλη τῆς κανονικῆς Συνόδου, μαζὶ μὲ τοὺς ἐνδημοῦντες Ἐπισκόπους της Πόλης, νὰ ἐκλέξουν καὶ χειροτονήσουν νέο Πατριάρχη. Πράγμα ποὺ ἔγινε τὴν 25ην Ὀκτωβρίου, ὁπότε ἐκλέχθηκε νέος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ὁ Μαξιμιανὸς .

Ὕστερα ἀπὸ διαβουλεύσεις καὶ μεσολαβήσεις ἡ διαφορὰ μεταξύ του Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας καὶ Ἰωάννη Ἀντιοχείας, γεφυρώθηκε τὸ 433 μ.Χ., μὲ τὴ λεγόμενη «Ἔκθεση τῶν Διαλλαγῶν», ποὺ θεωρεῖται ἔργο τοῦ Θεοδώρητου Κύρου. Ἡ ἐν λόγω ἔκθεση στάλθηκε ἀπὸ τὸν Ἰωάννη Ἀντιοχείας στὸν Κύριλλο καὶ ἀφοροῦσε στὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Κυρίου, ἐνῶ τὸ περιεχόμενό της ἔγινε, τελικά, δεκτὸ ἀπὸ τὸν Κύριλλο Ἀλεξανδρείας.

Ἐν τέλει, ἡ Γ’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ἀποφάσισε: τὴν ὁριστικὴ καταδίκη του Νεστορίου καὶ τῆς θεωρίας του, ἐπικύρωσε τὸ Σύμβολο τῆς Νικαίας – Κωνσταντινουπόλεως καὶ καταδίκασε τὶς αἱρέσεις τοῦ πελαγιανισμοῦ καὶ τῶν μεσσαλιανῶν.

Ἡ Σύνοδος ἀσχολήθηκε καὶ μὲ θέματα Κανονικοῦ Δικαίου. Κατὰ τὴν 7η συνεδρία τῆς (πιθανὸν κατὰ τὴν 31η Ἰουλίου 431 μ.Χ.), ἡ ὁποία ὡς φαίνεται, ἐκ τῶν διασωθέντων Πρακτικῶν, ἦταν ἡ τελευταία, ἔγινε ἀνάγνωση «λιβέλλου» ποὺ ὑποβλήθηκε ἀπὸ τὸν Ἀρχιεπίσκοπο Κωνσταντίας Ρηγίνο. Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ρηγίνος, ποὺ συνοδευόταν ἀπὸ τοὺς Ἐπισκόπους Κουρίου Ζήνωνα καὶ Σόλων Εὐάγριο, ἐπικαλέστηκε ἀνάμιξη τοῦ Ἀντιοχείας στὶς χειροτονίες τῶν Ἐπισκόπων της Κύπρου (ACO 1, 1, 7, σέλ. 118-122). Ἡ Σύνοδος ἀποφάσισε νὰ κατοχυρώσει – ἐπικυρώσει, τὴν ἤδη ἰσχύουσα καὶ ἀναγνωρισμένη, ἀπὸ τὴν ἵδρυσή της, αὐτοτέλεια καὶ ἀνεξαρτησία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου [Ὁ ὅρος «αὐτοκέφαλος» δὲν ὑπάρχει στὰ πρακτικά της Συνόδου. Τὸν ὄρο διαχειρίζεται ὁ Θεόδωρος ὁ Ἀναγνώστης, προκειμένου νὰ ὁρίσει μονολεκτικὰ τὴν ἀπόφαση τῆς Συνόδου (P.G. 86, 184)]. Ἔτσι τερμάτισε τὶς βλέψεις τοῦ Πατριάρχη Ἀντιοχείας, ὁ ὁποῖος ἀξίωνε ἐναρμόνιση τῶν ἐκκλησιαστικῶν ὁρίων μὲ τὰ πολιτικὰ καὶ διοικητικὰ ὅρια.

