(28 Ιανουαρίου)
Ἀνάμεσα στὰ ὀλίγα σωζόμενα πνευματικὰ διαμάντια τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἰσάξιος στὴν πολυμάθεια μὲ τὸν Μέγα Βασίλειο, στὴ γλυκύτητα καὶ στὴ γλαφυρότητα τοῦ λόγου μὲ τὸν Θεῖο Χρυσόστομο, σύγχρονος καὶ μὲ τοὺς δύο, εἶναι ὁ Ὅσιος καὶ Θεοφόρος Πατέρας μας καὶ Οἰκουμενικὸς Διδάσκαλος, Ἐφραὶμ ὁ Σύρος.
Γεννήθηκε στὴν Νίσιβη τῆς Μεσοποταμίας, τῆς Συρίας, τὸ σημερινὸ Νισβίν, πρωτεύουσα τῆς παλαιᾶς Μυγδονίας, «306 χρόνια ὕστερα ἀπὸ τὸν ἀγαπημένο τοῦ Κύριο καὶ ἀνεχώρησε κοντά Του τὸ 373 μ.Χ»
Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ τὴν μνήμη Του στὶς 28 Ἰανουαρίου. Ὁ Ὅσιος Ἐφραὶμ εἰκονίζεται στὴν ὄψη παράδοξος, ὑψηλός, λεπτόσαρκος, ὀλιγογένειος.
Γεννήθηκε ἀπὸ πτωχοὺς γονεῖς ἀλλὰ χριστιανούς, οἱ ὁποῖοι μάλιστα κατὰ τὴν περίοδο τῶν διωγμῶν τοῦ Διοκλητιανοῦ, ὁμολόγησαν τὸν Χριστὸ καὶ καταξιώθηκαν μαρτυρικοῦ τέλους. Γι΄ αὐτό, καὶ ὁ Ὅσιος Ἐφραίμ, ὅταν ἀναφερόταν στοὺς προγόνους Του, ἔλεγε «Μαρτύρων συγγενὴς εἰμί».
Οἱ μὲν γονεῖς Τοῦ ἄφησαν σ΄ αὐτὸν παρακαταθήκη, τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν Χριστό, «τὸν φόβον τοῦ Κυρίου ἐνουθέτησαν», ὁ δὲ διδάσκαλός Του, Ἅγιος Ἰάκωβος, ἄνδρας μεγάλης μορφώσεως καὶ Μέγας Ἱεράρχης τῆς Νίσιβης, ἐδίδαξε σ΄ Αὐτὸν τὰ «περὶ Χριστοῦ».
Πολὺ νέος, ἀρχίζει μὲ ἰδιαίτερο ζῆλο καὶ αὐταπάρνηση νὰ μελετᾶ τὶς Ἅγιες Γραφές, νὰ ἀσκεῖται σὲ πνευματικοὺς ἀγῶνες, νὰ ἀγωνίζεται γιὰ τὴν ἀληθινὴ πίστη, νὰ προκόπτει στὴν ἀρετή, στὴν καθαρότητα καὶ τὸν ἁγιασμό.
Ἀνῆλθε ὅλη τὴν κλίμακα τῆς ἀρετῆς καὶ τῆς σοφίας.
Ἀγαπᾶ τὸν Θεὸ καὶ γίνεται διδάσκαλος τῆς εὐσεβείας, ἀλλὰ καὶ ἡ ἀγάπη Του γιὰ τὸν πλησίον εἶναι τόσο μεγάλη.
(Ἡ Συνάντησις τοῦ Μεγάλου Βασιλείου καὶ τοῦ Ὁσίου Ἐφραὶμ τοῦ Σύρου)
Ὅταν ἐπὶ Ἰουλιανοῦ του Παραβάτη «361 – 363» ἄρχισαν οἱ ἐπιδρομὲς τῶν Περσῶν στὴν Μεσοποταμία καὶ ἡ Πατρίδα τοῦ Ὁσίου πολιορκεῖται ἀπὸ τὸν Βασιλέα Σαπὼρ Β΄ τὸν Μέγα (309 – 379), ὁ Ὅσιος ἐγκαταλείπει τὸν τόπο τῆς ἡσυχίας Του καὶ ἀπὸ ἀγάπη γιὰ τὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ μεταβαίνει στὴν πατρίδα Του καὶ ἐκεῖ ἐνισχύει καὶ στηρίζει τὸν λαό.
Ἀργότερα, ὅταν μετὰ τὸν θάνατο τοῦ διδασκάλου του καὶ Ἀρχιεπισκόπου Ἁγίου Ἰακώβου «363 μ.Χ.», η Νίσιβη καταλαμβάνεται ἀπὸ τοὺς Πέρσες, καὶ πολλοὶ χριστιανοὶ ἐγκαταλείπουν τὴν Νίσιβη καὶ ἀναχωροῦν γιὰ τὴν Ἔδεσσα, μαζί τους ἀναχωρεῖ καὶ ὁ Ὅσιος Ἐφραίμ.
Ἀπὸ ἐκεῖ, κατόπιν συμβουλῆς τοῦ ὀνομαστοῦ Γέροντος Ἰουλιανοῦ, ἀναχωρεῖ σὲ τόπο ἐρημικὸ ἔξω ἀπὸ τὴν Ἔδεσσα, γιὰ νὰ ἡσυχάσει.
Ἐκεῖ, ἀσχολεῖται μὲ τὴν ἑρμηνεία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης στὴν Συριακὴ γλώσσα. Αὐτὴ ἡ ἐργασία Τοῦ ἔγινε ἀφορμὴ νὰ ἑλκύσει κοντά Του πολλοὺς Ἐδεσσηνούς, ὥστε νὰ ἀναγκασθεῖ νὰ ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ τὸν τόπο ἐκεῖνο, σὲ ἄλλο τόπο ἀσκήσεως.
Τότε ὅμως, εἶδε ὀπτασία, κατὰ τὴν ὁποία, ἐμφανίστηκε στὸν Ἐφραίμ, Ἄγγελος Κυρίου καὶ τοῦ λέγει: «Ἐφραὶμ ποῦ φεύγεις», καί, ὁ Ἐφραὶμ ἀπαντᾶ: «θέλω νὰ ζήσω ἐν ἡσυχία μακριὰ ἀπὸ τὸν θόρυβο καὶ τοὺς δόλους τῶν ἀνθρώπων», καὶ τότε, πάλιν ὁ Ἄγγελος Τοῦ λέγει: «Πρόσεξε μὴ πληρωθεῖ ἐπάνω σου ὁ λόγος τῆς Γραφῆς ποὺ λέγει: «Ὁ Ἐφραὶμ μοιάζει μὲ τὸν μόσχο ἐκεῖνο ποὺ θέλει νὰ ἀπαλλάξει τὸν τράχηλόν του ἀπὸ τὸν ζυγόν».
