1 Καταβάντι δὲ αὐτῷ ἀπὸ τοῦ ὄρους ἠκολούθησαν αὐτῷ ὄχλοι πολλοί. 2 καὶ ἰδοὺ λεπρὸς ἐλθὼν προσεκύνει αὐτῷ λέγων· Κύριε, ἐὰν θέλῃς δύνασαί με καθαρίσαι. 3 καὶ ἐκτείνας τὴν χεῖρα ἥψατο αὐτοῦ ὁ Ἰησοῦς λέγων· Θέλω, καθαρίσθητι· καὶ εὐθέως ἐκαθαρίσθη αὐτοῦ ἡ λέπρα. 4 καὶ λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· Ὅρα μηδενὶ εἴπῃς, ἀλλὰ ὕπαγε σεαυτὸν δεῖξον τῷ ἱερεῖ, καὶ προσένεγκε τὸ δῶρον ὃ προσέταξεν Μωσῆς, εἰς μαρτύριον αὐτοῖς. 5 Εἰσελθόντι δὲ αὐτῷ εἰς Καπερναοὺμ προσῆλθεν αὐτῷ ἑκατόνταρχος παρακαλῶν αὐτὸν καὶ λέγων· 6 Κύριε, ὁ παῖς μου βέβληται ἐν τῇ οἰκίᾳ παραλυτικός, δεινῶς βασανιζόμενος. 7 καὶ λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· Ἐγὼ ἐλθὼν θεραπεύσω αὐτόν. 8 καὶ ἀποκριθεὶς ὁ ἑκατόνταρχος ἔφη· Κύριε, οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς ἵνα μου ὑπὸ τὴν στέγην εἰσέλθῃς· ἀλλὰ μόνον εἰπὲ λόγῳ, καὶ ἰαθήσεται ὁ παῖς μου. 9 καὶ γὰρ ἐγὼ ἄνθρωπός εἰμι ὑπὸ ἐξουσίαν, ἔχων ὑπ’ ἐμαυτὸν στρατιώτας, καὶ λέγω τούτῳ, πορεύθητι, καὶ πορεύεται, καὶ ἄλλῳ, ἔρχου, καὶ ἔρχεται, καὶ τῷ δούλῳ μου, ποίησον τοῦτο, καὶ ποιεῖ. 10 ἀκούσας δὲ ὁ Ἰησοῦς ἐθαύμασε καὶ εἶπε τοῖς ἀκολουθοῦσιν· Ἀμὴν λέγω ὑμῖν, οὐδὲ ἐν τῷ Ἰσραὴλ τοσαύτην πίστιν εὗρον. 11 λέγω δὲ ὑμῖν ὅτι πολλοὶ ἀπὸ ἀνατολῶν καὶ δυσμῶν ἥξουσιν καὶ ἀνακλιθήσονται μετὰ Ἀβραὰμ καὶ Ἰσαὰκ καὶ Ἰακὼβ ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν, 12 οἱ δὲ υἱοὶ τῆς βασιλείας ἐκβληθήσονται εἰς τὸ σκότος τὸ ἐξώτερον· ἐκεῖ ἔσται ὁ κλαυθμὸς καὶ ὁ βρυγμὸς τῶν ὀδόντων. 13 καὶ εἶπεν ὁ Ἰησοῦς τῷ ἑκατοντάρχῷ· Ὕπαγε, καὶ ὡς ἐπίστευσας γενηθήτω σοι. καὶ ἰάθη ὁ παῖς αὐτοῦ ἐν τῇ ὥρᾳ ἐκείνῃ.
α.Ὁ λεπρός τὸν ἐπλησίασε, ὅταν κατέβηκε ἀπὸ τὸ βουνό· κι ὁ σημερινὸς ἐκατόνταρχος, ὅταν μπῆκε στὴν Καπερναούμ. Γιὰ ποιὸ λόγο οὔτε ὁ ἕνας οὔτε ὁ ἄλλος δὲν ἀνέβηκαν στὸ βουνό; Ὄχι ἀπὸ ἀδιαφορία γιατὶ καὶ τῶν δύο ἡ πίστη ἦταν θερμὴ ἀλλὰ γιὰ νὰ μὴ διακόψουν τὴ διδασκαλία του. Τὸν ἐπλησίασε καὶ τοῦ εἶπε· ὁ δοῦλος μου ἔπεσε παράλυτος στὸ σπίτι καὶ βασανίζεται φρικτά. Λένε μέρικοὶ γιὰ νὰ δικαιολογηθῆ εἶπε καὶ τὴν αἰτία γιὰ τὴν ὁποία δὲν τὸν ἔφερε. Γιατὶ δὲν ἦταν δυνατό, λένε, ἐνῶ εἶχε παραλύσει, βασανιζόταν κι ἦταν στὰ τελευταῖα του νὰ τὸν φέρουν σηκώνοντάς τον.
Ἐπειδὴ πλησίαζε τὸ ψυχομαχητό, γράφει ὁ Λουκᾶς, σὲ λίγο θὰ πέθαινε. Ἐγὼ ὅμως λέγω ὅτι αὐτὸ ἦταν σημεῖο ὅτι εἶχε μεγάλη πίστη, πολὺ μεγαλύτερη ἀπὸ κείνους ποὺ κατέβασαν τὸν ἀσθενῆ ἀπὸ τὴ στέγη. Ἐπειδὴ ἤξερε καλά, ὅτι κι ἁπλὴ διαταγὴ φτάνει γιὰ νὰ σταθῆ στὰ πόδια του ὁ πλαγιασμένος, θεώρησε περιττὸ νὰ τὸν φέρη. Κι ὁ Ἰησοῦς, κάνει τώρα ὅ,τι δὲν ἔκανε ποτὲ ἄλλοτε. Ἐνῶ δηλαδὴ πάντοτε περιμένει νὰ ἐκδηλωθῆ ἡ ἐπιθυμία ἐκείνων ποὺ τὸν ἱκετεύουν, ἐδῶ παίρνει τὴν πρωτοβουλία καὶ δὲν ὑπόσχεται πὼς θὰ θεραπεύση μονάχα ἀλλὰ ὅτι καὶ θὰ ρθῆ στὸ σπίτι. Αὐτὸ τὸ κάνει, γιὰ νὰ μάθωμε τὴν ἀρετὴ τοῦ ἑκατόνταρχου. Ἄν δὲν ἔδινε αὐτὴ τὴν ὑπόσχεση ἀλλὰ τοῦ ἔλεγε πήγαινε, ἄς θεραπευτῆ ὁ δοῦλος σου, τίποτα ἀπ’ αὐτὰ δὲ θὰ μαθαίναμε. Ἀντίθετα ἔπραξε στὴν περίπτωση τῆς Φοινίκισσας. Τώρα χωρὶς νὰ καλῆται στὸ σπίτι, ὁ ἴδιος ὑπόσχεται ὅτι θὰ ρθῆ, γιὰ νὰ μάθωμε τὴν πίστη τοῦ ἑκατόνταρχου καὶ τὴν πολλὴ ταπεινοφροσύνη. Στὴν περίπτωση τῆς Φοινίκισσας ὅμως καὶ νὰ δώση ἀρνεῖται καὶ στὴν ἐπιμονή της τὴ δυσκολεύει. Γιατὶ ὅπως εἶναι σοφὸς καὶ ἐφευρετικὸς γιατρὸς γνωρίζει μὲ τὰ ἀντίθετα νὰ ἐπιτυγχάνει τὰ ἀντίθετα. Κι ἐδῶ μὲ τὴν αὐτόθελη παρουσία, ἐνῶ ἐκεῖ μὲ τὴν ἐπίμονη ἄρνηση καὶ παραίτηση φανερώνει τὴν πίστη τῆς γυναίκας. Τὸ ἴδιο ἐφαρμόζει καὶ στὸν Ἀβραάμ «Δὲν θὰ κρατήσω κρυφὸ ἀπὸ τὸ παιδί μου τὸν Ἀβραάμ». Γιὰ νὰ μάθωμε τὴ φιλοστοργία του καὶ τὴν πρόνοιά του σχετικὰ μὲ τὰ Σόδομα. Καὶ στὸ σπίτι τοῦ Λὼτ ἀρνοῦνται νὰ μποῦν οἱ ἀπεσταλμένοι, γιὰ νὰ μάθωμε τὸ μέγεθος τῆς φιλοτιμίας τοῦ δικαίου.
