Η ΑΙΩΝΙΑ ΠΟΛΗ

Βρισκόμαστε στὸν Ε΄ μ.Χ. αἰώνα. Ἡ Ρώμη ἐξακολουθεῖ νὰ παρουσιάζει ἀρκετὸ ἐνδιαφέρον ἀπὸ τὸ παλιό της μεγαλεῖο.

Ἡ Ρώμη θὰ θυμίζει πάντοτε τὶς πιὸ εὐγενικὲς μορφὲς ποὺ ἔζησαν στὴν πόλη αὐτὴ τὰ πρῶτα χριστιανικὰ χρόνια. Θὰ θυμίζει ἕνα Σεβαστιανὸ καὶ ἕναν Παγκράτιο μιὰ Ἁγνὴ καὶ μιὰ Καικιλία καὶ πλῆθος ἄλλων μαρτύρων.

Η ΝΕΑ ΧΡΙΣΤΙΑΝΗ

Ἀλλὰ καὶ μετὰ τὴν ἐποχὴ τῶν διωγμῶν ἡ πόλη δὲν ἔπαψε νὰ γεννᾶ εὐγενικὲς καὶ ἐκλεκτὲς ψυχές. Μιὰ τέτοια ψυχὴ εἶναι ἡ Ὁσία Ξένη. Εὐσεβία ἦταν τὸ πρῶτο της ὄνομα. Οἱ γονεῖς τῆς ἦταν εἰδωλολάτρες ἐπιφανεῖς καὶ πλούσιοι.Γι’ αὐτὸ φρόντισαν νὰ δώσουν στὴν κόρη  τους ἀνάλογη ἀγωγὴ καὶ μόρφωση. Ἡ Εὐσεβία, ὅσο ἦταν δυνατὸ σὲ μιὰ κοπέλα τῆς ἐποχῆς της, ἀγάπησε τὰ γράμματα, ἀλλὰ περισσότερο ἀγάπησε τὴν ἀρετή. Ἦταν ψυχὴ ἐνάρετη, ἦταν ὅμως εἰδωλολάτρισσα.

Ἀλλὰ μιὰ τόσο καλοπροαίρετη ψυχὴ ἦταν ἀδύνατο νὰ μείνει μακριὰ ἀπὸ τὴ χριστιανικὴ πίστη. Μέσα στὸ ἀρχοντικό της ὑπῆρχαν πολλὲς δοῦλες καὶ δύο ἀπὸ αὐτὲς ἦταν χριστιανές. Αὐτὲς οἱ δύο ἀνέλαβαν, μὲ πολλὴ προσευχή, ἀγάπη καὶ ὑπομονὴ νὰ κατηχήσουν τὴ νεαρὴ Εὐσεβία, ποὺ ἔγινε μιὰ πιστὴ καὶ ἀφοσιωμένη μαθήτρια τοῦ Ἰησοῦ. Ἡ καρδιὰ τῆς ἦταν «γῆ ἀγαθή»,καὶ ὁ σπόρος τοῦ Θείου Λόγου ρίζωσε καὶ καρποφόρησε πλούσια.

ΝΥΜΦΗ ΧΡΙΣΤΟΥ

Ὅταν ἡ χριστιανὴ Εὐσεβία ἐνηλικιώθηκε, διέθετε πολλὰ προσόντα. Εἶχε εὐγενικὴ καταγωγή, μόρφωση, ὀμορφιὰ καὶ ἦταν πλούσια. Γι’ αὐτὸ πολλοὶ ἐπιφανεῖς Ρωμαῖοι τὴ ζήτησαν σὲ γάμο. Οἱ γονεῖς τῆς διάλεξαν τὸν ἐπιφανέστερο. Ἡ κόρη ὅμως δυσαρεστήθηκε, γιατί στὴν καρδιὰ τῆς εἶχε ἀνάψει ἡ φλόγα τῆς ἀγάπης στὸν Ἰησοῦ. Προτιμοῦσε νὰ γίνει νύμφη Χριστοῦ καὶ ὄχι ἑνὸς Ρωμαίου ἄρχοντα. Ὡστόσο οἱ γονεῖς τῆς γίνονταν καθημερινὰ φορτικοὶ καὶ ἐπέμεναν στὸ γάμο. Ἔτσι ἡ Εὐσεβία ἀποφάσισε νὰ φύγει κρυφὰ σὲ ἄγνωστο μέρος, ὅπου θὰ μποροῦσε ἐλεύθερη καὶ ἀπερίσπαστη νὰ δοθεῖ ὁλοκληρωτικὰ στὰ δύο μεγάλα της ἰδανικά: Στὴ λατρεία τοῦ Ἰησοῦ καὶ στὴ διακονία τοῦ πλησίον.

Ἀλλὰ μόνη της ποῦ θὰ πήγαινε; Ἀποφάσισε λοιπὸν νὰ ἐμπιστευθεῖ τὴν ἀπόφασή της στὶς δύο χριστιανὲς θεραπαινίδες της καὶ νὰ τὶς καλέσει στὸ δικό της τρόπο ζωῆς λέγοντάς τους τὴν ἀπόφασή της: «Ἐπιθυμῶ νὰ σᾶς ἐμπιστευθῶ ἕνα μυστικό της καρδιᾶς μου. Σᾶς ἐξορκίζω ὅμως νὰ μὴν ἀποκαλύψετε τίποτε καὶ σὲ κανέναν. Ἐπιπλέον σᾶς παρακαλῶ νὰ μὲ ἀκολουθήσετε, γιὰ νὰ μὲ βοηθήσετε στὸν ἱερὸ σκοπό μου, ἀλλὰ κι ἐσεῖς νὰ σώσετε τὶς ψυχές σας».

Ὕστερα ἀπὸ αὐτὰ πρόσθεσαν καὶ ἐκεῖνες: «Ἃς γίνει τὸ θέλημα τοῦ Κυρίου. Προτιμοῦμε νὰ πεθάνουμε μαζί σου παρὰ νὰ βασιλεύσουμε μακριά σου».

ΑΠΟΔΗΜΗΤΡΙΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ

Ἡ Εὐσεβία εὐχαρίστησε τὸ Θεὸ γιὰ τὴν κατανόηση ποὺ βρῆκε ἀπὸ τὶς δύο πιστὲς θεραπαινίδες καὶ ἐπιδόθηκε στὴν προετοιμασία τοῦ μεγάλου ἐγχειρήματος. Μοίρασε στοὺς φτωχούς της πόλης ὅλα τα χρυσὰ καὶ ἀσημένια στολίδια της, ἐνῶ γιὰ τὸν ἑαυτὸ τῆς κράτησε ὅσα χρήματα τῆς ἦταν ἀναγκαία. Πῶς ὅμως θὰ ἔφευγε ἀπὸ τὸ σπίτι τῆς , χωρὶς νὰ γίνει ἀντιληπτὴ ἡ ἀναχώρησή της; Προσευχήθηκε πολὺ στὸν Κύριο καὶ ἀποφάσισε νὰ ἀναχωρήσουν νύχτα ἀπὸ τὸ σπίτι της.Καὶ γιὰ νὰ μὴ δώσουν ὑποψία σὲ κανένα φόρεσαν ἀνδρικὲς στολές.

Φωτισμένες ἀπὸ τὴν προσευχὴ κατέβηκαν στὸ ἐπίνειο τῆς Ρώμης, τὴν Ὄστια. Ἐκεῖ ἕνα πλοῖο ἦταν ἕτοιμο νὰ ἀναχωρήσει γιὰ τὴν Ἀλεξάνδρεια. Ἀνέβηκαν στὸ καράβι καὶ ξεκίνησαν γιὰ τὴν Ἀλεξάνδρεια./

Τὸ ταξίδι ἦταν κοπιαστικὸ καὶ ἐπικίνδυνο, ἡ Εὐσεβία ὅμως δὲν ἀνησυχοῦσε γι’ αὐτό. Ἦταν πρόθυμη νὰ ὑποστεῖ κάθε ταλαιπωρία καὶ εἶχε πλήρη ἐμπιστοσύνη σ’ Ἐκεῖνον γιὰ τὸν ὁποῖο ἐπιχειροῦσε τὴν περιπέτεια αὐτή.

ΣΤΗΝ ΚΩ

Στὴν Ἀλεξάνδρεια ἡ Εὐσεβία δὲν ἡσύχασε. Σὲ μιὰ μεγάλη πόλη ὑπῆρχε μεγάλη πιθανότητα νὰ γίνει ἀντιληπτὴ ἡ παρουσία της ἀπὸ τοῦ πατέρα της, ποὺ σίγουρα θὰ κινοῦσαν γῆ καὶ οὐρανὸ γιὰ νὰ τὴν βροῦν. Γι’ αὐτὸ ἐπιβιβάζεται γιὰ δεύτερη φορὰ σ’ ἕνα πλοῖο, μὲ κατεύθυνση τὴ νῆσο Κῶ. Κατὰ τὴ διάρκεια αὐτοῦ του ταξιδιοῦ ἡ Εὐσεβία σκέφτηκε ὅτι οἱ ἄνθρωποι ποὺ θὰ ἔστελνε ὁ πατέρας της γιὰ νὰ τὴ βροῦν θὰ τὴν ἀναζητοῦσαν μὲ τὸ ὄνομα Εὐσεβία.
Έτσι ἀποφάσισε νὰ ἀλλάξει τὸ ὄνομά της μὲ κάποιο ἄλλο ποὺ θὰ ἦταν σχετικὸ μὲ τὴν περιπέτειά της καὶ θὰ ἐξέφραζε τὸν ψυχικό της κόσμο. Κι αὐτὸ τὸ ὄνομα ἦταν τὸ ὄνομα Ξένη.

