Φωνὴ κεράτινης σάλπιγγας, ποὺ νὰ ἀντηχῆ δυνατώτερα ἀπὸ ἀνθρώπινη φωνὴ καὶ νὰ συγκλονίζη τὰ πέρατα, ἀπαιτεῖ ἕνας λόγος πρὸς τιμὴν τῆς ἱερᾶς αὐτῆς ἡμέρας, ἀγαπητοί μου. γι’ αὐτὸ καὶ κινδυνεύει ν’ ἀποτύχη τώρα, καθὼς ἀκούγεται προερχόμενος ἀπὸ τὸ ἀσθενὲς φωνητικό μου ὄργανο. Ἡ Κυρία ὅμως καὶ Βασίλισσα τοῦ παντός, ἔτσι καθὼς εἶναι ἀφιλόδοξη, θὰ δεχτῆ νομίζω κι αὐτὸν ἐδῶ τὸν σύντομο καὶ πενιχρὸ λόγο ποὺ τῆς προσφέρουμε οἱ δοῦλοι της, ὅμοια μὲ ἐκείνους τοὺς διεξοδικοὺς καὶ ἀστραφτερούς των σπουδαίων ὁμιλητῶν, μὲ τὸ νὰ παρακινεῖται σὲ συμπάθεια ἀπὸ τὶς προσευχὲς αὐτοῦ ποὺ μὲ προστάζει νὰ ὁμιλήσω. ἐπειδὴ ἀκριβῶς καὶ ἕνα μόνο πράγμα προσέχει ἡ φιλάγαθη: τὴν πρόθεσι.
Ἐμπρὸς λοιπόν, συνάξου ὁλόκληρη ἡ οἰκουμένη, ἱεράρχες καὶ ἱερεῖς, μοναχοὶ καὶ κοσμικοί, βασιλεῖς καὶ ἄρχοντες, ἄνδρες καὶ γυναῖκες, ἀγόρια καὶ κορίτσια, φυλὲς καὶ γλῶσσες, μὲ ὅλο μαζί το ἔθνος καὶ τὸ πλῆθος, καὶ ἀφοῦ ἀλλάξης τὰ φορέματα τῶν ἀρετῶν σου, «ντυμένη» κι ἐσὺ «στὰ κρόσσια τὰ χρυσὰ καὶ στολισμένη»1, πρόβαλε μὲ πρόσωπο φαιδρὸ καὶ ὅλο χαρὰ γιόρτασε τῆς Κυριοτόκου Μαρίας τὴν ἑορτή, τὴν ἐπικήδεια συγχρόνως καὶ διαβατήρια. διότι φεύγει ἀπὸ ἐδῶ κάτω καὶ πηγαίνει κοντὰ στὰ ὅρη τὰ αἰώνια, τὸ ὅρος ὄντως τὸ Σιῶν, στὸ ὁποῖο εὐδόκησε ὁ Θεὸς νὰ κατοικῆ, ὅπως ψάλλει ἡ λύρα τοῦ ψαλμωδοῦ. Σήμερα λοιπὸν ὁ ἐπίγειος οὐρανὸς περιβαλλόμενος τὴν στολὴ τῆς ἀφθαρσίας ἀποκτᾶ νέα διαμονή, τὴν καλύτερη καὶ αἰώνια. Σήμερα ἡ νοητὴ καὶ θεοφώτιστη σελήνη μὲ τὸ νὰ συμβάλλη στὸν δίσκο τοῦ ἡλίου τῆς δικαιοσύνης ἐκλείπει μὲν ἀπὸ τὴν πρόσκαιρη τούτη ζωή, συγχρόνως ὅμως ἀνατέλλει καὶ λάμπει μὲ τὴν τιμὴ τῆς ἀθανασίας. Σήμερα ἡ ὁλόχρυση καὶ θεοκατασκεύαστη κιβωτὸς τοῦ ἁγιάσματος ἀναχωρεῖ ἀπὸ τὰ ἐπίγεια σκηνώματα καὶ μετακομίζεται στὴν ἄνω Ἱερουσαλήμ, γιὰ νὰ ἀναπαυθῆ αἰώνια. Καὶ ὁ θεοπάτωρ Δαυὶδ μᾶς τὰ τραγουδάει αὐτὰ μὲ τὴν κιθάρα του καὶ ἀναφωνεῖ: «Θὰ προσαχθοῦν, λέει, παρθένοι», δηλ. ψυχές, «στὸν βασιλέα, ἀκολουθώντας πίσω ἀπὸ αὐτὴν θὰ προσαχθοῦν σὲ Σένα»2.
