Ἑορτάζει στὶς 14 Φεβρουαρίου
Καταγωγὴ
Ὁ Ὅσιος Αὐξέντιος καταγόταν ἀπὸ τὴν Συρία. Ἔζησε στὴν Κωνσταντινούπολη ἐπὶ αὐτοκράτορα Θεοδοσίου Β’ τοῦ Μικροῦ (408 – 450 μ.Χ.) καὶ κατεῖχε τὸ ἀξίωμα τοῦ σχολαρίου τοῦ στρατηλάτου.
Συνανεστρέφετο ἐνάρετους ἄνδρες
Διαπρέποντας λοιπὸν ὁ Μέγας Αὐξέντιος μὲ τοὺς πνευματικοὺς ἀγῶνες, παρ’ ὅτι ἀκόμη ἔμενε στὴν βασιλεύουσα τῶν πόλεων δηλαδὴ στὴν Κωνσταντινούπολη δὲν παρέλειπε ἐν τούτοις νὰ συναναστρέφεται τοὺς ξακουστοὺς γιὰ τὴν ἀρετή τους καὶ γιὰ τὴν ἄσκηση τοὺς Πατέρες τῆς ἐποχῆς του. Ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς ἦταν καὶ ὁ μοναχός, Ἰωάννης ὀνομαζόμενος, τὸν ὁποῖο συχνὰ ἐπεσκέπτετο. Ὁ μοναχὸς ἦταν πολὺ ἐνάρετος καὶ ἐκεῖνον τὸν καιρὸ ἔμενε ἐπάνω σε ἕνα στύλο. Ἀπὸ αὐτὸν διδάχθηκε ὁ Ὅσιος τὸν φιλάρετο βίο καὶ γιὰ νὰ ἐκτελεῖ ὅλες τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, τὸν περισσότερο χρόνο ἔμενε στὸν Ναὸ τῆς Ἅγιας Εἰρήνης, ποὺ βρισκόταν κοντὰ στὴν θάλασσα μαζὶ μὲ τοὺς ἐνάρετους ἄνδρες. Ἐκεῖ ἀσκεῖτο στὶς ὁλονύκτιες προσευχὲς καὶ δεήσεις τηρώντας πιστὰ τὶς νηστεῖες καὶ κάθε ἄλλη ἐγκράτεια.
Ἔδιωξε τὸ δαιμόνιο
Κάποια γυναίκα, ἡ oποία ἦταν κυριευμένη ἀπὸ πονηρὸ πνεῦμα, συνάντησε τὸν Ἅγιο Αὐξέντιο, ὅταν ἐπέστρεφε ἀπὸ τὸ παλάτι. Αὐτὴ εἶχε ἀκάλυπτό τό κεφάλι της, καὶ τραβοῦσε τὶς τρίχες της καὶ φώναζε δυνατά. «Ὢ βία, ἀπὸ τὸν ἐχθρό μας τὸν Αὐξέντιο! Εἴκοσι χρόνια τώρα ἔχω ποὺ κατοικῶ σὲ αὐτὴν τὴν γυναίκα καὶ τώρα διώχνομαι μὲ βία ἀπὸ αὐτόν».
Τότε ὁ Ἅγιος πίεσε τὸ ἄλογο, πάνω στὸ ὁποῖο καθόταν, γιὰ νὰ τὴν προσπεράσει, ὥστε νὰ μὴ γίνει γνωστὴ σὲ κανέναν ἡ θεία χάρι, ποὺ κατοικεῖ σὲ αὐτόν. Ἡ γυναίκα ὅμως ἀκολουθοῦσε μὲ μεγάλες φωνές, μᾶλλον τὸ πονηρὸ πνεῦμα, ποὺ ἔμενε σὲ αὐτήν, μαστιγούμενο ἀοράτως ἀπὸ τὴν θεία Χάρι, καὶ ἔλεγε: «Ἰδού, ἐξέρχομαι, ἐὰν μόνον μὲ διατάξη αὐτός». Μαζεύτηκε γύρω ἀπὸ αὐτὸν πολὺ πλῆθος. Ἀφοῦ μὲ δάκρυα καὶ στεναγμοὺς παρακάλεσε ὁ μακάριος τὸν Θεό, ἀμέσως ἀπήλλαξε τὴν γυναίκα ἀπὸ τὸν δαίμονα.
Ἀπόρησαν λοιπὸν ὅλοι θαυμάζοντες καὶ δοξάζοντες τὸν Θεό, ὁ ὁποῖος τέτοια ἐξουσία ἔδωκε στὸν δοῦλο του κατὰ τῶν ἀκαθάρτων πνευμάτων.
Γίνεται Μοναχὸς
Πολλὰ θαύματα ἔκανε ὁ Μέγας Αὐξέντιος, ὅταν ἀκόμη ζοῦσε στὸν κόσμο. Κατόπιν, ἐπειδὴ κατάλαβε ὅτι ἔγινε γνωστὸς σὲ ὅλους, θέλοντας νὰ ἀποφύγει τὴν δόξα τῶν ἀνθρώπων, καὶ ἐπειδὴ προεῖδε μὲ τοὺς ψυχικοὺς ὀφθαλμοὺς του τὴν μέλλουσα νὰ συνταράξη τὴν Ἁγία τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησία, παράνομη αἵρεση τοῦ δυσσεβοὺς Νεστορίου καὶ Εὐτυχοῦς, ἀπαρνήθηκε τὸν κόσμο καὶ τὶς βασιλικὲς αὐλὲς καὶ ἐγκατέλειψε τὸ πλῆθος τῶν φίλων ποὺ εἶχε, τρέπεται πρὸς τὸν μοναχικὸ βίο. Ἔφθασε λοιπὸν στὰ ἐρημικότερα μέρη τῆς Βιθυνίας καὶ ἀνέβηκε στὴ πλαγιὰ τοῦ ὅρους, ποὺ καλεῖται Ὀξεία καὶ ποὺ ἀπέχει δέκα μίλια ἀπὸ τὴν Χαλκηδόνα, καὶ διέμεινε σὲ κάποια πέτρα. Ἀσκήτευε, ἐνῶ παράλληλα ἀσχολήθηκε μὲ τὴν μελέτη καὶ σπουδὴ τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Ὁ λαὸς ἔμαθε σιγὰ-σιγὰ γιὰ τὴν παρουσία τοῦ Ἁγίου καὶ πλῆθος συνέρρεε ἐκεῖ, καὶ πολλὰ θαύματα ἐπιτέλεσε ὁ Ἅγιος.
Τὸν καλοῦν γιὰ τὴν Σύνοδο
Τόση δὲ ἦταν ἡ φήμη του γιὰ τὶς σπάνιες ἀρετὲς καὶ τὴν βαθιὰ θεολογικὴ μόρφωσή του, ὥστε προσκλήθηκε στὴν Δ’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, ποὺ συνεκλήθη τὸ ἔτος 451 μ.Χ. στὴν Χαλκηδόνα γιὰ νὰ καταδικάσει τὶς κακοδοξίες τοῦ Νεστορίου καὶ Εὐτυχοῦς. Ἀφοῦ συμφώνησε μὲ τὴν Σύνοδο ἐπέστρεψε πάλι ὄχι στὸ προηγούμενο ὅρος, ἀλλὰ σὲ ἄλλο πολὺ πιὸ ἀπόκρημνο καὶ ψηλότερο, ποὺ ὀνομάζετο Σκόπα, στὸ ὁποῖο καὶ ἔμεινε, ἀφοῦ οἱ ἀδελφοί του ἔκαναν πάλι κλουβὶ ἀπὸ ξύλα καὶ ἄφησαν μικρὸ παραθυράκι γιὰ νὰ συνομιλεῖ μὲ ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι πήγαιναν σὲ αὐτόν. Πολλοὶ ἀνέβαιναν πρὸς αὐτὸν καὶ ἀπὸ τὶς Ρουφινιανὲς καὶ ἀπὸ ἄλλα μέρη γιὰ ὠφέλεια ψυχῆς καὶ σώματος, τοὺς ὁποίους δίδασκε νὰ ψάλλουν καὶ μερικὲς ὠδὲς κατανυκτικὲς καὶ ὠφέλιμες.
Ἡ διδασκαλία του
Μετὰ ἀπὸ τὴν ψαλμωδία τῶν ὠδῶν ὁ μακάριος ἄρχιζε τὴν ψυχωφελῆ καὶ σωτηριώδη διδασκαλία του, τὴν ὁποίαν παρέτεινε σχεδὸν μέχρι τὸ βράδυ, συμβουλεύοντας ὅλους νὰ οἰκονομοῦν καλὰ τὴν ζωή τους καὶ ποτὲ νὰ μὴ δείχνουν ραθυμία στὴν ἐκτέλεση τῶν καλῶν ἔργων, οὔτε πάλι, ἀφοῦ κάνουν κάτι καλό, νὰ ἐπιστρέφουν στὸν παλαιὸ τρόπο ζωῆς, ἀλλὰ μέχρι τὸ τέλος νὰ ἐπιμένουν στὴν ἐργασία τοῦ ἀγαθοῦ.
