῾Ο ὅσιος καὶ θεοφόρος, πατὴρ ἡμῶν Συμεὼν εννήθηκε στὴν ᾽Αντίοχεια τὸ 521· οἱ γονείς του ἦσαν μυροποιοὶ στὸ ἐπάγγελμα καὶ κατάγονταν ἀπὸ τὴν ῎Εδεσσα. ῾Η γέννησή του εἶχε ἀναγγελθεῖ στὴν μητέρα του, ἁγία Μάρθα (4 ᾽Ιουλ.), ἀπὸ τὸν ἅγιο ᾽Ιωάννη τόν Πρόδρομο, ὁ ὁπόιος ἐμφανίσθηκε καὶ τῆς ἔδωσε τὸ ὄνομά του, προλέγοντας ὅτι θὰ διῆγε, κατὰ τὸ παράδειγμά του, πολιτεία ἀσκητική. ῾Ο Συμεὼν ἦλθε ἀνώδυνα στὸν κόσμο καὶ δεχόταν μόνο τὸ δεξί στήθος τῆς μητέρας του, ἀρνούμενος νὰ θηλάσει, ὅταν ἐκείνη εἶχε γευθεῖ κρέας. ῎Αρχισε νὰ μιλάει ἀπὸ τὴν βάπτισή του, σὲ ἡλικία δύο ἐτῶν, καὶ ἐπτὰ ἡμέρες ἐπαναλάμβανε: «῞Εχω πατέρα καὶ δὲν ἔχω. ῎Εχω καὶ δὲν ἔχω μητέρα» ἐκφράζοντας ἔτσι τὴν πλήρη ἀποταγή του ἀπὸ τά ἐπίγεια. Σὲ ἡλικία πέντε ἐτῶν, γλύτωσε ἀπὸ θαῦμα σὲ ἕναν σεισμό (25 Μαίου 526), μαζί μὲ τὴν μητέρα του, ἐνῶ ὁ πατέρας του πέθανε κάτω ἀπὸ τὰ ἐρείπια τοῦ σπιτιοῦ τους. Λίγο ἀργότερα τὸ παιδὶ εἶδε πάνω στὸ τεῖχος τὸν Χριστὸ περιβαλλόμενο ἀπὸ πλῆθος ἁγίων, ὁ ὁποίος τοῦ δίδαξε τὴν ὁδὸ ποὺ ἔπρεπε νὰ ἀκολουθήσει γιὰ νὰ ἀποκτήσει τὴν σοφία καὶ νὰ ἀποφύγει τὴν τιμωρία τοῦ Θεοῦ. Μιὰ λευκοντυμένη μορφὴ ἐμφανίστηκε, κατόπιν, καὶ τὸν κάλεσε νὰ ἀκολουθήσει σὲ βουνό, ποὺ βρισκόταν σὲ ἀπόσταση δεκατριῶν χιλιομέτρων ἀπὸ τὴν ᾽Αντιόχεια, πρὸς τὴν κατεύθνιση τῆς Σελευκείας, ὅπου πέρασε μερικὲς ἡμέρες συντροφιὰ μὲ τὰ θηρία. Τὸ παιδὶ ἀνακάλυψε ἐν συνεχείᾳ ἕνα μονύδριο, ὅπου τὴν ἀδελφότητα καθοδηγοῦσε ὁ στυλίτης ᾽Ιωάννης, ὁ ὁποίος εἶχε προειδοποιηθεῖ γιὰ τὴν ἄφιξη τοῦ Συμεὼν σὲ ὀπτασίες. Τὸν ὑποδέχθηκε μὲ χαρά, ὡς ἐκλεκτὸ τοῦ Θεοῦ, καὶ τὸν ἔθεσε εὐθὺς ὑπὸ τὴν καθοδήγησή του, ἔκθαμβος ἀπὸ τὰ σημεία σοφίας καὶ ἐγκρατείας τοῦ ἑξάχρονου αὐτοῦ παιδιοῦ ποὺ δὲν δεχόταν νὰ γευθεῖ τροφή, παρὰ μόνο τρεῖς στὶς ἑπτὰ ἡμέρες.
Στὶς ἀρχὲς ἀκόμη τοῦ βίου του στὸ μοναστήρι ὁ Συμεὼν ἐπιτέλεσε τὸ πρῶτο του θαῦμα γιατρεύοντας ἕναν βοσκό, ὁ ὁπόιος ἀπὸ φθόνο θέλησε νὰ τὸν σκοτώσει καὶ γιὰ τιμωρία του ἔμεινε ξερὸ τὸ δεξί του χέρι. ᾽Επιθυμώντας νὰ μιμηθεῖ σὲ ὅλα τὸν πνευματικό του πατέρα, ἀφοῦ δοκιμάσθηκε ἐπαρκῶς στὴν πρόθεσή του γιὰ ἕναν χρόνο, ἔβαλε νὰ στήσουν σὲ μικρὸ ὕψος ἕναν στύλο, δίπλα στὸν στύλο τοῦ ᾽Ιωάννη, καὶ ἄρχισε ἔτσι, σὲ ἡλικία ἑπτὰ ἐτῶν, τὴν ἄσκηση τοῦ στυλίτη, ἐνδυναμωμένος ἀπὸ ἕνα ὅραμα, στὸ ὁποῖο ὁ Χριστὸς τοῦ ἀποκάλυψε ὅτι ἡ ὄρθια στάση πάνω σὲ μία στήλη θὰ ἦταν γι’ αὐτὸν παρόμοια μὲ τὴν Σταύρωσή Του καὶ τὸ μέσον νὰ μιμηθεῖ τὸ σωτηριῶδες Πάθος Του, «Λάμποντας ὅπως ὁ ἥλιος μὲ μιὰ καθ’ ὅλα ἰσάγγελικη βιοτὴ καὶ πλῆρες θείων χαρισμάτων», γράφει ὁ βιογράφος του, «τὸ παιδὶ ἀποστράφηκε πλήρως τὰ ἐπίγεια, καὶ ἔστρεψε τὴν ἀνάβαση τῆς ψυχῆς του πρὸς τὸν οὐρανό». Πρόσθετε ἀκατάπαυστα καινούργιους μόχθους στὸν ἀγώνα του κατὰ τῆς φύσης: ὅταν ὁ ᾽Ιωάννης ἔψαλλε τριάντα ψαλμοὺς κατὰ τὴν νυκτερινὴ προσευχή του, ὁ Συμεὼν ἔψαλλε πενήντα