1.Ὁ Μάγος
Ὁ Ἅγιος Κυπριανὸς γεννήθηκε τὸ 211μ.Χ. περίπου στὴν Καρχηδόνα. Ἡ Καρχηδόνα ἤτανε παράλια πόλη τῆς Βόρειας Ἀφρικῆς. Ὁ Κυπριανὸς κατήγετο ἀπὸ μεγάλη καὶ πλούσιαν οἰκογένεια Συγκλητικῶν. Ἤτανε καὶ πολὺ ἔξυπνος καὶ ἐπιμελὴς στὰ γράμματα. Πῆρε γι’ αὐτὸ τὸ λόγο σπουδαίαν μόρφοση καὶ εἶχε κάνει λαμπρὲς σπουδές. Διακρίθηκε στὴ φιλοσοφία καὶ τὴ ρητορική. Ἐξάσκησε τὸ ἐπάγγελμα τοῦ δικανικοῦ ρήτορα καὶ ἀπόκτησε μεγάλη φήμη καὶ πολλὰ χρήματα. Δυστυχῶς ὅμως τὰ χρήματα τὰ πολλὰ τὸν ἔκαμαν νὰ ζῆ ζωὴ ἄνετη, ἐλεύθερη, ἀχαλίνωτη, ἀπολαυστικὴ καὶ ἠθικῶς ἐπιλήψιμη. Ἤτανε εἰδωλολάτρης καὶ μάλιστα πολὺ ἀφοσιωμένος στὴ λατρεία τῶν εἰδώλων. Τὸ εἰδωλολατρικὸ περιβάλλον τὸν ἔσπρωχνε στὴν ἄτακτη ἐκείνη ζωή. Τὸ χειρότερο ὅμως ἦταν, ὅτι εἶχεν ἐπιδοθῆ καὶ στὴ μαγεία. Ἀσχολεῖτο πολὺ μὲ τὴν μαγικὴ τέχνη, ἡ ὁποία εἶχε πέραση τὴν ἐποχὴ ἐκείνη, λόγο τῆς εἰδωλολατρίας. Εἶχε καταστῆ διάσημος μάγος τῆς ἐποχῆς του. Πῆγε μάλιστα καὶ στὴ Ἀντιόχεια, ποὺ ἄκμαζε τότε στὰ γράμματα καὶ μὲ τὴν ὀνομασία “Συριάδες Ἀθῆναι”, ἔδειξε τὶς ἱκανότητές του. Πῶς ὅμως ἀπὸ εἰδωλολάτρης καὶ μάγος, ἔφτασε νὰ γίνη Χριστιανὸς καὶ Ἅγιος; Σ’ αὐτὸ συντέλεσε τὸ παρακάτω γεγονός…
2.Ἡ Παρθένος Ἰουστίνα
Ἀπὸ τὴν Ἀντιόχεια κατήγετο ἡ Ἁγία Ἰουστίνα. Αὐτὴ ἤτανε κόρη ἑνὸς ἱερέα των εἰδώλων ποὺ ὀνομαζότανε Αἰδέσιος. Ἡ Ἰουστίνα εἶχε μὲν καλὴ καρδιὰ καὶ προαίρεση, ἀλλὰ σὰν εἰδωλολάτρισσα, ποὺ ἤτανε κι ἐκείνη στὴν ἀρχή, εἶχε πολλὰ ἀγκάθια, διότι ἀκολουθοῦσε τὴν ἀσέβεια τῶν γονιῶν της. Ὅσο μεγάλωνε στὴν ἡλικία, τόσο γινώτανε καὶ πιὸ γνωστική. Ἐπειδὴ δὲ ἤτανε καλοπροαίρετη, ὁ Θεὸς τὴ φώτισε, ὥστε νὰ βρῆ τὴν πραγματικὴ θεογνωσία, νὰ πιστέψη στὸν μόνο Ἀληθινὸ Θεὸ καὶ νὰ περιφρονῆ τὴν εἰδωλολατρικὴ θρησκεία.
Τὴν βοήθησε σ’ αὐτὸ πολὺ κι ἕνας διάκονος ἀπὸ τὴν Ἀντιόχεια, ποὺ ὀνομαζόταν Πραΰλιος. Ἀπὸ αὐτὸν ἄκουσε γιὰ τὴν ἐνανθρώπιση τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Αὐτὸς ἐξηγοῦσε τὸ Μυστήριο τῆς ἐνσάρκου οἰκονομίας, τὸ πὼς δηλαδὴ οἰκονόμησε ὁ Θεὸς τὰ πράγματα, γιὰ νὰ σώση τὸν κόσμο ἀπὸ τὸν θάνατο τῆς ἁμαρτίας, μὲ τὸ νὰ γίνη ἄνθρωπος καὶ νὰ πάρη στὸν ὦμο του τοὺς μετανοημένους. Ἐξηγοῦσε ἀκόμη πῶς γεννήθηκε, πὼς ἔζησε ὁ Κύριος, τί δίδαξε, ποιὰ ἦταν τὰ θαύματά Του, πὼς σταυρώθηκε, πὼς ἐτάφη καὶ τέλος πὼς ἀναστήθηκε.
Τ’ ἄκουσε αὐτὰ ἡ Ἰουστίνα καὶ στερεώθηκε στὴν Πίστη τοῦ Χριστοῦ. Ἐπιθυμοῦσε ὅμως νὰ διδαχθῆ φανερὰ τὴν χριστιανικὴ θρησκεία, ἀλλὰ ἐπειδὴ ἦταν νέα καὶ παρθένος, ντρεπότανε. Γι’ αὐτὸ πήγαινε κρυφὰ στὴν Ἐκκλησία, νὰ ἀκούει θεία λόγια. Δὲν πέρασε ὅμως πολὺς καιρὸς καὶ εἶπε στὴν μητέρα της τὴν Κληδονία: – Δὲν μοῦ λὲς μητέρα, γιατί πιστεύουμε σ’ αὐτοὺς τοὺς θεούς, ποὺ εἶναι ἀναίσθητοι καὶ χειροποίητοι; Ξέρεις τοὺς Γαλιλαίους (Χριστιανούς); Αὐτοὶ εἶναι σπουδαῖοι καὶ δυνατοί, διότι μόλις κανεὶς ἀπὸ αὐτοὺς φανεῖ, οἱ δικοί μας θεοὶ τρέμουν καὶ φεύγουν, σὰν κλέφτες. Καὶ εἶναι πράγματι κλέφτες, διότι κλέβουν τὴν τιμή, ποὺ πρέπει νὰ προσφέρουμε στὸν Θεὸ καὶ κολάζουν τὶς ψυχές μας.
Ἡ μητέρα της τ’ ἄκουσε αὐτά, ἀλλὰ δὲν σκόπευε ν’ ἀφήση τὰ εἴδωλα. Τὰ εἶπε ὅμως στὸν ἄντρα της. Κι’ αὐτό, γιατί φοβότανε μήπως ἐκεῖνος τὸ μάθη ξαφνικὰ καὶ σκοτώση τὴν κόρη του. Ὁ πατέρας της, ὁ Αἰδέσιος, ὅταν τ’ ἄκουσε, ἄρχισε νὰ ἀμφιβάλλη γιὰ τοὺς θεούς του. Ἦταν νύκτα καὶ ὅταν κοιμήθηκε, εἶδε τὸν Χριστὸ μέσα σ’ Ἀγγέλους. Τοῦ ἔκαμε νεῦμα καὶ τοῦ εἶπε:
– Ἔλα σὲ Μένα καὶ θὰ σοῦ χαρίσω τὴν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν.
