Μάρτιν Πιστόριους,α. Βίος καί μαρτύριο τοῦ ἁγίου.
Μετά τήν ἔνσαρκη παρουσία τοῦ Κυρίου μας, τήν ἐκ νεκρῶν Ἀνάστασή Του, τήν εἰς οὐρανούς Ἀνάληψή Του καί τήν κάθοδο τοῦ Παναγίου Πνεύματος ἄρχισε νά κηρύσσεται σέ ὅλη τή γῆ τό Ἱερό Εὐαγγέλιο ἐνάντια στό σκοτάδι τῆς ἀγνωσίας. Τό φῶς τῆς εὐσέβειας ἔλαμπε πανταχοῦ μέ τή Θεία βοήθεια, γιατί οἱ Θεοκήρυκες Ἀπόστολοι ἔτρεχαν σάν ἀστραπές σέ ὅλα τῆς Οίκουμένης τά πέρατα, καθένας στό ἔθνος πού κληρώθηκε μέ θεία βούληση εὐαγγελιζόμενοι παντοῦ τό σωτήριο κήρυγμα καί ἔτσι μεγάλωνε ἡ πίστη καί πρόκοβε θαυμασιώτατα ἔτσι, ὥστε καί πολλοί ἔχυσαν τό αἷμα τους γιά τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, καί περιφρόνησαν κάθε σωματική ἀπόλαυση καί αὐτή τήν πρόσκαιρη ζωή γιά νά ζήσουν αἰώνια μαζί μέ τόν Χριστό.
Ἕνας ἀπό αὐτούς εἶναι καί ὁ μακάριος Τρύφων, ἔνας ἀπό τούς πιό γνωστούς καί προσφιλεῖς ἁγίους, ἰδιαίτερα ἀγαπητός στούς περιβολάρηδες καί γενικά στούς ἀγρότες γιατί εἶναι προστάτης τῶν κήπων, τῶν ἀγρῶν, τῶν σπαρτῶν καί γενικά τῆς γεωργικῆς παραγωγῆς.
Γεννήθηκε στή Λάμψακο τῆς Φρυγίας τό 239 μ.Χ. Ἡ Φρυγία ἀποτελούσε ἐκτεταμένο κράτος κατά τούς παλαιότατους χρόνους καί περιελάμβανε ὅλο τό μεσογειακό τμῆμα τοῦ δυτικοῦ μέρους τῆς Μ. Ἀσίας, τό ὁποῖο ὀνομαζόταν Μεγάλη Φρυγία, καθώς καί τήν νότια ἀκτή τῆς Προποντίδας μέχρι τόν Ἑλλήσποντο. Στήν Φρυγία εἶχαν χτιστεῖ πολλές ἑλληνικές πόλεις. Ἡ Λάμψακος ἦταν ἀρχαία πόλη τῆς Μ. Ἀσίας ἐπί τοῦ Ἑλλήσποντου τιμημένη παλαιά μέ θρόνο Ἀρχιεπισκόπου.
Ἐξ ὅσων διαβάζουμε στά συναξάρια τῆς Ἐκκλησίας μας, ἕνα μεγάλο πλήθος ἐπιφανῶν ἁγίων, προέρχεται ἀπό γονεῖς εὐσεβεῖς καί ἁγίους. «εἰ δέ ἡ ἀπαρχή ἁγία καί τό φύραμα, καί εἰ ἡ ρίζα ἁγία καί οἱ κλάδοι» (Ρωμ. ια,16). Οἱ γονεῖς του λοιπόν ἀπλοϊκοί ἀλλά εὐσεβεῖς χριστιανοί ἀξιώθηκαν νά ἀποκτήσουν παιδί πού τούς ξεπέρασε στήν εὐσέβεια.
Ἀπό τά μικρά του χρόνια ἦταν πράγματι παιδί τοῦ Θεοῦ. Ζούσε πάντα γιά τό Θεό καί κατοικούσε μέσα του ἡ χάρη τοῦ Παναγίου Πνεύματος.
Ὁ Τρύφων, ὅπως καί τό ὄνομά του φανερώνει, ἐντρυφοῦσε στή μελέτη τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ καί ποθοῦσε τήν τρυφή τῶν θείων καί οὐρανίων ἀγαθῶν.
Δέν τοῦ ἄρεσε νά ἐντρυφᾶ στίς ἀπολαύσεις καί στίς χαρές τῆς ζωῆς, ἀλλά προτιμοῦσε νά ἐντρυφᾶ στίς ἅγιες Γραφές καί στό βιβλίο τῆς φύσεως καί νά θαυμάζει τά μεγαλεῖα τοῦ Δημιουργοῦ.
Δέν ἔτυχε νά μορφωθεῖ κατά κόσμο. Μορφώθηκε ὅμως κατά Χριστό καί ἀπό τούς εὐσεβεῖς γονεῖς του ἔμαθε τά «ἱερά γράμματα τά δυνάμενα σοφίσαι» κατά τόν ἅγιο Ἀπόστολο Παύλο.
Φτωχότατος στήν παιδική του ἡλικία ἀναγκάσθηκε γιά κάποιο καιρό νά βόσκει χῆνες, γιά να μπορεῖ νά ζήσει. Μέ ὅλη του δέ τήν ἀγάπη καί τό ἐνδιαφέρον προστάτευε τά ἀθῶα πουλιά καί τά ἔννοιωθε σάν ἀδέλφια του ἀφοῦ καί αὐτά εἶναι δημιουργήματα τοῦ Θεοῦ θαυμαστά.
Ἐφοδιασμένος μέ κάποιες γραμματικές γνώσεις, καί ἐνῶ ἐξασκοῦσε τήν ταπεινή του δουλειά, συγχρόνως μελετοῦσε καί τήν Ἁγία Γραφή. Ἔνοιωθε ἰδιαίτερη λαχτάρα καί πόθο νά γνωρίσει τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Παράλληλα μέ πολύ ζῆλο ἐκτελοῦσε τά θρησκευτικά του καθήκοντα.
Ἡ Ἁγία Γραφή, πού διάβαζε Τρύφων, μεταξύ ἄλλων λέει: «Ὁ Θεός ὑπερηφάνοις ἀντιτάσσεται, ταπεινοῖς δέ δίδωσι χάριν» (Παροιμ. Σολομ. γ 34) πού σημαίνει, ὁ Θεός τίθεται ἀντιμέτωπος στούς ὑπερήφανους, στούς ταπεινούς, ὅμως, δίνει χάρη.
Πράγματι, ὁ ταπεινός Τρύφων μέ τήν εὐσεβῆ φιλομάθειά του ἔγινε σιγά-σιγά ἱκανός ὄχι μόνο νά ξέρει πολλά ὁ ἴδιος, ἀλλά καί νά διδάσκει. Καί ὁ Θεός εὐλόγησε τήν εὐαίσθητη καί ταπεινή ψυχή του. Τόσο δέ εὐνοήθηκε ἀπό τή θεία χάρη, ὥστε γέμισε ἡ ψυχή του μέ τή χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί τιμήθηκε μέ τό χάρισμα τῆς θαυματουργίας.
Ὁ Τρύφων ἔγινε γιατρός καί ἀπό πολύ μικρή ἡλικία μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ γιάτρευε κάθε ἀσθένεια, εἶχε ὅμως ἰδιαίτερη ἱκανότητα νά θεραπεύει τούς δαιμονισμένους συνανθρώπους του καί πολλούς δαίμονες ἀπό ἀνθρώπους που εἶχαν κυριέψει ἔδιωχνε μέ μόνη τήν προσευχή.
Τά θαύματά του στρέφονταν κυρίως πρός τήν φύση τήν ὁποῖα εἶχε τόσο μελετήσει καί ἀγαπήσει. Κυρίως πρός τά σπαρτά καί τά ζώα. Ἀμέτρητες φορές ἔσωσε τούς κατάσπαρτους καί κατάφυτους ἀγρούς ἀπό γενικές καταστροφές πού ἀπειλοῦσαν σμήνη ὁλόκληρα ἀκρίδων, καί τά ζώα ἀπό ἀρρώστιες πολλές.
Παράλληλα, ἐργαζότανε μέ ζῆλο γιά τήν διάδοση τῆς χριστιανικῆς θρησκείας, μεταξύ τῶν εἰδωλολατρῶν. Ἀποστόμωνε τούς εἰδωλολάτρες μέ ἀτράνταχτα ἐπιχειρήματα. Τά ἀντλούσε ἀπό τήν βαθειά γνώση πού εἶχε για τούς εἰδωλολατρικούς θεούς καί τήν θρησκεία τῶν εἰδώλων. Ἦταν τό φόβητρο τῶν δαιμόνων. Στό ἄκουσμα τοῦ ὁνόματός του καί μόνον, οἱ δαίμονες ἐταράσσοντο καί ἐχάνοντο ἀπό προσώπου τῆς γῆς.
Ἐντυπωσιακή ἦταν ἡ θεραπεία τῆς μοναχοκόρης τοῦ αὐτοκράτορα Γορδιανοῦ Γ’ πού ἦταν δαιμονισμένη καί ὑπέφερε φρικτά. Κανείς ἀπό τούς γιατρούς τῆς Ρώμης δέν μποροῦσε νά τήν θεραπεύσει, καί ὁ νεαρός γιατρός ἀπό τήν Λάμψακο τῆς ἔδωσε τήν ὑγεία της. Λέγεται μάλιστα ὅτι κατά τό θαύμα αὐτό ἐμφανίστηκε ὁ δαίμονας μέ μορφή σκύλου καί ὁμολόγησε ὅλες τίς πονηρές του πράξεις. Τό θαύμα αὐτό εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα νά προσέλθουν στήν πίστη τοῦ Χριστοῦ πολλοί ἀπό τούς εἰδωλολάτρες πού παρευρίσκονταν ἐκεῖ καί νά ἀκολουθήσουν τοῦ Ἁγίου Τρύφωνος τόν ἐνάρετο βίο καί τρόπο. Ὁ Τρύφων ἀφοῦ ἀρνήθηκε τίς τιμές καί τά ἀξιώματα πού τοῦ πρόσφερε ὁ Γορδιανός, ἔφυγε εὐγενικά.
Καί τά θαύματα τοῦ ἁγίου ἀκούγονταν ἀπό στόμα σέ στόμα μέ ἀποτέλεσμα νά τόν κάνουν ξακουστό καί περίφημο. Ἡ θαυμαστή δράση του καί ἡ προσχώρηση πολλῶν εἰδωλολατρῶν στήν ἁγία Ὀρθόδοξη χριστιανική πίστη ἔφτασε καί στά αὐτιά τῶν ἀρχόντων, Ρωμαίων ἐπάρχων καί ὁ ἅγιος σάν κακούργος καταδιωκόταν.
