Ἐκ τοῦ ἐγκωμίου πρὸς τὸν Ἱερὸ Χρυσοστομο Κοσμᾶ τοῦ Βεστίτωρος
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ἐπειδὴ ἔλεγχε τὴν κάθε ἀδικία, ἤλεγξε καὶ τὴν βασίλισσα Εὐδοξία γιὰ τὶς παρανομίες καὶ τὶς ἀδικίες ποὺ ἔκανε, κυρίως ἐπειδὴ μὲ τυραννικὸ τρόπο ἀφαίρεσε τὸν ἀγρὸ μιᾶς χήρας, ὀνομαζόμενης Καλλιτρόπης. Γι’ αὐτὸ τὸ λόγο ἐξορίστηκε ὁ Ἅγιος πολλὲς φορὲς πέραν τῆς Καππαδοκίας, σὲ τόπους ἔρημους καὶ στερημένους ἀκόμα καὶ τῶν ἀναγκαίων. Ἐκεῖ εὑρισκόμενος ἐξόριστος ὁ Ἅγιος, ἐκλήθη στοὺς οὐρανοὺς ὑπὸ τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ, διὰ μέσου Πέτρου καὶ Ἰωάννου τῶν ἱερῶν Ἀποστόλων καὶ ἔτσι μετέβη ἀπὸ τῆς γῆς στὶς οὐράνιες σκηνές. Τὸ δὲ ἅγιο λείψανό του ἀποθησαυρίσθηκε στὰ Κόμανα τῆς Καππαδοκίας…
Ἀφοῦ οἱ μαθητὲς τοῦ Ἁγίου, ποὺ τὸν συνόδευσαν στὴν ἐξορία, τὸν ἐνταφίασαν, πῆγαν στὴν Ρώμη, ὅπου Πάπας ἦταν ὁ Ἅγιος Ἰννοκέντιος καὶ βασιλεὺς ὁ ἀδελφός του Ἀρκαδίου Ὀνώριος καὶ διηγήθηκαν σ’ αὐτοὺς ἐξ ἀρχῆς ὅλες τὶς τιμωρίες, τὶς ὁποῖες ἔκαναν στὸν θεῖο Χρυσόστομο, δηλαδὴ ὅτι πλήρωσαν ἀνθρώπους γιὰ νὰ τὸν φονεύσουν, ὅταν τὸν πήγαιναν στὴν ἐξορία καὶ ὅτι πολλές τοῦ ἔκαμαν τυραννίες, γιὰ νὰ πράξουν τὴν ἐντολὴ τῶν ἐχθρῶν του, ὅταν ὡς Ἄγγελο τὸν ὑποδέχονταν ἡ Ἀνατολή, ἀλλὰ ὁ Θεὸς δὲν θέλησε νὰ γίνει τέτοιος φόνος καὶ τὸν φύλαξε.
Ἐπίσης διηγήθηκαν σ’ αὐτοὺς πῶς ἐφάνησαν σ’ αὐτὸν οἱ ἔνδοξοι Ἀπόστολοι, ὁμοίως δὲ καὶ τὸν μέγα σεισμὸ τὸν ὁποῖο ἔκαμε ὁ Θεὸς μετὰ τὴν ἐξορία τοῦ δικαίου, ὁ ὁποῖος χάλασε τὰ βασίλεια καὶ σχεδὸν ἅπασα τὴν πόλη, τὴν φοβερὰ χάλαζα, ποὺ προξένησε τόση ζημιά, ὥστε καὶ αὐτὴν τὴν στήλη τῆς μυσαρῆς Εὐδοξίας συνέτριψε’ τὸ θεῖο πῦρ τὸ ὁποῖο ἐξῆλθε ἐκ τοῦ θρόνου τοῦ Ἁγίου, τὸ ὁποῖο ἔβλαψε πολὺ τὸν Ναὸ ἐκ τοῦ ὁποίου θαυμασίως διαδόθηκε πρὸς τὸ ἀνάκτορο, διότι ἐντὸς τριῶν ὡρῶν τὸ κατέκαυσε τελείως. Τότε ὁ Πάπας καὶ ὁ βασιλεύς, ἀπὸ θεῖο ζῆλο ἔγραψαν ἀμφότεροι ἐπιστολὲς πρὸς τὸν Ἀρκάδιο ἐλέγχοντας τὴν παρανομία καὶ τὴν ἀδικία του.
