….«Ἐλθὲ εἰς τὰς ἄνω μονὰς τοῦ Παραδείσου, Μαρίνα Θεονυμφε, νὰ ἀπολαύσης τῆς ἀφθαρσίας τὸν στέφανον εἰς τὰ ἀγαπητά του Θεοῦ σκηνώματα, νὰ χαίρεσαι μὲ τοὺς ἁγίους χορεύουσα καὶ ἀνεπαυομένη αἰώνια»….
Μέσα εἰς τὸ Πάνθεον τῶν μαρτύρων καὶ τῶν ἡρώων τῆς Χριστιανικῆς μας Πίστεως, μίαν ἐξέχουσαν θέσιν κατέχει ἡ μεγαλομάρτυς Αγια Μαρίνα, ἡ ὁποία σὰν ἕνα ὁλοφώτεινο ἀστέρι στολίζει τὸ οὐράνιο στερέωμα, καὶ σὰν ἕνα βαρύτατο διαμάντι πλουτίζει τὸ νοητὸ στέμμα τῆς ἁγίας μας Ἐκκλησίας.
Τέτοιοι ἥρωες ποτὲ δὲν πεθαίνουν, δὲν σβύνει ἡ δόξα τους. Δὲν μαραίνεται ποτὲ τὸ ψυχικὸ μεγαλεῖο τους. Ζοῦν μέσα στὶς ψυχὲς τῶν χριστιανῶν μὲ τὸ φωτεινὸ παράδειγμά τους, μὲ τοὺς πειρασμοὺς καὶ τὰς νίκας των, μὲ τοὺς ἀγώνας καὶ τὰ ὑπερθαύματα τρόπαιά των, μὲ τὴν ἀήττητον καὶ φλογερὰν πίστιν των ποὺ μετακινεῖ ὅρη καὶ συμπνίγει πάθη καὶ καταισχύνει δαίμονας καὶ κατατροπώνει ἐχθρούς.
Ζοῦν διὰ νὰ προκαλοῦν τὸν θαυμασμόν, νὰ συγκινοῦν καὶ διδάσκουν, νὰ διεγείρουν ἔθνη καὶ λαοὺς εἰς ἔπαινον καὶ δόξαν καὶ λατρείαν τοῦ Βασιλέως τοῦ Χριστοῦ. Θέλομεν ἀποδείξεις ζωντανὲς καὶ χειροπιαστές της ἀλήθειας αὐτῆς; Ἰδοὺ ἡ πανένδοξος μνήμη τῆς Μεγαλομάρτυρος Ἁγίας Μαρίνης. Χρόνια περνοῦν καὶ χρόνια ἔρχονται. Χιλιάδες χρόνια.
Καὶ ἐνὼ «οὐ παραμένει ὁ πλοῦτος, οὐ συνοδεύει ἡ δόξα» ἠ Αγία Μαρίνα ισταται ἀθάνατος εἰς τὴν ἐνθύμησι τῶν πιστῶν πανθαύμαστος καὶ πολυΰμνητος ἀθλητής. Γενεαὶ τὴν ψάλλουν. Ναοὶ κτίζονται καὶ ἐορταὶ λαμπρύνονται. Πανηγύρεις στήνονται εἰς τιμὴν καὶ ἔπαινός της.
Βιογραφία τῆς Ἁγίας
Ἡ μακαρία αὐτὴ κόρη καὶ καλλιπάρθενος μάρτυς γεννήθηκε εἰς τὴν Ἀντιόχεια τῆς Πισιδείας τὸ ἔτος 270 μ.χ. ἀπὸ γονεῖς περιφανεῖς μὲν ἂλλ΄εἰδωλολάτρας.
Ὁ πατὴρ τῆς ἦτο ἱερεύς, εἰδωλολάτρης, τὸ ὄνομα Αἰδέσιος. Ἡ Μαρίνα ἦτο μονάκριβη κόρη τῶν γονέων της.
Ὀλίγον μετὰ τὴν γέννησίν της πέθανε ἡ μητέρα της, καὶ ὁ πατὴρ τῆς ἔδωσε τὸ βρέφος σὲ μία ξένη γυναίκα, ἡ ὁποία καθόταν ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη, γιὰ νὰ τὸ θηλάζει. Εἰς τὸν τόπον αὐτόν, κατὰ θείαν οἰκονομίαν, εὐρίσκοντο καὶ Χριστιανοί.
Ὅταν μεγάλωσε λίγο καὶ ἄρχισε νὰ ὁμιλῆ ἄκουσε κάποιους νὰ συζητοῦν περὶ τῆς πίστεως τοῦ Χριστοῦ καὶ ἐπειδὴ ἔτυχε ἐκ φύσεως νὰ εἶναι ἀγαθῆς ψυχῆς καὶ καλῆς προαιρέσεως κόρη, ἀκόμη δὲ καὶ συνετὴ καὶ φρόνιμη, ἐδέχθη τὸν σωτήριο λόγο εἰς τὴν καρδιὰ τῆς εὐθὺς ὅταν ἄκουσε, ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ἀγαθὸς Θεός, αἰώνιος καὶ πολυεύσπλαχνος καὶ ἔγινε ἄνθρωπος γιὰ νὰ σώσει τὸν ἄνθρωπο, ὅτι ἐσταυρώθη ἀπὸ ἀγάπη πρὸς τὸν ἄνθρωπο καὶ ἀνεστήθη ἐνδόξως καὶ ἀνέβηκε εἰς τοὺς οὐρανοὺς καὶ ἐκάθισε εἰς τὰ δεξιά του Θεοῦ καὶ Πατρός.