Ὅσο καιρό βασίλευε ὁ Γορδιανός Γ’ καί ὁ διάδοχός του Φίλιππος, οἱ χριστιανοί ἔμεναν ἀνενόχλητοι, καί ὁ Τρύφων ἀσκοῦσε ἀπερίσπαστος τό φιλανθρωπικό του ἔργο. Δυστυχῶς ὅμως μετά ἔγινε αὐτοκράτορας ὁ Δέκιος. Αὐτός ἦταν ἄπιστος καί ἄδικος ἄνθρωπος. Ἦταν ἀκόμη σκληρός. Αἰσθάνονταν χαρά καί εὐχαρίστηση ὅταν ἔβλεπε νά σκοτώνωνται ἄνθρωποι καί νά τρέχουν αἵματα. Ἦταν πολύ προσκολλημένος στά εἴδωλα καί μισοῦσε θανάσιμα τούς χριστιανούς. Θεωρούσε δόξα καί καύχημά του νά καταδιώκει τούς χριστιανούς. Σκοτάδι πνευματικό καί πόλεμος κατά τῶν χριστιανῶν βασίλευε παντοῦ.
Στήν ἐποχή τοῦ Δεκίου ἔπαρχος τῆς Ἀνατολῆς ἦταν ὁ Ἀκυλῖνος. Ὅταν λοιπόν οἱ διωγμοί μεγάλωσαν, πῆγαν μερικοί μισόχριστοι στόν ἔπαρχο Ἀκυλῖνο καί τοῦ κατήγγειλαν τά ἐξῆς :
Στή Λάμψακο, τοῦ εἶπαν, ὑπάρχει κάποιος συνετός ἄνθρωπος, γιατρός στό ἐπάγγελμα πού περιφρονεῖ τούς βασιλεῖς, ἐμπαίζει τούς μεγάλους θεούς καί προσκυνάει τόν Χριστό. Πολλοί ξεγελάστηκαν ἀπό αὐτόν καί ἀσέβησαν πρός τούς θεούς.
Ἀμέσως τότε ὁ Ἀκυλῖνος ἔστειλε γράμματα ἀπειλητικά. Διέταξε νά ἐρευνήσουν παντοῦ σ’ ὅλα τά μέρη γιά νά τόν βροῦν καί νά τοῦ τόν ἀποστείλουν τό συντομότερο. Δέν ἦταν δυνατόν νά κρυφτεῖ ὁ ἅγιος, ὁ λαμπρός λύχνος τῆς πίστεως, τό πολύτιμο αὐτό καί χρήσιμο μῦρο. Ὁ ἅγιος, μόλις ἄκουσε, ὅτι τόν ζητοῦσαν οἱ διῶκτες τῆς πίστεως, δέν ἔφυγε γιά νά κρυφτεῖ στά δάση καί στίς σπηλιές. Ὁπλίστηκε μέ τή δύναμη τῆς προσευχῆς καί παραδόθηκε χαρούμενος μόνος του στούς διῶκτες του, πού εὐχαριστημένοι τόν ἔφεραν στόν ἔπαρχο πού εἶχε τήν ἔδρα του στή Νίκαια.
Ὁ ἔπαρχος πίστεψε ὅτι θά μποροῦσε νά πτοήσει τόν ἀμούστακο ἐκεῖνο νέο (μόλις 17 χρονῶν) μέ τήν ἐπιβολή τοῦ ἀξιώματός του καί τό αὐστηρό του ὕφος. Τόν διέταξε, λοιπόν, ἀγέροχα νά ἀρνηθεῖ τήν πίστη τοῦ Χριστοῦ καί νά προσκυνήσει τά εἴδωλα. Πολύ ὅμως ἐξεπλάγη ὅταν ἀπό τό νέο ἐκεῖνο παλληκάρι δέχτηκε ρωμαλέα ἀντίσταση καί ἡρωϊκή ἀπάντηση : “Χριστιανός εἰμί καί οὐ προσκυνῶ εἴδωλα.” Ἄς δοῦμε ὅμως ἀπό λίγο πιό κοντά τό μαρτύριο τοῦ ἁγίου μας.
Ὅταν παρουσίασαν τόν ἅγιο στό κριτήριο, ὁ ἔπαρχος τόν ρώτησε νά πεῖ τό ὄνομά του, τήν πίστη του, τήν τύχη του (ἐννοῦσε τήν οἰκονομική του κατάσταση), τό ἐπάγγελμα καί τήν πατρίδα του.
– Ὁ ἅγιος τοῦ εἶπε :
– Ὁνομάζομαι Τρύφων καί κατάγομαι ἀπό τήν Λάμψακο. Ὅσο γιά τήν τύχη μου, ἔχω νά σοῦ ἀπαντήσω, ὅτι ἐμεῖς οἱ χριστιανοί δέν πιστεύουμαι σ’ αὐτήν γιατί δέν ὑπάρχει. Ἐμεῖς ἀντίθετα πιστεύουμε, ὅτι ὅλα ἔγιναν μέ τάξη καί ἀρμονία ἀπό τόν Παντοδύναμο Θεό, ὁ ὁποῖος κυβερνᾶ ὅλο τόν κόσμο μέ τήν σοφία Του. Πιστεύω ἀκόμη, ὅτι εἶμαι ἐλεύθερος ἄνθρωπος καί ὅτι δέν εἶμαι δοῦλος σέ κανένα, παρά μόνον στό Χριστό, πού γιά μένα εἶναι τό στεφάνι, ἡ δόξα καί τό καύχημά μου.
Καί ὁ ἔπαρχος λέει :
– Ὁ βασιλιάς διέταξε, ὅτι ἐκεῖνος πού δέν σέβεται τούς θεούς, θά πεθάνει μέ φρικτό θάνατο. Πρέπει νά ὑπακούσεις σέ μένα, λοιπόν, καί νά κόψεις κάθε σχέση μέ αὐτή τήν πλάνη, γιά νά μή σέ ρίξει μέσα στή φωτιά. Καί ἄν παραμείνεις μέ τή στενοκεφαλιά σου, θά ὑποφέρεις καί ἄλλα φρικτά βασανιστήρια.
– Μακάρι νά μέ ἀξίωνε ὁ Χριστός, πού εἶναι μόνος ἀληθινός Θεός, νά βασανισθῶ, γιά τήν ἀγάπη Του καί ἄν χρειασθεῖ νά πεθάνω κι’ ὅλας γι’ Αὐτόν, ἀπάντησε ὁ Τρύφων.
– Σέ παρακαλῶ, τοῦ λέει ὁ ἔπαρχος, δέν θέλω νά πεθάνεις ἔτσι ἔδοξα καί ἄσκοπα. Θυσίασε στούς θεούς. Εἶσαι ἔξυπνος καί τέλειος στή φρόνηση.
– Θά εἶμαι πραγματικά τέλειος, ἀπαντάει ὁ Ἁγιος, ἐάν φυλάξω τέλεια καί μέχρι τέλος τήν ὁμολογία μου πρός τόν Χριστό καί θυσιαστῶ γιά χάρη Του, ὅπως θυσιάστηκε κι’ Αὐτός γιά μένα. Με φοβερίζεις, πώς θά μέ ρίξεις στή φωτιά καί πώς θά μέ παραδώσεις καί σέ ἄλλα βασανιστήρια. Ἡ φωτιά ὅμως αὐτή γρήγορα σβύνει καί ἐξαφανίζεται. Ὑπάρχει ὅμως καί ἡ φωτιά τῆς Κόλασης, πού δυστυχῶς δέν σβύνει ποτέ. Σ’ αὐτή τή φωτιά θά καταδικαστεῖς, δύστυχε, μιά μέρα καί τότε δέν θά ὑπάρχει πιά ἐλπίδα νά σωθεῖς. Μή χάνεις, λοιπόν, τόν καιρό σου μέ ἀπειλές, γιατί οἱ δοῦλοι τοῦ Θεοῦ αὐτή τή φωτιά δέν τήν φοβοῦνται καθόλου. Ἐκεῖνο πού φοβοῦνται εἶναι νά μήν ἔρθουν σέ ἀντίθεση μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί βρεθοῦν στήν ἄσβεστη καί αἰώνια φωτιά τῆς κολάσεως. Πράξε, λοιπόν, ὅπως νομίζεις. Ἐγώ δέν ἀρνοῦμαι τόν ἀληθινό Θεό.
Τότε διατάζει ὁ τύραννος νά κρεμάσουν τόν Ἅγιο στό ξύλο, καί νά τόν χτυπᾶνε μέ τά σπαθιά. Ὁ Ἅγιος ἔβγαλε ἀμέσως μόνος του τά ρούχα του καί δέχτηκε μέ προθυμία καί καρτερικότητα νά τόν σπαθίζουν λίγο-λίγο γιά τρεῖς ὁλόκληρες ὤρες, χωρίς νά βγάλει οὔτε μία φωνή.
– Ἄλλαξε μυαλό, Τρύφωνα, φώναξε ὁ ἔπαρχος, μήν εἶσαι περήφανος καί προσκύνησε τούς θεούς, γιατί ἐκεῖνος πού ἔρχεται κόντρα στά βασιλικά προστάγματα πεθαίνει μέ φρικτό θάνατο. Τό ἀκοῦς ;
– Ἄκουσε, Τύραννε, ἀποκρίθηκε ὁ Ἅγιος, ὅποιος δέν ἐφαρμόζει τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, θά πεθάνει μέ θάνατο αἰώνιο. Ὅποιος Τόν ἀρνηθεῖ χάνει τήν αἰώνια ζωή καί θά τιμωρεῖται αἰώνια.
– Δέν ὑπάρχει ἄλλος οὐράνιος Θεός, λέει ὁ ἔπαρχος, παρά μονάχα ὁ Δίας, ὁ γιός τοῦ Κρόνου καί τῆς Ρέας. Αὐτός εἶναι ὁ πατέρας ὅλων τῶν ἀνθρώπων καί τῶν ἄλλων θεῶν καί ὅποιος ἀπειθαρχήσει σ’ αὐτόν εἶναι ἀδύνατον νά ζήσει. Ὑποτάξου, λοιπόν, σ’ αὐτόν γιά νά μπορέσεις νά ἔχεις γλυκύτατη ζωή.
– Ἄς τοῦ μοιάσουν ὅλοι, ὅσοι πιστεύουν σ’ αὐτόν καί τόν νομίζουν γιά θεό. Τά βιβλία σας γράφουν, πώς αὐτός ἦταν βρωμερός καί ἀκάθαρτος καί δέν ἄφησε καμμιά ἀμαρτία καί κακία, πού νά μή τήν κάνει. Κι’ ὅταν πέθανε, τοῦ ἔστησαν χρυσᾶ καί ἀργυρᾶ εἴδωλα ἐκεῖνοι πού ποθοῦσαν τά ἔργα του. Τόν ὀνόμασαν μάλιστα καί θεό. Τό ἴδιο ἔκαναν καί γιά ὅλους τούς ψεύτικους θεούς σας. Σ’ αὐτή τήν πλάνη βρίσκεσθε καί σεῖς. Προσεύχεσθε καί προσκυνᾶτε στά ξύλα καί στίς πέτρες πού οὔτε ἀκοῦνε, οὔτε αἰσθάνονται.