Ὅταν ξύπνησε, δὲν ἤθελε καμμιὰ ἄλλη ἀπόδειξη, γιὰ νὰ πιστέψει στὸν Χριστό. Πῆρε, λοιπόν, τὴν γυναίκα του καὶ τὴν κόρη του Ἰουστίνα καὶ πῆγε στὸν Ἐπίσκοπο, ποὺ τὸν λέγανε Ὄκτατο. Ὁ Ἐπίσκοπος σὰν ἄκουσε τὴν ὀπτασία του, τὸν δέκτηκε καὶ ἔπειτα ἀπὸ λίγο τούς βάπτισε ὅλους.
Ὁ Αἰδέσιος, ὁ πατέρας τῆς Ἰουστίνας, χειροτονήθηκε καὶ ἀπὸ ἱερέας τῶν εἰδώλων, ἔγινε Ἱερέας τοῦ Θεοῦ τοῦ Ὑψίστου καὶ Ἱερουργὸς τῶν θείων Μυστηρίων. Ἔζησε ἔπειτα καθαρὴ καὶ θεάρεστη ζωή. Ἔζησε δὲ ἔτσι ἐνάμισυ χρόνο καὶ πῆγε στὸν Κύριο, τὸν Ὁποῖο ἀγάπησε ὁλόψυχα. Ἔπειτα ἀπὸ λίγο καιρὸ κοιμήθηκε καὶ ἡ μητέρα της Ἰουστίνας.
3. Τὰ μάγια τοῦ Κυπριανοῦ δὲν πιάνουν στὴν Ἰουστίνα
Ἡ παρθένος Ἰουστίνα, ἔμεινε, βεβαίως, ὀρφανὴ ἀπὸ πατέρα καὶ μητέρα, ἀλλὰ ἐπρόκοπτε κάθε ἡμέρα στὶς ἀρετές. Ἀφωσιώθηκε ὁλόψυχα στὸν Χριστὸ καὶ τὸ ἔργο Του. Ἔτρεχε στοὺς ἀρρώστους, ποὺ προσπαθοῦσε ν’ ἀνακουφίζη. Ἐργαζόταν μαζὶ μὲ ἄλλες κοπέλλες γιὰ νὰ τὶς κατηχῆ καὶ νὰ τὶς φέρει κοντὰ στὸν Χριστό. Διέδιδε παντοῦ τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ. Ἀπὸ ὅλες τὶς ἀρετὲς περισσότερο ὑπερεῖχε ἡ σεμνότητα καὶ ἡ ἁγνότητά της. Ἀγωνιζότανε νὰ κρατηθῆ ἀμόλυντη καὶ καθαρὴ ἀπὸ κάθε σαρκικὸ ρύπο καὶ ἔνοχο λογισμό. Ὁ φθονερὸς διάβολος δὲν μποροῦσε νὰ τὴν ἀφήση ἀπολέμητη. Καὶ νὰ τί τῆς ἔκαμε: Ὑπῆρχε τὴν ἐποχὴ ἐκείνη κάποιος νέος γραμματισμένος. Ἦταν ἀπὸ εὐγενῆ οἰκογένεια καὶ ἀρκετὰ πλούσιος. Δυστυχῶς ὅμως ἤτανε ἀκόλαστος καὶ ἀκράτητος στὶς σαρκικὲς ἡδονές. Αὐτὸς εἶδε ἐπανειλημμένος τὴν παρθένα Ἰουστίνα, ποὺ πήγαινε Ἐκκλησία. Πληγώθηκε τότε ἡ καρδιά του ἀπὸ τὸ κάλλος της, ἂν καὶ ἡ μακαρία ἐκείνη παρθένος, ἀγωνιζότανε νὰ μαραίνη τὴν ὀμορφιά της.
Ὁ νέος αὐτὸς τῆς ἔκανε νεύματα, τῆς ἔλεγε ἐπαίνους καὶ γλυκόλογα, τῆς πρότεινε νὰ τὴν πάρη γυναίκα του. Ἀλλὰ ἡ Ἰουστίνα εἶχε δοθῆ στὸν Νυμφίο Χριστὸ καὶ ἀπέκρουσε μ’ ἐπιμονὴ τὸν νεαρὸ Ἀγλαΐδα.
Ὁ Ἀγλαΐδας δὲν σταμάτησε ὡς ἐκεῖ. Μαζὶ μὲ μερικοὺς φίλους του, ἐπεχείρησε νὰ τὴν ἀπαγάγη βιαίως. Ἔτρεξαν ὅμως οἱ συγγενεῖς της ὁπλισμένοι καὶ ἐκεῖνος, ὅταν τούς εἶδε φοβήθηκε, κι ἔφυγε ντροπιασμένος.
Ἡ παρθένος, στὴν ἐπιμονὴ του τὸν ἔφτυνε καὶ τὸν ἀπέκρουε. Ἀλλὰ ὁ Ἀγλαΐδας καὶ πάλι δὲν ἀπογοητεύτηκε. Ἀπὸ τὸ πάθος τοῦ ἔρωτα ἔκανε κι ἄλλες πανουργίες κρυφά. Τέλος κατέφυγε στὸν μεγάλο τότε μάγο Κυπριανό, ὁ ὁποῖος, ὅπως εἴπαμε, εἶχε σπουδάσει τὴν φιλοσοφία καὶ τὴν μαγικὴ τέχνη στὴν ἐντέλεια, καὶ ὁ ὁποῖος βρισκόταν στὴν Ἀντιόχεια γιὰ νὰ δείξη τὶς ἱκανότητές του.
– Σὲ παρακαλῶ, τοῦ εἶπε ὁ Ἀγλαΐδας, θέλω νὰ κάμης μάγια, γιὰ νὰ πετύχω τὸν σκοπὸ μου. Θέλω ἡ Ἰουστίνα νὰ γίνη δική μου, καὶ γῶ θὰ σοῦ δώσω, ὅσα χρήματα καὶ χρυσάφι θέλεις. Ἀλλοιώτικα θ’ αὐτοκτονίσω (Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ἔγραψε ἐγκώμιο στὸν Μέγα Κυπριανό. Ἐκεῖ ἀναφέρει ὅτι ἐραστὴς τῆς Ἰουστίνης ἦταν αὐτὸς ὁ ἴδιος ὁ Κυπριανὸς καὶ ὄχι ἄλλος) .