Αὐτὰ καὶ ἄλλα παρόμοια ἀκοῦον τὸ χαριτωμένο καὶ ὡραιότατον κοράσιον, ἐρίζωσε στὴν ψυχὴ τῆς ὁ σπόρος τῆς πίστεως ὡς κόκκος σινάπεως καὶ μὲ τὴν συνεργείαν τῆς Θείας Χάριτος ἐν καιρῶ ἀπέδωσε τὸν καρπόν.
Ὅσο μεγάλωνε ἡ κόρη σωματικῶς, τόσο ἐπλουτίζετο καὶ ἡ γνῶσις καὶ ἡ φρόνησίς της καὶ ἐφλόγιζε ὁ πόθος τοῦ Χριστοῦ στὴν καρδιά της καὶ καθημερινῶς προσευχόταν εἰς Αὐτὸν νὰ τὴν ἀξιώση νὰ γίνη κοινωνὸς τῶν Μαρτύρων εἰς ὅλους δὲ ὠμολόγει ὅτι εἶναι Χριστιανή, καὶ τὰ εἴδωλα κετέκρινε. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ πατέρας της, ὁ ἀναιδὴς Αἰδέσιος, τὴν μίσησε καὶ δὲν ἤθελε οὔτε στὸ πρόσωπο νὰ τὴν δὴ καὶ τὴν ἀποκλήρωσε ἀπὸ τὴν περιουσία του.
Ὅσο ὁ σαρκικὸς πατέρας τῆς τὴν ἀπεστρέφετο, τόσο ὁ Οὐράνιος πατέρας τῆς τὴν περιέβαλλε μὲ τὴν ἀγάπην του καὶ μὲ θεία Χάρι τὴν ἐνίσχυε εἰς τοὺς ἀγώνας τῆς ζωῆς καὶ εἰς τὰ μαρτύριά της τὰ ὁποῖα ἐπηκολούθησαν ἐνωρίτατα.
Τὰ μαρτύρια τῆς Ἁγίας
Ἡ Μαρίνα ἦτο ἡλικίας μόλις 15 ἐτῶν. Εἰς τὴν Ἀνατολὴν τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ἔπαρχος ἦτο κάποιος Ὀλύβριος, ἄγριος καὶ θηριόγνωμος ἄνθρωπος. Συνέβη οὗτος νὰ μεταβῆ ἀπὸ τὰ μέρη τῆς Ἀσίας εἰς τὴν Ἀντιόχειαν, καὶ κατὰ τύχην εἶδε στὸ δρόμο τὴν ὡραία κόρη Μαρίνα, ἡ ὁποία πήγαινε εἰς τὸ πατρικό της ποίμνιον.
Τόση ἐντύπωση τοῦ ἔκαμε ἡ ὀμορφιά της, ὥστε κατελήφθη ἀπὸ δυνατὸ σαρκικὸ ἔρωτα καὶ ἔβαλε στὸ νοῦ του νὰ τὴν κάμη γυναίκα του, ὁ ἀσεβὴς καὶ διατάζει νὰ τοῦ τὴν φέρουν εἰς τὸ κριτήριον. Καὶ καθὼς τὴν ὁδηγοῦσαν προσηύχετο εἰς τὸν δρόμον νὰ τῆς δώση ὁ Κύριος σοφίαν καὶ δύναμιν νὰ φυλάξη ὡς τέλος τὴν εὐσέειαν, νὰ νικήση τὰ κολαστήρια, νὰ στεφανωθῆ μὲ τοὺς ἁγίους μάρτυρας.
Ὅταν ἔφθασαν εἰς τὸ παλάτι, τὴν ρώτησε ὁ ἄρχων τὸ ὄνομά της καὶ ποιὸν Θεὸ πίστευε. Ἡ δὲ ἀπαντοῦσε ἄφοβα, Μαρίνα μὲ λένε, εἶμαι ἐλευθέρων γονέων τέκνον καὶ εὔχομαι νὰ γίνω δούλη τοῦ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος μου Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὅλοι οἱ ἐκεῖ παρευρισκόμενοι ἐθαύμασαν τόσο τὴν ὀμορφιὰ τῆς κόρης ὅσο καὶ τὸ μεγάλο θάρρος της.
Πλὴν ὅμως τὴν ἐφυλάκισαν ἕως τὴν ἄλλη μέρα γιατί εἶχαν μία ἐπίσημη ἑορτὴ τὴν ἄλλη μέρα καὶ ἐπρόκειτο νὰ ἔλθουν ὅλοι οἱ κάτοικοι νὰ προσφέρουν θυσία. Καὶ τότε ἔφεραν καὶ τὴν Μαρίνα μὲ τὴν ἐλπίδα ὅτι θὰ θυσίαζε καὶ αὐτὴ εἰς τοὺς ψεύτικους Θεοὺς ὅταν θάβλεπε ὅλους τους ἄλλους. Ἀλλὰ ἄδικα καὶ ἀνόητα ἐσκέφθηκαν.
