Ἐρώτηση πρὸς τὸν ἱερὸ συγγραφέα
Καλὰ ἔκανες, Πάτερ, πού μου παράθεσες καὶ τοὺς λόγους τῶν Ἁγίων γιὰ τὸ ζήτημά μας. Ἀκούγοντάς σε νὰ λύνεις τὶς ἀπορίες μου θαύμαζα πῶς γινόταν ἡ ἀλήθεια ὁλοφάνερη· μοῦ ἐρχόταν ὅμως στὸ νοῦ, ἀφοῦ κάθε λόγος ἀντικρούεται μὲ λόγο, ὅπως εἶπες καὶ σὺ ὁ ἴδιος, μήπως ὑπάρχει κάποια ἀντιλογία καὶ γιὰ ὅσα ὑποστηρίζεις ἐσύ. Μὰ ἐπειδὴ γνωρίζω ὅτι μόνο ἡ ἔμπρακτη μαρτυρία εἶναι ἀναμφισβήτητη, κι ἔχω ἀκούσει καὶ τοὺς Ἁγίους νὰ λένε τὰ ἴδια μ’ ἐσένα, δὲ φοβᾶμαι πιὰ τίποτα τέτοιο.
Γιατί ὅποιος δὲν πείθεται στοὺς Ἁγίους, πῶς θὰ εἶναι ἀξιόπιστος ὁ ἴδιος; Καὶ πῶς δὲ θὰ ἀθετεῖ τὸ Θεὸ τῶν Ἁγίων; Γιατί Αὐτὸς ὁ ἴδιος εἶπε στοὺς Ἀποστόλους καὶ μέσω αὐτῶν στοὺς μετέπειτα Ἁγίους: «Ὅποιος ἀθετεῖ ἐσάς, ἀθετεῖ ἐμένα»(Λουκ. 10, 16), δηλαδὴ τὴν ἴδια τὴν ἀλήθεια. Πῶς λοιπὸν θὰ γίνει ἀποδεκτὸς ἀπὸ ἐκείνους ποῦ ζητοῦν τὴν ἀλήθεια, ὁ ἀντίπαλός της ἀλήθειας; Γι’ αὐτό σε παρακαλῶ, Πάτερ, νὰ μὲ ἀκούσεις νὰ σοῦ ἐκθέσω καὶ τὸ καθένα ἀπὸ τὰ ἄλλα ὅσα ἄκουσα ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ἐκείνους ποὺ ἀσχολοῦνται ὅλη τους τὴ ζωὴ μὲ τὴν ἑλληνικὴ παιδεία. Καὶ τότε νὰ μοῦ πεῖς κι ἐσὺ τὴ δική σου γνώμη σχετικὰ μ’ αὐτὰ καὶ νὰ προσθέσεις καὶ τὶς σχετικὲς γνῶμες τῶν Ἁγίων. Οἱ ἀντίθετοι δηλαδὴ ὑποστηρίζουν ὅτι κακῶς κάνομε ποὺ προσπαθοῦμε νὰ κλείνομε τὸ νοῦ μᾶς μέσα στὸ σῶμα. Μᾶλλον, λένε, πρέπει νὰ προσπαθοῦμε νὰ τὸν ἐξωθούμε μὲ κάθε τρόπο ἔξω ἀπὸ τὸ σῶμα.
Γι’ αὐτὸ καὶ διασύρουν πολὺ μερικοὺς ἀπὸ τοὺς δικούς μας καὶ γράφουν ἐναντίον τους, ἐπειδὴ συμβουλεύουν τοὺς ἀρχαρίους νὰ κοιτάζουν τὸ σῶμα τους καὶ νὰ ὁδηγοῦν μέσα τους μὲ τὴν ἀναπνοὴ τὸ νοῦ τους, λέγοντας ὅτι δὲν εἶναι χωρισμένος ὁ νοῦς ἀπὸ τὴν ψυχή. Ἀφοῦ λοιπὸν δὲν εἶναι χωρισμένος, πῶς νὰ τὸν στείλει κανεὶς ἐκεῖ ποῦ βρίσκεται; Ἀκόμη ἰσχυρίζονται ὅτι τάχα οἱ δικοί μας λένε πὼς καὶ τὴ θεία χάρη τὴν εἰσάγουν μέσα τους ἀπὸ τὰ ρουθούνια. Ἐγὼ ὅμως, γνωρίζοντας ὅτι αὐτὸ εἶναι συκοφαντία, γιατί κάτι τέτοιο δὲν ἄκουσα ἀπὸ κανένα δικό μας, ἔβγαλα τὸ συμπέρασμα ὅτι καὶ γιὰ τὰ ὑπόλοιπα ἐπιτίθενται ἀπὸ κακία. Γιατί αὐτοὶ συνηθίζουν καὶ γιὰ ἀνύπαρκτα νὰ κατηγοροῦν τοὺς ἀνθρώπους, καὶ τὰ ὑπαρκτὰ νὰ διαστρέφουν. Ἐσὺ ὅμως, Πάτερ, δίδαξε μέ, γιὰ ποιὸ λόγο φροντίζομε νὰ φέρνομε μέσα μας μὲ κάθε ἐπιμέλεια τὸ νοῦ, καὶ δὲν τὸ νομίζομε κακὸ νὰ τὸν περικλείομε στὸ σῶμα.
Ἀπόκριση,
ὅτι γιὰ κείνους ποὺ διάλεξαν νὰ προσέχουν τὸν ἑαυτό τους στὴν ἡσυχία, δὲν εἶναι ἀνώφελο νὰ προσπαθοῦν νὰ συγκρατοῦν τὸ νοῦ τοὺς μέσα στὸ σῶμα
Ἀδελφέ, δὲν ἀκοῦς τὸν Ἀπόστολο ποὺ λέει ὅτι τὰ σώματά μας εἶναι ναὸς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ποὺ εἶναι μέσα μας(Ἃ΄ Κορ. 6, 19); Καὶ πάλι, ὅτι εἴμαστε οἶκος τοῦ Θεοῦ, ὅπως λέει ὁ Θεός: «Θὰ κατοικήσω καὶ θὰ περπατήσω μέσα τους καὶ θὰ εἶμαι Θεὸς τοὺς»(Β΄ Κορ. 6, 16); Ἀφοῦ λοιπὸν τὸ σῶμα ἐκ φύσεως εἶναι φτιαγμένο γιὰ νὰ γίνει κατοικητήριο τοῦ Θεοῦ, ποιὸς λογικὸς ἄνθρωπος θὰ ἔκρινε ἀνάξιο κόπο το νὰ ἐγκαταστήσει τὸ νοῦ τοῦ μέσα σ’ αὐτό; Γιατί κι ὁ Θεὸς ἔβαλε τὸ νοῦ ἐξαρχῆς νὰ κατοικήσει μέσα στὸ σῶμα; Ἄραγε κι Αὐτὸς κακῶς ἔπραξε; Αὐτὰ τὰ λόγια, ἀδελφέ, ἁρμόζει νὰ λέμε στοὺς αἱρετικούς, ποὺ ὑποστηρίζουν ὅτι τὸ σῶμα εἶναι κακὸ καὶ δημιούργημα τοῦ πονηροῦ.