Ὁ Κυπριανὸς τοῦ τὸ ὑποσχέθηκε. Πῆρε τότε τὰ μαγικά του βιβλία καὶ ἔκαμε τὰ μάγια του, καλώντας μαγικὰ πνεύματα. Κατόπιν, μὲ ἕνα δοχεῖο γεμάτο, ραντίσανε ἀπ’ ἔξω τὸ σπίτι τῆς παρθένου Ἰουστίνης. Ἤτανε δὲ βέβαιος, πὼς τὰ μάγια θὰ πιάσουν. Ἄλλωστε πίστευε ὅτι δὲν ὑπῆρχε κανένα ἔργο ποὺ νὰ μὴν μπορεῖ νὰ τὸ κάνει. Τὸ νὰ κάμη λοιπὸν μιὰ κοπέλλα νὰ ἀγαπήση ἕνα νέο, τὸ θεωροῦσε εὐκολώτατο. Κι ὅμως τὴν Ἰουστίνα δὲν τὴν πιάσανε τὰ μάγια του.
Τὰ μεσάνυχτα ἡ Χριστιανὴ παρθένος, ὅπως εἶχε συνήθεια κάθε βράδυ, ξύπνησε, γιὰ νὰ προσευχηθῆ. Αἰσθανότανε ὅμως κάτι περίεργες ἐπιθυμίες. Καὶ οἱ κακὲς αὐτὲς ἐπιθυμίες μέσα της ἄναβαν καὶ φούντωναν. Τότε αὐτὴ ἀντιστάθηκε στὶς ἐπιθυμίες καὶ πολεμοῦσε μὲ τὴν προσευχή. Ἔκαμε καὶ τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ, ποὺ εἶναι φοβερὸ ὅπλο ἐναντίον τῶν δαιμόνων. Μὲ αὐτὸν λοιπὸν τὸν τρόπον, ἀπαλλάχτηκε καὶ ἠρέμησε ἡ Χριστιανὴ κοπέλλα ἀπὸ τοὺς λογισμοὺς καὶ τὶς πονηρὲς ἐπιθυμίες. Ἐπειδὴ ὅμως εἶδε ὁ Κυπριανός, ὅτι δὲν πέτυχε τὸν σκοπό του, μεταχειρίσθηκε κι ἄλλες μαγεῖες. Ἔκαμε δηλαδὴ καὶ ἄλλα μάγια δυνατώτερα. Ἀλλὰ καὶ πάλι δὲν μπόρεσε νὰ κάμη τίποτε. Στὸ τέλος ἔβαλε ὅλες του τὶς μαγικὲς δυνάμεις. Κάλεσε τά μεγαλύτερα πονηρὰ πνεύματα καὶ ἰσχυρότερα, χωρὶς πάλι νὰ ἐπιτύχη τίποτε. Τελευταῖο ἀπ’ ὅλα ὁ σατανᾶς μὲ τὸν ὁποῖον εἶχεν συνεργασίαν καὶ ἐπικοινωνία ὁ Κυπριανός, μεταχειρίσθηκε τὸν ἑξῆς πανοῦργον τρόπον:
Παρουσιάσθηκε στὴν Ἰουστίνα σὰν καλὴ καὶ εὐσεβὴς γυναίκα. Κατάφερε δὲ νὰ πάρη τὴν παρθένο καὶ νὰ πᾶνε στὸ σπίτι της, γιὰ νὰ ἀλληλοβοηθοῦνται στὴν πνευματικὴ ζωὴ καὶ στὴν ἀρετή, σὰν καλὲς πνευματικὲς ἀδελφές.
Σὲ μιὰ ὅμως συζήτηση περὶ παρθενίας τῆς εἶπε μὲ τρόπο ἡ γυναίκα ἐκείνη:
– Γιὰ πές μου σὲ παρακαλῶ, ἂν ὅλες οἱ γυναῖκες ἔμεναν παρθένες, τότε κατ’ ἀνάγκη δὲν θὰ χανόντανε οἱ ἄνθρωποι ἀπὸ τὸν κόσμο;
Μόλις ἄκουσε αὐτὰ ἡ Ἰουστίνα, κατάλαβε τὴν πλεκτάνη τοῦ δαίμονα καὶ μὲ τὴν προσευχὴ καὶ τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ, τὸν ἔκαμε νὰ ἐξαφανισθῆ!!
4. Ὁ Κυπριανὸς μετανοεῖ
Ἡ ἀποτυχία αὐτὴ τοῦ Κυπριανοῦ, τὸν ἔκανε νὰ ἐξετάση τί ἤτανε αὐτὴ ἡ κοπέλλα ἡ Ἰουστίνα, ποὺ δὲν τὴν πιάνανε τὰ μάγια. Τότε ἔμαθε, ὅτι ἤτανε Χριστιανὴ καὶ μὲ τὴ δύναμη τοῦ Σταυροῦ συνέτριβε κάθε δαιμονικὴ ἐνέργεια. Τότε λοιπόν, ἐννόησε, ὅτι οἱ Χριστιανοί, ἔχουν μεγαλύτερη δύναμη ἀπὸ τὴν δική του. Καὶ ὅτι τοὺς πιστοὺς Χριστιανοὺς δὲν τοὺς πιάνουν τὰ μάγια. Παρακολούθησε κατόπιν καὶ αὐτὸς τὴν Ἰουστίνα καὶ θαύμασε τὴν ἀρετή της.
Τέλος ἀποφάσισε κι αὐτὸς νὰ προσέλθη σ’ αὐτὴ τὴν θρησκεία, ἡ ὁποία εἶχε τέτοια δύναμη καὶ ἡ ὁποία ἀναδεικνύει τόσον ἐνάρετους ἀνθρώπους.
Ὁ Κυπριανός, ἔβλεπε, ὅτι ἡ Ἐκκλησία καὶ πρὶν διὰ μέσου των ὀργάνων Της, ἔρριχνε τὰ δίχτυά Της, γιὰ νὰ τὸν τραβήξει στὴν Πίστη τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν ἀντέκρουε. Τώρα ὅμως ποὺ εἶδε ὅτι ἡ δύναμη τῶν πονηρῶν πνευμάτων, μὲ τὰ ὁποῖα συνεργαζόταν, ἦταν ἀνίσχυρη μπροστὰ στοὺς Χριστιανούς, ἀποφάσισε νὰ ἀρνηθῆ τὴν εἰδωλολατρία καὶ τὴν μαγικὴ τέχνη καὶ νὰ προχωρήση ὁριστικὰ στὸν Χριστιανισμό. Τὸν βοήθησε κι ἕνας Ἱερέας ὁ Καικίλιος, ἀπὸ τὸν ὁποῖον καὶ πῆρε τὸ ἴδιο ὄνομα κατὰ τὴν βάπτισή του σὰν Χριστιανὸς τώρα.
Μάζεψε ἔπειτα ὅλα τα μαγικά του βιβλία καὶ ὅλα τά εἴδωλα, τὰ ἀγάλματα τῶν εἰδωλολατρικῶν θεῶν. Τὰ ἔφερε καὶ τὰ ἔκαψε μπροστὰ στὸν Ἐπίσκοπο. Πώλησε ἔπειτα τὰ ὑπάρχοντά του καὶ τὰ χρήματα τὰ ἔδωσε στὴν Ἐκκλησία γιὰ τοὺς φτωχοὺς καὶ γιὰ τὶς ἀνάγκες Της. Ἀποτραβήχτηκε στὴ συνέχεια ἀμέσως στὴν μοναξιά. Δόθηκε στὴν μελέτη τῶν Ἁγίων Γραφῶν καὶ τῶν ἐκκλησιαστικῶν συγγραφέων. Περισσότερο προτιμοῦσε τὸν Τερτυλλιανό.
