9 Φεβρουαρίου.
Ὁ Νικηφόρος ἦταν ἀπὸ τὴν Ἀντιόχεια τῆς Συρίας. Τὸ ὄνομά του τὸ ἴδιον σφραγίζει τὴν προσωπικότητά του, διότι πραγματικὰ κατέκτησε καὶ διπλὴ νίκη μίαν τῆς ἀσεβείας καὶ μίαν κατὰ τῶν παθῶν. Ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους ποὺ βασίλευαν ὁ Οὐαλαριανὸς καὶ Γαλιηνὸς (253 – 268). Ἦταν ἁπλοϊκὸς καὶ νέος στὴν ἡλικία, ὅταν ἀξιώθηκε νὰ μαρτυρήσει γιὰ τὸν Χριστό. Ὁ Σαπρίκιος ἦταν ἱερεὺς καλός. Παρ’ ὅλον ὅμως τὸ ἀξίωμα τῆς ἱεροσύνης καὶ τὰ μαρτύρια, τὰ ὅποια ἔλαβε ἀπὸ τοὺς τυράννους διὰ τὴν πίστη, ἐπειδὴ δὲν ἄφησε τὸ μίσος καὶ δὲν συγχώρησε τὸν ἀδελφό του Νικηφόρον, ἐξέπεσε ἀπὸ τὴν ἀξία τοῦ Μαρτυρίου ὁ δυστυχὴς καὶ ζημιώθηκε ἀπὸ τὸ στεφάνι τῆς ἀθλήσεως ποὺ ἔχασε γιὰ τὴ μνησικακία του. Ἀντιθέτως ὁ συμπαθής τῆς νίκης ἐπαξίως ἐπώνυμος καὶ τροπαιοφόρος Νικηφόρος, ἐπειδὴ ποθοῦσε τὴν ἀγάπη καὶ ζητοῦσε μὲ ὅλη του τὴν καρδία τὴν συμφιλίωση, ἀξιώθηκε παραδόξως τοῦ Μυστηρίου ὁ πάνσοφος καὶ ἔλαβε χωρὶς κόπους καὶ πόνους τὸν στέφανο.
Ὁ Σατανᾶς βάζει ἔχθρα μεταξύ τους
Αὐτὸς ὁ Σαπρίκος ἦταν ἀπὸ τὴν Ἀντιόχεια ἱερεὺς τὸ ἀξίωμα. Εἶχε μεγάλη φιλία μὲ τὸν εὐλογημένο Νικηφόρον. Αὐτὸς ἦταν κοσμικὸς καὶ δὲν εἶχε καμιὰ ἐκκλησιαστικὴ ἀξία. Ἦταν ὅμως πολὺ πιὸ ἐνάρετος ἀπὸ τοὺς ἱερεῖς. Τέτοια φιλία εἶχε μὲ τὸν Σαπρίκιον, ὥστε ὁ ἕνας ζοῦσε στὴν ψυχὴ τοῦ ἄλλου. Εἶχαν καὶ οἱ δύο τὴν ἴδια ἐπιθυμία, τὴν ἴδια γνώμη, τὴν ἴδια θέληση. Ἀλλὰ τὸ φθονερὸ φίδι δὲν μποροῦσε νὰ ὑποφέρει νὰ βλέπει τέτοια ὁμόνοια. Ὁ μισόκαλος ποὺ βασκαίνει τὸ ἀγαθόν, ἔβαλε μεταξύ τους τέτοιο σκάνδαλο, ὅση ἀγάπη εἶχαν ἄλλοτε. Τόσο δὲ μίσησε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο ὥστε δὲν μποροῦσε νὰ τὸν δεῖ, ἀλλὰ γύριζαν ἀπὸ ἄλλο δρόμο, γιὰ νὰ μὴ συναντηθοῦν. Διότι ἡ μεγάλη φιλία γίνεται μεγάλο μίσος, κατὰ τὸν κοινὸ λόγο, ὅπως συνέβη μὲ αὐτούς. Πλὴν ὅμως ὁ πράος Νικηφόρος, ὁ ἀγαθὸς καὶ ἐπιεικὴς καὶ μέτριος, κατάλαβε ὅτι ὁ δαίμονας ἦταν ὁ αἴτιος τῆς ἔχθρας καὶ φρόντιζε νὰ γίνει καὶ πάλι συμφιλίωση μεταξύ τους, γιὰ νὰ μὴ δυσαρεστοῦν τὸν φιλάνθρωπο Θεόν.
Ἡ σκληρότερη ὅμως καὶ ἀταπείνωτη καρδιὰ τοῦ Σαπρίκιου δὲν μετανόησε καθόλου νὰ δείξει συμπάθεια. δὲν θυμήθηκε τὴν πρότερη φιλία ὁ ἄσπλαχνος. Οὔτε τὴν ἐντολὴ τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ ὁ ἀσυνείδητος, μάλιστα ἐφ’ ὅσον ἦταν καὶ θύτης καὶ μαθητὴς τοῦ προστάτου Χρίστου. Οὔτε τὸ συμφέρον του σκέφθηκε γιὰ νὰ συγχωρήσει τὸν φίλο του. Δὲν θυμήθηκε τὰ Εὐαγγελικὰ λόγια ποὺ κάθε μέρα διάβαζε: «Ἐὰν γὰρ ἀφῆτε τοῖς ἀνθρώποις τὰ παραπτώματα αὐτῶν, ἀφήσει καὶ ὑμίν ὁ Πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος» (Ματθ. στ΄ 14). καὶ πάλιν: «Ἐὰν οὒν προσφέρης τὸ δῶρον σου ἐπὶ τὸ θυσιαστήριον κακεί μνησθῆς ὅτι ὁ ἀδελφός σου ἔχει τί κατά σου, ἅφες ἐκεῖ τό δῶρον σου ἔμπροσθεν τοῦ θυσιαστηρίου, καὶ ὑπάγε πρώτον, διαλλάγηθι τῷ ἀδελφῶ σου, καὶ τότε ἐλθῶν πρόσφερε τὸ δῶρον σου» (Ματθ. ε΄ 23-24).
Ὁ Νικηφόρος ἐπεδίωκε τὴ συμφιλίωση
Σύμφωνα λοιπὸν μὲ τὸν σκοπὸ του βρῆκε μιὰ εὐκαιρία καὶ ἐπῆγε ἥσυχα καὶ ἔπεσε στὰ πόδια του καὶ μὲ μεγάλη ταπείνωση τοῦ εἶπε: «Συγχώρεσε μὲ γιὰ τὸν Κύριον, σὲ ὅσα σοῦ ἔφταιξα καὶ σὲ λύπησα». Ἀλλὰ οὔτε τὸν συμπόνεσε ἡ σκληρὴ ἐκείνη ψυχή, οὔτε τὸν συμπάθησε. Οὔτε ἕνα λόγο πρὸς τὸν φίλο του εἶπε, οὔτε μὲ ἕνα βλέμμα καθόλου τὸν κοίταξε, ἀλλὰ ἔστρεψε τὸ πρόσωπό του πρὸς τὰ πίσω.