Ἐμεῖς ὅμως νομίζομε κακὸ νὰ εἶναι ὁ νοῦς στὰ σαρκικὰ φρονήματα, καὶ ὄχι κακὸ νὰ εἶναι μέσα στὸ σῶμα, ἀφοῦ οὔτε τὸ σῶμα εἶναι κακό. Γι’ αὐτὸ ἐκεῖνοι ποὺ ἔχουν στραμμένη σ’ ὅλη τους τὴ ζωὴ τὴν ὕπαρξή τους στὸ Θεό, ἀναφωνοῦν μαζὶ μὲ τὸ Δαβὶδ πρὸς τὸ Θεό: «Δίψασε γιὰ Σένα ἡ ψυχή μου, ἀλλὰ πόσες φορὲς κι ἡ σάρκα μου!»(Ψάλμ. 62, 2), καί: «Ἡ καρδιά μου καὶ ἡ σάρκα μου ἀναγάλλιασαν μὲ τὴν παρουσία τοῦ ζῶντος Θεοῦ»(Ψάλμ. 83, 3).
Καὶ προσθέτουν μαζὶ μὲ τὸν Ἠσαΐα: «Ἡ κοιλιά μου θὰ ἀντηχήσει σὰν κιθάρα καὶ τὰ σπλάχνα μου σὰν χάλκινο τεῖχος ποὺ ἐγκαινίασες Ἐσὺ»(Ἡσ. 16, 11), καί: «Ἀπὸ τὸ φόβο Σου, Κύριε, λάβαμε μέσα μας τὸ Πνεῦμα τῆς σωτηρίας Σου, κι ἔχοντας σ’ Αὐτὸ τὴν πεποίθησή μας δὲ θὰ πέσομε, ἀλλὰ θὰ πέσουν ἐκεῖνοι ποὺ μιλοῦν ἐμπνεόμενοι ἀπὸ τὴ γῆ(Ἡσ. 26, 17-18) καὶ κατηγοροῦν ψευδῶς τὰ ἐπουράνια λόγια καὶ βιώματα ὡς γήινα».
Γιατί ἂν καὶ ὁ Ἀπόστολος ὀνομάζει τὸ σῶμα θάνατο λέγοντας «Ποιὸς θὰ μὲ λυτρώσει ἀπὸ τὸ σῶμα τοῦτο τοῦ θανάτου;»(Ρωμ. 7, 24), ἀλλ’ αὐτὸ τὸ λέει ἁπλῶς γιατί τὸ προσυλο καὶ σωματικὸ φρόνημα εἶναι σωματοειδές. Γι’ αὐτὸ παραβάλλοντάς το μὲ τὸ πνευματικὸ καὶ θεῖο φρόνημα, δίκαιά το ὀνόμασε σῶμα· καὶ ὄχι ἁπλῶς σῶμα, ἀλλὰ θάνατο σώματος. Καὶ λίγο παραπάνω, φανερώνοντας σαφέστερα ὅτι δὲν κατηγορεῖ τὴ σάρκα, ἀλλὰ τὴν ἁμαρτητικὴ ροπὴ ποὺ εἰσῆλθε σ’ αὐτὴν μὲ τὴν παράβαση τοῦ Ἀδάμ, λέει: «Εἶμαι δοῦλος πουλημένος στὴν ἁμαρτία»(Ρωμ. 7, 14)· κι ὁ πουλημένος, δὲν εἶναι γεννημένος δοῦλος. Καὶ πάλι λέει: «Γνωρίζω ὅτι δὲν κατοικεῖ μέσα μου, δηλαδὴ στὴ σάρκα μου, τὸ ἀγαθὸ»(Ρωμ. 7, 18).
Βλέπεις λοιπόν, ὅτι δὲ λέει τὴ σάρκα, ἀλλὰ τὸ κακὸ ποὺ κατοικεῖ μέσα της. Ἑπομένως, αὐτὸς ὁ νόμος ποὺ βρίσκεται στὰ μέλη μας κι ἀντιστρατεύεται στὸ νόμο τοῦ νοῦ(Ρωμ. 7, 23) εἶναι κακὸ νὰ κατοικεῖ μέσα στὸ σῶμα, καὶ ὄχι ὁ νοῦς. Γι’ αὐτὸ κι ἐμεῖς ἀντιπαρατασσόμαστε σ’ αὐτὸν τὸ νόμο τῆς ἁμαρτίας, προσπαθοῦμε νὰ τὸν διώξομε ἀπὸ τὸ σῶμα καὶ ἐγκαθιστοῦμε μέσα σ’ αὐτὸ τὴν ἐπιτήρηση τοῦ νοῦ, μὲ τὴν ὁποία νομοθετοῦμε τὸ πρέπον σὲ κάθε δύναμη τῆς ψυχῆς καὶ σὲ κάθε μέλος τοῦ σώματος. Στὶς αἰσθήσεις, ποιὰ νὰ ἀντιλαμβάνονται καὶ σὲ τί βαθμό· τὸ ἔργο αὐτὸ τοῦ πνευματικοῦ νόμου λέγεται ἐγκράτεια.
Στὸ παθητικὸ μέρος τῆς ψυχῆς, εἰσάγομε τὴν ἄριστη ἕξη, ἡ ὁποία λέγεται ἀγάπη. Ἀλλὰ μὲ τὸ νόμο αὐτὸ βελτιώνομε καὶ τὸ λογιστικό, ἀπομακρύνοντας κάθε τί ποὺ ἐμποδίζει τὴ διάνοια νὰ ἀνυψωθεῖ στὸ Θεό· τὸ μέρος αὐτὸ τούτου τοῦ νόμου τὸ λέμε νήψη. Ἀφοῦ τώρα καθαρίσει κανεὶς τὸ σῶμα του μὲ τὴν ἐγκράτεια καὶ κάνει τὸ θυμὸ καὶ τὴν ἐπιθυμία ἀφορμὲς ἀρετῶν μὲ τὴν ἀγάπη καὶ παρουσιάσει καθαρό το νοῦ του μὲ τὴν προσευχὴ στὸ Θεό, τότε ἀποκτᾶ καὶ βλέπει μέσα του τὴ χάρη ποὺ ὑποσχέθηκε ὁ Κύριος στοὺς καθαροὺς στὴν καρδιά.
Καὶ τότε θὰ μπορέσει νὰ πεῖ μαζὶ μὲ τὸν Παῦλο: «Ὁ Θεὸς ποὺ εἶπε νὰ λάμψει τὸ φῶς μέσα ἀπὸ τὸ σκοτάδι, Αὐτὸς ἔλαμψε μέσα στὶς καρδιές μας καὶ μᾶς φώτισε νὰ γνωρίσομε τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ στὸ πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἔχομε ὅμως τὸ θησαυρὸ αὐτὸ μέσα σὲ πήλινα δοχεῖα, δηλαδὴ στὰ σώματά μας»(Β΄ Κορ. 4, 6-7). Ἂν λοιπὸν κρατήσομε τὸ νοῦ μᾶς μέσα στὸ σῶμα, αὐτὸ θὰ εἶναι ἀνάξιό της μεγαλοσύνης τοῦ νοῦ; Ποιὸς μπορεῖ νὰ προβάλει κάτι τέτοιο, ὄχι πνευματικός, ἀλλὰ ἕνας μὲ νοῦ, γυμνὸ ἀπὸ τὴ θεία χάρη, νοῦ ὅμως ἄνθρωπου;
Ἡ ψυχὴ μᾶς εἶναι μία ὀντότητα πολυδύναμη καὶ χρησιμοποιεῖ ὡς ὄργανο τὸ σῶμα ποὺ δημιουργήθηκε νὰ ζεῖ μαζί της. Ποιὰ λοιπὸν εἶναι τὰ μέλη ποῦ χρησιμοποιεῖ ὡς ὄργανα γιὰ νὰ ἐνεργεῖ ἡ δύναμή της ἐκείνη ποῦ ὀνομάζομε νοῦ; Ἀλλά, βέβαια, κανεὶς δὲν ὑπέθεσε ποτὲ ὅτι ἡ διάνοια εἶναι ἐγκατεστημένη στὰ νύχια, οὔτε στὰ βλέφαρα, οὔτε στὰ ρουθούνια ἢ στὰ χείλη.
