17 Ἰουνίου
Οἱ ἔνδοξοι αὐτοὶ μάρτυρες ἤσαν τρεῖς ἀδελφοὶ ἀπὸ οἰκογένεια εὐγενῶν της Περσίας. Καταρτισμένοι ἀπὸ τὴν μητέρα τους στὸν Χριστιανισμὸ καὶ ἔχοντας σπουδάσει τὰ ἱερὰ γράμματα κοντὰ σὲ ἕναν ἱερέα, τὸν Εὐνοϊκό, διῆγαν βίο θεοσεβῆ. Ἔχαιραν ἐξάλλου μεγάλης τιμῆς στὴν αὐλὴ τοῦ βασιλιὰ Βατάνου, τόσο μάλιστα, ὥστε ὅταν ὁ Ἰουλιανὸς ὁ Παραβάτης ἔστειλε στὴν Περσία προτάσεις γιὰ εἰρήνη (362), ὁ βασιλέας ἐπέλεξε αὐτοὺς γιὰ νὰ μεταβοῦν στὴν Κωνσταντινούπολη ὡς πρέσβεις.
Ἔγιναν δεκτοὶ μὲ μεγάλες τιμὲς καὶ ὁ Ἰουλιανός τους προσκάλεσε νὰ μεταβοῦν μαζὶ μὲ τὸν ἴδιο καὶ τὴν αὐλή του στὴν Χαλκηδόνα γιὰ νὰ παρευρεθοῦν σὲ μεγαλοπρεπεῖς ἑορτές, κατὰ τὴν διάρκεια τῶν ὁποίων θὰ προσφέρονταν θυσίες στοὺς θεούς. Ὅλοι συμμετεῖχαν στὶς θυσίες ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς τρεῖς νέους Πέρσες πρέσβεις, οἱ ὁποῖοι, στρέφοντας περιφρονητικὰ τὴν πλάτη σὲ τέτοιες ἐκδηλώσεις ἀσέβειας, ἀποσύρθηκαν σὲ μιὰ γωνιὰ γιὰ νὰ παρακαλέσουν μὲ δάκρυα τὸν Θεὸ νὰ δωρίσει τὸ φῶς τῆς γνώσεώς Του σὲ ὅσους βρίσκονταν στὰ σκοτάδια./Ὅταν ἦλθε ἕνας θαλαμηπόλος νὰ τοὺς καλέσει νὰ λάβουν μέρος στὴν θυσία, ἀποκρίθηκαν ὅτι ἀποστολὴ τοὺς ἦταν νὰ διὰ πραγματευθοῦν τὴν εἰρήνη ἀνάμεσα στὰ δύο βασίλεια καὶ ἐπ’ οὐδενὶ νὰ δώσουν τὴν ἔγκρισή τους στὸν Ἀποστάτη ἀπαρνούμενοι τὴν Πίστη τους. Μαθαίνοντας γιὰ τὴν ἀναπάντεχη τούτη ἀντίσταση ἐκ μέρους τῶν Περσῶν, ὁ Ἰουλιανὸς διέταξε νὰ τοὺς φυλακίσουν ἐπὶ τόπου καὶ τὴν ἑπομένη παρουσιάσθηκαν ἐνώπιόν του. Στὴν ἀρχὴ προσπάθησε νὰ τοὺς πείσει μὲ κολακεῖες, ἐγκωμιάζοντας τὴν λατρεία τῆς φωτιᾶς καὶ τοῦ ἥλιου τῶν μαζδαϊστῶν Περσῶν. Οἱ τρεῖς νέοι, ὅμως, ἀπάντησαν μέσω ἑνὸς διερμηνέα ὅτι ἤσαν μαθητὲς τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ ὅτι γιὰ τίποτε στὸν κόσμο δὲν θὰ δέχονταν νὰ ἐπιστρέψουν στὴν παράλογη λατρεία τῶν προγόνων τοὺς ἀπομακρυνόμενοι ἀπὸ τὸν Κτίστη γιὰ νὰ λατρέψουν τὰ κτίσματα. Ἐξοργισμένος ὁ Ἰουλιανὸς διέταξε νὰ μαστιγωθοῦν ἀπὸ τέσσερεις στρατιῶτες, καὶ ἀφοῦ τοὺς κάρφωσαν ἀπὸ τὰ χέρια σὲ ἕναν στύλο, τοὺς ξέσχισαν τὸ σῶμα μὲ σιδερένια νύχια. Μὲ τὸν νοῦ προσηλωμένο στὰ Πάθη τοῦ Χριστοῦ, οἱ ἅγιοι παρεκάλεσαν τὸν Κύριο νὰ τοὺς δώσει τὴν δύναμη νὰ ὑποφέρουν τὸ μαρτύριο μὲ καρτερία καὶ ἔτσι σύντομα ἐμφανίσθηκε ἕνας ἄγγελος ποῦ γιάτρεψε τὶς πληγές τους καὶ τοὺς ἐνδυνάμωσε. Ὅταν παρουσιάσθηκαν