13 Φεβρουαρίου)

Ὃ ὅσιος Μαρτινιανὸς γεννήθηκε στὴν Καισαρεία τῆς Παλαιστίνης πρὸς τὰ τέλη τοῦ 4ου αἰῶνος. Διαπνεόμενος ἀπὸ θεῖο πόθο ἐκ νεότητός του, ἀπαρνήθηκε τὸν κόσμο σὲ ἡλικία δεκαοχτὼ ἐτῶν καὶ μετέβη σὲ ὄρος ὀνομαζόμενο Κιβωτός, ὁπού ζοῦσαν καὶ ἄλλοι ἐρημίτες γιὰ νὰ διάγει ἀσκητικὸ βίο. 

Ἐπὶ εἴκοσι ἕξι χρόνια ἐπιδόθηκε μὲ τόσο ζῆλο στοὺς ἄθλους τῆς ἀρετῆς, ὥστε ἀπέκτησε τὸ χάρισμα τῆς θαυματουργίας. Ὁ δαίμων, φθονώντας τὴν πρόοδο αὕτη, προσπαθοῦσε νὰ τὸν περισπάσει ἀπὸ τὴν ἀδιάλειπτη προσευχή του μὲ κάθε εἴδους θορύβους καί τρομακτικὲς ὀπτασίες καὶ τοῦ ὑπέβαλλε ἀκάθαρτους λογισμούς, ὁ ἅγιος ὅμως παρέμενε ἀτάραχος ἔχοντας ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη στὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ.

