Κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ ἁγίου Κωνσταντίνου τοῦ Μεγάλου, ἕνας ἅγιος ἅνθρωπος ὀνόματι ῎Αβαρος διέτρεχε τὶς περιοχὲς τῆς Μεσοποταμίας κηρύττοντας τὸ Εὐαγγελιο τῆς Σωτηρίας στοὺς συμπατριῶτες του. Μία ἡμέρα ποὺ βρισκόταν στὴν ἀγορὰ ἔπεσε στὴν ἀντίληψή του ἕνα νέο ἀγόρι μὲ τὸ ὅνομα Δομέτιος ποὺ ἐπιδιδόταν μὲ ζῆλο στὴν μελέτη τῆς θρησκείας καὶ τὸν προέτρεψε νὰ ἀποστραφέι τὴν λατρεία τῶν εἰδώλων γιὰ νὰ γνωρίσει τὴν ἀλήθεια. ῾Η πίστη, ποὺ τόσο συγγεχυμένα ἀναζητοῦσε μέχρι τότε, κέρδισε τὸν Δομέτιο καὶ ζήτησε νὰ καταρτισθεῖ κοντὰ σὲ χριστιανούς, ἐκεῖνοι ὅμως ἀρνήθηκαν νὰ ἀποκαλύψουν τὰ μυστήριά τους σὲ ἕναν εἰδωλολάτρη. Προσπάθησε μάλιστα νὰ πείσει τοὺς γονεῖς του νὰ ἀπαρνηθοῦν τὸ πῦρ καὶ τὰ εἴδωλα, ματαίως ὅμως. ῎Ετσι μολις ἐνηλικιώθηκε ἐγκατελιειψε τὴν πατριδα του γιὰ νὰ μεταβεῖ στὴν Νίσιβη, στὴν μεθόριο τῆς Ρωμαϊκῆς καὶ τῆς Περσικῆς Αὐτοκρατορίας, ὅπου καὶ ἔλαβε τὸ ἅγιο Βάπτισμα.
Εἰσῆλθε ἀμέσως σὲ ἕνα μοναστήρι τῆς πολῆς καὶ ἐπιδόθηκε μὲ δίψα στὴν μελέτη τῆς ῾Αγίας Γραφῆς. ῾Ο Λόγος τοῦ Θεοῦ ἔγινε γι’ αὐτὸν ἡ βρώση καὶ ἡ πόση του, σὲ σημέιο ὥστε παραμελοῦσε νὰ πάει στὴν τράπεζα μαζί μὲ τοὺς ἄλλους μοναχοὺς ποὺ ἄρχισαν νὰ τρέφουν γι’ αὐτὸν αἰσθήματα ζηλοφθονίας καὶ περιφρόνησης. ῾Ο Δομέτιος, φοβούμενος νὰ γίνει αἰτία σκανδάλου καὶ διαίρεσης, ἐγκατέλειψε νύχτα τὸ μοναστήρι. Στὸν δρόμο τοῦ ἐπιτέθηκε μία ἀγελη λύκων, ἀπὸ τοὺς ὁποίους τὸν γλύτωσε ὁ Θεὸς καὶ τὸν ἐπανέφερε στὴν ρωμαϊκὴ ὁδὸ ποὺ διέσχυνε τὴν ἔρημο τῆς Συρίας. Προσκολλήθηκε σὲ μία ὁμάδα χριστιανῶν ποὺ πήγαιναν στὴν Θεοδοσιούπολη γιὰ νὰ καταθέσουν τὶς προσφορές τους στὴν Μονὴ τοῦ ῾Αγίου Σεργίου. ῎Εχοντας κάνει ὅρκο νὰ μὴν γευθεῖ τροφὴ πρὶν εἰσέλθει σὲ μιὰ μοναχικὴ ἀδελφότητα, ἀρνιόταν νὰ συμφάγει μὲ τοὺς συντρόφους του, ἔτσι ποὺ οἱ τελευταίοι τὸν ὑποπτεύονταν γιὰ αἱρετικὸ ἢ Σαμαρίτη· μόλις ὅμως τοὺς ἐξήγησε τὸν λόγο τῆς συμπεριφορᾶς του αὐτῆς, τοῦ πρότειναν νὰ τὸν ὁδηγήσουν στὴν Μονὴ τοῦ ῾Αγίου Σεργίου. ῞Οταν ἔφθασαν κοντὰ στὴν πολη καθὼς νύχτωνε, κάποιος ἄνθρωπος μὲ εὐσεβῆ ἐμφάνιση παρουσιάστηκε