Πέρασε ἔτσι τὸ στάδιο τοῦ κατηχούμενου. Ἀναστέναζε καὶ ἔκλαιε γιὰ τὴν προηγούμενη τοῦ ἀμυαλωσύνη. Προσευχότανε ἀκατάπαυστα στὸ Θεό. Μούσκευε τό προσκέφαλό του ἀπὸ τὰ δάκρυα τῆς μετανοίας. Δὲν τολμοῦσε ν’ ἀναφέρη τ’ ὄνομα τοῦ Θεοῦ ἀπὸ ταπεινοφροσύνη, διότι σκεπτόταν τὶς ἁμαρτίες του, ποὺ εἶχε κάνει μπροστὰ στὰ μάτια τοῦ Θεοῦ.
Τὸ Μέγα Σάββατο τοῦ 246 μ.Χ. ὅλη τὴ νύχτα προσευχόταν καὶ ἔκλαιε. Τὸ πρωὶ πῆγε στὴν Ἐκκλησία. Στὸν ὄρθρο ἄκουσε τὸ ψαλμικὸ “Εἶδες Κύριε, μὴ παρασιωπήσης Κύριε, μὴ φύγεις ἀπ’ ἐμένα καὶ νὰ καταλαβαίνει τὸ παιδί μου τὸ ἀγαπητό, τὸ ὁποῖο εὐαρέστησα”. Ἐπίσης ἄκουσε κι ἐκεῖνο ποὺ λέει “Ὁ Χριστὸς μᾶς ἑξαγώρασε ἀπὸ τὴν κατάρα τοῦ νόμου, ἀφοῦ ἔγινε ὁ ἴδιος κατάρα γιὰ χάρη μας”.
Αὐτὰ ποὺ ἄκουσε, τοῦ δώσανε θάρρος, ὅτι ὁ Θεὸς τὸν δέχεται. Τότε εἰρήνευσε ἡ ψυχή του. Τὴν ἡμέρα τοῦ Μεγάλου Σαββάτου ἀξιώθηκε νὰ βαπτισθῆ. Ἤτανε 35 χρονῶν τότε, καὶ ἡ χαρὰ ποὺ αἰσθάνθηκε ἦταν ἀπερίγραπτη.
5. Χειροτονεῖται
Ἔπειτα ἀπὸ ἕνα μήνα, χειροτονήθηκε μὲ τὴ σειρὰ ἀναγνώστης, ὑποδιάκονος καὶ διάκονος. Δέχθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ θείαν ἔμπνευση καὶ δύναμη ἐναντίον τῶν παθῶν. Τοῦ δόθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ εἰδικὴ Χάρη ἐναντίων των δαιμόνων, νὰ λύνη δηλαδή τα μάγια καὶ νὰ διώχνη τοὺς δαίμονες, τοὺς ὁποίους εἶχε ὑπηρετήσει προηγουμένος. Οἱ εἰδωλολάτρες προσπαθήσανε μὲ τοὺς ἱερεῖς τους καὶ τοὺς λόγιούς τους νὰ τὸν ἀποσπάσουνε ἀπὸ τὴν νέα Πίστη του, ἀλλὰ ἡ Πίστη του στὸ Χριστὸ ἤτανε τόσο μεγάλη, ποὺ τοῦ εἶχε γεμίσει ὅλη του τὴ ζωὴ καὶ ὅλη του τὴν ὕπαρξη. Ἦταν ἕτοιμος, γιὰ τὴν Πίστη τοῦ Χριστοῦ ν’ ἀγωνισθῆ καὶ νὰ πεθάνη.
Ἐργαζότανε ἐντατικά, γιὰ τὴν ἐξάπλωση καὶ πιὸ πέρα. Μέσα στὴν πόλη της Καρχηδόνας δίδασκε τοὺς νέους ποὺ ποθοῦσαν μιὰ ἀνώτερη ἐπιστημονικὴ μάθηση. Σὲ συναθροίσεις, ποὺ γινόντανε μέσα στὰ σπίτια, ἀκουγότανε ἡ φωνή τοῦ Κυπριανοῦ, ποὺ παρακινοῦσε τοὺς πιστοὺς νὰ δοθοῦν ὁλόψυχα στὴν Πίστη του Χριστοῦ.
Ἕνα ἔτος μετὰ τὸ ἅγιο Βάπτισμα δέχεται, ἔπειτα ἀπὸ ἐπίμονη ἀπαίτηση ὅλων, νὰ γίνει ἱερέας. Τότε λοιπὸν ἔγινε καὶ ὁ καθημερινὸς διδάσκαλος τοῦ ποιμνίου του. Ο ἄμβωνας ἀστράπτει καὶ βροντᾶ. Κατακτᾶ καὶ στερεώνει τὶς ψυχὲς μὲ τὰ λόγια του, ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν πύρινη πίστη του. Ἔπειτα ἀπὸ δύο χρόνια, τὸ 248 μ.Χ., πέθανε ὁ Ἐπίσκοπος Καρχηδόνος Δονάτος. Ὅλοι ζητούσανε, γιὰ ἐπίσκοπο τὸν Κυπριανό. Ὁ Κυπριανὸς αἰσθανότανε, ὅτι ὑπῆρξε ἁμαρτωλὸς προτήτερα καὶ ὅτι πολύ τοῦ ἤτανε πού ἔγινε καὶ Ἱερέας. Βεβαίως, τὸ Βάπτισμα τὸν εἶχε καθαρίσει τελείως. Ἐκεῖνα τ’ ἁμαρτήματα, ποὺ εἶχε κάμει τότε, ἤτανε ἀσφαλῶς κωλύματα γιὰ τὴν Ἱερωσύνη καὶ γιὰ τὴν Ἀρχιερωσύνη. Ἀλλὰ ἐπειδὴ γίνανε πρὶν ἀπὸ τὸ Βάπτισμα ἤτανε καθαρὸς ἀπὸ αὐτά.
Γιὰ νὰ ἀποφύγη, λοιπόν, κρύφτηκε σ’ ἕνα φιλικό του σπίτι. Μαθέφτηκε ὅμως τὸ σπίτι ἐκεῖνο καὶ ὁ λαὸς ὤρμησε καὶ τὸ περικύκλωσε. Ἀπαιτοῦσε ἐπίμονα ἀπὸ τὸν Κυπριανὸ νὰ δεχτῆ τὴν Ἐπισκοπικὴ χρειροτονία.
– Ἐγὼ τοὺς ἔλεγε, εἶμαι νεόφυτος. Μόλις πρὶν δύο χρόνια βαπτίστηκα. Ἄλλωστε ὑπάρχουν ἄλλοι, ποὺ εἶναι ἀρχαιότεροι καὶ καλύτεροι ἀπὸ μένα. Αὐτοὺς νὰ κάνετε. Ὁ λαὸς ὅμως ἀπειλοῦσε νὰ τὸν ἁρπάξη διὰ τῆς βίας. Ἀναγκάστηκε στὸ τέλος νὰ ἐνδώση. Καὶ σὲ ἡλικία 37 χρονῶν χειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος Καρχηδόνας.
