Μιὰ πολὺ δύσκολη ἐποχὴ γιὰ τὴν Ἐκκλησία μᾶς ὑπῆρξε ὁ 4ος αἰώνας, κατὰ τὸν ὁποῖο δεινοπάθησε ἀπὸ τὴν φοβερὴ αἵρεση τοῦ ἀρειανισμοῦ.
Τὸ δυστύχημα ἦταν ὅτι ὑποστηρικτὲς τῆς αἱρέσεως καταστάθηκαν καὶ κάποιοι βυζαντινοὶ αὐτοκράτορες, καταδιώκοντας τοὺς Ὀρθοδόξους.
Τὴν περίοδο αὐτὴ ἀναδείχτηκαν μεγάλοι Πατέρες καὶ ὁμολογητές, οἱ ὁποῖοι ἀντέκρουσαν τὴν κακοδοξία καὶ ἀγωνίστηκαν γιὰ τὴν σώζουσα ὀρθόδοξη πίστη. Ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς ὑπῆρξε καὶ ὁ ἅγιος Ἰσαάκιος ὁ Ὁμολογητὴς καὶ ἡγούμενος τῆς Μονῆς Δαλμάτων.
Δὲ γνωρίζουμε πολλὰ γιὰ τὴ ζωὴ τοῦ ἁγίου Ἰσαακίου. Καταγόταν ἀπὸ τὰ μέρη τῆς Συρίας καὶ γεννήθηκε στὰ τέλη 3ου ἢ στὶς ἀρχὲς τοῦ 4ου αἰώνα. Ἦταν ἐνάρετος ἄνθρωπος καὶ ἀσπάσθηκε τὸν μοναχικὸ βίο ἀπὸ τὰ νεανικά του χρόνια.
Μάλιστα ἀξιώθηκε νὰ γίνει ἡγούμενος τῆς περίφημης Μονῆς Δαλμάτων καὶ ζοῦσε μὲ προσευχή, νηστεία, ἀγρυπνία καὶ μελέτη τῶν Ἁγίων Γραφῶν καὶ τῶν συγγραμμάτων τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας. Διακρίνονταν γιὰ τὴν βαθειά του προσήλωση στὴν ὀρθόδοξη πίστη, ἡ ὁποία εἶναι συνώνυμη μὲ τὴ σωτηρία, σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν πλάνη καὶ τὴν αἵρεση, ἡ ὁποία ὁδηγεῖ στὴν ἀπώλεια.
Στὰ χρόνια ποὺ βασίλευε στὴν Ἀνατολὴ ὁ αὐτοκράτορας Οὐάλης (364-378), ἀναγκάστηκε νὰ φτάσει στὴν Κωνσταντινούπολη.
Βρισκόμαστε στὴν ἐποχὴ ποὺ ἡ αἵρεση τοῦ Ἀρείου, ἡ ὁποία ἀρνοῦνταν τὴ Θεότητα τοῦ Κυρίου μᾶς Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ φυσικά το δόγμα τῆς Ἁγίας Τριάδος, παρὰ τὴν καταδίκη της ἀπὸ τὴν Ἃ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο (325), βρισκόταν σὲ ἔξαρση.
Ὅπως εἶναι γνωστὸ ὁ Οὐάλης ὑπῆρξε φανατικὸς ὀπαδὸς καὶ ὑποστηρικτὴς τοῦ ἀρειανισμοῦ καὶ καταδίωκε μὲ μίσος τοὺς Ὀρθοδόξους.
Εἶχε φτάσει δὲ στὸ σημεῖο νὰ κλείσει τὸ μεγαλύτερο μέρος τῶν ὀρθοδόξων ναῶν, ὥστε νὰ μὴ μποροῦν νὰ ἀσκήσουν τὶς λατρευτικές τους ἀνάγκες.