Τώρα λοιπόν, ἐνῶ ἔκλεισε τοὺς αἰσθητοὺς ὀφθαλμοὺς ἡ Θεοτόκος, ὑψώνει γιὰ χάρι μᾶς τοὺς νοητούς, σὰν λαμπροὺς καὶ μεγάλους φωστῆρες ποὺ ποτὲ ὡς τώρα δὲν βασίλεψαν, γιὰ νὰ ἀγρυπνοῦν καὶ νὰ ἐξιλεώνουν τὸν Θεὸ ὑπὲρ τῆς σωτηρίας τοῦ κόσμου. Τώρα, ἐνῶ στὰ θεοκίνητα χείλη τῆς ἐσίγησε ὁ ἔναρθρος λόγος, ἀείλαλο ἀνοίγει τὸ πρεσβευτικό της στόμα ὑπὲρ ὅλου του γένους. Τώρα, ἐνῶ συνέστειλε τὶς σωματικὲς καὶ θεοφόρες τῆς παλάμες, τὶς ὑψώνει ἄφθαρτες πρὸς τὸν Δεσπότη ὑπὲρ ὁλόκληρής της οἰκουμένης. Τώρα, ἐνῶ μᾶς ἀπέκρυψε τὰ ἡλιοειδὴ καὶ φυσικὰ χαρακτηριστικά της, ἀκτινοβολεῖ διὰ μέσου της σκιαγραφίας τῆς εἰκόνας της καὶ τὴν παρέχει στὸν λαὸ πρὸς ἀσπασμὸ εὐεργετικὸ καὶ σχετικὴ προσκύνησι, εἴτε τὸ θέλουν οἱ αἱρετικοὶ εἴτε ὄχι. Ἐνῶ λοιπὸν πέταξε ἐπάνω ἡ παναγνὸς περιστερά, δὲν παύει νὰ φυλάττη τὰ κάτω. Ἐνῶ ἐξῆλθε τοῦ σώματος, μὲ τὸ πνεῦμα τῆς εἶναι μαζί μας. Ἐνῶ ὁδηγήθηκε στοὺς οὐρανούς, ἐξοστρακίζει ἀπὸ ἀνάμεσά μας τοὺς δαίμονες μεσιτεύοντας πρὸς τὸν Κύριο.
Κάποτε, μέσω τῆς προμήτορος Εὕας ὁ θάνατος εἰσῆλθε καὶ κυρίευσε τὸν κόσμο. τώρα ὅμως συναντώντας τὴν μακαρία θυγατέρα ἐκείνης ἀποκρούστηκε καὶ κατανικήθηκε ἀπὸ τὸ ἴδιο ἐκεῖνο μέρος ἀπ’ ὅπου του εἶχε δοθῆ ἡ ἐξουσία. Ἃς χαρῆ λοιπὸν τὸ γυναικεῖο φύλο, ποὺ ἀντὶ ντροπῆς ἀποκομίζει δόξα. Ἃς χαρῆ καὶ ἡ Εὕα, διότι δὲν εἶναι πιὰ κατηραμένη, ἀλλὰ ἔχει νὰ ἐπιδείξη ἀπόγονό της εὐλογημένο τὴν Μαρία. Ἃς σκιρτήση ἡ κτίσις ὁλόκληρη, καθὼς ἀντλεῖ μυστικά τα νάματα τῆς ἀφθαρσίας ἀπὸ τὴν παρθενικὴ πηγὴ καὶ ἀπαλλάσσεται ἔτσι ἀπὸ τὴν θανατηφόρα δίψα.
