Ὁ Γρηγόριος ἄφησε πολλὰ αὐτοβιογραφικὰ κείμενα, καὶ οἱ περιγραφὲς ποὺ μᾶς δίνει γιὰ τὴ ζωὴ τοῦ εἶναι γεμάτες ἀπὸ λυρισμὸ καὶ δραματικότητα. Ἐκ φύσεως ἔρρεπε πρὸς τὴ σιωπὴ καὶ τὴν ἀποχώρηση, καὶ πάντα ζητοῦσε τὴν ἀπομόνωση γιὰ νὰ μπορέσει νὰ ἀφιερωθεῖ στὴν προσευχή. Ὅμως ἐκλήθη ἀπὸ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ τὶς ἐπιθυμίες τῶν ἄλλων πρὸς λόγους, ἔργα, καὶ ποιμαντικὴ διακονία σὲ μιὰ περίοδο ὑπερβολικῆς συγχύσεως καὶ ἀναταραχῆς. Σὲ ὅλη του τὴ ζωή, ποὺ ἦταν γεμάτη ἀπὸ θλίψεις καὶ ἐπιτεύγματα, ὑποχρεώνονταν συνεχῶς νὰ καταπνίγει τὶς φυσικές του ἐπιθυμίες καὶ τοὺς φυσικούς του πόθους.
Ὁ Γρηγόριος γεννήθηκε περὶ τὸ 330 στὴν Ἀριανζό, στὸ ὑποστατικὸ τοῦ πατέρα τοῦ κοντὰ στὴ Ναζιανζό, «στὴ μικρότερη ἀπὸ τὶς πόλεις» τῆς νοτιοδυτικῆς Καππαδοκίας. Ὁ πατέρας του, ποὺ στὴ νεότητά του ἀνῆκε στὴν αἵρεση τῶν Ὑψισταρίων, ἦταν ἐπίσκοπος Ναζιανζού. Ἡ μητέρα τοῦ Γρηγορίου ἦταν ἡ κυριαρχοῦσα μορφὴ στὴν οἰκογένεια. Ὑπῆρξε ὁ «δάσκαλος τῆς εὐσέβειας» γιὰ τὸν ἄνδρα της καὶ «ἐπέβαλε αὐτὴ τὴ χρυσὴ ἁλυσίδα» στὰ παιδιά της. Καὶ ἡ κληρονομικότητα καὶ ἡ ἐκπαίδευσή του ἐνίσχυσαν τὸν συναισθηματισμό, τὴν ἱκανότητα διεγέρσεως αἰσθημάτων, καὶ τὴν ἱκανότητα ἄμεσου ἐντυπωσιασμοῦ τοῦ Γρηγορίου, καθὼς καὶ τὴν ἀποφασιστικότητά του καὶ τὴ δύναμη τῆς θελήσεώς του. Διατηροῦσε πάντα θερμὲς καὶ στενὲς σχέσεις μὲ τοὺς συγγενεῖς του καὶ συχνά τους θυμότανε.
Ἀπὸ τὰ παιδικά του χρόνια ὁ Γρηγόριος διακρίνονταν ἀπὸ μιὰ «φλογερὴ ἀγάπη γιὰ τὴ μελέτη». «Προσπαθοῦσα νὰ κάνω τὶς ἀνήθικες ἐπιστῆμες νὰ ὑπηρετήσουν τὶς καλές», ἔλεγε. Σύμφωνα μὲ τὴ συνήθεια τῶν χρόνων ἐκείνων, τὰ χρόνια σπουδῆς τοῦ Γρηγορίου ἦταν χρόνια περιπλανήσεως.
Ἔλαβε πλήρη μόρφωση στὴ ρητορικὴ καὶ τὴ φιλοσοφία στὴν πατρίδα τοῦ Ναζιανζό, στὴν Καισάρεια τῆς Καππαδοκίας καὶ στὴν Καισάρεια τῆς Παλαιστίνης, στὴν Ἀλεξάνδρεια, καὶ τέλος στὴν Ἀθήνα. Ἀνέβαλλε τὸ βάπτισμά του ὡς ὅτου ἔγινε ὥριμος ἄνδρας.
Στὴν Ἀλεξάνδρεια ὁ Γρηγόριος εἶχε πιθανῶς δάσκαλο τὸν Δίδυμο. Στὴν Ἀθήνα συνδέθηκε μὲ στενὴ φιλία μὲ τὸν Βασίλειο, τὸν ὁποῖον εἶχε νωρίτερα συναντήσει στὴν Καισάρεια τῆς Καππαδοκίας, καὶ ὁ ὁποῖος ἦταν ἀκριβῶς στὰ χρόνια του. Ὁ Γρηγόριος θυμόταν πάντα τα χρόνια ἐκεῖνα στὴν Ἀθήνα μὲ εὐχαρίστηση: «Ἀθῆναι καὶ παίδευσις». Ὅπως ἔγραψε ἀργότερα, ἦταν στὴν Ἀθήνα ποὺ αὐτός, ὅπως ὁ Σαούλ, «ζήτησε τὴ γνώση καὶ βρῆκε τὴν εὐτυχία». Αὐτὴ ἡ εὐτυχία ἦταν ἡ φιλία του μὲ τὸν Βασίλειο, ποὺ τοῦ ἔδωσε περισσότερη χαρὰ καὶ περισσότερο πόνο ἀπὸ ὁποιονδήποτε ἄλλον. «Γίναμε τὰ πάντα ὁ ἕνας γιὰ τὸν ἄλλον. Εἴμαστε ὁμόστεγοι, ὁμοδίαιτοι, ἀδέλφια· ἡ ἀγάπη μας γιὰ τὴ μάθηση ἦταν ὁ μοναδικὸς σκοπός μας. Καὶ ἡ ἀγάπη τοῦ ἑνὸς γιὰ τὸν ἄλλον συνέχεια μεγάλωνε. Τὰ εἴχαμε ὅλα κοινά, καὶ εἴχαμε μιὰ ψυχὴ ποὺ ἦταν σὲ δυὸ χωριστὰ σώματα». Ἡ ἑνότητά τους ἦταν ἑνότητα ἐμπιστοσύνης καὶ φιλίας. Οἱ πειρασμοὶ τῶν «βλαβερῶν Ἀθηνῶν» δὲν τοὺς ἀπέσπασαν Ἤξεραν μόνο δυὸ δρόμους. Ἕναν ποὺ ὁδηγοῦσε στὴν ἐκκλησία καὶ τοὺς θρησκευτικοὺς διδασκάλους τους. Καὶ ἕναν ἄλλον ποὺ ὁδηγοῦσε στοὺς διδασκάλους τῶν κοσμικῶν ἐπιστημῶν. Θεωροῦσαν ὡς τὸ σπουδαιότερο πράγμα το νὰ εἶναι καὶ νὰ ὀνομάζονται Χριστιανοί. «Εἴχαμε καὶ οἱ δυὸ μιὰ μόνη ἐπιδίωξη, τὴν ἀρετή, καὶ ἕνα μόνο σκοπό, ποὺ ἦταν νὰ ἀπαρνηθοῦμε τὸν κόσμο ὅσο θὰ ἔπρεπε νὰ ζήσουμε μέσα σ’ αὐτόν, καὶ νὰ ζοῦμε γιὰ τὴ μέλλουσα ζωή». Κατὰ τὴν περίοδο αὐτὴν τῆς ἀσκητικῆς ζωῆς σπούδασαν τὴ φιλοσοφία καὶ τὴ θρησκεία.