Ἕνεκα αὐτῆς τῆς ὀπτασίας καὶ ἐκείνης ποῦ εἶχε δεῖ ὁ Γέροντας Ἰουλιανός, ὅτι ὁ Ἐφραὶμ εἶναι ὁ μόνος ἀπὸ τοὺς συμπολίτες Του ποὺ ἔχει τὸ χάρισμα νὰ διδάξει τοὺς ἀνθρώπους, ὁ Ἐφραὶμ ἐπέστρεψε στὴν Ἔδεσσα, προκειμένου νὰ εὐαρεστήσει τὸν Θεὸ καὶ νὰ ὠφελήσει τὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ.
Ἐκεῖ στὴν Ἔδεσσα. μεγάλη πόλη, βορειοδυτικά της Μεσοποταμίας, ποὺ ὑπῆρξε γιὰ πολλοὺς αἰῶνες σπουδαῖο πολιτιστικὸ κέντρο, ἵδρυσε ὁ Ὅσιος Θεολογικὴ Σχολή, ὅπου ἐφοίτησαν πολλοὶ Ἐδεσσηνοί.
Τοὺς ἐδίδασκε μὲ λόγια φλογισμένα ἀπὸ Θεῖο ἔρωτα καὶ ἀπὸ τὴν μεγαλόπρεπη ταπείνωση. Πολλὰ βλαστάρια τῆς εὐσεβείας ξεφύτρωσαν ἀπὸ τὸ εὐλογημένο αὐτὸ σχολεῖο, ποὺ ἀνεδείχθησαν σπουδαῖοι διδάσκαλοι τῆς Ἐκκλησίας τῶν Σύρων, ποὺ τὴν ἐδρόσισαν ἀπὸ τὸν λίβα τῆς εἰδωλολατρείας.
Κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ζωῆς Του, ὁ Ὅσιος Ἐφραὶμ ἐπισκέφθηκε τὴν Αἴγυπτο, τὸ ὅρος τῆς Νιτρίας, γιὰ νὰ συναντήσει, νὰ γνωρίσει καὶ νὰ«ὠφεληθεῖ» ἀπὸ τοὺς μεγάλους ἀναχωρητὲς καὶ ἀσκητὲς τῆς ἐρήμου. Ἐκεῖ, ἀναγνωρίζουν, ὅπως γράφει ὁ Μέγας Παΐσιος, τον «Μεγάλον μεταξύ των Σύρων ἀσκητῶν Πατέρα», ἢ «τὸν ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ, τὸν μέγα Γέροντα, τὸν φωτισμένον καὶ εἰς τὸν νοῦν καὶ εἰς τὴν καρδίαν», ὅπως λέγει ὁ ἀββᾶς Ἰωάννης ὁ Κολοβός.
Μετὰ τὴν Αἴγυπτο ἐπισκέφθηκε περὶ τὸ 370 μ.Χ., τὴν Καισάρεια τῆς Καππαδοκίας, προκειμένου νὰ συναντήσει τὸν Μ. Βασίλειο. Καὶ εἶναι συγκινητικὴ καὶ πολὺ ὠφέλιμη ἡ συνάντηση αὐτὴ τῶν δύο Μεγάλων Φωστήρων τῆς Ἐκκλησίας μας, ὅπως παραστατικὰ τὴν γράφει ὁ ἴδιος ὁ Ὅσιος Ἐφραίμ, σὲ ἐγκωμιαστικὸ πρὸς τὸν Μ. Βασίλειο λόγο Του, στὸν ὁποῖο φανερώνονται οἱ ὑψηλὲς πνευματικὲς βαθμίδες, στὶς ὁποῖες ἔφθασαν οἱ δύο αὐτοὶ θεοφόροι Πατέρες.
Ὁ Ὅσιος Ἐφραὶμ ἐχειροτονήθη διάκονος, ἀπὸ τὸν Γέροντά του, Ἀρχιεπίσκοπο Ἅγιο Ἰάκωβο. Ἡ πληροφορία ὅτι ὁ Μ. Βασίλειος, ἤθελε μετὰ τὴν συνάντησή Τους, νὰ τὸν χειροτονήσει σὲ πρεσβύτερο δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἐλεγχθῆ.
Ὁ Σωζόμενος μᾶς πληροφορεῖ, ὅτι ὁ Ὅσιος δὲν ἀποδέχτηκε, παριστάνοντας μάλιστα τὸν τρελλό, τὸ ἀξίωμα τοῦ Ἐπισκόπου, ἕνεκα τῆς πολλῆς του ταπεινώσεως.
Ὁ Ὅσιος Παλλάδιος μαρτυρεῖ, ὅτι τὸ 372 μ.Χ., ὁ Ὅσιος Ἐφραὶμ ἐγκαταλείπει τὸν τόπο τῆς ἀσκήσεώς του, ὅταν πληροφορεῖται, ὅτι ἐνέσκηψε μεγάλος λιμὸς στὴν πόλη τῆς Ἔδεσσας, καὶ γὶ΄ αὐτό, ἔρχεται νὰ διακονήσει τοὺς συνανθρώπους του. Ἐδῶ, ἐπιπλήττει τοὺς πλουσίους, ποὺ δὲν εὐσπλαγχνίζονται τοὺς πτωχοὺς καὶ ἔτσι ἐπιβαρύνουν τὶς ψυχές τους…
Ἀλλά, κατορθώνει νὰ κερδίσει τὴν ἐμπιστοσύνη τους, Τοῦ προσφέρουν ὅ,τι ἔχουν καὶ ὁ Ὅσιος δημιουργεῖ Πτωχοκομεῖο, Νοσοκομεῖο, τὸ μεγαλύτερο τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, 300 κλινῶν, καὶ γενικὰ μὲ κάθε τρόπο ὑπηρετεῖ καὶ ἀνακουφίζει τὸν δοκιμαζόμενο λαό.