Τέτοια εἶναι ἡ ἑορτὴ ποὺ ἔχουμε σήμερα. Τόσο μεγάλα εἶναι τὰ γεγονότα ποὺ ὑμνολογοῦμε. Αὐτὰ μας χαρίζει ἡ χριστοανθῆς ρίζα τοῦ Ἰεσσαί, ἡ ἱερόβλαστη ράβδος τοῦ Ἀαρῶν, ὁ νοητὸς παράδεισος τοῦ ξύλου τῆς ζωῆς, ὁ ἔμψυχος λειμώνας τῶν παρθενικῶν ἀρωμάτων, ἡ ἀνθισμένη θεογεώργητη ἄμπελος τοῦ ὡρίμου καὶ ζωογόνου βότρυος, ὁ ὑψηλὸς καὶ ἐπηρμένος χερουβικὸς θρόνος τοῦ Παμβασιλέως, ὁ οἶκος ὁ γεμάτος ἀπὸ τὴν δόξα Κυρίου, τὸ ἅγιο καταπέτασμα τοῦ Χριστοῦ, ὁ φωτεινότατος τόπος τῆς ἀνατολῆς, αὐτὰ μας χαρίζει, καθὼς κοιμήθηκε σήμερα ἐν εἰρήνη καὶ δικαιοσύνη. Λέω κοιμήθηκε, ὄχι ὅμως καὶ πέθανε. Πέρασε ἀπὸ τὴν γῆ στὸν οὐρανό, ὅμως δὲν ἐγκατέλειψε τὴν ὑπεράσπισι τοῦ ἀνθρωπίνου γένους.
Μὲ ποιὰ λόγια λοιπὸν νὰ παραστήσουμε τὸ μυστήριό σου; Ἀδυνατοῦμε νὰ τὸ σκεφθοῦμε. εἴμαστε ἀσθενεῖς γιὰ νὰ τὸ ἐκφράσουμε. ἰλλιγγιοῦμε νὰ τὸ περιγράψουμε. Διότι εἶναι παράξενο καὶ ὑψηλὸ καὶ ἀνώτερο γιὰ κάθε διάνοια. Δὲν σχετίζεται καὶ δὲν ταιριάζει μὲ κάτι ἄλλο, ὅπως συμβαίνει μὲ τὰ ὑπόλοιπα πράγματα, ἔτσι ὥστε νὰ εἴμαστε σὲ θέσι νὰ δώσουμε πρόχειρα τὶς ἀποδείξεις ἀπὸ τὰ γύρω μας πράγματα. Ἀντίθετα, ἀπὸ τὰ ὑπερβατικὰ καὶ ἀνώτερά μας κατανοοῦμε μὲ εὐλάβεια ὅσα ἀναφέρονται σὲ σένα, καὶ σὲ σένα μόνη παραδίδουμε τὰ ὑπὲρ ἄνθρωπον. Διότι ἄλλαξες τὴν φύσι κατὰ τὴν ἄρρητη γέννησι. Ποῦ ἀλλοῦ ἄκουσε κανεὶς παρθένο νὰ συλλαμβάνη ἀσπόρως! Ὢ θαῦμα! Τὴν μητέρα καὶ λεχώνα τὴν βλέπουμε ἄφθορη παρθένο, ἐπειδὴ Θεὸς ἦταν αὐτὸ ποὺ γέννησε. Τὸ ἴδιο λοιπὸν καὶ στὴ ζωηφόρο κοίμησί σου: μὲ τὸ νὰ εἶσαι διαφορετικὴ ἀπὸ τοὺς ὑπολοίπους, μόνη ἐσὺ κατέχεις δικαιολογημένα τὴν ἀφθαρσία καὶ τῶν δύο (ψυχῆς δηλ. καὶ σώματος).