Ὁ Γρηγόριος παρέμεινε πάντα ἕνας «ἐραστὴς τῆς παιδεύσεως». «Εἶμαι ὁ πρῶτος των ἐραστῶν τῆς σοφίας», ἔλεγε. «Τίποτε δὲν προτιμῶ περισσότερο ἀπὸ τὶς σπουδές μου, καὶ δὲν θέλω ἡ Σοφία νὰ μὲ ὀνομάσει φτωχὸ δάσκαλο». Ὀνομάζει τὴ φιλοσοφία ὡς τὸν «ἀγώνα νὰ κερδίσει κανεὶς ὅ,τι εἶναι πιὸ πολύτιμο ἀπὸ ὅλα». Σ’ αὐτὴν περιλάμβανε καὶ τὴν «θύραθεν» παίδευση:
«παίρνουμε κάτι χρήσιμο γιὰ τὴν ὀρθοδοξία μᾶς ἀκόμα καὶ ἀπὸ τὶς κοσμικὲς Ἐπιστῆμες. ‘Από ἐκεῖνο ποὺ εἶναι κατώτερο μαθαίνουμε γιὰ κεῖνο ποὺ εἶναι ἀνώτερο, καὶ μετατρέπουμε αὐτὴν τὴν ἀδυναμία σὲ δύναμη τῆς διδασκαλίας μας. Ὁ Γρηγόριος ἐξακολούθησε νὰ ὑπερασπίζεται τὴν πολυμάθεια καὶ ἀργότερα στὴ ζωή του. «Καθένας ποὺ ἔχει μυαλὸ θὰ ἀναγνωρίζει ὅτι ἡ «παίδευσις» εἶναι γιὰ μᾶς «τὸ πρώτον τῶν ἀγαθῶν». Καὶ δὲν ἐννοῶ μόνον τὴν εὐγενέστερη καὶ δική μας (χριστιανικὴ) παίδευση, ἡ ὁποία περιφρονεῖ τὸν ἐξωραϊσμὸ καὶ τὸ μακρόσυρτό του λόγου καὶ ἐνδιαφέρεται μόνο γιὰ τὴ σωτηρία καὶ τὴ θεωρία τοῦ κάλλους, ἀλλὰ καὶ τὴν κοσμικὴ (τὴν «ἔξωθεν») παίδευση, τὴν ὁποία πολλοὶ Χριστιανοὶ κακῶς ἀπεχθάνονται ὡς ψεύτικη, ἐπικίνδυνη, καὶ ἀπέχουσα ἀπὸ τοῦ Θεοῦ. Ἀλλὰ δὲν θὰ προτάξουμε τὴ δημιουργία ἔναντί του Δημιουργοῦ της. Ἡ παίδευση δὲν πρέπει νὰ περιφρονεῖται, ὅπως νομίζουν μερικοί. Ἀντίθετα, θὰ ἔπρεπε νὰ ἀναγνωρίζουμε ὅτι ἐκεῖνοι ποὺ ἔχουν τέτοια γνώμη εἶναι ἀνόητοι καὶ ἀμαθεῖς. Θέλουν καθένας νὰ εἶναι σὰν κι αὐτούς, ὥστε μέσα στὴ γενικὴ ἀμάθεια νὰ μὴ φαίνεται ἡ δική τους ἄγνοια». Αὐτὰ εἰπώθηκαν ἀπὸ τὸν Γρηγόριο στὴν κηδεία τοῦ Βασιλείου. Δὲν ἤθελε νὰ ξεχάσει ποτὲ τὰ μαθήματα τῶν Ἀθηνῶν, καὶ ἀργότερα κατήγγειλε τὸν Ἰουλιανὸ τὸν Ἀποστάτη γιατί ἀπαγόρευε στοὺς Χριστιανοὺς νὰ διδάσκουν ρητορικὴ καὶ κοσμικὲς Ἐπιστῆμες.