Τί εἶπε τότε ὁ ἑκατόνταρχος; Δὲν εἶμαι ἱκανὸς νὰ μπῆς στὸ σπίτι μου. Ἄς τὸ ἀκούσωμε ὅσοι εἶναι νὰ ὑποδεχτοῦμε τὸ Χριστό· μπορεῖ νὰ τὸν ὑποδεχτοῦμε τώρα. Ἄς ἀκούσωμε κι ἄς ζηλέψωμε καὶ μὲ τὸση προθυμία ἄς τὸν δεχτοῦμε. Γιατὶ καὶ φτωχὸ ὅταν ὑποδεχτῆς καὶ πεινασμένο καὶ γυμνό, ἐκεῖνον ὑποδέχτηκες κι ἔθρεψες. Πὲς μόνο μιὰ λέξη καὶ θὰ θεραπευτῆ ὁ δοῦλος μου. Πρόσεξε ὅτι καὶ τοῦτος, ὅπως κι ὁ λεπρὸς ἔχει γι’ αὐτὸν τὴ σωστὴ ἰδέα. Οὔτε τοῦτος δὲν εἶπε· Παρακάλεσε· Κι οὔτε εἶπε προσευχήσου καὶ ἱκέτεψε ἀλλὰ πρόσταξε μονάχα. Κι ἐπειδὴ φοβήθηκε μήπως ἀπὸ μετριοφροσύνη ἀρνηθῆ, προσθέτει· «Γιατὶ κι ἐγὼ δέχομαι διαταγὲς καὶ διατάζω στρατιῶτες λέγοντας στὸν ἕνα πήγαινε, καὶ πηγαίνει καὶ στὸν ἄλλον ἔλα καὶ ἔρχεται καὶ στὸ δοῦλο μου κάνε τοῦτο καὶ τὸ κάμει. Καὶ τί σημαίνει ἄν ὁ ἑκατόνταρχος εἶχε αὐτὴ τὴ γνώμη; Τὸ ζήτημά μας εἶναι, ἄν ὁ Χριστὸς τὸ εἶπε καὶ τὸ ἐπιβεβαίωσε. Καλὴ καὶ πολὺ συνεπὴς ἀντίρρηση. Αὐτὸ λοιπὸν ἄς ἐξετάσωμε, καὶ θὰ δοῦμε νὰ ἔχη γίνει ὅ,τι ἔγινε καὶ στὸ λεπρό. Ὅπως ὁ λεπρὸς ἔτσι καὶ τοῦτος εἶπε «ἄν θέλης» (Καὶ δὲν μᾶς δίνει ὁ λεπρὸς μόνο ἀφορμὴ νὰ μιλήσωμε γιὰ τὴν ἐξουσία του. Κι ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς ὄχι μόνο διέλυσε τὴν ὑποψία ἀλλὰ ἔδωσε καὶ μεγαλύτερη ἀπόδειξη προσθέτοντας ἐκεῖνο ποὺ ἦταν περιττὸ νὰ τὸ πῆ· «θέλω ἄς καθαριστῆ». Γιὰ νὰ δώση κῦρος στὴ γνώμη ἐκείνου). Ἔτσι λοιπὸν κι ἐδῶ εἶναι δίκαιο νὰ ἐξετάσωμε, ἄν ἔγινε τίποτα τέτοιο καὶ θὰ δοῦμε ὅτι ἔγινε ἀκριβῶς τὸ ἴδιο. Γιατὶ μόλο ποὺ ὁ ἑκατόνταρχος μίλησε ἔτσι καὶ μαρτύρησε τὴν τὸση ἐξουσία καὶ ἔκανε καὶ κάτι περισσότερο ἀπὸ αὐτό. Τὸ βγάζομε αὐτὸ ἀπὸ τὰ γραφόμενα τοῦ Εὐαγγελιστοῦ. Δὲν εἶπε ὅτι ἐπαίνεσε μόνο τὸ λόγο ἀλλὰ φανερώνοντας ἀνώτερο βαθμὸ τοῦ ἐπαίνου ὅτι ἔδειξε θαυμασμὸ γι’ αὐτὸν. Καὶ δὲν ἐθαύμασε μονάχα. Ἀλλὰ ὅπως ἦταν γύρω ὅλος ὁ λαός, τὸν ἔκαμε καὶ στοὺς ἴδιους παράδειγμα, ὥστε νὰ τὸν μιμηθοῦν. Βλέπετε πῶς κερδίζει τὸ θαυμασμὸ τοῦ Χριστοῦ ὅποιος μαρτυρήση γιὰ τὴν ἐξουσία του; Κι ἔνιωθαν ἔκπληξη οἱ ἄνθρωποι γιὰ τὴν διδασκαλία του, γιατὶ μιλοῦσε σὰν κάποιος ποὺ ἔχει ἐξουσία. Κι ὄχι μόνο δὲν τοὺς διέψευσε ἀλλὰ τοὺς πῆρε καὶ κατέβηκαν καὶ μὲ τὴ θεραπεία του λεπροῦ ἐβεβαίωσε τὴ γνώμη τους. Πάλι ἔλεγε ἐκεῖνος. Ἄν θέλης, μπορεῖς νὰ μὲ καθαρίσης. Κι ὄχι μονάχα δὲν τὸν ἐπιτίμησε ἀλλὰ τὸν ἐθεράπευσε καὶ ὅπως τοῦ ἐζήτησε τὸν ἐκαθάρισε. Κι ὁ ἐκατόνταρχος ὁ σημερινὸς λέγει: Πὲς μιὰ λέξη μόνο καὶ θὰ θεραπευτῆ ὁ δοῦλος μου. Καὶ ἐκδηλώνοντας τὸ θαυμασμὸ του γι’ αὐτὸν ἔλεγε· οὔτε ἀνάμεσα στοὺς Ἑβραίους δὲ βρῆκα τόσο μεγάλη πίστη.
β. Ἄς τὸ κατανοήσωμε τώρα καὶ ἀπὸ τὸ ἀντίθετο. Ἐπειδὴ Μάρθα δὲν εἶπε τίποτ’ ἀπ’ αὐτὰ ἀλλὰ τὸ ἀντίθετο ὁλότελα, ὅτι «ὅσα ζητήσης ἀπὸ τὸ Θεὸ θὰ σοῦ τὰ δώση» ὄχι μόνο δὲ δέχτηκε ἔπαινο, μόλο ποὺ καὶ γνώριμη ἦταν κι ἀγαπητὴ κι ἀπὸ κείνους ποὺ τὸν εἶχαν θαυμάσει πολύ, ἀλλὰ ἄκουσε τὴν ἐπιτίμησή του καὶ δὲχτηκε τὴ διόρθωσή του γιατὶ δὲν εἶχε μιλήσει ὀρθά. Δὲν σοῦ εἶπα ὅτι ἄν πιστέψης θὰ δῆς τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ; Τῆς ἔλεγε κατηγορώντας την ὅτι ποτὲ δὲν εἶχε πιστέψει. Κι ἐπειδὴ του ἔλεγε «ὅσα ζητήσεις ἀπὸ τὸ Θεὸ θὰ σοῦ τὰ δώση» θέλοντας νὰ τὴν ἀπαλλάξη ἀπὸ μιὰ τέτοια ἰδέα κι ἐξηγώντας ὅτι δὲν ἔχει ἀνάγκη νὰ λάβη ἀπὸ ἄλλον ἀλλὰ ὁ ἴδιος εἶναι πηγὴ τῶν ἀγαθῶν, τῆς εἶπε πάλι· Ἐγὼ εἶμαι ἡ ἀνάσταση καὶ ἡ ζωή. Δηλαδή, δὲν περιμένω νὰ δεχθῶ δύναμη ἀλλὰ τὰ ἐκτελῶ ὅλα ἀπὸ μόνος μου. Γι αὐτὸ καὶ θαυμάζει τὸν ἑκατόνταρχο καὶ τὸν προβάλλει σ’ ὅλο τὸ λαό, καὶ τὸν τιμᾶ μὲ τὴ δωρεὰ τῆς βασιλείας, καὶ τοὺς ἄλλους προτρέπει νὰ δείξουν τὸν ἴδιο ζῆλο. Καὶ γιὰ νὰ ἐννοήσετε ὅτι μίλησε ἔτσι γιὰ νὰ διδάξη καὶ τοὺς ἄλλους νὰ ἔχουν τέτοια πίστη, ἀκοῦστε τὸ σαφῆ ὑπαινιγμὸ τοῦ εὐαγγελιστοῦ· Γύρισε ὁ Χριστὸς καὶ εἶπε σ’ ἐκείνους ποὺ τὸν ἀκολουθοῦσαν· οὔτε ἀνάμεσα στοὺς Ἑβραίους δὲ βρῆκα τόσο μεγάλη πίστη. Ἄρα ἡ ὑψηλὴ ἰδέα γι’ αὐτὸν εἶναι κυρίως δεῖγμα πίστεως καὶ αἰτία τῆς βασιλείας καὶ τῶν ἄλλων ἀγαθῶν. Καὶ δὲν ἔμεινε ὁ ἔπαινος στοὺς λόγους ἀλλὰ καὶ τὸν ἄρρωστο τοὺς ξανάδωσε γερὸ γιὰ τὴν πίστη του καὶ λαμπρὸ στεφάνι τοῦ πλέκει καὶ μεγάλα δῶρα τοῦ ὑπόσχεται μὲ τοὺς λόγους τούτους· Πολλοὶ θὰ φτάσουν ἀπὸ ἀνατολὴ καὶ δύση, καὶ θὰ βροῦν τὴ θέση τους στοὺς κόλπους τοῦ Ἀβραάμ καὶ τοῦ Ἰσαάκ καὶ τοῦ Ἰακώβ· οἱ γιοὶ ὅμως τῆς βασιλείας θὰ πεταχτοῦν ἔξω. Ἐπειδὴ τοὺς ἔκαμε πολλὰ θαύματα γι’ αὐτὸ καὶ τοὺς μιλᾶ τόσο ἀνοιχτά. Κι ἔπειτα γιὰ νὰ μὴ νομίση κανεὶς ὅτι εἶναι λόγοι κολακευτικοὶ ἀλλὰ νὰ μάθουν ὅλοι ὅτι ἔτσι αἰσθανόταν ὁ ἑκατόνταρχος τοῦ λέει· Πήγαινε, ὅπως ἐπίστεψες ἔτσι ἄς γίνη. Κι ἀμέσως ἐπακολούθησε τὸ ἔργο δίνοντας μαρτυρία γιὰ τὴν προαίρεση. Καὶ θεραπεύθηκε ὁ δοῦλος του ἀπὸ τὴν ὥρα ἐκείνη. Τὸ ἴδιο ἔγινε καὶ μὲ τὴ Φοινίκισσα. Καὶ σ’ ἐκείνην εἶπε· Γυναίκα μεγάλη ἡ πίστη σου· ἄς γίνη ὅπως θέλεις. Καὶ θεραπεύθηκε ἡ κόρη της. Κι ἐπειδὴ ὁ Λουκᾶς ὅταν διηγῆται αὐτὸ τὸ θαῦμα παρεμβάλλει ἄλλα περισσότερα στοιχεῖα, ποὺ μοιάζουν νὰ φανερώνουν διαφωνία (τῶν εὐαγγελιστῶν), εἶναι ἀνάγκη νὰ ἐξηγηθοῦν κι αὐτά. Ὁ Λουκᾶς λέει ὅτι ἔστειλε πρὸς αὐτὸν Ἰουδαίους γέροντες προσκαλώντας τον νὰ ἔρθη. Ὁ Ματθαῖος λέγει ὅτι ἀφοῦ ἦρθε ὁ ἴδιος ἔλεγε ὅτι δὲν εἶμαι ἄξιος. Καὶ μερικοὶ λένε ὅτι δὲν εἶναι αὐτὸς ἐκεῖνος, ἄν καὶ πολλὲς ὁμοιότητες ἔχει. Γιατὶ γιὰ κεῖνον λέγει ὅτι καὶ τὴ συναγωγὴ μας ἔχτισε καὶ τὸ ἔθνος μας ἀγαπᾶ. Ἐνῶ γι’ αὐτὸν λέει ὁ ἴδιος ὁ Ἰησοῦς, οὔτε μέσα στοὺς Ἑβραίους δὲ βρῆκα τόσο μεγάλη πίστη. Καὶ στὴν περίπτωση ἐκείνου δὲν εἶπε πολλοὶ θὰ φτάσουν ἀπὸ ἀνατολὴ, γι’ αὐτὸ εἶναι φυσικὸ νὰ εἶναι αὐτὸς Ἰουδαῖος. Τί θὰ ποῦμε; ὅτι αὐτὴ εἶναι εὔκολη λύση· τὸ ζήτημα εἶναι, ἄν εἶναι ἀληθινή. Ἐγὼ νομίζω ὅτι εἶναι τὸ ἴδιο πρόσωπο. Τότε πῶς λέει ὁ Ματθαῖος ὅτι αὐτὸς εἶπε «Δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ μπῆς κάτω ἀπὸ τὴ στέγη μου κι ὁ Λουκᾶς ὅτι τὸν ζήτησε ναρθῆ; Νομίζω πὼς ὁ Λουκᾶς κάνει ὑπαινιγμὸ γιὰ τὴν Ἰουδαϊκὴ κολακεία καὶ γιὰ τὸ πῶς ἀλλάζουν ὁλοένα ἀποφάσεις ὅσοι βρίσκονται στὴν ταραχὴ τῶν συμφορῶν. Εἶναι φυσικό ὅτι ὁ ἑκατόνταρχος, ὅταν ἤθελε νὰ φύγη ἐμποδίστηκε ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους, ποὺ τὸν κολάκευαν καὶ τοῦ ἔλεγαν ὅτι θὰ πᾶμε ἐμεῖς νὰ σοῦ τὸν φέρωμε. Πρόσεξε τώρα καὶ τὴν παράκλησή τους ποὺ εἶναι γεμάτη ἀπὸ κολακεία. Ἀγαπᾶ, λέει, τὸ ἔθνος μας κι ἔχτισε τὴ συναγωγὴ μας, δὲν ξέρουν πῶς νὰ τὸν ἐπαινέσουν. Ἔπρεπε νὰ ποῦν, ὅτι θέλησε ναρθῆ ὁ ἴδιος καὶ νὰ παρακαλέση. Ἐμεῖς ὅμως τὸν ἐμποδίσαμε, γιατὶ εἴδαμε τὴ συμφορά του καὶ τὸ δοῦλο νὰ κοίτεται στὸ σπίτι, καὶ νὰ παραστήσουν ἔτσι τὸ μέγεθος τῆς πίστης του. Δὲν εἶπαν αὐτὸ, γιατὶ ἀπὸ φθόνο δὲν ἤθελαν νὰ φανερώσουν τὴν πίστη τοῦ ἀνθρώπου. Προτίμησαν νὰ συσκοτίζουν τὴν ἀρετὴ ἐκείνου, γιὰ τὸν ὁποῖον ἦρθαν νὰ παρακαλέσουν, γιὰ νὰ μὴ νομιστῆ ὅτι αὐτὸς ποὺ παρακαλοῦσαν ἦταν σημαντικός. Δὲ θέλησαν νὰ φανερώσουν σ’ ὅλους τὴ πίστη ἐκείνου καὶ νὰ ἐπιτύχουν αὐτὸ γιὰ τὸ ὁποῖο εἶχαν ἔρθει. Εἶναι ἱκανὸς ὁ φθόνος νὰ τυφλώση τὸ νοῦ. Ἀλλὰ αὐτὸς καὶ τὰ ἀνείπωτα γνωρίζει καὶ χωρὶς αὐτοὶ νὰ θέλουν τὸν φανερώνει σὲ ὅλους. Κι
ὅτι αὐτὸ εἶναι ἀληθινὸ ἀκοῦστε πῶς ἐξηγεῖ ὁ Λουκᾶς· Ἐνῶ δὲν ἦσαν μακρυὰ ὁ Χριστός, τοῦ ἔστειλε κάποιον καὶ τοῦ εἶπε. Μὴν μπαίνης στὸν κόπο, Κύριε δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ μπῆς στὸ σπίτι μου. Ὅταν ἐπέτυχε ν’ ἀπαλλαγῆ ἀπὸ τὴ φορτικότητά τους τότε στέλλει καὶ τοῦ ἐξηγεῖ· Μὴ νομίσης ὅτι ἀπὸ ἀδιαφορία δὲν ἦρθα, ἀλλὰ θεώρησα τὸν ἑαυτό μου ἀνάξιο νὰ σὲ δεχτῶ στὸ σπίτι μου.
γ΄. Ἄν τώρα ὁ Ματθαῖος λέγη ὅτι αὐτὸς δὲν ἔβαλε τοὺς φίλους του νὰ τὸ ποῦν ἀλλὰ ὁ ἴδιος, δὲν ἔχει σημασία. Τὸ ζήτημα εἶναι, ἄν καθένας τους παρέστησε τὴν προθυμία τοῦ ἀνθρώπου καὶ ὅτι εἶχε τὴν γνώμη ποὺ ἔπρεπε γιὰ τὸν Χριστό. Εἶναι φυσικὸ κι ὁ ἴδιος νἀρθῆ καὶ νὰ πῆ αὐτὰ, ἀφοῦ πρῶτα ἔστειλε τοὺς φίλους του. Ἄν δὲν τὸ εἶπε αὐτὸ ὁ Λουκᾶς οὔτε ὁ Ματθαίος εἶπε ἄλλο, αὐτὸ δὲν εἶναι ἀπόδειξη ὅτι πολεμοῦν μεταξύ τους ἀλλὰ ὅτι συμπληρώνουν ὅ,τι παραλείπει ὁ ἕνας ἤ ὁ ἄλλος. Πρόσεξε πῶς καὶ μὲ ἄλλο τρόπο ὁ Λουκᾶς παρουσίασε τὴν πίστη του λέγοντας ὅτι πλησίαζε νὰ πεθάνη ὁ δοῦλος. Οὔτε αὐτὸ ὅμως δὲν τὸν ἔρριξε στὴν ἀπόγνωση, μήτε καὶ τὸν ἔκανε νὰ ἀπελπισθῆ. Ἀλλὰ μ’ ὅλα ταῦτα εἶχε τὴν ἐλπίδα νὰ ἐπιτύχη. Κι ἄν ὁ Ματθαῖος λέγει ὅτι ὁ Χριστὸς εἶπε· Οὕτε στοὺς Ἑβραίους δὲν βῆκα τόσο μεγάλη πίστη καὶ δηλώνει ἔτσι πὼς αὐτὸς δὲν ἦταν Ἑβραῖος. Κι ἄν ὁ Λουκᾶς εἶπε ὅτι ἔχτισε τὴν συναγωγή μας οὐτ’ ἐδῶ δὲν ὑπάρχη ἀντίθεση. Εἶναι δυνατὸ καὶ Ἰουδαῖος νὰ μὴν εἶναι καὶ τὴ συναγωγὴ νὰ χτίση καὶ τὸ ἔθνος ν’ ἀγαπᾶ.
Ἄς μὴ ἐξετάζωμε ἐπιπόλαια τοὺς λόγους του ἀλλὰ ἄς προσθέσωμε καὶ τὰ ἀξίωμά του καὶ τότε θὰ δῆς τὴν ἀρετὴ τοῦ ἀνθρώπου. Πολλὴ περηφάνεια ἔχουν οἱ ἄρχοντες ποὺ δὲν σκύβουν οὔτε στὶς συμφορές. Αὐτὸς ποὺ ἀναφέρει ὁ Ἰωάννης τὸν τραβάει πρὸς τὸ σπίτι καὶ τοῦ λέει· Κατέβα, κοντεύει νὰ πεθάνει ὁ ὑπηρέτης μου. Δὲν φέρεται ὅμοια αὐτός· εἶναι καλύτερος κι ἀπὸ ἐκεῖνον κι ἀπ’ αὐτοὺς ποὺ κατέβασαν τὸ κρεβάτι ἀπὸ τὴ σκεπή. Δὲν ἐπιδιώκει τὴ σωματικὴ παρουσία, οὔτε ἔφερε τὸν ἄρρωστο κοντὰ στὸ γιατρό. Αὐτὸ δὲ δείχνει ἄνθρωπο μὲ μικρὴ ἰδέα γιὰ τὸ Χριστὸ ἀλλὰ κάποιον ποὺ ἔχει ἰδέα ταιριαστὴ σὲ Θεό. Διάταξε μόνο, τοῦ λέει. Καὶ μάλιστα ὄχι ἀμέσως. Πρῶτα διηγεῖαι τὴ συμφορά. Οὔτε κἄν πίστεψε ἀπὸ πολλὴ ταπεινοφροσύνη, πὼς θὰ συγκατένευε ἀμέσως ὁ Χριστὸς καὶ θὰ ζητοῦσε νὰ πάη στὸ σπίτι. Γι’ αὐτό, ὅταν τὸν ἄκουσε νὰ λέη θαρθῶ καὶ θὰ τὸν θεραπεύσω, τότε τοῦ εἶπε διάταξε. Καὶ τὸ πάθημά του δὲν τοῦ δημιουργοῦσε σύγχυση, ἀλλὰ καὶ μέσα στὴ συμφορὰ φιλοσοφεῖ. Δὲν ἀποβλέπει καὶ τόσο στὴ ὑγεία τοῦ δούλου, ὅσο νὰ μὴ φανῆ πὼς κάνει κάποια ἀνευλάβεια. Καὶ δὲν ἀναγκασε βέβαια αὐτὸς τὸ Χριστό, ἀλλὰ ἐκεῖνος ἔδωσε ὑπόσχεση. Κι ἔτσι ὅμως φοβᾶται μὴ φανῆ ὅτι ὑπερτιμᾶ τὴν ἀξία του καὶ ζητεῖ κάτι ἀνώτερο ἀπ’ αὐτήν. Βλέπετε τὴ σύνεσή του; Κοιτάξτε τὴν ἀνοησία τῶν Ἰουδαίων ποὺ λένε· Εἶναι ἄξιος αὐτὸς που θὰ δεχτῆ τὴ χάρη. Ἀπὸ ἀνάγκη νὰ καταφύγουν στὴν φιλανθρωπία τοῦ Ἰησοῦ, προβάλλουν τὴν ἀξία τούτου, καὶ μήτε γνωρίζουν πῶς πρέπει νὰ τὴν προβάλλουν. Δὲν φέρεται ἔτσι αὐτὸς ἀντίθετα βεβαιώνει πὼς εἶναι ἐντελῶς ἀνάξιος ὄχι μόνο νὰ δεχθῆ τὴν εὐεργεσία ἀλλὰ καὶ νὰ ὑποδεχθῆ τὸν Κύριο στὸ σπίτι του. Γι’ αὐτὸ κι ὅταν εἶπε ὁ δοῦλος μου εἶναι κατάκοιτος, δὲ συμπλήρωσε· Διάταξε, ἐπειδὴ φοβήθηκε μήπως δὲν ἦταν ἄξιος νὰ λάβη τὴ δωρεά. Εἶπε μονάχα τὴ συμφορά του. Μὰ κι ὅταν εἶδε τὸν Χριστὸ νὰ προθυμοποιῆται, πάλι δὲν ἔλαβε θάρρος ἀλλὰ κάνει ἀκόμα ὑπομονὴ τηρῶντας τὸ μέτρο ποὺ τοῦ ταιριάζει. Κι ἄν παρατηρήση κάποιος, γιατὶ ὁ Χριστὸς δὲν τὸν τιμᾶ γι’ αὐτό; Θὰ τοῦ ποῦμε ὅτι τὸν ἐτίμησε ἐξαιρετικά. Πρῶτα ἐφανέρωε τὴ διάθεσή του, ποὺ φάνηκε περισσὰ μὲ τὸ νὰ μὴν ἔλθη στὸ σπίτι καὶ δεύτερο μὲ τὸ νὰ τὸν εἰσαγάγη στὴ βασιλεία καὶ νὰ τὸν προτιμήση ἀπὸ ὅλο τὸ Ἰουδαϊκὸ ἔθνος. Ἐπειδὴ θεώρησε τὸν ἑαυτὸ του ἀνάξιο ἀκόμα καὶ νὰ δεχτῆ τὸν Χριστὸ στὸ σπίτι του, γι’ αὐτὸ ἔγιεν καὶ τῆς βασιλείας ἄξιος καὶ νὰ κερδίση τὰ ἀγαθὰ ποὺ ἀπόχτησε ὁ Ἀβραάμ. Καὶ γιατὶ ὁ λεπρός ποὺ παρουσίασε περισσότερα ἀπ’ αὐτὰ δὲ δέχτηκε ἔπαινο; Καὶ δὲν εἶπε ἐκεῖνο «πρόσταξε» ἀλλὰ τὸ πολὺ μεγαλύτερο θέλησε μόνο. Αὐτὸ τὸ εἶπε ὁ προφήτης γιὰ τὸν Πατέρα ὅτι ὅλα ὅσα θέλησε, τὰ ἐπραγματοποίησε. Ἐπαινέθηκε ὅμως κι ἐκεῖνος. Γιατὶ ὅταν πῆ, φέρε τὸ δῶρο, ποὺ ὥρισε ὁ Μωυσῆς γιὰ νὰ γίνη μαρτυρία ἐναντίον τους δὲν λέει τίποτ’ ἄλλο, παρὰ ὅτι, σὺ θὰ τοὺς κατηγορήσης γιατὶ ἐπίστεψες. Ἐξ ἄλλου δὲν εἶναι τὸ ἴδιο νὰ πιστέψη ἕνας Ἰουδαῖος κι ἕνας ἀλλοεθνής. Ἐξ ἄλλου δὲν εἶναι ἴδιο νὰ πιστέψη ἕνας Ἰουδαῖος κι ἔνας ἀλλοεθνής. Ὅτι ὁ ἑκατόνταρχος δὲν ἦταν Ἰουδαῖος φαίνεται ἀπὸ τὸ ἀξίωμά ποὺ εἶχε, κι ἀπὸ τοὺς λόγους, οὔτε μέσα στοὺς Ἑβραίους δὲ βρῆκα τόσο μεγάλη πίστη.
δ΄. Ἦταν ἀλήθεια πολὺ μεγάλο πρᾶγμα νὰ σχηματίση τέτοια ἀντίληψη κάποιος ποὺ ἦταν ἔξω ἀπὸ τὴν Ἰουδαϊκὴ οἰκογένεια. Θὰ φαντάστηκε, νομίζω, τὶς στρατιὲς τοῦ οὐρανοῦ ἤ ἴσως ὅτι ἦσαν ὑποταγμένα σ’ αὐτὸν τὰ πάθη, κι ὁ θάνατος κι ὅλα τὰ ἄλλα ὅπως οἱ στρατιῶτες σ’ ἐκεῖνον. Γι’ αὐτὸ κι ἔλεγε, κι ἐγὼ εἶμαι ἄνθρωπος κάτω ἀπὸ διαταγές. Δηλαδή. Σὺ εἶσαι Θεός, ἐγὼ ἄνθρωπος· ἐγὼ διατάσσομαι σὺ ὄχι. Ἄν λοιπὸν ἐγὼ ποὺ εἶμαι ἄνθρωπος καὶ δέχομαι διαταγές, ἔχω τόση δύναμη, πολὺ περισσότερη ἔχη αὐτὸς ποὺ εἶναι Θεὸς καὶ δὲ διατάσσεται ἀπὸ κανένα. Θέλει ὑπερβολικὰ νὰ πείση τὸ Χριστό, ὅτι δὲν εἶναι ὅμοιος του ἀλλὰ πολὺ ἀνώτερός του. Ἐγὼ λέει, ποὺ εἶμαι ἴσος μ’ ἐκείνους ποὺ ἔχω στὶς διαταγές μου καὶ ποὺ δέχομαι διαταγὲς ὁ ἴδιος, ὡστόσο γιὰ τὴ μικρὴ ὑπεροχὴ ποὺ μοῦ δίνει τὸ ἀξίωμά μου ἔχω τόση δύναμη. Κανένας δὲν θὰ μοῦ φέρη ἀντίρρηση ἀλλὰ ὅ,τι διατάζω γίνεται, κι ἄν εἶναι ἀντίθετες οἱ διαταγές, (στὸν ἕνα λέγω πήγαινε καὶ πηγαίνει, στὸν ἄλλο ἔλα καὶ ἔρχεται). Πολὺ περισσότερο θὰ μπορέσης σὺ ὁ ἴδιος. (Μερικοὶ διαβάζουν καὶ ἔτσι αὐτὸ τὸ χωρίο· ἄν ἐγὼ ποὺ εἶμαι ἄνθρωπος, βάζουν ἐδῶ κόμμα καὶ συνεχίζουν, ἔχοντας στρατιῶτες κάτω ἀπὸ τὴν ἐξουσία μου). Ἐμεῖς ὅμως ἄς προσέξωμε πῶς ἔδειξε ὅτι καὶ τὸ θάνατο ἐξουσιάζει σὰν δοῦλο καὶ τὸν προστάζει σὰν κύριος. Ὅταν λέη ἔλα καὶ ἔρχεται, καὶ πήγαινε καὶ πηγαίνει, ἐννοεῖ τοῦτο, ὅτι ἄν προστάξης νὰ μὴν ἔρθη τὸ τέλος του, δὲ θὰ ρθῆ. Εἶδες πόσο πιστὸς ἦταν; Αὐτὸ ποὺ θὰ γινόταν ὕστερα φανερὸ σ’ ὅλους αὐτὸς ἀπὸ τώρα τὸ φανερώνει ὅτι δηλ. καὶ τὸ θάνατο καὶ τὴ ζωὴ ἐξουσιάζει καὶ κατεβάζει στὸν Ἄδη καὶ ἀνεβάζει στὴ ζωή. Καὶ δὲν ἐμίλησε γιὰ στρατιῶτες μονάχα ἀλλὰ καὶ γιὰ δούλους, ὅπου ὑπάρχει μεγαλύτερος βαθμὸς ὑπακοῆς. Ὡστόσο καὶ μ’ ὅλη τὴν τόση πίστη του, ἀκόμα νομίζει ἀνάξιο τὸν ἑαυτὸ του. Ὁ Χριστὸς ὅμως δείχνοντας ὅτι ἦταν ἄξιος νὰ τὸν ἐπισκεφθῆ στὸ σπίτι του τὸν ἐξύψωσε πολὺ περισσότερο δείχνοντας τὸ θαυμασμό του γι’ αὐτὸν καὶ σ’ ὅλους παρουσιάζοντάς τον καὶ δίδοντάς του περισσότερα ἀπ’ ὅσα ζήτησε. Ἀφοῦ ἦρθε γυρεύοντας τὴν ὑγεία τοῦ δούλου του καὶ ἔφυγε παίρνοντας τὴν βασιλεία. Ἔτσι εἶχε ὁλοκληρωθῆ ἡ ρήση· Γυρεύετε τὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν κι ὅλα τὰ ἄλλα θὰ προστεθοῦν. Ἐπειδὴ ἔδειξε πολλὴ πίστη καὶ ταπεινοφροσύνη γι’ αὐτο τοῦ ἔδωσε τὸν οὐρανὸ καὶ τοῦ πρόσθεσε τὴν ὑγεία. Καὶ δὲν τὸν ἐτίμησε μ’ αὐτὸ μόνο ἀλλὰ καὶ μὲ τὸ νὰ δείξη ποιοὶ διώχνονται γιὰ νὰ μπῆ ἐκεῖνος. Ἀπὸ τὴν ὥρα αὐτὴ κάνει σ’ ὅλους γνωστὸ ὅτι ἡ σωτηρία πηγάζει ἀπὸ τὴν πίστη, ὄχι ἀπὸ τὰ ἔργα ποὺ ἐπιβάλλει ὁ νόμος. Γι’ αὐτὸ κι ἡ δωρεὰ ἀφορᾶ ὄχι τοὺς Ἰουδαίους μονάχα ἀλλὰ καὶ τὰ ἔθνη· κι ὄχι τόσο ἐκείνους, ὅσο αὐτά. Μὴ νομίσετε ὅτι γι’ αὐτὸ τὸ ἔνθνος ἔγινε τοῦτο ἀλλὰ γιὰ ὁλόκληρη τὴν οἰκουμένη. Αὐτὸ τὸ ἔλεγε προφητεύοντας γιὰ τὰ ἔθνη καὶ δημιουργῶντας τους ἀγαθὲς ἐλπίδες. Γιατὶ τὸν ἀκολουθοῦσαν κι ἀπὸ τὴν ἐθνικὴ Γαλιλαία. Κι αὐτὰ τὰ ἔλεγε καὶ γιὰ νὰ μὴν ἀφήση τοὺς ἐθνικοὺς ν’ ἀπελπισθοῦν ἀλλὰ καὶ νὰ ρίξη τὸ θάρρος τῶν Ἰουδαίων. Ἀλλὰ γιὰ νὰ μὴν ἀποτελέση ὁ λόγος ἐμπόδιο σ’ ὅσους ἄκουγαν καὶ γιὰ νὰ μὴν τοὺς δώση καμμιὰ δικαιολογία οὔτε πιὸ μπροστὰ μιλᾶ γιὰ τὰ ἔθνη, παρὰ παίρνοντας ἀφορμὴ ἀπὸ τὸν ἑκατόνταρχο, οὔτε θέτει γυμνὸ τὸ ὄνομα τῶν ἐθνῶν. Δὲν εἶπε πολλοὶ ἀπὸ τὰ ἔθνη ἀλλὰ πολλοὶ ἀπὸ ἀνατολὴ καὶ δύση. Μ’ αὐτὸ ἐδηλώνονταν τὰ ἔθνη ἀλλὰ δὲν εἶχαν τὴν εἰκόνα ὅσοι ἄκουγαν· εἶχε κάποια ἀσάφεια ὁ λόγος. Καὶ δὲ διασκεδάζει μ’ αὐτὸ τὸ τρόπο μόνο ὅ,τι θὰ νομιζόταν καινοτομία τῆς διδασκαλίας ἀλλὰ καὶ μὲ τὸ νὰ χρησιμοποιήση τὴν ἔκφραση κόλπος τοῦ Ἀβραὰμ κι ὄχι τὴ λέξη Βασιλεία. Γιατὶ μήτε ἡ τελευταία λέξη τοὺς ἦταν γνώριμη, ἀλλὰ καὶ περισσότερο ἀποτελεσματικὴ ἦταν γι’ αὐτοὺς ἡ ἀναφορὰ τοῦ Ἀβραάμ. Γι’ αὐτὸ κι ὁ Ἰωάννης τίποτα δὲν εἶπε ἄμεσα γιὰ τὴ γέενα ἀλλὰ αὐτὸ ποὺ τοὺς λυποῦσε περισσότερο· Μὴ φανῆτε νὰ λέτε, ὅτι εἴμαστε παιδιὰ τοῦ Ἀβραάμ. Ἐκτὸς ἀπ’ αὐτὰ καὶ κάτι ἄλλο ἐπιτυγάχνει· νὰ μὴ θεωρηθῆ πὼς εἶναι κάποιος ποὺ ἀντιτίθεται στὸν παλαιὸ νόμο. Γιατὶ καὶ τὴν ὑποψία αὐτὴ ἀναιρεῖ μὲ τὸ παραπάνω αὐτὸς ποὺ τοὺς πατριάρχες θαυμάζει καὶ τὸν κόλπο τους ἀποκαλεῖ τέλος τῶν ἀγωθῶν. Ἄς μὴ νομίζη λοιπὸν κενένας ὅτι ἡ ἀπειλὴ εἶναι μία· εἶναι διπλῆ καὶ γι’ αὐτοὺς ἡ τιμωρία καὶ γιὰ κείνους ἡ χαρά. Γιὰ τούτους ὄχι ὅτι ἐξέπεσαν μόνο, ἀλλὰ γιατὶ ξέπεσαν ἀπὸ τὰ δικά τους. Γιὰ κείνους ὄχι γιατὶ ἐπέτυχαν ἀλλὰ γιατὶ πέτυχαν α
ὐτὰ ποὺ δὲν τὰ περίμεναν. Καὶ τρίτο ἀκόμα ἐκτὸς ἀπὸ τὰ παραπάνω, γιατὶ αὐτοὶ πῆραν τὴν ἀμοιβὴ τῶν πρώτων. Γιοὺς πάλι τῆς βασιλείας λέει ἐκείνους γιὰ τοὺς ὁποίους ἡ βασιλεία εἶχε ἑτοιμασθῆ. Κι αὐτὸ τοὺς πείραξε περισσότερο. Ἀφοῦ τοὺς ἔδειξε ὅτι ἦσαν μέσα στοὺς κόλπους σύμφωνα μὲ τὴν ὑπόσχεσή του ἔπειτα, τοὺς βγάζει. Κι ἐπειδὴ ὁ λόγος του ἦταν ἀπόφαση, τὸ ἐπιβεβαιώνει μὲ τὸ θαῦμα. Ἔτσι λοιπὸν καὶ τὰ θαύματα τὰ παρουσιάζζει ἔπειτα ἀπὸ τὴν παρόρρηση ποὺ ἀκολούθησε.
Αὐτὸς λοιπὸν ποὺ δὲν πιστεύει τὴν ὑγεία ποὺ ἀπόχτησε ὁ δοῦλος τότε, ἀπὸ τὴν προφητεία ποὺ διατυπώθηκε σήμερα ἄς πιστέψη καὶ κεῖνο. Γιατὶ καὶ ἡ προφητεία, καὶ πρὶν ἀπὸ τὴν ἐπαλήθευσή της, ἔγινε σ’ ὅλους φανερὴ ἀπὸ τὸ θαῦμα. Γιὰ τοῦτο ἐνῶ αὐτὰ τὰ εἶχε ἐξαγγείλει ἀπὸ πρῶτα, τότε σήκωσε τὸν παραλυτικό, γιὰ νὰ βεβαιώση τὰ μελλοντικὰ ἀπὸ τὰ τωρινὰ καὶ τὸ μικρότερο ἀπὸ τὸ μεγαλύτερο. Γιατὶ τὸ νὰ ἀπολαμβάνουν τὰ εὐχάριστα οἱ ἐνάρετοι καὶ οἱ ἀντίθετοι νὰ ὑπομένουν τὰ λυπηρά, δὲν εἶναι καθόλου ἀφύσικο ἀλλὰ εἶναι σύμφωνο μὲ τὴ λογικὴ καὶ μὲ τὴν ἀκολουθία νόμων. Ἡ σύσφιξη ὅμως τῶν χαλαρῶν ἀρθρώσεων καὶ ἡ ἀνάσταση τοῦ νεκροῦ ξεπερνοῦν τὴ φύση. Στὸ μεγάλο ὅμως αὐτὸ καὶ θαυμάσιο γεγονὸς δὲν ἦταν μικρὴ κι ἡ συνεισφορὰ τοῦ ἑκατοντάρχου. Αὐτὸ κι ὁ Χριστὸς φανέρωσε καὶ εἶπε· Πήγαινε κι ὅπως πίστεψες ἔτσι ἄς γίνη. Ἔτσι ἡ ὑγεία τοῦ δούλου φανέρωσε σ’ ὅλους καὶ τὴ δύναμη τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν πίστη τοῦ ἑκατοντάρχου κι ἔδωσε πιστὴ διαβεβαίωση γιὰ τὸ μέλλον. Περισσότερο ἀπ’ ὅλα διαλαλοῦσε τὴ δύναμη τοῦ Χριστοῦ . Δὲν ἀποκατάστησε μόνο τὸ σῶμα τοῦ δούλου ἀλλὰ μὲ τὰ θαύματα τράβηξε πρὸς τὴν πίστη καὶ τὴν ψυχὴ τοῦ ἑκατοντάρχου. Ἀλλὰ ἄς μὴν προσέξωμε αὐτὰ μονάχα, ὅτι αὐτὸς πίστεψε καὶ ὅτι ἐκεῖνος θεραπεύτηκε, ἀλλὰ ἄς θαυμάσωμε καὶ τὴν ταχύτητα. Αὐτὸ ἤθελε νὰ ἐπισημάνη ὁ Εὑαγγελιστὴς λέγοντας· Καὶ θεραπεύτησε ὁ δοῦλος του τὴν ὥρα ἐκείνη. Τὸ ἴδιο εἶπε καὶ στὴν περίπτωση τοῦ λεπροῦ ἀμέσως καθαρίστηκε. Ὄχι δηλαδὴ μὲ τὴ θεραπεία μόνο, ἀλλὰ καὶ μὲ τὸ παράδοξο τρόπο τῆς ἐκτελέσεως καὶ σὲ μιὰ στιγμὴ μέσα παρουσίαζε τὴ δύναμή του. Καὶ δὲν ὠφελοῦσε μ’ αὐτὸ τὸν τρόπο μόνο, ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν ἀδιάκοπη ὑποβολὴ λόγων γιὰ τὴ βασιλεία κατὰ τὴν ἐκτέλεση τῶν θαυμάτων καὶ μὲ τὴν ἐφέλκυση ὅλων πρὸς αὐτὴ. Γιατὶ αὐτοὺς ποὺ ἀπειλοῦσε ὅτι θὰ τοὺς ἐκδιώξη, δὲν τοὺς ἀπειλοῦσε γι’ αὐτό, ἀλλὰ μὲ τὸ φόβο ἤθελε νὰ τοὺς τραβήξη πρὸς αὐτή. Κι ἄν δὲν ὠφελοῦνταν οὔτε ἔτσι, τότε τὸ ἔγκλημα ἦταν δικό τους κι ὅλων ἐκείνων ποὺ εἶχαν τέτοια νόσο. Αὐτὸ μπορεῖ νὰ τὸ δῆ κανένας νὰ ἔχη συμβῆ ὄχι μόνο στοὺς Ἰουδαίους ἀλλὰ καὶ σὲ κείνους ποὺ πίστεψαν. Γιατὶ βέβαια καὶ ὁ Ἰούδας ἦταν γιὸς τῆς βασιλείας κι εἶχε ἀκούσει κι αὐτὸς μαζὶ μὲ τοὺς μαθητάς, ὅτι θὰ καθίσετε σὲ δώδεκα θρόνους, ἔγινε ὅμως γιὸς τῆς γέενας. Ὁ Αἰθίοπας ὅμως, ἄν κι ἦταν βάρβαρος, κι ἀπὸ κείνους ποὺ ἔρχονταν ἀπὸ ἀνατολὴ καὶ δύση, μαζὶ μὲ τὸν Ἀβραὰμ καὶ τὸν Ἰσαὰκ καὶ τὸν Ἰακώβ θ’ ἀπολαύση τὸ στέφανο. Αὐτὸ γίνεται τώρα καὶ μὲ μᾶς. Πολλοὶ θὰ γίνουν, λέγει, ἀπὸ πρῶτοι τελευταῖοι κι ἀπὸ τελευταῖοι πρῶτοι. Κι αὐτὸ τὸ λέγει γιὰ νὰ μὴν ἀδρανοῦν οὔτε τοῦτοι, ἐπειδὴ τάχα δὲν μποροῦν νὰ ξαναγυρίσουν, οὔτε οἱ ἄλλοι νὰ ἔχουν θάρρος, γιατὶ τάχα στέκονται ὀρθοί. Αὐτὸ μὲ τὴν ἔμπνευση τοῦ οὐρανοῦ ἐκήρυξε πρωτύτερα ὁ Ἰωάννης κι εἶπε· Μπορεῖ ὁ Θεὸς νὰ δημιουργήση ἀπὸ τὶς πέτρες παιδιὰ γιὰ τὸν Ἀβραάμ. Ἐπειδὴ αὐτὸ θὰ γινόταν, ἐξαγγέλλεται ἀπὸ πολὺ πρῶτα ὥστε κανένας νὰ μὴ φοβηθῆ ὅταν ἔβλεπε τὸ παράδοξο γεγονός. Κι ἐκεῖνος (ὁ Ἰωάννης) τὸ λέει σὰν ἐνδεχόμενο· γιατὶ ἦταν πρῶτος χρονικά· ὁ Χριστὸς ὅμως σὰν κάτι ποὺ ὁπωσδήποτε θὰ γινόταν, δίνοντας ἀπόδειξη ἀπὸ τὰ ἔργα του.