ἢ ὀγδόντα. ᾽Αγρυπνοῦσε κάθε νύχτα, φθάνοντας στό σημεῖο νὰ ἀπαγγέλλει ὅλο τὸ Ψαλτήριο καὶ περνοῦσε τὴν ἡμέρα δοξάζοντας τὸν Θεό, μένοντας ξένος πρὸς κάθε τροφή. ῾Η καταπόνησή του προκάλεσε μάλιστα τὶς μομφὲς τοῦ ἡγουμένου ποὺ τοῦ εἶπε; «Δὲν ἀπομένει, λοιπόν, παρὰ νὰ πάρεις ἕνα ξίφος καὶ νὰ καταστρέψεις τὸν ἑαυτό σου!» Τοῦ καταλόγιζε ἐπίσης ὅτι δὲν ἄφηνε τοὺς ἄλλους μοναχοὺς νὰ ἀναπαυθοῦν μὲ τὶς ἀκατάπαυστες ψαλμωδίες του καὶ τὸν συμβούλευσε νὰ ἀρκεστεῖ νὰ τὸν μιμεῖται. ῾Ο Συμεὼν ἀποκρίθηκε στὸν Γέροντά του, χρησιμοποιώντας λόγια ἀπὸ τὶς Γραφές, ὅτι δίχως νὰ καταδικάζει τοὺς ἄλλους εἶχε ὁ ἴδιος ἀνάγκη ἀπὸ τέτοια κακοπάθεια ὥστε νὰ μὴν ἀφήνει τὸν νοῦ του νὰ βαραίνει ἀπὸ τὴν πρόσδεσή του στὴν ὕλη.
Τὸ παιδὶ στυλίτης ἐπεδείκνυε τὴν φλόγα ἑνὸς δοκιμασμένου πολεμιστῆ στὸν ἀγώνα κατὰ τῶν δαιμόνων, οἱ επιθέσεις τῶν ὁποίων ἐναλλάσσονταν μὲ οὐράνιες ὀπτασίες ποὺ ἔρχονταν νὰ τὸ ἐνδυναμώσουν. Μεταξὺ ἄλλων αὐτὴ ἑνὸς πατριάρχη ποὺ ἦλθε νὰ τὸν ἀλείψει μὲ μύρο γιὰ νὰ ἀπωθεῖ τὶς προσβολὲς τῶν δαιμόνων. Κάποτε, μία τρομερὴ λαίλαπα, ποὺ προκάλεσε ὁ διάβολος, πέταξε τὸ κουβούκλιο τοῦ ὁσίου ἀπὸ τὸν στύλο, ἀλλὰ τὸ πρωὶ οἱ μοναχοὶ βρῆκαν τὸν Συμεὼν γερὸ πάνω στὸν στύλο του μὲ τὸ πρόσωπό του νὰ λάμπει σὰν ἄγγελος. Λίγο πρὶν ρίξει τὰ πρῶτα δόντια του, τὸ παιδὶ εἶχε ἤδη ἀποκτήσει τὴν ἐξουσία νὰ ἐλευθερώνει τοὺς δαιμονισμένους καὶ νὰ θεραπεύει. Προέτρεπε τοὺς μοναχούς, μὲ τὴν σοφία γέροντα, νὰ κυριαρχοῦν τὰ πάθη τους μὲ τὴν φυλακὴ τῶν αἰσθήσεων καὶ τοῦ νοῦ καὶ τοὺς ὑπέδειξε μάλιστα ἕναν Κανόνα κοινοβιακῆς ζωῆς, βασισμένο στὴν ἁγία Γραφή. ῎Ελεγε: «Τὸ καύχημα τοῦ μοναχοῦ εἶναι ἡ ἀδιάκοπη ὑμνολογία καὶ ἡ ἀδιάλειπτη προσευχή. Τὸ καύχημα τοῦ μοναχοῦ εἶναι ἡ ὑπακοή, διότι μὲ αὐτὴν ὁ Κύριος νίκησε τὸν θάνατο, γινόμενος ὑπήκοος μέχρι θανάτου, δανάτου δὲ σταυροῦ…».
῾Η φήμη τοῦ ἀσκητῆ καὶ θαυματουργοῦ σύντομα ἁπλώθηκε στὴν περιοχὴ προκαλώντας τὴν ἐπίσκεψη τοῦ πατριάρχη ᾽Αντιοχείας ἁγίου ᾽Εφραίμ (527-345) (7 Μαρτ.), καθὼς καὶ ἐκείνη μεγάλου πλήθους ἀνθρώπων ποὺ συνέρρεαν γιὰ νὰ λάβουν τὴν εὐλογία τῶν δύο στυλιτῶν. Στὶς ἀσκήσεις καὶ αὐτοπροαίρετες στερήσεις στὶς ὁπόιες ὑπέβαλλε τὴν σάρκα του, ὁ Συμεὼν προσέθεσε τὴν ἄμετρη ἀγάπη γιὰ τὸν πλησίον, ἔτσι ὥστε ὅταν κάποιος παρουσιαζόταν στερούμενος τὰ ἀναγκαῖα ροῦχα, ἔβγαζε καὶ τοῦ ἔδινε τὰ δικά του, ἀκόμη καὶ τὸν χειμώνα, καὶ ὑπέφερε ἐπὶ μῆνες τὸ κρύο, προστατευμένος μόνον ἀπὸ τὸ θάλπος τῆς θείας χάριτος. ᾽Επὶ ἕναν ὁλόκληρο χρόνο παρέμεινε ὀκλαδόν, μὲ ἀποτέλεσμα τὰ γόνατά του νὰ κολλήσουν μεταξύ τους καὶ οἱ μηροὶ καὶ οἱ ἰγνύες του νὰ γαγγραινιάσουν ἀναδίδοντας δυσωδία. ᾽Ανήσυχοι οἱ μοναχοὶ ἔφεραν ἕναν γιατρό, τὸν ὁποῖο ὁ Συμεὼν δὲν δέχτηκε καὶ θεραπεύθηκε μόνο μετὰ ἀπὸ θεία παρέμβαση. Εἰς ἔνδειξιν εὐχαριστίας πρὸς τὸν Θεό, παρέμεινε γονατιστὸς γιὰ πολλὲς ἡμέρες.