Ὁ Πάπας ἔπεμψε στὸν βασιλέα ἀφορισμό, ἔχοντα ὡς ἕξης: «Φωνὴ αἵματος τοῦ δικαίου Ἰωάννου βοᾶ πρὸς τὸν Θεὸ κατά σοῦ, βασιλεῦ Ἀρκάδιε! διότι τὸν καιρὸν τῆς εἰρήνης ἐποίησες καιρὸ διωγμοῦ στὴν Ἐκκλησία ἐξορίζοντας τὸν ἀληθῆ ποιμένα της, μαζί του καὶ αὐτὸν τὸν Χριστό, φεῦ ἐξόρισες καὶ παρέδωσες τὸ ποίμνιό του σὲ μισθωτοὺς καὶ ὄχι ἀληθεῖς ποιμένες. Ἐγὼ δὲν λυποῦμαι γιὰ τὸν Χρυσόστομο, διότι εἶναι μακάριος ἐκεῖνος γιὰ τὰ μεγάλα του κατορθώματα καὶ τρισμακάριος γιὰ τὶς ἀναρίθμητους κολάσεις, τὶς ὁποῖες ὑπέμεινε, καὶ ἔλαβε τὸν κλῆρο στὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ μετὰ τῶν Ἀποστόλων καὶ Μαρτύρων, λυποῦμαι ὅμως γιὰ τὴν ἰδική σου ἀπώλεια, διότι, γιὰ νὰ ποίησης τὸ θέλημα μιᾶς γυναικὸς ἄφρονος, στέρησες ὅλο τὸν κόσμο τῆς μελιρρύτου διδαχῆς του.
Γιὰ τοῦτο καὶ ἐγὼ ὁ ἐλάχιστος, ὁ ὁποῖος ἐπιστεύθη τοῦ Κορυφαίου τὸν θρόνο, σᾶς κανονίζω καὶ αὐτήν, χωρίζοντάς σας τῆς ἁγίας κοινωνίας τῶν θείων τοῦ Χριστοῦ Μυστηρίων, καὶ ἂν κάποιος τολμήσει νὰ σᾶς κοινωνήσει, νὰ εἶναι καθηρημένος καὶ ἀφορισμένος. Ἐὰν δὲ καὶ ἐσεῖς βιάστε κάποιον, μὴ γένοιτο, νὰ σᾶς κοινωνήσει, καταφρονώντας τὴν Ἀποστολικὴ αὐτὴ διάταξη, νὰ εἶσθε ὡς οἱ τελῶνες καὶ ἐθνικοὶ παρὰ τῷ Ὀρθοδόξω συστήματι καὶ νὰ μένει ἡ ἁμαρτία ἐνώπιόν σας, ὅπως τὴν ἡμέρα τῆς κρίσεως λάβετε τὴν πρέπουσα παίδευση’ τὸν δὲ Ἀρσάκιον, ποὺ τὸν βάλατε στὸ θρόνο τοῦ Χρυσοστόμου, τὸν καθαιρούμε καὶ μετὰ θάνατον, ὡς καὶ ὅλους τους μετὰ τούτου συγκοινωνήσαντες, διότι μοιχῶ τῷ τρόπω ἔλαβε τὴν ἀξία ὁ ἀνάξιος, τὸν δὲ Θεόφιλο, ὄχι μόνον καθαιροῦμε, ἀλλὰ καὶ ἀφορίζομε, γιὰ νὰ εἶναι καὶ τοῦ Χριστοῦ ἀλλότριος. Αὐτά, ποὺ ἐμεῖς δένομε στὴ γῆ, ἔτσι δένονται καὶ στὸν οὐρανὸ καθὼς ἀκοῦς στὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο».
