Δεν θὰ πρέπει νὰ λησμονεῖται ὅτι αὐτὸς ποὺ πρῶτος εἰσήγαγε τὸ μοναχισμὸ στὴ Λατινικὴ Δύση ἦταν ὁ Ἄγ. Ἀθανάσιος. Κατὰ τὴν ἐξορία τοῦ τὸ 340, ὁ Ἄγ. Ἀθανάσιος ἔφερε μαζί του στὴ Ρώμη δυὸ μοναχοὺς ἀπὸ τὴν Αἰγυπτιακὴ ἔρημο, ἐκ τῶν ὁποίων ἕνας ἦταν ὁ Ἀμμώνιος ὁ ἄλλος ἦταν ὁ Ἰσίδωρος. Ἡ Ρώμη ἔνιωσε ἀμηχανία. Ἀλλὰ ἡ ἀρχικὴ ἀντίδραση ἀποδοκιμασίας καὶ περιφρόνησης γρήγορα μεταβλήθηκε σὲ θαυμασμὸ καὶ ὕστερα σὲ μίμηση. Δυὸ πρόσθετες ἐπισκέψεις τοῦ Ἄγ. Ἀθανασίου στὴ Ρώμη στερέωσαν τὴν ἔναρξη τῆς μοναστικῆς κινήσεως στὴ Λατινικὴ Δύση. Ὁ Ἄγ. Ἀθανάσιος ἐπέδρασε ἀκόμα καὶ στὸ βόρειο τμῆμα τῆς Λατινικῆς αὐτοκρατορίας -κατὰ τὴν ἐξορία τοῦ τὸ 336 ἔζησε ἀρκετὸ καιρὸ στὰ Τρέβιρα (Trier), καὶ ὅπου πῆγε ὁ Ἄγ. Ἀθανάσιος ἐξάπλωσε τὴ γνώση τοῦ μοναχισμοῦ. Τὸν ἴδιο περίπου καιρὸ ὅμως στὴν Αἴγυπτο, ὁ Ἅγιος Παχώμιος ὀργάνωνε τὸν Κοινοβιακὸ Μοναχισμό.
Αὐτὴ ἡ ὁδὸς τοῦ ἐν ἀπομονώσει ἀγῶνος ἦταν δύσκολη καὶ γιὰ πολλοὺς ἀποδείχθηκε ἐπικίνδυνη. Πολὺ νωρὶς ἐμφανίστηκε ἕνας ἄλλος τύπος μοναστικοῦ ἀποικισμοῦ ἢ κοινότητα, τὸ κοινόβιο (ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴ λέξη κοινόβιος, ποὺ σημαίνει κοινὴ ζωή, παράγεται ἀπὸ τὸ κοινὸς καὶ βίος), τοῦ ὁποίου ὀργανωτὴς θεωρεῖται ὅτι εἶναι ὁ Ἄγ. Παχώμιος, ἂν καὶ πολλοὶ δέχονται ὅτι ὁ Ἄγ. Παχώμιος ἦταν μόνο ἕνας ἀπὸ πολλοὺς ἡγουμένους μοναστηριῶν ποὺ εἶχαν κοινὴ ζωή. Πρῶτος ὁ Ἄγ. Ἱερώνυμος Ἰσχυρίστηκε κάτι τέτοιο στὴ μετάφραση ποὺ ἔκανε τοῦ κανόνα τοῦ Ἄγ. Παχωμίου. Τὸ Κοινόβιο δὲν ἦταν ἁπλῶς μιὰ ἀπὸ κοινοῦ συμμεριζόμενη ζωὴ ἀλλὰ κατὰ κυριολεξία μιὰ κοινὴ ζωή, μὲ πλήρη ἀμοιβαιότητα, καὶ πλῆρες ἄνοιγμα τοῦ ἑνὸς πρὸς τὸν ἄλλον. Τὸ πρῶτο κοινόβιο ἱδρύθηκε, ὅπως λέγεται, ἀπὸ τὸν Ἄγ. Παχώμιο (περίπου 290-346), ὁ ὁποῖος εἶχε ἀρχίσει τὴν πνευματική του «δοκιμασία» ὡς ἐρημίτης. Εἶχε πεισθεῖ ὅτι ἡ ἐν ἀπομονώσει ζωὴ ἦταν πέρα ἀπὸ τὴ δύναμη τῶν ἀρχαρίων καὶ ἄχρηστος γι’ αὐτούς.