Στὴν Ἀθήνα ὁ Γρηγόριος εἶχε διδασκάλους τὸν Ἰμέριον καὶ τὸν Προαιρέσιον, ὁ ὁποῖος ἦταν πιθανῶς Χριστιανός. Πιθανότατα δὲν ὑπῆρξε μαθητὴς τοῦ Λιβανίου. Σπούδασε ἀρχαία φιλολογία, ρητορική, ἱστορία, καὶ ἰδιαίτερα φιλοσοφία. Τὸ 358 ἢ 359 ἐπέστρεψε στὴν πατρίδα του. Ὁ Βασίλειος εἶχε ἤδη φύγει ἀπὸ τὴν Ἀθήνα, καὶ ἡ πόλη εἶχε ἀδειάσει καὶ εἶχε περιπέσει σὲ κατάπτωση. Ὁ Γρηγόριος βαφτίστηκε, καὶ ἀποφάσισε νὰ ἀπαρνηθεῖ τὴ σταδιοδρομία τοῦ ρήτορος. Τὸν προσήλκυσε τὸ ἰδεῶδες της σιωπῆς καὶ ὀνειρευόταν τὴν καταφυγή του στὰ βουνὰ ἢ τὴν ἔρημο. Ἤθελε νὰ «ἔλθει σὲ στενὴ κοινωνία μὲ τὸν Θεὸ καὶ νὰ φωτιστεῖ πλήρως ἀπὸ τὶς ἀκτίνες τοῦ Πνεύματος, χωρὶς τίποτε τὸ γήινο νὰ σκιάζει ἢ νὰ ἐμποδίζει τὸ Θεῖο φῶς, καὶ νὰ προσεγγίσει τὴν Πηγὴ τῆς ἐξαίσιας λάμψεως καὶ νὰ σταματήσει ὅλες τὶς ἐπιθυμίες καὶ τὶς φιλοδοξίες. Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο οἱ φαντασιώσεις μᾶς ἀντικαθίστανται ἀπὸ τὴν ἀλήθεια». Οἱ μορφὲς τοῦ Ἠλία καὶ τοῦ Ἰωάννη τοῦ Βαπτιστῆ προκαλοῦσαν τὸν θαυμασμό του. Ἀλλὰ ταυτόχρονα νικήθηκε ἀπὸ «τὴν ἀγάπη του γιὰ τὰ Θεῖα βιβλία καὶ τὸ φῶς τοῦ Πνεύματος, ποὺ ἀποκτᾶται μὲ τὴ μελέτη τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ. Τέτοιες μελέτες εἶναι ἀδύνατες στὴ σιωπὴ τῆς ἐρήμου». Ἐκτός, ὅμως, ἀπὸ αὐτό, ἐκεῖνο ποὺ κράτησε τὸν Γρηγόριο μέσα στὸν κόσμο ἦταν ὅτι ἀγαποῦσε τοὺς γονεῖς του καὶ θεωροῦσε καθῆκον του νὰ τοὺς βοηθήσει. «Αὐτὴ ἡ ἀγάπη ἦταν βαρὺ φορτίο ποὺ μὲ κρατοῦσε στὴ γῆ».
Ὁ Γρηγόριος ἐξακολουθοῦσε νὰ ζεῖ μιὰ αὐστηρὴ ἀσκητικὴ ζωὴ ἀκόμα καὶ μέσα στὶς κοσμικὲς διασπάσεις τοῦ πατρικοῦ του σπιτιοῦ. Προσπαθοῦσε νὰ συνδυάσει μιὰ ζωὴ ἀδέσμευτης (καθαρῆς) θεωρίας μὲ μιὰ ζωὴ προσφορᾶς στὴν κοινωνία, καὶ περνοῦσε τὸν καιρό του μὲ νηστεία, μελέτη τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ, προσευχή, μετάνοια, καὶ ἀγρυπνία. Ὅλο καὶ πιὸ πολὺ τὸν τραβοῦσε ἡ ἔρημός του Πόντου, ὅπου ὁ Βασίλειος ζοῦσε μιὰ αὐστηρὴ ἀσκητικὴ ζωή. Καθὼς πλησίαζε τὸν Θεό, ὁ Βασίλειος τοῦ φαίνονταν νὰ «καλύπτεται μὲ σύννεφα, ὅπως οἱ σοφοὶ ἄνδρες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης». Ὁ Βασίλειος κάλεσε τὸν Γρηγόριο νὰ συμμεριστεῖ τοὺς σιωπηλοὺς ἀγῶνες του, ἀλλὰ ὁ Γρηγόριος δὲν μπόρεσε νὰ ἱκανοποιήσει ἀμέσως τὴν ἐπιθυμία του. Ἀκόμα καὶ ὕστερα ἡ ἀναχώρησή του ἦταν μόνο προσωρινή. Ἀργότερα ἀναλογίζονταν μὲ χαρὰ καὶ ἀνέμελη διάθεση τὸ χρόνο ποὺ πέρασε στὸν Πόντο, μιὰ χρονικὴ περίοδο στερήσεων, ἀγρυπνίας, ψαλμωδίας, καὶ μελέτης. Οἱ δυὸ φίλοι διάβασαν τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ τὰ ἔργα τοῦ Ὠριγένη καθὼς τὰ χρόνια της μαθήσεώς τους συνεχίζονταν.