Συλλαμβάνεται ὁ Σαπρίκιος
Κατὰ τὸν καιρὸν ἐκεῖνον ποὺ βρισκόταν σὲ τόσο μίσος παράλογο ὁ Σαπρίκιος, ἄναψε καὶ πάλι ὁ διωγμὸς κατὰ τῶν Χριστιανῶν. Εἶχαν ἀνέβει στὸν θρόνο τῆς βασιλείας, ὁ Ἰουλιανὸς ὁ Παραβάτης καὶ ὁ ἀδελφός του Γάλλος. Αὐτοὶ ἔστειλαν σὲ ὅλους τούς ἄρχοντες αὐστηρὲς διαταγές, νὰ τιμωροῦν τοὺς πιστοὺς μὲ διάφορα βασανιστήρια, καὶ ὅσοι δὲν προσκυνήσουν τὰ εἴδωλα νὰ πεθαίνουν μὲ πικρότατο θάνατον. Αὐτὴ ἡ διαταγὴ ἔφθασε καὶ στὴ χώρα, ποὺ ζοῦσε ὁ Σαπρίκιος καὶ ὁ Νικηφόρος. Ὁ Σαπρίκιος εἶχε τὸ ἀξίωμα τῆς Ἱεροσύνης καὶ τὸν ἅρπαξαν ἀμέσως οἱ ὑπηρέτες τοῦ ἡγεμόνος καὶ τὸν ἔφεραν μπροστά του, γιὰ ἐξέταση. Ὅταν τὸν ρώτησαν γιὰ τὴ θρησκεία του, τὸ ἐπάγγελμά του καὶ τὸ ὄνομά του, ἀπάντησε: «τὸ ὄνομά μου εἶναι Σαπρίκιος, στὴ θρησκεία μου εἶμαι Χριστιανὸς καὶ τὸ ἀξίωμά μου Ἱερεύς». Ὁ ἡγεμόνας γιὰ νὰ τὸν κάμει νὰ φοβηθεῖ, τοῦ διάβασε τὰ βασιλικὰ προστάγματα γιὰ νὰ ἀκούσει τὶς ἀπειλὲς καὶ τὶς τιμωρίες ποὺ ἔλεγαν. Ὁ Σαπρίκιος χωρὶς φόβο ἀπάντησε:
«Ἐμεῖς, ὢ ἡγεμών, εἴμαστε πολὺ καλὰ διδαγμένοι ἀπὸ τὶς θεῖες ἐντολὲς πού εἶναι καὶ ἀληθινὲς καὶ ἀξιόπιστες. Προσκυνοῦμεν ἕνα Θεὸν στὴν οὐσίαν σὲ τρία πρόσωπα ἀδιαίρετα. Αὖτον μόνον ὁμολογοῦμεν καὶ γνωρίζουμε Ποιητὴν ὁρατῶν τὲ πάντων καὶ ἀοράτων. Οἱ δικοί σας Θεοὶ τῶν Ἑλλήνων εἶναι μύθοι πραγματικῶς καταγέλαστοι, ἐπειδὴ εἶναι ἔργα ἀπὸ χέρια ἀνθρώπων καὶ ἄχρηστα πράγματα».
Ὑποφέρει φρικτὸ βασανιστήριο
Ὅταν τὰ ἄκουσε αὐτὰ ὁ δυνάστης ἔχασε κάθε ἐλπίδα καὶ ἄρχισε νὰ παιδεύει τὸν Σαπρίκιο. Πρώτον τὸν ἔβαλαν σὲ ἕνα φοβερὸ ὄργανο, ποὺ τὸ ὀνόμαζαν κοχλίαν. Ἦταν σὰν μάγγανο, μὲ τὸ ὅποιο τὸν ἕσφιγγαν δυνατὰ γιὰ νὰ λιώσει τὸ σῶμα καὶ νὰ τσακισθεῖ ἀπὸ τὸ σφίξιμο καὶ νὰ θανατωθεῖ πικρότατα. Σ’ αὐτὸ τὸ σκληρότατο καὶ ἀνυπόφορο βάσανο, ἔμεινε πολλὴ ὥρα ὁ Σαπρίκιος. Ὑπέμεινε μὲ καρτερία καὶ δὲν ἀρνήθηκε τὴν εὐσέβεια. Εἶχε πεισθεῖ στὰ δεσποτικὰ λόγια τοῦ Κυρίου ποὺ λέγει: «Μὴ φοβηθῆτε ἀπὸ τῶν ἀποκτεινόντων τὸ σῶμα, τὴν δὲ ψυχὴν μὴ δυναμένων ἀποκτεῖναι» (Ματθ. ι΄ 28). Ὅταν λοιπὸν ὁ τύραννος εἶδε, ὅτι ὑπέμεινε μὲ θαυμάσια καρτερία, τὸ φρικτὸ αὐτὸ βασανιστήριο, κατάλαβε ὅτι δὲν εἶχε πιὰ ἐλπίδα νὰ τὸν νικήσει. Ἔβγαλε γι’ αὐτὸ τὴν ἕξης διαταγή: «Τὸν Σαπρίκιον τὸν ἱερέα τῶν Χριστιανῶν, ἐπειδὴ δὲν ἐγκατέλειψε τὴν ματαίαν ἐκείνην λατρείαν τους οὔτε καταδέχτηκε νὰ προσκύνηση τοὺς ἀθανάτους θεούς, ἀλλὰ φάνηκε παρήκοος στὰ βασιλικὰ προστάγματα, διατάσσω νὰ ἀποκεφαλιστή μὲ ξίφος ἐπειδὴ δὲν ὑπάκουσε».