Πολλοὶ ἀπὸ τοὺς πλούσιους ἔστελναν τροφὲς στὸ ὅρος καὶ διάφορα ἄλλα δῶρα καὶ φιλεύματα. Ἐκεῖνος ὅμως μόνο λάδι καὶ κεριὰ ἐὰν ἔφερνε κανείς, κρατοῦσε, τὰ δὲ ὑπόλοιπα τὰ μοίραζε στοὺς πτωχούς, ποὺ μαζευόντουσαν κοντά του. Ὅσους τὸν παρακαλοῦσαν νὰ τοὺς κάνει μοναχοὺς δὲν τοὺς ἐδέχετο, ἀλλὰ ἀφοῦ ἔδινε στὸν κάθε ἕνα ξεχωριστά, τρίχινο ἢ δερμάτινο στιχάριο, μὲ τὰ ὁποῖα ἦταν καὶ ἐκεῖνος ντυμένος, τοῦ ἔλεγε: «Πήγαινε, ἀδελφέ, ὅπου σε ὁδηγήσει ὁ Κύριος».
Κτίζει Μοναστήρι
Πολλὲς γυναῖκες πήγαιναν, ἄλλες μὲν ὁδηγούμενες πρὸς τὸν Ὅσιο ἀπὸ εὐγενεῖς γονεῖς γιὰ νὰ φυλάξουν τὴν παρθενία τους, ἄλλες δὲ φεύγουσες ἀπὸ τὰ σπίτια τῆς ἁμαρτίας καὶ ἀπαρνούμενες τὸν διάβολο καὶ μὲ θερμὴ μετάνοια συντασσόμενες μὲ τὸν Χριστό, ὥστε σὲ λίγο καιρὸ νὰ συγκεντρωθοῦν πάνω ἀπὸ ἑβδομήντα. Ἀναγκάσθηκε λοιπὸν ὁ θεῖος Αὐξέντιος νὰ οἰκοδομήσει Ἐκκλησία γιὰ χάρη τους καὶ νὰ κτίση τὰ κατάλληλα κελιά, γιὰ τὴν ἄσκησή τους. Κάθε Κυριακὴ καὶ Παρασκευὴ προσκαλοῦσε τὶς Ὅσιες αὐτὲς γυναῖκες καὶ τὶς συμβούλευε νὰ λησμονήσουν τὰ τερπνά τοῦ βίου, διότι τὰ ἐξ ἐπαγγελίας τοῦ Θεοῦ προορισμένα γιὰ ἐμᾶς ἀγαθὰ εἶναι πολὺ πιὸ τερπνὰ καὶ νὰ μὴ γίνονται δοῦλες τὸν σαρκικῶν ἡδονῶν.
Τὸ τέλος τοῦ Ὅσιου
Ἐπειδὴ ὅμως καὶ ὁ Ὅσιος σὰν ἄνθρωπος ἔμελλε κάποτε νὰ ἀποθάνει, ἀρρώστησε γιὰ λίγο. Ὅλο τὸν καιρὸ τῆς ἀσθενείας του τὸν περνοῦσε μὲ εὐχαριστίες στὸν Θεὸ καὶ μὲ συμβουλὲς πρὸς τοὺς ἄνδρες καὶ τὶς γυναῖκες, οἱ ὁποῖες ἀποτελοῦσαν τὸ πνευματικό του ποίμνιο. Ἀφοῦ λοιπὸν ἐγκατέλειψε τὴν πρόσκαιρη τούτη ζωὴ μετέβη πρὸς τὴν ἄφθαρτη καὶ αἰώνια ζωή, ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ εὐσεβοῦς καὶ φιλοχρίστου βασιλέως Λέοντος τοῦ μεγάλου κατὰ τὴν 14ην Φεβρουαρίου.
Πηγὴ ἰαμάτων
Τὸ τίμιο λείψανό του τὸ παρέλαβαν οἱ ὅσιες γυναῖκες ποὺ ἀσκοῦνταν στοὺς πρόποδες τοῦ ὅρους. Τοποθετήθηκε λοιπὸν τὸ ἱερὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου στὸν ἐκεῖ κτισμένο ἀπὸ τὸ ἴδιο Ναό, ὁ ὁποῖος εἶχε καθιερωθεῖ ὡς εὐκτήριος οἶκος πρὸς χάριν τῶν μακαρίων ἐκείνων Μοναχῶν. Ἀπὸ τότε ποὺ τοποθετήθηκε τὸ λείψανο τοῦ μακαρίου Αὐξεντίου μέχρι σήμερα, ἀναβλύζει πηγὲς ἰαμάτων σὲ αὐτοὺς ποὺ πηγαίνουν μὲ πίστη, θεραπεύοντας κάθε εἴδους ἀσθένειες, διώκοντας δαίμονες καὶ κάθε ἄλλο νόσημα. Ἀποδεικνύοντας ἔτσι σὲ ὅλους ὅτι ὁ Αὐξέντιος ζεῖ ἀκόμη ἐν Θεῶ καὶ διὰ τῆς Χάριτος Αὐτοῦ ἐνεργεῖ ἰάματα.