Οἱ σπουδὲς τοῦ Γρηγορίου τέλειωσαν ὅταν γύρισε ἀπὸ τὸν Πόντο. Ὁ πατέρας του, ὁ Γρηγόριος ὁ Πρεσβύτερος, μόλις καὶ μὲ δυσκολία κατάφερνε νὰ ἀσκεῖ τὰ καθήκοντά του ὡς ἐπίσκοπος. Δὲν εἶχε οὔτε τὰ πνευματικὰ ἐφόδια οὔτε τὴ δύναμη θελήσεως ποὺ χρειάζονταν γιὰ νὰ ἀντιμετωπίσει τὶς λογομαχίες καὶ ἀντιθέσεις ποὺ ὀργίαζαν ὁλόγυρά του. Χρειάζονταν κάποιον νὰ τὸν βοηθήσει, καὶ διάλεξε τὸ γυιό του. Αὐτὸ ἦταν μιὰ «τρομερὴ καταιγίδα» γιὰ τὸν νεώτερο Γρηγόριο. Ὁ Γρηγόριος ὁ Πρεσβύτερος εἶχε ἐξουσία ἐπάνω του καὶ ὡς πατέρας του καὶ ὡς ἐπίσκοπός του. Καὶ τώρα ἔδεσε τὸ γυὸ τοῦ μαζί του μὲ ἀκόμα πιὸ γερὰ πνευματικὰ δεσμά. Ὁ Γρηγόριος χειροτονήθηκε βίαια καὶ «παρὰ τὴν θέλησή του» ἀπὸ τὸν πατέρα του. «Πικράθηκα τόσο πολὺ ἀπὸ αὐτὴ τὴ βίαιη ἐνέργεια», ἔγραψε ὁ Γρηγάριος, «ὥστε ξέχασα τὰ πάντα: φίλους, γονεῖς, τὴν πατρίδα μου καὶ τοὺς συμπατριῶτες μου. Σὰν βόδι ποὺ τὸ τσίμησε ἀλογόμυγα, γύρισα στὸν Πόντο, ἐλπίζοντας νὰ βρῶ θεραπεία τῆς λύπης μου στὸν ἀφοσιωμένο φίλο μου». Τὰ αἰσθήματα πικρίας ποὺ εἶχε καταπραύνθηκαν μὲ τὸν χρόνο.
Ἡ χειροτονία τοῦ Γρηγορίου ἔγινε τὰ Χριστούγεννα τοῦ 361, ἀλλὰ γύρισε στὴ Ναζιανζὸ μόνο κατὰ τὸ Πάσχα τοῦ 362. Ἀνέλαβε τὰ καθήκοντά του ὡς πρεσβύτερος διαβάζοντας τὸ περίφημο κήρυγμά του ποὺ ἀρχίζει μὲ τὶς λέξεις: «Αὐτὴ εἶναι ἡ ἡμέρα τῆς ἀναστάσεως… Ἃς φωτιστοῦμε ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἑορτή». Σ΄ αὐτὸ τὸ κήρυγμα περιέγραψε τὸ ὑψηλὸ ἰδανικὸ ποὺ εἶχε γιὰ τὴν ἱερωσύνη. Ὁ Γρηγόριος εἶχε τὴν αἴσθηση ὅτι οἱ σύγχρονοί του ἱεράρχες ἀπεῖχαν πολὺ ἀπὸ αὐτὸ τὸ ἰδεῶδες, ἀφοῦ οἱ περισσότεροί τους ἔβλεπαν τὴ θέση τους ὡς «μέσον συντηρήσεως. Φαίνονταν ὅτι ἀναμένονταν λιγότερα ἀπὸ τοὺς ποιμένες τῶν ψυχῶν παρὰ ἀπὸ τοὺς ποιμένες ζώων. Ἦταν αὐτὴ ἡ συνείδηση τῶν ὑψηλῶν ἀπαιτήσεων ἀπὸ τοὺς κληρικούς, ποὺ ἔκανε τὸν Γρηγόριο νὰ ἐπιχειρήσει νὰ ἀποφύγει τὰ καθήκοντα ποὺ θεωροῦσε ὅτι ἦταν ἀνάξιος καὶ ἀνίκανος νὰ ἐκπληρώσει.
Ὁ Γρηγόριος παρέμεινε στὴ Ναζιανζὸ ὡς βοηθὸς τοῦ πατέρα τοῦ σχεδὸν δέκα χρόνια, ἐλπίζοντας ὅτι θὰ τὰ κατάφερνε νὰ ἀποφύγει νὰ κληθεῖ νὰ γίνει ἐπίσκοπος. Οἱ ἐλπίδες τοῦ διαψεύστηκαν. Τὸ 372, γιὰ μιὰ ἀκόμα φορᾶ χωρὶς τὴ θέλησή του, ὁ Γρηγόριος ἐκλέχθηκε ἐπίσκοπος Σασίμων, «ἑνὸς μέρους χωρὶς νερὸ ἢ βλάστηση, χωρὶς καμιὰ εὐκολία, ἑνὸς πληκτικοῦ καὶ στενόχωρου μικροῦ χωριοῦ. Ὑπάρχει σκόνη παντοῦ, θόρυβοι ἁρμάτων, θρῆνοι, στεναγμοί, πράκτορες, ὄργανα βασανισμοῦ, καὶ ἁλυσίδες. Οἱ κάτοικοι εἶναι περαστικοὶ ξένοι καὶ πλάνητες».
Ἡ πικρία ποὺ ὁ Γρηγόριος δοκίμασε μὲ τὴ νέα αὐτὴ τυραννικὴ ἐνέργεια, ποὺ ἦταν ἀντίθετη μὲ τὴν ἐπιθυμία του νὰ ζήσει σὲ ἀπομόνωση, μεγάλωσε ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι αὐτὴ ἐπικυρώθηκε ἀπὸ τὸν στενότερο φίλο του, τὸν Βασίλειο. Ὁ Γρηγόριος ἀγανάκτησε γιατί ὁ Βασίλειος δὲν ἔδειξε καμιὰ κατανόηση γιὰ τὴ λαχτάρα ποὺ εἶχε νὰ ζήσει μὲ σιωπὴ καὶ εἰρήνη, καὶ γιατί τὸν ὑποχρέωσε νὰ ἐμπλακεῖ στὸν ἀγώνα του νὰ διατηρήσει ὑπὸ τὸν ἔλεγχό του τὴν περιοχὴ τῆς ἐπισκοπικῆς δικαιοδοσίας του. Ὁ Βασίλειος εἶχε συστήσει τὴν ἐπισκοπὴ Σασίμων γιὰ νὰ ἰσχυροποίησει τὴ θέση τοῦ ἔναντί του Ἀνθίμου Τυανέων. «Μὲ κατηγορεῖς γιὰ νωθρότητα καὶ ἀδράνεια», ἔγραφε ὁ Γρηγόριος ἐνοχλημένος στὸν Βασίλειο, «γιατί δὲν κατέλαβα τὴ θέση τῶν Σασίμων, γιατί δὲν δρῶ ὡς ἐπίσκοπος, καὶ γιατί δὲν ὁπλίζομαι νὰ πολεμήσω στὸ πλευρό σου κατὰ τὸν τρόπον ποὺ τὰ σκυλιά, ὅταν τοὺς ρίξουν ἕνα κόκκαλο, μάχονται μεταξύ τους». Ὁ Γρηγόριος δέχτηκε τὴν ἐκλογή του μὲ λύπη καὶ χωρὶς νὰ τὸ θέλει. Ὑποχώρησα στὴ βία, ὄχι στὶς πεποιθήσεις μου». «Γιὰ μιὰ ἀκόμη φορᾶ καθαγιάστηκα καὶ τὸ Πνεῦμα ἐκχύθηκε ἐπάνω μου, καὶ κλαίω πάλι καὶ θρηνῶ».