Ὅλοι συμφωνοῦν ὅτι εἶναι μέσα μας, διαφωνοῦν ὅμως μερικοὶ ὡς πρὸς τὸ πρῶτο ἀπὸ τὰ μέσα μας ποὺ μεταχειρίζεται ὡς ὄργανο. Ἄλλοι θεωροῦν ὅτι εἶναι ἐγκατεστημένη, σὰν μέσα σὲ ἀκρόπολη, στὸν ἐγκέφαλο.
Ἄλλοι πάλι παραχωροῦν στὴ διάνοια σὰν ὄχημα, τὸ κέντρο τῆς καρδιᾶς καὶ τὸ ψυχικὸ πνεῦμα ποὺ βρίσκεται καθαρότατο ἐκεῖ. Ἐμεῖς τώρα, γνωρίζομε μὲ ἀκρίβεια ὅτι τὸ λογιστικὸ βρίσκεται στὴν καρδιὰ σὰν σὲ ὄργανο, ὄχι ὅμως μέσα σ’ αὐτὴν ὅπως σὲ δοχεῖο, γιατί εἶναι ἀσώματο, οὔτε ἔξω, γιατί εἶναι ἑνωμένο μὲ αὐτήν. Καὶ τοῦτο δὲν τὸ διδαχτήκαμε ἀπὸ ἄνθρωπο, ἀλλὰ ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Πλάστη τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ λέει στὰ Εὐαγγέλια ὅτι δὲν εἶναι τὰ εἰσερχόμενα ἀπὸ τὸ στόμα, ἀλλὰ τὰ ἐξερχόμενα ποὺ μολύνουν τὸν ἄνθρωπο· γιατί ἀπὸ τὴν καρδιὰ βγαίνουν οἱ λογισμοὶ(Ματθ. 15, 11 καὶ 19).
Παρόμοια λέει καὶ ὁ μέγας Μακάριος: «Ἡ καρδιὰ εἶναι ὁ ἡγεμόνας ὅλης της ὑπάρξεως. Κι ὅταν κυριαρχήσει ἡ χάρη σ’ ὅλα τα μέρη τῆς καρδιᾶς, τότε βασιλεύει πάνω σε ὅλους τους λογισμοὺς καὶ σ’ ὅλα τα μέλη. Γιατί ἐκεῖ εἶναι ὁ νοῦς καὶ ὅλοι οἱ λογισμοὶ τῆς ψυχῆς». Ἡ καρδιὰ μᾶς λοιπὸν εἶναι τὸ ταμεῖο τῶν λογισμῶν καὶ τὸ πρῶτο σαρκικὸ ὄργανο τοῦ λογιστικοῦ.
Ὅταν λοιπὸν φροντίζομε νὰ ἐξετάζομε καὶ νὰ διορθώνομε τὸ λογιστικό μας μὲ ἀκριβῆ νήψη, μὲ ποιὸ ἄλλο τρόπο θὰ τὸ πετύχομε αὐτό, παρὰ ἀφοῦ συγκεντρώσομε τὸ νοῦ μας ποὺ εἶναι διασκορπισμένος ἔξω μὲ τὶς αἰσθήσεις καὶ τὸν ξαναφέρομε μέσα μας καὶ μάλιστα στὴν καρδιά μας, στὸ ταμεῖο τῶν λογισμῶν;
Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Μακάριος —ὄνομα καὶ πράγμα—, ἀμέσως στὴ συνέχεια ὅσων εἶπε παραπάνω, προσθέτει: «Ἐκεῖ λοιπὸν πρέπει νὰ προσέχομε, ἂν ἡ χάρη ἔγραψε τοὺς νόμους τοῦ Πνεύματος». Ποῦ ἐκεῖ; Στὸ ἡγεμονικὸ ὄργανο, στὸ θρόνο τῆς χάρης, ὅπου ὁ νοῦς καὶ ὅλοι οἱ λογισμοὶ τῆς ψυχῆς, δηλαδὴ στὴν καρδιά. Βλέπεις ὅτι εἶναι πολὺ μεγάλη ἀνάγκη, αὐτοὶ ποὺ διάλεξαν νὰ προσέχουν στὴν ἡσυχία τὸν ἑαυτό τους, νὰ ἐπαναφέρουν καὶ νὰ περικλείουν μέσα στὸ σῶμα τὸ νοῦ, καὶ μάλιστα στὸ ἐνδότατο σῶμα τοῦ σώματος, αὐτὸ δηλαδὴ ποῦ ἀποκαλοῦμε καρδιά; Ἄν, κατὰ τὸν Δαβίδ, ὅλη ἡ δόξα τῆς θυγατέρας τοῦ Βασιλιὰ βρίσκεται μέσα της(Ψάλμ. 44, 14), πῶς ἐμεῖς θὰ τὴ ζητήσομε κάπου ἔξω; Κι ἄν, κατὰ τὸν Ἀπόστολο, ὁ Θεὸς ἔδωσε τὸ Πνεῦμα Του στὶς καρδιές μας νὰ κράζει· “Ἀββᾶ, Πατέρα!”(Γαλ. 4, 6), πῶς ἐμεῖς δὲ θὰ προσευχόμαστε μέσα σ’ αὐτὲς μαζὶ μὲ τὸ Πνεῦμα; Κι ἄν, κατὰ τὸν Κύριό των Προφητῶν καὶ τῶν Ἀποστόλων, ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν εἶναι μέσα μας(Λουκ. 17, 21), πῶς δὲ θὰ βρεθεῖ ἔξω ἀπὸ τὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν ἐκεῖνος ποῦ προσπαθεῖ νὰ βγάλει τὸ νοῦ του ἀπὸ μέσα του; Κι ὁ σοφὸς Σολομῶν λέει: «Ἡ ὑγιὴς καρδιὰ ἐπιζητεῖ αἴσθηση»(Παροιμ. 15, 14), τὴν ὁποία ὁ ἴδιος σὲ ἄλλο μέρος τὴν ὀνόμασε νοερὴ καὶ θεία.