Ὅταν πέρασε ὁ δύσκολος αὐτὸς χρόνος τοῦ λιμοῦ, ὁ Ὅσιος ἀπεσύρθη στὸ κελλί Του, καὶ ἕνα χρόνο ἀργότερα τὸ 373 μ.Χ., στὶς 9 Ἰουνίου, ἀνεχώρησε γιὰ τὸν ἀγαπημένο του Κύριο, ἀφοῦ, προηγουμένως, ἐκάλεσε κοντά του τοὺς μαθητές του καὶ πολλοὺς κατοίκους τῆς Ἔδεσσας, γιὰ νὰ τοὺς ἀνακοινώσει τὶς τελευταῖες του παρακαταθῆκες, τὶς ὁποῖες πληροφορούμαστε ἀπὸ τὴν Διαθήκη του.
Ὁ Ὅσιος Ἐφραίμ, ἄφησε «μνήμη ἀνδρὸς φωτισμένου ἀπὸ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα». Γι΄ αὐτό, ἃς ἀφήσουμε τὸν ἴδιο νὰ ἀναφερθεῖ σ΄ ἕνα ὅραμα ποὺ εἶδε, ὅταν ἀκόμη ἦταν παιδί, στὰ χρόνια της ἐφηβείας, ὅπως τὸ ἐμπιστεύθηκε στὸν ἐνάρετο πνευματικό Του Ἅγιο Ἰάκωβο.
«Εἶδα λέγει, μιὰ κληματαριά, φορτωμένη μὲ πολλὰ σταφύλια, ποὺ φύτρωσε κάτω ἀπὸ τὴν γλώσσα μου. Οἱ κληματόβεργες ἔβγαιναν ἔξω ἀπὸ τὸ στόμα μου, ἁπλώθηκαν πολὺ ψηλὰ καὶ σκέπασαν ὁλόκληρη τὴν γῆ.
Πάνω τους κάθονταν τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ καὶ ἔτρωγαν ἀπὸ τὰ σταφύλια, κι΄ ὅσο φιλότιμα χόρταιναν τὰ πουλιά, τόσο πιὸ πολὺ ἔδιναν καρπὸ καὶ πλήθαιναν τὰ σταφύλια».
Ἀπὸ τὴν ἡμέρα δὲ ἐκείνη, ὁ Θεὸς ἐπλούτισε τὸν Ὅσιο Ἐφραὶμ μὲ εὐφράδεια καὶ ἔνταση λόγου. Τόσο γρήγορα καὶ πλούσια ἔρχονταν τὰ νάματα τοῦ λόγου καὶ τόσο τὸν κατέκλυζε ἡ συνέχεια τῶν ἰδεῶν καὶ ὁ θησαυρὸς τῶν ὑψηλῶν σκέψεων πού, οὔτε ἡ γλώσσα τοῦ πρόφθανε νὰ ἐκφράζει τὴν ταχύτητα τῶν νοημάτων του, πὰρ΄ ὅλον ποὺ εἶχε τόση εὐχέρεια λόγου. Μόνον ἡ προσευχὴ καὶ τὰ δάκρυα ἤσαν ἱκανὰ νὰ διακόψουν τὸν πλούσιο καὶ γλυκύτερο ἀπὸ τὸ μέλι λόγον του.
Ἀναφέρουν, πὼς ὁ ἴδιος κάποτε, παρεκάλεσε τὸν Θεὸ λέγοντας:«Χαλάρωσε Δέσποτα, τὰ κύματα τῆς Χάριτός Σου».
Ἀλλά, καὶ ἄλλοι διορατικοὶ Πατέρες ἔβλεπαν ἀποκαλυπτικὰ ὄνειρα γιὰ τὸν Ἐφραίμ. Κάποιος ἀπὸ αὐτούς, «Εἶδε κάποτε, ἕνα πλῆθος Ἀγγέλων, ποὺ πετοῦσε ἀπὸ τὸν οὐρανὸ ψηλὰ πρὸς τὴν γῆ. Οἱ Ἄγγελοι κρατοῦσαν ἕνα βιβλίο ποὺ ἦταν γραμμένο καὶ ἀπὸ τὶς δύο πλευρές, ἐσωτερικὰ καὶ ἐξωτερικά.
Οἱ ἄγγελοι συζητοῦσαν μεταξύ τους σὲ ποιὸν νὰ ἐμπιστευθοῦν αὐτὸ τὸ οὐρανόγραπτο βιβλίο, μεταξὺ αὐτῶν, βεβαίως, ποὺ ξεχώριζαν γιὰ τὴν ἐνάρετη καὶ εὐλαβικὴ ζωή τους. Τότε, ὅλο αὐτὸ τὸ πλῆθος τῶν Ἀγγέλων συμφώνησε νὰ ἐμπιστευθοῦν αὐτὸ τὸ βιβλίο στὸν Ἐφραίμ».
Ὅταν ξύπνησε αὐτὸς ποὺ εἶδε αὐτὸ τὸ ἀποκαλυπτικὸ ὅραμα, ἔτρεξε μὲ φόβο στὴν Ἐκκλησία καὶ ἐκεῖ, βλέπει τὸν Ἐφραὶμ νὰ διδάσκει τοὺς ἀνθρώπους, μὲ λόγια θεόπνευστα, σοφὰ καὶ σωτήρια, πλούσια σὲ περιεχόμενο καὶ γλυκὰ περισσότερο ἀπὸ τὸ μέλι. Ἔτσι ἐξήγησε καὶ τὸ ὄνειρό του.
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης στὸ ἐγκώμιό του πρὸς τὸν Ὅσιο, Τὸν ὀνομάζει «Πνευματικὸ Εὐφράτη τῆς Ἐκκλησίας μας».
Ο Μ. Βασίλειος μαρτυρεῖ, ὅτι στὸ πρόσωπο τοῦ Ὁσίου Ἐφραὶμ εἶναι αἰσθητῆ ἡ ἐνέργεια τῆς δωρεᾶς τῶν χαρισμάτων τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καί, παρὰ τὴν ἔλλειψη σημαντικῆς παιδείας, τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον τὸν ηὖρε κατάλληλο σκεῦος γιὰ νὰ ἀναπαυθεῖ στὴν καρδιά του, χαρίζοντάς του πλούσιο καὶ τὸ διδασκαλικὸ χάρισμα, οὕτως ὥστε, νὰ γίνει κάτοχος ὑψηλῶν θεολογικῶν ἐννοιῶν καὶ νὰ ὑπερέχει ἀπὸ ὅλους τους ἄνδρες τῆς ἐποχῆς Του.