Ἡ χαρὰ τοῦ Γρηγορίου γι’ αὐτὴν τὴ φιλία ποτὲ δὲν ἀποκαταστάθηκε. Πολὺ ἀργότερα στὴν κηδεία τοῦ Πατέρα τοῦ παραπονιόταν, παρόντος τοῦ Βασιλείου, ὅτι «κάνοντας μὲ ἱερέα μὲ παραδώσατε στὴν ταραχώδη καὶ ἐπίβουλο ἀγορὰ τῶν ψυχῶν, γιὰ νὰ ὑποστῶ τὶς δυστυχίες τῆς ζωῆς». Ἐπέπληξε τὸν Βασίλειο ἐντονότερα, λέγοντας: «Αὐτὸ εἶναι τὸ ἀποτέλεσμα τῶν Ἀθηνῶν, ἡ κοινὴ μελέτη μας, ἡ ζωὴ μᾶς κάτω ἀπὸ τὴν ἴδια στέγη, ἡ συντροφιά μας στὸ ἴδιο τραπέζι, ἡ ὁμοψυχία τῶν δυό μας, τὰ θαυμάσια της Ἑλλάδος, καὶ οἱ κοινοὶ ὅρκοι μας νὰ ἀρνηθοῦμε τὸν κόσμο. Ὅλα καταστράφηκαν! Ὅλα γκρεμίστηκαν! Ἃς χαθεῖ ἀπὸ τὸν κόσμο ὁ νόμος τῆς φιλίας, ἀφοῦ τόσο λίγο σέβεται τὴ φιλία». Ὁ Γρηγόριος τελικὰ πῆγε στὰ Σάσιμα. ἀλλά. ὅπως παραδέχεται ὁ ἴδιος, «δὲν ἐπισκέφτηκα τὴν ἐκκλησία πού μου δόθηκε, δὲν λειτούργησα ἐκεῖ, δὲν προσευχήθηκα μὲ τὸν λαό, καὶ δὲν χειροτόνησα οὔτε ἕναν κληρικό».
Ὁ Γρηγόριος ἐπέστρεψε στὴ γενέτειρά του ὕστερα ἀπὸ παράκληση τοῦ πατέρα του γιὰ νὰ τὸν βοηθήσει στὰ ἐπισκοπικά του καθήκοντα. Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ πατέρα τοῦ ὁ Γρηγόριος ἀνέλαβε προσωρινὰ τὴ διαποίμανση τῆς ὀρφανεμένης ἐκκλησίας. Ὅταν τελικὰ μπόρεσε νὰ ξεφύγει ἀπὸ τὸ ποιμαντικὸ ἔργο του, «πῆγε σὰν ἕνας φυγὰς» στὴ Σελεύκεια τῆς Ἰσαυρίας. Ἔμεινε στὸ ναὸ τῆς Ἁγίας Θέκλας καὶ ἀφιερώθηκε στὴν προσευχὴ καὶ τὴν πνευματικὴ ἐνατένιση. Ἀλλὰ γιὰ μία ἀκόμα φορᾶ ἡ ἀναχώρησή του ἦταν μόνο προσωρινή. Στὴ Σελεύκεια ἔμαθε τὰ νέα γιὰ τὸ θάνατο τοῦ Βασιλείου, καὶ αὐτὸ τὸ εἰρηντκὸ διάλειμμα τέλειωσε ὅταν κλήθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη γιὰ νὰ μετάσχει στὸν ἀγώνα κατὰ τῶν Ἀρειανῶν.
Ὅταν ὁ Γρηγόριος πῆγε στὴν Κωνσταντινούπολη ὡς ὑπερασπιστῆς τοῦ Λόγου, ἦταν γιὰ μιὰ ἀκόμη φορᾶ «χωρὶς τὴ θέλησή του, ἀλλὰ μὲ τὴν πίεση τῶν ἄλλων». Τὸ ἔργο του στὴν Κωνσταντινούπολη ἦταν δύσκολο. «Ἡ Ἐκκλησία εἶναι χωρὶς ποιμένες, τὸ καλὸ χάθηκε καὶ τὸ κακὸ εἶναι παντοῦ. Εἶναι ἀνάγκη νὰ πλέω τὴ νύχτα καὶ δὲν ὑπάρχουν φωτιὲς ποὺ νὰ δείχνουν τὸ δρόμο. Ὁ Χριστὸς κοιμᾶται. Ἡ ἐπισκοπικὴ ἕδρα τῆς Κωνσταντινουπόλεως βρίσκονταν γιὰ ἀρκετὸ καιρὸ στὰ χέρια τῶν Ἀρειανῶν. Ὁ Γρηγόριος ἔγραψε ὅτι ἐκεῖνο ποὺ βρῆκε ἐκεῖ «δὲν ἦταν ἕνα ποίμνιο, ἀλλὰ μόνο μικρὰ ἴχνη καὶ μικρὰ τμήματα ἑνὸς ποιμνίου, χωρὶς τάξη καὶ ἐπίβλεψη».
