Πονεῖ ἡ καρδιά μου. Συμμερισθεῖτε τὸν πόνο μου, ἀδελφοί, εὐλογημένοι δοῦλοι τοῦ Θεοῦ. Ἐλᾶτε, ἀκοῦστε, θλίβεται ἡ ψυχή μου, πονοῦν τὰ σπλάχνα μου. Ποῦ εἶναι τὰ δάκρυα καὶ ποὺ εἶναι ἡ κατάνυξη, ὥστε να λούσω τὸ σῶμα μου μὲ δάκρυα καὶ στεναγμούς; Ποιὸς θὰ μποροῦσε νὰ μὲ μεταφέρει σὲ ἀκατοίκητο τόπο, ὅπου δὲν ὑπάρχει θόρυβος ποῦ νὰ σταματᾶ τὰ δάκρυα, οὔτε πάλι ὑπάρχει ταραχὴ ποῦ νὰ ἐμποδίζει τὸ κλάμα; Καὶ ἔτσι, ἀφοῦ ὕψωσα τὴ φωνή μου, ἔκλαψα ἀπευθυνόμενος πρὸς τὸν Θεό, μὲ πικρὰ δάκρυα, καὶ εἶπα μὲ στεναγμούς: «Θεράπευσε μέ, Κύριε, γιὰ νὰ θεραπευθῶ (Ἱερ. 17, 14), ἐπειδὴ ἡ καρδιά μου πονεῖ πάρα πολύ, καὶ οἱ στεναγμοί της δὲν μὲ ἀφήνουν οὔτε μιὰ στιγμὴ νὰ βρῶ ἀνακούφιση. Διότι βλέπω, Δέσποτα, ὅτι τοὺς Ἁγίους σου τοὺς παίρνεις ἀπὸ τὸν μάταιο κόσμο, σὰν ἐκλεκτὸ χρυσάφι, καὶ τοὺς φέρνεις στὴν ἀνάπαυση τῆς ζωῆς». […]
Ἀλλὰ ἐμεῖς οἱ ράθυμοι καταντήσαμε πλαδαροὶ κατὰ τὴν προαίρεση, ἐξαιτίας τῆς τόσης σκληρότητάς μας, καὶ ὁ καρπὸς μᾶς ἔμεινε γιὰ πάντα ἀνώριμος, ἐπειδὴ δὲν ἔχουμε διάθεση, ὥστε νὰ ὡριμάσει καλὰ μὲ τὰ ἀγαθὰ ἔργα, καὶ νὰ τρυγηθεῖ ὁσίως, καὶ νὰ ἀποθηκευτεῖ στὴν ἀποθήκη τῆς ζωῆς. Διότι ὁ δικός μας καρπὸς δὲν ἔχει δάκρυα, ὥστε νὰ τὸν ὡριμάσουν. Οὔτε ὡστόσο ἔχει κατάνυξη, ὥστε νὰ γίνει θαλερὸς ἀπὸ τὴν πνοὴ τῶν δακρύων οὔτε πάλι ἔχει ταπείνωση, γιὰ νὰ κάνει σκιὰ ἀπὸ πάνω του στὸν πολὺ καύσωνα. Οὔτε ἔχει ἀκτημοσύνη, ὥστε νὰ μὴ πιεσθεῖ ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς του καὶ πέσει, οὔτε ἔχει τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, τὴ δυνατὴ ρίζα ποὺ κρατάει τὸν καρπό, οὔτε ἀμεριμνία ἀπὸ τὰ γήινα πράγματα, οὔτε ὡστόσο ἀγρυπνία, οὔτε ἄγρυπνο νοῦ, ποὺ προσέχει στὴν προσευχή. Ἀντὶ γι’ αὐτὲς τὶς ὡραῖες καὶ καλὲς ἀρετὲς ἔχει τὰ ἀντίθετα: φοβερὴ ὀργὴ καὶ θυμὸ ποὺ χτυπάει τὸν καρπό, ὥστε νὰ γίνει ἄχρηστος. Ἡ πολυκτημοσύνη ποὺ πιέζει τὸν καρπὸ μὲ τὸ βάρος της, ὥστε νὰ πέσει κάτω, ἡ μεγάλη ἀκηδία, ὅλες αὐτὲς οἱ συμφορές, πῶς νὰ ἀφήσουν τὸν καρπὸ νὰ ὡριμάσει σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ γίνει χρήσιμος στὸν Κύριό του, τὸν οὐράνιο γεωργό;