σ᾽ αὐτοὺς καὶ τοὺς πρότεινε νὰ τοὺς προσφέρει κατάλυμα στὸ σπίτι του. Καθὼς τοὺς ὁδηγοῦσε σὲ ἕναν τόπο ἄγριο καὶ περιβαλλόμενο ἀπὸ γκρεμούς, ὁ Δομέτιος κατάλαβε ὅτι ἐπρόκειτο γιὰ ἕναν δοῦλο τοῦ Σατανᾶ καὶ τὸν ἔδιωξε μὲ τὴν προσευχή του. Φθάνοντας σῶοι καὶ ἀβλαβείς στὴν πολη, παρεκάλεσε τοὺς συνοδοιπόρους του ποὺ ἑτοιμάζονταν νὰ κάνουν γνωστὸ τὸ θαῦμα αὐτό, νὰ τηρήσουν σιωπή. ῎Εφθασαν, τέλος, χωρὶς χρονοτριβὴ στὴν Μονὴ τοῦ ῾Αγίου Σεργίου ὅπου κατέθεσαν τὶς προσφορές τους καὶ ἔγιναν δεκτοὶ ἀπὸ τὸν ἀρχιμανδρίτη Οὐρβελ (ἢ Νουρβέλ), ἄνθρωπο εὐσεβῆ, ὁ ὁποίος γιὰ ἑξήντα πέντε χρόνια δὲν εἶχε γευθεῖ μεγειρεμένη τροφή, οὔτε εἴχε πλαγιάσει ἢ καθήσει, ἀλλὰ κοιμόταν ὄρθιος, στηριγμένος στὸ ραβδί του. Κατὰ τὴν συνομιλία ποὺ εἴχαν, ὁ Δομέτιος σιγοῦσε καὶ κοίταζε μὲ θαυμασμὸ αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ. ῾Ο Οὐρβὲλ διέβλεψε ὅτι τὸν έίχε στεῖλει ὁ Θεὸς καὶ ἔδωσε ἐντολὴ νὰ γίνει ἀμέσως δεκτὸς στὴν ἀδελφότητα. ᾽Ακολουθώντας τὶς διδαχὲς τοῦ πνευματικοῦ πατέρα του καὶ συμμορφωνόμενος κυρίως μὲ τὴν ἰσάγγελη πολιτεία του καὶ τὴν ἀδιάλειπνο προσευχή του, ὁ ἅγιος Δομέτιος πρόκοψε γρήγορα, πηγαίνοντας ἀπὸ ἀρετὴ σὲ ἀρετή, ἐπεκτεινόμενος ὄλος ἔμπροσθεν, μὲ σκοπὸ τὸ βραβείο ποὺ ὁ Θεὸς ἐπιφυλάσσει σὲ ἐκείνους ποὺ τὸν ἀγαποῦν.
Μετὰ ἀπὸ δεκαοκτὼ χρόνια χειροτονήθηκε παρὰ τὴν θέλησή του διάκονος ἀπὸ τὸν ἐπίσκοπο Θεοδοσιουπολεως, ᾽Ιάκωβο, ποὺ ἐπισκέφθηκε τὸ μοναστήρι. Τρείς Κυριακὲς στὴν σειρά, ἐνῶ διακονοῦσε στὸ θυσιαστήριο, ἔβλεπε ἕνα λευκὸ περιστέρι νὰ φτερουγεῖ πάνω ἀπὸ τὸ ἅγιο ποτήριον καὶ προσπάθησε νὰ τὸ ἀπομακρύνει ἀπὸ φόβο μήπως ρίψει κάτω τὰ τίμια Δῶρα, πρὸς μεγάλη κατάπληξη τοῦ Γέροντός του ποὺ δὲν κρίθηκε ἄξιος αὐτοῦ τοῦ ὁράματος. Κατανοώντας ὅτι ὁ μαθητής του εἴχε κληθεῖ ἀπὸ τὸν Θεό, ὁ ἀρχιμανδρίτης κάλεσε τότε τὸν χωρεπίσκοπο Γαβριὴλ καὶ μ’ ἕνα τέχνασμα προήγαγε τὸν Δομέτιο στὴν ἱερωσύνη. Μόλις ὅμως ὁ ἅγιος ἔμαθε ὅτι ἤθελαν νὰ τὸν ὁδηγήσουν στὴν πολη, ἔφυγε κρυφὰ ἀπὸ τὸ μοναστήρι καὶ μπῆκε στὴν δούλεψη μιᾶς ὁμάδας καμηλιέρηδων ποὺ πήγαιναν στὴν Κύρο τῆς Συρίας.