Ἡ πρώτη ζωὴ τοῦ Παχωμίου ἦταν διαφορετικὴ ἀπὸ ἐκείνη τοῦ Ἄγ. Ἀντωνίου. Ἦταν σύγχρονός του Ἄγ. Ἀντωνίου, καὶ ἐπίσης Αἰγύπτιος κόπτης. Ἀντίθετα ἀπὸ τὸν Ἄγ. Ἀντώνιο, αὐτὸς γεννήθηκε ἀπὸ εἰδωλολάτρες γονεῖς στὴν Esneh τῆς Ἄνω Θηβαΐδος τῆς Αἰγύπτου. Ὁ Παχώμιος ὑπηρέτησε στὸ στρατὸ ἔλαβε μέρος στὴν ἐκστρατεία τοῦ Κωνσταντίνου κατὰ τοῦ Λικινίου. Τὰ γεγονότα τῆς ζωῆς τοῦ συγχέονται λόγω τῶν ἕξι τουλάχιστον βιογραφιῶν ποὺ γράφτηκαν γιὰ τὸν Ἄγ. Παχώμιο. Αὐτὸς καὶ οἱ σύντροφοί του στὸ στρατὸ ἔτυχαν εὐγενικῆς μεταχειρίσεως ἀπὸ τοὺς Χριστιανοὺς στὴ Θήβα, ὥστε ὁ Παχώμιος ἄρχισε νὰ ἐνδιαφέρεται γιὰ τὸ Χριστιανισμό. Φαίνεται ὅτι βαφτίστηκε λίγο ἀργότερα -μερικοὶ ἰσχυρίζονται ὅτι αὐτὸ ἔγινε τὸ 307· ἄλλοι, τὸ 313, ἀφοῦ ἀπολύθηκε ἀπὸ τὸ στρατό. Ὁ Παχώμιος ἄρχισε τὴ «δοκιμασία» τοῦ κάτω ἀπὸ τὸν ἐρημίτη Παλάμονα στὴ Schenesit. Αὐτὴ ἦταν ἡ ἀρχή του στὴν ἀναχωρητικὴ ζωή, μιὰ ζωὴ γεμάτη δυσκολίες, ὅπως τοῦ εἶπε ὁ Παλαμῶν. «Πολλοὶ ἦρθαν ἐδῶ γιατί ἀηδίασαν τὸν κόσμο, καὶ δὲν ἄντεξαν. Νὰ θυμᾶσαι, παιδί μου, ἡ τροφή μου ἀποτελεῖται μόνο ἀπὸ ψωμὶ καὶ ἁλάτι. Δὲν πίνω κρασί, δὲν τρώγω λάδι, τὴ μισὴ νύχτα ξαγρυπνῶ ψάλλοντας Ψαλμοὺς καὶ μελετώντας τὶς Γραφές, καὶ μερικὲς φορὲς περνῶ ὅλη τὴ νύχτα χωρὶς ὕπνο». Ὁ Παχώμιος ἔζησε ἐπὶ ἕξι ἢ ἑπτὰ χρόνια τὴν ἀναχωρητικὴ ζωὴ μαζὶ μὲ τὸν Παλάμονα.
Πρέπει κανεὶς νὰ ἀναπτυχθεῖ βαθμιαία γιὰ τὴν δημιουργικὴ ἐλευθερία τῆς ἐρημητικῆς, ἀναχωρητικῆς ζωῆς. Ἡ πρώτη μορφὴ τοῦ μοναχισμοῦ ἡ ἀναχωρητικὴ ζωὴ περιλάμβανε πολλοὺς κινδύνους, ὅπως εἶπε ὁ Παλαμῶν. «Ὅσο ἁπλουστευμένη κι ἂν γίνει ἡ ὑλικὴ ζωή, ὅταν τὴ ζεῖ κανεὶς μόνος του, θὰ μποροῦσε νὰ γίνει τόσο δύσκολη ὥστε ἡ πνευματικὴ προσπάθεια τοῦ μοναχοῦ νὰ διατρέχει τὸν κίνδυνο νὰ γίνει πιὸ ἐπιβαρυμένη παρὰ ἀπελευθερωμένη ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἁπλούστευση … . Ὁ μοναχισμὸς διέτρεχε τὸν κίνδυνο νὰ χάσει τὸν ἑαυτό του … Καὶ νὰ ἐκφυλιστεῖ ἀπὸ τὸ ἴδιο το γεγονὸς τῆς ἀναπτύξεώς του». Στὸ τέλος τῶν πρώτων ἑπτὰ ἐτῶν τοῦ ὁ Παχώμιος, λέγεται, ἄκουσε μιὰ φωνὴ ποὺ τοῦ ὑπενθύμισε τὸν «ὅρκο» του νὰ ὑπηρετεῖ τοὺς ἄλλους. Μὲ τὰ ἴδια τοῦ τὰ χέρια ἔκτισε κτίρια γιὰ νὰ συγκεντρώσει συντρόφους. Ἡ «κλήση» τοῦ περιγράφεται ἀπὸ τὸν Παλλάδιο στὴν «Λαυσαϊκὴ Ἱστορία». Στὴ χώρα τῆς Θηβαΐδος … Ὑπῆρχε ἕνας μακάριος ἄνθρωπος τοῦ ὁποίου τὸ ὄνομα ἦταν Παχώμιος, καὶ αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος ζοῦσε μιὰ ὄμορφη ζωὴ ἀσκητικῆς ὑπεροχῆς, καὶ ἐπιβραβεύτηκε μὲ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ἀνθρώπων. Αὐτός, λοιπόν, ὁ ἄνθρωπος, καθὼς καθόταν στὸ κελί του, εἶδε νὰ παρουσιάζεται μπροστά του ἕνας Ἄγγελος ὁ ὁποῖος τοῦ εἶπε. «Ἀφοῦ συμπλήρωσες τὴ μαθητεία σου, εἶναι περιττὸ νὰ μένεις ἐδῶ. Ἀλλὰ ἔλα, καὶ πήγαινε καὶ μάζεψε κοντά σου αὐτοὺς ποὺ εἶναι περιπλανώμενοι, καὶ μεῖνε μαζί τους».
