Ὁ Ἅγιος Νικόλαος ὁ Νεος γεννήθηκε στὰ μέρη τῆς Ἀνατολῆς ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς καὶ ἐνάρετους. Ὅταν ἐνηλικιώθηκε κατατάχθηκε στὸν Αὐτοκρατορικὸ Στρατό, μὲ τὸ ἀξίωμα τοῦ Δούκα…
γυμνάζοντας τοὺς στρατιῶτες του, στὸ νὰ εἶναι γενναῖοι καὶ ἀτρόμητοι πολεμιστές, κυρίως ὅμως τοὺς νουθετοῦσε καὶ τοὺς δίδασκε νὰ πιστεύουν στὸν Θεό, νὰ προσεύχονται, νὰ μὴν ἀδικοῦν ποτὲ κανέναν καὶ νὰ ζητοῦν ἀπὸ τὸν Χριστὸ νὰ τοὺς δίνει δύναμη γιὰ νὰ πολεμοῦν τοὺς ἐχθρούς.
Δὲν ἦταν ὅμως μόνο οἱ ἐξωτερικοὶ ἐχθροὶ ποὺ ἔπρεπε νὰ ἀντιμετωπίσουν, ἀλλὰ καὶ οἱ διάφορες ἐξεγέρσεις ποὺ συνέβαιναν στὸ ἐσωτερικό της Αὐτοκρατορίας. Σὲ μία τέτοια ἐξέγερση ἐστάλη ὀ Νικόλαος, ἀπὸ τὸν Αὐτοκράτορα Λέοντα τὸν Ἴσαυρο τὸν Εἰκονομάχο, γιὰ νὰ ἐπιβληθεῖ στοὺς ἐξεγερθέντες καὶ νὰ ἐπαναφέρει τὴν εἰρήνη καὶ τὴν εὐστάθεια.
Στὴν ἐπιχείρηση αὐτὴ εἶδε νὰ χύνεται ἄδικα ἀνθρώπινο αἷμα καὶ νὰ χάνονται ψυχές. Φοβούμενος μήπως κι ἐκεῖνος χάσει τὴν ζωή του μὰ κυρίως τὴν ψυχή του, συνοδευόμενος ἀπὸ δώδεκα στρατιῶτες του, ἀποσύρθηκαν στὰ Βούνενα τῆς Θεσσαλίας ὅπου κατοικοῦσαν ἀρκετοὶ ἀσκητὲς κοντὰ στοὺς ὁποίους ἔζησαν ἀσκητικὰ μὲ νηστεῖες, ἀγρυπνίες καὶ ἀδιάλειπτη προσευχή.
Κοντὰ σ’ αὐτὲς τὶς ἀσκητικὲς ψυχὲς ἔμεινε ὁ μακάριος Νικόλαος καὶ πλάι τους ἔζησε μιμούμενος καὶ συναγωνιζόμενος μαζί τους σὲ ἀρετή, στὴν κατὰ Θεὸν ἀρετή. Καὶ ἐκεῖνοι βλέποντας τὴν προθυμία καὶ τὴν κοπιαστικὴ ἄσκησή του μὲ νηστεία προσευχὲς καὶ ἀγρυπνία ὁλονύχτια, τὸν ἀγαποῦσαν ἐν Χριστῷ.
Ἕνας ἐπὶ πλέον λόγος γιὰ τὸν ὁποῖο ὁ Ἅγιος ἀναχώρησε ἀπὸ τὸ Στράτευμα ἦταν καὶ ἡ διαφοροποίησή του ἀπὸ τὸν Αὐτοκράτορα Λέοντα τὸν Ἴσαυρο σχετικὰ μὲ τὴν Προσκύνηση τῶν Ἁγίων Εἰκόνων, τὶς ὁποῖες ὁ Αὐτοκράτορας δὲν τιμοῦσε.
Προετοιμασία γιὰ τὸ μαρτύριο
Ὁ Σατανᾶς, ποὺ εἶναι μισόκαλος καὶ χαιρέκακος ὑπέφερε ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἁγιασμένη ἀσκητικὴ ζωὴ τῆς μοναχικῆς ζωῆς στὰ Βούνενα. Καὶ ἤθελε νὰ καταστρέψει αὐτὸ τὸ ὁρμητήριο ποὺ τὸν πολεμοῦσε. Ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρὰ ὁ Θεὸς εἶχε ἐπιστρέψει ν’ ἀναδειχθοῦν στὸν τόπο ἐκεῖνο Μάρτυρές Του ἔτσι ποὺ νὰ συντριβεῖ τὸ σχέδιο τοῦ Διαβόλου καὶ νὰ λάμψει ἡ Πίστη τῶν Ἁγίων.