Στὸν τόπο τῆς ἐκτελέσεως
Τρέχει ὁ Νικηφόρος μὲ εὐλάβεια καὶ πέφτει στὰ πόδια τοῦ Σαπρίκιου καὶ δέεται καὶ τὸν παρακαλεῖ θερμότατα καὶ τοῦ λέγει: «Σαπρίκιε, μὴ ἀφίσης τὸν φίλον σου ἀσυγχώρητο καὶ φύγης ἀπὸ κοντά του ἀμετανόητος καὶ στερηθῆς τὴν αἰώνια μακαριότητα. Βάλε στὸ νοῦ σου, ὅτι εἶσαι λειτουργός του Δεσπότου Χρίστου. Σήμερα γίνεσαι κοινωνὸς τῶν παθημάτων Του διὰ τοῦ Μαρτυρίου καὶ τοῦ θανάτου. Μὴ πᾶς πρὸς αὐτὸν ἄσπονδος καὶ ἄσπλαγχνος καὶ ἀνήμερος καὶ ἀπὸ αὐτὰ τὰ θηρία ἀγριώτερος». Ἀλλὰ ἐκεῖνος οὔτε στράφηκε νὰ ἰδῆ τὸν ἄλλοτε ἀγαπημένο του ποὺ κειτόταν στὰ πόδια του καὶ ἔκλαιε. Εἶχε φράξει τὰ αὐτιά του μὲ τὸ κερὶ τῆς μνησικακίας καὶ πήγαινε τὸ δρόμο του ἀδιάλλακτος καὶ ἀδιόρθωτος.
Μὲ δάκρυα γονατιστὸς ζητεῖ νὰ τὸν συγχωρήσει
Ὁ Νικηφόρος ἀρχίζει νὰ τοῦ λέγει τὰ ἴδια καὶ περισσότερα καὶ νὰ κλαίει μὲ δάκρυα ἀδιάκοπα καὶ νὰ ζητεῖ συγχώρηση. Ὁ Σαπρίκιος οὔτε τὶς φωνὲς τοῦ φίλου του ἄκουε, οὔτε τὴν ταπείνωσή του λυπόταν. Καὶ αὐτοὶ οἱ ἴδιοι οἱ δήμιοι, εἶχαν βαρεθεῖ νὰ βλέπουν τὸν Νικηφόρον, νὰ ζητεῖ συγχώρηση, μὲ τόση εὐλάβεια ἀπὸ ἕνα κατάδικο. Γι’ αὐτὸ τὸν κορόιδευαν καὶ τὸν ἔλεγαν ἀνόητο καὶ χωρὶς ντροπή:
«Τί κόπτεσαι ἄσκοπα, καὶ ὀδύρεσαι καὶ κλαῖς, ζητώντας ἀπὸ ἕνα κακοποιὸν συγχώρησι; Ἐμεῖς πηγαίνουμε νὰ τὸν ἐκτελέσουμε καὶ σὺ προσεύχεσαι καὶ ζητᾶς συγχώρησι ἀπὸ ἕνα ἔνοχο;». Αὐτὰ τὰ ἔλεγαν οἱ στρατιῶτες, γιατί δὲν ἤξεραν πόσο εὐσεβὴς φιλόχριστος ἦταν ὁ μακάριος Νικηφόρος. Παρ’ ὅλα αὐτὰ ἐκεῖνος ἐξακολουθοῦσε νὰ τὸν ἀκολουθεῖ κλαίγοντας και παρακαλώντας μὲ ἀναρίθμητα δάκρυα, γιὰ νὰ παρακίνηση τὴ λίθινη ἐκείνη ψυχὴ σὲ συμπάθεια. Ὁ Σαπρίκιος, δυσαρεστημένος καὶ ὀργισμένος καὶ σὰν νὰ ἀποροῦσε ἔφθασε στὸν τόπο τῆς καταδίκης ὁ ἀσυνείδητος.