Ὁ Παχώμιος ἐπέβαλε ἕναν κανόνα ἀσκήσεως ὥστε ἡ νέα κοινότητα νὰ μπορέσει νὰ λειτουργήσει μὲ κάποια τάξη, νὰ μπορέσει νὰ λειτουργήσει εὔτακτα κάτω ἀπὸ τὴν ἀδιαφιλονίκητη ἐξουσία ἑνὸς ἡγουμένου. Αὐτὴ ἦταν ἡ πρώτη προσπάθεια τοῦ Παχωμίου νὰ ἐπιβάλει τάξη στοὺς μοναχούς. Ποιὸ ἦταν τὸ ἀποτέλεσμα αὐτῆς τῆς προσπάθειας, περιγράφεται ὡς ἑξῆς: «Ὅταν αὐτὸς εἶδε τοὺς ἀδελφοὺς νὰ συγκεντρώνονται γύρω του, καθόρισε τὸν ἑξῆς κανόνα γι’ αὐτούς: κάθε μοναχὸς θὰ ἦταν ὑπεύθυνος γιὰ τὸν ἑαυτό του καὶ θὰ ἀπασχολοῦσε τὸν ἑαυτό του μὲ ἐργασία γιὰ λογαριασμό του. Ἀλλὰ θὰ ἔχουν ἕνα κοινὸ ταμεῖο γιὰ τὶς ὑλικὲς ἀνάγκες: π.χ. γιὰ τροφή, ἢ καὶ γιὰ τὰ ἔξοδα ποὺ χρειάζονταν γιὰ τοὺς ἐπισκέπτες ποὺ ἔρχονταν νὰ τοὺς ἐπισκεφθοῦν -γιατί κι αὐτοὶ ἔτρωγαν μαζί. Οἱ μοναχοὶ ἔπρεπε νὰ ἀναθέσουν σ’ αὐτὸν τὴ διαχείριση αὐτοῦ ποὺ εἶχαν νὰ διαθέσουν, καὶ αὐτὸ νὰ τὸ ἔκαναν ἐλεύθερα καὶ ἑκούσια, ἐμπιστευόμενοι σ’ αὐτὸν νὰ φροντίζει γιὰ ὅλες τὶς ἀνάγκες τους. Ἐθεωρεῖτο ὅτι αὐτὸς ἦταν τὸ ἔμπιστο ὄργανό τους σὲ θέματα ἐργασίας καὶ ὁ κατὰ Θεὸν πατέρας τους». Ἐν τούτοις, τὸ ἀποτέλεσμα ἦταν ὀλέθριο. Οἱ μοναχοί του Παχωμίου τὸν μεταχειρίζονταν ὄχι ὡς κεφαλὴ μὲ ἀδιαμφισβήτητη ἐξουσία ἀλλὰ μᾶλλον ὡς ὑπηρέτη. «Βλέποντας τὴν ταπείνωση καὶ τὴν ἠπιότητά του, οἱ μοναχοί του φέρνονταν ἀλαζονικὰ καὶ μὲ παντελῆ ἔλλειψη ἁβροφροσύνης. Καὶ ὅσες φορὲς ἔπρεπε νὰ πάρει μιὰ ἀπόφαση γιὰ τὴν τακτοποίηση ὁρισμένων ὑποθέσεών τους, αὐτοὶ τοῦ ἀντιμιλοῦσαν κατὰ πρόσωπο καὶ τὸν προσέβαλαν, λέγοντας ὅτι δὲν θὰ τὸν ὑπάκουαν. Ἀλλὰ αὐτός, χωρὶς νὰ τοὺς φέρεται καθόλου μὲ τὸν ἴδιο τρόπο, τοὺς ἀνεχόταν μὲ ὑπομονή: ‘θα δουν’, ἔλεγε, ‘την ὑπομονή μου καὶ τὴ λύπη μου, καὶ θὰ ἐπιστρέψουν στὸν Θεό. Θὰ μετανοήσουν καὶ θὰ φοβηθοῦν τὸν Θεό’». Κι ὅμως, αὐτὴ ἡ εὐχή, αὐτὴ ἡ ἐλπίδα τοῦ Παχωμίου, ἀποδείχθηκε ἀπατηλή. Γιατί περίπου πέντε χρόνια ὁ Παχώμιος ὑπέφερε τὶς προσβολὲς καὶ τὶς ὕβρεις τους. Τελικά, ἀφοῦ προσευχήθηκε μιὰ ὁλόκληρη νύχτα, ὁ Παχώμιος ἄλλαξε τὴ στάση τοῦ ριζικά. Ἀπὸ τώρα καὶ στὸ ἑξῆς οἱ μοναχοὶ θὰ ἦταν ὑποχρεωμένοι νὰ δεχτοῦν ἕναν αὐστηρὸ κανόνα ἢ ἀλλιῶς νὰ φύγουν.
Ἡ πρώτη ἀρχὴ τοῦ καινούριου κανόνα ἦταν πειθαρχία στὴν ἐξουσία του. «Λοιπόν, ὅταν καλεῖστε στὴ σύναξη, θὰ ἔρχεστε ὅλοι καὶ δὲν θὰ κάνετε ὅ,τι κάνατε στὸ παρελθόν… Τὸ ἴδιο καὶ ὅταν καλεῖστε γιὰ φαγητό, θὰ ἔρχεστε μαζί, χωρὶς νὰ κάνετε ὅ,τι κάνατε στὸ παρελθόν. Καὶ ὅταν ἔχετε νὰ κάνετε κάποια ἐργασία ποὺ ἔχει σχέση μὲ τὶς κοινές μας ἀνάγκες, θὰ ἔρχεστε ὅλοι μαζί, καὶ δὲν θὰ ἀδιαφορεῖτε γι’ αὐτὴν ὅπως κάνατε μέχρι τώρα. Ἂν τώρα δὲν θέλετε νὰ ὑπακούσετε στὶς ὁδηγίες ποὺ σᾶς ἔδωσα, πηγαίνετε ὅπου σας ἀρέσει, γιατί τοῦ Κυρίου εἶναι ἡ γῆ καὶ ὅλα ὅσα εἶναι σ’ αὐτὴν (Ψαλμοὶ 23:1). Καὶ ἂν θέλετε νὰ πᾶτε κάπου ἄλλου, κάνετε ὅπως σᾶς ἀρέσει, γιατί, ὅσο ἀφορᾶ σὲ μένα, δὲν θὰ σᾶς δεχθῶ πιὰ ἄλλο, παρὰ μόνο ἂν συμμορφωθεῖτε μὲ ὅλες τὶς ὁδηγίες ποὺ σᾶς ἔδωσα». Ἡ ἄμεση ἀντίδραση τῶν μοναχῶν ἦταν νὰ μὴν πάρουν στὰ σοβαρὰ αὐτὴ τὴν καινούρια στάση του. Ἄρχισαν νὰ χλευάζουν καὶ νὰ κοροϊδεύουν τὸν Παχώμιο, ὁ ὁποῖος τελικὰ κατάλαβε ὅτι ἦταν ἀδύνατο νὰ προσεγγίσει αὐτοὺς τοὺς ἀπείθαρχους μοναχούς, καὶ τοὺς πέταξε ἔξω ἀπὸ τὴ μονή.