Ὁ δὲ Ὀνώριος ἔστειλε καὶ αὐτὸς ἄλλη ἐπιστολή: «Ἀδελφὲ Ἀρκάδιε, δὲν γνωρίζω ποιὰ ἐπαναστατικὴ ἐνέργεια σὲ παρακίνησε νὰ ἀκούσεις μία γυναίκα καὶ νὰ ποιήσεις αὐτά, τὰ ὁποῖα ἄλλος βασιλεὺς Χριστιανὸς δὲν ἐποίησε, καὶ δικαίως σὲ κατακρίνουν ὅλοι οἱ ἐδῶ Ἐπίσκοποι, ὅτι ἐξόρισες ἄνευ κρίσεως τὸν μέγα Ἀρχιερέα τοῦ Θεοῦ, τὸν ὁποῖο φόνευσαν διὰ τιμωριῶν καὶ βασάνων οἱ στρατιῶτες σου. Πάλι δὲ καὶ ὅτι τοὺς Ἀρχιερεῖς τοποτηρητές, τοὺς ὁποίους ἔστειλε ἀπ’ ἐδῶ ἡ Ἐκκλησία τῶν Ρωμαίων, πρὸς τιμήν μας καὶ πρὸς βεβαίωση τῆς ἀληθείας, ὄχι μόνον φυλάκισες, ἀλλὰ καὶ τὰ χρήματα ποὺ εἶχαν γιὰ ἔξοδά των ἀφήρεσες, γι’ αὐτὸ καὶ κινδύνευσαν ὑπὸ τῆς πείνας σὲ θάνατο. Ἔτσι ποιήσας δὲν κατεφρόνησες τὰ Ἀποστολικὰ παραγγέλματα; Σπεῦσε, ἀδελφέ, ὥστε δι’ ἔργων νὰ εὐαρεστήσεις Θεὸ καὶ ἀνθρώπους, διόρθωσε τὰ σφάλματά σου, γνωρίζοντας ὅτι οἱ προσευχὲς τῶν Ἱερέων στερεώνουν τὴν βασιλεία μας».
Δεξάμενος τὶς ἐπιστολὲς ὁ Ἀρκάδιος λυπήθηκε ὑπερβολικὰ καὶ πρῶτα τιμώρησε τοὺς κακοποιήσαντες τοὺς Ρωμαίους Ἀρχιερεῖς, ἐκ τῶν ὁποίων ἄλλους μὲν μαστίγωσε, ἑτέρους δὲ θανάτωσε, κρεμάζοντας αὐτοὺς στὰ ξύλα. Ὅλους δὲ τοὺς συγγενεῖς τῆς Εὐδοξίας, οἱ ὁποῖοι συνήργησαν στὴν τοῦ Ἁγίου καθαίρεση, καθήρεσε καὶ δήμευσε τὴν περιουσία των. Οὔτε τῆς ἴδιας της γυναικὸς τοῦ ἐφείσθη τελείως, ἀλλ’ ἔδειρε καὶ τὴν τιμώρησε τόσο, ὥστε ἀπὸ τῆς στενοχώριας της ἀσθένησε.
Τὸ δεξὶ χέρι τοῦ Ἄγ. Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου
τό ὁποῖο ἔχει σχῆμα εὐλογίας καὶ παραμένει ἄφθορο
(διακρίνονται τὸ δέρμα καὶ τὰ νεῦρα)
εὑρίσκεται στὴν Ι.Μ. Φιλοθέου του Ἁγίου Ὅρους .