Ἀλίμονο, ἀλίμονο, ψυχή μου, φώναξε καὶ χύσε δάκρυα, ἐπειδὴ στερήθηκες σὲ σύντομο χρονικὸ διάστημα ἀπὸ τέλειους πατέρες καὶ ὁσίους ἀσκητές. Ποῦ εἶναι οἱ πατέρες; Ποῦ εἶναι οἱ ἅγιοι; Ποῦ εἶναι οἱ ἄγρυπνοι; Ποῦ εἶναι οἱ προσεκτικοί; Ποῦ εἶναι οἱ ταπεινοί; Καὶ ποῦ εἶναι οἱ πράοι; Ποῦ εἶναι οἱ ἄνθρωποι τῆς ἡσυχίας; Ποῦ εἶναι οἱ ἐγκρατεῖς; Ποῦ εἶναι οἱ εὐλαβεῖς; Καὶ ποῦ εἶναι οἱ ἀκτήμονες; Ποῦ εἶναι οἱ ἄνθρωποι τῆς κατανύξεως, οἱ εὐάρεστοι στὸν Θεό; Αὐτοὶ ποῦ στέκονταν ἐνώπιόν του Θεοῦ προσευχόμενοι μὲ καθαρὴ προσευχή, σὰν ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ, ποτίζοντας σχεδὸν τὴ γῆ μὲ τὰ γλυκὰ δάκρυα τῆς κατανύξεως; Ποῦ εἶναι οἱ φιλόθεοι, οἱ γεμάτοι ἀγάπη Θεοῦ, ποὺ δὲν ἀπέκτησαν διόλου κανένα φθαρτὸ πράγμα στὴ γῆ, ἀλλὰ σηκώνοντας τὸ σταυρὸ τοὺς (Ματθ. 16, 24) διαρκῶς, ἀκολουθοῦσαν τὸν Σωτήρα, βαδίζοντας μὲ ἀσφάλεια τὴν στενὴ ὁδό, προσέχοντας μὲ ἀκρίβεια νὰ μὴν πέσουν σὲ γκρεμούς, σὲ τόπο ἔρημο, ἀπάτητο, ἄνυδρο καὶ σκοτεινό, ἀλλὰ νὰ εἶναι στὸν ἴσιο δρόμο τῆς ἀλήθειας τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ, πάντοτε γεμάτοι ἀπὸ τὸν φωτισμὸ τῶν προσταγμάτων τοῦ Χριστοῦ, διανύοντας τὴν ζωή τους μὲ καλὴ πολιτεία καὶ ὑπηρετώντας μὲ ζῆλο τὸν Θεό, δοκιμάζοντας ἑκούσια θλίψεις, σ’ αὐτὴ τὴν μάταια ζωή; Γι’ αὐτὸ ὁ Θεός, ἐπειδὴ τοὺς ἀγαπᾶ ὑπερβολικά, τοὺς συγκέντρωσε στὸ λιμάνι τῆς ζωῆς καὶ στὴν αἰώνια χαρά, γιὰ νὰ χαίρονται ἐκεῖ καὶ νὰ ἀπολαύσουν τὴν τρυφή, ἐκεῖ στὸν παράδεισο τῆς τρυφῆς καὶ στὸν οὐράνιο νυφικὸ θάλαμο, μαζὶ μὲ τὸν ἀθάνατο Νυμφίο, μέσα στὴν μεγαλύτερη χαρὰ ποὺ ὑπάρχει.