Σύμφωνα μὲ τὸ μύθο, ἕνας Ἄγγελος τοῦ Θεοῦ ἔδωσε ἕναν κανόνα στὸν Ἄγ. Παχώμιο καὶ τοῦ ἐξήγησε: «Σοῦ ἔδωσα αὐτὸν τὸν κανόνα γι’ αὐτοὺς τῶν ὁποίων ὁ νοῦς δὲν ἔχει ἀκόμα ὡριμάσει ὥστε αὐτοὶ νὰ μπορέσουν νὰ ἀποκτήσουν ἐλευθερία πνεύματος τηρώντας ἕναν γενικὸ κανόνα ζωῆς μὲ φόβο ἐνώπιόν του Κυρίου, ἔστω κι ἂν αὐτοὶ εἶναι δύστροποι δοῦλοι». Τὸ ἰδεῶδες παρέμεινε τὸ ἴδιο μὲ ἐκεῖνο τῶν ἀναχωρητῶν -ἐλευθερία τοῦ πνεύματος ἀλλὰ ἡ ὁδὸς πρὸς ἐπίτευξη αὐτοῦ του ἰδεώδους εἶχε ἀλλάξει. Ὁ Παλλάδιος, ἕνας Γαλάτης μοναχός, γράφει γιὰ τὴν ἀνταλλαγὴ ἀπόψεων πάνω στὸν κανόνα μεταξύ του ἀγγέλου καὶ τοῦ Παχωμίου:
«Καὶ ὁ Ἄγγελος τοῦ ἔδωσε ἕνα βιβλίο μέσα στὸ ὁποῖο τὰ ἑξῆς γραφόταν:
1) Κάθε ἄνθρωπος νὰ τρώει καὶ νὰ πίνει ὅποτε θέλει, καὶ ἀνάλογα πρὸς τὴ δύναμη αὐτῶν ποὺ τρῶνε καὶ πίνουν νὰ ἐπιβάλλεις ἐργασία. Καὶ νὰ μὴν τοὺς συγκρατεῖς οὔτε ἀπὸ τὸ φαγητὸ οὔτε ἀπὸ τὴ νηστεία. Ἐπιπλέον, σ’ αὐτοὺς ποὺ εἶναι δυνατοὶ νὰ ἀναθέτεις δύσκολες δουλειὲς’ καὶ σ’ αὐτοὺς ποὺ εἶναι μικρότερης ἀντοχῆς καὶ σ’ αὐτοὺς ποὺ νηστεύουν νὰ ἀναθέτεις ἐλαφρὲς δουλειὲς
2) Καὶ νὰ κάνεις γι’ αὐτοὺς ἕνα κελί, καὶ αὐτοὶ νὰ μένουν μαζὶ τρεῖς τρεῖς·
3) Καὶ αὐτοὶ θὰ τρῶνε ὅλοι μαζὶ σ’ ἕνα μέρος·
4) Καὶ δὲν θὰ κοιμοῦνται ξαπλώνοντας κάτω, ἀλλὰ θὰ κάνεις γι’ αὐτοὺς καθίσματα ὥστε ὅταν κάθονται κάτω νὰ μποροῦν νὰ στηρίζουν τὸ κεφάλι τους·
5) Τὴ νύχτα νὰ φοροῦν ἐνδύματα χωρὶς μανίκια, καὶ ἡ μέση τους νὰ εἶναι ζωσμένη, καὶ νὰ φοροῦν σκοῦφο· καὶ θὰ μετέχουν στὴ Θεία Εὐχαριστία τὸ Σάββατο καὶ τὴν Πρώτη ἡμέρα τῆς Ἑβδομάδος, φορώντας σκοῦφο χωρὶς κανένα χνούδι ἐπάνω του, καὶ κάθε σκοῦφος νὰ ἔχει στὸ μπροστινὸ μέρος τοῦ ἕνα σταυρὸ φτιαγμένο μὲ πορφύρα·
6) Καὶ θὰ τοποθετήσεις τοὺς μοναχούς, σὲ εἴκοσι τέσσερες διαβαθμίσεις, καὶ σὲ κάθε διαβάθμιση θὰ δώσεις ἕνα γράμμα τῆς ἑλληνικῆς ἀλφαβήτου … Σὲ κάθε διαβάθμιση ἕνα γράμμα».