Κατόπιν ἔδεσε τὸν Μηνά, τὸν Θεοτέκνο καὶ τὸν Ἰσχυρίωνα τοὺς ἀνεψιοὺς Θεοφίλου, τὸν Γαβάλων Σεβηριανὸν καὶ τὸν Βεροίας Ἀκάκιο, οἱ ὁποῖοι βρέθηκαν ἐκεῖ καὶ ἔστειλε αὐτοὺς λίαν περιφρονημένους πρὸς τὸν Πάπα Ἰννοκέντιο, γράφοντας καὶ ἐπιστολὴ σ’ αὐτὸν μὲ πολλὴ ταπείνωση πρὸς ἀπάντηση, λέγοντας: «Ἐγὼ δὲν γνώριζα οὐδὲν ἐξ ὅσων ἐπράχθησαν κατὰ τῶν ἀπεσταλμένων σας, ὅταν δὲ τὰ ἔμαθα, θανάτωσα τοὺς αὐτοὺς ἀδικήσαντες. Οὔτε ἐπίσης σὲ καθαίρεση τοῦ Ἰωάννου ἤμουν αἴτιος, ἀλλὰ κάποιοι Ἐπίσκοποι ἄθλιοι, οἱ ὁποῖοι μου ἔδειξαν ἐκκλησιαστικοὺς Κανόνες καὶ δέχθηκαν τὸ ἁμάρτημα, τοὺς ὁποίους πιστεύοντας ἔδωκα τὴν ἄδικο ψῆφο.
Στέλλω γι’ αὐτὸ τὴ Ὀσιότητί σου τὸν Ἀκάκιο, τὸν Σεβηριανὸ καὶ τοὺς συγγενεῖς του πονηροῦ Θεοφίλου, στὸν ὁποῖο θέλω γράψει νὰ ἔλθει ἐκεῖ βιαίως καὶ τιμώρησε αὐτοὺς ὡς βούλεσαι. Ἠμᾶς δὲ συγχώρησε τὴ πατρικὴ φιλανθρωπία σου καὶ μὴ ἠμᾶς στερήσεις τῆς τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων ἱερᾶς μεταλήψεως, διότι καὶ τὸ τέκνο σου Εὐδοξία ἐπαίδευσα καὶ βαρέως μαστίγωσα. Γι’ αὐτὸ καὶ ἀσθενήσασα βαρέως κατακεῖται κλινήρης. Λοιπὸν μὴ ἠμᾶς παιδεύσεις περισσότερο, Πάτερ τιμιότατε, καθ’ ὅσον μάλιστα μετανοοῦμε ἐξ ὅλης καρδίας καὶ πρέπει κατὰ τὴν ἄπειρο εὐσπλαχνία τοῦ Πανάγαθου Θεοῦ, νὰ συγχωρήσει ἠμᾶς ἡ ὑμετέρα Ὁσιότης». Ἔγραψε δὲ καὶ στὸν Ὀνώριο, νὰ μεσιτεύσει πρὸς τὸν Πάπα νὰ τοῦ στείλει συγχώρηση.
Δεξάμενος ὁ Πάπας τὶς ἐπιστολὲς τοῦ Ἀρκαδίου χάρηκε πολὺ γιὰ τὴν ταπείνωσή του, γι’ αὐτὸ ἔγραψε στὸν μαθητὴ τοῦ Χρυσοστόμου Πρόκλο, ὁ ὁποῖος ἦταν τότε Ἐπίσκοπος Κυζίκου, νὰ πάγει στὴν Κωνσταντινούπολη, νὰ λύσει τοὺς βασιλεῖς ἐκ τοῦ ἀφορισμοῦ, νὰ κοινωνήσει αὐτοὺς τῶν θείων Μυστηρίων καὶ νὰ καθίσει Πατριάρχης ἐπιτροπικός, ἕως νὰ ἐξετάσουν τὸν Ἀττικὸ ἐπιμελῶς.