Μία ἡμέρα, ἀνήμερα τῆς Πεντηκοστῆς, τὸ ἅγιο Πνεῦμα ἐπεφοίτησε στὸν ἅγιο καὶ τὸν πλήρωσε θείας σοφίας καὶ γνώσεως μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἀρχίσει νὰ συνθέτει ὁμιλίες περὶ πνευματικῆς ζωῆς, προοριζόμενες γιὰ μοναχοὺς καὶ λαϊκούς, σύμφωνα μὲ τὸν Ψαλμό: ᾽Εκ στόματος νηπίων καὶ θηλαζόντων καταρτίσω αἶνον (ψαλμ. Β, 3).Γινόμενος φωστὴρ τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος, σὲ ἡλικία δεκατριῶν ἐτῶν (533), ἀφοῦ εἰχε περάσει ἑξι χρόνια πάνω στὸν στύλο του, ἐπιθυμώντας νὰ μιμηθεῖ τὶς οὐράνιες ἀναβάσεις τοῦ ἐνδόξου προκατόχου του Συμεὼν τοῦ Παλαιοῦ Στυλίτου, ἔβαλε νὰ ὑψώσουν ἕναν στύλο ὕψους δώδεκα μέτρων, κατὰ πολὺ ὑψηλότερο ἐκείνου τοῦ πνευματικοῦ πατέρα του, ὁ ὁποῖος παραπονιόταν ὅτι δὲν μποροῦσε νὰ δεῖ πιὰ τὸ πρόσωπο τοῦ μαθητῆ του. Μόλις ὁ στύλος ἑτοιμάσθηκε, τὴν στιγμὴ ποὺ ὁ Συμεὼν ἦταν ἕτοιμος νὰ ἀνέβει ἦλθαν νὰ τὸν ἐπισκεφθοῦν στὸ μοναστήρι ὁ ἀρχιεπίσκοπος ᾽Αντιοχείας καὶ ὁ ἐπίσκοπος Σελευκείας καὶ τὸν χειροτόνησαν διάκονο. Κατόπιν τὸν συνόδευσαν ἐν πομπῇ μὲ ὕμνους καὶ προσευχὲς ἕως τὸν στύλο, ὅπου ἔμελλε νὰ περάσει ὀκτὼ χρόνια, τεταμένος ὅλος πρὸς τὸν οὐρανό.
Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ πνευματικοῦ πατέρα του, γιὰ τὸν ὁπόιο εἶχε προειδοποιηθέι μὲ θεία ἀποκάλυψη, ἡ ευθύνη τῆς ἀδελφότητος περιῆλθε στὸν Συμεών, μέχρι τὸ τέλος τοῦ βίου του. Δὲν χαλάρωσε ὡστόσο, στὸ παραμικρό, τοὺς ἀσκητικοὺς ἀγῶνες του καὶ δὲν ἄφησε τὶς μέριμνες τῆς ἡγουμενίας νὰ τὸν περισπάσουν ἀπὸ τὴν ἀδιάλειπτο προσευχή του. Τουναντίον, ἀνέλαβε καινούργιες καὶ σκληρότερες ἀσκήσεις. ῎Εγκλειστος σὲ κουβούκλιο ἀπὸ δέρμα, δίχως φῶς καὶ ἀερισμό, ἔστεκε προσευχόμενος ἀπὸ τὴν δύση τοῦ ἡλίου ἕως τὴν αὐγὴ καὶ κρεμασμένος ἀπὸ τὸ ἀριστερὸ χέρι χτυποῦσε τὸ στῆθος του μὲ τὸ δεξί, βρέχοντας μὲ τὰ δάκρυά του τὰ τρίχινα ἐνδύματά του. ῎Εψαλλε ὁλόκληρο τὸ Ψαλτήριο, συνοδευόμενος ἀπὸ ἀγγελικὲς φωνές, κατόπιν ἀπήγγελλε τὸ Βιβλίο τῆς Σοφίας καὶ τὸ Εὐαγγέλιο καὶ τελείωνε τὶς προσευχές του τὸ ξημέρωμα, γιὰ νὰ ἀναπαυθεῖ λιγάκι ἀφοῦ ἐθυμίαζε τὸν τόπο, δίχως νὰ χρειάζεται νά ἀνάψει τὸ θυμιατήριο. ῎Εφθασε μάλιστα στὸ σημεῖο νὰ στερηθεῖ παντελῶς τὸν ὕπνο, ἐπὶ τριάντα ἡμέρες καὶ νύχτες, παρακαλώντας τὸν Θεὸ νὰ τὸν ἀπαλλάξει ἀπὸ τὴν τυραννία αὐτὴ τῆς φύσεως. Στὸ τέλος, ὅμως, τῆς περιόδου