Ἃς μᾶς ἀφηγηθῆ ὅμως ἡ Σιῶν τὰ παράδοξα ἐκείνης τῆς ἡμέρας. Εἶχε λοιπὸν συμπληρωθῆ τὸ ὅριο τῆς ζωῆς. Εἶχε φθάσει ἡ ὥρα τοῦ θανάτου. Προγνώρισε σὰν μητέρα Θεοῦ ἡ Παναγία τὸν καιρὸ τῆς μεταστάσεως. (Καὶ πόσα περισσότερα ἀπὸ τὸν καθένα ποὺ σὰν ἁπλὸς δοῦλος προφητεύει δὲν θὰ ἔδινε κανείς, ἀδελφοί μου φιλοχριστοι, πρὸς τὴν μητέρα τοῦ Θεοῦ καὶ ἀνώτερη ἀπὸ ὅλους τους προφῆτες;)3. Ὅταν λοιπὸν τὰ αἰσθάνθηκε αὐτὰ καὶ τὰ κατάλαβε, τί μᾶς λέει ἡ παράδοσις πὼς προσευχόταν καὶ παρακαλοῦσε;
“Ἔφθασε ἡ ἡμέρα τῆς ἐξόδου μου. ἔφθασε ὁ χρόνος τῆς ἐνδημίας μου πρὸς ἐσένα. Ἃς παρευρεθοῦν ἐδῶ αὐτοὶ ποὺ θὰ ὑπηρετήσουν στὸν ἐνταφιασμό μου, Δέσποτα. εἴθε νὰ σταθοῦν στὸ προσκέφαλό μου οἱ λειτουργοὶ ποὺ θὰ τελέσουν τὴν κηδεία μου. Καὶ στὰ μὲν χέρια σου νὰ ἀφήσω τὸ πνεῦμα μου, στὰ δὲ χέρια τῶν μαθητῶν σου, γιὰ νὰ τὸ ἐνταφιάσουν, τὸ ἄψαυστο καὶ θεοδόχο σῶμα μου, ἀπὸ ὅπου ἀνέτειλες ἐσὺ ἡ ἀθανασία. Ἃς παρασταθοῦν κοντά μου νὰ μοῦ δώσουν χαρὰ αὐτοὶ ποὺ βρίσκονται διεσπαρμένοι στὰ πέρατα τῆς γῆς, οἱ κήρυκες καὶ ὑπηρέτες τοῦ εὐαγγελίου σου. Κι ἂν ἐσὺ εὐδόκησες νὰ μετατεθῆ ζωντανὸς ἀκόμη ὁ δίκαιος Ἐνὼχ στὸν οὐρανό, γιατί ἔτσι ἔπρεπε, καὶ ὁ Θεσβίτης Ἠλίας ἐκ τοῦ ἐμφανοῦς νὰ ἀνυψωθῆ μὲ πύρινο ἅρμα πρὸς ἄγνωστες χῶρες, γιὰ νὰ ἀναμένουν καὶ οἱ δύο τὸν χρόνο τῆς φρικτῆς καὶ παμφώτεινης δευτέρας παρουσίας σου, καὶ ἂν πάλι γιὰ μιὰ ἀνάγκη τοῦ Δανιὴλ ἐθαυματούργησες, ὥστε μέσα σὲ μιὰ στιγμὴ ὁ προφήτης Ἀββακοὺμ νὰ μεταφερθῆ ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλὴμ στὴν Βαβυλώνα καὶ πάλι νὰ ἐπιστρέψη, τότε τί σου εἶναι ἀδύνατο καὶ μόνο ἂν τὸ θελήσης;”
Αὐτὰ μόλις εἶπε ἡ πανύμνητος, νὰ ποὺ κατέφθασε καὶ ἡ δωδεκάδα τῶν ἀποστόλων, ἀπὸ διαφορετικὴ κατεύθυνσι ὁ καθένας, σὰν σύννεφα σπρωγμένα ἀπὸ τὶς πτέρυγες τοῦ Πνεύματος, ποὺ ἦρθαν καὶ στάθηκαν κοντὰ στὴ νεφέλη τοῦ φωτός. Τί λέγει λοιπὸν ἐκείνη ποὺ ἔχει τὰ θεϊκά, τὰ πολλά, τὰ μεγάλα ὀνόματα, φέρνοντας, καθὼς ἦταν ξαπλωμένη, ἕνα γύρο τὸ βλέμμα της καὶ ἀντικρύζοντας αὐτοὺς ποῦ ζητοῦσε;