Πρὸς αὐτὴν καὶ οἱ Πατέρες μᾶς προτρέπουν ὅλους καὶ λένε: «Ὁ νοερὸς νοῦς ἔχει ὁπωσδήποτε καὶ νοερὴ αἴσθηση· αὐτή, ποὺ εἶναι καὶ δὲν εἶναι μέσα μας, νὰ μὴ σταματήσομε νὰ ἐπιζητοῦμε ποτέ». Βλέπεις λοιπὸν ὅτι κι ἂν κανεὶς προθυμοποιηθεῖ νὰ παλαίψει κατὰ τῆς ἁμαρτίας καὶ νὰ κάνει κτῆμα τοῦ τὴν ἀρετή, κι ἂν ἐπιζητήσει νὰ βρεῖ τὸ βραβεῖο τοῦ ἀγώνα τῆς ἀρετῆς, ἢ μᾶλλον τὸν ἀρραβώνα τοῦ βραβείου τῆς ἀρετῆς, δηλαδὴ τὴ νοερὴ αἴσθηση, ὅτι εἶναι ἀπαραίτητο νὰ ἐπαναφέρει τὸ νοῦ τοῦ μέσα καὶ στὸ σῶμα καὶ στὸν ἑαυτό του; Τὸ νὰ ὁδηγοῦμε τὸ νοῦ ὄχι ἔξω ἀπὸ τὸ σωματικὸ φρόνημα, ἀλλὰ ἔξω ἀπὸ αὐτὸ τὸ σῶμα, γιὰ νὰ πετύχει τάχα ἐκεῖ νοερὰ θεάματα, αὐτὸ εἶναι ἡ μεγαλύτερη ἑλληνικὴ πλάνη, ἡ ρίζα καὶ ἡ πηγὴ κάθε κακοδοξίας, ἐφεύρεση καὶ μάθημα δαιμόνων, γεννᾶ τὴν ἀνοησία καὶ γεννιέται ἀπὸ τὴν παραφροσύνη.
Γι’ αὐτὸ κι ἐκεῖνοι ποὺ μιλοῦν ἔτσι μὲ τὴν ἔμπνευση τῶν δαιμόνων, ἔχουν χάσει τὰ λογικά τους καὶ δὲν ἐννοοῦν οὔτε ἐκεῖνα ποὺ λένε. Ἐμεῖς ὅμως ἐπαναφέρομε τὸ νοῦ ὄχι μόνο μέσα στὸ σῶμα καὶ στὴν καρδιά, ἀλλὰ καὶ μέσα στὸν ἑαυτό του.
Ἃς κατηγοροῦν λοιπὸν ἐκεῖνοι ποῦ λένε ὅτι, ἀφοῦ δὲν εἶναι χωρισμένος ὁ νοῦς, ἀλλὰ βρίσκεται μέσα στὴν ψυχή, πῶς θὰ τὸν στείλει κανεὶς πάλι μέσα; Ὅπως φαίνεται, ἀγνοοῦν ὅτι ἄλλο εἶναι ἡ οὐσία τοῦ νοῦ καὶ ἄλλο ἡ ἐνέργεια. Ἢ μᾶλλον, ἂν καὶ ξέρουν, πῆγαν μὲ τὸ μέρος τῶν ἀπατεώνων θεληματικά, ξεγελώντας μὲ τὴν ὁμωνυμία.
Ἐπειδὴ δηλαδὴ δὲν καταδέχονται τὴν ἁπλότητα τῆς πνευματικῆς διδασκαλίας, ἐκεῖνοι ποὺ εἶναι ἀκονισμένοι γιὰ ἀντιλογίες ἀπὸ τὴ διαλεκτικὴ —σύμφωνα μὲ τὰ λόγια τοῦ Μεγάλου Βασιλείου—, ἀνατρέπουν τὴ δύναμη τῆς ἀλήθειας μὲ τὶς ἐναντιώσεις τῆς ψευδώνυμης γνώσεως καὶ μὲ τὴν πιθανοφάνεια τῶν σοφισμάτων.
Τέτοιοι πρέπει νὰ εἶναι οἱ μὴ πνευματικοὶ ποὺ ἔχουν τὴν ἀξίωση νὰ κρίνουν τὰ πνευματικὰ καὶ νὰ διδάσκουν. Γιατί βέβαια δὲν τοὺς διαφεύγει τοῦτο- ὅτι ὁ νοῦς δὲν εἶναι ὅπως τὰ μάτια ποὺ βλέπουν τὰ ἄλλα ὁρατά, ἀλλὰ δὲ βλέπουν τὸν ἑαυτό τους.
Ὁ νοῦς ἐνεργεῖ παρατηρώντας τὰ ἄλλα, ὅσα χρειάζεται, κι αὐτὸ τὸ ὀνομάζει “κατ’ εὐθείαν κίνηση τοῦ νοῦ” ὁ Μέγας Διονύσιος· ἐπανέρχεται ὅμως στὸν ἑαυτό του καὶ ἐνεργεῖ καθ’ ἐαυτόν, ὅταν βλέπει τὸν ἑαυτό του. Αὐτὸ τὸ ὀνομάζει “κυκλικὴ κίνηση τοῦ νοῦ” ὁ ἴδιος Διονύσιος. Αὐτὴ ἡ ἐνέργεια τοῦ νοῦ εἶναι ἡ ἀνώτερη καὶ κατεξοχὴν ταιριαστὴ σ’ αὐτόν, μὲ τὴν ὁποία, ξεπερνώντας καμιὰ φορᾶ τὸν ἑαυτὸ τοῦ συναντᾶ τὸ Θεό. Γιατί λέει ὁ Μέγας Βασίλειος: «Ὁ νοῦς ποὺ δὲ διασκορπίζεται πρὸς τὰ ἔξω…». Βλέπεις ἀπὸ αὐτὸ ὅτι ὁ νοῦς βγαίνει ἀπὸ μέσα; Ἔχει λοιπὸν ἀνάγκη νὰ ἐπιστρέψει.
Γι’ αὐτὸ συνεχίζει ὁ Μέγας Βασίλειος: «…ἐπιστρέφει πρὸς τὸν ἑαυτό του, καὶ διὰ μέσου του ἐαυτοῦ τοῦ ἀνεβαίνει στὸ Θεὸ σὰν ἀπὸ δρόμο χωρὶς κίνδυνο πλάνης». Γιατί αὐτοῦ του εἴδους ἡ κίνηση τοῦ νοῦ, ὅπως λέει καὶ ὁ ἀπλανὴς ἐκεῖνος θεωρὸς τῶν νοερῶν Διονύσιος, εἶναι ἀδύνατον νὰ περιπέσει σὲ ὁποιαδήποτε πλάνη. Ἀπὸ τὴν κίνηση λοιπὸν αὐτὴ ὁ πατέρας τῆς πλάνης, ὁ διάβολος, θέλοντας πάντοτε νὰ ἀπομακρύνει τὸν ἄνθρωπο καὶ νὰ τὸν ὁδηγεῖ σ’ ἐκείνην ποὺ ἐπιτρέπει εἴσοδο στὶς πλάνες του, δὲ βρῆκε ποτὲ μέχρι σήμερα, ἀπ’ ὅσο γνωρίζω, κανένα συνεργὸ ποὺ νὰ ἀγωνίζεται μὲ ὡραία λόγια νὰ τραβὰ τοὺς ἄλλους σ’ αὐτή. Τώρα φαίνεται ὅτι βρῆκε βοηθούς, ἂν ὅπως εἶπες, ὑπάρχουν τέτοιοι.
Αὐτοὶ λοιπὸν καὶ λόγους συγγράφουν ποὺ ὁδηγοῦν σ’ αὐτὲς τὶς ἀπόψεις τους καὶ προσπαθοῦν νὰ πείσουν τοὺς πολλοὺς ὅτι εἶναι καλύτερο νὰ κρατοῦν ἔξω ἀπὸ τὸ σῶμα τὸ νοῦ ὅταν προσεύχονται, ἀκόμα κι ἐκείνους ποὺ ἀσπάσθηκαν τὸν ἀνώτερο καὶ ἡσυχαστικὸ βίο. Καὶ δὲ σέβονται οὔτε τὸ χαρακτηριστικὸ ὁρισμὸ ποὺ ἔδωσε ὁ Ἰωάννης, ὁ ὁποῖος κατασκεύασε μὲ λόγους γιὰ μᾶς τὴν Κλίμακα ποὺ ἀνεβάζει στὸν οὐρανό, ὅτι δηλαδή, ἡσυχαστὴς εἶναι αὐτὸς ποὺ ἀγωνίζεται νὰ περιορίσει τὸν ἀσώματο νοῦ μέσα στὸ σῶμα.