αὐτῆς, μία φωνὴ οὐρανόθεν τὸν πρόσταξε: «Πρέπει νὰ κοιμηθεῖς γιὰ λίγο!» ῾Η πρόοδός του αὐτὴ στὴν ἀνάτασή του πρὸς τὸν Θεὸ διπλασίασε τὶς ἐπιθέσεις ἐκ μέρους τῶν δαιμόνων, οἱ ὁποῖοι πάσχιζαν νὰ τὸν γκρεμίσουν ἀπὸ τὸν στύλο του. ᾽Αλλὰ ὁ ὅσιος, μὲ τὴν βοήθεια τριῶν ἀγγέλων, τοὺς ἀπωθοῦσε σθεναρά. ῾Ο Θεὸς τότε τοῦ ἔδεξε ἀκόμη πιὸ περίλαμπρα τὴν εὔνοιά του μὲ ὁράματα καὶ θαύματα, ἀκόμη καὶ μὲ τὴν ἀνάσταση ἑνὸς νεκροῦ. Τέλος δέ, ἐμφανίσθηκε ὁ Χριστὸς γιὰ νὰ τοῦ χορηγήσει τὴν ἐξουσία νὰ ἐκδιώκει κάθε ἀκάθαρτο πνεῦμα. Τότε οἱ ἄγγελοι ἀποσύρθηκαν, γιὰ νὰ ἀφήσουν τὸν ὅσιο μόνο ὡς οἰκονόμο τῆς θείας χάριτος πρὸς ὄφελος τοῦ πλήθους τῶν ἀσθενῶν καὶ δαιμινιζομένων ποὺ προσέτρεχαν σ’ αὐτὸν γιὰ νὰ ἱκετεύσουν τὴν ἴασή τους. ῾Ο Συμεὼν ἐνεργοῦσε σὲ ὁλα, ὅπως ὁ Κύριος κατὰ τὸν ἐπίγειο βίο του; ἔδιωχνε μὲ τὴν φωνή του τοὺς δαίμονες, ἀποκαθιστοῦσε, διόρθωνε, οἰκοδομοῦσε τὶς ψυχὲς καὶ τὰ σώματα, ἔτσι ὥστε διαμέσου αὐτοῦ νὰ βασιλεύει ὁ Θεὸς μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων. Θεράπευε τοὺς ἀσθενείς, εἴτε μὲ τὸν λόγο, εἴτε μὲ τὴν ἐπίθεση τῶν χειρῶν, εἴτε μὲ τὴν ράβδο του ἀπὸ κλαδὶ ἀμυγδαλιᾶς, εἴτε μὲ τὸ ἄγγιγμα τῆς παρυφῆς τῶν ἐνδυμάτων του, εἴτε μὲ τὴν ἁπλὴ ἐπαφὴ μὲ τὴν σκόνη ἢ τὸ λάδι ποὺ εἶχε εὐλογήσει, ἀκόμη καὶ μὲ τὸν λύχνο ποὺ ἄναβαν οἱ ἄνθρωποι πρὸς τιμήν του ἢ τὴν ἁπλὴ ἐπίκληση τοῦ ὀνόματός του.
Σὲ ἕνα ἀπὸ τὰ ὁράματά του, προειδοποιήθηκε γιὰ τὴν κατάληψη τῆς ᾽Αντιόχειας ἀπὸ τὸν Χοσρόη, βασιλέα τῶν Περσῶν (᾽Ιούνιος 540). ῾Η προφητεία αὐτὴ ἐκπληρώθηκε καὶ ἀφοῦ ἡ πόλη κάηκε καὶ οἱ κάτοικοί της σφαγιάσθηκαν ἢ ἐξορίσθηκαν, οἱ βάρβαροι ξεχύθηκαν στὴν ὕπαιθρο, ἐρημώνοντας τὴν χώρα. Φθάνοντας κοντὰ στὸ μοναστήρι, μόνο ἡ προσευχὴ τοῦ Συμεὼν τοὺς ἀπομάκρυνε. ᾽Αλλὰ ὁ φόβος γιὰ νέες σφαγὲς τρομοκράτησε τόσο τοὺς μοναχούς, ὥστε ἐγκατεαειψαν μέχρις ἑνὸς τὸ μοναστήρι, παρὰ τὶς νουθεσίες τοῦ ὁσίου. ῞Οταν οἱ Πέρσες ἕφθασαν στὴν μονή, δύο ἄγγελοι ποὺ ἔστειλε ὁ Θεὸς νὰ προστατεύσουν τὸν Συμεὼν τοὺς ἔτρεψαν σὲ φυγὴ καὶ τρεῖς ἡμέρες ἀργότερα οἱ μοναχοὶ μπόρεσαν νὰ ἐπιστρέψουν πάλι στὸν τόπο τους. ῾Ο ὅσιος Συμεὼν ἐλευθέρωσε τότε πλῆθος φυλακισμένων, οἱ ὁποῖοι εἶχαν ἐπικαλεστέι τὸ ὄνομά του στὴν δεινὴ θέση ποὺ βρίσκονταν, καὶ μεταξὺ αὐτῶν καὶ ἕναν μοναχὸ ποὺ τὸν εἶχε ἐγκαταλείψει κατὰ τὴν κατάληψη τῆς πόλης.