Ἀξίζει νὰ τονίσουμε τὸ γεγονὸς ὅτι οἱ αἱρετικοὶ ἀρειανοὶ διακατέχονταν ἀπὸ ἕναν τυφλὸ φανατισμό, ὁ ὁποῖος τοὺς ὁδηγοῦσε σὲ ἀκραῖες πρακτικές.
Δὲ δίσταζαν νὰ ἁρπάζουν τοὺς ναοὺς τῶν ὀρθοδόξων, νὰ συμπεριφέρονται βάναυσα κατὰ τῶν κληρικῶν, νὰ τοὺς βασανίζουν, νὰ τοὺς ἐξορίζουν, ἀκόμα καὶ νὰ τοὺς θανατώνουν.
Θυμίζουμε, πὼς τὸ 380, οἱ ἀρειανοί της Κωνσταντινουπόλεως εἶχαν ἐπιτεθεῖ κατὰ τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, μὲ σκοπὸ νὰ τὸν φονεύσουν, ὁ ὁποῖος σώθηκε ἐκ θαύματος ἀπὸ βέβαιο θάνατο.
Ἐκεῖνες τὶς μέρες ὁ Οὐάλης προετοιμάζονταν νὰ ἐκστρατεύσει κατὰ τῶν βαρβάρων φοιδεράτων Γότθων, οἱ ὁποῖοι εἶχαν ἐγκατασταθεῖ στὴ Θράκη καὶ τὴ Μοισία καὶ προξενοῦσαν σὲ ὅλη τὴ Βαλκανικὴ μεγάλες καταστροφὲς στοὺς πληθυσμοὺς τῶν περιοχῶν αὐτῶν.
Εἶχαν στασιάσει καὶ μάλιστα ἀπειλοῦσαν νὰ καταλάβουν καὶ αὐτὴ τὴν Κωνσταντινούπολη.
Ὁ Οὐάλης, μπροστά σε αὐτὴ τὴ δύσκολη κατάσταση, ἀκύρωσε προγραμματισμένη ἐκστρατεία στὴν Ἀρμενία καὶ στράφηκε στὴν Ἀδριανούπολη, τὸ κέντρο τῆς ἐξέγερσης, νὰ καταστείλει τὴν στάση τῶν Γότθων.
Ὁ Ἰσαάκιος, ἐνοχλημένος ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστικὴ πολιτικὴ τοῦ Οὐάλη, πρὶν φύγει γιὰ τὴν ἐκστρατεία, ζήτησε ἐπίμονα νὰ τὸν συναντήσει καὶ νὰ τοῦ ζητήσει νὰ πάψει νὰ διώξει τοὺς ὀρθοδόξους καὶ νὰ ἀνοίξει τοῦ ναούς τους. Ἀλλὰ ὁ φανατικὸς αἱρετικὸς αὐτοκράτορας ἔμεινε ἀμετάπειστος.
Γι’ αὐτὸ ὁ Ἰσαάκιος τὸν προειδοποίησε, πὼς ἂν δὲν ἀνοίξει τοὺς ναούς, θὰ πάει στὸν πόλεμο καὶ θὰ πέσει στὰ χέρια τῶν ἐχθρῶν καὶ θὰ χαθεῖ.
Τὰ λόγια καὶ τὸ θάρρος τοῦ Ἰσαακίου ἐξόργισαν τὸν ὀργίλο αὐτοκράτορα, ὁ ὁποῖος ἔδωσε διαταγὴ νὰ τὸν ρίξουν σὲ ἕνα ἀπόκρημνο βάραθρο, στ’ ἀγκάθια. Ὁ Ἰσαάκιος ὑπόμεινε μὲ καρτερία τὸ μαρτύριο.
Ἀλλὰ μόλις συνῆρθε, γεμάτος πληγὲς καὶ αἵματα, ἔτρεξε καὶ πάλι κοντὰ στον αυτοκράτορα, ἐπίασε τὸ χαλινὸ τοῦ ἀλόγου του καὶ τοῦ ἐπεσήμανε τὴν ἐπερχόμενη καταστροφή του.
