Ὁ Ἅγιος Ταράσιος (730 – 25 Φεβρουαρίου 806) ἦταν Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ἀπὸ το 784 ως το 806.
Γεννήθηκε γύρω στό 730 στήν Κωνσταντινούπολη. Ὁ πατέρας του, ὀνόματι Γεώργιος, ἤταν πατρίκιος καί επαρχός της Κωνσταντινούπολης. Καὶ ὁ ἴδιος ὁ Ταράσιος ἀναδείχθηκε ὕπατος και πρωτασηκρήτις (ἐπικεφαλῆς τοῦ ἀνώτατου αὐτοκρατορικοῦ δικαστηρίου).
Ἐπελέγη ἀπὸ την αυτοκράτειρα Εἰρήνη να γίνει Πατριάρχης, ἐνῶ ἦταν ἀκόμη λαϊκός. Στὴ «Χρονογραφία» του Θεοφάνους τοῦ Ὁμολογητού αναφερεται ὁ ἐνθρονιστήριος λόγος τοῦ Ταρασίου, ἀπὸ τὸν ὁποῖο συνάγεται ὅτι δὲν ἀποδέχτηκε ἐξαρχῆς τὸ ἀξίωμα, ἰσχυριζόμενος ὅτι δὲν θέλει νὰ εἶναι ἐπικεφαλῆς μιᾶς Ἐκκλησίας ποὺ εἶναι σὲ σχίσμα μὲ τὶς ὑπόλοιπες χριστιανικὲς ἐκκλησίες. Κατέστησε σαφῆ τὴν πρόθεσή του νὰ ἐγκαταλείψει την Εικονομαχία, ἐξελέγη ὁμόθυμα ἀπὸ τὴ Σύνοδο καὶ χειροτονήθηκε τὰ Χριστούγεννα του 784. Τὸ γεγονὸς ὅτι ἀπὸ λαϊκὸς ἔγινε κατευθείαν Πατριάρχης, λαμβάνοντας καὶ τοὺς τρεῖς βαθμοὺς τῆς ἱεροσύνης, προκάλεσε τὴ χλιαρὴ διαμαρτυρία του Πάπα Ἀδριανοῦ Α΄ καὶ μερικῶν μοναχῶν, ἀλλὰ καὶ ἔκπληξη στοὺς συγχρόνους του. Ἡ τακτικὴ αὐτὴ πάντως ἐπρόκειτο νὰ ἐπαναληφθεῖ συχνὰ στὰ ἑπόμενα χρόνια.
Στὰ 22 χρόνια της μακρᾶς Πατριαρχίας τοῦ πῆρε σαφῆ θέση ὑπὲρ τῆς προσκύνησης τῶν εἰκόνων, πρὸς τὴν ὁποία ἐπηρέασε καὶ τοὺς Αὐτοκράτορες. Το 787 διηύθυνε τὶς ἐργασίες τῆς Ζ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἡ ὁποία ἀναστήλωσε τὶς εἰκόνες καὶ ὅρισε ὅτι ὅποιος καταστρέφει εἰκόνες ἢ προσπαθεῖ νὰ παρεμποδίσει τὴν προσκύνησή τους, ἀφορίζεται. Μετὰ τὴν ἀναστήλωσή τους, ἦρθε σὲ ρήξη μὲ ζηλωτὲς μοναχούς, οἱ ὁποῖοι θεώρησαν ἀνεπαρκὲς μέτρο τὸ ἐπιτίμιο ἀκοινωνησίας ἑνὸς ἔτους, τὸ ὁποῖο ὁ Ταράσιος ἐπέβαλε στοὺς εἰκονομάχους ἐπισκόπους. Μάλιστα, μεταξύ των κορυφαίων ζηλωτῶν, συγκαταλεγόταν καὶ ὁ ἀνιψιὸς τοῦ Ταρασίου,Θεόδωρος, ἡγούμενος της Μονὴς Στουδίου.
Το 795 ξέσπασε νέα σύγκρουσή του μὲ τοὺς μοναστικοὺς κύκλους, μὲ ἀφορμὴ αὐτὴ τὴ φορὰ τὸ δεύτερο γάμο τοῦ νεαροῦ αὐτοκράτοραΚωνσταντινου ΣΤ’. Ὁ Κωνσταντῖνος ἀποφάσισε νὰ παντρευτεῖ γιὰ δεύτερη φορά, καθὼς ἡ πρώτη του σύζυγος ἦταν ἐπιλογὴ τῆς μητέρας του, Εἰρήνης. Ὁ Ταράσιος δὲν τέλεσε μὲν τὸν γάμο, ἀλλὰ καὶ δὲν ἀφόρισε τὸν ἱερέα ποὺ τὸν τέλεσε. Ὁ Πλάτων, ἡγούμενος τῆς μονῆς Σακκουδίωνος, καὶ ὁ Θεόδωρος Στουδίτης τὸν κατηγόρησαν γιὰ τὴν διαλλακτικὴ αὐτὴ στάση του ὡς πρὸς τὸ γάμο, χαρακτηρίζοντας τὴν ὡς ἀποδοχὴ μοιχείας. Ὁ αὐτοκράτορας ἐξόρισε καὶ τοὺς δύο στη Θεσσαλονίκη. Ἡ ἔριδα, γνωστὴ ὡς «περὶ μοιχείας σχίσμα» ἔληξε το 797, ὅταν ἡ Εἰρήνη ἀνέλαβε ξανὰ τὴν ἐξουσία, ἀφοῦ τύφλωσε τὸν γιὸ τῆς Κωνσταντῖνο ΣΤ΄. Ἔτσι, ὁ Πλάτων καὶ ὁ Θεόδωρος ἐπέστρεψαν ἀπὸ τὴν ἐξορία καὶ ὁ Ταράσιος ἔστειλε ἐπιστολὴ στὸν Πλάτωνα, καλώντας τὸν σὲ ἑνότητα.
Ὁ Ταράσιος θεωροῦνταν εὐσεβής, τίμιος καὶ φιλεύσπλαχνος. Ἀνέπτυξε πλούσιο φιλανθρωπικὸ ἔργο, παρέχοντας τροφὴ καὶ ρουχισμὸ σὲ ἀπόρους καὶ διοργανώνοντας συσσίτια. Τέλος, ἵδρυσε νοσοκομεῖο καὶ πτωχοκομεῖα.
Πέθανε εἰρηνικὰ στις 25 Φεβρουαρίου του 806, ταλαιπωρημένος ἀπὸ ἀσθένεια ποὺ τοῦ ἀφαίρεσε τὴν ὁμιλία. Ἡ σορὸς τοῦ μεταφέρθηκε καὶ ἐτάφη στὴ Μονὴ τῶν Ἁγίων Πάντων, στὴν εὐρωπαϊκὴ πλευρὰ του Βοσπόρου, τὴν ὁποία εἶχε ἱδρύσει ὁ ἴδιος. Ἀνακηρύχθηκε ἅγιος καὶ ἡ μνήμη τοῦ τιμᾶται ἀπὸ την Ορθόδοξη Ἐκκλησία στις 25 Φεβρουαρίου. Ἀπὸ τὰ ἔργα τοῦ σώζονται ἕξι ἐπιστολὲς καὶ μία ὁμιλία γιὰ τὴ γιορτὴ τῶν Εἰσοδίων. Τὸ βίο τοῦ ἔγραψε ὁ διακονος Ιγνάτιος.