ε΄. Ἄς μὴ ἔχωμε λοιπὸν θάρρος, ὅσοι στεκόμαστε ἀλλὰ ἄς ποῦμε μέσα μας· ὅποιος νομίζει πὼς στέκεται ὀρθός, ἄς προσέξη μὴν πέση. Κι ἄς μὴν ἀπογοητευώμαστε ὅσοι κοιτόμαστε ἀλλὰ ἄς ποῦμε μέσα μας· μήπως ὅποιος πέφτη δὲν σηκώνεται; Πολλοὶ ποὺ ἀνέβηκαν στὴν ἴδια τὴν κορυφὴ τοῦ οὐρανοῦ κι ἔδειξαν ὅλη τὴν ὑπομονή, καὶ ἔκαναν σπίτι τους τὴν ἔρημο καὶ δὲν εἶδαν οὔτε στ’ ὄνειρό τους γυναῖκα, λίγη μονάχα ραθυμία σὰν ἔδειξαν μπερδεύτηκαν, κι ἔφτασαν στὸ ἴδιο τὸ βάραθρο τῆς κακίας. Ἄλλοι πάλι ἀπὸ κεῖ πρὸς τὸν οὐρανὸ ἀνέβηκαν κι ἀπὸ τὴ σκηνὴ καὶ τὴν ὀρχήστρα πέρασαν στὴ ζωὴ τῶν ἀγγέλων, κι ἔδειξαν τόση ἀρετὴ ὥστε καὶ δαιμόνια ν’ ἀπομακρύνουν καὶ πολλὰ ἄλλα τέτοια θαύματα νὰ κάνουν. Ἀπ’ αὐτοὺς εἶναι γεμᾶτες οἱ Γραφὲς καὶ ἡ ζωὴ γεμάτη ἀπὸ παραδείγματα γιὰ μᾶς. Ἔτσι ἄνθρωποι ἀκόλαστοι κλείνουν τὰ στόματα τῶν Μανιχαίων, ποὺ διδάσκουν ὅτι ἡ κακία εἶναι ἀνίκητη καθὼς εἶναι ἀφοσιωμένοι στὸ διάβολο καὶ παραλύουν τὰ χέρια ἐκείνων ποὺ θέλουν νὰ ἐπιδοθοῦν μὲ ζῆλο στὴν ἀρετή. Ἀποτέλεσμα, νὰ ἀνατρέψουν ὅλη τὴ ζωή. Γιατὶ ἐκεῖνοι ποὺ παρασύρουν σ’ αὐτὰ, δὲν βλάπτουν μόνο ὡς πρὸς τὰ μελλοντικὰ ἀγαθὰ ἀλλὰ κι ἐδῶ ἀνατρέπουν τὰ πάντα, κατὰ τὴ δύναμή τους. Πότε θὰ φροντίση γιὰ τὴν ἀρετὴ κάποιος ἀπ’ αὐτοὺς ποὺ ζοῦν στὴν κακία, ὅταν νομίζη πὼς εἶναι ἀδύνατη ἡ ἐπιστροφή του σ’ ἐκείνη καὶ ἡ μεταβολὴ του στὸ καλύτερο; Τώρα μόλο ποὺ ὑπάρχουν νόμοι κι ἐπαπειλοῦνται τιμωρίες, κι ἡ δόξα παρακινεῖ τοὺς πολλοὺς, κι ὑπάρχει φόβος γιὰ τὴ γέενα καὶ ὑπόσχεση γιὰ τὴ βασιλεία καὶ μόλο ποὺ οἱ κακοὶ κατηγοροῦνται καὶ οἱ καλοὶ ἐγκωμιάζονται καὶ μ’ ὅλα αὐτὰ μὲ πολλὴ δυσκολία τώρα μερικοὶ προτιμοῦν τὸν ἱδρῶτα τῆς ἀρετῆς· ἄν ὑποθέσωμε τώρα ὅτι τὰ σβήνομε ὅλα αὐτά, τί θὰ ἐμποδίση νὰ χαθῆ καθένας καὶ νὰ διαφθαρῆ;
στ΄. Βλέποντας λοιπὸν τὴ διαβολικὴ κακουργία καὶ ὅτι καὶ στοὺς ἔξω νομοθέτης καὶ στοὺς λόγους τοῦ Θεοῦ, καὶ στὴ φυσικὴ σκέψη καὶ στὴν κοινὴ ἀντίλψη ὅλων τῶν ἀνθρώπων καὶ στοὺς βαρβάρους καὶ στοὺς Σκύθες καὶ στοὺς Θρᾶκες καὶ γενικὰ σ’ ὅλους ἀντίθετοι εἶναι αὐτοὶ κι ἐκεῖνοι ποὺ ἐπιχειροῦν νὰ νομοθετήσουν τὴ δύναμη τῆς μοίρας, ἄς κρατήσωμε, ἀγαπητοί, τὴν νηφαλιότητά μας. Ἄς τοὺς ἀποχαιρτετήσωμε ὅλους αὐτοὺς κι ἄς βασίδωμε τὸ στενὸ δρόμο καὶ θαρραλεά καὶ προσεκτικά. Προσεκτικά γιὰ τοὺς κρημνοὺς ποὺ ὑπάρχουν ἀπὸ τὴ μιὰ καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη. Θαρραλέα, γιατὶ προηγεῖται ὁ Ἰησοῦς. Ἄς βαδίσωμε νηφάλιοι καὶ ἄγρυπνοι. Καὶ λίγο νὰ νυστάξη κανένας, γρήγορα παρασύρεται. Δὲν διαθέτομε τελειότητα μεγαλύτερη ἀπὸ τὸ Δαυΐδ, ποὺ γιὰ μιὰ στιγμὴ ἀπροσεξίας, κρημνίστηκε μέσα στὸ ἴδιο τὸ βάραθρο τῆς ἁμαρτίας. Σηκώθηκε ὅμως γρήγορα. Ἄς μὴ προσέξωμε μόνο πὼς ἁμάρτησε ἀλλὰ καὶ ὅτι καθαρίστηκε ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. Γι’ αὐτὸ κι ἔγραφε ἐκείνη τὴ διήγηση ὄχι γιὰ νὰ τὸν δοῦμε ὅταν ἔπεσε, ἀλλὰ νὰ τὸν θαυμάσωμε ὅταν σηκώθηκε. Γιὰ νὰ μάθωμε κι ἐμεῖς πῶς πρέπει νὰ σηκωθοῦμε ὅταν πέσωμε. Ὅπως οἱ γιατροὶ διαλέγουον τὶς βαρύτερες ἀσθένειες καὶ τὶς καταγράφουν στὰ βιβλία τους καὶ διδάσκουν αὐτὴ τὴ θεραπεία κι ἔτσι γυμνασμένοι στὰ μεγαλύτερα νὰ μποροῦν εὔκολα νὰ καταπαπολεμοῦν τὰ μικρότερα. Ἔτσι κι ὁ Θεὸς ἄφησε ἀνάμεσά μας τὰ μεγαλύτερα ἁμαρτήματα, ὥστε αὐτοὶ ποὺ πέφτουν στὰ μικρὰ νὰ τὰ διορθώνουν εὔκολα, ἀποβλέποντας στὰ μεγάλα. Γιατὶ ἄν θεραπεύσουν αὐτὰ, πολὺ περισσότερο θὰ θεραπευθοῦν τὰ μικρότερα. Ἅς δοῦμε λοιπὸν πῶς ἀρρώστησε καὶ σηκώθηκε ἀμέσως ἐκεῖνος ὁ μακάριος. Μοιχεία καὶ φόνος ἦταν ἡ αἰτία τῆς ἀσθενείας. Δὲν σκεπάζω τὸ πρόσωπό μου μιλῶντας γι’ αὐτὰ μὲ δυνατὴ φωνή. Ἄν τὸ ἅγιο Πνεῦμα δὲν ἐθώρησε ὅτι εἶναι ντροπὴ ν’ ἀφήση νὰ ἐκτεθῆ αὐτὴ ἡ ἱστορία πολὺ περισσότερο δὲν πρέπει νὰ τὴν κρύβωμε ἐμεῖς. Γιατὶ ὅσοι κρύβουν αὐτά, περισσότερο σκοτεινιάζουν τὴν ἀρετὴ ἐκείνου. Κι ὅπως αὐτοὶ ποὺ ἀποσιωποῦν τὴ μάχη τοῦ Γολιὰθ δὲν τοῦ στερουν μικρὰ στεφάνια, τὸ ἴδιο κάνουν κι ὅσοι παρατρέχουν αὐτὴ τὴν ἱστορία. Ἆραγε δὲ μοιάζει παράξενος ὁ λόγος; Περιμένετε λίγο καὶ θὰ δῆτε ὅτι ὀρθὰ τὰ ἀνέφερα. Γιὰ τοῦτο μεγαλώνω τὸ ἁμάρτημα καὶ πιὸ ἰδιότυπο κάνω τὸ λόγο, γιὰ νὰ κάνω πιὸ ἀποτελεσματικὸ τὸ φάρμακο. Προσθέτω τὴν ἀρετὴ τοῦ ἀνδρός, ποὺ κάνει μεγαλύτερο τὸ ἔγκλημα. Δὲν λογαριάζονται μὲ ἴδιο μέτρο οἱ πράξεις ὅλων. Οἱ δυνατοὶ λέει, θὰ κριθοῦν αὐστηρὰ καὶ αὐτὸς ποὺ γνωρίζει τὸ θέλημα τοῦ Κυρίου του καὶ δὲν τὸ ἐκτελεῖ θὰ λάβη πολλοὺς ραβδισμούς. Ὥστε ἡ περισσότερη γνώση περισσότερη τιμωρεῖται. Γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς καὶ ὁ ἱερεῦς κάνοντας τὴν ἴδια ἁμαρτία μὲ τοὺς ἀρχάριους, δὲ θὰ ὑποστῆ τὴν ἴδια τιμωρία ἀλλὰ πολὺ βαρύτερη. Βλέποντας νὰ μεγαλώνη ἡ κατηγορία τρέμετε καὶ φοβᾶστε καὶ θαυμάζετε ποὺ τάχα τρέχω στὸν γκρεμό. Ἀλλὰ ἔχω τὸ θάρρος γιὰ τὸ δίκαιο καὶ γι’ αὐτὸ θὰ προχωρήσω περισσότερο. Ὅσο πιὸ πολὺ μεγαλώσω τὸ ἔγκλημα, τόσο καλύτερα θὰ μπορέσω νὰ δείξω τὸ ἐγκώμιο τοῦ Δαυΐδ. Καὶ τὶ περισσότερο ἀπ’ αὐτὰ νὰ πῆ κανείς; Πολλά. Γιατὶ καθὼς στὴ περίπτωση τοῦ Κάιν δὲν ἦταν τὸ γεγονὸς ἁπλὸς φόνος ἀλλὰ καὶ χειρότερο ἀπὸ πολλοὺς φονούς. Γιατὶ δὲν ἐφόνευσε ξένον ἀλλὰ τὸν ἀδελφό του καὶ μάλιστα ἀδελφό ποὺ δὲν εἶχε ἀδικήση ἀλλὰ ἀδικηθῆ. Κι ἀκόμα δὲν εἶχαν προϋπάρξει ἄλλοι φονεῖς