«Καὶ ὁ Ἄγγελος ἔδωσε τὴν ἐντολὴ ‘ἕνας μοναχὸς ποὺ ἦταν ξένος καὶ εἶχε διαφορετικὴ ἐνδυμασία ἀπὸ τὴ δική τους νὰ μὴν καθίσει μαζί τους στὸ τραπέζι· ὁ ἄνθρωπος ποὺ ζήτησε νὰ γίνει δεκτὸς ὡς μοναχὸς σ’ ἐκεῖνο τὸ μοναστήρι ἦταν ὑποχρεωμένος νὰ δουλεύει ἐκεῖ γιὰ τρία χρόνια, μετὰ τὰ ὁποῖα μποροῦσε νὰ δεχθεῖ τὴν κουρά. Ὅταν οἱ μοναχοὶ ἔτρωγαν μαζὶ ἔπρεπε νὰ καλύπτουν τὰ πρόσωπά τους μὲ τὰ καλύμματα τῆς κεφαλῆς τους, ὥστε νὰ μὴν μπορεῖ ὁ ἕνας νὰ δεῖ τὸν ἄλλον νὰ τρώγει, καὶ δὲν ἔπρεπε νὰ κουβεντιάζουν μεταξύ τους στὸ τραπέζι, καὶ δὲν ἔπρεπε νὰ ἀτενίζουν ὁλόγυρα ἢ ἀπὸ τὴ μιὰ πλευρὰ στὴν ἄλλη’. Καὶ ὁ Ἄγγελος ἔδωσε τὴν ἐντολὴ νὰ ἐπαναλαμβάνουν κάθε μέρα δώδεκα τμήματα ἀπὸ τὸ Ψαλτήρι, καὶ κάθε βράδι δώδεκα τμήματα ἀπὸ τὸ Ψαλτήρι, καὶ κάθε νύχτα δώδεκα τμήματα ἀπὸ τὸ Ψαλτήρι, καὶ ὅταν ἔρχονταν γιὰ νὰ φανὲ νὰ ἐπαναλαμβάνουν τὸν Μεγάλο Ψαλμό. Καὶ ὁ μακάριος Παχώμιος εἶπε στὸν Ἄγγελο, ‘Τα τμήματα τοῦ Ψαλτηρίου ποὺ μᾶς ὅρισες νὰ ἐπαναλαμβάνουμε εἶναι πολὺ λίγα’. Καὶ ὁ Ἄγγελος τοῦ εἶπε, ‘Τα τμήματα τοῦ Ψαλτηρίου ποὺ σᾶς ὅρισα εἶναι πράγματι λίγα, ὥστε ἀκόμα καὶ οἱ ἀδύνατοι μοναχοὶ νὰ μποροῦν νὰ τηρήσουν τοὺς κανόνες, καὶ νὰ μὴν ὑποφέρουν ἀπὸ αὐτό. Γιατί γιὰ τοὺς τελείους δὲν ὑπάρχει νόμος ἐπειδὴ ὁ νοῦς τοὺς εἶναι ὅλες τὶς ἐποχὲς ἀπασχολημένος μὲ τὸν Θεό, ἀλλὰ αὐτὸς ὁ νόμος, ποὺ ὅρισα γι’ αὐτοὺς ποὺ δὲν ἔχουν τέλειο νοῦ, ὁρίζεται γι’ αὐτούς, ὥστε, καὶ ἂν τηροῦν μόνο αὐτὰ ποὺ ὁρίζονται ἀπὸ τοὺς κανόνες, νὰ μποροῦν νὰ ἀποκτοῦν παρρησία’. Τώρα πάρα πολλὲς μοναχὲς ἐφαρμόζουν πιστὰ αὐτὸν τὸ νόμο καὶ τὸν κανόνα».
Ὅταν ἔδιωξε τοὺς ἀπείθαρχους μοναχούς, ὁ Ἄγ. Παχώμιος δὲν χρειάστηκε νὰ περιμένει πολὺ πρὶν ἔλθουν ἄλλοι, ἄλλοι ποὺ ἦταν πρόθυμοι νὰ ὑπακούσουν καὶ νὰ πειθαρχήσουν. «Ἀπὸ μιὰ προνοιακὴ διάθεση τοῦ Θεοῦ παρακινούμενοι, ἦλθαν στὸν Παχώμιο τρεῖς ἄνθρωποι … οἱ ὁποῖοι τοῦ εἶπαν τὴν ἐπιθυμία τους νὰ γίνουν μοναχοί της συντροφιᾶς του καὶ νὰ ὑπηρετήσουν τὸ Χριστό. Τοὺς ρώτησε ἂν ἤσαν ἱκανοὶ νὰ χωριστοῦν ἀπὸ τοὺς γονεῖς τους καὶ νὰ ἀκολουθήσουν τὸ Σωτήρα, καὶ ὕστερά τους ἐξήτασε. Ἀφοῦ πῆρε ἱκανοποιητικὲς ἀπαντήσεις καὶ βεβαιώθηκε ὅτι οἱ διαθέσεις τοὺς ἦταν καλές, τοὺς ἐξεδήλωσε αἰσθήματα χαρᾶς καὶ ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Ὅσο γι’ αὐτούς, ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ μπῆκαν μέσα στὴν ἁγία συνάθροιση ἀφιερώθηκαν σὲ μεγάλες ἀσκήσεις καὶ πολλὰ εἴδη ἀσκήσεως». Ὁ ἀριθμὸς αὐτῶν ποὺ ἐνδιαφέρθηκαν νὰ γίνουν μοναχοὶ μεγάλωνε. Ὁ Παχώμιος ἔχτισε μιὰ Ἐκκλησία ὅταν ὁ ἀριθμὸς τοὺς ἔφθασε τοὺς ἑκατό. Ἀλλὰ αὐτοὶ πήγαιναν στὴν τοπικὴ Ἐκκλησία στὸ χωριὸ γιὰ τὴν εὐχαριστιακὴ Λειτουργία. Ὁ Παχώμιος πίστευε σὲ μιὰ λαϊκὴ ἰδέα τοῦ μοναχισμοῦ, κάτι ποὺ πολὺ συχνὰ ἐκφράζεται στὰ ἀποφθέγματα τῶν Πατέρων.