Ἔγραψε δὲ ἰδιαιτέρως καὶ πρὸς τὸν Ἀρκάδιο, ὅτι δέχθηκε τὴν μετάνοιά του καὶ τὸν συγχωρεῖ, ἀλλὰ νὰ διατάξει νὰ γράψουν τὸ ὄνομα τοῦ Χρυσοστόμου στὰ ἱερὰ δίπτυχα καὶ νὰ στείλει τὸν Θεόφιλο στὴν Θεσσαλονίκη, στὴν ὁποία θὰ πάγει καὶ ὁ ἴδιος γιὰ ἀναγκαία ὑπόθεση. Αὐτὲς τὶς ἐντολὲς ὁ βασιλεὺς ἀσμένως δεξάμενος καὶ ἔχοντας ἀπόφαση νὰ τὶς ἐκτελέσει, ἔγραψε πρὸς τὸν Θεόφιλο: «Τάραξες ὅλη τὴν οἰκουμένη καὶ ἔλαβες τὴν τοποκρατορία σατανικῶς ἀφ’ ἐαυτοῦ σου, χωρὶς νὰ σεβασθεῖς νόμους ἐκκλησιαστικούς, οὔτε βασιλικὴ ἐξουσία’ γι’ αὐτὸ ἀναχώρησε εὐθὺς ἄνευ οὐδεμιᾶς προφάσεως καὶ ὕπαγε στὴν Θεσσαλονίκη νὰ κριθεῖς ὑπὸ τοῦ Ρώμης Ἀρχιεπισκόπου».
Λαβῶν τὴν ἐπιστολὴ αὐτὴ ὁ Θεόφιλος ἐταράχθη βλέποντας τὶς ἀπειλὲς τοῦ αὐτοκράτορα. Ὅμως δὲν προφθάσε νὰ ὑπάγει στὴν Θεσσαλονίκη, διότι ὁ Θεὸς τοῦ ἔστειλε ἀνίατη ἀσθένεια καὶ ὀδυνώμενος ὑπὸ λιθιάσεως ὁμολόγει παρρησία τὶς κακουργίες, τὶς ὁποῖες ἔπραξε στὸν Χρυσόστομο καὶ γιὰ τὶς ὁποῖες δικαίως παιδευόταν, ἕως ποὺ κακῶς ξεψύχησε.
Ὄχι δὲ μόνο ὁ Θεόφιλος, ἄλλα καὶ ὅλοι ὅσοι συνεκοινώνησαν στὴν ἐξορία τοῦ Χρυσοστόμου τιμωρήθηκαν ὑπὸ θεηλάτου πληγῆς, κακῶς οἱ κακοὶ ἀπολεσθέντες. Ἐξόχως δὲ ἡ Εὐδοξία ἔπεσε σὲ αἱμόρροια καὶ σάπισε ὅλο το σῶμα της, ὥστε ἐξ αὐτοῦ σκώληκες ἐξερχόταν καὶ δυσωδία ἀνυπόφορος, ἀπὸ τὶς ὁποῖες γνώρισε ὅτι γιὰ τὸν Ἅγιο τιμωρεῖται. Γι’ αὐτὸ τὸν παρεκάλει μὲ γοερὲς φωνές, ἀπέδωκε τὸν ἀμπελώνα στὴν χήρα ὅπως καὶ τὶς ἄλλες ἀδικίες, τὶς ὁποῖες ἐποίησε καὶ μὲ πολλὲς ὀδύνες ξεψύχησε.
Καὶ πάλιν οὐδὲ μετὰ θάνατον ἔμεινε ἀτιμώρητος, διότι ἔτρεμε ὁ τάφος της, εἰς ἔκπληξη τῶν ὀρώντων ἀνείκαστο, ὁ ὁποῖος κλόνος κράτησε τριάντα τρία ἔτη, μέχρι ποὺ ἔφεραν ἀπὸ τῆς ἐξορίας τὸ ἅγιο λείψανο. Ἀφῆκε δὲ ἡ Εὐδοξία θυγατέρες τεσσάρες: Πουλχερία, Φουλία, Ἀρκαδία καὶ Μαρία καὶ ἕνα υἱὸ ὀνόματι Θεοδόσιο. Βασίλευσε δὲ ὁ Ἀρκάδιος ἔτη δέκα τέσσαρα καὶ τελεύτησε, ὀκταετοῦς ὄντος τοῦ νέου Θεοδοσίου, οἱ δὲ ἀδελφές του Θεοδοσίου δὲν νυμφεύθηκαν. Κυβέρνα δὲ τὸ βασίλειο ἡ Πουλχερία, οὖσα τότε ἐτῶν δέκα ἐννέα, ἕως ποῦ ἦλθε ὁ Θεοδόσιος σὲ ἡλικία νόμιμη.