Καὶ τὸ συγγραφικό του Ἔργο εἶναι τεράστιο σὲ ἔκταση καὶ σημασία. Πλούσιο καὶ θαυμαστό. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης στὸ «ἐγκώμιο πρὸς τὸν Ὅσιο Πατέρα Ἐφραίμ», γράφει «Ὁ Μέγας Πατὴρ ἠμῶν καὶ Οἰκουμενικὸς Διδάσκαλος Ἐφραίμ…».
Τὰ συγγράμματά Του ἄρχισαν νὰ μελετῶνται μετὰ τὴν Ἁγία Γραφή. Οἱ Χριστιανοὶ ἀνέφεραν τὸ ὄνομά του μὲ θαυμασμό, διότι κατὰ τὸν Γρηγόριο Νύσσης «εἰς πάσαν τὴν γῆν τὸ φέγγος τοῦ βίου καὶ τῆς θεωρίας αὐτοῦ ἐξέλαμψεν».
Ἀπὸ τὸν τέταρτο καὶ μέχρι σήμερα αἰώνα Σύροι, Ἕλληνες, Λατίνοι καὶ ἄλλοι Ἅγιοι, Μ. Βασίλειος, Ι. Χρυσόστομος, Μ. Φώτιος, ἡ παγκόσμια Ὀρθοδοξία, ἐκφράζονται μὲ μεγάλη ὑπόληψη καὶ τιμὴ τόσο γιὰ τὴν ἁγιότητα καὶ τὴν αὐθεντικότητα τῆς διδασκαλίας Του, ὅσον καὶ γιὰ τὴν ἀναγνώριση, ὅτι ὁ Ὅσιος Ἐφραίμ, δὲν ἦταν ἁπλῶς ἔνας «ἀκτινοβολῶν πνευματικὸς ἀστὴρ στὸ στερέωμα τῆς Συριακῆς Ἐκκλησίας καὶ τοῦ Μοναχισμοῦ, ἀλλὰ καὶ ἕνας Μεγάλος Πατέρας τῆς καθόλου Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας».
Ὁ Ὅσιος Ἐφραὶμ ἔγραψε πολλὰ καὶ ποικίλα συγγράμματα, στὴν Συριακή, Λατινικὴ καὶ Ἑλληνικὴ γλώσσα.
Διακρίνονται σύμφωνα μὲ τὸ περιεχόμενό τους, σὲ Ὑπομνήματα στὴν Ἄγ. Γραφή, σὲ ὁμιλίες, σὲ βίους ἁγίων ἀνδρῶν καὶ γυναικὼν τῆς Παλαιᾶς καὶ Καινῆς Διαθήκης, σὲ παραινέσεις καὶ ἀσκητικὲς πραγματεῖες, σὲ ὁμιλίες, σὲ διάφορα θέματα πίστεως καὶ χριστιανικῆς ζωῆς.
Πολλὰ καὶ διάφορα εἶναι τὰ γνωρίσματα τοῦ ζήλου τοῦ Ὁσίου γιὰ τὸν Θεὸ καὶ τῶν ἱδρώτων καὶ τῶν κόπων του γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία. Πολέμησε μὲ κάθε τρόπο τοὺς αἱρετικούς της ἐποχῆς του, καὶ τὶς πλάνες τοὺς ὅπως τὸν Βαρδισάνον, τὸν Ἀπολλινάριο καὶ ἄλλους.
Ἔγραψε πολλὰ δογματικὰ συγγράμματα, πολλούς «ἀντιρρητικοὺς λόγους», κατὰ τῶν αἱρετικῶν μὲ τὴν δύναμη καὶ τὴν ὀξύτητα τοῦ πνεύματός του καθὼς καὶ μὲ τὴν συγγραφική του ἱκανότητα.
Δὲν εἶναι μόνον ὑπέρμαχος τῆς ἀληθείας, εἶναι ὁ Διδάσκαλος τοῦ Χριστιανικοῦ βίου, ὁ κήρυκας τῆς μετανοίας καὶ τῆς ἐγρηγόρσεως.
Τὰ Ἔργα τοῦ Ὁσίου Ἐφραίμ, ἄρχισαν νὰ μεταφράζονται ἀπὸ τὰ Συριακὰ στὰ Ἑλληνικά, ἤδη ἀπὸ τὸν 4ο μ.Χ., αἰώνα.
Ἡ Ἑλληνικὴ γλώσσα ἔγινε πηγὴ γιὰ τὴν Λατινική, Κοπτική, Σλαβικὴ καὶ Ἀραβικὴ Μετάφραση. Πολλὰ ἔργα Ἑλλήνων Πατέρων ἀναφέρονται σὲ κείμενα τοῦ Ὁσίου Ἐφραίμ, ἤδη ἀπὸ τὸν 6ον μ.Χ. αἰώνα.
Ἀκόμη, ὁ Ὅσιος Ἐφραὶμ ἦταν θεοδίδακτος ποιητὴς μὲ πλούσιο ποιητικὸ τάλαντο. Ἔγραψε ἕνα πλῆθος ὕμνων καὶ ὁμιλιῶν σὲ στίχους. Τριακόσιες χιλιάδες στίχους ἄφησε γραμμένους στὴ Συριακὴ γλώσσα. Κι΄ ὅσα ἔγραψε, ἀκόμη καὶ γιὰ τὰ δόγματα τῆς θρησκείας μας, κι΄ αὐτὰ τὰ ἀπέδιδε μὲ στίχους.
Ἀλλά, καὶ κάθε λόγος του ἦταν ἕνας ὕμνος, καθὼς τὸν στόλιζε μὲ τὴν ἁπλή, καθαρή, ἀγγελικὴ γλώσσα του, ποὺ σαγήνευε κάθε ἄρρωστο ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, κάθε πικραμένο ἀπὸ τὴν πίκρα, ποὺ τὸν πότισε ὁ ἀντίδικος, κάθε ἀνήσυχο ἄνθρωπο ποὺ ἔψαχνε νὰ βρεῖ τὴν ἀλήθεια.
Δὲν ἦταν ὅμως μόνον ποιητὴς ὁ Ὅσιος, ἀλλὰ ἦταν στολισμένος καὶ μὲ τὸ χάρισμα τῆς μουσικῆς. Ἦταν «τὸ γλυκόλαλο ἀηδόνι τῆς δροσερῆς Ἔδεσσας». Ἡ «λύρα ἡ γνωστική, ποὺ μελωδοῦσε θεία διδάγματα». Ὅποια μελωδία σύνθετε, τὴν ἔψαλλε.