«Ἡ ἅγια Σύνοδος εἶπε», λοιπόν, «πράγμα παρὰ τοὺς ἐκκλησιαστικοὺς θεσμοὺς καὶ τοὺς κανόνας τῶν ἁγίων Πατέρων καινοτομούμενον, καὶ τῆς πάντων ἐλευθερίας ἁπτόμενον, προσήγγειλεν ὁ θεοσεβέστατος συνεπίσκοπος Ρηγίνος καὶ οἱ σὺν αὐτῶ εὐλαβέστατοι ἐπίσκοποί της Κυπρίων ἐπαρχίας Ζήνων καὶ Εὐάγριος. Ὅθεν, ἐπειδή, τὰ κοινὰ πάθη μείζονος δεῖται τῆς θεραπείας, ὡς καὶ μείζονα τὴν βλάβην φέροντα, καὶ μάλιστα εἰ μηδὲ ἔθος ἀρχαῖον παρηκολούθησεν, ὥστε τὸν ἐπίσκοπόν της Ἀντιοχέων πόλεως τὰς ἐν Κύπρω ποιεῖσθαι χειροτονίας, καθᾶ διὰ τῶν λιβέλλων καὶ τῶν οἰκείων φωνῶν ἐδίδαξαν οἱ εὐλαβέστατοι ἄνδρες, οἱ τὴν πρόσοδον τὴ ἁγία Συνόδω ποιησάμενοι, ἔξουσι τὸ ἀνεπηρέαστον καὶ ἀβίαστον οἵ των ἁγίων ἐκκλησιῶν τῶν κατὰ τὴν Κύπρον προεστῶτες, κατὰ τοὺς κανόνας τῶν ὁσίων Πατέρων καὶ τὴν ἀρχαίαν συνήθειαν, δὶ ἑαυτῶν τὰς χειροτονίας τῶν εὐλαβεστάτων ἐπισκόπων ποιούμενοι. Τὸ δὲ αὐτὸ καὶ ἐπὶ τῶν ἄλλων διοικήσεων καὶ τῶν ἁπανταχοῦ ἐπαρχιῶν παραφυλαχθήσεται, ὥστε μηδένα τῶν θεοφιλέστατων ἐπισκόπων ἐπαρχίαν ἑτέραν, οὐκ οὖσαν ἄνωθεν καὶ ἐξ ἀρχῆς ὑπὸ τὴν αὐτοῦ ἢ γοῦν τῶν πρὸ αὐτοῦ χείρα καταλαμβάνειν· ἀλλ’ εἰ καὶ τὶς κατέλαβε καὶ ὑφ’ ἐαυτὸν πεποίηται βιασάμενος, ταύτην ἀποδιδόναι· ἴνα μὴ τῶν Πατέρων οἱ κανόνες παραβαίνωνται, μηδὲ ἐν ἱερουργίας προσχήματι, ἐξουσίας τύφος κοσμικῆς παρεισδύηται, μηδὲ λάθωμεν τὴν ἐλευθερίαν κατὰ μικρὸν ἀπολέσαντες, ἣν ἠμὶν ἐδωρήσατο τῷ ἰδίω αἵματι ὁ Κύριος ἠμῶν Ἰησοῦς Χριστός, ὁ πάντων ἀνθρώπων ἐλευθερωτής. Ἔδοξε τοίνυν τὴ ἁγία καὶ οἰκουμενικὴ Συνόδω σώζεσθαι ἑκάστη ἐπαρχία καθαρὰ καὶ ἀβίαστά τα αὐτὴ προσόντα δίκαια ἐξ ἀρχῆς καὶ ἄνωθεν, κατὰ τὸ πάλαι κράτησαν ἔθος, ἄδειαν ἔχοντος, ἑκάστου μητροπολίτου τὰ ἴσα των πεπραγμένων πρὸς τὸ οἰκεῖον ἀσφαλὲς ἐκλαβεῖν. Εἰ δὲ τὶς μαχόμενον τύπον τοῖς νῦν ὠρισμένοις προκομίσοι, ἄκυρον τοῦτον εἶναι ἔδοξε τὴ ἁγία πάση καὶ οἰκουμενικὴ Συνόδω» (ACO 1, 1, 7, σέλ. 122). Ὁ Βαλσαμῶν ἀναφέρει πὼς «παλαιὸν πάντες οἵ των ἐπαρχιῶν μητροπολίται αὐτοκέφαλοι ἤσαν καὶ ὑπὸ οἰκείων συνόδων ἐχειροτονοῦντο».

Ἀξίζει νὰ σημειωθεῖ ὅτι ἡ Σύνοδος τῆς Ἐφέσου δὲν διατύπωσε κανόνες. Ἀπὸ τὰ πρακτικὰ καὶ δύο ἐπιστολές της, ὅμως, σχηματίστηκαν συνολικὰ ἐννέα κανόνες, οἱ ὁποῖοι περιελήφθηκαν στὶς κανονικὲς συλλογὲς τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας. Ὁ 8ος κανόνας, ποὺ ἀφορᾶ ἰδιατέρως στὴν Ἐκκλησία τῆς Κύπρου, σχηματίστηκε ἀπὸ τὰ πρακτικά της 7ης Συνεδρίας.