Βασιλεύοντος δὲ τοῦ Θεοδοσίου τοῦ Μικροῦ ἤδη ἔτη τριάκοντα, ὁ Ἅγιος Προκλός, μαθητὴς καὶ Διάκονος χρηματίσας τοῦ θείου Χρυσοστόμου, κοινὴ ψῆφο ἔγινε Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως. Κατὰ δὲ τὸν τέταρτο χρόνο τῆς πατριαρχίας τοῦ Προκλοὺ (435), ἔπεισε τὸν βασιλέα καὶ ἔπεμψε γιὰ νὰ φέρουν στὴν Κωνσταντινούπολη τὸ λείψανο τοῦ θείου πατρός. Φθάνοντας οἱ ἀπεσταλμένοι στὰ Κόμανα, ρώτησαν τοὺς ἐγχώριους νὰ δείξουν σ’ αὐτοὺς τὸν τάφο, γιὰ πάρουν τὸ λείψανο. Οἱ δὲ πικράθηκαν ὑπέρμετρα, διότι θὰ στεροῦνταν τέτοιου θησαυροῦ ἀτίμητου, ὅμως δὲν τόλμησαν νὰ ἐναντιωθοῦν στὸ βασιλικὸ πρόσταγμα, ἀλλ’ ἔφεραν αὐτοὺς στὸν τάφο τοῦ μάκαρος καὶ καθὼς σήκωσαν τὸν λίθο νὰ ἐκβάλουν ἔξω το λείψανο, ἔμεινε ἀκίνητο, ὢ τοῦ θαύματος! καὶ δὲν μποροῦσαν τόσοι ἄνδρες νὰ τὸ σαλεύσουν ὁλοτελῶς. Γι’ αὐτὸ ἐπέστρεψαν οἱ ἀποσταλέντες στὰ βασίλεια ἄπρακτοι, κηρύττοντες σ’ ὅλη τὴν πόλη τὸ θαυμάσιο τοῦτο, ὅτι δηλαδὴ ὁ Ἅγιος δὲν ἔδωκε τὸν ἑαυτό του, ἀλλ’ ἔμεινε ἀκίνητος (τοῦτο δὲ τὸ ἔκαμε, διότι μὲ αὐθεντία καὶ ὑπερηφάνεια ἤθελε νὰ πάρει τὸ λείψανό του ὁ βασιλεύς, τὸν ὁποῖο θέλησε νὰ διδάξει ὁ Ἅγιος ταπεινοφροσύνη καὶ μετριότητα). Τούτου χάριν παρεκάλεσε τὸν Ἅγιο ὁ βασιλεὺς ἀποστέλλοντας σ’ αὐτὸν ἐπιστολὴ ποὺ περιεῖχε αὐτά:
«Στὸν Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη, Διδάσκαλο καὶ πνευματικὸ Πατέρα Ἰωάννη τὸν Χρυσόστομο, τὴν προσκύνηση προσφέρω, ἐγὼ ὁ βασιλεὺς Θεοδόσιος. Ἠμεῖς, Πάτερ τίμιε, νομίζοντας ὅτι τὸ σῶμα σου τυγχάνει νεκρό, ὡς καὶ τὰ λοιπὰ σώματα τῶν ἀποθανόντων, θελήσαμε νὰ μεταφέρομε αὐτὸ ἁπλῶς σὲ ἐμᾶς, διὰ τοῦτο καὶ τοῦ ποθούμενου δικαίως στερηθήκαμε, ἄλλα σύ, Πάτερ τιμιώτατε, συγχώρησε ἐμᾶς μετανοοῦντας, διότι σὺ ἐδίδαξες εἰς πάντας τὴν μετάνοια καὶ δὸς τὸν ἐαυτόν σου, ὡς Πατὴρ φιλοπαῖς, εἰς ἠμᾶς τοὺς φιλοπάτορας υἱούς σου καὶ τοὺς σὲ ποθοῦντας εὔφρανε διὰ τῆς παρουσίας σου».