Ἐκείνη δὲν ἐκινήθη ἀπὸ τὴν θέσι της οὔτε μὲ τὶς κολακεῖες τοῦ ἄρχοντος, οὔτε μὲ τὶς παχυλὲς ὑποσχέσεις του ὅτι θὰ τὶς χάριζε μεγάλα πλούτη, ἀλλὰ οὔτε τὶς ἀπειλὲς φοβήθηκε ὅτι θὰ τὴν βασανίση μὲ χίλια βασανιστήρια. Ἀντιθέτως τοῦ ἀπήντησε μὲ μεγάλο θάρρος.
«Μὴν ἐλπίζης ἄδικα, Ἡγεμών, ὅτι μπορῶ νὰ φοβηθῶ τὰ μαρτύρια. Καμμία θλίψις ἢ συμφορὰ ἢ ξίφος ἢ πῦρ ἢ βίαιος θάνατος θὰ μπορεῖ νὰ μὲ χωρίσει ἀπὸ τὸν Χριστό μου. Οὔτε ἡ λάμψις τοῦ χρυσοῦ καὶ τοῦ πλούτου μποροῦν νὰ μὲ δελεάσουν, γιατί ὅλα αὐτὰ εἶναι φθαρτὰ καὶ πρόσκαιρα, ἡ δὲ ψυχὴ εἶναι ἀθάνατος καὶ ποθεῖ τὰ αἰώνια.
Γι’ αὐτὸ ἐμεῖς οἱ χριστιανοὶ καταφρονοῦμεν τὰς ἀπολαύσεις τοῦ κόσμου αὐτοῦ ὡς προσκαίρους καὶ ὑπομένουμε τὰ λυπηρὰ καὶ ὀδυνηρά της μιᾶς ἡμέρας, γιὰ νὰ κερδίσουμε τὴν ἀθάνατο ζωὴ καὶ τὴν αἰώνιο ἀπόλαυσι. Καὶ ἂν νομίζης ὅτι ψεύδομαι, ἐδῶ εἶμαι, δοκίμασε μέ, γιὰ νὰ γνωρίσης καὶ σὺ τὴν ἀλήθεια ἀπὸ τὰ ἔργα.
Δεῖρε μὲ σφάξε μέ, κάψε μέ, πνίξε μέ, τυράννισε μέ, μὲ χίλια βασανιστήρια καὶ ὅσο χειρότερα μὲ βασανίζεις, τόσο μὲ δοξάζει ὁ Χριστὸς στὴν μέλλουσα ζωή».
Αὐτὰ καὶ ἄλλα πολλὰ ἀφοῦ ἄκουσε ὁ τύραννος, θέριεψε ἡ ἄγρια καρδιά του ἀπὸ τὸ θυμό, ἀλλὰ κρατήθηκε γιὰ λίγο ἀκόμη μὲ τὴν ἐλπίδα μήπως τὴν δελεάση σὰν γυναίκα ἁπλὴ καὶ ἀπονήρευτη, καὶ ἐξακολούθησε νὰ τὴν κολακεύη λέγων: Μαρίνα, σὲ παρακαλῶ προσκύνησε τοὺς Θεοὺς γιὰ νὰ γλιτώσης ἀπὸ τὰ δεινὰ κολαστήρια καὶ σοῦ ὑπόσχομαι νὰ σὲ πάρω γιὰ γυναίκα μου, νὰ δοξασθῆς πιὸ πολὺ ἀπὸ ὅλες τὶς γυναῖκες τῆς πόλεως καὶ νὰ ἔχεις πάσαν ἀπόλαυσιν. Αὐτὰ καὶ ἄλλα παρόμοια ἐφλυάρει ὁ ἀφρονέστατος.
‘Επειτα ὅταν εἶδε ὅτι τὸν ἐνέπαιζε ἡ ἁγία καὶ κατεφρόνει τὰ λόγια του, δὲν μπόρεσε πιὰ νὰ κρύψη τὴν ἐσωτερική του ἀγριότητα καὶ διατάζει τοὺς στρατιώτας νὰ τὴν γυμνώσουν καὶ νὰ τὴν δείρουν ἄσπλαχνα μὲ ἀγκαθωτὰ ραβδιὰ σκληρά, τόσο σκληρὰ τὴν ἔδειραν ποὺ ἡ γῆ ὅλη κοκκίνησε ἀπὸ τὰ αἵματα ποὺ ἔτρεχαν ἀπὸ τὴν σάρκα της ποὺ τὴν κατεξέσχιζαν.
Ἡ Μάρτυς ὑπέφερε ἀνδρείως τοὺς πόνους καὶ οὔτε ἐστένεξε οὔτε δάκρυσε οὔτε καν σκυθρώπασε καθόλου. Στεκόταν στερεὰ καὶ ἀήττητος κυττάζουσα πρὸς τὸν οὐρανόν, καὶ νοερῶς ἐπεκαλεῖτο τὴν δύναμι καὶ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ.