Τόν ἀληθινό Θεό, πού στερέωσε τόν οὐρανό καί θεμελίωσε τήν γῆ καί δημιούργησε τήν οἰκουμένη ὁλόκληρη τόν ἔχετε περιφρονήσει. Αὐτός ἔπλασε καί ἀνέπλασε τόν ἄνθρωπο. Καταδέχτηκε νά γίνει ἄνθρωπος, σταυρώθηκε καί ἐτάφη θεληματικά γιά νά σώσει τόν ἄνθρωπο βλέποντας ὅτι τόν πλάνεψε ὁ διάβολος καί τόν ἔκανε νά φύγει ἐξόριστος ἀπό τόν Παράδεισο. Ἀναστήθηκε ὁμως, σάν Παντοδύναμος πού εἶναι, ἀπό τούς νεκρούς καί ἀνέβηκε στούς ούρανούς ὅπου ὑμνεῖται καί δοξολογεῖται ἀκατάπαυστα ἀπό τούς ἁγίους Ἀγγέλους. Καί θά ἔρθει πάλι ἀπό τά οὐράνια μέ δύναμη ἀνείπωτη καί δόξα θεϊκή γιά νά κρίνει ὅλο τόν κόσμο καί νά ἀποδώσει στόν καθένα κατά τά ἔργα του.
Αὐτός εἶναι ὁ ἀληθινός Θεός. Αὐτοί οἱ θεοί πού ἐσεῖς προσκυνᾶτε εἶναι εὑρήματα τῶν πονηρῶν δαιμόνων καί σᾶς ὁδηγοῦν στήν ἀπώλεια καί τήν καταστροφή.
Σάν ἄκουσε ὁ ἔπαρχος ὅλα αὐτά πού ἔλεγε ὁ Ἅγιος κρεμασμένος θύμωσε καί διατάσσει νά τόν κατεβάσουν ἀμέσως ἀπό τό ξύλο καί νά τόν σύρουν δεμένο κοντά του στό κυνήγι, πού θά πήγαινε. Ὁ Ἅγιος Τρύφων περπατοῦσε ξυπόλητος καί ὑπέφερε πάρα πολύ. Τά πόδια του, πού ἧταν ματωμένα καί πληγωμένα ἀπό τά προηγούμενα βασανιστήρια, καταξεσχίζονταν τώρα ἀπό τίς πέτρες, τά ξύλα καί τήν κακοκαιρία.
Πολλές φορές μάλιστα τόν πατοῦσαν καί τά ἄλογα. Δοκίμασε τότε φρικτούς πόνους καί ἔλεγε : “Κατάρτισε, Κύριε, τά διαβήματά μου” (Ψαλ. Ι)
Ἔλεγε καί ἄλλα ρητά ἀπό τήν Ἁγία Γραφή καί παρακαλοῦσε τόν Κύριο νά συγχωρέσει τό ἁμάρτημά τούς.
Τό ἴδιο βράδυ τοῦ λέει ὁ ἔπαρχος :
– Σωφρονίστηκες, ἄθλιε, τώρα; Πῆρες τήν ἀπόφαση νά προσκυνήσεις τούς θεούς, ἤ μένεις στήν προηγούμενη τρέλλα σου;
– Εἶσαι ὅλος μανία καί ἄγνοια, ἀνόητε, τοῦ ἀπάντησε ὁ Ἅγιος, καί γι’ αὐτό δέν θέλεις νά ἐννοήσεις τόν ἀληθινό Θεό. Ἐγώ ὅμως ἔχω ἐπίγνωση γι’ αὐτά πού κάνω καί ἔχω μέ τό μέρος μου τήν ἀλήθεια.
Πρόσταξε τότε ὁ ἄρχοντας νά φυλακίσουν τόν Ἁγιο μέχρι νά γίνει νέα ἐξέταση. Μετά ἀπό λίγες μέρες, ὁ ἔπαρχος ἔπρεπε νά πάει στή Νίκαια. Ἔδωσε, λοιπόν, διαταγή νά φέρουν ἐκεῖ δεμένο καί τόν μάρτυρα. Πλησιάζοντας στήν πόλη ρώτησε ὁ ἔπαρχος τόν Ἅγιο :
– Συνεχίζεις νά εἶσαι ἀπείθαρχος καί φιλόνεικος Τρύφωνα ἤ ὁ καιρός πού πέρασε σέ δίδαξε νά ὑπακούσεις στούς βασιλεῖς καί νά προσκυνήσεις τούς σωτῆρες σου θεούς ;
– Ὁ Κύριος καί Θεός μου, ἀποκρίθηκε ὁ Τρύφων, πού τόν λατρεύω ἀπό τήν καρδιά μου καί μέ νοῦ ξεκάθαρο, μέ δίδαξε νά τόν ὁμολογῶ καί νά μένω στήν πίστη μου σ’ Αὐτόν στέρεος καί ἀκλόνητος. Σιχαίνομαι τούς θεούς σου, περιφρονῶ τίς διαταγές τοῦ Αὐτοκράτορα καί δέν δίνω σημασία στά βασανιστήρια, πού ὑποφέρω ἀπό σένα.
Θύμωσε ὁ ἔπαρχος ὅταν ἄκουσε αὐτά καί διέταξε νά καρφώσουν στά πόδια τοῦ μάρτυρα καρφιά καί ἄλλα σίδερα. Ἔπειτα δέρνοντάς τόν, τόν ἔσερναν μέσα στήν πόλη.
Ὁ Ἁγιος ὑπέφερε πάρα πολύ. Ἔτρεχαν τά αἵματα στή γῆ καί κοκκίνιζε τό χώμα. Δοκίμαζε πόνο πού δέν περιγράφεται. Ἡ μεγάλη ὅμως ἀγάπη καί ὁ πόθος του γιά τόν Χριστό τόν ἔκανε νά μήν ὑπολογίζει τούς σωματικούς πόνους καί τά βασανιστήρια. Τά αἰσθανόταν σάν δροσιά τῆς ψυχῆς.
– Μέχρι πότε δέν θά αἰσθάνεσαι Τρύφωνα, τόν δριμύ πόνο ἀπό τά βασανιστήρια, ρώτησε ὁ ἔπαρχος θαυμάζοντας τήν καρτερικότητα τοῦ Ἁγίου;
– Καί σύ, ἀπάντησε ὁ Ἅγιος, μέχρι πότε δέν θά ἐννοεῖς τήν ἀκαταμάχητη δύναμη τοῦ Χριστοῦ, πού κατοικεῖ μέσα μου, ἀλλά πειράζεις τό Πνεύμα τό Ἅγιο ;
Τότε ὀργισμένος πάλι ὁ ἄρχοντας διέταξε νά τόν ὑποβάλουν σέ νέα βασανιστήρια. Τοῦ τραβοῦσαν τά χέρια καί τοῦ ἐξάθρωσαν τούς ἀγκῶνες του. Τόν ἔδερναν ἀλύπητα μέ ραβδιά. Ἔπειτα ἄρχισαν νά τόν καῖνε μέ λαμπάδες ἀναμμένες. Τότε ἔγινε ἕνα θαύμα καταπληκτικό, γιά νά ἐνισχυθεῖ ὁ Ἅγιος καί νά πιστέψουν περισσότερο οἱ πιστοί. Τήν ὥρα πού οἱ δήμιοι βασάνιζαν τόν μάρτυρα μέ μεγάλη σκληρότητα καί ἀσπλαχνία, ξαφνικά φάνηκε νά κατεβαίνει ἀπό τόν οὐρανό πρός αὐτόν ἕνα φωτοστέφανο, πού λαμποκοποῦσε ἀπό πολύτιμους λίθους καί λαμπερές διαμαντόπετρες. Ὅταν τό εἶδαν οἱ στρατιῶτες, πού τόν βασάνιζαν, ἔπεσαν κάτω στή γῆ φοβισμένοι καί ἔντρομοι. Ὁ Ἅγιος τότε γεμᾶτος θάρρος καί ἀγαλλίαση ἀπό τή θεία χάρη, τήν ὁποία ἔβλεπε νά τόν ἐπισκιάζει, δόξασε τό Θεό, λέγοντας :
– Σέ εὐχαριστῶ, Κύριε μου, γιατί τήν ἡμέρα τοῦ μαρτυρίου μου δέν μέ ἐγκατέλειψες στά χέρια τῶν ἐχθρῶν μου, ἀλλά μέ σκέπασες μέ τή χάρη Σου καί μέ βοήθησες. Σέ παρακαλῶ, Κύριε, νά μοῦ παρασταθεῖς καί τώρα. Ἐνίσχυσέ με νά συνεχίσω μέχρι τό τέλος τόν ἀγώνα μου, γιά να ἀξιωθῶ καί ἐγώ νά χαρῶ τό στεφάνι τῆς δικαιοσύνης μαζί μέ τούς φίλους Σου, πού ἀγάπησαν τό πανάγιο ὄνομά Σου. Γιατί Ἐσύ εἶσαι μόνος δοξασμένος στούς αἰώνες. Ἀμήν.
Βλέποντας ὅλα αὐτά ὁ ἔπαρχος, προσπάθησε πάλι μέ κολακεῖες νά νικήσει τόν ἀνίκητο ἀθλητή τοῦ Χριστοῦ, λέγοντας :
– Προσκύνησε ἐπιτέλους τόν μεγάλο Δία καί τήν εἰκόνα τοῦ Καίσαρα καί ἐγώ θά σοῦ δώσω ἄπειρα χαρίσματα, πολλές τιμές καί δώρα.
Ὁ μάρτυρας τότε χαμογέλασε καί εἶπε :
– Ἐάν περιφρόνησα τόν βασιλιά σου καί γελοιοποίησα τίς διαταγές του, πῶς νά προσκυνήσω τώρα τήν ἄψυχη εἰκόνα του; Ὅσο γιά τόν Δία καί τούς ἄλλους ψεύτικους θεούς σας, ρώτησε τούς σοφούς σας, πού μέ παραμύθια καί μυθολογίες προσπάθησαν νά σκεπάσουν τίς αἰσχρότητες καί τίς παραξενιές τους. Ἔλεγαν τόν ἀέρα Ἥρα καί τή γῆ Δήμητρα, τή θάλασσα Ποσειδώνα καί τόν ἥλιο Ἀπόλλωνα. Δέχονταν τόν Ἑρμή σάν θεό τοῦ λόγου, τόν Ἄρη σάν θεό τοῦ θυμοῦ καί τοῦ πολέμου, τήν Ἀφροδίτη σάν θεά τῆς πορνείας καί τόσα ἄλλα. Καί ἀπό μένα μάθε, γιατί ἐνδιαφέρθηκα καί ἔμαθα, ὅτι οἱ θεοί σας ἦταν μεγάλοι κακοῦργοι καί ἀπατεῶνες. Καί πάνω ἀπ’ ὅλους μάθε γιά τόν Δία, πώς ἦταν μοιχός, ἀσελγής καί παράνομος. Ἀκόμα καί τόν πατέρα του σκότωσε. Ἀλλά καί οἱ ἄλλοι θεοί σας δέν ἔμειναν πίσω σέ ἀσέβειες καί μικρότητες.