Ὁ Γρηγόριος ἄρχισε τὸ ἔργο του σ΄ ἕνα ἰδιωτικὸ σπίτι, τὸ ὁποῖο ἀργότερα ἔκανε Ἐκκλησία καὶ τοῦ ἔδωσε τὸ ὄνομα «Ἀνάστασις» γιὰ νὰ συμβολίζει τὴν «Ἀνάσταση τῆς ὀρθοδοξίας». Ἐδῶ ἐξεφώνησε τοὺς περίφημους «Πέντε θεολογικοὺς Λόγους» του. Ὁ ἀγώνας του μὲ τοὺς Ἀρειανοὺς ἦταν συχνὰ βίαιος. Τοῦ ἐπετέθηκαν κακοῦργοι νὰ τὸν σκοτώσουν, ἡ ἐκκλησία του ὑπέστη ἐπιθέσεις ἀπὸ τοὺς ὄχλους, πετροβολήθηκε ὁ ἴδιος, καὶ οἱ ἀντίπαλοί του τὸν κατηγόρησαν ὅτι προκαλεῖ φιλονικεῖες καὶ διαταράσσει τὴν εἰρήνη. Τὸ κήρυγμά του, ὅμως. δὲν ἔμεινε χωρὶς ἀποτέλεσμα. «Στὴν ἀρχὴ ἡ πόλη ἐπαναστάτησε», ἔγραφε. «Ξεσηκώθηκαν ἐναντίον μου καὶ ἰσχυρίζονταν ὅτι κήρυττα πολλοὺς θεοὺς καὶ ὄχι ἕναν Θεό, γιατί δὲν γνώριζαν τὴν ὀρθόδοξη διδασκαλία κατὰ τὴν ὁποία ἡ Μονάδα θεωρεῖται ὡς τρία, καὶ ἡ Τριάδα ὡς ἕνα». Ὁ Γρηγόριος νίκησε μὲ τὴ δύναμη τῆς ρητορικῆς του, καὶ πρὸς τὰ τέλη τοῦ 380 ὁ νέος αὐτοκράτορας Θεοδόσιος μπῆκε στὴν πόλη καὶ ἀπέδωσε ὅλες τὶς ἐκκλησίες στοὺς ὀρθοδόξους.
Ὁ Γρηγόριος ἀναγκάστηκε νὰ ἀγωνιστεῖ ὄχι μόνο κατὰ τῶν Ἀρειανῶν, ἀλλὰ καὶ κατὰ τῶν ὑπερασπιστῶν τοῦ Ἀπολλιναρίου. Ἀντιμετώπισε ἐπίσης τὴν ἀντίθεση ὀρθοδόξων ἱεραρχῶν. Ἰδιαίτερα τοῦ Πέτρου Ἀλεξανδρείας καὶ τῶν ἐπισκόπων της Αἰγύπτου. Αὐτοὶ στὴν ἀρχὴ τὸν δέχτηκαν, ἀλλὰ ὑστέρα χειροτόνησαν παράνομα τὸν Μάξιμο τὸν Κυνικὸ ὡς ἐπίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως. Ἀργότερα ὁ Γρηγόριος θυμόταν μὲ πικρία τὴν «Αἰγυπτιακὴν πληγὴν» καὶ τὴν διπλοπροσωπία τοῦ Πέτρου. Ὁ Μάξιμος ἀπομακρύνθηκε ἀλλὰ βρῆκε γιὰ λίγο καταφύγιο στὴ Ρώμη ἀπὸ τὸν Πάπα Δάμασον. πού εἶχε ἐλάχιστη γνώση γιὰ τὰ πράγματα τῆς Ἀνατολῆς. Ὑπακούοντας σὲ ἀπαίτηση τοῦ λαοῦ, ὁ Γρηγόριος ἀνέλαβε προσωρινὰ τὴ διεύθυνση τῆς διοικήσεως τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως ὡς ὅτου συγκληθεῖ μιὰ Ἐκκλησιαστικὴ σύνοδος. Θέλησε νὰ ἀποτραβηχθεῖ, ἀλλὰ ὁ λαὸς τὸν ἔφερε πίσω: «Θὰ πάρεις μαζί σου τὴν Ἁγία Τριάδα», τοῦ εἶπαν.