“Ἃς ἀγαλλιάση ἡ ψυχή μου γιὰ τὸν Κύριο καὶ αὐτὸ θὰ γίνη γιὰ μένα εὐφροσύνη καὶ αἴνεσις καὶ μεγαλεῖο ἐκ μέρους ὅλων των ἐθνῶν τῆς γῆς. Διότι μου συγκέντρωσε τὰ θεμέλια της Ἐκκλησίας, μοῦ συνάθροισε τοὺς ἄρχοντες τῆς οἰκουμένης, τοὺς θαυμαστοὺς ὑπηρέτες τῆς κηδείας μου. (Ὢ μεγαλοφυὲς θαῦμα! Ὢ ἔργο μητρικῆς ἀφοσιώσεως πρὸς τὸν υἱό! Ὢ δῶρο υἱικῆς σχέσεως πρὸς τὴν μητέρα!). Σὰν ἄλλος οὐρανός μου φάνηκε τὸ δωμάτιο, μὲ τὸ νὰ περικλείη μέσα του τοὺς φωστῆρες τοῦ κόσμου. Ναὸς Κυρίου φάνηκε ἡ ὀροφή, ποὺ ἔφερε κοντά μου τοὺς θείους μύστες καὶ ἱερουργούς. Δὲν θὰ μελετήση πιὰ ἡ συμμορία τῶν Ἰουδαίων νὰ πραγματοποιήση τὸν ἐναντίον μου παραλογισμό. Δὲν θὰ ὁπλίση πιὰ ἐναντίον μου τὸ θρασύ του χέρι, γιὰ νὰ μὲ φονεύση, τὸ συνέδριο τῶν ἱερέων. (Διότι κάποτε τὸ εἶχαν σχεδιάσει καί, μαζὶ μὲ τὸν Υἱό, θὰ φόνευαν οἱ αἱμοχαρεῖς καὶ τὴν Μητέρα, ἀλλὰ ἀπέτυχαν στὸν σκοπό τους, γιατί τοὺς ἐμπόδισε ἄνωθεν ἡ θεία πρόνοια). Μεταβιβάζομαι σὲ τόπους κατοικίας ἀπαραβίαστους, ὅπου δὲν μπορεῖ ὁ ἐχθρὸς νὰ εἰσαγάγη τὶς παγίδες τῆς κακίας. ὅπου θὰ μπορῶ νὰ ἀντικρύσω τὴν τερπνότητα τοῦ Κυρίου καὶ νὰ ἐπισκεφθῶ τὸν Ναόν, ἐγὼ ὁ παμφώτεινος ναός Του”.
Καὶ τί εἶπαν τότε πρὸς αὐτὴν οἱ μακάριοι ἀπόστολοι μὲ λόγια εἴτε δικά τους εἴτε διαλεγμένα ἀπὸ τὰ στόματα τῶν προφητῶν;
“Χαῖρε κλίμαξ ποὺ στηρίζεσαι στὴ γῆ καὶ φθάνεις στὸν οὐρανό, μέσω τῆς ὁποίας ἔγινε ἡ κάθοδος πρὸς ἠμᾶς καὶ ἡ ἄνοδος πρὸς τοὺς οὐρανοὺς τοῦ Κυρίου, κατὰ τὸν μεγάλο πατριάρχη Ἰακώβ4.
Χαῖρε βάτε μὲ τὴν τόσο παράδοξη μορφή, ἀπὸ τὴν ὁποία ἐμφανίστηκε ἄγγελος Κυρίου σὲ μορφὴ πύρινης φλόγας καὶ τὴν ὁποία ἐνῶ ἡ φωτιὰ ἔκαιγε, δὲν τὴν κατέκαιε, κατὰ τὸν μεγάλο θεόπτη Μωυσή5.
Χαῖρε ὁ θεοδέγμων πόκος, ἀπὸ τὸν ὁποῖο στράγγισε ἡ οὐράνια δρόσος, μία γεμάτη λεκάνη νερό, κατὰ τὸν θαυμασιώτατο Γεδεών6.
Χαῖρε πόλις τοῦ βασιλέως τοῦ μεγάλου7, τὴν ὁποία θαυμάζουν καὶ μεγαλύνουν οἱ βασιλείς8 μαζὶ μὲ τὸν ἀσματογράφο Δαυίδ.
Χαῖρε ἡ νοητὴ Βηθλεέμ, ὁ οἶκος τοῦ Ἐφραθᾶ, ἀπ’ ὅπου ἐξῆλθε ὁ βασιλεὺς τῆς δόξης, γιὰ νὰ καταστῆ ἄρχοντας στὸν λαὸ τοῦ Ἰσραήλ, τοῦ ὁποίου «αἳ ἔξοδοι ἀπ’ ἀρχῆς ἐξ ἡμερῶν αἰῶνος»9, ὅπως λέγει ὁ Μιχαίας ὁ θειότατος.