Αὐτῶν τίς πράξεις μιμεῖσθε καί σεῖς οἱ πονηροί καί κακότροποι. Καί δέν φτάνει πού ἐσεῖς ἀπαρνηθήκατε τόν ἀληθινό Θεό, ἀλλά ἀναγκάζετε καί ἄλλους νά ξεστρατήσουνε ἀπό τό δρόμο τοῦ Θεοῦ, καί νά σᾶς ἀκολουθήσουν στήν τόση τυφλότητα σας σ’ ἔνα δρόμο δόλιο και διεστραμμένο. Μοῦ λές νά ἀκολουθήσουμε ἐσᾶς, πού λέτε σύμφωνα μέ τόν προφήτη Ἠσαϊα τό σκοτάδι φῶς καί τό φῶς σκοτάδι, τό πικρό γλυκό καί τό γλυκό πικρό. Ἀλλά μάταια χάνετε τόν καιρό σας, γιατί ἐμεῖς προτιμᾶμε νά πεθάνουμε παρά νά ἀρνηθοῦμε τήν πίστη τοῦ Χριστοῦ καί τήν εὐσέβεια.
Θαύμασε, βέβαια, ἀλλά καί θύμωσε ὁ τύραννος ἀκούγοντας αὐτά. Θαύμασε γιά τό πῶς ἤξερε ὁ Ἅγιος τίς ἱστορίες τῶν ἀθέων θεῶν καί θύμωσε γιατί τούς χλεύαζε καί τούς ἐξευτέλιζε. Πρόσταξε, λοιπόν, νά τόν σπαθίσουν σκληρότερα. Ἀλλά μάταια κοπίαζε. Ὁ μακάριος Τρύφων ὅλα τά βασανιστήρια καί ὅλους τούς φρικτούς πόνους τά θεωροῦσε τρυφές καί ἡδονές ἀπό τό θεϊκό ἔρωτα, πού φλόγιζε τήν καρδιά του.
Κατάλαβε πιά ὁ ἔπαρχος ὅτι ὁ μάρτυρας ἔμενε σταθερός καί ἀνίκητος. Κουραστηκε νά πολεμάει μέ τό λιοντάρι καί δίνει τήν τελευταία ἀπόφαση νά τόν ἀποκεφαλίσουν ἔξω ἀπό τήν πόλη. Τό μυστικό τῆς χαρᾶς καί τῆς δύναμης τῶν μαρτύρων ἦταν ἡ προσευχή. Σωσίβιο μέσα στήν τρικυμισμένη θάλασσα τῆς μαινόμενης εἰδωλολατρείας.
Ὅταν, λοιπόν, οἱ δήμιοι μετέφεραν τόν Ἅγιο στόν τόπο τῆς καταδίκης, ὁ μάρτυρας ὕψωσε πρός τόν οὐρανό καί κατά τήν ἀνατολή τά χέρια καί τό βλέμμα του καί προσευχήθηκε μέ αὐτά τά λόγια :
– Δέσποτα, Κύριε, σύ πού εἶσαι ὁ Θεός τῶν θεῶν, ὁ βασιλιάς τῶν βασιλέων, ὁ Ἅγιος τῶν ἅγίων, σέ εὐχαριστῶ πού μέ ἀξίωσες νά τελειώσω τόν ἀγώνα αὐτό, δίχως νά ἁμαρτήσω καί σέ παρακαλῶ νά μέ βοηθήσεις νά μή μέ ἐμποδίσει ὁ πονηρός καί ἐπίβουλος διάβολος καί μέ καταβυθύσει στόν βυθό τῆς ἀπωλείας, ἀλλά ἄς πάρουν τήν ψυχή μου ἅγιοι ἄγγελοι, γιά νά τή φέρουν στά ἀγαπητά καί ποθητά σου σκηνώματα. Καί ὅσοι θά θυμοῦνται ἐμένα τόν ἀνάξιο δοῦλο σου καί προσφέρουν σέ Σένα θυσίες δεκτές, φύλαξέ τους μέσα στή γενεά αὐτή τήν ἀσεβῆ καί παράνομη καί δῶσε τούς ἄφθαρτες εὐεργεσίες καί πλούσια ἀνταπόδοση. Γιατί ἐσύ εἶσαι ὁ μόνος ἀγαθός, πού μᾶς δίνεις μέ μεγάλη ἁπλοχεριά ὅλα τά ἀγαθά πού μᾶς χρειάζονται.
Ἀφοῦ προσευχήθηκε ὁ μεγάλος αὐτός ἀθλητής τοῦ Κυρίου μέ αὐτά τά λόγια καί προσκύνησε τόν ἀληθινό Θεό, παρέδωσε σ’ Αὐτόν τήν μακαρία ψυχή του. Παρέδωσε ὁ ἀγνός Τρύφων τό πνεύμα του προτοῦ τόν ἀποκεφαλίσει ὁ δήμιος, γιά νά μή φανεῖ ὅτι τόν θανάτωσε ὁ τύραννος ἀλλά ὅτι τελείωσε μέ θεῖο νεῦμα καί θεία βούληση.
Ἦταν 1η Φεβρουαρίου τοῦ 250 μ.Χ. Τότε οἱ πιστοί πού ἦταν ἐκεῖ, στή Νίκαια, τύλιξαν μέ εὐλάβεια σέ καθαρό σεντόνι μέ ἀρώματα τό τίμιο λείψανό του καί ἤθελαν νά τό ἐνταφιάσουν ἐκεῖ γιά νά τό ἔχουν σάν θησαυρό πολύτιμο καί ἅγιο φυλακτό. Δέν τό ἤθελε ὅμως ὁ ἅγιος. Παρουσιάστηκε σέ ὅραμα καί τούς εἴπε νά τό πάνε στή Λάμψακο, τήν πατρίδα του. Ἔκαναν, λοιπόν, ὅπως τούς πρόσταξε ὁ ἅγιος. Μετέφεραν τό λείψανό του καί τό ἐνταφίασαν ἐκεῖ, στή Λάμψακο ὅπου ἔγιναν πολλά θαύματα πρός δόξαν τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος
Ἡ Ἐκκλησία μας τιμᾶ τήν μνήμη τοῦ μάρτυρα κάθε χρόνο τήν 1η Φεβρουαρίου. Τόν τιμοῦν καί οἱ καθολικοί στίς 10 Νοεμβρίου.
β. Ἡ τιμή τοῦ ἁγίου.
Ἡ τιμή τοῦ ἁγίου Τρύφωνα ἄρχισε ἀπό νωρίς ἀφοῦ ἤδη τόν ἔκτο αἰώνα εἶχε δύο ναούς στήν Κωνσταντινούπολη καί ἕνα μοναστήρι. Ὁ ἕνας ναός κτίστηκε ἀπό τόν Ἰουστινιανό (527-565) καί ὁ ἄλλος ἀπό τόν Ἰουστόνο τόν Β’ (565-578). Τά λείψανά τοῦ ἁγίου βρέθηκαν στήν Κωνσταντινούπολη, ἀπ’ ὅπου διεκομίσθηκαν ἀργότερα στό ναό τοῦ ἁγίου Πνεύματος στή Ρώμη.
Ἡ σύναξη τοῦ ἁγίου τελεῖται στόν μαρτυρικό ναό τοῦ Ἀποστόλου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου, κοντά στήν ἁγιότατη μεγάλη Ἐκκλησία.
Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ ἀγιορείτης ἐκτός τοῦ ὅτι συμπλήρωσε τήν ἀκολουθία του μέ νέο κανόνα καί ἔγραψε πρός τιμήν τοῦ ἐγκώμιο καί παρακλητικό κανόνα πρός τήν ἁγία Κάρα του, πού τεμάχιο αὐτῆς βρίσκεται στό Ἅγιο Ὄρος, συνέταξε καί ἱκετήρια εὐχή γιά νά διαβάζουν οἱ ἱερεῖς <<ὅταν συμβῇ βλάπτεσθαι τά χωράφια καί τούς κήπους ὑπό ἀκρίδων καί ἑρπετῶν>>. Ὅλα αὐτά βρίσκονται στό Κοινόβιο τοῦ Ξενοφῶντος.
Τόν ἑλληνικό βίο τοῦ ἁγίου, τοῦ ὁποῖου ἡ ἀρχή εἶναι: <<Τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ καί Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ…>> συνέγραψε ὁ μεταφραστής Συμεῶν καί σώζεται στή Μονή τῆς Ἰβήρων καί σέ ἄλλες μονές. Στή δέ Μεγίστη Λαύρα, σώζεται καί ἄλλος βίος τοῦ ἁγίου τοῦ ὁποῖου ἡ ἀρχή εἶναι : «Ὁ Βίος τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Τρύφωνος…». Συμπλήρωση τῆς Ἀκολουθίας τοῦ ἁγίου ἔκανε καί ὁ Πατήρ Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης, ἡ ὁποία καί ἐκδόθηκε ἀπό τόν κ. Σ. Σχοινά στό Βόλο τό 1957.
Ἐκκλησίες του εἶναι πολλές κτισμένες στήν Ἑλλάδα. Στήν Ἀττική ναούς τοῦ Ἀγίου Τρύφωνος ἔχουμε στήν Παλλήνη, ὅπου εἶναι καί ἰδιαίτερος προστάτης καί πολιοῦχος αὐτῆς, στήν ἄνω Γλυφάδα, στήν Κηφισιά (τῶν κηπουρῶν, ἀλλά ἔχει σημασία καί ἡ “αναβλαστική” παρουσία του στά Νεκροταφεῖα), στόν Κολωνό (κηπευτική περιοχή) κ.α.
Νά σημειώσουμε ἀκόμα τίς ἐκκλησίες τοῦ ἁγίου στήν Ν. Λάμψακο στήν Χαλκίδα, στή Σύρο, στήν Κέρκυρα, στήν Βυτίνα τῆς Ἀρκαδίας ὅπου εἶναι καί πολιοῦχος) καί παλαιότερα στη Σμύρνη.