Ἀφοῦ τὴν ἔδειραν πολλὴ ὥρα, διέταξε ὁ ἄρχων ὁ ἀπάνθρωπος νὰ τὴν φυλακίσουν πάλι ὄχι ἀπὸ λύπη ἀλλὰ γιὰ νὰ τὴ πεθάνη τόσο γρήγορα καὶ νὰ τὴν ξαναβασανίση πάλι. Καὶ πράγματι τὴν ἔρριξαν σὲ ἕνα σκοτεινὸ τόπο. Καὶ ὕστερα ἀπὸ μερικὲς μέρες τὴν ξανάφεραν εἰς τὸ κριτήριον καὶ ἀφοῦ τὴν κρέμασαν, ξέσχισαν τὰ πλευρά της μὲ σιδερένια νύχια.
Τόσο δὲν τὴν καταξέσχισαν, ὥστε παραμορφώθηκε τὸ σῶμα της , καὶ ὄχι μόνο ὁ λαὸς λυπήθηκε καὶ συμπόνεσε καὶ ἔκλαψε γι’ αὐτήν, ἀλλὰ καὶ αὐτὸ ὁ θηριώδης Ἀρχῶν γύρισε τὸ πρόσωπό του ἀπ’ αὐτὴν γιατί δὲν ὑπέφερε νὰ βλέπη τὴν ἀσχημία καὶ τὴν παραμόρφωσι τῆς πρώην ὡραιοτάτης καὶ παγκάλου κόρης.
Τὴν ξαναφυλάκισαν στὸν ἴδιο σκοτεινὸ τόπο καὶ τὴν ἄφησαν χωρὶς τροφὴ καὶ χωρὶς περιποίησι. Ἀλλ’ ὅμως ὅσο καὶ ἂν τὸ σῶμα τῆς παραμορφώθηκε καὶ κουρελιάστηκε, ἡ ψυχὴ τῆς ἀνεκαινίσθη καὶ λαμπροτέρα ἔγινε καὶ εὐχαριστοῦσε τὸν Κύριον μὲ τὴν προσευχή της ποὺ τὴν ἀξίωσε νὰ βασανιστῆ γιὰ τὴν ἀγάπη του.
H δράσις τοῦ Σατανᾶ
Ὅταν εἶδε ὁ φθονερὸς διάβολος ὅτι ὁ ὑπηρέτης του, ὁ ἄρχων τῆς πόλεως, δὲν κατώρθωσε νὰ νικήσει μία τρυφερὴ κόρη καὶ νὰ τὴν ἀναγκάση νὰ προσκυνήση τοὺς Δαίμονας, θέλησε νὰ δοκιμάσει ὁ ἴδιος μήπως τὴν νικήση. Μεταμορφώθηκε σὲ σχῆμα μεγάλου καὶ φοβεροῦ δράκοντος καὶ παρουσιάστηκε μπροστά της.
‘Εβγαζε φωτιὰ καὶ φλόγες ἀπὸ τὸ στόμα καὶ τὰ μάτια του, τὰ δόντια τοῦ ἄσπρα καὶ ἡ γλώσσα κόκκινη σὰν αἷμα, σφύριζε δυνατὰ καὶ ἔκαμνε κινήσεις καὶ σχήματα φοβερώτατα γιὰ νὰ τρομάξει τοὺς πάντας.
Ἡ Ἁγία ὅμως δὲν φοβήθηκε καὶ δὲν ἔπαυσε τὴν προσευχὴν ἀπὸ τὴν ὁποίαν προσπαθοῦσε νὰ τὴν ἐμποδίση ὁ μισόκαλος καὶ παμπόνηρος διάβολος. Καὶ ὅταν εἶδε ὅτι δὲν δειλίασε, ἀλλὰ προσηύχετο ἄφοβα, ἔτρεξε ἐπάνω της καὶ ἀφοῦ πλάτυνε τὸ στόμα του καὶ τὴν κοιλία τοῦ ἄρχισε νὰ τὴν καταπίνη.
Ἡ Ἁγία ὅταν εἶδε ὅτι τὴν κατάπιε ἕως τὴν μέση πρὸς στιγμὴν ἐτρόμαξε, εὐθὺς ὅμως ἐπικαλουμένη τὸ ὄνομα τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ ἔκαμε σταυρὸ μὲ τὸ δεξί της χέρι στὰ σπλάχνα τοῦ Δράκοντος καὶ ὁ σταυρὸς ἔσχισε τὴν κοιλιά του σὰν σπαθὶ δίστομο.
Καὶ ὁ μὲν δράκων ἀφοῦ σχίστηκε στὴ μέση, ἔγινε ἄφαντος, ἡ δὲ Μάρτυς ἔμεινε ἀβλαβὴς καὶ ἔχαιρε ψάλλουσα πρὸς τὸν Θεὸ δοξολογίας καὶ νικητήρια. Ἀλλὰ ὁ δαίμων δὲν ἡσύχασε καὶ δὲν ἔπαυσε τὰς μηχανουργίας του καὶ θέλησε νὰ δοκιμάση καὶ μὲ ἄλλο τρόπο νὰ πολεμήσει τὴν μάρτυρα.
Μετασχηματίσθηκε σὲ ἄνθρωπο ὁ μισάνθρωπος, ἔγινε μαῦρος σὰν Αἰθίοπας καὶ τέλος παρουσιάσθηκε σὰν μαῦρος σκύλος.
Ἡ Μάρτυς ἅρπαξε αὐτὸν ἀπὸ τὶς τρίχες καὶ μὲ ἕνα σφυρί, πεταμένο κάπου ἐκεῖ, ποὺ βρῆκε, τὸν κτύπησε στὸ κεφάλι καὶ στὴν ράχι ὅπου τελείως τὸν ἀχρήστευσε.
Ἕως ἐδῶ ἤσαν τὰ μαρτύρια τῆς Ἁγίας ἀπὸ τὸ Σατανᾶ τὰ ὁποῖα ἐπέτρεψεν ὁ Κύριος νὰ δοκιμάση διὰ νὰ ἀποδειχθῆ τὸ μεγαλεῖον της Ἁγίας καὶ ἡ μοχθηρότης ἀλλὰ καὶ τὸ ἀνίσχυρόν του Διαβόλου.
Νέα μαρτύρια καὶ τὰ ἀποτελέσματα τῶν μαρτυρίων της
Ἀφοῦ λοιπὸν νίκησε τὸν Σατανᾶ ἡ πανσεμνὸς κόρη, ἐρρίφθη καὶ πάλιν εἰς τὴν φυλακήν. Τότε ἦλθαν εἰς τὴν Ἁγίαν οὐρανόθεν τα νικητήρια καὶ εὐαγγέλια σωτήρια καὶ χαρμόσυνα, δηλ. Ἐφάνη Φῶς Μέγα καὶ ἔλαμψε ὅλο το δεσμωτήριο, τὸ ὁποῖο φῶς ἐξήρχετο ἀπὸ ἕνα σταυρὸ ὅστις ἔφθανε ἀπὸ τὴν γῆν ἕως τὸν οὐρανό, ἐπάνω δὲ ἀπὸ τὸν σταυρὸ πετοῦσε μιὰ ἄσπρη περιστερὰ καθαρὰ καὶ ἁγνή.
Αὐτά μου φαίνεται ὅτι ἐφανέρωναν τὸ μυστήριον τῆς Ἁγίας Τριάδος, τὸ μὲν φῶς ἐσήμαινε τὴν δόξαν τοῦ Πατρός, ὁ σταυρὸς τὸν ἐσταυρωμένο Χριστὸ καὶ ἡ περιστερὰ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, ἡ ὁποία περιστερὰ κατέβηκε ἕως πλησίον της Ἁγίας καὶ τῆς λέγει:
«Χαῖρε Μαρίνα ἡ λογικὴ περιστερὰ τοῦ Θεοῦ, ὅτι ἐνίκησας τὸν πονηρόν, καὶ τὸν ἐχθρὸν κατήσχυνας, Χαῖρε δούλη πιστὴ καὶ ἀγαθή του Κυρίου Σου, τὸν ὁποῖον ἐπόθησας ἐξ ὅλης της καρδίας σου, καὶ ἐμίσησας πάσαν ἀπόλαυσιν πρόσκαιρον. Χαῖρε καὶ εὐφραίνου ὅτι ἔφθασεν ἡ ἡμέρα νὰ λάβης τῆς νίκης τὸν στέφανον καὶ νὰ εἰσέλθης ἀξιοχρέως ἐστολισμένη μὲ τὰς φρονίμους παρθένους εἰς τὸν Νυμφώνα τοῦ Νυμφίου καὶ Βασιλέως σου.»
Μὲ τὰ λόγια αὐτὰ ποὺ ἀκούστηκαν ἀπὸ τὸν οὐρανό, ἀνεκαινίσθη τὸ σαρκίο της μὲ τὴν δροσιὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καὶ ὅλες οἱ πληγὲς τῆς τελείως ἐθεραπεύθησαν, ὥστε κανένα σημάδι δὲν τῆς ἔμεινε στὸ σῶμα της.
Ἡ δὲ Ἁγία μέσα στὴ φυλακὴ διαρκῶς προσηύχετο καὶ εὐχαριστοῦσε τὸν Παντοδύναμο Θεό. Τὴν ἑπομένην ὁ ‘Ἔπαρχος καθίσας εἰς τὸν θρόνο τοῦ μπροστὰ σ’ ὅλο το λαὸ τῆς πόλεως διέταξε καὶ ἔφεραν ἐκεῖ τὴν Μάρτυρα, τὴν ὁποία ὅταν εἶδε τελείως ὑγιῆ καὶ χαρούμενη στὸ πρόσωπον, ἐθαύμασε καὶ τῆς λέγει:
«Βλέπεις Μαρίνα, πὼς οἱ μεγάλοι Θεοὶ ἔχουν τὴν φροντίδα σου καὶ σπλαγχνισθέντες εἰς τὸ κάλλος σου σὲ γιάτρευσαν; πρέπει καὶ σὺ νὰ μὴ φανῆς ἀχάριστη στοὺς εὐεργέτας σου, ἀλλὰ νὰ τοὺς δώσης ἀξίαν ἀντάμειψιν νὰ γίνης ἱέρειά των, νὰ θυσιάζης εἰς αὐτοὺς μαζὶ μὲ τὸν πατέρα σου».
Ἡ ἁγία του ἁπαντά: Ἐμένα δὲν μὲ γιάτρευσαν οἱ ἀναίσθητοι θεοί σου καὶ ἀνίσχυροι, ἀλλὰ ὁ ἀληθὴς καὶ ὁ μόνος Θεός, ‘Ὅστις θεραπεύει ψυχᾶς καὶ σώματα, τὸν ὁποῖον θέλω λατρεύει πάντοτε. Τοῦτον πρέπει νὰ γνωρίσης καὶ σύ, καὶ Αὐτὸν μόνον νὰ προσκυνὴς ὡς ἀθάνατον, καὶ νὰ μισήσης τῶν εἰδώλων τὴν πλάνην καὶ τὴν ματαιότητα.
Τότε διατάζει νὰ τὴν γυμνώσουν καὶ νὰ τὴν κρεμάσουν εἰς τὸ ξύλον νὰ κατακάψουν μὲ ἀναμμένας λαμπάδας τὸ στῆθος καὶ τὰς πλευρᾶς της. ‘Αντεξε θαρραλέα ἐπὶ πολλὴ ὥρα τοὺς πόνους καὶ τὰς ἀλγηδόνας ἐνῶ τὴν κατέκαιαν καὶ προσευχόνταν μὲ τὴν καρδία τῆς εὐχαριστοῦσα τὸν Κύριον. Ὕστερα ἀπὸ αὐτὸ ἔφεραν, διαταγὴ τοῦ ἀπάνθρωπου Ἄρχοντος, εἰς τὸ μέσον ἕνα μεγάλο λέβητα καὶ τὸν γέμισαν νερό.
Ξεκρέμασαν ἀπὸ τὸ ξύλον, τῆς ἔδεσαν γερά τα χέρια καὶ τὴν βούτηξαν εἰς τὸν λέβητα κατακέφαλα γιὰ νὰ τὴν πνίξουν μεσ’ τὸ νερό. Ἀλλὰ εἰς μάτην ἐκοπίασαν οἱ ἀνόητοι διότι ὅταν τὴν βύθισαν μέσα στὸν λέβητα, ἐφώναξε λέγουσα:
«Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ὅστις ἔλυσας τὰ δεσμὰ τοῦ θανάτου καὶ τοὺς νεκροὺς ἑξανέστησας, Ἐσὺ Παντοδύναμε, ἐπιβλεψον εἰς τὴν δούλη Σου, καὶ τοὺς δεσμούς μου διαρρηξον, καὶ ἅς μου γίνη τὸ ὕδωρ τοῦτο εἰς ζωὴν αἰώνιον καὶ ἀναπλήρωσιν τουεπιθυμούμενου μοὶ βαπτίσματος, ἴνα ἐκδυθῶ τὸν παλαιὸν ἄνθρωπον τὸν φθειρόμενον καὶ ἐνδυθῶ τὸν νέον καὶ ἀθάνατον».
Καὶ ἐνῶ ἔτσι προσηύχετο ἡ Ἁγία, ἀμέσως μεγάλος σεισμὸς ἔγινε καὶ φάνηκε πάλι ἡ πρώτη περιστερὰ ἐπάνω ἀπὸ τὸ νερὸ καὶ στὸ στόμα τῆς βαστοῦσε στέφανο, καὶ καθισμένη ἐπάνω εἰς τὸν φωτοφανῆ σταυρὸν ποὺ ἐσχηματίσθηκε τὴν ὥρα αὐτὴν γύρω ἀπὸ τὴν ἁγία ἠκούσθη νὰ λέγη εἰς ἐπήκοον πάντων:
«Ἐλθὲ εἰς τὰς ἄνω μονὰς τοῦ Παραδείσου, Μαρίνα Θεονυμφε, νὰ ἀπολαύσης τῆς ἀφθαρσίας τὸν στέφανον εἰς τὰ ἀγαπητά του Θεοῦ σκηνώματα, νὰ χαίρεσαι μὲ τοὺς ἁγίους χορεύουσα καὶ ἀνεπαυομένη αἰώνια».
Αὐτὴν τὴν θεία φωνὴ ἀκούσαντες ὅλοι οἱ παριστάμενοι κάτοικοι τῆς πόλεως ἔφριξαν καὶ ἐπίστευαν εὐθὺς εἰς τὸν Χριστόν, ἄνδρες καὶ γυναῖκες, μαζὶ πλῆθος ἀμέτρητον καὶ ἐφώναξαν μεγαλοφώνως, ὅτι ἤσαν ἕτοιμοι νὰ λάβουν διὰ τὸν Χριστόν, τὸν ἀληθινὸ Θεό, θάνατον.
Δεκαπέντε χιλιάδες Μάρτυρες
Μόλις ἄκουσε ὁ Ἔπαρχος ὅτι πολὺς κόσμος ὠμολογοῦσε τὸν Χριστό, Θεὸ καὶ βασιλέα καὶ βλασφημοῦσον καὶ ἔβριζαν τοῦ βασιλεῖς καὶ τοὺς ψεύτικους Θεούς, διέταξε νὰ θανατώσουν ὅσους πίστευσαν.
‘Ολοι αὐτοὶ ποὺ πίστευσαν στὸν Χριστὸ ἔτρεχαν στὴν σφαγὴ σὰν πρόβατα ἄκακα, καὶ σκότωσαν ἄνδρες δέκα πέντε χιλιάδες (15.000), ἐκτὸς τὶς γυναῖκες ποὺ δὲν τὶς μέτρησαν. Καὶ οἱ μάρτυρες αὐτοὶ βαπτίσθηκαν μὲ τὸ ἅγιο αἷμα τους, χωρὶς νὰ χρειαστοῦν ἄλλο βάπτισμα γενόμενοι θυσία στὸ Θεὸ πῆγαν πανευτυχεῖς καὶ τρισμακάριοι εἰς τὴν αἰώνιον βασιλείαν.
Ὁ δὲ αἱμοβόρος καὶ ἀπάνθρωπος ἄρχων Ὀλύμβριος φοβούμενος μήπως πιστεύσουν καὶ οἱ ὑπόλοιποι κάτοικοι τῆς πόλεως ἀφήνοντας τὴν Ἁγία ἀκόμη ζωντανή, ἔδωκε τὴν διαταγή του νὰ τὴν σκοτώσουν μὲ τὸ ξίφος, καὶ ὅταν τὴν πῆραν οἱ δήμιοι καὶ τὴν ὠδήγησαν εἰς τὸν τόπον τῆς ἐκτελέσεως ἡ Ἁγία παρακάλεσε τὸν δήμιον ποὺ θὰ τὴν σκότωνε, νὰ τῆς ἐπιτρέψη λίγη ὥρα νὰ μιλήση πρὸς τὸν συγκεντρωμένο πλῆθος ὀλίγα λόγια, νὰ κάμη καὶ τὴν τελευταία προσευχή της καὶ κατόπι ὁ δήμιος νὰ ἐκτελέση τὸ καθῆκον του. Πράγματι τὶς ἔκαμε τὴν χάρι καὶ ἡ Μαρίνα στραφίσα πρὸς τὸ πλῆθος εἶπε:
«Παρακαλῶ σας, ἀδελφοὶ καὶ φίλοι μου, ὡς ἀναξία δούλη τοῦ Ὑψίστου, ἀκούσατε προσεκτικὰ τὴν μικρά μου παραίνεσιν. Ξεύρετε ὅτι ἕνας εἶναι μόνον ὁ ἀληθινὸς Θεὸς ἐν Πατρὶ καὶ Υἱῶ καὶ ἁγίω Πνεύματι θεωρούμενος καὶ προσκυνούμενος καὶ ὅστις πιστεύει εἰς Αὐτὸν μόνον σώζεται. Λοιπόν ὑπερβαίνοντας πάσαν τὴν κτίσιν τῶν ὀρωμένων καὶ νοουμένων, ὑψώσατε τὸν νοῦν, καὶ γνωρίσατε τὸν Πατέρα τῶν φώτων, καὶ τὸν μονογενῆ Υἱὸν καὶ Λόγον αὐτοῦ, τὸν Κύριον ἠμῶν Ἰησοῦ Χριστόν, καὶ τὸ Πανάγιον Πνεῦμα. Ὅτι αὐτὰ τὰ τρία πρόσωπα εἶναι ἕνας Θεὸς ἀκατάληπτος καὶ οὐδεὶς σώζεται εἰς ἄλλο ὄνομα».
Τελευταία προσευχὴ καὶ ἀποκεφαλισμὸς τῆς Ἁγίας
Ἀφοῦ μίλησε ἡ μάρτυς πρὸς τὸ πλῆθος, σήκωσε κατόπιν τὰ μάτια της στὸν οὐρανὸ καὶ ἔκαμε τὴν προσευχή της:
«Ἄναρχε, ἀθάνατε ἄχρονε, ἀκατάληπτε καὶ ἀνεξιχνίαστε Κύριε, Θεὲ τῶν ὅλων καὶ Δημιουργὲ πάσης Κτίσεως, προνοητὰ καὶ Σωτὴρ ὅλων, ὅπου εἰς Σὲ ἐλπίζουσι, εὐχαριστῶ Σοί, ὅπου μὲ ἔφερες εἰς τὴν ὥραν ταύτην καὶ ἤγγισα εἰς τὸν στέφανον τῆς δικαιοσύνης Σου.
Ὑμνῶ καὶ εὐλογῶ τὴν ἀναρίθμητον εὐσπλαχνίαν καὶ φιλανθρωπίαν Σου, ὅπου ἠθέλησας νὰ μὲ συντάξης μὲ τοὺς ἐκλεκτοὺς δούλους Σου. Ἐπιβλεψον καὶ τώρα ἐπ’ ἐμὲ τὴν ταπεινήν, Δέσποτα Θεέ, Κύριέ του ἐλέους, Παντοκράτωρ καὶ παντοδύναμε, ἐπάκουσον τῆς προσευχῆς μου καὶ πλήρωσόν μου τὰ αἰτήματα εἰς ἔπαινον.