Ἡ ἱστορία τῆς ψαλμωδίας ἀναφέρει ὅτι εἰσηγητὴς των «ἀντιφώνων»,στὴν Ἑλληνόφωνη Ἐκκλησία εἶναι Ὁ Ὅσιος Ἐφραίμ. Καθιέρωσε τὸ ἀντιφωνικὸ σύστημα, χωρίζοντας τὸ λαὸ σὲ δύο χορούς, ἀνδρῶν καὶ γυναικών.
Γὶ΄ αὐτό, δημιούργησε τὸν χορὸ τῶν Παρθένων, ποὺ ὁ ἴδιος διεύθυνε, καὶ τοὺς δίδαξε μελωδίες καὶ ἄσματα.
Γιὰ νὰ τιμήσουν, ὅμως, τὸν Ὅσιο, καὶ πολλοὶ ὑμνωδοὶ σύνθεσαν οἴκους, κοντάκια, καὶ κανόνες, ἔχοντας πηγὴ τὸ θαυμαστὸ κάλλος τοῦ Ἐγκωμίου τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης, πρὸς τὸν μακάριο Ἐφραίμ. Ὅπως, ὁ Θεόδωρος Στουδίτης, ὁ Θεοφάνης ὁ Γραπτός, ὁ Ρωμανὸς ὁ Μελωδός, ὁ Κυπριανὸς Μοναχός.
α. – Ὕπνον σοῖς ὀφθαλμοῖς Ἐφραὶμ οὐκ ἐδεδώκεις;
ὢ ποταμὲ δακρύων /ὁ βρύσας θείων λόγων,/
καὶ ζώντων ὕπνον ὑπνώσας.
β. – Μέγας ἐν ἀσκηταῖς / φωστὴρ ἐν ἱερεύσιν /
ἐρημιτῶν λυχνία / τροφὴ τῶν νηστευόντων,/
καὶ ὅρος πάντων γέγονας.
γ. -Νεῖλος ὡς ποταμός, / ψυχᾶς ἐξηραμμένας /
διὰ τῶν σῶν χειλέων ἀρδεύων,/ τῶν λαλούντων
ἐν βίβλοις ἃς ἀνέβλυσας.
Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης στὸ ἐγκώμιό του πρὸς τὸν Ὅσιο Ἐφραὶμ τὸν Σύρο, ἀναρωτιέται μὲ δέος «τί νὰ πρωτοδιαλέξουμε ἀπὸ τὴν ζωὴ τοῦ Ἁγίου γιὰ νὰ πλέξουμε τὸ ἐγκώμιό του.
Θὰ προβάλλουμε τὴν πράξη καὶ τὴν θεωρία ποὺ τὶς ἀκολουθεῖ πλῆθος ἐπὶ μέρους ἀρετῶν: πίστις, ἐλπίς, ἀγάπη, εὐσέβεια, μελέτη τῶν θείων γραφῶν, ἁγνότης ψυχῆς καὶ σώματος, ἀστείρευτα δάκρυα, ἐρημικὴ ζωή, ἀποφυγὴ τῶν ἐπιβλαβών «ἀπὸ νήπιο ἀκόμη ἀπέφευγε τὶς ἐπιβλαβεῖς συναναστροφές», διαρκῆς διδασκαλία, προσευχὴ ἀκατάπαυστος, ἄμετρη νηστεία καὶ ἀγρυπνία, χαμαικοιτία καὶ σκληραγωγία, πού, ὑπερβαίνουν τὸ μυαλό μας, ἀκτημοσύνη καὶ ταπείνωση ποὺ ἔφθασαν στὸ ἀκρότατο σημεῖο, ἐλεημοσύνη ποὺ τὸν ἔκανε νὰ ὑπερβεῖ τὴν ἀνθρώπινη φύση, θεῖος ζῆλος ἐναντίον ἐκείνων ποὺ πολεμοῦσαν μὲ λύσσα ἐναντίον τῆς Ὀρθοδοξίας.
Καί, γενικά, ὅλα τα γνωρίσματα ποὺ χαρακτηρίζουν ἕναν ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ». Μοναδικὴ ἐλπίδα του ἦταν ὁ Θεὸς καὶ συνήθιζε νὰ λέγει ἀπὸ τὸν 27ο ψαλμὸ τὸν 1ον στίχο «τὸν δὲ ἐλπίζοντα ἐπὶ Κύριον ἔλεος κυκλώσει».
Μὲ πόση ἐπιμέλεια καλλιέργησε τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τὸν πλησίον, ὥστε, ὁ ἴδιος πρὶν ἀναχωρήσει ἀπὸ τὰ γήινα πρὸς τὰ ἐπουράνια εἶπε: «Σὲ ὅλη μου τὴν ζωὴ ποτὲ δὲν προσέβαλα τὸν Κύριο. Ἀπερίσκεπτος λόγος δὲν βγῆκε ἀπὸ τὸ στόμα μου. Δὲν κακολόγησα ποτὲ κανένα οὔτε καὶ φιλονίκησα οὔτε καὶ καταράστηκα κάποιον».
Ἦταν ὑπόδειγμα καθαρῆς καὶ ἀκηλίδωτης ἀγάπης. Ἐπίσης, κατόρθωσε νὰ ἀποκτήσει τόσην ἁγνότητα στὴν ψυχὴ καὶ στὸ σῶμα, ποὺ ξεπέρασε καὶ τὰ ὅρια τῆς ἀνθρώπινης φύσης, ὥστε, νὰ γίνει δοχεῖο τοῦ Παναγίου Πνεύματος, τὸ δὲ στόμα του μὲ τὴν ἀστείρευτη πηγὴ σοφίας. Ἐνέκρωσε τὸ σῶμα μὲ τὴν ἐγκράτεια, τὴν ἀγρυπνία, τὴν χαμαικοιτία, τὴν σκληραγωγία καὶ κάθε σωματικὸ κόπο.