Ἡ αἰτία γι’ αὐτὸ ἦταν ὁ φόβος τῆς ζηλοτυπίας καὶ τῆς ματαιοδοξίας γιὰ μοναχοὺς ποὺ ἔγιναν ἱερεῖς. Ἀκόμα καὶ ὅταν ἐπικράτησε νὰ τελοῦν τὴν εὐχαριστιακὴ Λειτουργία στὸ μοναστήρι, αὐτὴ γινόταν ἀπὸ τοὺς κληρικοὺς τοῦ χωριοῦ. Ἂν ἔρχονταν στὸν Παχώμιο ἱερεῖς γιὰ νὰ γίνουν μοναχοί, αὐτὸς τοὺς δεχόταν μόνο ὅταν δέχονταν τὴν ἴδια ἀκριβῶς ζωὴ ὅπως καὶ οἱ ἄλλοι μοναχοί.
Μιὰ κοινότητα μαθητῶν συγκεντρώθηκε σιγὰ – σιγὰ γύρω ἀπὸ τὸν Ἄγ. Παχώμιο στὴν Ταβεννησία καὶ ὕστερα στὴ Pebou τῆς Θηβαΐδος. Τοὺς ὀργάνωσε πάνω σε ἀρχὲς αὐστηρῆς πειθαρχίας ὁ μοναστικός του κανόνας, ὁ πρῶτος μοναστικὸς κανόνας ποὺ γνωρίζουμε, ἀποτελεῖτο ἀπὸ 194 ἄρθρα. Κανένας δὲν μποροῦσε νὰ γίνει δεκτὸς ἂν δὲν ἤξερε νὰ διαβάζει – γι’ αὐτὸ ἕνας «δόκιμος» ἦταν ὑποχρεωμένος νὰ μάθει νὰ διαβάζει καὶ νὰ γράφει πρὶν νὰ γίνει δεκτός. Ὁ βασικὸς κανόνας τῆς κοινότητας εἶναι ἀκριβῶς αὐτὴ ἡ αὐστηρή, πιστὴ προσήλωση στοὺς καθιερωμένους κανόνες, ποὺ ἀναφέρονται ἀκόμα καὶ στὶς πιὸ μικρὲς λεπτομέρειες τῆς καθημερινῆς ζωῆς. Μὲ ἄλλα λόγια, ὑπάρχει μιὰ πλήρης ἐγκατάλειψη τῆς βουλήσεως ἢ τῆς ἐλευθερίας. Ἀντὶ μιᾶς δημιουργικῆς αὐτοσχεδίασης τῆς ἐρημητικῆς ζωῆς, ἐδῶ πραγματοποιεῖται ἕνα ἰδεῶδες μιᾶς ρυθμισμένης ζωῆς ποὺ προστατεύεται ἀπὸ τὴν αὐστηρὴ καθοδήγηση ἑνὸς ἐξαίρετου ἡγουμένου. Ὅλοι οἱ ἀδελφοὶ συγκεντρώνονταν μαζὶ γιὰ νὰ προσευχηθοῦν. Στὸν καθένα δινόταν νὰ κάνει χειρονακτικὴ ἐργασία αὐτὴ ἦταν αὐστηρῶς καθορισμένα ἔργα, σχετικὰ μὲ τὴ γεωργία, τὴν κατασκευὴ λέμβων, τὴν κατασκευὴ καλαθιῶν, τὴν ὕφανση. Σὲ κανέναν δὲν ἐπιτρεπόταν νὰ ἀλλάξει μόνος του αὐτὰ τὰ ἔργα ἢ νὰ τὰ αὐξήσει. Αὐτὴ ἡ ζωὴ ἦταν μιὰ ἀληθινὰ κοινὴ ζωὴ καὶ ἕνας ἀληθινὰ κοινὸς ἀγώνας, ποὺ εἶχε αὐστηρὴ κοινωνικότητα καὶ ἀμοιβαία προσοχὴ καὶ ἀμοιβαία ἐνδιαφέροντα, καὶ ὅπου τίποτα δὲν ἀφηνόταν σφραγισμένο (κρυφό). Τὸ ὅτι ἡ ἄσκηση ἦταν αὐστηρὴ ἐπιβεβαιώνεται ἀπὸ τὸν Ἄγ. Ἰωάννη τὸν Κασσιανὸ στὸ βιβλίο τοῦ «θεσμοὶ τοῦ Κοινοβίου». Ὁ κύριος σκοπὸς τοῦ ἔργου τοῦ Ἰωάννη τοῦ Κασσιανοῦ ἦταν νὰ ἐξηγήσει τὸ μοναχισμὸ καὶ τὶς ἀρχές του στὴ Λατινικὴ Δύση. Αὐτὸς γράφει (4,1) ὅτι τὸ μοναστήρι στὴν Ταβεννησία «εἶναι αὐστηρότερο στὴν ἀκαμψία τοῦ συστήματός του ἀπὸ ὅλα τα ἀλλά», ὅτι «ἡ πειθαρχία μὲ τὴν ὁποία ὅλοι οἱ μοναχοὶ ὑποτάσσονταν ὅλες τὶς ὧρες στὸν ἕνα Πρεσβύτερο εἶναι ὅ,τι κανένας μας δὲν θὰ ἔδειχνε στὸν ἄλλο ἔστω καὶ γιὰ λίγη ὥρα, ἢ δὲν θὰ ἀπαιτοῦσε ἀπὸ αὐτόν». Ἀλλοῦ (4,30) γράφει ὅτι «τὸ κοινόβιο τῆς Ταβεννησίας εἶναι τὸ πιὸ αὐστηρὸ ἀπὸ ὅλα».