᾽Αντικρίζοντας τὸν περίφημο ναὸ τῶν ῾Αγίων Κοσμᾶ καὶ Δαμιανοῦ ποὺ βρισκόταν κοντὰ στὴν Κύρο, ὁ ἅγιος ἀποχαιρέτησε τοὺς συνοδοιπόρους του καὶ πέρασε ἐκεί πολλὲς ἡμέρες καὶ νύχτες προσευχόμενος. ῾Η συμπεριφορά του τράβηξε τὴν προσοχὴ ἑνὸς ἀρρώστου ποὺ βρισκόταν ἐκεί περισσότερο ἀπὸ ἕναν μήνα, καὶ διὰ τῆς προσευχῆς τοῦ ἁγίου Δομετίου βρῆκε τὴν ἰατρεία του. ῾Ο ἄνθρωπος ἔσπευσε νὰ διαλαλήσει τὴν ἀρετὴ τοῦ εὐεργέτη του κι ἔτσι ὁ ἅγιος ὑποχρεώθηκε νὰ φύγει πάλι καὶ ἀποσύρθηκε ὀκτὼ μίλια βόρεια τῆς βασιλικῆς τῶν ῾Αγίων ᾽Αναρτύρων, σὲ ἕναν ἄνυδρο καὶ βραχώδη λόφο, ὅπου ἔμεινε δύο χρόνια, ἄγωστος στοὺς ἀνθρώπους καὶ τρεφόμενος μὲ ἄγρια χόρτα. Μία ἡμέρα ποὺ ἔκανε μεγάλη ζέστη, μετέβη στὴν πηγὴ ποὺ τοῦ παρείχε τὸ ἀπαραίτητο νερὸ καὶ βρῆκε ἐκεί μιὰ συντροφιὰ ἀπὸ πλύστρες, μία ἀπὸ τὶς ὁποίες ἔδειξε ἀπέναντί του ἄσεμνη συμπεριφορά. ᾽Απομακρύνθηκε ἀμέσως ἀπὸ κεί καὶ μὲ τὴν προσευχή του ἔκανε νὰ στερέψει ἡ πηγή. Οἱ χριστιανοὶ τοῦ τόπου ἦλθαν τότε νὰ ζητήσουν ἀπὸ τὸν ἅγιο συγχώρεση μὲ ἐπικεφαλῆς τὸν κλῆρο καὶ πέτυχε ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ ξανατρέξουν τὰ νερά.
῎Εκτοτε οἱ κάτοικοι τῆς περιοχῆς ἀπέκτησαν τὴν συνήθεια νὰ ἔρχονται νὰ ζητήσουν τὴν εὐλογία τοῦ ἐρημίτη. Μία χειμωνιάτικη ἡμέρα, ἕνας βεδουίνος τὸν ὁποίο εἴχε δεχθεῖ ὁ ἅγιος Δομέτιος πρότεινε σ’ αὐτὸν νὰ τοῦ κτίσει ἕνα κατάλυμα γιὰ νὰ τὸν προστατεύει ἀπὸ τὶς ἀντίξοες καιρικὲς συνθῆκες. ῾Ο ἅγιος ἀρνήθηκε, ἀλλὰ τὴν ἑπόμενη νύχτα μία χιονοθύελλα τὸν σκέπασε ὁλόκληρο στὴν σχισμὴ ποὺ κοιμόταν καὶ μόνο μετὰ ἀπὸ πυρετώδεις ἀναζητήσεις ὁ βεδουίνος κατάφερε νὰ τὸν ἀνασύρει καὶ νὰ τὸν φέρει στὴν σκηνή του γιὰ νὰ τὸν συνεφέρει
῾Ο ἅγιος ἔμεινε τρία χρόνια στὸ βουνό, ἐκτεθειμένος στὴν ὕπαιθρο σὲ ὅλες τὶς καιρικὲς ἀντιξοότητες. Οἱ κατοικοι τῆς περιοχῆς βλέποντας τὶς δυνάμεις του νὰ σώνονται, κατάφεραν νὰ τὸν πείσουν νὰ ἀποσυρθεῖ σὲ μία σπηλιὰ ποὺ λάξεψαν γι’ αὐτὸν στὸν βράχο. Προσκαρτέρησε ἐκεί στὴν προσευχὴ γιὰ πολλὰ χρόνια, δεχόμενος ὅλους ὅσοι προσέρχονταν κοντά του, θεραπεύοντας στὸ ῎Ονομα τοῦ Χριστοῦ τὰ σωματικὰ καὶ πνευματικὰ πάθη τους καὶ μὲ τὴν φωτεινὴ διδασκαλία του γυρίζοντας πολλοὺς εἰδωλολάτρες ἀπὸ τὴν πλάνη στὴν ἀληθινὴ Πίστη.