Ἔφυγαν ἀπ’ αὐτὸν τὸν κόσμο καὶ πῆγαν πρὸς τὸν Ἅγιο Θεό, ἔχοντας μαζί τους ἕτοιμες τὶς λαμπάδες τοὺς (Ματθ. 25, 4). Δὲν ὑπάρχει τώρα σὲ ἐμᾶς ἡ ἀρετὴ ἐκείνων, οὔτε ὑπάρχει σ’ ἐμᾶς ἡ ἄσκηση ἐκείνων. Δὲν ὑπάρχει τώρα σ’ ἐμᾶς ἡ ἐγκράτεια ἐκείνων, δὲν ὑπάρχει σ’ ἐμᾶς ἡ πραότητα ἐκείνων, δὲν ὑπάρχει σ’ ἐμᾶς ἡ ἀκτημοσύνη ἐκείνων. Δὲν ὑπάρχει σ’ ἐμᾶς ἡ ἀγρυπνία ἐκείνων, οὔτε ὑπάρχει σ’ ἐμᾶς ἀγάπη γιὰ τὸν Θεό. Δὲν ὑπάρχει τώρα σ’ ἐμᾶς εὐσπλαχνία τοῦ Χριστοῦ, οὔτε ὑπάρχει σ’ ἐμᾶς στοργὴ καὶ συμπόνια γιὰ τὰ μέλη (Ἃ’ Κορ. 12, 26-27) τοῦ Χριστοῦ. Ἀπεναντίας ὅλοι εἴμαστε ἄγριοι, ὅλοι ἀνήμεροι, καὶ δὲν ἀνεχόμαστε διόλου ὁ ἕνας τὸν ἄλλο. Οἱ γλῶσσες μᾶς εἶναι πυρωμένα βέλη, ποὺ ἐκτοξεύονται κάθε στιγμὴ ἀπὸ τὸν ἕνα στὸν ἄλλο. Ὅλοι ζητοῦμε τιμή. Ὅλοι ἀγαποῦμε τὴ δόξα. Ὅλοι εἴμαστε φιλοκτήμονες. Ὅλοι εἴμαστε πλαδαροί. Ὅλοι εἴμαστε νυσταλέοι. Ὅλοι εἴμαστε δύστροποι. Στὴν φλυαρία εἴμαστε ζωηροί, στὶς προσευχὲς ὀκνηροί. Νὰ περιφερόμαστε ἀπὸ τόπο σὲ τόπο εἴμαστε ἀποφασιστικοί, νὰ μείνουμε στὸν τόπο τῆς ἡσυχίας μᾶς εἴμαστε ἀδύναμοι. Στὶς ἀπολαύσεις μᾶς εἴμαστε ὁλοπρόθυμοι, στὴν ἐγκράτεια σκυθρωποί, στὴν ἀγάπη ψυχροὶ καὶ στὸ θυμὸ θερμοί, στὰ καλὰ ἔργα ὀκνηροὶ καὶ στὰ κακὰ ἔργα πρόθυμοι. Ποιὸς λοιπὸν δὲν θὰ θρηνήσει καὶ ποιὸς δὲν θὰ κλάψει γιὰ τὴ διάθεσή μας ποῦ εἶναι γεμάτη ἀπὸ νωθρότητα; Ἐκεῖνοι οἱ πατέρες, ποὺ ἔγιναν πρὶν ἀπὸ μᾶς εὐάρεστοι στὸν Κύριο καὶ ἔδωσαν τοὺς ἑαυτούς των, δὲν ἦταν ἔτσι νωθροί. […]