Ὅταν μεγάλωσε τὸ μοναστήρι στὴν Ταβεννησία, ὁ Ἄγ. Παχώμιος δημιούργησε γρήγορα ἕνα δεύτερό του ἴδιου εἴδους στὸ Pebou, ἕνα ἐγκαταλελειμμένο χωριὸ κοντὰ στὴν Ταβεννησία. Ἡ ἀδελφή του Μαρία, τοῦ ζήτησε νὰ ἱδρύσει καὶ νὰ ὀργανώσει ἕνα μοναστήρι γιὰ μοναχὲς ἐκεῖ κοντά. Ὁ Ἄγ. Παχώμιος δὲν δέχτηκε ποτὲ τὴν ἀδελφή του νὰ παρουσιαστεῖ μπροστά του. Συμφώνησε, φυσικά, στὸ αἴτημά της. «Καὶ ὑπῆρχαν ἐκεῖ πολλὲς γυναῖκες ποὺ ἦταν μοναχές, καὶ οἱ ὁποῖες τηροῦσαν πιστὰ αὐτὸν τὸν κανόνα ζωῆς, καὶ αὐτὲς ἦλθαν ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρὰ τοῦ πόταμου καὶ πέρα ἀπὸ αὐτόν, καὶ ὑπῆρχαν ἐπίσης γυναῖκες παντρεμένες ποὺ ἦλθαν ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρὰ τοῦ πόταμου ἀπὸ λίγη ἀπόσταση. Καὶ ὅταν κάποια πέθαινε, οἱ ἄλλες γυναῖκες τὴν ἔφερναν καὶ τὴν ἔθεταν κάτω πάνω στὴν κοίτη τοῦ ποταμοῦ καὶ ἔφευγαν. Τότε ὁρισμένοι ἀδελφοὶ διέσχιζαν τὸν ποταμὸ μὲ μιὰ βάρκα καὶ τὴν ἔφερναν ἀπὸ τὴν ἄλλη ὄχθη ψάλλοντας Ψαλμοὺς καὶ μὲ ἀναμμένες λαμπάδες καὶ μὲ μεγάλη ἐπισημότητα καὶ τιμή, καὶ τὴν ἀπέθεταν στὸ κοιμητήριό τους. Χωρὶς πρεσβύτερο ἢ διάκονο δὲν μποροῦσε κανένας νὰ πάει σὲ ἐκεῖνο τὸ γυναικεῖο μοναστήρι, καὶ τότε μόνο ἀπὸ Κυριακὴ σὲ Κυριακή».
Ὕστερα ἀκολούθησαν ἄλλα καινούρια μοναστήρια. Ὅταν πέθανε τὸ 346, ὁ Ἄγ. Παχώμιος εἶχε ἱδρύσει ἐννέα ἀνδρικὰ μοναστήρια καὶ δύο γυναικεῖα. Οἱ ἀριθμοὶ ποὺ δίνει ὁ Παλλάδιος μπορεῖ νὰ μὴν εἶναι ἐξογκωμένοι, γιατί τὰ μοναστήρια τοῦ Παχωμίου ἀριθμοῦσαν τοὺς μοναχούς τους σὲ δεκάδες χιλιάδων. «Καὶ ζοῦσαν σὲ ἐκεῖνο τὸ ὅρος περίπου ἑφτὰ χιλιάδες ἀδελφοί, καὶ στὸ μοναστήρι ὅπου ζοῦσε ὁ ἴδιος ὁ μακάριος Παχώμιος ζοῦσαν χίλιοι τριακόσιοι ἀδελφοὶ καὶ κοντὰ σ’ αὐτὰ ὑπῆρχαν ἐπίσης ἄλλα μοναστήρια, ποὺ καθένα τοὺς εἶχε περίπου τριακόσιους, ἡ διακόσιους, ἡ ἑκατὸ μοναχούς, ποὺ ζοῦσαν μαζί. Καὶ ὅλοι ἐργάζονταν μὲ τὰ χέρια τους καὶ ζοῦσαν ἀπὸ αὐτό. Καὶ ὅ,τι εἶχαν ποὺ ἦταν περιττὸ γι’ αὐτοὺς τὸ ἔδιναν στὰ γυναικεῖα μοναστήρια ποὺ ἦταν ἐκεῖ. Κάθε μέρα αὐτοὶ τῶν ὁποίων ἦταν ἡ ἑβδομάδα ὑπηρεσίας σηκώνονταν καὶ πήγαιναν στὴν ἐργασία τους· καὶ ἄλλοι μαγείρευαν, καὶ ἄλλοι ἔστρωναν τὰ τραπέζια καὶ ἔβαζαν ἐπάνω τους ψωμί, καὶ τυρί, καὶ δοχεῖα μὲ ξύδι καὶ νερό. Καὶ ὑπῆρχαν μερικοὶ μοναχοὶ ποὺ πήγαιναν νὰ φᾶνε τὴν τρίτη ὥρα τῆς ἡμέρας, καὶ ἄλλοι τὴν ἕκτη ὥρα, καὶ ἄλλοι τὴν ἐνάτη, καὶ ἄλλοι τὸ βράδυ, καὶ ἄλλοι ποὺ ἔτρωγαν μόνο μιὰ φορὰ τὴν ἡμέρα, καὶ ὑπῆρχαν ἄλλοι ποὺ ἔτρωγαν μόνο μιὰ φορὰ τὴν ἑβδομάδα… Μερικοὶ ἐργάζονταν στὸ περιβόλι, μερικοὶ στοὺς κήπους, μερικοὶ στὸ σιδηρουργεῖο, μερικοὶ στὸ ἀρτοποιεῖο, μερικοὶ στὸ ξυλουργεῖο, μερικοὶ στὸ γναφεῖο (πλυντήριο ὑφασμάτων), καὶ μερικοὶ ἔπλεκαν καλάθια καὶ ψάθες μὲ φύλλα φοινίκων, καὶ ἕνας ἦταν κατασκευαστὴς διχτύων, καὶ ἕνας ἦταν κατασκευαστὴς σανδάλων, καὶ ἕνας ἦταν γραφέας. Τώρα ὅλοι αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι καθὼς ἔκαναν τὸ ἔργο τοὺς ἐπαναλάμβαναν τοὺς Ψαλμοὺς καὶ τὶς Γραφὲς σύμφωνα μὲ τοὺς κανόνες». Μὲ τὴν αὔξηση τῶν ἀριθμῶν, ὁπωσδήποτε, αὐξήθηκε καὶ ἡ πειθαρχία.