6. Ἡ δράση του
Καταγίνεται τώρα, σὰν Ἐπίσκοπος, καὶ ἐκτελεῖ μὲ πολὺ ζῆλον τὰ ποιμαντικά του καθήκοντα. Μὲ τὴ δύναμη τῶν λόγων του, μὲ τὶς ἐπιστολές του, καὶ μὲ τὸν θεοφιλῆ καὶ ἐνάρετο βίον του ὁδήγησε ἀναρίθμητους ἄπιστους στὸν Χριστό. Τότε καὶ τὴν εὐγενῆ παρθένον Ἰουστίνα, τὴν ἔκαμε διάκονο τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὴ προτήτερα λεγόταν Ἰούστα, ἀλλὰ κατὰ τὴν χειροτονία της, τῆς δόθηκε τὸ ὄνομα Ἰουστίνα καὶ τὴν συναρίθμησε μὲ τοὺς διακόνους τῆς Ἐκκλησίας. Τὴν ἔκαμε μάλιστα καὶ ἡγουμένη τῶν ἀσκητριῶν τῆς Καρχηδόνας, κι αὐτὴ τοὺς φερότανε σὰν μητέρα τοὺς.
Ἡ φήμη τοῦ Κυπριανοῦ ξαπλώθηκε, ὄχι μόνο στὴν Καρχηδόνα, ἀλλὰ καὶ σ’ ὅλη τὴ Δύση καὶ τὴν Ἀνατολή. Ἔπειτα ἀπὸ δύο χρόνια, ἀπὸ τότε ποὺ ἔγινε Ἀρχιερέας, τὸ 250μ.Χ. ξέσπασε ἐναντίων τῶν Χριστιανῶν τῆς Καρχηδόνας ὁ διωγμὸς ἀπὸ τὸν Δέκιο.
Στὰ ἀμφιθέατρα τῆς Καρχηδόνας ἔριχναν τοὺς Χριστιανοὺς οἱ εἰδωλολάτρες στὰ ἄγρια θηρία γιὰ νὰ τοὺς ἐξαλείψουν μ’ αὐτὸν τὸν ἀπάνθρωπο τρόπο.
“Καὶ ὁ Κυπριανὸς νὰ ριχτὴ στὰ λιοντάρια”.
Οἱ ἀρχὲς τὸν ζητούσανε παντοῦ, ἀλλὰ δὲν τὸν εὕρισκαν. Ὁ Κυπριανὸς κατέφυγε κάπου καὶ ἀπὸ ἐκεῖ ἔδινε τὶς ὁδηγεῖες του. Κρύφτηκε ὄχι διότι φοβότανε τὸν θάνατο ποὺ θὰ τοῦ ἔδινε τὸ ἀμάραντο στεφάνι τοῦ μαρτυρίου, ἀλλὰ διότι εἶχε ὑπόψιν του ἐκεῖνο ποὺ εἶπε ὁ Κύριος “Ὅταν ἀπὸ μιὰ πόλη σᾶς καταδιώκουν νὰ φεύγετε στὴν ἄλλη”. Ἀπὸ ἐκεῖ, ὅπως εἴπαμε, σὰν καλὸς ποιμένας, φρόντιζε γιὰ τὸ ποίμνιό του. Τὸ στήριζε συνεχῶς μὲ τὶς ἐπιστολές του. Ἀπὸ ἐκεῖ ἐπίσης ἀγωνιζόταν γιὰ νὰ ἐξαλείψη ἐξ ὁλοκλήρου τό πνεῦμα τῆς εἰδωλολατρίας. Ὁ Κυπριανὸς μετὰ ἀπὸ περισσότερο ἀπὸ ἕνα χρόνο ἐπέστρεψε στὴν Καρχηδόνα, τὸ 251 μ.Χ. μετὰ τὸ Πάσχα.
7. Στὸν καιρὸ τῆς πανώλης
Τὸ 252 μ.Χ. ἐξερράγη νέος διωγμὸς ἐναντίον τῶν Χριστιανῶν, ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα Γάλλο. Οἱ Χριστιανοὶ φυλακίζονταν καὶ βασανίζονταν σὲ σκληρὰ μαρτύρια. Ὁ Κυπριανὸς νουθετοῦσε τοὺς πιστοὺς καὶ τοὺς παρακινοῦσε νὰ σκέφτονται μόνο τὴν οὐράνια δόξα καὶ νὰ θέλουν τὰ μαρτύρια ἀπὸ τὰ ξίφη, τὶς φωτιὲς καὶ τὰ θηρία. Αὐτά, ἔλεγε, μᾶς φέρνουν τὴν μακαριότητα. Μὲ μεγάλο, ἀλλὰ πρόσκαιρο πόνο, μᾶς χαρίζουν τὴν αἰώνια Βασιλείαν τῶν Οὐρανῶν.
Συγχρόνως μὲ τὸν διωγμό, προέκυψε καὶ ἡ ἐπιδημία τῆς ἀνίατης τότε ἀσθένειας πανώλης. Συμφωρὰ μεγάλη! Πέθαιναν κατὰ χιλιάδες στὴν Καρχηδόνα. Οἱ ἀνθρῶποι φεύγανε ἀπὸ τὴν πόλη γιὰ νὰ σωθοῦνε. Ἄλλοι πέφτανε στοὺς δρόμους καὶ στὰ σπίτια τοὺς μισοπεθαμένοι. Κανένας δὲν τοὺς κοίταζε. Κανένας δὲν φρόντιζε τοὺς ἀσθενεῖς. Κανένας δὲν ἔθαβε τὰ πτώματα, τὰ ὁποῖα σάπιζαν μέσα στὴν πόλη καὶ τὴν γεμίζανε μὲ φρίκη καὶ μολυσμό.
* * *
Τότε ὁ Κυπριανός, μάζεψε τοὺς Χριστιανοὺς καὶ τοὺς εἶπε νὰ δείξουν τὴν χριστιανικὴ τοὺς Ἀγάπη. Νὰ τὴν δείξουν ὄχι μόνο στοὺς ἄλλους Χριστιανοὺς ἀλλὰ καὶ στοὺς διῶκτες καὶ ἐχθρούς τους, τοὺς εἰδωλολάτρες. Πράγματι οἱ Χριστιανοὶ συγκέντρωσαν χρήματα καὶ προμήθειες καὶ μὲ αὐτοθυσία ριχτήκανε στὴν περιποίηση τῶν ἀρρώστων καὶ τὴν ταφὴ τῶν νεκρῶν, χωρὶς νὰ φοβοῦντε μὴν κολλήσουν κι αὐτοὶ τὴν ἀνίατη αὐτὴ ἀρρώστια. Καὶ ὅπως τοὺς εἶπε ὁ Κυπριανός, περιποιοῦνταν ὄχι μόνο τοὺς Χριστιανούς, ἀλλὰ καὶ τοὺς διῶκτες τους, τοὺς εἰδωλολάτρες. Κινούμενοι ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ δὲν φοβοῦνταν τὸν θάνατο. Βοηθούσανε ὅλους ἀνεξαιρέτος πιστοὺς καὶ ἄπιστους. Τί ὕψος ἀγάπης! Αὐτὴ τὴν ἀγάπη μόνο στοὺς ὀπαδούς του Χριστοῦ τὴ βρίσκει κανείς. Πουθενὰ ἀλλοῦ! Αὐτὴ ἡ στάση τῶν Χριστιανῶν ἔκαμε καὶ αὐτοὺς τοὺς ἐθνικοὺς νὰ θαυμάσουν καὶ νὰ τοὺς ἐκτιμήσουνε.