Ἦταν πρότυπο ἀκτημοσύνης. Ὁ Ἴδιος, ὀλίγον πρὶν ἀναχωρήσει πρὸς τὰ οὐράνια μας ἄφησε μὲ τὴν γλυκύτατη καὶ μακαρία Του φωνή, σὰν ὁδηγὸ ἀκτημοσύνης αὐτὸ ποὺ εἶπε: «Δὲν εἶχε ποτὲ ὁ Ἐφραὶμ βαλάντιο, οὔτε ραβδί, οὔτε σάκκο. Οὔτε ἀσήμι, οὔτε χρυσάφι, οὔτε τίποτε ἄλλο ἀπέκτησα ἐπάνω στὴ γῆ. Γιατί ἄκουσα τὴ φωνὴ τοῦ ἀγαθοῦ Βασιλέως, καθὼς λέγει στοὺς μαθητᾶς Του, τοὺς Ἀποστόλους, στὸ Ἅγιο Εὐαγγέλιο, νὰ μὴν ἀποκτήσουν τίποτε ἐπάνω στὴ γῆ. Γι΄ αὐτό, καὶ ἐγώ, οὐδέποτε ἀπέκτησα τὸ πάθος νὰ συγκεντρώσω ὑλικὰ ἀγαθά».
Ἦταν εὐσπλαγχνικός, στοργικός, φιλάνθρωπος. Φίλος των πτωχῶν καὶ ἀσθενῶν. Μὲ τὴν σοφία τῆς γλώσσας του καὶ μὲ τὴν φρόνησή του, μὲ τὴν μορφή του ποὺ συγκινοῦσε, μὲ τὴν γλυκύτητα τῆς ἐκφράσεώς του, ποὺ ἄλλαζε τὶς ψυχικὲς διαθέσεις τῶν ἀκροατῶν καὶ μὲ τὴν μετριοφροσύνη του, ἄνοιξε πολλῶν πλουσίων το χέρι καὶ τὰ σπλάγχνα καὶ τὰ χρηματοκιβώτια καὶ μὲ αὐτὰ φρόντιζε, ὅσους εἶχαν ἀνάγκη.
Κάθε ἄνθρωπο τὸν ἀγαποῦσε σὰν ἀδελφό του καὶ πάντα ἡ καρδιὰ του φλογιζόταν νὰ τὸν ὑπηρετήσει. Κοντά του, ὁ ἄρρωστος γιατρευόταν, ὁ ὀργισμένος καταπραϋνόταν, ὁ λυπημένος παρηγοριόταν καὶ μὲ ἕνα λόγο δὲν βγῆκε στὸν κόσμο ἄλλος τέτοιος ἄνθρωπος.
Τόσο εἶχε φυτευθεῖ καὶ καρποφορήσει στὴν ψυχὴ τοῦ κάθε ἀρετή, ὥστε, θὰ μπορούσαμε νὰ τὸν ὀνομάσουμε πηγὴν ποὺ ἀναβλύζει κάθε εἴδους ἰάματα, ἢ λειβάδι στολισμένο μὲ ποικιλόχρωμα ἄνθη καὶ ρόδα• ἢ ἀκόμη, καὶ οὐρανὸ δεύτερο πάνω στὴ γῆ, καταστολισμένο ἀπὸ παντοῦ μὲ πλῆθος ἀστέρων.
Ἂν θέλεις δέ, ἀκόμη, ἡ ψυχὴ τοῦ Ὁσίου Ἐφραίμ, ἔμοιαζε καὶ μὲ Παράδεισο, ὁλάνθιστο καὶ χαρούμενο πάντοτε, χωρὶς ποτὲ νὰ μαραίνεται, ἀλλά, συνέχεια, νὰ εἶναι στολισμένος μὲ καρποφόρα καὶ ἀμάραντα φυτά. Ὅμως ἂπ΄ αὐτὸν τὸν Παράδεισο τῆς ψυχῆς τοῦ Ὁσίου Ἐφραίμ, ἔλειπε καὶ δὲν τὸν ἄγγιξε καθόλου, ὁ φθονερὸς Ὄφις, ποὺ ἐπιβουλεύεται καὶ φθονεῖ τὴν σωτηρία μας.
Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης ἐκτὸς ἀπὸ τὴν σπάνια συγγραφικὴ δεινότητα τοῦ Ὁσίου ἐξυμνεῖ καὶ ὁμολογεῖ τὴν εὐεργετικὴ ἐπίδραση, ποὺ ἀσκοῦν οἱ λόγοι του, σὲ ὅσους τοὺς μελετοῦν.
Ὁ Ὅσιος Ἐφραὶμ ὁ Σύρος εἶναι ὁ ἔμπειρος Διδάσκαλος τοῦ Χριστιανικοῦ Βίου καὶ τῆς ἠθικῆς τελειότητος. Εἶναι ὁ κὰτ΄ ἐξοχὴν Διδάσκαλος καὶ Κήρυκας τῆς συντριβῆς καὶ τῆς μετανοίας.
Κάθε λόγος του ὁδηγεῖ στὴν αὐτομεμψία, στὴ συντριβή, στὴν κατάνυξη, στὴν μετάνοια. Συνηθισμένα θέματα τῶν ὁμιλιῶν του εἶναι ἀκόμη, ἡ μνήμη τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ μνήμη τοῦ θανάτου, ἡ ταπείνωση, ἡ προσευχή, ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τὸν πλησίον, ἡ Μέλλουσα Κρίσι, ἡ Δευτέρα Παρουσία καὶ ἡ ἔλευση τοῦ Ἀντιχρίστου. Εἶναι ὁ δεύτερος Ἅγιος μετὰ τὸν ἅγιο Ἰππόλυτο, ὁ Ὁποῖος θέλει νὰ μᾶς προετοιμάσει γιὰ τὸ Χάραγμα τοῦ Θηρίου, τὸν Ἀντίχριστο, καί, ἔτσι ἀναδεικνύεται προφήτης τῆς ἐσχατολογικῆς ἐποχῆς μας, προφήτης τῆς Ἀποκαλύψεως.
Τὰ μηνύματα τοῦ Ὁσίου Ἐφραὶμ τοῦ Σύρου, καθὼς αὐτὰ ἀπαυγάζουν ἀπὸ τὸν ἱερὸ πόθο του γιὰ τὴν πνευματικὴ τελειότητα τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὴ σωτηρία του, εἶναι ἰδιαίτερα ἐπίκαιρα γὶ΄ αὐτὴν τὴν ἐποχὴ ποὺ ζοῦμε, τὴν ἐποχὴ τοῦ εὐδαιμονισμοῦ, τῆς ἐλευθερίας ἠθῶν καὶ τῆς ἀλλοτριώσεως τοῦ ἀνθρώπου καὶ τῆς ἀποστασίας του ἀπὸ τὸν Θεό.