Μία γυναίκα ἔκλυτων ἠθῶν ἄκουσε νὰ γίνεται λόγος γιὰ τὴν ἀγγελικὴ βιοτὴ τοῦ Μαρτινιανοῦ, δήλωσε πώς παρέμενε ἁγνὸς μόνο καὶ μόνο γιατί τοῦ ἔλειπαν οἱ εὐκαιρίες καὶ ὁρκίστηκε ὅτι θὰ κατάφερνε νὰ τὸν ἀποπλανήσει. Παρουσιάστηκε μπροστὰ στὸ κελλὶ του ἕνα βράδυ ποὺ ἔβρεχε καταρρακτωδῶς, ντυμένη μὲ κουρέλια, ἰκετεύοντας τὸν ἀσκητὴ νὰ τῆς προσφέρει στέγη γιὰ τὴν νύκτα. Συμπονώντας την καὶ φοβούμενος μὴν τὴν κατασπαράξουν τὰ ἄγρια θηρία, ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ τῆς ἄνοιξε τὴν πόρτα, τὴν ἔβαλε νὰ ζεσταθεῖ δίπλα σε μιὰ καλὴ φωτιά, τὴν φίλεψε λίγους χουρμάδες καὶ ἀποσύρθηκε στὸ ἐσωτερικὸ δωμάτιο, ὁπού πέρασε σχεδὸν ὅλη τὴν νύχτα ψάλλοντας καὶ προσευχόμενός, πρὶν πλαγιάσει. Καθὼς ὅμως δεχόταν τὴν ἐπίθεση βίαιων σαρκικῶν λογισμῶν γιὰ τὴν γυναίκα αὐτή, σηκώθηκε μέσα στὴν νύχτα καὶ κατευθύνθηκε πρὸς τὸ δωμάτιό της γιὰ νὰ τὴν διώξει. Μόλις ἄνοιξε ὅμως τὴν πόρτα, ἀντὶ γιὰ τὴν φτωχιὰ ζητιάνα, εἶδε νὰ φανερώνεται μπροστά του ἡ νέα γυναίκα πλούσια στολισμένη πού μὲ ἕνα δελεαστικὸ χαμόγελο τοῦ θύμισε τὰ παραδείγματα προφητῶν καὶ ἀποστόλων ποὺ εἶχαν πάρει γυναίκα καὶ κατάφερε νὰ κλονίσει τὴν ψυχὴ τοῦ ἀσκητοῦ ποὺ τόσα χρόνια εἶχε ἀντισταθεῖ στοὺς πειρασμοὺς τῶν δαιμόνων. Ἐνδίδοντας στὴν πρότασή της, ζήτησε μόνο ἕνα λεπτὸ καιρὸ νὰ δεῖ ἔξω, μήπως ὑπῆρχε φόβος νὰ τοὺς αἰφνιδιάσει κάποιος ἐπισκέπτης. Καθὼς κοίταζε τὸν ὁρίζοντα, ὁ Θεὸς σπλαγχνίστηκε τὸν δοῦλο του καὶ ξύπνησε τὴν συνείδησή του μὲ τὴν ἀχτίνα τῆς χάριτος. Ὁ Μαρτινιανός, συναισθανόμενος τὴν φρίκη τῆς ἀβύσσου στὴν ὁποία ἑτοιμαζόταν νὰ πέσει, πῆγε καί μάζεψε κλαδιά, ἄναψε φωτιὰ στὸ ἐσωτερικὸ κελλί του καὶ μπῆκε σ’ αὐτὴν μὲ γυμνὰ πόδια, λέγοντας: «Τὸ ἀντέχεις, δύστυχε; Σκέψου πῶς θὰ ἀντέξεις τὸ αἰώνιο πῦρ, ὅπου θὰ βυθιστεῖς, ἂν πλησιάσεις αὐτὸ τὸ πλάσμα». Βγῆκε ἀπὸ τὴν φωτιά, ἀλλὰ σὲ λίγο ξαναμπῆκε φωνάζοντας: «Συγχώρεσέ με, Χριστέ μου. Ἐσένα μόνο ἀγαπῶ καὶ γιὰ Σένα παραδίδομαι στὶς φλόγες!» Ἀκούγοντας τὶς φωνὲς ἡ ἄθλια γυναίκα, ἔτρεξε καὶ συγκλονισμένη μπροστὰ στὸ θέαμα τῆς ἐθελούσιας θυσίας τοῦ Μαρτινιανοῦ μεταστράφηκε ἀκαριαία, πέταξε τὰ στολίδια της στὴν φωτιὰ καὶ πέφτοντας στὰ πόδια τοῦ Ἁγίου μὲ δάκρυα, τὸν ἱκέτευσε νὰ τῆς δείξει τὴν ὁδὸ τῆς μετανοίας. Ὁ Μαρτινιανὸς τὴν συγχώρεσε καὶ τὴν ἔστειλε στὴν γυναικεία Μονὴ τῆς Ὁσίας Παύλας [26 Ἰαν.], ὅπου ἔμεινε δώδεκα χρόνια καὶ γιὰ τὴν ἁγιότητα τοῦ βίου της ὁ Θεὸς τῆς παραχώρησε τὴν χάρη νὰ ἐπιτελεῖ θαύματα.

Ὅσο γιὰ τὸν ὅσιο Μαρτινιανό, μετὰ ἀπὸ ἑπτὰ μῆνες, μόλις γιατρεύτηκε ἀπὸ τὰ ἐγκαύματα, ἔλαβε τὴν ἀπόφαση νὰ ἀποσυρθεῖ σὲ ἕνα ξερονήσι μέσα στὸ πέλαγος, ἐλπίζοντας ἔτσι νὰ ξεφύγει ἀπὸ κάθε πειρασμό. Πέρασε ἔκει δέκα χρόνια, ἐκτεθειμένος νύκτα-μέρα σὲ ὅλους τους καιρούς, ζωντας ἀπὸ τὴν ἐργασία τῶν χεριῶν του καὶ μὲ λίγα τρόφιμα ποὺ τοῦ ἔφερνε κατὰ καιροὺς ἕνας ναυτικός. Παρόλες τὶς προφυλάξεις του γιὰ νὰ ἐξασφαλίσει τὴν ἡσυχία, τοῦ ἔμενε νὰ μάθει ἀκόμη, ὅτι δὲν ὑπάρχει τόπος στὴν γῆ, ὁπού θὰ μποροῦσε κάποιος νὰ εἶναι ἀπόλυτα ἀσφαλὴς ἀπὸ τὸν πειρασμό. 