Ἔτσι, λοιπόν, Ἄβαροι (ἢ Τοῦρκοι) ποὺ λεηλατοῦσαν διάφορα μέρη τῆς Δύσης, ἀφοῦ καταπάτησαν φρούρια καὶ χῶρες καὶ αἰχμαλώτισαν πολλούς, ἔφτασαν στὴ Λάρισα.
Ὅταν γινόντανε ὁ ἄγριος αὐτὸς διωγμὸς ὁ μακάριος Νικολαος ασκητευε μὲ ἄλλους συντρόφους του σὲ σκήτη στὰ Βούνενα. Τὰ ὀνόματα τῶν συνασκητῶν τοῦ ἤτανε τοῦτα: Γρηγόριος, Ἁρμόδιος, Ἰωάννης, Δημήτριος, Μιχαήλ, Ἀκίνδυνος, Θεόδωρος, Παγκράτιος, Χριστόφορος, Παντελέων, Αἰμιλιανὸς καὶ Νανούδιος.
Κάποια, λοιπόν, νύχτα καθὼς οἱ ἀσκητὲς αὐτοὶ προσεύχονταν, τοὺς παρουσιάστηκε ἄγγελος Κυρίου καὶ τοὺς λέγει:
– Ἑτοιμαστεῖτε ψυχικὰ ὥστε νὰ κρατηθεῖτε στέρεοι στὴν πίστη, γιατί σὲ λίγες μέρες πρόκειται νὰ ἀντιμετωπίσετε διώξεις καὶ μαρτύρια. Ἑτοιμαστεῖτε ὥστε ν’ ἀντέξετε καὶ νὰ ἀξιωθεῖτε νὰ λάβετε τὰ βραβεῖα, τὰ στεφάνια τῆς ἀθλήσεως, νὰ γίνετε εὐτυχεῖς κληρονόμοι τῆς οὐράνιας Βασιλείας.
Καὶ ἀφοῦ εἶπε αὐτὰ ὁ ἄγγελος ἐξαφανίστηκε.
Ἐκεῖνοι, ὅμως, μετὰ τὸ χαρμόσυνο ἄγγελμα, ἐπιδόθηκαν σὲ περισσότερο ἀσκητικὸ ἀγώνα, σὲ νηστεῖες καὶ προσευχές. Φτάσανε οἱ διῶκτες καὶ σὰν αἱμοβόρα θηρία ἐπέπεσαν κατὰ τῶν ἀσκητῶν καὶ τοὺς χτυποῦσαν ὀργισμένα, χωρὶς ἴχνος εὐσπλαγχνίας, χρησιμοποιοῦσαν φοβερὰ φονικὰ ὄργανα, ράβδους, μηχανὲς ποὺ στρέβλωναν τὰ μέλη τοῦ σώματός τους καὶ ἄλλα κολαστήρια. Οἱ γενναῖοι ἐκεῖνοι ἀσκητὲς ὑπέμειναν μὲ ἀνδρεία καὶ γενναιότητα τὰ βασανιστήρια. Δὲν λυποψύχησαν. Ἔμειναν ἀμετακίνητοι στὴν Πίστη καὶ ἐπισφράγισαν τὴν ἀγάπη τους γιὰ τὸ Χριστὸ μὲ τὸ αἷμα τῆς θυσίας τους, γιατί τελικὰ οἱ βάρβαροί τους ἀποκεφάλισαν.
Ἐπιχειροῦν νὰ ἀλλαξοπιστήσουν τὸν Νικόλαο
Τὸν ἅγιο Νικόλαο δὲν τὸν πείραξαν διόλου, θαύμαζαν ἴσως τὸ παράστημά του, καὶ βλέποντας πὼς ἔχουν νὰ κάνουν μὲ μιὰ ξεχωριστὴ περίπτωση νέου μὲ φρόνηση καὶ ἀνδρεία.
Ἐπιδίωξη τοὺς ἤτανε νὰ τὸν κερδίσουν μὲ μέσα διπλωματικά. Ἀρχίσανε, λοιπόν, μὲ ραδιουργίες καὶ κολακεῖες. Πιστεύανε οἱ ἄφρονες πὼς θὰ μποροῦσαν ἔτσι νὰ τὸν κάνουνε ἀρνητὴ τοῦ Χριστοῦ. Ἀλλὰ ὅλες οἱ μιαρὲς προσπάθειές τους ἀπέτυχαν.
Ὁ ἅγιος ἔμενε ἀπαρασάλευτος στὴν Πίστη καὶ τοὺς ἔλεγε, γενναιόφρονα:
– Ἐγὼ δὲν εἶμαι μωρὸ παιδὶ νὰ γελαστῶ. Ἄδικα ἐλπίζετε ὅτι θὰ ἀρνηθῶ τὸν Ἀληθινὸ Θεό, τὸν πλάστη καὶ εὐεργέτη μου, γιὰ νὰ γίνω προσκυνητὴς εἰδώλων. Πρέπει νὰ ξέρετε ὅτι καθὼς ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ἤμουνα εὐσεβὴς Χριστιανός, Ὀρθόδοξος, ἔτσι καὶ θὰ μείνω ἀταλάντευτος, μέχρις ὅτου παραδώσω τὴν ψυχή μου στὰ ἄχραντα χέρια τοῦ Κυρίου ἠμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Καὶ ἐὰν ὁ ἐχθρός του Χριστοῦ μὲ πιέσει μὲ μέσα τυραννικὰ νὰ Τὸν ἀρνηθῶ καὶ ν’ ἀλλαξοπιστήσω, σᾶς βεβαιώνω ὅτι μὲ τὴν χάρη Του θὰ νικήσω γιατί ἔχω μεγάλη φλόγα μέσα μου, γιὰ τὴν ἀγάπη Του, καὶ εἶμαι πρόθυμος νὰ χύσω καὶ αὐτὸ τὸ αἷμα μου. Καταφρονῶ δὲ τοὺς δικούς σας θεοὺς ποὺ εἶναι ὕλη φθαρτή, ἄψυχες πέτρες καὶ ξύλα…
Στὸ ἄκουσμα αὐτῶν τῶν λόγων ἀφηνίασαν ἀπὸ ὀργὴ οἱ βάρβαροι καὶ ἄρχισαν νὰ χτυποῦν τὸν ἅγιο μὲ Ἀσυγκράτητη βαναυσότητα. Ἔπειτα πάλι ἄλλαξαν τακτική. Τοῦ μίλαγαν κολακευτικά.
Προσπαθοῦσαν νὰ τοῦ ἀνάψουν τὸν πόθο γιὰ τὴν ζωὴ καὶ νὰ τοῦ κλονίσουν τὴν Πίστη.
Σκληρὰ βασανιστήρια
Ὅταν καταλάβανε πλέον ὅτι δὲν μποροῦν νὰ τὸν μετακινήσουν ἀπὸ τὴν βαθιὰ ἑδραιωμένη πίστη του, ἀποφασίσανε νὰ τὸν θανατώσουν μὲ σκληρὰ βασανιστήρια. Στὴν ἀρχὴ ξέσπασε ἡ ὀργὴ τοὺς ἐπάνω του μὲ ἄγριο, ἀνελέητο ξυλοδαρμό. Δυὸ καὶ τρεῖς φορὲς ἀλλάξανε τοὺς ραβδούχους ποὺ τὸν μαστιγώνανε. Τὸ σῶμα τοῦ Μάρτυρα εἶχε γεμίσει πληγὲς καὶ τὸ αἷμα ἔτρεχε. Ἐκεῖνος δὲ γενναιόφρονα ὑπέμενε καὶ προσευχόταν λέγοντας: – «Ὑπομένων ὑπέμεινα τὸν Κύριον».
Στὴ συνέχεια τὸν δέσανε ὄρθιο σ’ ἕνα δένδρο καὶ τὸν σημαιδεύσανε μὲ τόξα. Ἔπειτα, ἀφοῦ πήρανε τὸ δικό του κοντάρι, τὸν τρυποῦσαν μὲ τὸ μυτερό του σημεῖο. Καὶ συγχρόνως μὲ τὰ βασανιστήρια αὐτά, στὶς Ἀβάσταχτες στιγμὲς τοῦ πόνου τὸν προέτρεπαν ν’ Ἀρνηθεῖ τὸν Κύριο καὶ νὰ προσκυνήσει τὰ εἴδωλα.