Λαβόντες λοιπὸν οἱ ἀπεσταλμένοι τὴν ἐπιστολὴ αὐτὴ καὶ φθάνοντας στὸν τόπο, τέλεσαν καθὼς ὁ βασιλεὺς τοὺς πρόσταξε καὶ βλέπουν πάλι ἄλλο θαυμάσιο, δηλαδὴ φῶς ἄρρητο μὲ πολλὴ λαμπηδόνα ἀπὸ τοῦ τάφου ἀναπήδησαν, εὐωδία ἀνείκαστη ἐξῆλθε τοῦ τάφου καὶ δὲν φαινόταν ὡς νεκρὸς ὁ Ἅγιος, ἀλλὰ φαιδρὸς στὴν ὄψη γεμάτος ἀμβροσίας καὶ νέκταρος. Ὅταν λοιπὸν ἐπέμφθη ἡ ἐπιστολὴ αὐτὴ καὶ ἐτέθη ἐπὶ τοῦ στήθους τοῦ Ἁγίου, ἔδωκε τὸν ἑαυτὸ του ὁ θεῖος Πατήρ, διότι ἡ θήκη ποὺ περιεῖχε τὸ ἅγιο λείψανο εὐκόλως καὶ χωρὶς κόπο φερόταν ἀνεμποδίστως. Τότε ἔγιναν καὶ πολλὰ θαυμάσια σὲ ὅσους μετὰ πίστεως τὸν ἀσπάσθηκαν. Ἐξόχως δὲ ἦταν ἕνας χωλὸς στὸ μέσον του πλήθους καὶ μὲ πολὺ κόπο ἔκαμε τρόπο καὶ ἄγγιξε στοὺς πόδας του τὸ τοῦ Ἁγίου ἱμάτιο καὶ εὐθὺς ἰάθη.
Θέτοντες λοιπὸν τὸ ἱερὸ λείψανο σὲ χρυσοκόλλητη λάρνακα καὶ βαστάζοντας αὐτήν, ἐκίνησαν τὴν ὁδοιπορία πρόθυμοι μὲ ψαλμωδία πολλή, μὲ λαμπάδες καὶ θυμιάματα καὶ σὲ ὅσες πόλεις καὶ χῶρες ὑποδέχονταν τὸν Ἅγιο, ἁγιαζόντουσαν. Ὅταν δὲ πλησίασαν στὴν Χαλκηδόνα καὶ τὸ ἄκουσαν στὴν βασιλεύουσα, ἔδραμαν ὅλοι νέοι καὶ γέροντες μὲ πόθο πολὺ νὰ τὸ προϋπαντήσουν, ὡς ἔπρεπε, καὶ γέμισε πλοῖα ὅλη ἡ θάλασσα, ἡ ὁποία φαινόταν σὰν γῆ στερεά.
Ὅταν ἔφθασε τὸ ἅγιο λείψανο ἀντίπερα τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἐξῆλθε ὁ Πατριάρχης μετὰ τοῦ βασιλέως καὶ ὅλη ἡ Σύγκλητος γιὰ νὰ προϋπαντήσουν τὸν Ἅγιο. Τὴν θήκη δὲ τὴν ἔχουσα τὸ ἅγιο λείψανο ἔβαλαν σὲ πλοῖο βασιλικό. Γενομένης δὲ τρικυμίας, τὰ μὲν ἄλλα πλοῖα διεσκορπίσθησαν σὲ ἕνα καὶ ἄλλο μέρος, τὸ δὲ πλοῖο τὸ περιέχον τὸ ἅγιο λείψανο ἐξῆλθε στὸν ἀγρὸ τῆς Καλλιτρόπης χήρας, τὴν ὁποία ἡ Εὐδοξία ἀδίκησε, ὅπως προείπαμε, καὶ τότε πάλιν ἔγινε στὴν θάλασσα γαλήνη.