Καθὼς ἡ φῄμη του εἶχε ἁπλωθέι σὲ ὅλη τὴν χώρα, δὲν μποροῦσε νὰ ἀπολαύσει τὴν ἠσυχία ποὺ ἀναζητοῦσε κι ἔτσι σὲ ἡλικία εἰκοσι ἐτῶν (541), ἔλαβε τὴν ἀπόφαση νὰ κατέβει ἀπὸ τὸν στύλο καὶ νὰ ἐπιστρέψει στὴν ἔρημη ἐκείνη τοποθεσία, τὴν ἀπρόσβατη καὶ βρίθουσα ἄγριων θηρίων, ὅπου εἶχε περάσει κάποιο διάστημα, παιδί, στὴν ἀρχὴ τῆς σταδιοδρομίας του. Σὲ ἕνα ὅραμα, ὁ Χριστὸς τοῦ ὑπέδεξε στὴν κορυφὴ τοῦ βουνοῦ, ποὺ ἔκτοτε ὀνομάθηκε Θαυμαστὸ ῎Ορος, ἕναν βράχο ποὺ τὸν σκίαζε ἡ θεία δόξα. Κατὰ τὴν ἀνάβαση τοῦ Συμεὼν στὸν βράχο, πάνω στὸν ὁπόιο ἐπρόκειτο νὰ σταθεῖ, σὰν σὲ φυσικὸ στύλο, ἡ ἀδελφότητα τῶν μοναχῶν ἐγκατεαειψε τὸ μοναστήρι γιὰ νὰ τὸν ἀκολουθήσει καὶ ἐγκαταβίωσε σὲ ἕνα προσωρινὸ κατάλυμα, χωρὶς ἀνέσεις. Τὴν ἄλλη ἡμέρα τῆς ἐγκατάστασής του, τὰ πλήθη, βρίσκοντας ἔρημο τὸ μοναστήρι, ἀνακάλυψαν τὸ νέο ἐρημητήριο τοῦ ὁσίου καὶ ἀνοίγοντας δρόμο μέσα στὸ δάσος ἦλθαν νὰ τοῦ προσκομίσουν τοὺς ἀρρώστους τους. Μὲ θλίψη, ἀλλὰ ἀδυνατώντας νὰ ἀρνηθεῖ νὰ θέσει τὴν προσευχή του στὴν ὑπηρεσία τοῦ πάσχοντος λαοῦ τοῦ Θεοῦ, ὁ Συμεὼν συνέχισε νὰ ἐπιτελεῖ θαύματα καὶ ἰάματα. «ὅταν ἕνας φοβερὸς λοιμὸς ἐνέσκηψε στὴν Βυζαντινὴ Αὐτοκρατορία, πλήττοντας ἰδιαίτερα τὴν Κωνσταντινούπολη καὶ τὴν ᾽Αντιόχεια (542), μόνον σὲ ὅσους ἐπικαλοῦνταν τὴν βοήθεια τοῦ ὅσιου στυλίτη χαρίστηκε ἡ μάστιγα. Κατόπιν, ἕνας σεισμὸς ποὺ εἶχε προαναγγείλει ὁ ὅσιοςκλόνισε τὴν ᾽Αντιόχεια (551). Γιὰ πολλὲς ἡμέρες, οἱ τρομοκρατημένοι κάτοικοι προσεύχονταν νύχτα καὶ μέρα καὶ προσέρχονταν στὸ Θαυμαστὸ Ὄρος γιὰ νὰ ἱκετεύσουν τὸν ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ νὰ μεσιτεύσει γιὰ χάρη τους. Καὶ οἱ προσευχὲς τοῦ ὁσίου Συμεὼν ἔβαλαν, ὄντως, τέρμα στὴν συμφορά.
Καθὼς χιλιάδες προσκυνητές, δαιμονιζόμενοι καὶ ἄρρωστοι προσέρχονταν στὸν ὅσιο, σὲ τοῦτο τὸν ἔρημο καὶ ἄνυδρο τόπο, ὁ Κύριος ἀνήγγειλε στὸν Συμεὼν ὅτι θὰ φρόντιζε γιὰ τὶς ἀνάγκες τους. ῞Ενας ἄγγελος ἐμφανίσθηκε καὶ χάραξε στὸ χῶμα τὸ σχέδιο μιᾶς τεράστιας μονῆς καὶ ἑνὸς ναοῦ, στὸ ἴδιο ἐκέινο μέρος ποὺ εἶχε καταλάβει ὁ στυλίτης, ἐνῶ φωτεινὴ νεφέλη κάλυψε τὸ Θαυμαστὸ ῎Ορος. Λίγο ἀστότερα πλῆθος ἀνθρώπων ποὺ εἶχαν ἔλθει ἀπὸ τὴν ᾽Ισαυρία θεραπεύθηκαν ἀπὸ τὸν Συμεὼν καὶ συμμετέιχαν στὸ κτίσιμο. Τοὺς ἀντικατέστησαν στὴν συνέχεια ἄλλες ὁμάδες ποὺ διαδέχονταν ἡ μία τὴν ἄλλη, ἔτσι ποὺ τὸ οἰκοδόμημα προόδευε γρήγορα, δίχως νὰ ἐμποδίζονται οἱ μοναχοὶ νὰ ἀσχολοῦνται μὲ τὸ ἔργο τοῦ Θεοῦ. ῾Ο ὅσιος μερίμνησε νὰ φθάσει ἕως ἐκεί ἄφθονο νερὸ καὶ χάρη στὶς προσευχές του οἱ στέρνες παρέμεναν ἀνεξάντλητες. Στὸ κέντρο τοῦ συγκροτήματος ποὺ ἀποτελοῦσαν ὁ ναὸς καὶ τὰ μοναστικὰ οἰκοδομήματα σὲ σταυροειδῆ διάταξη, ὑψώθηκε ἕνας στύλος γιὰ τὸν ὅσιο. Στὶς 4 ᾽Ιουνίου 551, ὁ ὅσιος Συμεὼν κατέβηκε ἀπὸ τὴν βραχώδη κορφὴ ὅπου ἔστεκε ἐπὶ δέκα χρόνια καὶ τοποθετημένος ἀπὸ τοὺς μοναχούς του σὲ ἕναν θρόνο, κρατώντας στὸν κόρφο του τὰ ἅγια Εὐαγγέλια, ἔκανε τὸν γύρο τῆς μονῆς γιὰ νὰ εὐλογήσει τὰ κτήρια, ἐνῶ προπορευόταν ἡ μητέρα του, ἁγία Μάρθα, φέροντας τὸν σταυρὸ καὶ ψάλλοντας τὸ Ἀλληλούια. Κατόπιν οἱ μοναχοὶ τὸν πῆραν στὰ χέρια, ὡς σκεῦος ἱερό, τὸν προσκύνησαν καὶ τὸν ἀπέθεσαν στὴν ἐξέδρα τοῦ νέου στύλου, τὸν ὁπόιο ὁ Χριστός, φανερωθεὶς ἐν πλήρει δόξῃ μόλις εἶχε εὐλογήσει. ᾽Απὸ τὸ ὕψος τοῦ στύλου αὐτοῦ, ὅπου εἰδε μία ἡμέρα μία κλίμακα ποὺ ἔφθανε ἕως τὴν πύλη τοῦ οὐρανοῦ, ὁ ὅσιος δὲν ἔπαυε ἐντούτοις νὰ ἀγρυπνᾶ γιὰ τὴν εὐταξία τῆς ἀδελφότητος. Σύμφωνα μὲ τὸ Τυπικὸ τοῦ ὁσίου, οἱ μοναχοὶ ἔπρεπε νὰ ἀποφεύγουν νὰ χρησιμοποιοῦν τὰ τρόφιμα ποὺ ἐκόμιζαν ὡς προσφορὲς οἱ προσκυνητὲς καὶ πήγαιναν νὰ ἐργαστοῦν στὰ περιβόλια τοῦ κάτω μοναστηριοῦ γιὰ νὰ ἐξασφαλιζουν τὰ χρειώδη γιὰ τοὺς ἴδιους καὶ τὰ πλήθη τῶν ἐπισκεπτῶν. ῾Η ἔλλειψη τροφῆς προκάλεσε κάποτε τὸν γογγυσμὸ καὶ τὴν ἐξανάσταση ὁρισμένων μοναχῶν, ὑποκινημένων ἀπὸ κάποιον ᾽Αγκουλᾶ, ποὺ δὲν ἔχανε εὐκαιρία νὰ κακολογεῖ τὸν ὅσιο μὲ πρόσχημα τὴν ὑπερβολικὴ γενναιοδωρία του. ῾Ο διάβολος, ἀνίσχυρος νὰ ἐπιτεθεῖ στὸν ἴδιο τὸν ὅσιο, δοκίμαζε μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ τὸν Συμεών, ὁ ὁποῖος, ἐντούτοις, δὲν παρεξέκλινε ἀπὸ τὴν πραότητά του ἀπέναντι στοὺς ἀπείθαρχους. Τοὺς ὑπενθύμισε ὅτι ὁ Θεὸς δὲν ἐγκαταλείπει ποτὲ ὅσους τὸν ὑπηρετοῦν καὶ μὲ τὴν προσευχή του οἱ ἀποθῆκες τοῦ μοναστηριοῦ γέμισαν γεννήματα, ἀνεξάντλητα ἐπὶ τρία χρόνια. Στὴν ἀδελφότητα τῶν μαθητῶν του ἦλθαν νὰ προστεθοῦν Ἴβηρες καὶ ἔκτοτε ἀπετέλεσαν ἰδιαίτερη κοινότητα στὸ Θαυμαστὸ ῎Ορος ποὺ διατηροῦσε διαρκεῖς σχέσεις μὲ τὴν Γεωργία, ὅπου τιμόταν ὅλως ἰδιαιτέρως ὁ ἅγιος Συμεών.
Τὸ 557, ὕστερα ἀπὸ ἕνα τρομερὸ ὅραμα, ὁ Συμεὼν ἀνήγγειλε μεγάλους σεισμοὺς καὶ ἐπὶ ἑξήντα ἡμέρες οἱ μοναχοί του ἔψαλλαν τροπάρια ποὺ συνέθεσε ὁ ἴδιος γιὰ νὰ κατευνάσουν τὴν ὀργὴ τοῦ Θεοῦ. Σύμφωνα μὲ τὴν πρόβλεψή του, ὁ σεισμὸς ἔπληξε σκληρὰ τὴν Κωνσταντινούπολη καὶ τὴν Νίκαια, κατέστρεψε τὴν Νικομήδεια καὶ τὸ Ρήγιο τῆς Καλαβρίας, προκαλώντας μόνο ἐλάσσονες καταστροφὲς στὴν ᾽Αντιόχεια, χάρη στὴν προστασία τοῦ ὁσίου, Λίγο μετά, ὅμως, τὴν ἀποφυγὴ τῆς καταστροφῆς αὐτῆς, μία ἐπιδημία, τὴν ὁποία ἐπίσης προέβλεψε ὁ ὅσιος Συμεών, ἐνέσκηψε στὴν ᾽Αντιόχεια. Χάρη στὶς προσευχὲς τοῦ ἀνθρώπου τοῦ Θεοῦ, ἕνα τμῆμα τῆς πόλης γλύτωσε· ἀπεναντίας, ὅμως, ἡ ἐπιδημία ἔφθασε στὸ Θαυμαστὸ ῎Ορος, ὅπου μερικοὶ μοναχοὶ ὑπέκυψαν καὶ ἀπεβίωσαν. Μεταξὺ τῶν θυμάτων ἦταν καὶ ὁ Κόνων, ἀγαπητὸς μαθητὴς τοῦ ὁσίου, τὸν ὁποῖο ὁ Συμεὼν ἀνέστησε.
Παρὰ τὶς πιέσεις τοῦ λαοῦ, ποὺ ἐπιθυμοῦσε νὰ μεταλαμβάνει τῆς θείας Κοινωνίας ἀπὸ τὸν θεοφόρο αὐτὸ Πατέρα, τὰ θαύματα τοῦ ὁποίου ἦσαν ἐχέγγυο τῆς ὀρθοδοξίας, ὁ Συμεὼν ἀρνιόταν νὰ λάβει τὴν ἱερωσύνη, μέχρι τὴν ἡμέρα ποὺ σὲ ἡλικία τριάντα τριῶν ἐτῶν (554), ὑπακούοντας σὲ φωνὴ ἐξ οὐρανοῦ, δέχθηκε νὰ χειροτονηθέι ἀπὸ τὸν ἐπίσκοπο Σελευκείας Διονύσιο, ὁ ὁποῖος ἀνέβηκε γιὰ νὰ τὸν συναντήσει στὴν κορυφὴ τοῦ στύλου του. Συνέχισε, λοιπόν, νὰ διδάσκει τὴν ἀληθινὴ Πίστη καὶ νὰ μάχεται τὶς αἱρέσεις καὶ τὶς δεισιδαιμονίες ποὺ ἦσαν διαδεδομένες ὄχι μόνο στὸν λαό, ἀλλὰ καὶ μεταξὺ τῶν ὑψηλῶν προσώπων τῆς ᾽Αντιόχειας.