Τότε ὁ Οὐάλης τὸν παρέδωσε στοὺς ὑποτακτικούς του Σατορνίνο καὶ Βίκτωρα νὰ τὸν φυλακίσουν, μέχρι ποὺ θὰ γυρνοῦσε, ὅπως πίστευε, νικητής. Νὰ διαψεύσει τὶς προρρήσεις του καὶ νὰ τὸν ἐξευτελίσει.
Ὁ Ἰσαάκιος τοῦ εἶπε «ἂν ἐσὺ γυρίσεις εἰρηνικὰ τότε πάει νὰ πεῖ πὼς δὲ μίλησε σὲ μένα ὁ Θεός. Ἀλλά σου λέω καὶ πάλι, πὼς θὰ ξεφύγεις ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς, θὰ ἐγκαταλειφτεῖς καὶ φωτιὰ θὰ καταστρέψει τὴ ζωῆς σου».
Ὁ Οὐάλης δὲν ἔδωσε πλέον σημασία στὰ λόγια τοῦ Ἰσαακίου, πῆγε στὴν ἐκστρατεία, ἡ ὁποία ὅμως, δυστυχῶς, κατέληξε σὲ καταστροφή.
Στὴ φοβερὴ μάχη τῆς Ἀδριανούπολης (9-8-378) νικήθηκε οἰκτρὰ ὁ βυζαντινὸς στρατός, τράπηκε σὲ φυγή, ἀφήνοντας πίσω του χιλιάδες νεκρούς.
Μεταξύ των ἄτακτων φυγάδων στρατιωτῶν ἦταν καὶ ὁ Οὐάλης, μὲ τὸν ὑπασπιστὴ τοῦ Πραιπόσιτο, ὁ ὁποῖος ἦταν καὶ αὐτὸς φανατικὸς ἀρειανὸς καὶ συκοφαντοῦσε στὸν αὐτοκράτορα τοὺς ὀρθοδόξους. Γιὰ νὰ γλυτώσουν, κατέφυγαν σὲ ἕναν ἀχυρώνα.
Ἀλλὰ οἱ Γότθοι τοὺς ἀντιλήφτηκαν καὶ ἔβαλαν φωτιὰ καὶ τοὺς κατέκαψαν.
…
Ὁ νέος αὐτοκράτορας Θεοδόσιος ἄλλαξε ἐκκλησιαστικὴ πολιτικὴ καὶ ὑποστήριξε τοὺς Ὀρθοδόξους καὶ ἀπελευθέρωσε τοὺς φυλακισμένους γιὰ τὴν πίστη τοὺς κληρικούς, μοναχοὺς καὶ λαϊκούς.
Μαζί τους ἀπελευθερώθηκε καὶ ὁ Ἰσαάκιος, ὁ ὁποῖος ἀναχώρησε γιὰ τὴ Μονή του, ὅπου ἔζησε τὸν ὑπόλοιπο βίο του μὲ ἡσυχία καὶ γαλήνη.
Τὸ 381 ἔλαβε μέρος στὴν Β΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, συμβάλλοντας τὰ μέγιστα γιὰ τὴν ἐπιτυχία της. Κοιμήθηκε τὸ 396, σὲ βαθὺ γῆρας, ἀφοῦ πρὶν εἶχε προαισθανθεῖ τὸ τέλος τῆς ἐπὶ γῆς ζωῆς του καὶ εἶχε ὁρίσει ὡς διάδοχό του, ἡγούμενο στὴ Μονή, τὸν Δαλμάτιο.
Ἡ μνήμη τοῦ τιμᾶται στὶς 30 Μαΐου, καθὼς καὶ στὶς 3 Αὐγούστου, μαζὶ μὲ τὸν ἅγιο Δαλμάτιο.
Τοῦ Λάμπρου Κ. Σκόντζου Θεολόγου – Καθηγητοῦ