…
Τό ἑλληνικό ὄνομα τοῦ ἁγίου καθώς καί ἡ νεραρή του ἡλικία συσχετίστηκαν μέ τήν λέξη “τρυφερός”, καί ἄπλωσαν τή λατρεία του, ὥστε, μαζί μέ τήν κατάλληλη γεωργική ἐποχή τῆς γιορτῆς του, να θεωρεῖται προστάτης στή βλάστηση καί στην καλλιέργεια, ἰδιαίτερα στούς κήπους καί στ’ ἀμπέλια, πού ἀρχές Φεβρουαρίου, μπουμπουκιάζουν ἤ κλαδεύονται.
Ὁ ἅγιος Τρύφωνας συνήθως εἰκονίζεται μέ τό δρεπάνι στό χέρι, σέ ἔνδειξη ὅτι εἶναι ὁ προστάτης καί ὁ βοηθός τῆς συγκομιδῆς τῶν καρπῶν τῆς γῆς καί γενικά τοῦ θερισμοῦ.
Ἐκτός ἀπό προστάτης καί θεραπευτής τῶν ἀρρώστων ὁ ἅγιος ἀναδείχθηκε καί προστάτης τῆς γεωργίας, τῶν φυτῶν καί τῶν δένδρων. Τά σωματεῖα Κηπουρῶν καί Ἀμπελουργῶν τόν ἔχουν συχνά προστάτη τους.
Ὁ ἅγιος Τρύφων εἶχε λάβει εἰδική χάρη ὅπως εἴδαμε ἀπό τόν Θεό, ὅταν ζοῦσε ἀκόμα νά ἐπισκέπτεται καί νά ἀπαλλάσει τούς κήπους, τά ἀμπέλια καί τά χωράφια ἀπό τά ἐρπετα καί ἀπό διάφορες ἀσθένειες πού τά ἀπειλοῦσαν μς ἀφανισμό. Τήν χάρη αὐτή τήν διατηρεῖ πολύ περισσότερο τώρα, πού βρίσκεται κοντά στό Θεό.
Ἔτσι, ὅταν συμβεῖ βλάβη στούς ἀγρούς καί στούς κήπους ἀπό ἀκρίδες καί ἐρπετά, οἱ πιστοί καταφεύγουν στόν ἅγιο Τρύφωνα, κάνουν λειτουργία καί ἀνάβουν κανδήλι. Καί μετά τή Θεία Λειτουργία σημειώνει τό Εὐχολόγιο, ἀφοῡ πάρει ὁ ἱερέας λάδι ἀπό τό κανδήλι καί Μεγάλο Ἀγιασμό τῶν Θεοφανείων καί ράνει σταυρωειδῶς τό χωράφι ἤ τό ἀμπέλι ἤ τόν κῆπο, λέει τίς σχετικές εὐχές (βλέπε στό τέλος τοῦ παρόντος βιβλίου) καί στή συνέχεια διαβάζεται ἡ εἰδική ἱκετήρια εὐχή πρός τόν ἅγιο –πού τήν ἔχει γράψει ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἀγιορείτης — καί θαυματουργικά φυγαδεύεεται τό κακό.
Στήν Ὑμνογραφία τοῦ ἁγίου ἀκούγονται φράσεις, πού βοηθοῦν τίς ἀντιλήψεις αὐτές (<<ἔσπευσας πρός τό σκάμμα καί κατήρδευσας τά τῆς ἐκκλησίας βλαστήματα>>), ἀλλά σημαντικότερες εἶναι οἱ εὐχές καί οἱ ἐξορκισμοί πού διαβάζονται στ’ ἀμπέλια καί στά χωράφια στό ὄνομα τοῦ ἁγίου Τρύφωνος, ἀπό τήν Ἐκκλησία. Ὁ ἅγιος φέρεται νά διώχνει τά βλαβερά ζωϋφια ἀπό τίς καλλιέργειες τῶν ἀνθρώπων (σκουλήκια, κάμπιες, ἀκρίδες, σαλιγκάρια, ἀρουραίους κ.λ.π.) μέ τόν ἐξορκισμό :
Ὁρκίζω ὑμᾶς . . . μή ἀδικήσετε τήν ἄμπελον, μήτε τόν κῆπον τῶν δένδρων τε καί λαχάνων (τοῦ τάδε) ἀλλά ἀπέλθετε εἰς τά ἄγρια ὄρη, εἰς τά ἄκαρπα ξύλα, εἰς ἅ ἐχαρίσατο ὑμῖν ὁ Θεός τήν καθημερινήν τροφήν. (Μικρόν Εὐχολόγιον, σελ. 271).
Καί ἴσως θά πρέπει νά σημειωθεῖ ἐδῶ ἡ μεγάλη ψυχολογική συμπαράσταση, πού δείχνει πάντα ἡ Ἐκκλησία μας, (ἤδη μέ τά λόγια τοῦ Χριστοῦ), στόν κοπιῶντα γεωργό. Μέ τίς εὐχές, τίς εὐλογημένες σπορές ἤ ἀπαρχές, καί μέ τίς λιτανεῖες της, στίς τραγικές ὥρες τῆς ἀνομβρίας, τοῦ δίνει θάρρος, αἰσιοδοξία καί ἐλπίδα γιά ν’ ἀγωνίζεται.
Στήν εἰκονογραφία ὁ ἄγιος Τρύφων παριστάνεται μέ κλαδευτήρι στό χέρι ἤ συνηθέστερα μέ δρεπάνι, κάποτε μάλιστα δείχνεται στό βάθος τῆς εἰκόνας καί κάποιος γεωργός, πού τιμωρήθηκε (τοῦ κόπηκε ἡ μύτη), ἐπειδή δέν τήρησε τήν ἀργία τῆς γιορτῆς του. Ἡ σχετική παράδοσις διηγεῖται:
— << Οἱ σταφιδοπαραγωγοί, στή μνήμη τ’ ἅι Τρυφώνου ἔχουν μικρή σχόλη, γενικό ἐκκλησιασμό, ἀποφεύγουν δέ αὐστηρά ὄχι μόνο νά πατήσουν σέ κτήμα (γιά κλάδεμα), ἀλλά καί νά πιάσουν κλαδευτήρι στό χέρι τους… Κάποιος πού “μαγάρισε” τή μνήμη τοῦ ἁγίου καί δούλεψε στ’ ἀμπέλι, ἔκοψε τή μύτη του. Κι ἕνας πού τό διηγότανε, καί κρατοῦσε τήν ἡμέρα αὐτή κλαδευτήρι, ἔκαμε νά δείξει πῶς, κί ἔκοψε τή δική του. (Ἠλεία, 1963, Ντίνος Ψυχογιός) >>.
Ἀπό παρετυμολογία τοῦ ὀνόματος του: Ἅγιος Στρίφωνας, παλαιότερα δέν ἔστριφαν γνέμα, γιά ὕφανση, οἱ νοικοκυρές. Ὁ Δ. Καμπούρογλου διηγεῖται γιά τήν τουρκοκρατούμενη Ἀθήνα, ὅτι φοβοῦνταν οἱ γυναίκες νά “στριφώσουν” νῆμα ἤ ροῦχα, γιατί μποροῦσαν νά πάθουν προσωπικό στρίφωμα (πάρεση). (Ἱστορία τῶν Ἀθηναίων 3, σελ. 151). Ἄλλη ἀγροτική παρετυμολογία συναντούμε στή Δ. Μακεδονία, ὅπου, γιά νά τούς βοηθάει ὁ ἅγιος στήν καλή βλάστηση τοῦ Τριφυλλιοῦ (γιά τά ζώα τους), τόν λένε ἅγιο Τρίφυλλα. (Μ. Καλινδέρη. Ὁ βίος τῆς Βλάτσης, Θεσ/νίκη 1981, σελ. 212).
Συχνά εἶναι ἀντίστοιχα καί τά βαφτιστικά ὀνόματα Τρύφων καί Τρύφος, καθώς καί τά ἐπώνυμα : Τρύφωνας, Τρυφωνίδης, Τρυφωνόπουλος κ.λ.π.
γ. Τὰ θαύματα τοῦ ἁγίου.
Τά κλήματα.
Περνοῦσαν οἱ μέρες στή Λάμψακο, κυλοῦσαν οἱ μῆνες, οἱ ἐποχές διαδέχονταν ἡ μία τήν ἄλλη καί ὁ Τρύφων μεγάλωνε. Ἦταν 15 χρονῶν. Καί ὅσο μεγάλωνε, μεγάλωνε καί μέσα στή καρδιά του καί ξεχιλοῦσε τρυφερή καί ζεστή ἡ ἀγάπη του γιά τήν πλάση ὁλόκληρη καί γιά τούς ἀνθρώπους. Ἀγαποῦσε τ’ ἀμπέλια καί τά χωράφια, τά περοβόλια καί τά δένδρα, τούς ἀνθρώπους.
Κάποια μέρα παρατήρησε στ’ ἀμπέλια ἄρρωστα τά κλήματα. Τά εἶχε βρεῖ μία ἀρρώστια πού ἔκανε τά φύλλα τους νά κιτρινίζουν καί νά ἀδυνατίζουν. Πικραμένοι οἱ χωρικοί δέν μποροῦσαν νά κάνουν τίποτα.
Γονάτισε, λοιπόν, μιά νύχτα ὁ Τρύφων πάνω στά χώματα, ἀνάμεσα στά κλήματα, ἅπλωσε τά χέρια του καί ἔβαλε τίς ἀνοιχτές του παλάμες στοργικά πάνω στά φύλλα τους. Ὕψωσε μετά τή ματιά του καί τά χέρια του στόν οὐρανό καί εἶπε: Μεγάλε Πατέρα καί Πλάστη καί Ἰατρέ, σέ παρακαλῶ γιάτρεψέ τα. Γονάτισε καί ξαναγονάτισε. Τά κλήματα ἄρχισαν νά συνέρχονται. Χριστέ μου, σ’ εὐχαριστῶ πού μ’ ἄκουσες, προσευχήθηκε τώρα τό παιδί.
Μέ τό σκάσιμο τοῦ ἥλιου οἱ χωρικοί βγῆκαν στ’ ἀμπέλια τους. Τά εἶδαν τότε καταπράσινα, κατάγερα καί ὅλα τά κλήματα μέ ὀρθωμένα τά φύλλα τους.
– Θαῦμα μεγάλο, εἶπε κάποιος. Ἀκοῦς μέσα σέ μιά νύχτα ν’ ἀναστηθοῦν ὅλα τ’ ἀμπέλια στή Λάμψακο!
– Μέ τήν προσευχή τοῦ Τρύφωνα φώναξε ἑνας ἄλλος. Τόν εἶδα γονατιστό μέσα στ’ ἀμπέλια νά προσεύχεται.
Ἔτρεξαν τότε καί τόν κύκλωσαν ὅλοι. Ἤθελαν νά τόν εὐχαριστήσουν.
– Νά εὐχαριστήσουμε τόν Θεό, εἶπε τό ταπεινό παιδί. Εἶδε τήν πίκρα σας καί τή λαχτάρα σας καί γιάτρεψε σ’ ἕνα βράδυ τ’ ἀμπέλια σας!