ἀλλὰ αὐτὸς πρῶτος βρῆκε τὴν βδελυρὴ πράξη. Ἔτσι κι ἐδῶ. Τὸ τόλμημα δὲν ἦταν ἁπλὸς φόνος· δὲν τὸν εἶχε διαπράξει κάποιος τυχαῖος ἀλλὰ προφήτης καὶ σκότωσε ὄχι τὸν ἄδικο ἀλλὰ τὸν ἀδικημένο· κι ἦταν καίρια ἀδικία, ἀφοῦ τοῦ εἶχε ἁρπάξει τὴν γυναῖκα του. Κι ὅμως μετὰ τὸ ἕνα προσθέτει καὶ δεύτερο. Εἴδατε πῶς δὲν ὑπολόγισα τὸ δίκαιο; Πῶς χωρὶς δισταγμὸ ἀνάφερα τὶς πλάνες του; Ὡστόσο ἔχω τὸσο μεγάλο θάρρος ὅτι θὰ τὸν ὑπερασπιστῶ. Θὰ ἤθελα ὕστερ’ ἀπὸ τόσο μέγεθος ἁμαρτίας νὰ εἶναι ἐδῶ κι οἱ Μανιχαῖοι ποὺ τὰ διακωμωδοῦν αὐτὰ μὲ ὑπερβολὴ κι ἐκεῖνοι ποὺ τοὺς ἔχει πιάει ἡ νόσος τοῦ Μαρκίωνος γιὰ νὰ κλείσω μὲ τὸ παραπάνω τὸ στόμα τους. Ἐκεῖνοι λένε ὅτι ἐσκότωσε καὶ ἐμοίχευσε. Ἐγὼ δὲ λέγω αὐτὸ μόνο ἀλλὰ παρουσίασα διπλὸ τὸ φόνο καὶ ἐξ αἰτίας τοῦ ἀδικημένου καὶ ἐξ αἰτίας τῆς ποιότητος ἐκείνου ὁ ὁποῖος ἀδίκησε.
ζ΄ Γιατὶ τὸ νὰ τολμᾶ κάποιος τέτοιες πράξεις, ἀφοῦ ἔγινε ἄξιος γιὰ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, κι ἐδέχθηκε τέτοιες εὐεργεσίες κι ἀφοῦ εἶχε τέτοια παρρησία κι ἦταν τόσο προχωρημένος στὰ χρόνια, δὲν εἶναι ἴσο μὲ τὸ νὰ κάνη τὶς ἴδιες πράξεις χωρὶς καμμιὰ ἀπ’ αὐτὲς τὶς προϋποθέσεις. Κι ἔτι ὅμως εἶναι ὁλότελα ἀξιοθαύμαστος ὁ γενναῖος ἐκεῖνος ἄνδρας, γιατί, μ’ ὅλο ποὺ εἶχε γκρεμιστῆ στὸ βυθὸ τῆς κακίας, δὲν ἀποθαρρύνθηκε, οὔτε ἀπογοητεύθηκε, οὔτε ξαπλώθηκε κάτω, ἄν κι εἶχε λάβει τόσο βαρὺ τραῦμα ἀπὸ τὸ διάβολο ἀλλὰ γρήγορα ἤ καλύτερα ἀμέσως, καὶ μ’ ὁρμὴ μεγαλύτερη ἔδωσε καιριώτερο χτύπημα ἀπ’ ὅ,τι εἶχε δεχτῆ. Τὸ πρᾶγμα εἶναι ὅμοιο μὲ κάποιο ἄλλο· στὸν πόλεμο καὶ στὴ γραμμὴ ἐφόδου κάποιος βάρβαρος νὰ μπήξη τὸ δόρυ του στὴν καρδιὰ ἑνὸς ἄριστου μαχητοῦ ἤ νὰ τοῦ τρυπήση μὲ βέλος τὸ σηκότι κι ὕστερα νὰ ἐπιτύχη καὶ δεύτερη πιὸ καίρια λαβωματιά· κι αὐτὸς ποὺ ἔλαβε τὶς βαριὲς αὐτὲς πληγὲς ἐνῶ ἔχει πέσει καὶ τὸν πλημμυρίζει ἄφθονο αἷμα ἀπὸ παντοῦ νὰ σηκωθῆ γρήγορα ἀφοῦ ρίξη τὸ δόρυ του πάνω σ’ ἐκεῖνον ποὺ τὸν ἐτόξευσε νὰ τὸν ξαπλώση ἀμέσως νεκρὸ στὸ πεδίο τῆς μάχης. Ἔτσι κι ἐδῶ. Ὅσο μεγαλύτερη κι ἄν πῆς τὴν πληγή, τόσο περισσότερο ἀξιοθαύμαστη παρουσιάζεις τὴν ψυχὴ τοῦ πληγωμένου, ἀφοῦ μπόρεσε ὕστερ’ ἀπ’ τὸ βαρὺ αὐτὸ τραῦμα νὰ σηκωθῆ καὶ νὰ σταθῆ στὴν πρώτη γραμμὴ καὶ νὰ νικήση αὐτὸν ποὺ τὸν πλήγωσε. Πόσο σπουδαῖο εἶναι αὐτὸ τὸ γνωρίζουν καλύτερα ὅσοι διαπράττουν μεγάλα ἁμαρτήματα. Γιατὶ δὲν ἀπαιτεῖ τόσο γενναία καὶ νεανικὴ ψυχὴ τὸ νὰ βαδίζης ὀρθὰ καὶ νὰ τρέχης ὁλοταχῶς (ἔχει αὐτὴ ἡ ψυχὴ συνοδίτη τὴν ἀγαθῆ ἐλπίδα, ποὺ τὴν ἀλείβει τὸ λάδι, τὴν παρακινεῖ, τὴ νεκρώνει, τὴν κάνει προθυμότερη) ὅσο τὸ νὰ μπορῆς νὰ ξαναρχίσης πάλι τοὺς ἴδιους δρόμους, ἀφοῦ ὕστερ’ ἀπὸ μύρια στεφανώματα καὶ πολλὰ τρόπαια καὶ νίκες ὑποστῆς τὴν ἔσχατη ζημία. Καὶ γιὰ νὰ γίνη καθαρώτερο ἐκεῖνο ποὺ λέγω, θὰ προσπαθήσω νὰ σᾶς παρουσιάσω κι ἄλλο παράδειγμα καθόλου μικρότερο ἀπὸ τὸ προηγούμενο. Φανταστῆτε τὸν κυβερνήτη ποὺ ἔχει περάσει ἀμέτρητα πελάγη κι ἀφοῦ ἔχει διασχίσει ὅλες τὶς θάλασσες κι ἔχει περάσει πολλὲς τρικυμίες κι ἀποφύγη σκοπέλους καὶ κύματα, μὲ πολὺ φορτίο, νὰ βουλιάζη στὴν ἴδια τὴν εἴσοδο τοῦ λιμανιοῦ καὶ γυμνὸς μὲ δυσκολία νὰ διαφεύγη ἀπὸ τὸ τραγικὸ αὐτὸ ναυάγιο. Τί αἰσθήματα εἶναι φυσικὸ νὰ ἔχη πρὸς τὴ θάλασσα καὶ τὰ ταξίδια καὶ τὶς θαλασσινὲς ταλαιπωρίες; Θὰ θελήση ποτὲ-ἐκτὸς ἄν ἔχη ἀδάμαστη ψυχὴ -ν’ ἀντικρύση τὴν παραλία ἤ πλοῖο ἤ λιμάνι.Ὄχι, νομίζω. Ἀλλὰ θὰ πέση καὶ θὰ σκεπάση τὸ πρόσωπό του καὶ σὰ νύχτα θὰ βλέπη τὴν ἡμέρα καὶ σὲ κανένα δὲ θὰ μιλᾶ. Καὶ προτιμήση νὰ ζητιανεύη γιὰ νὰ ζῆ παρὰ νὰ ξαναρχίση τοὺς ἴδιους μόχθους. Δὲν ἦταν τέτοιος ὁ μακάριος Δαυΐδ. Ἀλλὰ μόνο ποὺ ἔπαθε ἕνα τέτοιο ναυάγιο, ἔπειτα ἀπὸ τοὺς ἀμέτρητους ἐκείνους μόχθους κι ἱδρῶτες δὲν ἔμεινε μὲ σκεπασμένο τὸ πρόσωπο ἀλλὰ καὶ τὸ πλοῖο ἔρριξε στὴ θάλασσα καὶ ἀνοίγοντας τὰ πανιὰ καὶ τὸ πηδάλιο κυβερνώντας στοὺς ἴδιους ἀγῶνες ρίχνεται περισσότερο τὸν πλοῦτο του ξαναφτιάχνει. Ἄν τώρα εἶναι τόσοο θαυμάσιο νὰ σταθῆς, καὶ νὰ μὴ μείνης ἐκεῖ ποὺ ἔπεσες, γιὰ πόσα στεφανώματα εἶσαι ἄξιος νὰ ξανασηκωθῆς καὶ τόσα νὰ ξαναδημιουργήσης; Πολλὰ ἦσαν ποὺ τὸν ὡδηγοῦσαν στὴν ἀπόγνωση· τὸ μέγεθος τῆς ἁμαρτίας του πρῶτα, δεύτερο ποὺ δὲν ἦταν στὴν ἀρχὴ τῆς ζωῆς, ὁπότε οἱ ἐλπίδες εἶναι περισσότερες, ἀλλὰ ποὺ τὸ ἔπαθε, ὅταν ἦταν στὸ τέλος. Γιατὶ κι ὁ ἔμπορος, ὅταν ναυαγήση μόλις βγῆ ἀπὸ τὸ λιμάνι, δὲν στενοχωριέται ὅμοια μ’ ἐκεῖνον ποὺ προσαράζει στὸ σκόπελο ὕστερα ἀπὸ πολλὰ ταξίδια. Καὶ τρίτο, ποὺ τὸ ἔπαθε, ἀφοῦ εἶχε πιὰ συγκεντρώσει πολὺ πλοῦτο. Γιατὶ δὲν εἶχε συσσωρεύσει λίγα φορτία τῆς νεαρῆς ἡλικίας, τότε ποὺ ἦταν βοσκὸς –τὸ λαμρπὸ τρόπαιο ποὺ ἔστησε κατὰ τοῦ Γολιὰθ, ἡ ἀνωτερότητα ποὺ ἔδειξε κατὰ τὴν καταδίωξη τοῦ Σαούλ. Γιατὶ ἔδειχνε τοῦ Εὐαγγελίου τὴ μακροθυμία· ἄπειρες φορὲς ἔπιασε τὸν ἔχθρὸ στὰ χέρια του καὶ πάντα τὸν λυπόνταν. Καὶ τέλος προτίμησε νὰ στερηθῆ καὶ πατρίδα καὶ ἐλευθερία καὶ τὴ ζωή του ἀκόμα παρὰ νὰ σκοτώση αὐτὸν ποὺ ἄδικα τὸν ἐπιβουλευόταν. Κι ἀφοῦ ἔγινε βασιλιᾶς δὲν ἦταν μικρὰ τὰ κατορθώματά του καὶ μαζὶ μ’ ὅσα εἶπα καὶ ἡ ὑπόληψη ποὺ τοῦ εἶχε ὁ λαὸς καὶ ὁ ξεπεσμός του ἀπὸ τόσο λαμπρὴ δόξα δὲν ἔκανε συνηθισμένο θόρυβο. Κι οὔτε τὸν στόλιζε ἡ βασιλικὴ πορφύρα ὅσο τὸν ντρόπιαζε τὸ στίγμα τῆς ἁμαρτίας.