Στίχος
Ὁ Βουνός, ὡς Κάρμηλος, ἣν Αὐξεντίω, Φανέντι τάλλα πλὴν τελευτῆς Ἠλία. Λεῖψε βίον δεκάτη Αὐξέντιος ἠδὲ τετάρτη.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α΄. Τὸν συνάναρχον Λόγον
Ὥσπερ φοῖνιξ ηὐξήθης Πάτερ ὑψίκομος, δικαιοσύνης ἐκφέρων τοὺς ψυχοτρόφους καρπούς· σὺ γὰρ βίον ἱερὸν πολιτευσάμενος, τῆς Ἐκκλησίας στηριγμός, καὶ θαυμάτων αὐτουργός, Αὐξέντιε ἀνεδείχθης, διὰ παντὸς ἱκετεύων, ἐλεηθῆναι τὰς ψυχᾶς ἠμῶν.
Ἀπολυτίκιον Ἦχος α΄. Τοῦ λίθου σφαγισθέντος
Τῆς ἐρήμου πολίτης καὶ ἐν σώματι ἄγγελος, καὶ θαυματουργὸς ἀνεδείχθης, θεοφόρε Πατὴρ ἠμῶν Αὐξέντιε· νηστεία ἀγρυπνία προσευχή, οὐράνια χαρίσματα λαβῶν, θεραπεύεις τοὺς νοσοῦντας, καὶ τὰς ψυχᾶς τῶν πίστει προστρεχόντων σοί. Δόξα τῷ δεδωκότι σοὶ ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργούντι διά σου πάσιν ἰάματα.
Κοντάκιον. Ἦχος γ΄. Ἡ Παρθένος σήμερον
Ἐγκρατείας ὕδασι, πανευκλεῶς ἐκβλαστήσας, ὡς ἐλαία εὔκαρπος, ἐν τοῖς Ὀσίοις ἐφάνης· κόσμου γάρ, ἀπαρνησάμενος τὴν ἀπάτην, γέγονας, ὑπερκοσμίου φωτὸς δοχεῖον, δὶ’ οὗ λάμπρυνον ἐνθέως, τοὺς σὲ τιμώντας, Πάτερ Αὐξέντιε.
Ἕτερον Κοντάκιον. Ἦχος β΄. Τὴν ἐν πρεσβείαις
Κατατρυφήσας θεοφρον τῆς ἐγκρατείας, καὶ τὰς ὀρέξεις τῆς σαρκὸς χαλινώσας, ὤφθης τὴ πίστει σου αὐξανόμενος, καὶ ὡς φυτὸν ἐν μέσω τοῦ Παραδείσου ἐξήνθησας, Αὐξέντιε Πάτερ ἱερώτατε.
Κάθισμα Ἦχος α΄. Τὸν τάφον σου
Εἰς ὅρος ἀνελθῶν, θεωρίας Παμμάκαρ, καὶ πράξεως σαφῶς, ἀστραπαῖς τῶν θαυμάτων, ὡς ἥλιος ἔλαμψας, καταυγάζων τὰ πέρατα· ὅθεν σήμερον, τὴν παναγίαν σου μνήμην, ἐορτάζομεν, ὑμνολογοῦντές σε πίστει, καὶ πόθω γεραίρομεν.
Ὁ Οἴκος
Τὶς τοὺς ἀγῶνάς σου νῦν ἐπαξίως ἐξείπη, ἢ τοὺς πόνους σου Πάτερ, οὖς ὑπέστης ἐν γῆ, διὰ τὴν θείαν ἀπόλαυσιν; ἀπὸ βρέφους γὰρ νόμοις Κυρίου ἀκολουθήσας, καὶ προστάγμασι τούτου ὑπηρετήσας, νέος ἠμὶν ἀνεδείχθης Ἰὼβ τοῖς παλαίσμασι, τοῦ κόσμου πάροικος ὤφθης, καὶ τῆς γῆς ἁπάσης ἀλλότριος, νηστείαν πίστει ἐξήσκησας, ἀγρυπνίαν, ἁγνείαν ἠγάπησας, Αὐξέντιε Πάτερ ἱερώτατε.
Μεγαλυνάριον
Κατηγλαϊσμένος ταῖς ἀρεταῖς, ὤφθης ἐν τῷ βίω, θεοφόρε περιφανής, ἄιγλη εὐσεβείας, καὶ χάριτι θαυμάτων, Αὐξέντιε ρυθμίζων, τοὺς προσιόντας σοί.