Ὁ Ὅσιος Ἐφραὶμ συνοπτικά, μᾶς συμβουλεύει καὶ μᾶς νουθετεῖ. Κατὰ πρώτον, νὰ μελετοῦμε καθημερινῶς τὴν Ἁγία Γραφή, γιατί αὐτὴ εἶναι ἡ πηγὴ τῆς θείας γνώσεως. Πνευματικά μας ὅπλα ἃς ἔχομε τὴν τέλεια ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τὸν πλησίον. Καὶ βεβαίως πρόκειται γιὰ τὴν ὁλοκληρωμένη πίστη πρὸς τὸν Θεό, χωρὶς νὰ περιεργαζόμαστε πὼς τοῦτο καὶ πὼς ἐκεῖνο. Γιατί, ἀναλογικὰ πρὸς τὴν πίστη, ποὺ ἔχει καθένας, ὑπάρχει καὶ ἡ χάρη στὴν ψυχή του.
Ὅλα τά ἔργα μας, οἱ σκέψεις μας, οἱ λογισμοί μας νὰ ἐνδυθοῦν μὲ τὸ πνευματικὸ ἔνδυμα τῆς ταπεινοφροσύνης, ποὺ εἶναι ἰσχυρὸ ὅπλο κατὰ τῶν σκοτεινῶν δυνάμεων καὶ ἡ θύρα γιὰ τὴν ἀπόκτηση ὅλων των ἀρετῶν, ἰδιαίτερά της εἰρήνης καὶ τῆς πραότητος τῆς καρδίας, ποὺ τόσο λείπει ἀπὸ τὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων σήμερα, καθὼς εἶναι αἰχμαλωτισμένοι μὲ τὰ γήινα, μὲ τὴν ἀπόκτηση ὑλικῶν ἀγαθῶν, μᾶλλον, ἀνέσεων καὶ ἀπολαύσεων.
Καὶ ἐδῶ, λέγει ὁ Ὅσιος: «Ἀγαπητοί μου, μὴν πνίξει τὸ νοῦ σας ἡ πολλὴ φροντίδα τῆς ζωῆς. Ἃς τρέξουμε γιὰ τὶς ἀνάγκες μας καὶ ὄχι γιὰ τὶς ἀπολαύσεις. Ἂν ἀκολουθήσετε στὴν ζωὴ σᾶς τὴν αὐτάρκεια θὰ ἔχετε ἀνάπαυση.
Ἂν ὅμως ἐπιδιώξετε τὴν ἀπόλαυση καὶ τὴν πλεονεξία, ἐπηρεασμένοι ἀπὸ τὶς κοσμικὲς φροντίδες, τὸν πλοῦτο καὶ τῆς ἡδονὲς τῆς ζωῆς, τότε, θὰ εἶναι πολὺς ὁ κόπος καὶ ἀβέβαιος ὁ δρόμος καὶ ἀτέλειωτη ἡ θλίψι καὶ ἀνήσυχη ἡ ζωή.
Δόσε στὴ ψυχὴ τὶς τροφὲς τῆς ψυχῆς καὶ στὸ σῶμα τὶς τροφὲς τοῦ σώματος. Μὴ θρέψεις μόνον τὸ σῶμα σου καὶ τὴν ψυχή σου τὴν ἀφήσεις ἔρημη καὶ πεινασμένη.
Τροφὴ καὶ ζωὴ τῆς ψυχῆς εἶναι τὰ θεία λόγια, ποὺ δροσίζουν τὴν ψυχή, τὰ ἀναγνώσματα μὲ ψαλμούς, ὕμνους καὶ ὠδὲς πνευματικές, οἱ νηστεῖες, οἱ ἀγρυπνίες, ἀδιάλλειπτες προσευχές, μὲ ἐλπίδα, καὶ δάκρυα συντριβῆς καὶ μετανοίας».
Ὁ Ἅγιός μας, ὁ Ὅσιος Ἐφραὶμ ὁ Σύρος, παρουσιάζεται παντοῦ, μὲ δάκρυα καὶ στεναγμούς. Τὰ δάκρυα τοῦ γεννοῦσαν στεναγμοὺς καὶ οἱ στεναγμοὶ τοῦ ἔφερναν δάκρυα, ὁ χρόνος δὲν τὰ ἐχώριζε. Μαζὶ μὲ τοὺς στεναγμοὺς τῆς ψυχῆς του ἔκανε νὰ τρέχουν τὰ ρυάκια τῶν ματιῶν του. Ἢ μᾶλλον, μὲ τὸ τρέξιμο τῶν ματιῶν του, προκαλοῦσε τοὺς στεναγμούς.
Ἐὰν ἐντρυφήσουμε στὰ συγγράμματά του, ἐκεῖ, θὰ παρατηρήσουμε, ὅτι κάθε θεόπνευστος λόγος του, εἶναι ζυμωμένος μὲ δάκρυα.
Χαρακτηριστικῶς, ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης, ὁ Ὁποῖος, ὅπως προαναφέραμε, ἔπλεξε τὸ ἐγκώμιο τοῦ Ὁσίου Ἐφραίμ, ἀναφέρει σ΄ αὐτό, ὅτι, «ὡς γὰρ πάσιν ἀνθρώποις, σύμφυτόν τό ἀναπνεῖν, καὶ ἀεὶ ἐνεργούμενον οὕτως Ἐφραὶμ τὸ δακρυρροεῖν», δηλαδή, ὅπως ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἔχουν μέσα τους φυσικὴ καὶ συνεχῶς σὲ ἐνέργεια τὴν ἀναπνοή, ἔτσι καὶ ὁ Ἐφραὶμ ἔχει τὸ δάκρυ. Καὶ ποτέ, οὔτε ἡμέρα οὔτε νύκτα, οὔτε μεσάνυκτα οὔτε γιὰ μιὰ στιγμή, δὲν φαινόταν στεγνό το ἀνύστακτο μάτι του.
Ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ, ἡ μνήμη τοῦ θανάτου, ἡ αὐτομεμψία μὲ τὴν βαθύτατη καὶ διακεκριμένη ταπείνωσή του, κυριαρχοῦν στὸν θεοφιλῆ βίο του. Γίνεται ὁ κατ΄ἐξοχήν «θρηνητικὸς Μοναχός». Έχει πένθος καὶ δάκρυα καὶ στάση ὑγιῆ σὲ μιὰ ἁρμονικὴ συμφωνία μὲ ὅλες τὶς ἐνέργειες τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
…
Πηγή: ΙΕΡΑ ΓΥΝΑΙΚΕΙΑ ΚΟΙΝΟΒΙΑΚΗ ΜΟΝΗ ΟΣΙΟΥ ΕΦΡΑΙΜ ΤΟΥ ΣΥΡΟΥ
https://antexoume.wordpress.com
Ἀπὸ τὸ βίο τοῦ ἁγίου Ἐφραὶμ
Ὁ Μέγας Ἐφραίμ, ποὺ ἦταν πάντα ἀφοσιωμένος σὲ θεϊκὲς σκέψεις καὶ σχεδὸν ἀκατάπαυστα εἶχε νοερὰ μπροστὰ στὰ μάτια του τὴν ἡμέρα τῆς Κρίσεως καὶ συνεχῶς πενθοῦσε, «ἐμάκρυνε φυγαδεύων» κι αὐτός, ὅπως ὁ ψαλμῳδός, «καὶ ηὐλίσθη ἐν τῇ ἐρήμῳ» (Ψαλμ. 54:8), ἀποφεύγοντας κάθε θόρυβο καὶ φασαρία καὶ ζάλη τῆς ζωῆς. Καθὼς λοιπὸν πήγαινε ἀπὸ τόπο σὲ τόπο, γιὰ νὰ ὠφελήσει καὶ νὰ οἰκοδομήσει ψυχὲς – γιατὶ σ᾿ αὐτὸ τὸν κινοῦσε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα- ἄφησε κάποτε τὴν πατρίδα του (Νίσιβη τῆς Μεσοποταμίας) μὲ ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ, ὅπως ὁ Ἀβραὰμ (Γέν. 12:1), καὶ ἦρθε στὴν πόλη τῶν Ἐδεσσηνῶν, τόσο γιὰ νὰ προσκυνήσει τὰ τίμια λείψανα (τοῦ ἀποστόλου Θαδδαίου) καὶ τοὺς ἱεροὺς τόπους, ὅσο καὶ γιὰ νὰ συναντήσει κάποιον λόγιο ἄνδρα, ποὺ θὰ τοῦ ἔδινε καρπὸ γνώσεως.
Γι᾿ αὐτὸ καὶ παρακάλεσε τὸ Θεό:
«Ἰησοῦ Χριστέ, Δέσποτα καὶ Κύριε ὅλων, ἀξίωσέ με, μόλις θὰ μπῶ στὴν πόλη Ἔδεσσα, νὰ συναντήσω ἕναν τέτοιον ἄνδρα, ποὺ θὰ εἶναι ἱκανὸς νὰ μιλήσει μαζί μου γιὰ τὴν ὠφέλεια καὶ τὴν οἰκοδομὴ τῆς ψυχῆς μου».
Μετὰ ἀπὸ αὐτὴ τὴν προσευχή, καθὼς βρισκόταν ἤδη στὴν εἴσοδο τῆς πόλης καὶ περνοῦσε τὴν πύλη της, ἦταν συλλογισμένος καὶ προσεκτικὸς καὶ ὅλος φροντίδα, ψάχνοντας, θαρρεῖς, γιὰ τὸ πῶς θ᾿ ἀντάμωνε ἐκεῖνον τὸν ἄνθρωπο καὶ τί θὰ τὸν ρωτοῦσε καὶ ποιὰ ὠφέλεια θὰ κέρδιζε (ἀπὸ τὴ συνάντηση αὐτή).
Ἔτσι λοιπὸν βάδιζε στὴν ἄκρη τῆς πόλης, ὅταν ξαφνικὰ τὸν συναντάει μία γυναῖκα, ποὺ ἦταν μάλιστα πόρνη. Αὐτὸ πάντως ἦταν ἀπὸ τὸ Θεό, ποὺ πολλὲς φορές, μυστικὰ καὶ ἀνεξερεύνητα, οἰκονομεῖ (τὶς περιστάσεις, γιὰ νὰ πετύχει) ἀπὸ τὰ (φαινομενικά) ἀντίθετα πράγματα τὰ ἀντίθετά τους.
Ὁ ἱερὸς Ἐφραὶμ λοιπόν, ἀφοῦ ἔτσι ἀνέλπιστα συνάντησε τὴν πόρνη, στάθηκε ἀντίκρυ της καὶ τὴν κοίταζε κατάματα, ὅλος ἀπορία, ἐνῷ ἡ ψυχή του ἦταν γεμάτη ἔνταση καὶ ταραχή, ἐπειδὴ ὄχι μόνο δὲν εἶχε πραγματοποιηθεῖ ὅ,τι εἶχε ζητήσει ἀπὸ τὸ Θεό, ἀλλὰ τὸ ἐντελῶς ἀντίθετο. Ἡ γυναῖκα πάλι, βλέποντάς τον νὰ τὴν παρατηρεῖ τόσο ἐπίμονα, ρίχνει κι αὐτὴ ἐπίμονη τὴ ματιά της ἐπάνω του.
Ἀρκετὴ ὥρα κοιτάζονταν ἔτσι μεταξύ τους. Ἔπειτα ὁ μεγάλος (Ἐφραίμ) θέλησε νὰ τὴν κάνει νὰ ντραπεῖ καὶ ν᾿ ἀποκτήσει τὴ σεμνότητα ποὺ ἁρμόζει στὶς γυναῖκες. Καὶ τῆς λέει:
– Τί λοιπόν, κυρά μου; Δὲν κοκκινίζεις, ἔχοντας ἔτσι καρφωμένα τὰ μάτια σου ἐπάνω μου;
Μὰ ἐκείνη ἀποκρίθηκε:
– Σὲ μένα ὅμως ταιριάζει νὰ σὲ βλέπω ἔτσι, γιατὶ ἔχω πλαστεῖ ἀπὸ σένα, ἀπὸ τὴ δική σου πλευρά. Ἐσύ, ἀντίθετα, δὲν πρέπει νὰ κοιτάζεις ἐμένα, ἀλλὰ τὴ γῆ, ἀπὸ τὴν ὁποία πλάστηκες.
Ὅταν ὁ Ἐφραὶμ ἄκουσε αὐτὰ τὰ ἐντελῶς ἀπροσδόκητα λόγια, καὶ τὴ γυναῖκα εὐγνωμονοῦσε πολὺ γιὰ τὴν ὠφέλεια (ποὺ τοῦ χάρισε), ἀλλὰ καὶ τὸ Θεὸ εὐχαριστοῦσε θερμά, ποὺ πολλὲς φορὲς μπορεῖ νὰ μᾶς ὠφελήσει πολὺ περισσότερο μὲ γεγονότα καὶ πρόσωπα ποὺ δὲν περιμένουμε, παρὰ μὲ ἄλλα ποὺ περιμένουμε.