Χαῖρε τὸ κατασκιο παρθενικὸ ὅρος, ἀπὸ τὸ ὁποῖο ἐμφανίστηκε ὁ ἅγιος του Ἰσραήλ, κατὰ τὸν θεοφωνο Ἀββακούμ10.
Χαῖρε λυχνία ὁλόχρυση καὶ φωτοφόρε, ἀπὸ τὴν ὁποία ἔλαμψε στοὺς «ἐν σκότει καὶ σκιὰ θανάτου καθημένους»11 τὸ ἀπρόσιτο φῶς τῆς Θεότητος, κατὰ τὴν ρῆσι τοῦ θεσπέσιου Ζαχαρία12.
Χαῖρε τὸ παγκόσμιο ἰλαστήριο τῶν ἀνθρώπων, διὰ τοῦ ὁποίου σὲ ἀνατολὴ καὶ δύσι δοξάζεται στὰ ἔθνη τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου καὶ παντοῦ προσφέρεται θυμίαμα στὸ ὄνομά Του, κατὰ τὸν ἁγιώτατο Μαλαχία13.
Χαῖρε νεφέλη ἀνάλαφρη, πάνω στὴν ὁποία κάθησε ὁ Κύριος, κατὰ τὸν ἱεροφωνότατο Ἠσαΐα14.
Χαῖρε ἡ ἱερὰ βίβλος τῶν προσταγμάτων τοῦ Κυρίου καὶ ὁ νεοχάρακτος νόμος τῆς Χάριτος, χάριν τῆς ὁποίας μᾶς ἔγιναν γνωστὰ ὅσα ἀρέσουν στὸν Θεό, κατὰ τὸν πολυθρήνητο Ἱερεμία15.
Χαῖρε ἡ κλεισμένη πύλη, διὰ τῆς ὁποίας ὁ Κύριος καὶ Θεὸς τοῦ Ἰσραὴλ εἰσῆλθε καὶ ἐξῆλθε κατὰ τὸν μεγάλο θεόπτη Ἰεζεκιήλ16.
Χαῖρε τὸ ἀλατόμητο ἀπὸ χέρι ἀνθρώπου καὶ ὑψηλότατο ὅρος, ἀπὸ τὸ ὁποῖο ἀπεκόπη ὁ ἀκρογωνιαῖος λίθος, κατὰ τὸν θεολογικώτατο Δανιήλ17″.
Καὶ ποιὸς νοῦς νὰ χωρέση ἢ ποιὸς λόγος νὰ ἀφηγηθῆ ὅσα ἐκεῖ ἔψαλλαν, ὅσα εἶπαν, ὅσα ἐμακάρισαν οἱ θεολόγοι; Ὅταν λοιπὸν ἱερούργησαν ἱερῶς ὅσα ταίριαζε καὶ ἐπετέλεσαν τὰ ἅγια ἁγίως, νὰ ποὺ ἔφθασε καὶ ὁ Κύριος μὲ τὴν δόξα τῆς δυνάμεώς του καὶ ὅλη τὴν στρατιὰ τοῦ οὐρανοῦ. Καὶ ἀοράτως μὲν λειτουργοῦσαν οἱ ἀσώματοι, σωματικῶς δὲ γίνονταν ὑμνωδοὶ τῆς θείας μεγαλειότητος οἱ ἀπόστολοι. Σύμμεικτη ἦταν, ἀδελφοί μου, ἡ πανήγυρις καὶ ὁ χορὸς οὐράνιος μαζὶ καὶ ἐπίγειος — κι ἃς μὴ ξενίση ὁ λόγος μου καθὼς σκιαγραφεῖ τὰ θεοπρεπῆ γεγονότα — ἀποτελούμενος ἀπὸ Ἀγγέλους, Ἀρχαγγέλους, Κυριότητες, Θρόνους, Ἀρχές, Ἐξουσίες, Δυνάμεις, τὶς Χερουβικὲς καὶ Σεραφικές, ἀποστόλους, μάρτυρες, δικαίους, ἄλλους νὰ προτρέχουν, ἄλλους νὰ προϋπαντοῦν, ἄλλους νὰ ἡγοῦνται, ἄλλους νὰ προηγοῦνται, ἄλλους νὰ ἀκολουθοῦν καὶ ἄλλους νὰ παρακολουθοῦν, καὶ ὅλους νὰ φωνάζουν χαρμόσυνα μὲ ἕνα στόμα: «Ἄσατε τῷ Κυρίω»18. «αἰνέσατε τὸν Κύριον»19. «εὐλογημένος Κύριος ἐπὶ δίκαιον ὅρος τὸ ἅγιον αὐτοῦ»20. καὶ «ἀνυψωθήτω ὁ οὐρανὸς εἰς τὸ μετέωρον»21. Ποιὸς λοιπὸν ἄκουσε ποτὲ εἰς τὸν αἰώνα τέτοιο ἐξόδιο, φιλοχριστοι ἀδελφοί; Ποιὸς γνώρισε τὴν προπομπὴ μιᾶς τέτοιας κηδείας; Ποιὸς κατάλαβε ποτὲ μέχρι τώρα τέτοια μετάβασι, σὰν κι αὐτὴ ποῦ ἀξιώθηκε ἡ Μητέρα τοῦ Κυρίου μου; Καὶ δὲν εἶναι παράξενο. Γιατί ἀκριβῶς καὶ κανένας δὲν φάνηκε ποτὲ ὑπέρτερος ἀπὸ αὐτήν, ποὺ εἶναι μεγαλύτερη ἀπὸ ὅλους τους ἀνθρώπους.
Φρίττει τὸ πνεῦμα μου, ὢ Παρθένε, καθὼς βάζω στὸ μυαλό μου τὸ μεγαλεῖο της μεταστάσεώς σου. Μένει ἔκπληκτος ὁ νοῦς μου, καθὼς ἀναλογίζομαι τὸ θαῦμα τῆς κοιμήσεώς σου. Δένεται ἡ γλώσσα μου, καθὼς πάει νὰ διηγηθῆ τὸ μυστήριο τῆς παλινζωΐας σου. Διότι ποιὸς εἶναι ἐκεῖνος ποῦ θὰ μποροῦσε ἐπάξια «νὰ κάνη γνωστοὺς ὅλους τους ὕμνους σου»22 ἢ «νὰ ἐξιστορήση ὅλα τα θαυμάσια σου23»; Ποιὸς νοῦς ὑψηγόρος θὰ ρητορεύση, ποιὰ γλώσσα μεγαλόστομη θὰ ὁμιλήση, θὰ ἐξαγγείλη καὶ θὰ παραστήση τὰ κατά σε, θὰ ἀποδώση τὰ λόγια σου ἢ θὰ σταθῆ ἀντάξια των δικῶν σου θαυμασίων, τελετῶν, πανηγύρεων, ἑορτῶν, διηγήσεων, ἐγκωμίων; Γι’ αὐτὸ καὶ ἐπὶ τοῦ παρόντος μυστηρίου ἡ γλώσσα μᾶς ἀποδεικνύεται ἀδύνατη, ἄτονη, ἀποτυχημένη, ἀποδοκιμασμένη. Διότι πράγματι ὑπερέχεις, ὑπερβάλλεις, ὑπερτερεῖς ἀσυγκρίτως, σὲ ὕψος καὶ μέγεθος ἀπὸ τὸν ἀνώτατο οὐρανό. σὲ λαμπρότητα ἁγνείας, ἀπὸ τὸ ἡλιακὸ φῶς. σὲ ἀπόκτησι παρρησίας, ἀπὸ τὸ ἀγγελικὸ ἀξίωμα κάθε ἄυλης καὶ λογικῆς ὑπάρξεως τῶν νοητῶν καὶ νοερῶν δυνάμεων.