* * *
Κάποτε πολλοὶ ληστὲς μπήκανε στὴν χώρα τῆς Νομαδικῆς. Συλλάβανε πολλοὺς Χριστιανοὺς καὶ τοὺς πήρανε αἰχμαλώτους. Οἱ Ἐπισκόποι εἰδοποίησαν γιὰ τοῦτο το συμβὰν τὸν Κυπριανὸν στὴν Καρχηδόνα. Ἐκεῖνος τότε παρακίνησε τοὺς Χριστιανοὺς καὶ ὅλοι συνείσφεραν γιὰ τὴν ἀπελευθέρωση τῶν αἰχμαλώτων. Συγκεντρώθηκε ἔτσι ἕνα μεγάλο ποσό. Μὲ αὐτὸ ἐξαγοράσανε τοὺς αἰχμαλώτους.
8. Ἀντιμέτωπος μὲ τὸν Πάπα
Ὁ Κυπριανὸς ἀντιστάθηκε καὶ στὸν Πάπα Στέφανο. Ὁ Πάπας ὑποσύριζε, ὅτι το Βάπτισμα τῶν αἱρετικῶν εἶναι ἔγκυρο. Οἱ Ἐπίσκοποι ὅμως τῆς Ἀνατολῆς ὑποστηρίζανε, ὅτι εἶναι ἄκυρο καὶ ὅτι, ὅσοι εἶναι βαπτισμένοι ἀπὸ αἱρετικούς, νὰ ξαναβαπτίζωνται. Ὁ Κυπριανὸς συμφωνοῦσε μὲ τὴν γνώμη τῶν Ἀνατολικῶν καὶ ὄχι τοῦ Πάπα.
Ὁ Πάπας ἤθελε νὰ ἀφορίση τὸν Κυπριανό. Τότε ὁ Κυπριανὸς συγκάλεσε τρεῖς τοπικὲς Συνόδους στὴν Καρχηδόνα: Τὴν πρώτη, τὸ 255μ.Χ. τὴν δεύτερή τοό 258μ.Χ. καὶ τὴν τρίτη πάλι τὸ ἴδιο ἔτος. Ἡ κάθε μιὰ μὲ συμμετοχὴ 30, 79 καὶ 87 Ἐπισκόπων ἀντίστοιχα. Στὴν τρίτη Σύνοδο βγῆκε κανόνας, ποὺ ὁρίζει, ὅτι ὅλοι οἱ βαπτισμένοι ἀπὸ αἱρετικοὺς πρέπει νὰ ξαναβαπτίζωνται. Διότι τὸ βάπτισμα τῶν αἱρετικῶν εἶναι ἄκυρο. Αὐτὸ ἦταν ἀντίθετο ἀπὸ ἐκεῖνο ποὺ ὑπεστήριζε ὁ Πάπας, ἀλλὰ ὁ Κυπριανὸς κοίταζε τὴν Ὀρθοδοξία καὶ ὄχι τί θὰ πῆ ὁ Πάπας. Δὲν τὸν ἀναγνώριζε βλέπετε, ἀπὸ τότε ἀλάθητο τὸν Πάπα οὔτε σὰν παγκόσμιο Ἐπίσκοπο. Τὸν ἐλέγχει μάλιστα γιὰ “τὸ σκληρὸν πεῖσμα τοῦ ἀδελφοῦ μας Στεφάνου”.
9. Ὁ Κυπριανὸς καὶ ἡ Ἰουστίνα ἀπτόητοι στὰ μαρτύρια
Τὸ 257 μ.Χ. ὁ αὐτοκράτωρας Οὐαλεριανὸς κίνησε νέον διωγμὸ ἐναντίων των Χριστιανῶν. Τὸν Κυπριανὸν τὸν ἐξώρισε στὴν ἐπαρχιακὴ πόλη Κούροβιν. Μόλις ἄλλαξε ὁ ἀνθύπατος τῆς Καρχηδόνας, ὁ Κυπριανὸς ἐπανῆλθε ἀπὸ τὴν ἐξορία, πρὸς μεγάλη χαρὰ τοῦ ποιμνίου του.
Ἔπειτα ἀπὸ λίγο μερικοὶ σατανοκίνητοι καὶ ἀσεβεῖς καταγγείλανε τὸν Ἅγιο. “Ο Κυπριανὸς εἶπαν, μὲ τὶς μαγεῖες του, μὲ τοὺς λόγους του καὶ μὲ τὰ γραφόμενά του, πείθει τοὺς ἀνθρώπους ν’ ἀρνοῦνται τοὺς μεγάλους θεούς. Αὐτὸς πιστεύει στὸ Χριστὸ καὶ βρίζει ἄφοβα καὶ περιγελᾶ τοὺς θεούς μας.” Ὁ ἀνθύπατος διέταξε τότε νὰ φέρουν τὸν Κυπριανὸ στὴν πόλη Ἰτήκην, ὅπου βρισκόταν, γιὰ νὰ τὸν δικάση. Ὁ Κυπριανὸς ὅμως κρύφτηκε καὶ δὲν πῆγε. Ἤθελε νὰ χύση τὸ αἷμα του στὴν Καρχηδόνα, στὴν Ἐκκλησία καὶ στὸν τόπο, ὅπου ἔχυσε τόσους ἱδρῶτες καὶ ἐκοπίασε γιὰ τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ τόσο πολύ. Γι’ αὐτό, ὅταν κατόπιν γύρισε ὁ ἀνθύπατος στὴν Καρχηδόνα, ὁ Κυπριανὸς παρουσιάσθηκε αὐθορμήτως μπροστά του. Μαζί του ἐπίσης παρουσιάσθηκε καὶ ἡ παρθένος Ἰουστίνα. Ἤτανε ἀποφασισμένοι νὰ μαρτυρίσουν. Ἡ Ἰουστίνα μὲ τὴν καθοδήγηση τοῦ Κυπριανοῦ εἶχε ἀναλώσει τὴν ζωὴ της στὴν ὑπηρεσία τοῦ Χριστοῦ καὶ τοῦ πλησίον. Ἰδιαίτερα εἶχε ἐργασθεῖ γιὰ τὴν ἁγνότητα τῶν παρθένων καὶ τὴν ἐξάπλωση τοῦ Χριστιανισμοῦ.