η΄. Γνωρίζετε ὁπωδήποτε πόσο βαρὺ εἶναι νὰ πομπεύονται τὰ ἁμαρτήματα καὶ πόσο δυνατὴ ψυχὴ χρειάζεται ὁ ἄνθρωπος αὐτός, ὥστε μετὰ τὴν κατηγορία τοῦ κόσμου κι ἀφοῦ ἀπόκτησε τόσους πολλοὺς μάρτυρες τῶν σφαλμάτων του, δὲν ἀποθαρρύνθηκε ἀλλὰ ἀφοῦ ὅλα αὐτὰ τὰ βέλη τράβηξε ὁ γενναῖος ἀπὸ τὴν ψυχή του, τόσο πολὺ ἔλαμψε κατόπι, τόσο ξέπλυνε τὴν κηλῖδα, τόσο καθαρὸς ἔγινε ὥστε καὶ τῶν ἀπογόνων του τὰ ἁμαρτήματα ἀνακούφισε, ἀφοῦ εἶχε πεθάνει. Καὶ ὅ,τι λεγόταν γιὰ τὸν Ἀβραάμ, φανερὰ καὶ γι’ αὐτὸν τὸ λέγει ὁ Θεὸς ἤ καλύτερα πολὺ περισσότερο γι’ αὐτόν. Γιατὶ στὴν περίπτωση τοῦ πατριάρχου λέει ὅτι ἐθυμήθηκε τὴ διαθήκη ποὺ ἔκανε πρὸς τὸν Ἀβραάμ. Ἐδῶ δὲ μιλάει γιὰ διαθήκη ἀλλὰ χάρη στὸ γιὸ μου τὸ Δαυΐδ θὰ ὑπερασπίσω τὴν πόλη αὐτή. Καὶ τὸ Σολομῶντα ἐπίσης ἐξαιτίας τῆς ἀγάπης του πρὸς τὸ Δαυΐδ δὲν τὸν ἄφησε νὰ χάση τὴ βασιλεία του ἄν καὶ ἔκαμε τόσο μεγάλο ἁμάρτημα. Καὶ τόση μεγάλη ἦταν ἡ δόξα του, ὥστε καὶ Ὁ Πέτρος ὕστερ’ ἀπὸ τόσα χρόνια μιλῶντας πρὸς τοὺς Ἰουδαίους λέη ἔτσι: Εἶναι δυνατὸ νὰ σᾶς πῶ μὲ παρρησία γιὰ τὸν πατριάρχη Δαυΐδ ὅτι πέθανε καὶ ἐτάφηκε. Καὶ ὁ Χριστὸς μιλῶντας μὲ τοὺς Ἰουδαίους τὸν παρουσιάζει μετὰ τὴν ἁμαρτία νὰ ἔχη γίνει τόσο ἄξιος γιὰ τὸ Πνεῦμα, ὥστε ἀξιώθηκε νὰ προφητέψη πάλι γιὰ τὴ θεότητά του. Κι ἀπ’ αὐτὸ ἀποστομώνοντάς τους ἔλεγε· Πῶς λοιπὸν ὁ Δαυΐδ ἐμπνευσμένος ἀπὸ τὸ Θεὸ τὸν ἀποκαλεῖ Κύριο, λέγοντας· Εἶπε ὁ Κύριος στὸν Κύριο μου· Κάθισε στὰ δεξιά μου; Κι ὅ,τι ἔγινε στὴν περίπτωση τοῦ Μωϋσῆ γίνεται καὶ στὸ Δαυΐδ. Ὅπως ὁ Θεὸς ἐπειδὴ ὑπερβολικὰ ἀγαποῦσε τὸν ἅγιο, ἐτιμώρησε τὴ Μαρία ποὺ ὕβρισε τὸν ἀδελφό της κι ἄς μὴν ἤθελε ὁ ἴδιος ὁ Μωϋσῆς, ἔτσι καὶ τὸ Δαυΐδ ἀμέσως τὸν ὑπερασπίσθηκε κι ἄς μὴν ἤθελε ὁ ἴδιος ἀπὸ τὸ παιδί του ποὺ τὸν ὕβρισε. Ἀρκετὰ λοιπὸν κι αὐτά. Ἤ μᾶλλον μποροῦν αὐτὰ περισσότερο ἀπὸ τὰ ἄλλα νὰ δείξουν τὴν ἀρετὴ τοῦ Δαυΐδ. Ὅταν ὁ Θεὸς ρίχνει τὴν ψῆφο του, δὲν ἐπιτρέπεται πιὰ ἡ περιέργεια ἡ δική μας. Κι ἄν θέλετε λεπτομερῶς τὴ ζωή του νὰ μάθετε, ἔχετε δικαίωμα διαβάζοντας τὴν ἱστορία του μετὰ τὸ ἁμάρτημα νὰ δῆτε τὴν παρρησία του πρὸς τὸν Θεό, τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, τὴν προκοπὴ του στὴν ἀρετή, τὴν τελειότητά του στὴν τελευταία του πνοή. Μὲ τέτοια παραδείγματα ἄς εἴμαστε φρόνιμοι, κι ἄς προσέχωμε νὰ μὴ πέφτωμε. Κι ἄν πέσωμε νὰ μὴ μείνωμε ἀκίνητοι. Δὲν ἤθελα νὰ σᾶς παραδώσω στὴν ἀδράνεια ἐξιστορῶντας τὰ ἁμαρτήματα τοῦ Δαυΐδ ἀλλὰ νὰ σᾶς προξενήσω περισσότερο φόβο. Γιατὶ ἄν ἐκεῖνος ὁ δίκαιος μὲ μιὰ μικρὴ ἀπροσεξία δέχτηκε τόσα τραύματα, τί θὰ πάθωμε ἐμεῖς ποὺ κάθε μέρα ἀπροσεκτοῦμε; Μὴν παρατηρήσης λοιπὸν ὅτι ἔπεσες καὶ ἀδρανήσης. Ἀλλὰ σκέψου πόσα ἔκαμε ὕστερ’ ἀπ’ αὐτὸ, πόσους θρήνους, πόση μετάνοια, τὶς νύχτες προσθέτοντας στὶς ἡμέρες, τὶς πηγὲς ἀφήνοντας τῶν δακρύων του, μὲ τὰ δάκρυα πλημμυρῶντας τὸ στρῶμα καὶ τὸ σάκκο τῆς λύπης φορῶντας ἐκτὸς ἀπ’ αὐτά. Κι ἄν ἐκεῖνος τόση χρειάσθηκε παράκληση γιὰ τὴν ἐπιστροφή του, πότε θὰ μπορέσωμε νὰ σωθοῦμε ἐμεῖς, ἀφοῦ ἀναίσθητα κοιτόμαστε ὕστερ’ ἀπὸ τόσες ἁμαρτίες; Αὐτὸς εἶχε πολλὰ κατορθώματα κι εὔκολα μ’ αὐτὰ θὰ μποροῦσε νὰ σβήση τὶς ἁμαρτίες. Ὁ γυμνὸς ὅμως, ὅπου κι ἄν δεχτῆ βέλος, δέχεται καίριο τραῦμα. Γιὰ νὰ μὴ γίνη αὐτό ἄς ὁπλίσωμε τὸν ἑαυτό μας μὲ ἔργα ἀγαθά, κι ἄν κάνωμε κάποιο σφάλμα, ἄς καθαριστοῦμε ἀπὸ αὐτό. Γιὰ ν’ ἀξιωθοῦμε νὰ ζήσωμε τὴ ζωὴ αὐτὴ γιὰ τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ καὶ ν’ ἀπολαύσωμε καὶ τὴ μέλλουσα. Αὐτὴν μακάρι νὰ τὴν κερδίσωμε ὅλοι μὲ τὴ χάρη καὶ τὴ φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Σ’ αὐτὸν ἡ δόξα καὶ ἡ δύναμη στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Μητροπολίτου Τρίκκης καὶ Σταγῶν Διονυσίου
Πατερικὸν Κυριακοδρόμιον
Τόμος Δεύτερος
Ἀθῆναι 1969
σελ.146-164
Άναβάσεις – http://anavaseis.blogspot.com