Στὴ συνέχεια, τὸ ἔτος 478 μ.Χ., ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Κύπρου Ἀνθέμιος μετὰ ἀπὸ ὅραμα ἐντόπισε τὸν τάφο καὶ τὸ τίμιο λείψανο τοῦ Ἀποστόλου Βαρνάβα· «Βαρνάβα τοῦ Ἀποστόλου τὸ λείψανον εὑρέθη ἐν Κύπρω ὑπὸ δένδρον κερατέα, ἔχον ἐπὶ τοῦ στήθους τὸ κατὰ Ματθαῖον εὐαγγέλιον, ἰδιόγραφόν του Βαρνάβα. Ἐξ ἧς προφάσεως καὶ περιγεγόνασι Κύπριοι, τὸ αὐτοκέφαλον εἶναι τὴν κατὰ αὐτοὺς μητρόπολιν καὶ μὴ τελεῖν ὑπὸ Ἀντιόχειαν» (P.G. 86, 184), σημειώνει ὁ Θεόδωρος Ἀναγνώστης.

Ὁ Ἀνθέμιος πρόσφερε τὸ ἐν λόγω Εὐαγγέλιο στὸν Αὐτοκράτορα τοῦ Βυζαντίου Ζήνωνα. Ὁ Αὐτοκράτορας, καὶ εἰς ἔνδειξη ἐκτίμησης, παραχώρησε τρία αὐτοκρατορικὰ προνόμια στὸν (ἑκάστοτε) Ἀρχιεπίσκοπο Κύπρου: 1. νὰ ὑπογράφει μὲ κιννάβαρι (κόκκινο μελάνι), 2. νὰ φέρει πορφυροῦν μανδύα κατὰ τὶς ἱεροτελεστίες καὶ 3. νὰ κρατεῖ ἀντὶ ἐπισκοπικῆς πατερίτσας τὸ αὐτοκρατορικὸ σκῆπτρο. Μὲ τὴν ἐνέργειά του ἐπικύρωσε ξανὰ τὸ Αὐτοκέφαλό της Ἐκκλησίας Κύπρου, ὑπογραμμίζοντας ὅτι ἡ Ἐκκλησία τῆς Κύπρου εἶναι Ἀποστολική, γι’ αὐτὸ δικαιοῦται νὰ εἶναι καὶ Αὐτοκέφαλη.

Τὴν αὐτοκεφαλία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου ἐπικύρωσε ἀργότερα καὶ τοπικὴ Σύνοδος τὸ 488 μ.Χ. στὴν Κωνσταντινούπολη, ἀφοῦ ὁ Πατριάρχης Ἀντιοχείας ἐξακολουθοῦσε νὰ ἀμφισβητεῖ τὴν ἀπόφαση τῆς Γ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου.

Τέλος, τὰ αὐτοκρατορικὰ προνόμια καὶ τὸ Αὐτοκέφαλο ἐπικύρωσε καὶ ἡ Πενθέκτη Οἰκουμενικὴ Σύνοδος τὸ 692 μ.Χ., ἐπίσης, στὴν Κωνσταντινούπολη. Ἐπιπρόσθετα, μαλίστα, παραχωρήθηκε στὸν Ἀρχιεπίσκοπο Κύπρου τὸ δικαίωμα νὰ συγκαλεῖ Μείζονα Σύνοδο.

Σὲ ὅ,τι ἀφορᾶ τὴν Ἐκκλησία τῆς Κύπρου ἡ κατάταξη στὰ Δίπτυχα, μετὰ τὴν Πενθέκτη Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, εἶχε διαμορφωθεῖ ὡς ἑξῆς: Ρώμης, «μετ’ ἐκεῖνον ὑπάρχοντα» καὶ «τῶν ἴσων ἀπολαύειν πρεσβείων» (μὲ τὸν Ρώμης) ὁ Κωνσταντινουπόλεως, Ἀλεξανδρείας, Ἀντιοχείας, Ἱεροσολύμων καὶ ἀκολούθως τῆς Κύπρου.

Ὀρθόδοξος Συναξαριστὴς

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείω Πνεύματι, ἐν τῇ Ἐφέσω, συνεκρότησαν, Σύνοδον Τρίτην, οἱ θεοφόροι Πατέρες καὶ ἅγιοι, καὶ Νεστορίου ἐλόντες τὴν αἵρεσιν, τὴν Θεοτόκον σαφῶς ἀνεκήρυξαν· οὖς ὑμνήσωμεν, συμφώνοις ὠδαῖς καὶ ἄσμασι, δοξάζοντες Χριστὸν τὸν πολυέλεον.

πηγή