Ὑπάρχουν ἕξι τουλάχιστον βιογραφίες τοῦ Ἄγ. Παχωμίου ποὺ διασώθηκαν -ἐπέζησαν στὴν Βοχαϊρικὴ Κοπτική, στὴ Σαχιδική, στὴν Ἀραβική, στὴν Συριακή, στὴν Ἑλληνικὴ καὶ στὴν Λατινικὴ γλώσσα. Ὁ Ἄγ. Ἱερώνυμος μετέφρασε τὸν Κανόνα τοῦ Παχωμίου στὰ Λατινικά το 404 δική του εἶναι ἡ μόνη Λατινικὴ μετάφραση ποὺ διασώθηκε. Ἡ ἐπίδραση τοῦ Παχωμιανοῦ μοναχισμοῦ αὐξήθηκε στὴ Λατινικὴ Δύση ὡς ἀποτέλεσμα τῆς μεταφράσεως τοῦ Κανόνος. Τὸ ἔργο Regula Orientalis -ποὺ εἶναι γνωστὸ καὶ ὡς Regula Vigilii ποὺ γράφτηκε στὴ Γαλατία περὶ τὸ 420 ἔχει δανειστεῖ πάρα πολλὰ ἀπὸ τὸν Κανόνα τοῦ Παχωμίου. Τὸ ἔργο Regula Tarnatensis, ποὺ συντάχθηκε τὸν ἕκτο ἡ ἕβδομο αἰώνα, στηρίζεται ἐπίσης πάρα πολὺ στὸν Κανόνα τοῦ Παχωμίου. Ὁ Κανόνας του Aγ. Βενεδίκτου (περὶ τὸ 540) καὶ ὁ Κανόνας τοῦ Καισαρίου Ἀρελάτης (περὶ τὸ 512-550) δὲν στηρίζονται τόσο πάνω στὸν Κανόνα τὸν Παχωμίου, ἂν καὶ εἶναι ὁλοφάνερη μιὰ ἐπίδραση. Ὁ Ἄγ. Βενέδικτος ὁ ἐν Aniane (πέθανε τὸ 821) περιλαμβάνει τὴ Λατινικὴ μετάφραση τοῦ Κανόνα τοῦ Ἄγ. Παχωμίου στὴ συλλογὴ ποὺ ἔκανε τῶν κανόνων Codex Regularum monasticarum καὶ ἀναφέρεται σ’ αὐτὸν πολὺ συχνὰ στὸ ἔργο τοῦ Concordia regularum.
Μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου, ἡ θετική, ἀνώτερη ἀξία μιᾶς κοινῆς ζωῆς, μιᾶς κοινῆς συμμετοχῆς στὴ ζωὴ καὶ τὸν ἀγώνα, καταδείχθηκε καὶ ἀναγνωρίστηκε. Ἔχει διατυπωθεῖ ἡ γνώμη ὅτι ὁ Ἄγ. Παχώμιος ἦταν ὁ πρῶτος ποὺ εἶπε ὅτι ἡ κοινοβιακὴ μοναστικὴ ζωὴ ἦταν ἀνώτερη ἀπὸ τὸν ἀναχωρητικὸ βίο, γιατί ἀκριβῶς «ἡ κοινὴ ζωὴ» ἐπέτρεπε μὲ τὴν ἴδια τὴ δομὴ τῆς μιὰ ὑπηρεσία στοὺς ἀνθρώπους. Ὁ Κανόνας τοῦ ἁγίου Παχωμίου δὲν περιέχει τίποτε πάνω σ’ αὐτὸ τὸ θέμα. Αὐτό, ὅμως, δὲν ἀποκλείει ὅτι ὁ Ἄγ. Παχώμιος δίδαξε μιὰ τέτοια ἰδέα.
τοῦ Γεωργίου Φλωρόφσκυ
Ἐπίτιμου καθηγητοῦ τῆς Ἱστορίας τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας τοῦ Πανεπιστημίου του Harvard
Πηγή: Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ βιβλίο: “Οἱ Βυζαντινοὶ Ἀσκητικοὶ καὶ Πνευματικοὶ Πατέρες”. (Μετάφραση Παναγιώτη Κ. Πάλλη. Ἐκδόσεις Πουρναρά. Θεσσαλονίκη 1992, σέλ. 190-202).
(Τίτλος πρωτοτυπου: The Byzantine Ascetic and Spiritual Fathers. © BUCHERVERTRIEBSANSTALT. © 1992 Γιὰ τὴν ἑλληνικὴ γλώσσα Πουρναρᾶς Παναγιώτης Καστριτσίου 12 Θεσσαλονίκη ISBN: 960-242-031-6).