Ὅταν δὲ ἔφθασαν στὸν ὁρισμένο τόπο ἐκεῖνοι, ποὺ βάσταζαν τὸ τίμιο λείψανο, εἶδαν ὅτι ἔκλινε πάλι θαυμασίως πρὸς τὸ ἐν μέρος ἀφ’ ἐαυτοῦ του, ἐκεῖνο τὸ ηὐτρεπισμένο καὶ ἑτοιμασμένο γιὰ τὸν Ἅγιο κουβούκλιο καὶ προσκαλοῦσε μὲ σχῆμα τὸ λείψανο.
Μέγας εἰ, Κύριε, καὶ θαυμαστά τα ἔργα σου!
Ἡ Ἁγία κάρα τοῦ Αγ. Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου μέ τό ἄφθαρτο αὐτί του
(Ι.Μ.Βατοπαιδίου Ἁγίου Ὅρους)
Ὅταν ἔβαλαν στὸ πλοῖο ἐκεῖνο τὸ τίμιο λείψανο, ὁ μὲν βασιλεὺς εἶχε πόθο νὰ ὑπάγει στὰ βασίλεια, ἀλλ’ ὡς φαίνεται δὲν ἤθελε ὁ Ἅγιος Χρυσόστομος, γι’ αὐτὸ κατέβηκε τὸ ρεῦμα τῆς θαλάσσης τοῦ Ἑλλησπόντου δυνατό. Πρῶτα λοιπὸν ἐφέρθη τὸ ἅγιο λείψανο στὸν Ναὸ τοῦ Ἀποστόλου Θωμά, τὸν ὀνομαζόμενο τοῦ Ἀμαντίου, ὅπου ὁ βασιλεὺς ἦταν παρὼν καὶ σκέπαζε μὲ τὴν βασιλική του χλαμύδα τὴν θεία σορὸ τοῦ λειψάνου καὶ μαζὶ παρεκάλει τὸν Ἅγιο νὰ παύσει τὸν κλονισμὸ τοῦ τάφου τῆς μητρός του, ὁ ὁποῖος ἔτρεμε ἤδη τριάντα τρία ἔτη’ καὶ δὴ ἐπέτυχε τῆς αἰτήσεως διότι στάθηκε, παραδόξως, ὁ κινούμενος τάφος ἐκείνης.
Μετὰ ἀπὸ αὐτὰ ἐκομίσθη τὸ ἅγιο λείψανο στὸ Ναὸ τῆς Ἁγίας Εἰρήνης. Ἐκεῖ, ἔβαλαν τὸ ἅγιο λείψανο ἐπάνω στὸ ἱερὸ Σύνθρονο καὶ ἐβόησαν ἅπαντες: «Ἀπολάβε τὸν θρόνο σου, Ἅγιε». Ὕστερα ἀπέθεσαν τὴν θήκη τοῦ λειψάνου ἐπὶ τῆς βασιλικῆς ἁμάξης καὶ ἔφεραν αὐτὸ στὸν Ναὸ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων. Ἐκεῖ ἔβαλαν τὸ ἅγιο λείψανο ἐπάνω στὴν ἱερὰ καθέδρα καί, ὢ τοῦ θαύματος! ἐπεφώνησε στὸ λαὸ τὸ «Εἰρήνη πάσι καὶ τὴ Εὐδοξία συγχώρησις». Καὶ ὕστερα ἐτέθη ὑποκάτω στὴν γῆ ὅπου καὶ τώρα εὑρίσκεται. Ὅταν δὲ ἡ ἱερὰ λειτουργία ἐτελεῖτο, θαύματα μεγάλα γινόντουσαν, δοξάζοντας ὁ Θεὸς μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο τοὺς δοξάζοντες Αὐτόν.
http://stratisandriotis.blogspot.com