῞Οταν ὁ αὐτοκράτορας ᾽Ιουλιανὸς ὁ Παραβάτης περνοῦσε ἀπὸ τὴν περιοχὴ κατὰ τὴν ἐκστρατεία του ἐναντίον τῶν Περσῶν, κατὰ τὴν ὁποία ἔμελλε νὰ βρεῖ τὸν θάνατο (363), ἄνθρωποι διεφθαρμένοι ποὺ φθονοῦσαν τὸν ἅγιο Δομέτιο γιὰ τὴν μεγάλη του φήμη τὸν κατέδωσαν στὸν τύραννο ὡς ἀγύρτη ποὺ ἰσχυριζόταν ὅτι μιλοῦσε στὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ. ῾Ο ἡγεμόνας τοὺς δἱέταξε νὰ συλλάβουν τὸν ἅγιο ἐρημίτη καὶ αὐτοὶ σπεύδοντας ἀμέσως στὴν σπηλιά του τὸν βρῆκαν μας μὲ δύο παιδιὰ ποὺ ἦσαν ἀφιερωμένα ἀπὸ τοὺς γονέις τους στὸν Θεό, καθὼς εἴχαν γεννηθεί χάρις στὶς προσευχές του. Τοὺς πρόσταξαν νὰ πᾶνε στὴν ρωμαϊκὸ ὁδὸ γιά νὰ τιμίσουν τὸν αὐτοκράτορα καθὼς θὰ περνοῦσε, ἀλλὰ ὁ ἅγιος δὲν τοὺς ἔδωσε καμμία σημασία καθὼς ἦταν ἀπορροφημένος στὴν προσευχή. ῞Ορμησαν τότε ἐπάνω του καὶ τὸν θανάτωσαν μαζί μὲ τοὺς μαθητές του λιθοβολώντας τους μὲ τόσο πολλές πέτρες ποὺ ἔφραξαν τὴν εἴσοδο τῆς σπηλιᾶς.
῾Ο τόπος σύντομα λησμονήθηκε, ἀκόμη καὶ ἀπὸ ἐκείνους ποὺ τὸν θαύμαζαν, καὶ ἔτσι τὴν σπηλιὰ κάλυψαν καλαμιές. Δύο χρόνια ἀργότερα μία καμήλα ποὺ ἕνας ἔμπορος εἶχε ἀφήσει νὰ βόσκει ἔξω ἀπὸ τὸν δρόμο, περιπλανήθηκε καὶ ἔσπασε τὸ πόδι της. Καθὼς τὸ ζῶο προσπαθοῦσε νὰ συρθεῖ, ἔχωσε τὸ σπασμένο πόδι του στὸ ἄνοιγμα τῆς σπηλιᾶς καὶ ἀμέσως γιατρεύτηκε. Μετὰ τὸ θαῦμα οἱ ἄνθρωποι καθάρισαν τὸν τόπο καὶ βρῆκαν τὰ λείψανα τοῦ ἁγίου Δομετίου καὶ τῶν συνασκητῶν του, τὰ ὁποία μετέφεραν μὲ τιμὴ σὲ μία κοντινὴ ἐκκλησία.
Νέος Συναξαριστῆς Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου