- Ἡ Κατάθεσις τῆς τιμίας Ἐσθῆτος τῆς Θεοτόκου
- Ένα θαύμα τῆς Τιμίας Ἐσθήτος τῆς Θεοτόκου
- Ποῦ βρίσκεται ἡ τιμία Ἐσθήτα τῆς Παναγίας;
Ἡ Κατάθεσις τῆς τιμίας Ἐσθῆτος τῆς Θεοτόκου
Τῷ αὐτῷ μηνὶ Β΄, ἡ ἀνάμνησις τῆς ἐν τῇ ἁγίᾳ Σορῷ καταθέσεως τῆς τιμίας Ἐσθῆτος τῆς Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καὶ Ἀειπαρθένου Μαρίας ἐν ταῖς Βλαχέρναις.
Χιτὼν μὲν Υἱοῦ χριστοφρουροῖς δημίοις,
Ἐσθὴς δὲ Μητρὸς χριστοφρουρήτῳ πόλει.
Δευτερίῃ κατέθεντο σορῷ ἐσθῆτα Πανάγνου.
Κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Λέοντος τοῦ μεγάλου, τοῦ ἐπιλεγομένου Μακέλλη, καὶ Βηρίνης τῆς συζύγου του, ἐν ἔτει υνη΄ [458], δύω πατρίκιοι, Γάλβιος καὶ Κάνδιδος ὀνομαζόμενοι, συγγενεῖς ὄντες Ἀρδαβουρίου καὶ Ἄσπαρος, ἔλαβον πόθον θεῖον εἰς τὴν καρδίαν τους, διὰ νὰ ὑπάγουν εἰς Ἱεροσόλυμα νὰ προσκυνήσουν τοὺς Ἁγίους Τόπους. Ὅθεν ἀναχωρήσαντες ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολιν, ἐπῆγαν εἰς τὴν Παλαιστίνην. Φθάσαντες δὲ εἰς τοὺς τόπους τῆς Γαλιλαίας, εὑρῆκαν μίαν γυναῖκα, Ἑβραίαν μὲν κατὰ τὴν φυλήν, εὐλαβῆ δὲ εἰς τὰ θεῖα καὶ ἐνάρετον. Ἡ ὁποία κατοικοῦσα εἰς ἕνα ὁσπήτιον, ἐπροσεύχετο νύκτα καὶ ἡμέραν, ὡς ἡ πάλαι Ἄννα ἡ θυγάτηρ τοῦ Φανουήλ. Εἰς τὸ ἐνδότερον δὲ μέρος τοῦ ὁσπητίου βλέπουν καὶ ἐπρόσφεραν οἱ Χριστιανοὶ λαμπάδας πολλὰς καὶ θυμιάματα. Ἐρωτήσαντες δὲ περὶ τούτου, ἔμαθον, ὅτι ἐκεῖ εὑρίσκεται ἡ τιμία Ἐσθής, ἤτοι τὸ ἐπανωφόρεμα τῆς Κυρίας Θεοτόκου. Ὅθεν ἐζήτησαν ἀπὸ τὴν γυναῖκα ἄδειαν, καὶ ἔκαμαν ἐκεῖ ἀγρυπνίαν ὁλονύκτιον. Περιεργασθέντες δέ, ἐπῆραν τὰ μέτρα τοῦ ξυλίνου σεντουκίου, μέσα εἰς τὸ ὁποῖον ἦτον τεθησαυρισμένη ἡ τιμία Ἐσθής, καὶ ἔπειτα ἐπῆγαν εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα.
Πηγαίνωντας δὲ ἐκεῖ, ἐκατασκεύασαν ἕνα ἄλλο σεντοῦκι παρόμοιον μὲ ἐκεῖνο, καὶ πάλιν ἐγύρισαν εἰς τὸ ὁσπήτιον τῆς Ἑβραίας γυναικός. Ποιήσαντες δὲ τρόπον, ἐπῆραν κρυφίως τὸ σεντοῦκι ἐκεῖνο, ὁποῦ εἶχε μέσα τὴν τιμίαν Ἐσθῆτα τῆς Θεοτόκου, καὶ τὴν ἔστειλαν ἔμπροσθεν διὰ μέσου τῶν ἐδικῶν τους ἀνθρώπων, ἀφῆκαν δὲ ἐκεῖ τὸ ὅμοιον σεντοῦκι, ὁποῦ ἐκατασκεύασαν αὐτοί. Ὅθεν γυρίσαντες εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν, ἀπέθεντο τὸ ἱερὸν αὐτὸ θησαύρισμα τῆς τιμίας Ἐσθῆτος, εἰς ἕνα ἐδικόν τους προάστειον, ἤτοι τζεφτιλίκιον, τὸ ὁποῖον ἐπωνομάζετο Βλαχέρναι. Καὶ διὰ νὰ μὴ μάθῃ τινὰς τὴν εἴδησιν ταύτην, ἔκτισαν ἐκεῖ Ναὸν εἰς ὄνομα τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων Πέτρου καὶ Μάρκου. Ἐπειδὴ ὅμως δὲν ἐδυνήθησαν νὰ κρύψουν εἰς πολὺν καιρὸν ἕνα τοιοῦτον θησαυρόν, ἐφανέρωσαν αὐτὸν εἰς τὸν βασιλέα Λέοντα. Ὁ δὲ βασιλεὺς χαρᾶς ἀφάτου πλησθείς, ἔκτισε Ναὸν ἐκεῖ τῆς Κυρίας Θεοτόκου (1) ὅπου τώρα εὑρίσκεται ἡ ἁγία σορός, ἤτοι τὸ σεντοῦκι, μέσα εἰς τὸ ὁποῖον εἶναι ἀποτεθησαυρισμένη ἡ τιμία Ἐσθὴς καὶ τὸ ἅγιον Παλλίον, ἤτοι τὸ ἐπανωφόρεμα τῆς Θεομήτορος. Περιτειλίξας δὲ τὴν τιμίαν Ἐσθῆτα ὁ βασιλεὺς μὲ πορφυρίδα βασιλικήν, ἔβαλεν αὐτὴν μέσα εἰς ἄλλο σεντουκάκι κεχριμπαρένιον, καὶ ἐβούλλωσεν αὐτὸ μὲ βούλλας βασιλικάς. Τὸ σεντουκάκι δὲ αὐτό, εἶναι ἕως τῆς σήμερον φυλακτήριον ὅλης τῆς Βασιλευούσης Πόλεως, καὶ διωκτήριον κάθε ἀσθενείας, καὶ πολεμίων ἐχθρῶν. Τελεῖται δὲ ἡ Σύναξις καὶ ἑορτὴ τῆς σοροῦ ταύτης εἰς τὰς ἰδίας Βλαχέρνας. (Τὴν κατὰ πλάτος διήγησιν περὶ τῆς τιμίας Ἐσθῆτος ὅρα εἰς τὴν Καλοκαιρινήν (2).)
(1) Διαφωνία εὑρίσκεται μεταξὺ τοῦ Συναξαρίου τούτου καὶ τοῦ ἀκολούθου Συναξαρίου τοῦ Πατριάρχου Ἰουβεναλίου. Ἐκεῖ γὰρ γράφεται, ὅτι ὁ πρὸ τοῦ Λέοντος τοῦ Μεγάλου Μαρκιανός, σὺν τῇ Πουλχερίᾳ, ἔκτισαν τὰς Βλαχέρνας. Ἐδῶ δὲ γράφεται, ὅτι ὁ Λέων ἔκτισε τὸν ἐν Βλαχέρναις Ναόν. Ἀλλ’ ἴσως, ὁ μὲν Μαρκιανός, ἔκτισεν, ἤτοι ἀνέκτισε καὶ ἀνεκαίνισε τὰς Βλαχέρνας καὶ τὸν ἐν αὐταῖς Ναὸν τῶν Ἀποστόλων Πέτρου καὶ Μάρκου, ὡς ἐρρέθη ἀνωτέρω. Ὁ δὲ Λέων ὁ Μέγας, ἔκτισε τὸν ἐν ταῖς αὐταῖς Βλαχέρναις Ναὸν τῆς Θεοτόκου, ὡς γράφεται ἐδῶ.
(2) Σημείωσαι, ὅτι ἡ τιμία αὕτη Ἐσθὴς τῆς Θεοτόκου, ἦτον ὑφασμένη ἀπὸ μαλλί, τὸ ὁποῖον εἰς ἓξ μῆνας ἀπὸ τοὺς σκώληκας καὶ τὴν βότριδα διαφθείρεται. Μὅλον τοῦτο, ἡ τιμία αὕτη Ἐσθής, ἦτον ὅλη ἀδιάφθορος καὶ κατὰ τὸ φάδι καὶ κατὰ τὸ στιμόνι, ἦτον δὲ καὶ αὐτόχροος. Ἐμαρτύρει δὲ διὰ τῆς ἀφθορίας, τὴν ἀφθορίαν καὶ ἀπάθειαν τοῦ παρθενικοῦ τῆς Θεοτόκου σώματος. Ἀνοιχθείσης γὰρ μίαν φορὰν τῆς ἁγίας Σοροῦ, ἡ μὲν βασιλικὴ καὶ μεταξωτὴ ἁλουργίς, περὶ ἧς ἀνωτέρω εἴρηται, εὑρέθη ἀπὸ τὴν πολυκαιρίαν διεφθαρμένη. Ἡ δὲ τιμία Ἐσθὴς τῆς Θεοτόκου, εὑρέθη ἄφθορος. Ταῦτα μὲν γράφονται ἐν τῇ Καλοκαιρινῇ. Ὁ δὲ Νικηφόρος, λέγει περὶ τῆς Ἐσθῆτος, ὅτι ἦν ἐξ ἐρίων εὐφθάρτων ὑφασμένη, καὶ στιμόνων ὁμοειδῶν καὶ ὁμοχρόων. Καὶ ὅτι ἀδιάφθαρτός ἐστι καὶ ἀδιάλυτος μέχρι τοῦ νῦν, τὸ θαῦμα τῆς Ἀειπαρθένου ἀνακηρύττουσα. Ὅθεν καὶ Μιχαὴλ ὁ Τραυλὸς ἐξήνεγκε κατὰ τοῦ τυράννου Θωμᾶ, τὰ Τίμια Ξύλα, καὶ τὴν Ἐσθῆτα ταύτην τῆς Θεοτόκου (παρὰ Δοσιθέου, σελ. 1152 τῆς Δωδεκαβίβλου). Ὅρα καὶ εἰς τὴν τριακοστὴν πρώτην τοῦ Αὐγούστου ἐν τῇ ὑποσημειώσει.
Καὶ ταῦτα δὲ προσθέττομεν ἐνταῦθα, ὡς τριπόθητα παρὰ τοῖς φιλοχρίστοις, ἅπερ γράφει ὁ αὐτὸς Δοσίθεος ἐν σελ. 1152, ἤγουν, ὅτι ἐν ταῖς Βλαχέρναις εὑρίσκοντο τὰ Σπάργανα τοῦ Χριστοῦ, ὁ ἀκάνθινος Στέφανος, ἡ Σινδὼν τοῦ Χριστοῦ, καὶ τὸ Λέντιον, καὶ τὸ πορφυροῦν Ἱμάτιον, καὶ ὁ Σπόγγος τοῦ Ζωοδότου, καὶ τὸ ὠμοφόριον τῆς Θεοτόκου, τὸ ὁποῖον φαίνεται νὰ ἦτον ἄλλο ἀπὸ τὴν Ἐσθῆτα, κατὰ τὸν αὐτὸν Δοσίθεον (αὐτόθι). Ὅθεν Μιχαὴλ ὁ δοὺξ ἐν τῇ μονωδίᾳ, θρηνῶν τὴν Κωνσταντινούπολιν ὑπὸ τῶν Ὀθωμανῶν ἁλωθεῖσαν, ἔλεγε πρὸς τοῖς ἄλλοις· «Ποῦ τὰ τῶν Ἀποστόλων τοῦ Κυρίου μου σώματα, τὰ πρὸ πολλοῦ φυτευθέντα ἐν τῷ ᾀειθαλεῖ Παραδείσῳ; (τῆς Κωνσταντινουπόλεως) ποῦ τὸ πορφυροῦν Ἱμάτιον; ποῦ ἡ Λόγχη; ποῦ ὁ Σπόγγος; ποῦ ὁ Κάλαμος;»
Σημείωσαι, ὅτι τὰ ἐλλείποντα τροπάρια τῆς Ἀκολουθίας τῆς τιμίας Ἐσθῆτος τῆς Θεοτόκου, ἀνεπλήρωσεν ἡ ἐμὴ ἀδυναμία. Καὶ τοῦτο δὲ σημείωσαι, ὅτι λόγον ἔχει περὶ τῆς μετακομιδῆς εἰς τὴν βασιλεύουσαν τῆς τιμίας Ἐσθῆτος, Θεόδωρος ὁ Πρεσβύτερος τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας, οὗ ἡ ἀρχή· «Θεῖά τινα καὶ μεγάλα μυστήρια Θεοῦ φιλανθρωπίας». (Σῴζεται ἐν τῇ Λαύρᾳ, ἐν τῷ πέμπτῳ Πανηγυρικῷ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς τοῦ Βατοπαιδίου καὶ ἐν τῇ τῶν Ἰβήρων.) Ἐν δὲ τῇ Ἱερᾷ Μονῇ τῶν Ἰβήρων σῴζεται ἔτι εἷς λόγος ἑλληνικὸς εἰς τὴν αὐτὴν κατάθεσιν, οὗ ἡ ἀρχή· «Τῆς μὲν θείας ταφῆς τοῦ ζωηφόρου σώματος». Ἐν δὲ τῇ Μεγίστῃ Λαύρᾳ σῴζεται λόγος εἷς, διαλαμβάνων περὶ τῆς φανερώσεως τῆς τιμίας Ἐσθῆτος τῆς Θεοτόκου, οὗ ἡ ἀρχή· «Λέων ὁ μέγας, ὁ κατ’ ἐκεῖνο καιροῦ τὰ Ῥωμαίων σκῆπτρα διϊθύνων».
Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ.
————————————————————————
Ἕνα θαύμα τῆς Τιμίας Ἐσθήτας τῆς Θεοτόκου
Ἕνα Θαῦμα τῆς Παναγίας κατὰ τὸν Ἱερὸ Φώτιο – Παναγιώτη Βολάκη.
Ἡ Θεοτόκος Ὑπέρμαχος Στρατηγὸς κατὰ τὴν Ἅ΄ Πολιορκία τῆς Κωνσταντινούπολης ἀπὸ τοὺς Ρῶς. Τὸν Ἰούνιο τοῦ 860 μ.Χ. καὶ ἐνῶ ὁ αὐτοκράτορας Μιχαὴλ ὁ Γ΄ μόλις εἶχε ἐκστρατεύσει ἐναντίον τῶν Ἀράβων, ἡ Κωνσταντινούπολη δέχθηκε τὴν ἐπίθεση ἑνὸς σχηματιζόμενου τότε ἔθνους, μὲ τὸ ὁποῖο ἔμελλε νὰ ἀναπτύξει πολλὲς σχέσεις στὸ μέλλον: τοῦ ἔθνους τῶν Ρῶς. Μὲ 200 μικρὰ πλοῖα, οἱ πρόγονοι αὐτοὶ τοῦ μεγάλου ρωσικοῦ ἔθνους, προσορμίσθηκαν στὴ βασιλεύουσα πόλη, τὴν περικύκλωσαν καὶ ἄρχισαν νὰ λεηλατοῦν τὰ περίχωρά της. Ὁ αὐτοκράτορας ἀμέσως ἐπέστρεψε στὴν πολιορκούμενη πόλη, γιὰ νὰ ἀναλάβει τὴν ἄμυνά της, καὶ μαζὶ μὲ τὸν Πατριάρχη Φώτιο ἐνθάρρυναν τὸν τρομοκρατημένο πληθυσμό.
Οἱ Κωνσταντινουπολίτες, καθὼς τονίζεται ἀπὸ πολλὲς βυζαντινὲς πηγές, ἀλλὰ κι ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Μέγα Φώτιο, ἀπέδωσαν τὴ διάσωση τῆς πόλης τοὺς κατὰ τὴ βιαιότατη ἐκείνη πολιορκία, στὴν θαυματουργικὴ ἐπέμβαση τῆς Παναγίας, τῆς ὁποίας τὴν Τίμια Ἐσθήτα ποὺ φυλασσόταν στὴν Κωνσταντινούπολη, περιέφερε ὁ ἴδιος ὁ Πατριάρχης μὲ πλῆθος ἀπελπισμένου λαοῦ στὰ τείχη καὶ ἐμβάπτισε στὴν θάλασσα . Ἀποτέλεσμα τῆς λιτανείας αὐτῆς ἦταν νὰ ξεσπάσει τρομερὴ θύελλα, ποὺ κατέστρεψε τὰ πλοιάρια τῶν πολιορκητῶν, οἱ ὁποῖοι τρομοκρατημένοι τράπηκαν σὲ φυγή. Τὸ σημαντικότερο αὐτὸ γεγονὸς ἦταν ἕνα ἀπὸ τὰ πολλά, ποὺ ἑδραίωσαν τὴν κοινὴ βυζαντινὴ πεποίθηση γιὰ τὸ ρόλο τῆς Θεοτόκου ὡς προστάτιδος τῆς Κωνσταντινούπολης καὶ Ὑπερμάχου Στρατηγοῦ τῶν ἀδικουμένων. Τὴν πίστη αὐτὴ διακρίνουμε ξεκάθαρα, στὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ὁ Ἱερὸς Φώτιος περιγράφει τὸ περιστατικό, στὴ δεύτερη ἀπὸ τὶς δυὸ σημαντικότατες ὁμιλίες του, ποὺ ἀφοροῦν στὴν πολιορκία τῆς Κωνσταντινούπολης ἀπὸ τοὺς Ρῶς.
«Ὅταν στερηθήκαμε κάθε βοήθεια καὶ εἴχαμε χάσει κάθε ἀνθρώπινο σύμμαχο, ἐμψυχωνόμασταν ἀπὸ τὶς προσδοκίες ποὺ εἴχαμε στηρίξει στὴ Μητέρα τοῦ Θεοῦ. Αὐτὴ βάζαμε νὰ παρακαλέσει γιὰ μᾶς τὸν Υἱό της, Αὐτὴ νὰ Τὸν ἐξευμενίσει γιὰ τὰ ἁμαρτήματά μας, καλούσαμε σὲ βοήθεια γιὰ νὰ σωθοῦμε κραυγάζοντες μὲ τὸ δικό Της στόμα, τὴ δική Της βοήθεια εἴχαμε σὰν τεῖχος ἀπόρθητο, Αὐτὴ θερμοπαρακαλούσαμε νὰ συντρίψει τὸ θράσος τῶν βαρβάρων, Αὐτὴ νὰ ταπεινώσει τὴν ἀλαζονεία τους. Αὐτὴ νὰ προστατεύσει τὸν ἀπελπισμένο λαό, νὰ πολεμήσει ὑπὲρ τοῦ ποιμνίου Της. Τῆς ὁποίας καὶ τὸ ἔνδυμα ἀφενὸς γιὰ ἀναχαίτιση τῶν πολιορκητῶν καὶ ἀφετέρου ὡς φρουρὰ τῶν πολιορκημένων, ἐγὼ καὶ μαζί μου ὅλη ἡ πόλη, περιφέραμε αὐθόρμητα καὶ ἐθελούσια? κατὰ τὴ λιτανεία ποὺ κάναμε, ἐξαιτίας τῆς ἀνείπωτης φιλανθρωπίας, καὶ τῆς Μητρικῆς θαρραλέας ἱκεσίας. Καὶ ὁ Θεὸς κάμφθηκε καὶ ὁ θυμὸς ἔφυγε καὶ ἐλέησε ὁ Κύριος τὴν κληρονομία Του. Πράγματι, ἔνδυμα τῆς Μητέρας τοῦ Θεοῦ εἶναι αὐτὴ ἡ Πάνσεπτη Στολή. Αὐτὴ περικύκλωνε τὰ τείχη καὶ μὲ τὸν ἄρρητο λόγο Τῆς ἔτρεπε τοὺς ἐχθροὺς σὲ φυγή. Αὐτὴν περιζωνόταν ἡ πόλη καὶ ἡ ὀχύρωση τῶν ἐχθρῶν διαλυόταν, σὰν νὰ εἶχε δοθεῖ διαταγή. Μὲ Αὐτὴν ἡ πόλη στολιζόταν, καὶ μὲ τὴν ἐλπίδα ποὺ εἶχαν ὅσοι Τὴν περιέφεραν, ἔφευγε ἡ ἐχθρότητα. Ὅταν περιδιάβηκε τὸ τεῖχος ἡ Παρθενικὴ Στολή, καὶ οἱ βάρβαροι ἀποκαμωμένοι διέλυσαν τὴν πολιορκία καὶ λυτρωθήκαμε ἀπὸ τὴν κατάκτηση ποὺ περιμέναμε, τότε ἀξιωθήκαμε τῆς ἀνέλπιστης σωτηρίας.»
(Σ. Ἀριστάρχου, Φωτίου Λόγοι καὶ Ὁμιλίαι, τ. Β΄, ὁμιλία ΝΒ΄, Ἐν Κωνσταντινουπόλει, τύποις The Annuaire Oriental & Printing Co Ltd 1900, σσ. 41-42.)
Κείμενο τοῦ Παναγιώτη Βολάκη Ἀπὸ τὸ περιοδικὸ ¨ΒΗΜΟΘΥΡΟ¨ Τεῦχος 1ο (σέλ. 82).
ΠΗΓΗ.ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΠΟΡΕΙΑ
—————————————————
Ποῦ βρίσκεται ἡ τιμία Ἐσθήτα τῆς Παναγίας;
«…Ἡ ἐσθὴς τῆς Θεοτόκου ἐν ἀργυρᾷ ἐπίχρυσω σορῶ καὶ ἐν ἰδιαιτέρῳ παρεκκλήσιω, τὸ ὅποιον ἐκαλεῖτο διὰ τοῦτο καὶ «Ἁγία Σορός», κείμενον πρὸς βορρᾶ τοῦ Ἁγίου Βήματος, καὶ κιτισθὲν ὑπὸ Λέοντος τοῦ Μεγάλου, ἡ ἐσθὴς αὔτη ἤτις ὀνομάζεται καὶ «Μαφόριο» ἐκ τοῦ ἑβραϊκοῦ μαφορᾶ, δηλοῦντος σκέπασμα τῆς κεφαλῆς, δὲν ἦτο κυρίως φόρεμα. Ἀλλὰ σκέπασμα – πέπλος, κεφαλῆς ἐπικάλυμμα. Μαζὶ δὲ μὲ ἄλλα κειμήλια μετακομίσθη ἐκ Κωνσταντινουπόλεως εἰς Εὐρώπη, ὅπου ἐσώζετο ἐν τῇ «μονῇ τῶν Τριβήρων» ἐν Γαλλίᾳ, ἢν δὲ ἐξ ἐρίων εὔφθαρτων ἐξειργασμένον καὶ ἡ κρόκη καὶ ὁ στήμων ὁμοειδῆ καὶ ὁμόχροα. καὶ ἀδιάλυτο ἐπὶ τοσαύτους αἰώνας. Καὶ διαμένει πάντως καὶ μέχρι τοῦ νῦν ὅπου καὶ ἂν σώζεται. Ἐφερον δὲ αὐτὸ οἱ αὐτοκράτορες μεθ’ ἑαυτῶν στρατεύοντες καὶ «τὸ ἐκράτουν ἐν εἴδει σημαίας…» (ΒΙΒΛΙΟ «τὰ θαύματα τῆς Παναγίας», 1890, σέλ. 453).
Τὸ κείμενο αὐτὸ λέει ὅτι ἡ ἱερὰ Ἐσθήτα ἀπὸ τὴν Πόλη μετακομίσθη σὲ μονὴ τῆς Γαλλίας, προφανῶς ἀπὸ τοὺς Σταυροφόρους, στὴν ὁποία καὶ μᾶλλον ὑπάρχει.
Ὡς πρὸς τὸ Ναὸ τῶν Βλαχερνῶν, τὸ 1453 οἱ Ὀθωμανοὶ ἐρειπωμένη βρῆκαν τὴν βλαχερνίτισσα, γιὰ αὐτὸ καὶ οὐδέποτε τὴν «ὀρέχθηκαν» νὰ τὴν κάνουν τζαμί. Ὁ ἱστορικὸς Γεώργιος Φραντζής μας πληροφορεῖ ὅτι εἶχε καεῖ τὸ 1434 ἀπὸ ἀπροσεξία κάποιον ἀρχοντόπουλων. Ἀργότερα τὴν ξαναέκτισαν ξυλοστέγη βασιλική. Στὰ γεγονότα 6-7 Σεπτ. 1955 ἡ Παναγία τῶν Βλαχερνῶν ὑπέστη σημαντικὲς καταστροφές… Ἀνακαινίσθηκε τὸ 1960 ταπεινὸς πλέον ὁ Ναὸς ὅπως τὸν βλέπουμε.
…
Ὁ Χιτώνας τῆς Παναγίας στὴ Γεωργία
Πρόκειται γιὰ τὴν τιμία Ἐσθήτα, ποῦ φυλασσόταν στὶς Βλαχέρνες; Μᾶλλον ὄχι, ἂν ἐκείνη ἦταν μαφόριο καὶ ὄχι χιτώνας (ὅπως περιγράφεται πιὸ πάνω). Ἴσως πρόκειται γιὰ τὸ δεύτερο ἔνδυμα τῆς Παναγίας, ποὺ δώρισε πρὶν τὴν κοίμησή της (τὸ μαφόριο καὶ τὸ χιτώνα – γι’ αὐτὸ ἦταν δυὸ τὰ ἐνδύματα, ἐνῶ, ἂν ἦταν ἴδια, θὰ ἦταν λογικὸ νὰ εἶχε μόνο ἕνα & νὰ εἶχε ἤδη δώσει τὸ ἄλλο σὲ κάποιον φτωχό). Ἔτσι ἐπιβεβαιώνεται καὶ ἡ πληροφορία τῆς παράδοσης περὶ δυὸ ἐνδυμάτων.
Ἡ φωτογραφία εἶναι ἀπὸ τὸ φόρεμα τῆς Κυρίας Θεοτόκου ἡ ὁποία βρίσκεται ἀποθησαυρισμένη στὸ κρατικὸ μουσεῖο τῆς πόλεως Ζουγκντίντι στὴ Γεωργία.
Τὸ Ἱερὸ Κειμήλιο, ἄγνωστο γιὰ πολλούς, φυλάσσεται στὸ Κρατικὸ Μουσεῖο τῆς πόλεως Ζουγκντίντι τῆς Γεωργίας.
Ἀπὸ τὸ Ρωμαϊκὸ κράτος βρέθηκε στὴ Γεωργία, κατὰ τὴν περίοδο τῆς Εἰκονομαχίας (8οςαιώνας), ἢ σύμφωνα μὲ ἄλλες πηγές, ἀμέσως μετὰ τὴν ἅλωση τῆς Κωνσταντινουπόλεως (15οςαιώνας).
Γιὰ τὴν ὕπαρξη τοῦ χιτώνα στὴ χώρα μαρτυροῦν ὁ Πατριάρχης Ἀντιοχείας Μακάριος (1641-1688), οἱ πρέσβεις τῆς Ρωσίας, Φέντον Ἔλτσιν καὶ Παῦλος Ζαχαρίεβ καθὼς καὶ ξένοι περιηγητὲς τῶν μεσαιωνικῶν χρόνων.
Ὁ Θεομητορικὸς χιτώνας διαστάσεων 1,80 Χ 1,50, ἦταν βαμμένος, ἀλλὰ μὲ τὸν καιρὸ ἡ βαφὴ ξεθωρίασε. Ὁ χιτώνας εἶναι τοποθετημένος σὲ εἰδικὸ κατασκευασμένο ξύλινο κιβώτιο καὶ ἀποτελεῖ ἰδιαίτερη πηγὴ εὐλογίας καὶ ἁγιασμοῦ γιὰ τὸν πολύπαθο Γεωργιανὸ λαὸ καὶ ὄχι μόνο.