Ἀμετανόητος ἀρνεῖται τὸν Χριστὸ
Τότε, ὢ τὴ μεγίστη συμφορά! Ὤ, τί σιχαμένα πτώματα κάνει ἡ μνησικακία! Ἀρνεῖται τὸ Χριστὸ ὁ ἄχρηστος. Ἐγκαταλείπει τὸν συμπαθῆ καὶ φιλάνθρωπο, ὁ μισόκαλος. Καταπατεῖ ἐνώπιον πάντων τὴν εὐσέβεια καὶ γίνεται, ἀλλοίμονο! Ὁ πρώην μύστης τῆς Ἁγίας Τριάδος καὶ ἴσος μὲ τοὺς Ἀγγέλους, λάτρης τῶν εἰδώλων καὶ τῶν δαιμόνων αἰχμάλωτος. Ὁ σοφὸς Σολομῶν λέγει: «ὁδοὶ μνησικάκων, φέρουσι τὸν ἄνθρωπον εἰς θάνατον» (Παροιμ. Σόλ. 28). Αὐτὸ λύπησε τὸν Νικηφόρο περισσότερο. Πρῶτα ἔβλεπε τὸν φίλο του, νὰ παραβαίνει μία ἐντολὴ τοῦ Χριστοῦ. Τώρα ἀπαρνεῖται τὸν ἴδιον τὸν Νομοθέτη καὶ πέφτει τελείως στὴν ἀσέβεια. Αἰσθάνθηκε νὰ καίγονται τὰ σπλάγχνα του ἀπὸ τὸν πόνο.
Ἄρχισε καὶ πάλιν νὰ τὸν παρακαλεῖ καὶ νὰ κόπτεται, ὑπενθυμίζοντας σ’ αὐτὸν καὶ τῆς ἱεροσύνης τὸ ἀξίωμα: «Ἀδελφὲ φίλτατε, καὶ Πάτερ Σεβασμιώτατε, μὴ θελήσης νὰ προδώσης τὸν ποιητὴν καὶ σωτήρα σου», τοῦ ἔλεγε. «Μὴ ἀπαρνηθῆς τὴν ὁμολογίαν τὴν ὁποίαν ὑποσχέθηκες νὰ φυλάξης ἐνώπιον Θεοῦ καὶ Ἀγγέλων. Σεβάσου τοὺς ἄθλους πού ἔλαβες γιὰ τὸν Χριστόν. Λυπήσου τοὺς πόνους σου καὶ κεῖνες τὶς φοβερὲς περιστροφὲς τοῦ κοχλίου. Βασανίστηκες τόσον καιρὸν γιὰ τὴν εὐσέβειαν. Μὴ θελήσης νὰ τὴν προδώσης τόσο ἀνόητα. Σὲ μία στιγμὴ θὰ ζημιωθῆς τόσους ἀγῶνες καὶ βραβεῖα. Τίμησε τὸ μέγα ἀξίωμα τῆς ἱεροσύνης καὶ μὴ τὰ καταφρόνησης. σὲ παρακαλῶ, φίλε μου. Μαζὶ μὲ μένα, σὲ παρακαλοῦν καὶ “τάξεις Ἀγγέλων καὶ Μαρτύρων χορείαν”. Μὴ διαψεύσης τὴν ὁμολογίαν τῆς πίστεως. Τούτην τὴν ὥραν ἀκόμη εἶναι τὰ βραβεῖα στὰ χέρια σου καὶ στὸ κεφάλι σου τῆς ἀθλήσεως τὸ στεφάνι».