Στὴ Δεύτερη Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, ποὺ ἄρχισε τὸν Μάϊο τοῦ 381 ὑπὸ τὴν προεδρία τοῦ Μελετίου Ἀντιοχείας, ὁ Γρηγόριος ἐξελέγη ἐπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως. Καὶ χάρηκε καὶ λυπήθηκε γιὰ τὴν τοποθέτησή του στὴν ἐπισκοπικὴ ἕδρα τῆς Κωνσταντινουπόλεως, «ἡ ὁποία δὲν ἦταν τελείως νόμιμη». Ὁ Μελέτιος πέθανε ἐνῶ ἀκόμα ἡ Σύνοδος συνέχιζε τὶς ἐργασίες της. Καὶ ὁ Γρηγόριος τὸν ἀντικατέστησε ὡς πρόεδρος. Ὁ Γρηγόριος διαφώνησε μὲ τὴν πλειονότητα τῶν Ἱεραρχῶν πάνω στὸ θέμα τοῦ λεγόμενου «Ἀντιοχειανοῦ Σχίσματος», καὶ πῆρε τὸ μέρος τοῦ Παυλίνου. Ἡ δυσαρέσκεια, ποὺ ἀπὸ καιρὸ ἀναπτύσσονταν ἐναντίον του, ξαφνικὰ ξέσπασε. Μερικοὶ κληρικοὶ ἦταν δυσαρεστημένοι μὲ τὴν ἠπιότητά του, ἐπειδὴ δὲν εἶχε ζητήσει τὴ βοήθεια τῶν πολιτικῶν Ἀρχῶν κατὰ τῶν Ἀρειανῶν. Ὁ Γρηγόριος καθοδηγεῖτο πάντοτε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ὅτι «τὸ μυστήριο τῆς σωτηρίας εἶναι γιὰ κείνους ποὺ τὸ ἐπιθυμοῦν, καὶ ὄχι γιὰ κείνους ποὺ πιέζονται νὰ τὸ δεχτοῦν». Ἄλλοι ἱεράρχες ἐνοχλήθηκαν ἀπὸ τὴν ἔλλειψη εὐελιξίας στὶς δογματικὲς πεποιθήσεις του, καὶ ἰδιαίτερα ἀπὸ τὴν ἀδιάλλακτη ὁμολογία του γιὰ τὴν θεότητα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἄλλοι ἀκόμα θεωροῦσαν ὅτι ἡ διαγωγὴ τοῦ ἦταν ἀνάρμοστη στὴν ἀξιοπρέπεια τοῦ βαθμοῦ του. «Δὲν ἤξερα», ἔλεγε ὁ Γρηγόριος εἰρωνικά, «ὅτι θὰ ἔπρεπε νὰ ἱππεύω εὐγενῆ ἄλογα, ἢ νὰ κάνω λαμπρὴ ἐμφάνιση καθισμένος πάνω σε ἅμαξα, ἢ ὅτι αὐτοὶ ποὺ μὲ συναντοῦν θὰ ὄφειλαν νὰ μοῦ φέρονται μὲ δουλοπρέπεια, ἢ ὅτι ὅλοι θὰ ἔπρεπε νὰ παραμερίζουν γιὰ μένα σὰν νὰ ἤμουνα ἄγριο θηρίο». Ἐτέθη ἐπίσης στὴ Σύνοδο τὸ θέμα τῆς νομιμότητος τῆς μεταθέσεως τοῦ Γρηγορίου ἀπὸ τὰ Σάσιμα στὴν Κωνσταντινούπολη. Ἦταν ὁλοφάνερο ὅτι αὐτὸ ἦταν μιὰ πρόφαση γιὰ ραδιουργία ἐναντίον του. Μὲ πολλὴ θλίψη καὶ ἀπογοήτευση ὁ Γρηγόριος ἀποφάσισε νὰ παραιτηθεῖ ἀπὸ τὴ θέση του καὶ νὰ ἐγκαταλείψει τὴ Σύνοδο. Ἦταν πικραμένος γιατί ἄφηνε τὸν «τόπον τῆς νίκης μας» καὶ τὸ ποίμνιό του, ποὺ τὸ κέρδισε στὴν ἀλήθεια μὲ τὰ ἔργα του καὶ τοὺς λόγους του. Αὐτὴ ἡ πικρία δὲν τὸν ἄφησε ποτέ.
Ἐγκαταλείποντας τὴν Κωνσταντινούπολη ὁ Γρηγόριος ἔγραψε στὸν Βοσπόριο, ἐπίσκοπο Καισαρείας, «θὰ ἀποσυρθῶ στὸ Θεό, ποὺ εἶναι ὁ μόνος καθαρὸς καὶ χωρὶς δολιότητα. Θὰ ἀποσυρθῶ στὸν ἑαυτό μου. Ἡ παροιμία λέγει ὅτι μόνον οἱ ἀνόητοι σκοντάφτουν δυὸ φορὲς στὴν ἴδια πέτρα». Ἐπέστρεψε στὴν πατρίδα ἐξαντλημένος σωματικὰ καὶ ψυχικὰ καὶ γεμάτος μὲ πικρὲς ἀναμνήσεις. «Δυὸ φορὲς ἔπεσα στὶς παγίδες σας καὶ δυὸ φορὲς ἐξαπατήθηκα». Ὁ Γρηγόριος ἀναζήτησε ἀνάπαυση καὶ ἀπομόνωση, ἀλλὰ ἀκόμα μιὰ φορὰ ἀναγκάστηκε νὰ ἀναλάβει τὴ διαποίμανση τῆς χειρεύουσας ἐκκλησίας τῆς Ναζιανζοῦ, «πιεζόμενος ἀπὸ τὶς περιστάσεις καὶ φοβούμενος τὴν ἐπίθεση τῶν ἐχθρῶν». Ἔπρεπε νὰ πολεμήσει κατὰ τῶν Ἀπολλιναριστῶν οἱ ὁποῖοι εἶχαν παράνομα ἱδρύσει ἐπισκοπὴ δική τους στὴ Ναζιανζό, καὶ ἔτσι ἄρχισαν πάλι τὶς ραδιουργίες καὶ τὶς διαμάχες.
Ἀπεγνωσμένα ὁ Γρηγόριος ζήτησε ἀπὸ τὸν Θεόδωρο, μητροπολίτη Τυάνων, νὰ τὸν ἀντικαταστήσει μὲ ἕναν νέον ἐπίσκοπο, καὶ νὰ πάρει ἀπὸ πάνω του αὐτὸ τὸ φορτίο ποὺ ἦταν ἀνώτερο ἀπὸ τὶς δυνάμεις του. Ἀρνήθηκε νὰ μετάσχει σὲ ὁποιαδήποτε πιὰ σύνοδο. «Πρόθεσή μου εἶναι νὰ ἀποφύγω ὅλες τὶς συνόδους Ἐπίσκοπων, γιατί δὲν ἔχω μέχρι τώρα δεῖ ἕνα παραγωγικὸ ἀποτέλεσμα καμιᾶς συνόδου, ἢ καμιὰ σύνοδο ποὺ νὰ μὴν ἔχει αὐξήσει τὰ κακὰ ἀντὶ νὰ τὰ μειώσει». Ἔγραφε στὸν Θεόδωρο, «χαιρετῶ τὶς συνόδους καὶ τὶς συνελεύσεις, ἀλλὰ μόνο ἐξ ἀποστάσεως γιατί ἔχω δοκιμάσει πολὺ κακὸ ἀπ΄ αὐτές». Ὁ Γρηγόριος δὲν ἀπέκτησε ἀμέσως τὴν ἐλευθερία του. Χάρηκε πάρα πολὺ ὅταν ὁ ἐξάδελφός του Εὐλάλιος ἐκλέχτηκε τελικὰ ἐπίσκοπος Ναζιανζού, καὶ ἀποσύρθηκε ἀπὸ τὸν κόσμο γιὰ νὰ ἀφιερώσει τὸ ὑπόλοιπό της ζωῆς του στὴ συγγραφή. Ταξίδεψε στὰ μοναστήρια τῆς ἐρήμου στὴ Λαμίδα καὶ σ’ ἄλλα μέρη. Ἐξασθένησε καὶ πολλὲς φορὲς ζήτησε ἀνακούφιση σὲ λουτροθεραπεῖες. Τὰ λυρικὰ ἔπη ποὺ ἔγραψε στὰ γεράματά του εἶναι γεμάτα θλίψη. Ὁ Γρηγόριος πέθανε τὸ 389 ἢ τὸ 390.