Ὁ Τύραννος κάθισε στὸ βῆμα καὶ εἶπε στὸν Κυπριανό:
– Ἐσὺ εἶσαι ὁ διδάσκαλος τῶν Χριστιανῶν; Καὶ ἀφοῦ ἤσουνα Ἐθνικὸς προτήτερα, πῶς τώρα κηρύττεις τὸν Ἐσταυρωμένον;
– Ἐγώ, τοῦ ἀποκρίθηκε ὁ Ἅγιος, εἶχα μεγάλο ζῆλο προτήτερα στὴ σπουδή. Διάβασα πολὺ τὴν φιλοσοφία καὶ ὅλες τὶς ἄλλες ἐπιστῆμες, καθὼς καὶ τὰ μαγικὰ βιβλία. Δὲν βρῆκα ὅμως καμμιὰ ὠφέλεια πραγματικὴ ἀπὸ ὅλα αὐτά. Στὴ συνέχεια τοῦ διηγήθηκε πῶς ἔγινε Χριστιανὸς μὲ τὴν ὑπόθεση τῆς Ἰουστίνας. Ἐπειδὴ λοιπόν, τοῦ εἶπε, οἱ δαίμονες φοβοῦνται τὸν Ἐσταυρωμένον καὶ ἐπειδὴ τὰ εἴδωλά σας εἶναι ἀπάτη καὶ ψέμα καὶ ἕνας μόνο εἶναι ὁ Ἀληθινὸς Θεός, ὁ Χριστός, ποὺ μπορεῖ νὰ σώση τὸν ἄνθρωπο, γι’ αὐτὸ καὶ γῶ, πίστεψα καὶ πιστεύω στὸ Χριστό!
Καὶ ἡ Ἰουστίνα ἐπίσης, ὁμολόγησε μὲ θάρρος τὸν Χριστό. Ὁ ἄρχοντας τότε θύμωσε. Καὶ ἐπειδὴ δὲν μποροῦσε νὰ τοὺς ἀντιμετωπίση μὲ τὰ λόγια καὶ νὰ τοὺς κάνει ν’ ἀρνηθοῦνε, διέταξε νὰ κρεμάσουν τὸν Ἅγιο καὶ νὰ τοῦ ξεσχίσουν τὶς σάρκες. Τὴν δὲ Ἁγία τὴν κτυπούσανε στὸ πρόσωπο μανιασμένα. Τὴν ὥρα ὅμως, ποὺ τὴν κτυπούσανε, αὐτὴ ἔλεγε δυνατά:
– Δόξα Ἐσὺ ὁ Θεός. Σ’ εὐχαριστῶ ποὺ μὲ ἀξίωσες νὰ βασανίζωμαι, γιὰ τὸ Ὄνομά Σου τὸ Ἅγιο.
Τοῦ Ἁγίου Κυπριανοῦ τοῦ ξεσχίσανε τὸ σῶμα. Αὐτὸς ὅμως στεκότανε γενναῖος καὶ μιλοῦσε μὲ τέτοια ἀνδρεία καὶ μακαριότητα, ὥστε οἱ παριστάμενοι ἄπιστοι φωτίζονταν στὴν Πίστη τοῦ Χριστοῦ. Μεταξύ τῶν ἄλλων ἔλεγε, ὁ Κυπριανὸς στὸν κόμη καί τα ἑξῆς:
– Ἀνόητε, καὶ ἀνάξιε τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν, γιὰ τὴν ὁποίαν ἐγὼ θέλω νὰ πάσχω! Γιατί δὲν βλέπεις τὸ Ἀληθινὸ Φῶς καὶ γιατί δὲν ἀφήνεις τὸ σκοτάδι;
– Ἐπειδή, ἀποκρίθηκε ὁ τύραννος, νομίζεις τὰ βάσανα κέρδος, ἐγὼ θὰ σοῦ τὰ πολλαπλασιάσω γιὰ νὰ εὐγνωμονῆς πιὸ πολὺ καὶ γιὰ νὰ χαρῆς περισσότερο. Τότε διέταξε νὰ κλείσουνε στὴ φυλακὴ τὸν Κυπριανὸ καὶ τὴν Ἰουστίνα, στὸ Φροντιστήριο τό λεγόμενο τῆς Τερεντίνης. Οἱ Χριστιανοί, ἐκείνη τὴν νύκτα μείνανε ἄγρυπνοι γύρω ἀπὸ τὴν οἰκία ἐκείνη.
10. Μέσα στὸ πυρακτωμένο τηγάνι
Τὴν ἄλλη μέρα φέρανε τοὺς Ἁγίους, γιὰ δεύτερη ἐξέταση. Ὁ τύραννος τώρα τους μίλησε μὲ ἡμερότητα καὶ καλωσύνη.
– Μὴν θελήσετε νὰ πιστεύετε ἄνθρωπο νεκρὸν καὶ νὰ θυσιάσετε τὴν ζωή σας γιὰ Ἐκεῖνον ποὺ δὲν μπόρεσε νὰ φυλάξη τὴν δική Του ζωή.
– Ἐσύ, τοῦ εἶπαν οἱ Ἅγιοι, δὲν ξέρεις, ὅτι χωρὶς θάνατο δὲν ἔρχεται ἡ ἀθανασία. Οὔτε μπορεῖς νὰ καταλάβης τὸ Μυστήριο Τοῦ Χριστοῦ, ποὺ μὲ τὴν τριήμερη ταφή Του νίκησε τὸν θάνατο. Ἀλλὰ ἐσὺ εἶσαι τυφλὸς καὶ σκοτεισμένος στὸ μυαλό, ὥστε νὰ μὴν καταλαβαίνεις τὰ μεγάλα καὶ τὰ ὑψηλά. Καὶ ἀφοῦ εἶσαι ἐγωιστής, δὲν θέλεις νὰ καταλάβεις.
Ἔπειτα ἀπὸ αὐτὰ ἄναψε ἡ ὀργὴ τοῦ τυράννου καὶ διέταξε νὰ κάψουν πολὺ ἕνα μεγάλο τηγάνι καὶ νὰ τοὺς πετάξουν μέσα. Πρῶτος ὁ Ἅγιος Κυπριανὸς πήδησε ἄφοβα μέσα σ’ αὐτό. Εἶδε ὅμως τὴν Ἰουστίνα, ποὺ δείλιαζε. Τὸ κατάλαβε ἀπὸ τὸ ἀργὸ της περπάτημα. Τότε τὴν δυνάμωνε ἀπὸ μέσα ἀπὸ τὸ πυρακτωμένο τηγάνι λέγοντας τῆς:
– Θυμίσου, παιδί μου, τὰ προηγούμενα κατορθώματά σου. Θυμίσου, πὼς νίκησες τοὺς δαίμονες καὶ πὼς καὶ μένα ἐλευθέρωσες ἀπὸ τὴν ἀπιστία. Θάρρος, γιὰ νὰ μὴν τὰ χάσης ὅλα.
Ἀπὸ τὰ λόγια αὐτά, πῆρε θάρρος ἡ Ἰουστίνα, ἔκαμε τὸν σταυρό της καὶ πήδησε πάνω στὸ κατακόκκινο ἀπὸ τὴ φωτιὰ σιδερένιο τηγάνι. Ὁ Θεὸς ὅμως τοὺς φύλαξε καὶ δὲν καήκανε. Λὲς καὶ πατούσανε πάνω σε τριαντάφυλλα δροσερά.