Τὰ ἴδια μᾶς δίδαξαν καὶ οἱ πνευματικοί μας πατέρες, καὶ εὐλόγως. Ἂν δηλαδὴ δὲν περιορίσει τὸ νοῦ μέσα στὸ σῶμα, πῶς θὰ τὸν ἔχει μέσα του, αὐτὸν ποὺ εἶναι ντυμένος μὲ τὸ σῶμα καὶ ποῦ σὰν χαρακτηριστικό της ἀνθρώπινης φύσεως ἁπλώνεται μέσα σ’ ὅλη αὐτὴ τὴ μορφοποιημένη ὕλη; Ἡ καθορισμένη ἐξωτερικὴ ἐπιφάνεια τῆς ὕλης αὐτῆς (τοῦ σώματος) δὲν μπορεῖ νὰ δεχτεῖ τὴν οὐσία τοῦ νοῦ ὅσο καιρὸ ζεῖ παίρνοντας μορφὴ ζωῆς κατάλληλη πρὸς τὴ συνάφειά της μὲ τὸ νοῦ.
Βλέπεις λοιπόν, ἀδελφέ, πῶς ὄχι μόνο πνευματικά, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη πλευρὰ ἐξετάζοντας τὰ πράγματα, ἀποδείχτηκε ὅτι εἶναι ἀναγκαιότατο νὰ ὁδηγοῦν ἢ νὰ κατέχουν τὸ νοῦ μέσα στὸ σῶμα ὅσοι ἀποφάσισαν νὰ γίνουν ἀληθινὰ κύριοί του ἐαυτοῦ τους καὶ Μοναχοὶ κατὰ τὸν ἐσωτερικὸ ἄνθρωπο; Δὲν εἶναι λοιπὸν ἀνάρμοστο νὰ διδάσκει κανεὶς τοὺς ἀρχαρίους νὰ βλέπουν κυρίως στὸν ἑαυτό τους καὶ μὲ τὴν ἀναπνοὴ νὰ στέλνουν μέσα τους τὸ νοῦ.
Γιατί ἐκεῖνον, ποὺ δὲν ἔγινε ἀκόμη θεωρὸς τοῦ ἐαυτοῦ του, κανεὶς φρόνιμος δὲ θὰ τὸν ἐμποδίσει νὰ συγκεντρώνει μέσα του τὸ νοῦ του μὲ διάφορες ἐπινοήσεις. Ὁ νοῦς λοιπὸν ἐκείνων ποὺ μόλις πρὶν ἀπὸ λίγο μπῆκαν σ’ αὐτὸν τὸν ἀγώνα, καὶ ὅταν συγκεντρώνεται, δραπετεύει συνεχῶς καὶ πρέπει αὐτοὶ νὰ προσπαθοῦν συνεχῶς νὰ τὸν ἐπαναφέρουν, τοὺς διαφεύγει ὅμως καθὼς εἶναι ἀγύμναστοι, γιατί εἶναι πάρα πολὺ δυσκολοπαρατήρητος καὶ πιὸ εὐκίνητος ἀπὸ ὀ,τιδήποτε ἄλλο.
Γι’ αὐτὸ ὑπάρχουν ἐκεῖνοι ποὺ τοὺς συμβουλεύουν νὰ προσέχουν στὴν ἀναπνοὴ ποὺ συνέχεια διαχέεται καὶ ξαναμαζεύεται, καὶ νὰ τὴν κρατοῦν γιὰ λίγο, ὥστε μαζὶ μὲ αὐτὴν νὰ συγκρατοῦν καὶ τὸ νοῦ, μέχρις ὅτου, προχωρώντας μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ στὸ καλύτερο καὶ κάνοντας τὸ νοῦ τοὺς ἀκίνητο πρὸς τὰ γύρω του καὶ καθαρὸ ἀπ’ ὅλα, μπορέσουν νὰ τὸν συγκεντρώσουν σὲ ἐνοειδὴ συνέλιξη.
Αὐτὸ μπορεῖ νὰ τὸ δεῖ κανεὶς νὰ ἐπακολουθεῖ αὐτόματα στὴν προσοχὴ τοῦ νοῦ· γιατί αὐτὴ ἡ πνοὴ εἰσέρχεται κι ἐξέρχεται μὲ ἠρεμία καὶ σὲ κάθε προσπάθεια ποὺ ἀπαιτεῖ συγκέντρωση, ἰδιαίτερα σ’ ὅσους ἡσυχάζουν κατὰ τὸ σῶμα καὶ τὴ διάνοια. Αὐτοὶ δηλαδή, σαββατίζοντας πνευματικὰ καὶ παύοντας —ὅσο εἶναι ἐφικτὸ— ὅλα τα ἔργα τους, ἀπορρίπτουν κάθε ἔργο τῶν ψυχικῶν δυνάμεων μεταβατικὸ καὶ ἐξωτερικὸ καὶ σχετιζόμενο μὲ τὶς διάφορες γνώσεις, ὅπως ἐπίσης κι ὅλες τὶς μέσω τῶν αἰσθήσεων ἀντιλήψεις καὶ γενικὰ κάθε ἐνέργεια τοῦ σώματος ποὺ ὑπόκειται στὴν ἐξουσία μας.
Ἀκόμη, ἀπορρίπτουν καὶ ὅποια δὲν ὑπόκειται τελείως στὴν ἐξουσία μας, ὅπως γιὰ παράδειγμα τὴν ἀναπνοή, σὲ ὅσο βαθμὸ μποροῦν. Ὅλα αὐτὰ γίνονται χωρὶς κόπο καὶ φροντίδα σ’ ἐκείνους ποὺ πρόκοψαν στὸ ἔργο τῆς ἡσυχίας. Γιατί κατ’ ἀνάγκην συμβαίνουν αὐτόματα ὅλα αὐτὰ μὲ τὴν τέλεια εἴσοδο τῆς ψυχῆς στὸν ἑαυτό της. Στοὺς ἀρχαρίους ὅμως δὲ θὰ δεῖς κανένα ἀπὸ τὰ παραπάνω νὰ γίνεται χωρὶς κόπο. Ὅπως λοιπὸν στὴν ἀγάπη ἀκολουθεῖ ἡ ὑπομονή, —γιατί ἡ ἀγάπη τὰ στέργει ὅλα(Ἃ΄ Κορ. 13, 7)—, κι ἐμεῖς διδασκόμαστε νὰ βιάζομε τὸν ἑαυτό μας γιὰ νὰ κατορθώνομε τὴν ὑπομονή, ὥστε νὰ φτάσομε μέσω αὐτῆς στὴν ἀγάπη, ἔτσι εἶναι καὶ στὰ παραπάνω.