Σάν τελείωσε ἡ δοξολογία Τρύφων ἐξαφανίστηκε. Τόν ἀναζήτησαν ἀλλά δέν τόν βρῆκαν. Αὐτό λέγεται ὅτι ἦταν τό πρώτο θαῦμα τοῦ ἁγίου.
Τά δένδρα.
Κάποια μέρα κάλεσαν τόν Τρύφωνα νά πάει σέ μιά ἄκρη τῆς Λαμψάκου.
– Κοίταξε τά δένδρα μας, Τρύφωνα, τοῦ εἶπαν οἱ χωρικοί. Κιτρινίζουν τά φύλλα τους καί οἱ καρποί τους εἶναι μικροί καί ξεροί. Ἀρρώστησαν. Κάνε προσευχή νά γίνουν καλά.
Πόνεσε ἡ καρδιά τοῦ Τρύφωνα.
-Νά Τόν παρακαλέσετε εἶπε ταπεινά. Ὅλους τούς ἀκούει ὁ Θεός. Ἔτσι τούς εἶπε καί ἔφυγε.
Τή νύχτα πού κοιμόντουσαν οἱ γονεῖς του, σηκώθηκε ἀθόρυβα ὁ Τρύφων, ἔβαλε τόν χιτώνα του καί τράβηξε πρός τά ἄρρωστα δένδρα. Δέν ἤθελε νά τόν δοῦν. Γονάτισε ἀνάμεσα στά δένδρα, ὕψωσε τό βλέμμα του, σταύρωσε τά χέρια του στό στῆθος του καί εἶπε μέσα ἀπό τήν καρδιά του.
– Θεέ μου, σέ παρακαλῶ, γιάτρεψε τα. Κάνε νά πρασινίσουν πάλι τά φύλλα τους καί νά πάρουν χρῶμα, ὀμορφιά καί γκύκα οἱ καρποί τους.
Μετά ἔφυγε γιά νά μήν τόν δοῦν. Πῆγε καί ἔπεσε πάλι στό στρῶμα του. Οἱ ἅγιοι κάνουν ἀθόρυβα τό καλό. Δέν θέλουν νά τούς βλέπουν. ” Μή γνώτω ἡ δεξιά σου τί ποιεῖ ἡ ἀριστερά σου”.
Τό πρωϊ εἶδαν ὅλοι τά δένδρα τους καταπράσινα καί σταυρωκοπήθηκαν. Μά αὐτό εἶναι θαῦμα εἶπαν ὅλοι τους.
– Ὁ Τρύφων βροντοφώναξε ἕνας χωρικός. Ὁ Τρύφων σᾶς λέω. Τόν εἶδα ἐγῶ πού ἦρθε τά μεσάνυχτα στά δένδρα καί προσευχήθηκε. Καί ὄταν ἔφυγε τόν ξαναεῖδα.
Ἐν τῷ μεταξύ ἦρθαν καί ἄλλοι περαστικοί καί ἔβλεπαν τό θαῦμα. Ὁ Τρύφων μέ τήν προσευχή του τά μεσάνυχτα εἶπαν χαρούμενοι αὐτοί πού εἶχαν τά δένδρα καί ὅλοι δόξασαν τόν ἅγιο Θεό. Τό θαῦμα μαθεύτηκε ἀμέσως σ’ ὅλο τό χωριό.
Οἱ ἀκρίδες.
Χαρούμενος κάποια μέρα ὁ Τρύφων πῆγε καί κάθισε μέσα σ’ ἕνα ἀμπέλι καί κοίταζε τά κλήματα. Ξαφνικά εἶδε ἑνα σύννεφο ἀπό ἀκρίδες νά κάθονται στό πλαϊνό περιβόλι. Θά φάνε τά λαχανικά σκέφθηκε. Οἱ ἄνθρωποι πού τά καλλιέργησαν κοπίασαν. Ὕψωσε τότε τά μάτια, τήν ψυχή καί τήν καρδιά στόν οὐρανό καί προσευχήθηκε.
– Χριστέ μου, σέ παρακαλῶ διῶξτες ἀμέσως.
Μετά πῆρε δύο ξερά κλαδιά τά ἔκανε σταυρό καί τόν ὕψωσε κατά τίς ἀκρίδες. Οἱ ἀκρίδες τότε σηκώθηκαν ὅλες μαζί στόν ἀέρα καί πέταξαν μαῦρο σύννεφο. Μαύρισε ἡ ἀκροθαλασσιά ἀπό τίς ἀκρίδες.
Ὅταν ἦρθαν οἱ χωρικοί καί εἶδαν τά λαχανικά τους κατάλαβαν ὅτι εἶχαν περάσει ἀκρίδες. Μόλις καί τά εἶχαν πειράξει. Πώς ἔφυγαν ἀμέσως ρωτοῦσαν; Ποιός τίς ἔδιωξε; Αὐτές, ἄμα πέσουν, δέν φεύγουν ἀπό τό περιβόλι ἄν δέν τό καταστρέψουν.
Ὁ Τρύφων εἶπαν ἄλλοι. Τί θέλει ἐδῶ; Κάποιο θαῦμα θά ἔκανε πάλι. Σίγουρα ἐκεῖνος τίς ἔδιωξε μέ τήν προσευχή του. Δέ θά ἄφηναν τίποτα. Θά τά ἔτρωγαν ὅλα. Δόξα σοι. Κύριε, εἶπαν.
Ὁ Τρύφων μόλις εἶδε νά ἔρχονται οἱ χωρικοί, ἔφυγε σιγά-σιγά.
Τό θαῦμα μέ τίς ἀκρίδες μαθεύτηκε σέ ὅλη τή Λάμψακο ἀλλά καί ἔξω ἀπ’ αὐτήν.
Ἡ θεραπεία τοῦ ἄρρωστου ἀγοριοῦ.
– Ποῦ εἶναι ὁ Τρύφων; ρώτησε κάποιος πού ἦρθε στή Λάμψακο μαθαίνοντας τά θαύματα τοῦ ἁγίου.
– Θέλω νά τόν παρακαλέσω γιά τό ἄρρωστο παιδί μου, τόν Χαρίτωνα.
Οἱ κάτοικοι τῆς Λαμψάκου εἶπαν στόν δυστυχή πατέρα τοῦ ἄρρωστου ἀγοριοῦ πού θά ἔβρισκε τόν ἅγιο, τόν δασκάλεψαν ὅμως νά μή πεῖ πώς τόν ζητάει γιατί εἶναι θαυματουργός για νά μή στεναχωρηθεῖ. Τόση ταπείνωση εἶχε.
Προσποιήθηκε, λοιπόν, ὁ πατέρας πώς ἤθελε νά ἀγοράσει μερικές χῆνες ἀπό αὐτές πού εἶχε ὁ Τρύφων καί παρακάλεσε τόν ἅγιο νά τόν βοηθήσει γιά νά τίς μεταφέρουν. Ἔτσι, ὁ Τρύφων χωρίς νά τό καταλάβει βρέθηκε στό σπίτι μέ τό ἄρρωστο παιδί. Ἐκεῖ ἔμαθε τήν ἀλήθεια.
Κοίταξε τότε στά μάτια ὁ Τρύφων τό παιδί, πῆρε τό σταυρό του στό χέρι καί ἄρχισε νά προσεύχεται μαζί μέ τό ἄρρωστο παιδί ἀφοῦ πρῶτα τοῦ μίλησε γιά τόν Σταυρωμένο καί Ἀναστημένο Κύριο. Γιά τόν Μεγάλο Ἰατρό τῶν ψυχῶν καί τῶν σωμάτων. Ὕστερα φίλησε τό σταυρό καί τόν ἔδωσε νά τόν φιλήσει καί τό ἄρρωστο παιδί. Κράτησε τό σταυρό πάνω του γιά λίγο καί ἀδοῦ προσποιήθηκε ὅτι ἦταν βιαστικός, τοῦ εὐχήθηκε περαστικά, τοῦ χάϊδεψε τά μαλλιά, βγῆκε ἔξω καί ἄρχισε νά περπατά γρήγορα.
Οἱ γονεῖς ἔμειναν νά κοιτάζουν τό ἄρρωστο παιδί τους. Ἐκεῖνο ἄρχισε νά νοιώθει πολύ καλά. Θά σηκωθῶ, φώναξε, καί άνακάθησε στό κρεββάτι του. Ἔπειτα μέ μιά γρήγορη κίνηση σηκώθηκε καί στάθηκε ὄρθιο. Σέ λίγο βγῆκε στήν αὐλή καί ἄρχισε νά τρέχει μέχρι τό ἀμπέλι τους.
– Ὁ Μεγάλος Ἰατρός, μέ τήν προσευχή τοῦ Τρύφωνα, γιάτρεψε τό παιδί μου, φώναξε ὁ πατέρας καί ἔφτασε μέχρι τή Λάμψακο διαλαλόντας τό θαύμα. Ἔφτασε μέχρι τόν Τρύφωνα. Καί ὁ ἅγιος μέ τήν ταπείνωση πού τόν διέκρινε τοῦ λέει:
– Ἄκουσε ὁ Μεγάλος Ἰατρός τήν προσευχή του παιδιοῦ σου καί τό γιάτρεψε. Ἔτσι θά λές.
– Ἔτσι θά λέω εἶπε ὁ πατέρας καί πῆρε τό δρόμο χαρούμενος γιά τό σπίτι του.
Ἡ θεραπεία τοῦ δαιμονισμένου ἀγοριοῦ.
Μία μέρα ἕνα γεγονός ἦρθε νά ταράξει τήν ψυχή τοῦ Τρύφωνα. Νά τοῦ φέρει μιά ἀνησυχία, ἕναν ἄγνωστο φόβο.
Κάποια στιγμή ἄγριες φωνές ἄκουσε πίσω του. Γύρισε καί εἶδε ἕνα μεγάλο ἀγόρι, ἄσχημο μέ ἀγριεμένο πρόσωπο νά τρέχει κατά πάνω του. Τά μάτια του ἦταν πεταγμένα ἔξω καί τό στόμα του στραβό καί ἔβγαζε ἀφρούς.
– Χριστέ μου, φώναξε ὁ Τρύφων καί ἔπιασε τό σταυρό του.
– Μή … μή τό λές αὐτό τό ὄνομα. Φωτιά! Φωτιά! Καίει! φώναξε τό ἀγόρι μέ τό ἀγριεμένο πρόσωπο.
– Θεραπεύει! εἶπε ὁ Τρύφων.
– Ἐμένα μέ καίει, καί τό ὄνομά σου καίει, φώναξε τό ἀγόρι. Φεύγω, καίει, φώναξε καί τρέχοντας ἀπομακρύνθηκε.