Βλέποντας αὐτὰ ὁ τύραννος, ἔλεγε, ὅτι πρόκειται περὶ μαγείας. Ἕνας δὲ συγκάθεδρος τοῦ κριτοῦ, ὀνομαζόμενος Ἀθανάσιος εἶπε:
– Ἐγὼ θὰ ἀποδείξω τώρα τὴν ἀδυναμία τοῦ Χριστοῦ σου. Ἀμέσως προσευχήθηκε στὸν Δία καὶ στὸν Ἀσκληπιό, γιὰ νὰ τὸν βοηθήσουνε καὶ πήδησε ὁ ἀνόητος στὴ φωτιά. Ἀλλὰ ψήθηκε ὁ δυστυχὴς καὶ ἔχασε ἔτσι καὶ τούτη τὴ ζωή.
Οἱ Ἅγιοι μείνανε ἀρκετὴ ὥρα μέσα στὸ τηγάνι, χωρὶς ὅμως νὰ πάθουν τίποτε. Ἡ φωτιὰ σεβότανε τὸν Δεσπότη καὶ Δημιουργό, γιὰ τὸν Ὁποῖον ἔπασχαν οἱ Ἅγιοι. Ὁ κριτὴς τώρα ἔβλεπε ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος αὐτὰ τὰ παράδοξα. Ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὸ ἄλλο λυπόταν πολύ, γιὰ τὸν θάνατο τοῦ Ἀθανασίου. Γι’ αὐτὸ κάλεσε ἕνα συγγενῆ του, ποὺ τὸν λέγανε Τερέντιο καὶ τὸν συμβουλεύτηκε ἰδιαιτέρως, τί νὰ κάμη. Ἐκεῖνος τοῦ εἶπε:
– Μακρυὰ ἀπ’ αὐτούς. Διότι ἡ δύναμη τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἀκατανίκητη. Ἐκεῖνο πού σε συμβουλεύω εἶναι νὰ ἀναφερθῆς στὸ βασιλιά.
11. Στὸν τόπο τοῦ μαρτυρίου
Στὸ τέλος ὁ ἀνθύπατος Γαλέριος ἔβγαλε τὴν ἑξῆς ἀπόφαση:
“Ὁ Κυπριανὸς καὶ ἡ Ἰουστίνα αὐθαδίασαν πρὸς τοὺς θεοὺς καὶ οὔτε μὲ δῶρα οὔτε μὲ τιμωρίες δὲν ἀλλαξοπίστησαν,. θανατώθηκαν μὲ ξίφος”
Μόλις ἀκούσανε τὴν ἀπόφαση οἱ Ἅγιοι, χάρηκαν πολύ. Ὁ Κυπριανὸς μάλιστα φώναξε: “Μὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ”. Κατόπιν τοὺς πῆραν ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη, κοντὰ σ’ ἕνα ποτάμι γιὰ νὰ τοὺς θανατώσουν. Ἔτρεξε καὶ πολὺ πλῆθος, γιὰ νὰ δοῦν τὸ τέλος αὐτῶν τῶν φημισμένων Ἁγίων.
Ἀπὸ τὸν τόπον ὅμως τῆς ἐκτελέσεως, περνοῦσε καβάλα στ’ ἄλογό του τότε, τυχαίως, κάποιος, ποὺ λεγότανε Θεόκτιστος. Αὐτὸς ἤτανε καλόψυχος καὶ μόλις εἶδε τὸν Ἅγιο πού τὸν πηγαίνανε γιὰ θάνατο, φώναξε:
– Ἄδικα θανατώνετε ἄνθρωπο καθαρὸ καὶ ἐνάρετο.
Σὰν ἄκουσε αὐτὸ ὁ ἐπικεφαλῆς τοῦ ἐκτελεστικοῦ ἀποσπάσματος, ποὺ λεγότανε Φέλβιο καὶ ἦταν συγκάθεδρος τοῦ ἡγέμονος, θύμωσε. Ὤρμησε ἐπάνω του καὶ τὸν ἔρριξε κάτω ἀπὸ τὸ ἄλογό του καὶ τὸν σκότωσε. Ἔτσι ἐκείνη τὴν ἡμέρα ἀναδείχτηκε καὶ τρίτος μάρτυρας τοῦ Θεοῦ.
Μόλις φθάσανε στὸν τόπο τῆς ἐκτελέσεως προσευχήθηκε ὁ Ἅγιος γιὰ τὴν εἰρήνευση τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὅλου τοῦ κόσμου. Ὁ σοφὸς Κυπριανὸς φοβήθηκε τὴν γυναικεία ἀδυναμία καὶ παρακάλεσε τοὺς δήμιους νὰ ἀποκεφαλίσουν πρῶτα τὴν Ἰουστίνα. Πράγματι, πρώτη ἔλαβε τὸ μακάριο τέλος ἡ Ἁγία Ἰουστίνα. Κατόπιν ὁ Ἅγιος Κυπριανὸς ἔδωσε ἐντολὴ νὰ δώσουν στὸν δήμιο εἴκοσι πέντε χρυσὰ νομίσματα. Στὴ συνέχεια τοῦ δέσανε τὰ χέρια καὶ τὰ μάτια καὶ ὁ δήμιος τοῦ ἔκοψε τὴν τίμια κεφαλὴ του. Ἤτανε 14η Σεπτεμβρίου τοῦ 268 μ.Χ.
Τὸ τίμιο αἷμα τοῦ χύθηκε πάνω σε σεντόνια, τὰ ὁποῖα οἱ Χριστιανοὶ ἐπίτηδες τὰ εἴχανε ἁπλώσει. Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο οἱ τρισμακάριστοι ἔλαβαν τὸ στεφάνι τοῦ μαρτυρίου καὶ τώρα εὐφραίνονται γιὰ πάντα στὴν Βασιλειὰ τοῦ Θεοῦ.
Τὰ λείψανα τῶν Ἁγίων φυλάγανε μὲ προσοχὴ γιὰ νὰ μὴν τὰ πάρουνε οἱ Χριστιανοί. Μερικοὶ ὅμως εὐλαβεῖς, ποὺ εἶχαν ἔλθει ἀπὸ τὴ Ρώμη, παραμονέψανε καὶ μόλις εἶδαν, ὅτι ἀποκοιμήθηκαν οἱ φρουροί, τὰ πήρανε κρυφὰ καὶ γυρίσανε στὴ Ρώμη. Ἐκεῖ τὰ δωρήσανε σὲ κάποια ἐπίσημη γυναίκα, ποὺ εἶχε συγγένεια μὲ τὸν Κλαύδιο Καίσαρα. Αὐτὴ λεγότανε Ματρώνα καὶ τὸ ἐπώνυμό της ἦταν Ρουφίνα, ἐκείνη ἐπίσης μεγάλωσε τὸν Ἅγιο Μάμα. Κατόπιν τὸ λείψανο δόθηκε σ’ ἄλλη γυναίκα. Ἔκαμνε ἀναρίθμητες θεραπεῖες σ’ ὅσους καταφεύγανε μὲ πίστη στὸν Ἅγιο. Μετὰ τὸ θάνατό του, τὸ ὄνομα τοῦ Ἁγίου Κυπριανοῦ ἤτανε σεβαστὸ ὄχι μόνο στοὺς Χριστιανοὺς ἀλλὰ καὶ στοὺς εἰδωλολάτρες.