Ἀλλὰ τί ἐπίσημη καὶ λαμπρὴ — μὲ ἀγαλλίασι τὸ λέω — ἡ πανήγυρίς σου! Πόσο σημειοφόρος καὶ θαυματουργικὴ ἡ μετάστασίς σου! Πόσο ζωοπάροχος καὶ ἀφθαρτοδώρητος ὁ ἐνταφιασμός σου, μητέρα τοῦ φωτός! Τώρα ὅμως ποὺ πέρασες τὰ σύννεφα καὶ ἀνέβηκες στὸν οὐρανὸ καὶ μπῆκες στὰ ἅγια των ἁγίων «ἐν φωνὴ ἀγαλλιάσεως καὶ ἐξομολογήσεως»24, ἀξίωσε, Θεοτόκε, νὰ εὐλογήσης πλούσια τα πέρατα τῆς οἰκουμένης. Μὲ τὶς πρεσβεῖες σου κᾶνε εὔκρατούς τους καιρούς. χάριζε τὴν βροχὴ στὴν ὥρα της. κατεύθυνε σωστά τους ἀνέμους. κᾶνε τὴν γῆ νὰ καρποφορῆ. δώρισε τὴν εἰρήνη στὴν Ἐκκλησία. κράτυνε τὴν Ὀρθοδοξία. φύλαγε τὴν βασιλεία. ἀπόκρουε τὶς ἐπιθέσεις τῶν βαρβάρων. σκέπαζε ὁλόκληρό το γένος τῶν Χριστιανῶν. τέλος δὲ συγχώρησε καὶ τὴν δική μου τόλμη. Διότι δικός σου εἶναι αὐτὸς ὁ λόγος, Μητέρα τοῦ Θεοῦ, καὶ σὺ προφήτευσες μελωδικὰ ἐκεῖνο ποὺ θὰ γινόταν: «Διότι νὰ ποὺ ἀπὸ τώρα, εἶπες, θὰ μὲ μακαρίζουν ὅλες οἱ γενεὲς»25. Ἐπειδὴ λοιπὸν δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἀποδειχθῆ ψευδὴς ὁ θεῖος σου λόγος, δέξου κι ἀπὸ μένα τὸν ἀνάξιο δοῦλο σου, αὐτὴ τὴν κατὰ δύναμιν προσφώνησι καὶ «δός μου πάλι τὴν ἀγαλλίασι πού μου χαρίζει ἡ σωστική σου βοήθεια»26. Μὲ τὴν δύναμι τῶν πρεσβειῶν σου στήριξε μὲ μαζὶ μὲ τὸν συγγενῆ μου καὶ πνευματικὸ πατέρα μου27 καὶ μὲ τὸ ποίμνιο πού μου ἔχουν ἐμπιστευθῆ. ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίω ἠμῶν, εἰς τὸν ὁποῖον ἀνήκει ἡ δόξα καὶ ἡ τιμὴ καὶ τὸ κράτος μαζὶ μὲ τὸν παντοκράτορα Πατέρα καὶ τὸ ζωοποιὸ Πνεῦμα, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰώνας τῶν αἰώνων. Ἀμὴν.
1. Ψαλμ. μδ’ 14
2. πρβλ. Ψαλμ. μδ’ 15
3. Σ.Μ. Πώς δεν θα της δινόταν δηλ. από τον Θεό το χάρισμα να προΐδη την μετάστασί της;
4. βλ. Γεν. κη
5. βλ. Έξ. γ’ 2-3
6. βλ. Κριταί ς’ 38
7. βλ. Ψαλμ. μζ’ 3
8. βλ. Ψαλμ. μζ’ 5-6
9. Μιχ. ε’ 1
10. βλ. Αββακ. γ’ 3
11. Ψαλμ. ρς’ 10
12. βλ. Ζαχ. δ’ 2
13. βλ. Μαλαχ. α’ 11
14. βλ. Ησ. ιθ’ 1
15. πρβλ. Ιερ. κε’ 13
16. βλ. Ιεζ. μδ’ 2 κ.εξ.
17. βλ. Δαν. β’ 34, 45
18. Ιερ. κ’ 13
19. ένθ’ ανωτ
20. Ιερ. λη’ 23
21. πρβλ. Ιερ. λη’ 35
22. Ψαλμ. ρε’ 2
23. Ψαλμ. οδ’ 1
24. Ψαλμ. μα’ 5
25. Λουκ. α’ 48
26. Ψαλμ. ν’ 14
27. Σ.Μ. Εννοεί τον κατά σάρκα θείο του και πνευματικό πατέρα του Πλάτωνα, του οποίου τις ευχές επικαλείται και στο προοίμιο του λόγου.
ΠΗΓΗ: “ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑ” 1989