Καὶ τιμὴν καὶ δόξαν τοῦ ὑπεραγίου καὶ προσκυνητού Σου ὀνόματος, χάρισαι τὴν ἄφεσιν τῶν ἁμαρτιῶν ὅλων ἐκείνων, ὅπου θέλουν οἰκοδομήσει Ἐκκλησίαν εἰς τὸ ὄνομα τῆς δούλης Σου, νὰ λειτουργοῦν εἰς αὐτὴν προσευχόμενοι, ἢ γράφουσι τὸ μαρτύριον τῆς ἀθλήσεώς μου, καὶ τὸ ἀναγινώσκουσι μετὰ πίστεως, μνημονεύοντες τὸ ὄνομα τῆς δούλης σου, καὶ καρποφορούσιτο κατὰ δύναμιν ὅλων αὐτῶν, λέγω ὅσοι θεραπεύουσι τὸ οἰκητήριον τοῦ σώματός μου, ὅπου ἐμαρτύρησα δὶ’ ἀγάπην Σου, συγχώρησον τὰς ἁμαρτίας κατὰ τὸ μέτρον τῆς πίστεως αὐτῶν καὶ μὴ ἐγγίση χεὶρ κολαστήριος, οὔτε πείνα, οὐδὲ θανατικὸν ἢ ἄλλη βλάβη ψυχῆς ἢ σώματος.
Καὶ ὅσοι μὲ θέλουν ἑορτάσει δοξολογοῦντες μετὰ πίστεως καὶ Σοῦ ζητήσουν σωτηρίαν καὶ ἔλεος διὰ μέσου μου, χάρισαι τοὺς εἰς τοῦτον τὸν κόσμο τὰ ἀγαθά Σου, νὰ πορεύωνται πρὸς αὐτάρκειαν καὶ ἀξίωσον αὐτοὺς καὶ τῆς ἐπουρανίου Βασιλείας Σου. Ὅτι Σὺ εἰ μόνος ἀγαθὸς καὶ φιλάνθρωπος, καὶ τῶν ἀγαθῶν δοτὴρ εἰς τοὺς αἰώνας, Ἀμήν.».
Καὶ ἐνῶ προσηύχετο τοιουτρόπως ἡ Μάρτυς, ἔγινε πάλιν σεισμὸς καὶ ἔπεσαν κατὰ γῆς πολλοὶ ἄνθρωποι, ὁμοίως καὶ ὁ δήμιος ὅπου ἔμελλε νὰ τὴν θανατώση, ἐπεσεν ἔντρομος.
Ὁ δὲ Κύριος Ἰησοῦς, τῆς παραστάθηκε νοητῶς μὲ πλῆθος Ἁγίων Ἀγγέλων καὶ τῆς λέγει «Ἔχε θάρρος Μαρίνα καὶ μὴ φοβᾶσαι, τὶς προσευχές σου ἄκουσα καὶ ὅλα ὅσα ζήτησες τὰ ἔκαμα, καὶ θὰ τὰ ἀποτελειώσω κατὰ καιρὸν ὅπως ζήτησες καὶ τώρα ἦλθα νὰ ἀναλάβω τὴν ψυχήν σου εἰς τὰ οὐράνια μακαρία ἐσύ, ποὺ γιὰ τοὺς ἁμαρτωλοὺς παρεκάλεσες, ἔμενες ἐνώπιόν μου ἁγνή, καὶ βρῆκες χάριν ἀπὸ μένα. Γι’ αὐτὸ πολὺς θὰ εἶναι ὁ μισθός σου εἰς τὰ οὐράνια» .
Τότε ἡ μακαρία ἐνεπλήσθη χαρᾶς μεγάλης καὶ ἀγαλλιάσεως, καὶ λέγει εἰς τὸν δήμιον. Τελείωσε τώρα καὶ ἐσὺ ἐπάνω μου ὅτι σὲ διέταξαν. Αὐτὸς δὲ ἔτρεμε καὶ δὲν τολμοῦσε νὰ σηκώση τὸ ξίφος.
Ἀλλὰ αὐτὴ τὸν ἐθάρρυνε καὶ μετὰ βίας τὸν κατέπεισε, καὶ ἔκοψε τὴν ἁγία κεφαλὴ στὶς 17 Ἰουλίου μηνός. Καὶ τὸ μὲν Ἅγιον λείψανον παρέλαβον κρυφίως οἱ χριστιανοὶ καὶ τὸ ἔθαψαν αὐτὸ τιμίως καὶ εὐσεβῶς ὡς ἔπρεπε, ἡ δὲ μακαρία Αὐτῆς ψυχὴ ἀπῆλθε εἰς τὴν οὐράνιον δόξαν καὶ μακαριότητα, ἧς γένοιτο πάντα ἠμᾶς ἐπιτυχεῖν. Αμήν.