Οἱ Ἅγιες αὐτές γυναῖκες ἔζησαν τήν ἐποχή τοῦ βασιλέως Λικινίου (307-324) στήν Ἀδριανούπολη τῆς Θράκης. Ὁ ἡγεμών τῆς περιοχῆς Βάβδος τίς συνέλαβε ὡς χριστιανές καί τίς προέτρεπε νά προσκυνήσουν τά εἴδωλα. Ἡ Κελσίνα, μία ἐξ αὐτῶν καί ἡ πρώτη τῆς πόλεως, μετά τή θαρραλέα ὁμολογία τῆς πίστεώς της τίς ἐσύναξε ὅλες στήν οἰκία της μαζί μέ τόν διδάσκαλό τους, διάκονο ἅγιο Ἀμμούν, γιά νά ἐνισχυθοῦν πρός τό μαρτύριο. Ὁ Ἀμμούν πῆρε τό χαρτί μέ τά ὀνόματά τους καί τά διάβασε δυνατά ἕνα-ἕνα. Ὕστερα εἶπε: «Ἀγωνισθῆτε ὑπέρ τοῦ Χριστοῦ διά τοῦ μαρτυρίου, διότι ἔτσι θά καθίσει καί ὁ Δεσπότης Χριστός στήν πύλη τῆς οὐρανίου βασιλείας καί θά σᾶς προσκαλεῖ μία-μία κατ’ ὄνομα, γιά νά σᾶς ἀποδώσει τόν στέφανο τῆς αἰωνίου ζωῆς».
Ὅταν καί πάλι τίς ἀνέκρινε ὁ ἡγεμών, ὁμολόγησαν ὅλες σταθερά τήν πίστη τους. Μέ τήν προσευχή τους συνέτριψαν τά εἴδωλα καί ὁ ἱερεύς τῶν εἰδώλων ἀνυψώθηκε στόν ἀέρα, μέχρις ὅτου, βασανιζόμενος ἀπό πύρινους ἀγγέλους, ἔπεσε νεκρός στή γῆ. Τότε ὁ Βάβδος πρόσταξε νά κρεμάσουν τόν ἅγιο Ἀμμούν, νά τοῦ ξύσουν τίς πλευρές, νά καύσουν τίς πληγές του μέ ἀναμμένες λαμπάδες καί νά τοῦ φορέσουν στήν κεφαλή χάλκινη πυρακτωμένη περικεφαλαία.
Ἐπειδή ὁ ἅγιος διαφυλάχθηκε ἀβλαβής ἀπό τά μαρτύρια, ὁδηγήθηκε μαζί μέ τίς μαθήτριές του ἀπό τή Βερόη (σημερ. Στάρα Ζαγορά τῆς Βουλγαρίας) στήν Ἡράκλεια, στόν βασιλέα Λικίνιο. Καθ’ ὁδόν ἐμφανίσθηκε ὁ Κύριος καί τούς ἐνεθάρρυνε. Φθάνοντας στήν πόλη πῆγαν στόν τόπο, ὅπου εἶχαν κατατεθεῖ τά τίμια λείψανα τῆς ἁγίας μάρτυρος Γλυκερίας. Ἐνῶ διανυκτέρευαν ἐκεῖ προσευχόμενες, παρουσιάσθηκε ἡ Ἁγία λέγοντας: «Καλῶς ἤλθατε, ἅγιες δοῦλες τοῦ Θεοῦ! Πρό πολλοῦ περίμενα τήν λαμπρή ἐν Χριστῷ συνοδία σας, γιά νά χορεύσωμε στεφανωμένες ὅλες μαζί μέ τούς ἁγίους ἀγγέλους στήν βασιλεία τοῦ Χριστοῦ, τόν ὁποῖο μέχρις αἵματος ὁμολογήσαμε».