Ὁ γενναιόψυχος Μάρτυρας ὅμως ἔμενε Ἀλύγιστος καὶ τοὺς ἀπαντοῦσε:
– Θηριόγνωμοι, ποὺ μόνο σχῆμα ἀνθρώπου ἔχετε, γιατί μάταια καὶ μὲ Ἀφροσύνη ἐλπίζετε ὅτι μπορεῖτε νὰ μὲ χωρίσετε ἀπὸ τὴν Ἀγάπη τοῦ Κυρίου; Πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ μὲ ἀπομακρύνετε ἀπὸ Ἐκεῖνον ποὺ συνέχεια παραστέκεται βοηθός μου καὶ μοῦ ἐλαφρύνει τὸν πόνο στὰ βασανιστήρια ποῦ μου κάνετε; Μάταιος ὁ κόπος σας. Ἕνα μονάχα νὰ ξέρετε, τὰ μαρτύρια μὲ τὰ ὁποῖα μὲ βασανίζετε γίνονται στεφάνια τιμῆς καὶ ἔπαθλα νίκης.
Ἀποκεφαλίζεται
Ὕστερα ἀπὸ αὐτὴν τὴν γενναία καὶ ἀμετακίνητη στάση τοῦ Μάρτυρα, οἱ βάρβαροι ἀπελπίστηκαν. Κατάλαβαν ὅτι καμιὰ δύναμη δὲν μποροῦσε νὰ λυγίσει τὸν μακάριο Νικόλαο. Καὶ ἀποφασίσανε τελικὰ νὰ τὸν ἀποκεφαλίσουν. Τὸ μαρτυρικό του αἷμα πότισε τὴν γῆ τῆς Θεσσαλίας. Ἦταν 9 Μαΐου 720 μ.Χ.
Στὸ σημεῖο τῆς σφαγῆς ἐγκατέλειψαν οἱ Ἄβαροί το Σῶμα τοῦ Ἁγίου, ὅπου μετὰ ἀπὸ πολλὰ χρόνια το βρῆκε ἀκέραιο καὶ εὐωδιάζων κάποιος ἄρχοντας Εὐφημιανός, ὁ ὁποῖος γιατρεύθηκε ἀπὸ τὴν ἀσθένεια τῆς λέπρας ποὺ ἔπασχε καὶ ἀφοῦ τὸ ἐνταφίασε, ἔκτισε ἐκεῖ Ναὸ στὸ ὄνομα τοῦ Ὁσιομάρτυρα.
Ἀπὸ τὰ δένδρα στὰ ὁποῖα δέθηκε καὶ βασανίσθηκε ὁ Ἅγιος ρέει ἕνα κόκκινο ὑγρό, τὸ ὁποῖο ὀνομάζεται «Αἷμα». Τὸ ὑγρὸ αὐτό, ὅταν χρησιμοποιεῖται μὲ πίστη καὶ ἐμπιστοσύνη στὸν Ὁσιομάρτυρα, ἔχει ἰαματικὲς ἰδιότητες καὶ ἐπιτελεῖ θαύματα σὲ πάσχοντες ἀπὸ δερματικὲς παθήσεις καὶ κεφαλοπονία. Ἐξ’ ἄλλου τὰ τάματα, τὰ χρυσαφικὰ καὶ τὰ ἀφιερώματα ποὺ στολίζουν τὸ Εἰκόνισμά Του, ἐκπροσωποῦν τὰ Θαύματα καὶ τὶς εὐεργεσίες ποὺ ἐπιτέλεσε καὶ ἐπιτελεῖ σὲ ἐκείνους ποὺ τὸν ἐπικαλέσθηκαν καὶ τὸν ἐπικαλοῦνται.
Ἡ Τίμια κάρα τοῦ Ὁσιομάρτυρος Ἁγίου Νικολάου τοῦ ἐν Βουνένοις
Τὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου μὲ εὐλάβεια φυλάσσεται στόν Ἱερὸ Ναὸ τοῦ Ἁγίου Νικολάου τοῦ Νέου στήν Θήβα (συνοικία Τάχι). Πολλὲς φορὲς εὐωδιάζει, θεραπεύει, ἐνισχύει, παρηγορεῖ καὶ φανερώνει πὼς ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ παραμένει ἀνεξίτηλη στὸ σῶμα, ἀκόμα καὶ μετὰ θάνατον καὶ ὅτι εἶναι τεκμήριο καὶ προοίμιο τῆς μελλούσης Ἀναστάσεως καὶ ἀφθαρσίας…