ἐκ νέου ἐνώπιόν του τυράννου δήλωσαν ὅτι ἤσαν ἕτοιμοι νὰ ὑποστοῦν κάθε εἴδους βασανισμὸ σὰν νὰ ἦταν χαρὰ καὶ ἀπόλαυση. Ὁ Ἰουλιανὸς πῆρε τότε κατὰ μέρος τὸν Σαβὲλ καὶ τὸν Ἰσμαὴλ καὶ προσπάθησε νὰ τοὺς προσελκύσει κατηγορώντας τὸν ἀδελφό τους. Βλέποντας ὅμως ὅτι οἱ προσπάθειές του ἦταν μάταιες, τοὺς ἔστειλε πίσω στοὺς δήμιους ποὺ τοὺς ἔκαψαν τὰ πλευρὰ μὲ δαυλούς. Χωρὶς νὰ αἰσθάνονται κανέναν πόνο – τόσο μεγάλη ἦταν ἡ χαρά τους ποὺ συμμετεῖχαν στὸ Πάθος τοῦ Χριστοῦ -, οἱ ἅγιοι συνέχισαν νὰ διακηρύσσουν μεγάλοφωνως τὴν δύναμη τοῦ Σωτῆρος. Ὁ αὐτοκράτορας στράφηκε τότε πρὸς τὸν Μανουήλ, ἀλλὰ ὁ ἅγιος ἀρνούμενος νὰ δώσει τὴν παραμικρὴ προσοχὴ στὶς ἀπειλές του, τοῦ εἶπε: «Γιατί, ἀνόητε, κοπιάζεις τόσο; Μάταια προσπαθεῖς νὰ μᾶς χωρίσεις, μᾶς ἑνώνει καὶ τοὺς τρεῖς ἡ Πίστη καὶ ἡ Ἁγία Τριὰς καὶ ὅ,τι διακηρύσσει ὁ ἕνας εἶναι ἡ ἀκλόνητη πεποίθηση καὶ τῶν ἄλλων. Τίποτε δὲν θὰ μποροῦσε νὰ μᾶς κάνει νὰ ἀλλάξουμε. Δὲν πρόκειται νὰ ἀνταλλάξουμε τὰ αἰώνια ἀγαθὰ μὲ ὅ,τι εἶναι μάταιο καὶ ἐφήμερο!» Ἀντιλαμβανόμενος ὅτι δὲν θὰ πετύχαινε τίποτε καὶ ὅτι ὑπῆρχε ὁ κίνδυνος νὰ προκαλέσει μεταστροφὲς μεταξύ των δικῶν του, ὁ Ἰουλιανὸς διέταξε νὰ τοὺς κάψουν τὶς μασχάλες, κατόπιν νὰ τοὺς τυλίξουν σφιχτὰ μὲ καλάμια καὶ νὰ τοὺς τρυπήσουν μὲ βέλη. Εἶπε ἐν συνεχεία στοὺς δημίους του νὰ διαπεράσουν τὸ κρανίο καὶ τὶς ὠμοπλάτες τῶν τριῶν μαρτύρων μὲ καρφιά, καὶ κατόπιν νὰ τοὺς χώσουν καλάμια κάτω ἀπὸ τὰ νύχια, πρὶν τοὺς ἀποκεφαλίσουν καὶ πετάξουν τὰ σώματά τους στὴν φωτιά.
Ὁδηγήθηκαν λοιπὸν ἔξω ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη, σὲ ἕνα ἀπόκρημνο μέρος ἀνατολικά του Κωνσταντίνειου τείχους, καὶ ἀφοῦ ἀνέπεμψαν εὐχαριστία στὸν Χριστό, στὴν ὁποία ἀποκρίθηκε μία οὐράνια φωνή, θανατώθηκαν. Μόλις ἄφησαν τὴν τελευταία τους πνοή, ἡ γῆ ἄνοιξε καὶ κράτησε τὰ σώματά τους γιὰ δύο ἥμερες, τὰ ὁποῖα ματαίως ἀναζητοῦσαν οἱ εἰδωλολάτρες· ἔπειτα ἐμφανίσθηκαν πάλι θαυματουργικῶς καὶ οἱ χριστιανοὶ ποὺ περίμεναν στὸ μέρος ἐκεῖνο μπόρεσαν νὰ τὰ ἐνταφιάσουν μὲ τιμή. Ἐν συνεχεία ἀνηγέρθη ναὸς πάνω ἀπὸ τὸν τάφο τους, στὸν ὁποῖο οἱ ἅγιοι ἐπιτέλεσαν πλῆθος θαυμάτων.
Πηγή: “Νέος Συναξαριστὴς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας”, ὑπὸ ἱερομονάχου Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου, ἔκδ. Ἴνδικτος (τόμος δέκατος – Ἰούνιος, σ. 209-210)