Προσφέρεται νὰ θυσιαστεῖ ἀντὶ τοῦ Σαπρίκιου
Βάζει λοιπὸν τὸν ἐαυτόν του στὸ Μαρτύριο. Γέρνει τὸν αὐχένα του καὶ παρακαλεῖ τοὺς δήμιους, νὰ ἀποκεφαλίσουν αὐτὸν ἀντὶ τοῦ Σαπρίκιου. Αὐτοὶ ὅμως δὲν τολμοῦσαν νὰ θανατώσουν ἄνθρωπο χωρὶς διαταγή. Τρέχει λοιπὸν ἕνας ἀπὸ τοὺς στρατιῶτες πρὸς τὸν ἡγεμόνα καὶ τοῦ λέγει ὅτι ὁ Σαπρίκιος ἀθέτησε τὴν ὁμολογία καὶ τὴν εὐσέβεια καὶ ἔκαμε τὸ θέλημά του. Ἄλλος ὅμως, Νικηφόρος ὀνόματι, παρακαλοῦσε μὲ θάρρος θερμότερο, νὰ λάβει, σὰν νὰ εἶχε κάποιο χρέος, ἀντὶ γιὰ ἐκεῖνον τὸν θάνατον. Τότε ὁ ἡγεμόνας ἄλλαξε στὴν διαταγὴ τὸ ὄνομα καὶ ἀντὶ τοῦ Σαπρίκιου ἔγραψε τὸ ὄνομα τοῦ Νικηφόρου.
Ὁ Νικηφόρος ἀποκεφαλίζεται
Ὅταν ἔφεραν τὴν διαταγὴ οἱ στρατιῶτες στοὺς δήμιους, ὁ καλὸς ὁ Νικηφόρος δέχεται μὲ τὸ ξίφος τὸν θάνατον. Ἔτσι μὲ λίγο πόνο κληρονόμησε οὐράνια βασιλεία. Καὶ ὄχι μόνο νίκησε τὴν πλάνη καὶ τὴν ἀσέβεια, ἀλλὰ καὶ τὸ πάθος τῆς μνησικακίας. Ἐφάνει στ’ ἀλήθεια Νικηφόρος μὲ τὴν πράξη μᾶλλον παρὰ μὲ τὸ ὄνομα. Τοιουτοτρόπως ἀποδεικνύεται ὅτι οἱ πόνοι τοῦ σώματος καὶ οἱ κακοπάθειες δὲν ἔχουν τόση δύναμη νὰ κάνουν φίλο τὸν Κύριο, ὅση ἔχουν ἡ φιλανθρωπία, ἡ συμπάθεια καὶ ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν πλησίον. Αὐτὴ εἶναι τὸ κεφάλαιο ὅλων των ἀρετῶν. Αὐτὸ παρήγγειλε ὁ Δεσπότης Χριστός. Καθένας μπορεῖ νὰ βεβαιωθεῖ ἀπὸ τὸ φρικτὸ παράδειγμα τοῦ Σαπρίκιου, ὁ ὅποιος ἐνῶ ὑπέμεινε μέχρι ἀνδρεία καὶ γενναία τόσες δοκιμασίες καὶ βασανίσθηκε γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ ὁ ταλαίπωρος, ὅμως ἐπειδὴ εἶχε καρδιὰ σκληρὴ κι’ ἀνάλγητη, ὄχι μόνο δὲν ὠφελήθηκε ἀπὸ τὰ βασανιστήρια, ἀλλὰ ἔγινε ἀρνητὴς τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς εὐσέβειας. Ὁ φιλόχριστος ὅμως Νικηφόρος, ποὺ δὲν πῆρε καμιὰ κακοπάθεια καὶ κανένα βάσανο γιὰ τὴν εὐσέβεια, ἐν τούτοις, χωρὶς ἱδρῶτες καὶ πόνους, ἀλλὰ μόνο μὲ τὴν φιλαδελφία καὶ μὲ τὴν καλοσύνη τῆς ψυχῆς, ἀξιώθηκε νὰ λάβει τὸ στέφανο τοῦ Μαρτυρίου.