῾Ο ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ βοήθῃσε μὲ τὶς προσευχές του τὶς συμμαχικὲς δυνάμεις τῶν Βυζαντινῶν που εἰχαν ἐκστρατεύσει κατὰ τοῦ ᾽Αλμουδανοῦ, Σαρακηνοῦ πρίγκιπα, ὑποτελῆ τοῦ Χοσρόη, ὁ ὁποῖος εἶχε ἐξαπολύσει αἱματηρὸ διωγμὸ κατὰ τῶν χριστιανῶν. Προέιπε τὴν ἄνοδο στὸν θρόνο τοῦ ᾽Ιουστίνου Β’ (565) καὶ στὸν ᾽Ιωάννη τὸν Σχολαστικὸ τὴν ἐνθρόνισή του ὡς οἰκουμενικοῦ πατριάρχου. Στὴν ᾽Αντιόχεια, προανήγγειλε τὸν θάνατο τοῦ πατριάρχη Δομνίνου καὶ προέβλεψε ὅτι τὴν θέση του θὰ ἔπαιρνε ὁ ᾽Αναστάσιος (559). Μετὰ τὴν ἐκπλήρωση τῆς προφητείας ποὺ τὸν ἀφοροῦσε, ὁ αὐτοκράτορας ᾽Ιουστίνος ἔδεξε μεγάλο θαυμασμό γιὰ τὸν ὅσιο στυλίτη καὶ βρισκόταν σὲ διαρκῆ ἐπαφὴ μαζί του γιὰ νὰ τὸν συμβουλεύεται. Κάποτε τοῦ ἔγραψε γιὰ νὰ τὸν πληροφορήσει ὅτι ἡ θυγατέρα του κατεχόταν ἀπὸ δαίμονα καὶ ὁ ὅσιος τοῦ ἀπήντησε ὅτι μποροῦσε νὰ εὐχαριστήσει τὸν Θεό, ἐπειδὴ θὰ θεραπευόταν, μόλις λάβαινε τὴν ἐπιστολή του. «Ὅταν ὁ αὐτοκράτορας ἀρρώστησε, φώναξε ἕναν ἀπατεώνα ῾Εβρᾶιο. Προειδοποιημένος ἀπὸ ὅραμα, ὁ ὅσιος Συμεὼν ἔγραψε στὸν πατριάρχη νὰ ἐπισημάνει στὸν αὐτοκράτορα ὅτι ἔπρεπε νὰ ἀποφύγει παρόμοιες πρακτικὲς ποὺ προκαλοῦσαν τὴν ὀργὴ τοῦ Θεοῦ, ῾Ο ἡγεμόνας, ὅμως, ἐξαπατημένος ἀπὸ τὸν ἀπατεώνα αὐτό, δὲν ὑπάκουσε καὶ λίγο ἀργότερα ὁ ᾽Ιουστίνος ἔχασε τὰ λογικά του, ὅπως ἀκριβῶς εἶχε ἀποκαλυφθέι στὸν Συμεών. Τὴν ὥρα ποὺ πέθαινε, ὑπέδειξε αὐτοκράτορα τὸν Τιβέριο Β’ (578).
᾽Αφοῦ γιὰ πολλὰ χρόνια ὑπῆρξε ἡ ζωντανὴ ἐφαρμογὴ τῶν λόγων τοῦ Κυρίου: ῾Ο πιστεύων εἰς ἐμέ, τὰ ἔργα ἃ ἐγὼ ποιῶ κἀκεῖνος ποιήσει, καὶ μείζονα τούτων ποιήσει (Ἰω, 14, 12), ὁ ὅσιος Συμεών, αἰσθανόμενος ὅτι ἡ ἐπίγεια διαμονή του πλησίαζε στὸ τέλος της, προφήτευσε ἐνώπιον δύο μοναχῶν του τὴν ἀνυποληψία στὴν ὁποία θὰ περιέπιπτε τὸ μοναστήρι μετὰ τὸν θάνατό του, ἐξαιτίας τῶν μηχανορραφιῶν τοῦ ᾽Αγκουλᾶ. Κατόπιν ἀποκάλυψε ὅτι, νέος ἀκόμη, εἶχε λάβει ἀπὸ τὸν Θεὸ τὴν χάρη νὰ στερείται ἐντελῶς τροφῆς καὶ ὅτι κάθε Κυριακή, μετὰ τὴν θεία Λειτουργία, ἕνας ἄγγελος τοῦ ἔφερνε ἕνα μυστηριῶδες ἔδεσμα. ᾽Εν συνεχείᾳ ἀπηύθυνε τὶς τελευτᾶιες πνευματικὲς συμβουλές του στοὺς μαθητές του καὶ παρέδωσε εἰρηνικὰ τὴν ψυχή του στὸν Θεὸ σὲ ἡλικία ἑβδομήντα ἑνὸς ἐτῶν (24 Μάιου 592), γιὰ νὰ μεταβέι στὶς μονὲς τῶν ἀγγέλων, τοὺς ὁποίους τόσο καλὰ εἶχε μιμηθεῖἐπὶ γῆς.