Καὶ τί ἄλλο περισσότερο νὰ ποῦμε; Ὅλοι οἱ πεπειραμένοι γελοῦν μ’ ἐκείνους ποὺ ἀπὸ ἀπειρία νομοθετοῦν τὰ ἀντίθετα. Γιατί δάσκαλος τῶν πραγμάτων αὐτῶν δὲν εἶναι ὁ λόγος, ἀλλὰ ὁ κόπος καὶ ἡ πείρα ἔπειτα ἀπὸ κόπους, ἡ ὁποία καὶ τὸ συμφέρον καρπώνεται, καὶ ἀποστρέφεται τοὺς ἄκαρπους λόγους τῶν φιλονείκων καὶ ἐπιδεικτικῶν.
Κι ἀφοῦ, ὅπως λέει κάποιος ἀπὸ τοὺς μεγάλους Πατέρες σχετικὰ μ’ αὐτά, ὁ ἐσωτερικὸς ἄνθρωπος, μετὰ τὴν παράβαση τοῦ Ἀδάμ, συνηθίζει νὰ ἐξομοιώνεται μὲ τὰ ἐξωτερικὰ σχήματα, πῶς δὲ θὰ βοηθήσει πολὺ ἐκεῖνον ποῦ καταγίνεται μὲ προθυμία νὰ στρέψει τὸ νοῦ του στὸν ἑαυτό του, ἔτσι ποῦ νὰ μὴν ἀκολουθεῖ τὴν “κατ’ εὐθείαν”, ἀλλὰ τὴν κυκλικὴ κίνηση ποῦ εἶναι ἀπλανής, τὸ νὰ μὴν περιφέρει τὰ μάτια τοῦ ἐδῶ κι ἐκεῖ, ἀλλὰ νὰ τὰ στηρίζει ὅπως σὲ κάποιο στήριγμα στὸ στῆθος του ἢ στὸν ὀμφαλό;
Συστρέφοντας δηλαδὴ ὅσο μπορεῖ ἐξωτερικὰ τὸν ἑαυτό του σὰν κύκλο, παρόμοια μὲ τὴν κυκλικὴ κίνηση τοῦ νοῦ ποὺ ἐπιδιώκει μέσα του, μὲ τὸ σχῆμα αὐτὸ τοῦ σώματος θὰ στείλει μέσα στὴν καρδιά του καὶ τὴ δύναμη τοῦ νοῦ ποὺ διαχέεται ἔξω μὲ τὴν ὅραση. Ἂν τώρα καὶ τοῦ νοητοῦ θηρίου ἡ δύναμη εἶναι στὸν ὀμφαλὸ τῆς κοιλιᾶς(Ἰὼβ 40, 16), γιατί ἐκεῖ εἶναι καὶ ἡ δύναμη τοῦ νόμου τῆς ἁμαρτίας καὶ τοῦ παραχωρεῖ τόπο, γιατί κι ἐμεῖς νὰ μὴ στήσομε στὸ ἴδιο σημεῖο, ὁπλισμένο μὲ τὴν προσευχή, τὸν πνευματικὸ νόμο ποὺ ἀντιστρατεύεται στὸ νόμο αὐτὸ(Ρωμ. 7, 23); Κι αὐτό, ὥστε τὸ πονηρὸ πνεῦμα ποὺ ἐκδιώχθηκε μὲ τὸ λουτρὸ τῆς παλιγγενεσίας, νὰ μὴν ξαναγυρίσει μαζὶ μὲ ἄλλα ἑπτὰ πνεύματα πονηρότερα καὶ κατοικήσει πάλι μέσα καὶ γίνουν τὰ τελευταῖα χειρότερα ἀπὸ τὰ πρῶτα(Ματθ. 12, 45).
«Πρόσεχε στὸν ἑαυτό σου»(Δεύτ. 15, 9), λέει ὁ Μωυσῆς, δηλαδὴ σὲ ὅλα σου, ὄχι σὲ μερικὰ μόνο καὶ σὲ ἄλλα ν’ ἀδιαφορεῖς. Μὲ ποιὸ μέσο νὰ προσέχεις; Φυσικὰ μὲ τὸ νοῦ σου, γιατί μὲ τίποτε ἄλλο δὲν μπορεῖς νὰ προσέχεις τὸν ἑαυτό σου σὲ ὅλα. Αὐτὴ λοιπὸν τὴ φύλαξη βάλε στὴ ψυχὴ καὶ στὸ σῶμα σου, καὶ μὲ αὐτὴ θ’ ἀπαλλαγεῖς εὔκολα ἀπὸ τὰ πονηρὰ σωματικὰ καὶ ψυχικὰ πάθη. Προστάτεψε λοιπὸν τὸν ἑαυτό σου, κυβέρνησε τὸν, ἐπίβλεψε τὸν ἢ μᾶλλον, πάντοτε νὰ τὸν προστατεύεις καὶ νὰ τὸν παρακολουθεῖς καὶ νὰ τὸν ἐξετάζεις. Ἔτσι θὰ ὑποτάξεις στὸ πνεῦμα τὴ σάρκα ποὺ ἀφηνιάζει, καὶ ποτὲ δὲ θὰ γίνει κρυφὸ ἁμάρτημα μέσα στὴν καρδιά σου(Δεύτ. 15, 9).
Ἄν, ὅπως λέει ὁ Ἐκκλησιαστῆς, τὸ πνεῦμα ποὺ ἐξουσιάζει τὰ πονηρὰ πνεύματα καὶ πάθη ὀρθωθεῖ ἐναντίον σου, μὴν ἀφήσεις τὸν τόπο σου(Ἐκκλ. 10, 4), δηλαδὴ μὴν ἀφήσεις οὔτε μέρος τῆς ψυχῆς οὔτε μέλος τοῦ σώματος χωρὶς ἐπιτήρηση. Ἔτσι καὶ τὰ πονηρὰ πνεύματα ποὺ σὲ πειράζουν θὰ νικήσεις, καὶ σ’ Ἐκεῖνον ποὺ ἐξετάζει καρδιὲς καὶ νεφροὺς(Ψάλμ. 7, 10) θὰ παρουσιαστεὶς μὲ παρρησία χωρὶς ἐξέταση, ἀφοῦ ἐσὺ τὰ ἐξέτασες πρωτύτερα. «Ἂν κρίναμε ἐμεῖς τοὺς ἑαυτούς μας, δὲ θὰ κρινόμασταν ἀπὸ τὸ Θεὸ»(Ἃ΄ Κορ. 11, 31), λέει ὁ Παῦλος.
Κι ἀφοῦ δοκιμάσεις τὸ μακάριο πάθος τοῦ Δαβίδ, θὰ πεῖς κι ἐσὺ στὸ Θεό: «Τὸ σκοτάδι δὲ θὰ σκοτισθεῖ ἀπὸ Σένα, Κύριε, καὶ ἡ νύχτα θὰ μοῦ φωτιστεῖ σὰν ἡμέρα· γιατί Ἐσὺ ἔκανες κτῆμα Σου τοὺς νεφρούς μου»(Ψάλμ. 138, 12-13). Δὲν ἔκανες, λέει, δικό Σου ὁλόκληρό το ἐπιθυμητικὸ τῆς ψυχῆς μου μόνο, ἀλλὰ ὁποιαδήποτε σπίθα τῆς ἐπιθυμίας αὐτῆς μέσα στὸ σῶμα, ἀφοῦ ἐπέστρεψε στὴν καρδιὰ ποὺ τὴ δημιουργεῖ, διὰ μέσου αὐτῆς πέταξε ψηλὰ σὲ Σένα καὶ ἀπὸ Σένα ἔχει κρεμαστεῖ καὶ σὲ Σένα εἶναι προσκολλημένη.