Στίχος
Τόν ἐκ παλαίου κλητικόν Νικηφόρον
Τμηθέντα γνώθι πρακτικόν Νικηφόρον.
Φασγάνω ἀμφ’ ἐνάτη, Νικηφόρε, δειροτομήθης.
Απολυτίκιον Ήχος δ΄. Ταχύ προκατάλαβε.
Ἀγάπη τοῦ Κτίσαντος, καταυγασθεῖς τήν ψυχήν, τοῦ Νόμου τῆς Χάριτος, ἐκπληρωτῆς ἀκριβής, ἐμφρόνως γεγένησαι, ὅθεν καί τόν πλησίον, ὡς σαῦτον ἀγαπήσας, ἤθλησας Νικηφόρε, καί τόν ὄφιν καθεῖλες, ἐντεῦθεν ἐν ὁμονοία, ἠμᾶς διατήρησον.
Ἀπολυτίκιον Ἦχος α΄. Χορός Ἀγγελικός
Ἀγάπης τῷ δεσμῷ, συνδεθείς Νικηφόρε, διέλυσας τρανῶς, τήν κακίαν τοῦ μίσους· καί ξίφει τήν κάραν σου, ἐκτμηθείς ἐχρημάτισας, Μάρτυς ἔνθεος, τοῦ σαρκωθέντος Σωτῆρος· ὃν ἱκέτευε, ὑπέρ ἡμῶν τῶν ὑμνούντων, τήν ἔνδοξον μνήμην σου.
Κοντάκιον Ήχος γ΄. Η Παρθένος σήμερον.
Πτερωθεῖς ἀοίδιμε, τή τοῦ Κυρίου ἀγάπη, καί τόν τούτου ἔνδοξε, Σταυρόν ἔπ’ ὤμων βαστάσας, ἤσχυνας τοῦ διαβόλου τάς μεθοδείας, ἤθλησας μέχρι θανάτου καί ἀληθείας, διά τοῦτο ἀνεδείχθης, ὁπλίτης μύστης Θεοῦ τῆς χάριτος.
ΣΗΜΕΙΩΣΙΣ (Ὁσίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου)
- Εὔκαιρον εἶναι ἐνταύθα νὰ εἰποῦμεν τὰ τοῦ θείου Χρυσορρήμονος λόγια· «Ἀγάπης οὐδέν, οὔτε μεῖζον, οὔτε ἴσον ἐστιν, οὐδὲ αὐτὸ τὸ μαρτύριον, ὁ πάντων ἐστι κεφάλαιον τῶν ἀγαθῶν. Καὶ πῶς; ἄκουσον. Ἀγάπη μέν, καὶ χωρὶς μαρτυρίου ποιεῖ μαθητᾶς τοῦ Χριστοῦ. Μαρτύριον δὲ χωρὶς ἀγάπης, οὐκ ἂν ἰσχύσειε τοῦτο ἐργάσασθαι». (Λόγ. εἰς τὸν Μεγαλομάρτυρα Ρωμανόν.) Καὶ πάλιν ἑρμηνεύων τὸ «Ἐπὶ πάσι δὲ τούτοις τὴν ἀγάπην, ἥτις ἐστὶ σύνδεσμος τῆς τελειότητος», λέγει, «ὁ δὲ θέλει εἰπεῖν, τοῦτο ἐστιν, ὅτι πάντα ἐκεῖνα αὕτη συσφίγγει, ὅπερ ἂν εἴπης ἀγαθόν, ταύτης ἀπούσης, οὐδὲν ἐστιν, ἀλλὰ διαρρεῖ. Οἴα γὰρ ἐὰν τὶς ἔχη κατορθώματα, πάντα φρούδα, ἀγάπης μὴ οὔσης». (Λόγ. η΄, εἰς τὴν πρὸς Κολασσαεῖς.) Καὶ πάλιν λέγει ὁ αὐτός, ὅτι οὐδὲ τοὺς ἀπίστους πρέπει νὰ μισοῦμεν, ἀλλὰ τὰ πονηρὰ αὐτῶν δόγματα. «Τί οὒν φησιν, ἂν ἐχθροὶ ὦσι καὶ Ἕλληνες, οὐ δεῖ μισεῖν; μισεῖν μέν, οὐκ ἐκείνους δέ, ἀλλὰ τὸ δόγμα, οὐ τὸν ἄνθρωπον, ἀλλὰ τὴν πονηρᾶν πράξιν, τὴν διεφθαρμένην γνώμην. O μὲν γὰρ ἄνθρωπος, ἔργον Θεοῦ. H δὲ πλάνη, ἔργον τοῦ Διαβόλου. Μὴ τοίνυν ἀναμίξης τὰ τοῦ Θεοῦ καὶ τὰ τοῦ Διαβόλου». (Λόγ. λγ΄, εἰς τὴν ἃ΄ πρὸς Κορινθίους.) Ἁρμόδιον εἶναι νὰ ἀναφέρωμεν ἐδῶ καὶ ἐκεῖνο ὁπού γράφει ὁ Εὐεργετινός, σέλ. 541, ἤγουν ὅτι δύω ἀδελφοὶ ἐπιάσθησαν εἰς τὸν καιρὸν τοῦ διωγμοῦ, καὶ βασανισθέντες, ἐβάλθησαν εἰς τὴν φυλακήν. Ἐπειδὴ δὲ ἠκολούθησε μεταξὺ αὐτῶν κάποιος παροξυσμὸς καὶ λογοτριβή, ὁ μὲν ἕνας, μετανοήσας διὰ τοῦτο, ἔβαλε μετάνοιαν ὀγλίγωρα εἰς τὸν ἀδελφόν, λέγων. Ἀκολουθεῖ εἰς ἠμᾶς αὔριον νὰ τελειωθῶμεν μὲ τὸ μαρτύριον. Ὅθεν ἃς διαλύσωμεν τὴν ἔχθραν καὶ ἃς κάμωμεν ἀγάπην. O δὲ ἄλλος, δὲν ἐπείθετο. Εἰς δὲ τὴν ἐρχομένην ἡμέραν, ἐφέρθησαν καὶ οἱ δύω εἰς τὸ κριτήριον καὶ ἐβασανίσθησαν. Καὶ ἐκεῖνος ὁπού δὲν ἠθέλησε νὰ λύση τὴν ἔχθραν, εὐθὺς μὲ τὴν πρώτην δοκιμὴν τῶν βασάνων ἐνικήθη, καὶ ἀρνήθη τὸν Χριστόν. Ὅθεν ἐρώτησεν αὐτὸν ὁ ἄρχων, διατὶ ἐχθὲς μὲ τόσα βάσανα ὁπού ἐδοκίμασες, δὲν ἀρνήθης, τώρα δὲ τόσον ὀγλίγωρα ἐνικήθης; O δὲ ἀπεκρίθη. Διατὶ ἐχθὲς μὲν εἶχον ἀγάπην μὲ τὸν ἀδελφόν μου, διὰ τοῦτο καὶ ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ μὲ ἐνεδυνάμονε καὶ ὑπέμεινα τὰ βάσανα. Τώρα δέ, ἐπειδὴ ἐμνησικάκησα εἰς τὸν ἀδελφόν μου, διὰ τοῦτο ἐγυμνώθηκα ἀπὸ τὴν σκέπην τοῦ Θεοῦ καὶ παρηγορίαν καὶ δύναμιν.