Νέος Συναξαριστής Μακαρίου ἱερομονάχου Σιμωνοπετρίτου
ΑΠΟ ΤΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΟΥ ΑΓ.ΣΥΜΕΩΝ ΤΟΥ ΕΝ ΤΩ ΘΑΥΜΑΣΤΩ ΟΡΕΙ
***Ποιόν το έργο του μοναχού;***
Τὸ ἔργο τοῦ Μοναχοῦ εἶναι νομίζω ἡ ἐγκράτεια, ὥστε νὰ ἠρεμοῦν σὲ αὐτὸν οἱ ἡδονὲς τοῦ σώματος, νὰ ἔχη στὴν ψυχή του εἰρήνη, νὰ ψάλλη συνεχῶς, καὶ νὰ προσεύχεται ἀδιαλείπτως μὲ τὸν νοῦ του· τὸ ἔργο τοῦ Μοναχοῦ εἶναι ἡ ἀγάπη καὶ ἡ μὲ ταπεινὴ καρδιὰ ὑπακοή, διὰ τῆς ὁποίας καὶ ὁ Χριστὸς ἐδιάλεξε τὸν θάνατο, γενόμενος ὑπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δὲ σταυροῦ, γιὰ νὰ θανατώσουμε καὶ ἐμεῖς διὰ μέσου αὐτῆς τὶς ἐπιθυμίες τῆς σαρκὸς καὶ νὰ κλαῖμε τότε σὲ ἐξομολόγησι, καὶ νὰ προσευχώμεθα μὲ συντριβὴ καρδιᾶς σὰν τὸν Τελώνη· ἡ φωνὴ νὰ εἶναι σύμμετρη καὶ ὁ λόγος εὔτακτος, ἡ δὲ διαγωγὴ μὲ πραότητα καὶ ἡσυχία. ῎Εργο τοῦ Μοναχοῦ εἶναι νὰ μὴν ὁρκίζεται οὔτε στὸ ἐλάχιστο, ἐκτὸς ἀπὸ τὸ Πίστεψέ με ἤ Συγχώρεσέ με, ἡ φυγὴ τῶν σκανδάλων τῆς φιλαργυρίας, ἡ μετάδοσις τῶν πραγμάτων, καὶ ὄχι μόνο τὸ νὰ μὴ καταλαλῆ κάποιον, ἀλλὰ νὰ μὴν ἀνέχεται οὔτε αὐτὸν ποὺ καταλαλεῖ· νὰ συμπάσχη μὲ αὐτοὺς ποὺ εἶναι σὲ ὀδύνη καὶ νὰ νίπτη τὰ πόδια τῶν ἀδελφῶν, καὶ νὰ τοὺς διακονῆ στὶς ἀνάγκες τους, νὰ μὴ νικᾶται δὲ ἀπὸ τὸ φοβερὸ πάθος τῆς ὑπερηφανίας, ἀλλὰ νὰ θεωρῆ τὸν ἑαυτό του ἔσχατο πάντων… ῎Εργο τοῦ Μοναχοῦ εἶναι ἡ σωφροσύνη τοῦ σώματος, ἀλλὰ καὶ τῆς ψυχῆς· ἄν δὲ σὲ κάποιον ἀπὸ σᾶς, ἀδελφοί, εἰσέλθη λογισμὸς ἀκαθαρσίας, ἄς βοᾶ μὲ δάκρυα τὰ ἑξῆς πρὸς τὸν Θεὸ μὲ συνοχὴ πνεύματος καὶ ὀλολυγμὸ καρδίας: «Δέσποτα Χριστέ, ὁ τῶν οἰκτιρμῶν καὶ τοῦ ἐλέους Θεός, ὁ πάσης παρακλήσεως Κύριος, ὁ ἀεὶ ὤν καὶ διαμένων εἰς τοὺς αἰῶνας, ὁ μόνος φιλόστοργος Πατήρ, ὁ τοὺς ἐπὶ Σοὶ πεποιθότας μὴ καταισχύνων, ῥῦσαί με ἐκ χειρὸς ἐχθρῶν μου, πρόσχες τῇ ψυχῇ μου, σῶσόν με ἐν τῷ ἐλέει Σου τὸ ἀγαλλίαμά μου, λύτρωσαί με ἀπὸ τῶν κυκλωσάντων με· Σὺ γὰρ οἶδας, ὁ μόνος πάντα εἰδώς, ὅν οὐδὲ τῶν τῆς καρδίας κρυφίων λαθεῖν δύναται, ὡς οὐκ ἐμῆς εἰσι ταῦτα γνώμης γεώργιον, ἀλλὰ κατὰ πολύ μοι τὸ ἀκούσιον ἐπεφύη. Μνήσθητι ὅτι χοῦς εἰμι, καὶ μὴ εἰς κατάκριμα λογισθήτω μοι. Κύριε, Κύριε, δύναμις τῆς σωτηρίας μου, ἐπισκίασον ἐπὶ τὴν κεφαλήν μου ἐν ἡμέρᾳ πολέμου· μὴ παραδῷς με, Κύριε, ἀπὸ τῆς ἐπιθυμίας μου ἁμαρτωλῷ· ἐλέησόν με, ὁ Θεός, ἐλέησόν με, ὅτι ἐπὶ Σοὶ πέποιθεν ἡ ψυχή μου, καὶ ἐν τῇ σκιᾷ τῶν πτερύγων Σου ἐλπιῶ· ὁ Θεός μου, μὴ μακρύνῃς ἀπ᾿ ἐμοῦ, ὁ Θεός μου, εἰς τὴν βοήθειάν μου πρόσχες· βοηθός μου καὶ ῥύστης μου εἶ Σύ, ὁ Θεός μου, μὴ χρονίσῃς». Αὐτὰ νὰ προσεύχεσαι ὁ πολεμούμενος ἀπὸ ρυπαροὺς λογισμούς· κατόπιν, ρῖψε τὴν ἀσθένειά σου ἐνώπιον τῆς ἀγαθότητός Του, καὶ Αὐτὸς μὲ τὰ νῶτα Του ἀμέσως θὰ σὲ ἐπισκιάση. Νὰ ἀποστρέφεσθε, λοιπόν, ἀδελφοί, τοὺς ρυπαροὺς λογισμούς, τοὺς ὁποίους γεννᾶ ἡ γεμάτη κοιλιά· νὰ ἐπιδιώκετε μᾶλλον τὴν εἰρήνη καὶ τὸν ἁγιασμό, ἄνευ τῶν ὁποίων κανεὶς δὲν θὰ ἰδῆ τὸν Κύριο, ὁ ῾Οποῖος καὶ δὲν μᾶς ἀπέκρυψε τὶς πονηρίες τοῦ ἐχθροῦ· διότι, λέγει, δὲν ἀγνοοῦμε τὰ νοήματά του… ᾿Αντισταθῆτε, λοιπόν, γενναῖοι ἀθληταί, ἀνακρίνοντες συνεχῶς τοὺς ἑαυτούς σας, καὶ θὰ φύγη ἀπὸ σᾶς ἡ ἐνέργεια τῆς ἁμαρτίας… ᾿Ακόμη δὲ καὶ τὰ λόγια τοῦ στόματός σας νὰ εἶναι ἀρτυμένα μὲ τὰ δάκρυα τῆς καρδιᾶς σας…