Ὅπως δηλαδὴ τὸ ἐπιθυμητικὸ τῆς ψυχῆς ἐκείνων ποὺ εἶναι προσηλωμένοι στὶς αἰσθητὲς καὶ φθαρτὲς ἡδονές, κενώνεται ὁλόκληρο πρὸς τὴ σάρκα καὶ γι’ αὐτὸ γίνονται ὁλόκληροι σάρκες καὶ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ δὲν μπορεῖ νὰ παραμείνει σ’ αὐτοὺς(Γέν. 6, 3), ἔτσι καὶ ἐκείνων ποὺ ἀνύψωσαν τὸ νοῦ στὸ Θεὸ καὶ ἔχουν ἑξαρτήσει τὴν ψυχή τους ἀπὸ τὸ θεῖο πόθο, ἡ σάρκα μεταποιεῖται καὶ ἀνυψώνεται μαζὶ μὲ τὴν ψυχὴ καὶ ἀπολαμβάνει μαζί της τὴ θεία ἕνωση καὶ γίνεται κτῆμα καὶ κατοικία τοῦ Θεοῦ, μὴ ἔχοντας πιὰ μέσα της φωλιασμένη τὴν ἔχθρα ἐναντίον τοῦ Θεοῦ, μήτε ἐπιθυμώντας ἀντίθετα μὲ τὸ Πνεῦμα(Γαλ. 5, 17).
Ποιὸς εἶναι ὁ πιὸ ἁρμόδιος τόπος γιὰ τὸ πονηρὸ πνεῦμα ποὺ ἐπιτίθεται ἀπὸ κάτω στὴ σάρκα καὶ τὸ νοῦ μας; Δὲν εἶναι ἡ σάρκα, μέσα στὴν ὁποία, ὅπως λέει ὁ Ἀπόστολος, δὲν κατοικεῖ κανένα ἀγαθό, προτοῦ ἐγκατασταθεῖ μέσα της ὁ νόμος τῆς ζωῆς(Ρωμ. 7, 18); Αὐτὴ λοιπὸν τὴ σάρκα δὲν πρέπει ποτὲ νὰ τὴν ἀφήνομε χωρὶς νὰ τὴν προσέχομε. Πῶς λοιπὸν θὰ ἦταν δική μας; Καὶ πῶς δὲ θὰ τὴν ἀφήσομε; Ἢ πῶς θὰ ἀποκρούσομε τὴν ἀνάβαση τοῦ πονηροῦ ἐναντίον της, καὶ μάλιστα ὅσοι δὲ γνωρίζομε ἀκόμη νὰ ἀντιμετωπίζομε πνευματικά τα πονηρὰ πνεύματα; Πῶς ἀλλιῶς, παρὰ ἂν καὶ μὲ τὸ ἐξωτερικὸ σχῆμα ἐξασκηθοῦμε νὰ προσέχομε στοὺς ἑαυτούς μας; Καὶ γιατί ἀναφέρω τοὺς ἀρχαρίους, ὅταν ὑπάρχουν καὶ μερικοὶ ἀπὸ τοὺς τελειότερους, οἱ ὁποῖοι χρησιμοποίησαν αὐτὸ τὸ σχῆμα στὴν προσευχὴ κι ἔκαναν τὸ Θεὸ νὰ τοὺς ἀκούσει. Κι αὐτοὶ δὲν εἶναι μόνο μετὰ Χριστόν, ἀλλὰ καὶ πρὶν ἀπὸ τὴν ἔλευσή Του σ’ ἐμᾶς. Κι ὁ ἴδιος ὁ τελειότατος στὴ θεοπτία Ἠλίας, ἀφοῦ στήριξε τὸ κεφάλι του στὰ γόνατα καὶ συγκέντρωσε ἔτσι μὲ μεγαλύτερη φιλοπονία τὸ νοῦ στὸν ἑαυτό του καὶ στὸ Θεό, ἔλυσε τὴν πολύχρονη ἐκείνη ἀνομβρία(Γ΄ Βασ. 18, 42).
Αὐτοί, ἀδελφέ, ἀπὸ τοὺς ὁποίους λὲς ὅτι τ’ ἄκουσες αὐτά, μοῦ φαίνεται ὅτι πάσχουν ἀπὸ τὴ νόσο τῶν Φαρισαίων. Γι’ αὐτὸ καὶ δὲ θέλουν νὰ παρατηροῦν καὶ νὰ καθαρίζουν τὸ ἐσωτερικό του ποτηριοῦ(Ματθ. 23, 25), δηλαδὴ τὴν καρδιά τους. Καὶ δὲν ἀκολουθοῦν τὶς παραδόσεις τῶν Πατέρων, ἀλλὰ σπεύδουν νὰ καθίσουν πιὸ μπροστὰ ἀπ’ ὅλους σὰν νέοι νομοδιδάσκαλοι.
Δὲν καταδέχονται τὸ σχῆμα τῆς τελωνικῆς προσευχῆς ποὺ ὁδήγησε σὲ δικαίωση, καὶ παρακινοῦν καὶ τοὺς ἄλλους ποὺ προσεύχονται νὰ μὴν ἀσπάζονται αὐτὸ ποὺ περιέγραψε ὁ Κύριος στὰ Εὐαγγέλια λέγοντας ὅτι ὁ τελώνης δὲν ἤθελε οὔτε τὰ μάτια του νὰ σηκώσει στὸν οὐρανὸ(Λουκ. 18, 13). Ἀντίθετα, τὸν τελώνη φιλοτιμοῦνται νὰ μιμηθοῦν ἐκεῖνοι ποὺ ὅταν προσεύχονται ἔχουν στραμμένο προσεκτικά το βλέμμα τους στὸν ἑαυτό τους.
Κι ὅσοι τοὺς ὀνομάζουν ὀμφαλοψύχους, τοὺς συκοφαντοῦν ἀπροκάλυπτα— γιατί ποιὸς ἀπὸ αὐτοὺς εἶπε ποτὲ ὅτι ἡ ψυχὴ εἶναι στὸν ὀμφαλό; Ἐκτὸς λοιπὸν ποὺ ξεσκεπάστηκαν ὅτι ἐπιτίθενται συκοφαντικά, ἀποδείχτηκαν καὶ ὑβριστὲς τῶν ἀξιέπαινων ἐκείνων κι ὄχι διορθωτὲς κάποιων ποὺ σφάλλουν, καὶ ὅτι γράφουν γιὰ χάρη ὄχι τῆς ἡσυχίας καὶ τῆς ἀλήθειας, ἀλλὰ τῆς κενοδοξίας, καὶ οὔτε γιὰ νὰ ὁδηγήσουν στὴ νήψη, ἀλλὰ γιὰ νὰ ἀπομακρύνουν ἀπὸ αὐτή.