 Μία νύκτα, τὴν ὥρα πού περνοῦσε ἕνα καράβι ἔκει κοντά, ὁ δαίμων σήκωσε τόσο βίαιη τρικυμία ὥστε τὸ πλοίο βούλιαξε μέσα στὰ λυσσασμένα κύματα καὶ μόνο μιὰ ὡραία κόρη κατάφερε νὰ σωθεῖ πάνω σέ μιὰ σανίδα φθάνοντας κοντὰ στὸ βράχο. Βλέποντας τὸν ἅγιο τοῦ φώναξε νὰ τὴν βοηθήσει. Ὁ Μαρτινιανὸς διαβλέποντας ὅτι ἐπρόκειτο γιὰ ἕναν νέο πειρασμὸ τοῦ πονηροῦ πνεύματος, ὀπλίσθηκε μὲ τὴν προσευχὴ καὶ ἔβγαλε τὴν κοπέλα ἀπὸ τὸ νερό. Τῆς εἶπε ὅμως ἀμέσως: «Δὲν μποροῦμε νὰ μείνουμε ἐδῶ μαζί. Νὰ ψωμὶ καὶ νερό. Σὲ λίγες ἡμέρες θὰ πιάσει ἐδῶ ἕνας καπετάνιος πού ἔχει συνήθειο νά μοῦ φέρνει τροφή. Πές του τὴν ἱστορία σου καὶ θὰ σε πάει στήν πατρίδα σου». 

Ἀφού τὴν νουθέτησε γιὰ τὴν ἀρετή, ἔκανε τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ καὶ ρίχτηκε στὴν θάλασσα. Τὴν στιγμὴ ἐκείνη, δύο δελφίνια σταλμένα ἀπὸ τὴν θεία Πρόνοια τὸν πῆραν στὴν ράχη τους καὶ τόν έβγαλαν σῶο καὶ ἄβλαβη στὴν στεριά. Δοξάζοντας τὸν Θεό, ὁ ἅγιος ἀποφάσισε νὰ ζήσει σὰν ξένος, περιπλανώμενος ἀπὸ τόπο σὲ τόπο, ζώντας ἀπὸ ἐλεημοσύνες, χωρὶς νὰ συνδέεται μὲ κανένα, γιὰ νὰ γλυτώσει άπό τὸν πειρασμό. Ἔτσι σὲ δύο χρόνια πέρασε ἀπὸ ἑκατὸν ἑξήντα τέσσερεις πόλεις καὶ ἔφθασε τέλος στὴν Ἀθήνα, ὁπού ὁ Θεὸς τοῦ ἀποκάλυψε πώς εἶχε φθάσει ἡ τελευταία του ὥρα. Ὁ ἐπίσκοπος μαθαίνοντάς το, ἐπισκέφθηκε τὸν ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ ζήτησε νὰ προσευχηθεί για ἐκεῖνον καὶ τὸ ποίμνιό του, ὅταν θὰ φθάσει στὸν Παράδεισο. Ἐτσι παρέδωσε ὁ Μαρτινιανός τὴν ψυχή του στὸν Κύριο γιὰ νὰ λάβει τόν στέφανο τῶν μαρτύρων, διότι ἐθελούσια πέρασε διά πυρὸς καὶ ὕδατος (Ψάλμ. 65, 12), γιὰ νὰ κρατήσει τὴν ἁγνεία του. Ὅσο γιὰ τὴν νέα ναυαγὸ ποὺ ὀνομαζόταν Φωτεινή, ἔμεινε μὲ τὴν θέλησή της στὸν βράχο, κατὰ τὸ παράδειγμα τοῦ Μαρτινιανοῦ, γιὰ ἕξι χρόνια, τρεφόμενη ἀπο τον θαλασσινό. Ντυμένη ὡς ἄνδρας, δουλεύοντας σκληρὰ μὲ τὰ χέρια της καὶ προσκαρτερώντας στὴν προσευχή, παρέδωσε τὴν ἁγία ψυχὴ της στον Θεὸ σὲ ἡλικία εἴκοσι πέντε χρονῶν καὶ ἐνταφιάσθηκε στὴν Καισαρεία τῆς Παλαιστίνης.

”Νέος Συναξαριστὴς” Ἔκδ. ΙΝΔΙΚΤΟΣ