Ἀλίμονο, ἀλίμονο, ψυχή μου, σὲ τί καιροὺς εἴμαστε; Ἀλίμονο, ἀγαπητοί μου, σὲ τί βοῦρκο κακῶν βρεθήκαμε ἐμεῖς τώρα; Τὸ ἀγνοοῦμε θεληματικά. Ἐπειδὴ δηλαδὴ δὲν εἶναι ἄγρυπνό το μάτι τῆς ψυχῆς μας, ἀπὸ τὴν πολλὴ τύφλωση καὶ ἀπὸ τοὺς μετεωρισμούς, γι’ αὐτὸν τὸ λόγο δὲν εἴμαστε σὲ θέση νὰ ἀντιληφθοῦμε τὴν θλίψη ποὺ εἶναι μπροστά μας. Νά, οἱ ὅσιοι καὶ οἱ δίκαιοι διαλέγονται τώρα καὶ συναθροίζονται στὸ λιμάνι τῆς ζωῆς, γιὰ νὰ μὴν βλέπουν τὴν θλίψη καὶ τὰ σκάνδαλα ποὺ ἔρχονται σ’ ἐμᾶς ἐξαιτίας τῶν ἁμαρτιῶν μας. Ἐκεῖνοι διαλέγονται, καὶ ἐμεῖς νυστάζουμε. Ἐκεῖνοι ἁρπάζονται, καὶ ἐμεῖς σερνόμαστε στὸν μάταιο κόσμο. Ἐκεῖνοι συναθροίζονται καὶ ἐμεῖς κοιμόμαστε. Ἐκεῖνοι πηγαίνουν πρὸς τὸν Θεὸ μὲ παρρησία, καὶ ἐμεῖς μετεωριζόμαστε ἀπὸ τοὺς περισπασμούς, πάνω στὴν γῆ. Ἡ παρουσία τοῦ Κυρίου εἶναι πολὺ κοντά, καὶ ἐμεῖς διστάζουμε. […]
Τί λοιπὸν θὰ συμβεῖ σ’ ἐμᾶς τὴν ὥρα ἐκείνη, ἀδελφοί; Πῶς θὰ ἀπολογηθοῦμε ἐκεῖ, στὸν Θεό, γιὰ τὴν ἀμέλεια ποῦ δείξαμε γιὰ τὴν σωτηρία μας; Ἂν δὲν δείξουμε προθυμία καὶ δὲν κλάψουμε τώρα, χωρὶς νὰ ντρεπόμαστε, μετανοώντας ἀληθινά, μὲ ταπείνωση ψυχῆς καὶ μὲ πολλὴ πραότητα, πόσο μέλλει νὰ θρηνήσει ὁ καθένας ἀπὸ μᾶς τὴν ὥρα τῆς θλίψεως; Καὶ μετανοιωμένος νὰ πεῖ ὁ καθένας μὲ πικρὰ δάκρυα: «Ἀλίμονο σ’ ἐμένα τὸν ἁμαρτωλό, τί μου συνέβη ξαφνικά; Πῶς πέρασε ἡ ζωὴ ἐμένα τοῦ χαύνου; Δὲν ἀντιλήφθηκα διόλου, πώς μου ἔκλεψαν τὸν καιρὸ ἐμένα τοῦ ἀπρόσεκτου. Ποῦ εἶναι ἐκεῖνες οἱ ἥσυχες μέρες, ποὺ ἐγὼ τὶς ἔζησα μέσα στοὺς ρεμβασμούς, οἱ μέρες γιὰ νὰ μετανοήσω καὶ νὰ δείξω τὴν μετάνοιά μου φορώντας πένθιμο ἔνδυμα καὶ ρίχνοντας στὸ κεφάλι μου στάχτη; (πρβλ. Ματθ. 11, 21)». Καὶ δὲ θὰ προκύψει καμιὰ ὠφέλεια ἀπὸ τὰ πολλὰ λόγια. Ὅταν ἐπίσης θὰ δοῦμε τοὺς Ἁγίους νὰ πετοῦν μὲ δόξα, μέσα σὲ φῶς, στὰ σύννεφα τοῦ οὐρανοῦ, γιὰ νὰ προϋπαντήσουν τὸν Χριστὸ τὸν Βασιλέα τῆς δόξης, καὶ τοὺς ἑαυτοὺς μᾶς τοὺς δοῦμε μέσα στὴν μεγάλη θλίψη, ποιὸς τότε θὰ βαστάξει ἐκείνη τὴν ντροπὴ καὶ ἐκεῖνο τὸν φοβερὸ ἐξευτελισμό; Ἃς προσέξουμε ἀδελφοί, ἃς προσέξουμε ἀγαπητοί, ἃς προσέξουμε φιλόθεοι, παιδιὰ ἀγαπημένα ἀπὸ τὸ Θεὸ Πατέρα, ἃς ἔλθουμε στὸν ἑαυτό μας καὶ θὰ συγκεντρώσουμε λίγο τους λογισμούς μας ἀπὸ τὴ μάταια ζωή. Ἃς ἱκετεύσουμε γονατιστοὶ τὸν Θεὸ μὲ πολλὰ δάκρυα. Ἃς τὸν παρακαλέσουμε μὲ προθυμία, χωρὶς νὰ ντρεπόμαστε, γιὰ νὰ μᾶς σώσει ἀπὸ τὴν ἄσβεστη φωτιὰ καὶ τὴν πικρὴ κόλαση. Ἃς μὴν χωρισθοῦμε ἀπὸ αὐτὸν τὸν καλό μας Κύριο, ποὺ μᾶς ἀγάπησε καὶ πρόσφερε γιὰ μᾶς τὸν ἑαυτό του στὸν σταυρό.
Σᾶς παρακαλῶ ὅλους, καὶ ὅλους σας ἱκετεύω ἐγὼ ὁ ἀνάξιος καὶ ἁμαρτωλός, νὰ χύσετε δάκρυα στὴν προσευχή σας καὶ στὴν καθαρὴ δέησή σας καὶ γιὰ μένα, ὥστε κι ἐγὼ νὰ ἀποκτήσω κατάνυξη καὶ νὰ χύσω δάκρυα μαζί σας, καὶ νὰ φωτισθῆ λιγάκι ἡ τυφλή μου καρδιά, καὶ νὰ ζητήσω ἀπὸ τὸν Θεό, τὸν Ἅγιο Σωτήρα, νὰ μοῦ χαρίσει τέλεια προθυμία ὥστε νὰ μετανοήσω γρήγορα, ὅσο ἀκόμη ὑπάρχει καιρὸς νὰ δεχθεῖ τὰ δάκρυά μου, καὶ νὰ σωθῶ μαζί σας, ἀδελφοί, καὶ ἐγὼ ποὺ εἶμαι ἀνάξιος γιὰ τὴ ζωή. Σᾶς παρακαλῶ, ἀγαπητοί, δεχθεῖτε τὴν προτροπὴ τοῦ ἁμαρτωλοῦ Ἐφραίμ, τοῦ χαύνου ἀδελφοῦ σας. Καὶ ἃς φροντίσουμε ὅλοι, ὅσο ἔχουμε καιρό, νὰ κάνουμε νὰ ἐκδηλώσει τὴν εὐσπλαχνία τοῦ ὁ ἅγιος Θεός. Διότι νά, ὁ Κύριος στέκεται κοντὰ στὶς θύρες (Ματθ. 24, 33, Μάρκ. 13, 29), γιὰ νὰ κάνει τὴν συντέλεια τοῦ μάταιου αὐτοῦ κόσμου.
Ἀπὸ τὸ βιβλίο «Ἔργα», τόμ. Β’, ἔκδ. Τὸ περιβόλι τῆς Παναγίας.
Δημοσιεύτηκε στὸ περιοδικὸ «Πειραϊκὴ Ἐκκλησία», Τεῦχος 281, Μάιος 2016