————————————————————-
πηγή: π. Γεώργιος Φλορόφσκυ, «Οἱ Ἀνατολικοὶ Πατέρες τοῦ 4ου αἰώνα», μετάφρ. Παναγιώτου Πάλλη, ἔκδ. Πουρναρά, Θεσ/νίκη.
…Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ἀνήκει στοὺς μεγάλους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας καὶ ταυτόχρονα στὶς μεγάλες προσωπικότητες τῆς ἱστορίας. Θαυμασμὸ προξενεῖ στοὺς ἱστορικοὺς ἡ εὐγένεια καὶ τὸ ψυχικό του μεγαλεῖο. Ἡ μόρφωσή του, ἡ πνευματική του καλλιέργεια, ἡ ρητορική του δεινότητα σὲ συνδυασμὸ μὲ τὴν βαθιὰ πίστη του στὸ Θεὸ τὸν ἀνέδειξαν ὡς ἕναν ἀπὸ τοὺς κορυφαίους θεολόγους καὶ συγγραφεῖς τῆς Ἐκκλησία μας. Εἶναι ὁ θεολόγος τοῦ Θεοῦ Λόγου, ὁ ὁποῖος διατύπωσε μὲ τὸν πλέον σαφῆ τρόπο τὴν περὶ Θεοῦ πίστη τῆς Ἐκκλησίας μας. Χάρις σ’ αὐτὸν κατατροπώθηκε ἡ φρικτὴ καὶ ἐπικίνδυνη αἵρεση τοῦ Ἀρείου, ἡ ὁποία ἀπειλοῦσε τὴ σώζουσα ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας. Ἀλλὰ καὶ ὡς ποιητὴς ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὑπῆρξε ἀπαράμιλλος. Ἀκόμα καὶ ὁ πεζὸς λόγος του εἶναι ποίημα καὶ γι’ αὐτὸ κατοπινοὶ ὑμνογράφοι, ὅπως ὁ Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, χρησιμοποίησαν αὐτούσιους λόγους του στοὺς ὕμνους τους, ὅπως στοὺς θεσπέσιους κανόνες τῶν Χριστουγέννων καὶ τοῦ Πάσχα!
Εἶναι τέλος ἐκεῖνος ποὺ κατόρθωσε νὰ συνενώσει τὸ ἑλληνικὸ πνεῦμα μὲ τὴ χριστιανικὴ πίστη σὲ ἕνα καταπληκτικὸ σύνολο. Ἡ σωζόμενη ἀλληλογραφία του μὲ τὸν ἀνεδαφικὸ ἀποστάτη Ἰουλιανὸ φανερώνει τὴν ποιοτικὴ διαφορὰ τῶν δύο ἀνδρῶν. Ὁ μὲν Γρηγόριος ἐκφράζει τὸ γνήσιο καὶ πραγματικὸ ἑλληνικὸ πνεῦμα τῆς προόδου καὶ τοῦ σεβασμοῦ τῆς ἑτερότητας, ὁ δὲ θρησκομανὴς αὐτοκράτορας ἐκφράζει τὸν παλιὸ εἰδωλολατρικὸ κόσμο τοῦ φανατισμοῦ, τῶν ἐμμονῶν, τῆς δεισιδαιμονίας καὶ τῆς μισαλλοδοξίας, ἡ ὁποία ἐκφράστηκε μὲ σκληροὺς διωγμοὺς ἐναντίων της Ἐκκλησίας! Χαρακτηριστικὴ εἶναι ἡ φράση του πρὸς τὸν Ἰουλιανό «το ἑλληνίζειν ἐστὶ πολυσήμαντον», ἀποδεικνύοντας στὸν ἄλλοτε συμμαθητὴ καὶ φίλο του Ἰουλιανὸ ὅτι ἡ ἀλλοπρόσαλλη πολιτικὴ του ἀπέχει παρασάγγας ἀπὸ τὸν Ἑλληνισμό, τὸν ὁποῖο νόμιζε ὅτι ὑπηρετοῦσε! Ἡ ἱστορία ἀποφάνθηκε: τὸν μὲν ὀνειροπαρμένο παγανιστὴ αὐτοκράτορα τὸν καταδίκασε ἐσαεὶ ὡς ἀποστάτη καὶ ἀποτυχημένο, τὸν δὲ Γρηγόριο τὸν ἀνέδειξε ὡς ὕψιστη πνευματικὴ προσωπικότητα, τὸν ὁποῖο σεμνύνονται οἱ αἰῶνες!
ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ
Ἡ λειψανοθήκη μὲ τὸ δεξὶ χέρι τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου.
Ἀποθησαυρίζεται στὸν Ἱερὸ Ναὸ Ἁγίου Νικολάου “εἰς Κοπάνους”
πόλεως Ἰωαννίνων.
Βλέπε ἔδώ