Γοργοκτυποῦσε ἡ καρδιά τοῦ Τρύφωνα κοιτάζοντας πρός τό μέρος πού ἔφυγε τό παλληκάρι. Σταυροκοπήθηκε καί ἔτρεξε στόν ἱερέα. Πρώτη φορά ἀντίκρυσε τέτοιο θέαμα.
– Ὁ δαίμονας μπῆκε μέσα τοῦ, παιδί μου, εἶπε ὁ ἱερέας. Παρακάλεσε τόν Κύριο καί γι’ αὐτόν τόν δυστυχῆ.
– Θά τόν παρακαλέσω, πάτερ, ἀποκρίθηκε ὁ Τρύφων.
Μέρες καί νύχτες ὁ Τρύφων σκεφτόταν τό δυστυχισμένο παλληκάρι καί παρακαλοῦσε τόν Θεό γι’ αὐτό μέ πόνο καί ἀγάπη. Πέρασε ἀρκετός καιρός ἀπό τότε καί τό δυστυχισμένο πλάσμα τοῦ Θεοῦ δέν ξαναφάνηκε. Κόντευε νά τό ξεχάσει ὁ Τρύφων. Μιά μέρα ὅμως, ξαφνικά ἀκούει πάλι τίς ἴδιες ἄγριες φωνές.
– Καίει, καίει, καίει κι’ Ἐκεῖνου τό ὄνομα καί τό δικό σου, Τρύφων. Μέ καίει. Δέν μπορῶ.
– Χριστέ μου! φώναξε ὁ Τρύφων καί πετάχτηκε ὄρθιος. Ἕλα μαζί μου, Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, εἶπε θερμά. Πῆρε τόν ξύλινο σταυρό στό δεξί του χέρι, τόν ὕψωσε καί ἔτρεξε πρός τό μέρος τοῦ ἀγοριοῦ. Τό ἀγόρι ἀντιδροῦσε συνεχῶς.
– Μή δέν μπορῶ νά βλέπω αὐτό τόν κεραυνό. Μήν ἔρχεσαι.
Ὁ Τρύφων τάχυνε τό βῆμα του, πλησίασε τό παλληκάρι καί μέ μιά κίνηση, σάν νά κρατοῦσε ξίφος κοφτερό, τό ἔριξε κάτω.
– Ἄν δέν μπορεῖς νά βλέπεις τό σταυρό τῆς ἀγάπης τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ τί κάθεσαι; Βγές καί φύγε καί χάσου στήν μαύρη κόλαση σου, ἀνθρωποκτόνε, φώναξε ὁ Τρύφων καί ἔβαλε τό σταυρό στό κεφάλι τοῦ ἀγοριοῦ.
Ἕνα δυνατό σφύριγμα ἀκούστηκε τότε, ἕνας θόρυβος, μιά φοβερή δυσοσμία ἦρθε καί τό ἀγόρι γαλήνεψε, βρῆκε τόν ἑαυτό του, τήν ὀμορφιά του καί τήν λιαλιά του.
– Πῶς σέ λένε, παλληκάρι, ρώτησε ὁ Τρύφων;
– Δάφνο, ἦταν ἡ ἀπάντηση.
Τότε ὁ Τρύφων πρόσφερε στόν Δάφνο κάτι νά φάει καί τόν ἔβαλε νά κοιμηθεῖ καί ὅταν μετά ἀπό ὥρα πολλή ξύπνησε ὁ Τρύφωνας τοῦ πρόσφερε δροσερό νέρο καί ἕναν ὄμορφο ξύλινο σταυρό πού κατασκεύασε ὁ ἴδιος.
– Δάφνε, τοῦ εἶπε, ἔλα, νεράκι δροσερό. Καί αὐτό τόν σταυρό θά τόν ἔχεις πάντα στό στῆθος σου καί ἔβαλε στίς παλάμες τοῦ μεγάλου ἀγοριοῦ τό σταυρό. Εἶναι ὁ σταυρός, πάνω στόν ὁποῖο θυσιάστηκε ὁ Θεός τῆς ἀγάπης γιά νά λυτρώσει αἰώνια τούς ἀνθρώπους ἀπό τό κακό. Καί μίλησε ὁ Τρύφων γιά τό Θεό τῆς ἀγάπης.
Ὁ Δάφνος δόξασε τόν Τριαδικό μας Θεό, άγκάλιασε καί φίλησε τόν Τρύφωνα.
Τό νέο θαῦμα, πού ἔκανε ὁ Τρύφων, ἔκανε μεγάλη αἴσθηση στόν τόπο τοῦ Δάφνου, στή Λάμψακο καί σ’ ὅλη τήν ἐπαρχία. Καί ὁ Δάφνος δέ σταμάτησε νά διαλαλεῖ τό θαῦμα.
Οἱ κάμπιες.
– Τί νά κάνουμε Τρύφων; ρώτησαν τόν ἅγιο μιά μέρα κάποιοι χωρικοί, ἔχοντας μέσα τους τήν παράκλησή τους νά προσευχηθεῖ γιά υά χωράφια τους πού εἶχαν γεμίσει κάμπιες.
– Τί μέ ρωτάτε; εἶπε λίγο κοφτά ὁ Τρύφων. Σᾶς τό εἶπε ὁ Κύριος : ” Αἰτεῖτε καί δοθήσετε ὑμῖν”. Ζητεῖτε καί θά σᾶς δοθεῖ.
Μόλις ἔφυγαν οἱ χωρικοί ὀ ἅγιος ἔτρεξε στά κτήματα. Τά εἶδε καί τά λυπήθηκε. Ἔβγαλε τό σταυρό του πάνω στό χιτώνα του, ἔβαλε εὐλαβικά τό δεξί του χέρι πάνω του καί ἄρχισε νά παρακαλεῖ:
– Κύριε, διῶξε τίς κάμπιες, νά πάνε νά βροῦνε τήν τροφή τους ἐκεῖ πού ὅρισες γι’ αὐτές. Γλύτωσε τά ἄμπέλια καί τά χωράφια ἀπό αὐτό τόν κίνδυνο. Σέ παρακαλοῦν καί ὅλοι οϊ χωρικοί τῆς Λαμψάκου. Ἄκουσέ τους, γιά νά μάθουν νά προσεύχονται μέ πίστη καί νά χαίρονται τή θαυματουργική σου ἀπάντηση. Καί ἔπειτα δέν θά μπορέσουν νά ποῦν: Ὅ Τρύφων, γιατί καί αὐτοί προσευχήθηκαν.
Καί ἄκουσε ὁ Θεός τήν προσευχή τοῦ ἁγίου καί ἔκανε τό θαῦμα του. Καί οἱ χωρικοί ἔλεγαν μέ ὅλη τήν ψυχή καί τήν καρδιά τους μυστικά ὅμως καί μεταξύ τους για να μήν τό ἀκούσει καί στεναχωρηθεῖ ὁ ἅγιος.
Ὁ Τρύφων πάλι ἔκανε τό θαὐμα του!
Ἡ θεραπεία τῆς κόρης τοῦ αὐτοκράτορα.
Ἡ φιλάνθρωπη συμπεριφορά τοῦ Τρύφωνος καί τά θαυμαστά ἔργα πού ἐπιτελοῦσε γρήγορα διαδίδονται. Τό ὄνομα τοῦ νεαροῦ Τρύφωνος εἶχε ξεπεράσει τά σύνορα τῆς πατρίδος του. Ταξίδεψε καί σέ ἄλλες πόλεις καί χώρες καί ἔφτασε μέχρι καί τήν Ρώμη τήν πρωτεύουσα τῆς Ρωμαϊκής Αὐτοκρατορίας. Μέχρι καί στο παλάτι τοῦ πανίσχυρου Καίσαρα.
Περί τό 240 μ.Χ. βασίλευε στή Ρώμη ὁ Γορδιανός Γ’, ὁ ὁποῖος ἦταν εἰδωλολάτρης. Φρόνιμος ὅμως καί συνετός ἄνθρωπος δέν παρουσίαζε τήν κακία καί τήν θυριώδη ἐξαλλωσύνη τῶν ἄλλων Ρωμαίων αὐτοκρατόρων.
Ὁ αὐτοκράτορας Γορδιανός, λοιπόν, εἶχε μιά μονάκριβη κόρη μέ ἐξαιρετικά χαρίσματα. Πολύ ὄμορφη, μορφωμένη, συνετή καό φρόνιμη. Πολλοί ἄρχοντες τῆς πόλεως τήν ἀγαποῦσαν καί τήν ἤθελαν γιά γυναίκα τους. Μά ἐκεῖνος δέν ἤθελε νά τήν ἀποχωριστεῖ, τουλάχιστον προσωρινά. Γι’ αὐτό τήν ἔκλεισε στά ἀνάκτορα, νά μή τήν βλέπουν οἱ ἄνθρωποι. Μέσα σ’ αὐτό τό κορίτσι καί στήν ψυχή του μπῆκε ὁ διάβολος καί τό βασάνιζε μέρα καί νύχτα. Προσπαθοῦσε νά τήν ρίξει μέσα στή φωτιά καί μέσα στό νερό. Κινδύνευε ἀπό ὥρα σέ ὥρα νά πεθάνει καί δοκίμαζε μεγάλη περιφρόνυση ἀπό ὅλους.
Ὑπέφεραν οἱ γονεῖς της. Μαράζωναν ἀπό τόν καϋμό τους καί τήν στεναχώρια τους. Ἔτρεξαν παντοῦ νά τήν θεραπεύσουν. Πῆγαν σέ ὅλους τούς γιατρούς, ἔκαναν ὅλα τά γιατροσόφια καί δοκιμασαν ὅλα τά βότανα καί τά φάρμακα. Δυστυχῶς καμμιά θεραπεία. Μέσα σ’ αυτή τήν ἀπελπισία καί τήν ἀπόγνωση χύθηκε μιά ἡλιαχτίδα φωτός. Προερχόταν ἀπό τόν ἴδιο τό δαίμονα πού εἶχε φωλιάσει μέσα της καί φώναζε:
– Ὅλα σας τά τρεξίματα καί ὅλοι οἱ κόποι σας θά πᾶνε χαμένα. Ἑάν δέν ἔρθει ὁ Τρύφων, πού ἔχει μεγάλη ἐξουσία ἐπάνω μου, γιά νά μέ διώξει, ἐγώ δέν πρόκειται νά φύγω ἀπό μέσα της.
Παράλληλα ἔφθασε στά ἀνάκτορα ἕνας χριστιανός πατέρας πονετικός , ἔμαθε τό δράμα τοῦ αὐτοκράτορα καί ζήτησε ἀκρόαση.