Γιατί καὶ τὴν ἐργασία αὐτὴ κι ἐκείνους ποὺ μὲ ἐπιμέλεια τὴν ἔχουν ἀναλάβει, προσπαθοῦν νὰ ἐξευτελίσουν μὲ κάθε τρόπο, κατηγορώντας τὴν κατάλληλη αὐτὴ τεχνικὴ ποὺ χρησιμοποιεῖται. Καὶ δὲ θὰ δυσκολεύονταν νὰ ὀνομάσουν κοιλιοψύχους οὔτε τὸ Δαβὶδ ποὺ εἶπε ὅτι «ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ εἶναι στὸ μέσο της κοιλιᾶς μου»(Ψάλμ. 39, 9), οὔτε τὸν Ἠσαΐα ποὺ εἶπε στὸ Θεὸ ὅτι «ἡ κοιλιά μου θ’ ἀντηχήσει σὰν κιθάρα καὶ τὰ σπλάχνα μου σὰν χάλκινο τεῖχος ποὺ ἐγκαινίασες ἐσὺ»(Ἡσ. 16, 11), καὶ γενικὰ νὰ διαβάλουν ὅλους ἐκείνους ποὺ μὲ σωματικὰ σύμβολα ὑποδηλώνουν καὶ ὀνομάζουν καὶ ἀνιχνεύουν τὰ νοερὰ καὶ θεία καὶ πνευματικά.
Ἀλλὰ αὐτοὶ σ’ ἐκείνους δὲ θὰ προξενήσουν καμία βλάβη, ἢ μᾶλλον θὰ τοὺς προξενήσουν καὶ μακαρισμοὺς καὶ περισσότερη προσθήκη τῶν οὐρανίων στεφάνων. Οἱ ἴδιοι ὅμως θὰ μείνουν ἔξω ἀπὸ τὰ ἱερὰ παραπετάσματα καὶ οὔτε τὶς σκιὲς τῆς ἀλήθειας δὲ θὰ μπορέσουν νὰ ἀτενίζουν. Καὶ ὑπάρχει μεγάλος φόβος μήπως λάβουν καὶ αἰώνια τιμωρία, ἐπειδὴ ὄχι μόνο ξεχώρισαν τοὺς ἑαυτούς των ἀπὸ τοὺς Ἁγίους, ἀλλὰ καὶ ἐπετέθηκαν μὲ λόγια ἐναντίον τους.
Γνωρίζεις βέβαιά το βίο τοῦ Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου· ἕνα θαῦμα ἦταν ὁλόκληρος σχεδὸν κι εἶχε δοξαστεῖ ἀπὸ τὸ Θεὸ μὲ ὑπερφυσικὰ θαύματα. Ξέρεις καὶ τὰ συγγράμματά του, ποὺ ἂν τὰ πεῖ κανεὶς συγγράμματα ζωῆς δὲ θὰ σφάλει. Γνωρίζεις ἐπίσης καὶ τὸν ὅσιο ἐκεῖνο Νικηφόρο, ὁ ὁποῖος ἀφοῦ ἔζησε πολλὰ χρόνια στὴν ἠρεμία καὶ τὴν ἡσυχία, ὕστερα ἀποσύρθηκε στὰ πιὸ ἐρημικὰ μέρη τοῦ Ἁγίου Ὅρους καὶ ἀσχολήθηκε μὲ τὴ συλλογὴ ὅλων των πατερικῶν ἀποσπασμάτων ποὺ ἀναφέρονται στὴ νηπτικὴ ἐργασία, τὰ ὁποῖα μᾶς τὰ παρέδωσε σ’ ἕνα λόγο του.
Οἱ δύο αὐτοὶ Ἅγιοι σαφῶς συμβουλεύουν σ’ ὅσους θέλουν, αὐτὸ τὸ ὁποῖο λὲς ὅτι μερικοὶ προσπαθοῦν νὰ ἀνατρέψουν. Καὶ γιατί ν’ ἀναφέρω τοὺς παλιοὺς Ἁγίους; Ἄνδρες λίγο πρὶν ἀπὸ ἐμᾶς, μαρτυρημένοι καὶ ἀποδεδειγμένοι μὲ τὴ δύναμη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, μᾶς τὰ παρέδωσαν ὅλα αὐτὰ μὲ τὸ στόμα τους. Καὶ τὸν Θεολόγο τοῦτον (τὸν Συμεὼν) τὸν ἀνεκήρυτταν ἀληθινὸ θεολόγο καὶ ἀσφαλῆ ἐπόπτη τῆς ἀλήθειας τῶν μυστηρίων τοῦ Θεοῦ.
Ἔχεις ἀκούσει γιὰ τὸν ὄνομα καὶ πράγμα Θεοληπτο, τὸν ἐπίσκοπο Φιλαδέλφειας, ἀπὸ τὴν ὁποία σὰν ἀπὸ λυχνία φώτισε ὅλο τὸν κόσμο· γιὰ τὸν Ἀθανάσιο ποὺ στόλισε τὸν πατριαρχικὸ θρόνο γιὰ πολλὰ χρόνια καὶ ποὺ τὸ λείψανό του τίμησε ὁ Θεός· τὸν Νεῖλο ἐκεῖνο τὸν Ἰταλό, τὸ ζηλωτὴ τοῦ Μεγάλου Νείλου· τὸ Σελιώτη καὶ τὸν Ἠλία, οἱ ὁποῖοι δὲν εἶναι καθόλου κατώτεροι ἀπὸ τὸν προηγούμενο· τὸν Γαβριὴλ καὶ τὸν Ἀθανάσιο, οἱ ὁποῖοι εἶχαν ἀξιωθεῖ νὰ λάβουν καὶ προφητικὸ χάρισμα.
Ἔχεις ἀκούσει γι’ αὐτοὺς καὶ γιὰ πολλοὺς ἄλλους πρὶν ἀπὸ αὐτοὺς καὶ μαζὶ μὲ αὐτοὺς καὶ μετὰ ἀπὸ αὐτούς, ποὺ ἐπαινοῦν καὶ παρακινοῦν ὅσους θέλουν νὰ κρατοῦν αὐτὴ τὴν παράδοση, τὴν ὁποία οἱ νέοι δάσκαλοι τῆς ἡσυχίας, χωρὶς νὰ γνωρίζουν ἴχνος ἡσυχίας, καὶ συμβουλεύοντας ὄχι ἀπὸ πείρα, ἀλλὰ ἀπὸ διάθεση φλυαρίας, δοκιμάζουν νὰ ἀθετοῦν καὶ νὰ διδάσκουν ἄλλα καὶ νὰ τὴν ἐξευτελίζουν, χωρὶς καμιὰ ὠφέλεια τῶν ἀκροατῶν. Ἐμεῖς ὅμως, μὲ μερικοὺς ἀπὸ τοὺς Ἁγίους αὐτοὺς καὶ προσωπικὰ μιλήσαμε καὶ τοὺς εἴχαμε δασκάλους.
Πῶς λοιπὸν ν’ ἀγνοήσομε αὐτοὺς ποὺ ἔχουν διδαχτεῖ ἀπὸ τὴ χάρη καὶ τὴν πείρα, καὶ νὰ στραφοῦμε σ’ ἐκείνους ποὺ προχώρησαν στὴ διδασκαλία ἀπὸ οἴηση καὶ ἀγάπη λογομαχίας; Δὲν εἶναι βέβαια δυνατὸ κάτι τέτοιο. Καὶ σὺ λοιπὸν νὰ τοὺς ἀποφεύγεις αὐτούς, ἀναφωνώντας μὲ σύνεση μαζὶ μὲ τὸν Δαβίδ: «Εὐλόγει, ψυχή μου, τὸν Κύριο, καὶ ὅλα τα ἐντός μου εὐλογεῖτε τὸ ἅγιο ὄνομά Του»(Ψάλμ. 102, 1). Καὶ παρέχοντας τὸν ἑαυτό σου πειθήνιο στοὺς Πατέρες, ἄκουγέ τους πῶς μᾶς προτρέπουν νὰ στέλνομε πάντοτε μέσα μας τὸ νοῦ.