Στήν Ἡράκλεια τούς ἔρριξαν στά θηρία. Οἱ ἅγιες γυναῖκες μαζί μέ τόν διδάσκαλό τους προσηύχοντο ὄρθιες μέ ὑψωμένα τά χέρια, τά δέ θηρία κατελήφθησαν ἀπό ὕπνο καί δέν τούς ἤγγισαν. Τήν ὥρα πού οἱ στρατιῶτες ἄναβαν φωτιά γιά νά τίς ρίξουν μέσα, προφήτευσαν στόν ἀσεβῆ Λικίνιο τήν ἐπικράτηση τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου, τή νίκη τοῦ χριστιανισμοῦ καί τήν κατάργηση τῆς εἰδωλολατρίας. Κατόπιν σφραγίσθηκαν μέ τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ καί δέκα ἀπό αὐτές πήδησαν ἀγαλλόμενες μέσα στίς φλόγες ὑμνῶντας τόν Θεό, ὁ ὁποῖος ἐδρόσισε τό πῦρ. Ἔτσι, αὐτές μέν ἐτελειώθησαν ἐν εἰρήνῃ στήν πυρά, ὀκτώ δέ ἀποκεφαλίσθησαν μαζί μέ τόν διδάσκαλό τους Ἀμμούν. Ἀπό τίς ὑπόλοιπες οἱ δήμιοι ἄλλες κατέσφαξαν καί σέ ἄλλες ἔβαλαν στό στόμα πυρακτωμένα σίδερα.
Τά ὀνόματά τους ἔχουν διασωθεῖ στό ἀρχαῖο Μαρτύριόν τους (Bibliotheca Hagiographica Graeca 2280-2281) καί εἶναι: Λαυρεντία ἡ διάκονος, Κελσίνα, Θεοκτίστη (ἤ Θεόκλεια), Δωροθέα, Εὐτυχιανή, Θέκλα, Ἀρισταινέτη, Φιλαδέλφη, Μαρία, Βερονίκη, Εὐλαλία (ἤ Εὐθυμία), Λαμπροτάτη, Εὐφημία, Θεοδώρα, Θεοδότη, Τετεσία, Ἀκυλίνα, Θεοδούλη, Ἁπλοδώρα, Λαμπαδία, Προκοπία, Παῦλα, Ἰουλιάνα, Ἀμπλιανή, Περσίς, Πολυνίκη, Μαύρα, Γρηγορία, Κυρία (ἤ Κυριαίνη), Βάσσα, Καλλινίκη, Βαρβάρα, Κυριακή, Ἀγαθονίκη, Ἰούστα, Εἰρήνη, Ματρῶνα (ἤ Ἀγαθονίκη), Τιμοθέα, Τατιανή, Ἄννα (ἤ Ἀνθοῦσα).
Ὡστόσο, στήν ἀσματική Ἀκολουθία καί σέ νεότερους Συναξαριστές ἀπαντοῦν τά ἑξῆς ὀνόματα: Ἀδαμαντίνη, Ἀθηνᾶ, Ἀκριβή, Ἀντιγόνη, Ἀριβοία, Ἀσπασία, Ἀφροδίτη, Διόνη, Δωδώνη, Ἐλπινίκη, Ἐρασμία, Ἐρατώ, Ἑρμηνεία, Εὐτέρπη, Θάλεια, Θεανώ, Θεανόη, Θεόνυμφη, Θεοφάνη, Καλλιρρόη, Καλλίστη, Κλειώ, Κλεονίκη, Κλεοπάτρα, Κοραλλία, Λάμπρω, Μαργαρίτα, Μαριάνθη, Μελπομένη, Μόσχω, Οὐρανία, Πανδώρα, Πηνελόπη, Πολύμνια, Πολυνίκη, Σαπφώ, Τερψιχόρη, Τρωάς, Χάϊδω καί Χαρίκλεια (βλ. Πρωτ. Κων/νου Πλατανιτου, ῾Εορτολόγιον τῆς ᾿Ορθοδόξου ᾿Εκκλησίας, Ἀποστολική Διακονία, ἔκδ. Δ΄, 1997, σελ. 23 ὑποσ.).
[Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου (Ἱερομονάχου), Νέος Συναξαριστής τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τόμ. A΄ Σεπτέμβριος