– Εἶμαι πατέρας εἶπε τοῦ αὐτοκράτορα καί εἶχα καί ἐγώ ἄρρωστο τό κορίτσι μου. Αἰσθάνομαι, λοιπόν, τόν πόνο σου καί ἧρθα νά σοῦ πῶ κάτι πολύ εὐχάριστο. Ὑπάρχει γιατρός γιά τήν ἀρρώστια τῆς κόρης σου. Εἶναι ὁ Τρύφων, τό παιδί μέ τίς χῆνες στή Λάμψακο τῆς Μικρᾶς Ἀσίας. Εἶναι ἅγνό καί θαυματουργό παλληκάρι. Δεκαεφτά χρονῶν εἶναι τώρα καί κάνει θαύματα στ’ ἀμπέλια καί στά χωράφια καί στά δένδρα, μά καί στούς ἀνθρώπους.
Ἄμέσως τότε ὁ αὐτοκράτωρ ἔστειλε ἀνθρώπους νά ψάξουν στίς πόλεις καί τά χωριά γιά νά βροῦνε τόν Τρύφωνα. Ὑπόσχονταν μάλιστα χρυσάφι ἀναρίθμητο καί ἄλλα βασιλικά χαρίσματα σ’ ἐκεῖνον, πού θά τόν ἔφερνε μπροστά του. Στρατιώτες ἀπεσταλμένοι τοῦ αὐτοκράτορα, μέ διαταγή τοῦ Χιλίαρχου Ἀριστόβουλου, ἄρχισαν νά τρέχουν παντοῦ. Φθάσανε καί στή Λάμψακο. Τόν βρήκανε ἐκεῖ νά βόσκει χῆνες. Τούς πλησίασε χωρίς κάν ἐκεῖνοι νά τόν ρωτήσουν (φωτιζόμενος ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα) καί τούς εἶπε:
– Ἐγώ εἶμαι ὁ Τρύφων, πού ζητάτε.
Ἐκεῖνοι μείνανε κατάπληκτοι καί μέ μεγάλη χαρά τόν πήγανε στόν ἔπαρχο τῆς περιοχῆς, στόν Πομπηϊανό. Ἀπό ἐκεῖ τοῦ ἔκαμαν μεγάλες τιμές. Τόν ἀνεβάσανε μετά σέ ἄλογο βασιλικό καί ἔφυγαν ὁλοταχῶς γιά τή Ρώμη. ὅταν πλησίαζαν νά φθάσουν στή Ρώμη, ἀπό τήν ὁποία τούς χώριζαν τρεῖς μέρες δρόμος, ὁ δαίμονας μυρίστηκε τόν ἐρχομό του καί ἄρχισε νά βασανίζει περισσότερο τό κορίτσι. Ὕστερα δείχνοντας τήν θλίψη του ἔλεγε:
– Ἀλλοίμονο σέ μένα. Δέ μέ ἀφίνει πιά ὁ Τρύφων νά μένω ἐδῶ μέσα. Μέ διώχνει ἀπό αὐτό τό σπίτι μου. Δέ θά μείνω ἀκόμη, παρά τρεῖς μέρες. Νά! ὅπου νἆναι ἔρχεται ὁ Τρύφων. Καί ἐνῶ οὔρλιαζε ἀπογοητευμένος ὁ δατανᾶς, βασάνιζε τήν κόρη πού σπαρταροῦσε σάν τό ψάρι καί χτυπιόταν ἀπελπισμένα. Ἔπειτα προτοῦ ἀκόμη φτάσει ὁ ἅγιος, ὁ σατανᾶς ἔφυγε, γιατί δέν μποροῦσε οὔτε κἄν νά ἀντικρύσει κατά πρόσωπο τόν ἅγιο Τρύφωνα.
Τήν τρίτη ἡμέρα ἔφτασε ὁ ἅγιος. Τότε ὁ βασιλιᾶς τόν ὑποδχτηκε μέ μεγάλη χαρά καί τοῦ ἔκαμε μεγάλες τιμές γιατί καί ἀπό μακρυά εἶχε ἤδη κάνει καλά τό κορίτσι του.
Γιά νά βεβαιωθεῖ στή συνέχεια ὁ βασιλιᾶς, παρακάλεσε τόν ἅγιο νά τοῦ δείξει τόν δαίμονα, νά τόν δεῖ μέ τά μάτια του καί νά τόν ρωτήσει, γιατί μπῆκε στήν κόρη του καί γιά διάφορα ἄλλα ζητήματα. Τότε ὁ ἅγιος νήστεψε ἕξι ἡμέρες καί προσευχότανε στό Θεό νά τόν βοηθήσει. Τήν ἑβδόμη ἡμέρα τό πρωί, ὅταν ξημέρωσε, συγκεντρώθηκαν ὅλοι οἱ κάτοικοι τῆς πόλης στό θέατρο, καθώς καί ὁ αύτοκράτορας μέ τούς ἀκολούθους του καί ὅλους τούς μεγιστᾶνες καί τούς ἄρχοντες.
Καί ὁ Τρύφων μέ τή δύναμη τοῦ ἁγίου Πνεύματος καί μέ πίστη ἰσχυρή κ’ ἀκράδαντη στό Θεό, κάλεσε τόν δαίμονα σάν νά τόν ἔβλεπε μέ τά μάτια τῆς ψυχῆς του καί τοῦ λέει:
– Εἰς τό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ σέ προστάζω νά φανεῖς ἔδῶ μπροστά μας, νά δοῦμε ὅλη τήν ἀσχήμια σου καί πόσο ἀδύναμος καί ἀνίσχυρος εἶσαι άπέναντι τοῦ Θεοῦ.
Μόλις ὁ ἅγιος εἶπε αὐτά τά λόγια παρουσιάζεται ἕνα σκυλί μαῦρο, συχαμερό καί ἀπαίσιο μέ μάτια κατακόκκινα σάν τή φωτιά καί τό καφάλι σκυμμένο στή γῆ.
– Πές μας, τρισκατάρατε, τοῦ λέει τότε ὁ ἅγιος, ποιός σέ διέταξε νά κατοικήσεις σ’ αὐτή τήν κόρη καί πῶς τολμᾶς, νά ἀτιμάζεις τό τίμιο πλάσμα τοῦ Θεοῦ καί νά βασανίζεις τούς ἀνθρώπους;
Καί ὁ δαίμονας, σάν νά τόν πλήγωναν μέ βέλη τά λόγια τοῦ Τρύφωνος, ἀπάντησε μέ δυσκολία λέγοντας :
– Ὁ πατέρας μου μέ .εστειλε νά τήν βασανίσω.
– Καί ποιά ἐξουσία ἔχετε, σεῖς, πάνω στά πλάσματα τοῦ Θεοῦ;
Καί ὁ δαίμονας πιεζόμενος ἀπό τή θεία δύναμη, χωρίς νά τό θέλει, ὡμολόγησε μπροστά σέ ὅλους τοῦτα τά λόγια:
– Ἐμεῖς, βέβαια, δέν ἔχουμε καμμιά ἐξουσία νά βασανίζουμε τούς Χριστιανούς, πού πιστεύουν στόν Παντοδύναμο Θεό καί στόν Υἱό Του τόν Ἰησοῦ Χριστό, τόν ὁποῖο ὁ Πέτρος καί ὁ Παῦλος ἐδῶ σ’ αὐτή τήν πόλη κήρυξαν. Καί ὄχι μόνο δέν τούς πειράζουμε, ἀλλά βλέποντας τούς πιστούς αὐτούς ἀπό μακρυά, φεύγουμε καί χανόμαστε ἀπό μπροστά τους. Ἔχουμε ἀξουσία καί δύναμη νά βασανίζουμε μονάχα ὅσους βρίσκουμε νά ἀγαποῦν τά ἔργα μας. Τέτοιοι εἶναι οἱ εἰδωλολάτρες, οἱ βλάσφημοι, οἱ μοιχοί, οἱ φονιᾶδες, αὐτοί πού ἀσχολοῦνται μέ τά μάγια, οἱ ὑπερήφανοι, καί ὅλοι οἱ ὅμοιοί τους, πού ἀπομακρύνονται ἀπό τό Θεό καί κόβουν κάθε σχέση μαζί Του. Αὐτοί μόνοι τους φεύγουν ἀπό τό Θεό, μέ τίς ἁμαρτίες τους καί ἔρχονται στό δικό μας στρατόπεδο. Αὐτούς μόνο πειράζουμε, γιατί κάνουν ὅσα ἀρέσουν σέ μᾶς καί περιφρονοῦν τό θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Ἀκούγοντας ὅλα αὐτά, ὅσοι βρίσκονταν ἐκεῖ, θαύμασαν ἀλλά καί φοβήθηκαν. Πολλοί εἰδωλολάτρες πίστεψαν στόν Χριστό, ἀλλά καί οἱ πιστοί στερεώθηκαν περισσότερο στήν πίστη, σάν ἄκουσαν αὐτά. Ὁ δαίμονας ἐπιτιμήθηκε μέτα ἀπό τόν ἅγιο καί ἔγινε ἄφαντος.
Ὁ αὐτοκράτορας σάν εἶδε καί ἄκουσε τόσα θαυμαστά πράγματα, θαύμασε τόν Τρύφωνα καί τόν ἐτίμησε μέ τό παραπάνω, ὅπως ἔπρεπε. Τοῦ ἔκανε πολλές δωρεές καί διέταξε τόν ἔπαρχο Πομπηϊανό μαζί μέ ἄλλους ἄρχοντες νά τόν ὁδηγήσουν στόν τόπο του.
Μέ διαταγή τοῦ αὐτοκράτορα ὁ χιλίαρχος Ἀθηνόδωρος ἐτοίμασε αὐτοκρατορική ἄμαξα γιά τόν Τρύφωνα καί ἄλλες γιά τόν ἔπαρχο Πομπηϊανό καί τούς ἄλλος ἄρχοντες καί τιμητικό ἀπόσπασμα ἱππέων τῆς ἀνακτορικῆς φρουρᾶς.
Στήν ἐπιστροφή του ὁ ἅγιος μοίρασε στούς φτωχούς, πού συναντοῦσε στό δρόμο, ὅλα τά χρήματα, πού τοῦ χάρισε ὁ αὐτοκράτορας, χωρίς νά κρατήσει τίποτα γιά τόν ἑαυτό του.
Καί ὅταν ἔφθασε στό σπίτι του, ζοῦσε ὅπως καί πρώτα. Ξαναδόθηκε στίς δουλιές του, στίς χαρές του καί στίς ἀγάπες του. Θεράπευε τά ἀμπέλια, τούς ἀγρούς, τά δένδρα καί τούς ἀνθρώπους περισσότερο, μέ τήν προσευχή του, τόσο πού τόν ἔλεγαν πιά ὅλοι γιατρό. Ὁ θαυματουργός γιατρός τῆς Λαμψάκου.
Τό κύριο ἔργο του ὅμως ἦταν νά ὁδηγεῖ τούς πλανεμένους στήν ἀλήθεια. Νά διαδίδει τήν πίστη τοῦ Χριστοῦ καί νά φέρνει τόν κόσμο κοντά Του.
Τῆς θεολόγου Αἰκατερίνης Τσακίρη