 Ξένη, γιατί ξένη ἦταν στὰ μέρη ποὺ ταξίδευε, Ξένη, γιατί ξενιτεύθηκε. Πολλοὶ Ρωμαῖοι καὶ Ρωμαῖες ξενιτεύονταν τότε ἐξαιτίας τοῦ ἐμπορίου, γιὰ νὰ γνωρίσουν ἄλλα μέρη ἢ νὰ διασκεδάσουν τὴν ἀνία τους. Ἡ Ξένη ὅμως ξενιτεύθηκε γιὰ νὰ μπορεῖ νὰ ἐπιδοθεῖ ἀπερίσπαστα στὴ λατρεία τοῦ Ἰησοῦ καὶ στὴ διακονία τῶν ἀνθρώπων.

Ξένη, γιατί ἤθελε νὰ παραμείνει ξένη μέσα στὸν κόσμο, ἀπαρατήρητη, ἀφανής. Ἀγάπησε πολὺ τὴν ταπεινοφροσύνη ἡ Ὁσία Ξένη. Ὄνειρό της ἦταν νὰ παραμείνει γιὰ πάντα μιὰ ταπεινὴ ψυχή. Τὸ καινούριο της λοιπὸν ὄνομα θὰ τῆς ὑπενθύμιζε τὴν ἐπιδίωξή της αὐτή.

Ξένη, γιατί ἔπρεπε νὰ εἶναι ξένη πρὸς τὸν κόσμο τῆς ἁμαρτίας, ξένη πρὸς τὴν κακία. Τὸ μίσος δὲν εἶχε θέση στὴν καρδιά της οὔτε ὁ φθόνος οὔτε ἡ ζήλεια. Μέσα στὴν καρδιὰ τῆς ὑπῆρχε μόνο φλογερὴ ἀγάπη. Ἀγάπη γιὰ τὸν Χριστὸ καὶ γιὰ τὸν κόσμο. Δὲν εἶχε καρδιὰ ποὺ νὰ ἐχθρεύεται. Ἦταν μιὰ ἀληθινὴ νύμφη τοῦ Νυμφίου Ἰησοῦ.

Ξένη, γιὰ νὰ μὴ ξεχάσει ποτὲ ὅτι ἦταν ξένη στὴ γῆ αὐτή. Ξένη, γιὰ νὰ μὴν ἐπηρεασθεῖ ἀπὸ τὰ πράγματα τοῦ κόσμου αὐτοῦ.

Ξένη, γιὰ νὰ θυμᾶται τὸ χρέος τῆς ξενίας, τῆς φιλοξενίας πρὸς τοὺς ἀνθρώπους. Ἡ Ὁσία Ξένη σκεφτόταν ὅτι ὅταν θὰ τακτοποιοῦνταν ὁριστικά, θὰ ἔδειχνε ἰδιαίτερη ἀγάπη γιὰ τοὺς ξένους. Θὰ ἔχτιζε ἰδιαίτερο ξενώνα γι’ αὐτοὺς καὶ θὰ ἀσκοῦσε τὴ φιλοξενία ὅπως ὁ Ἀβραάμ, ὁ Λὼτ καὶ ἄλλες φιλόξενες ψυχές.

Ξένη, γιὰ νὰ τῆς θυμίζει τὸ ὄνομα αὐτὸ τὴν οὐράνια φιλοξενία, γιὰ τὴν ὁποία ἔκανε λόγο ὁ Κύριος τὶς τελευταῖες μέρες τῆς ἐπίγειας ζωῆς του.

Τὴν ἀπόφασή της γιὰ τὸ καινούριο ὄνομα ἡ Ὁσία Ξένη τὴν ἔκανε γνωστὴ στὶς δύο θεραπαινίδες,οἱ ὁποῖες ἄκουσαν μὲ θαυμασμὸ τὴν ἔμπνευση τῆς αὐτή.

                     ΠΟΙΟΣ ΘΑ ΜΑΣ ΠΟΙΜΑΙΝΕΙ, ΚΥΡΙΕ;

Παράλληλα μὲ τὸν τόπο τῆς ὁριστικῆς τους διαμονῆς τὶς τρεῖς ἀποδημήτριες τοῦ Χριστοῦ τις  απασχολεῖ ἡ ἔλλειψη πνευματικοῦ ὁδηγοῦ. Ποῦ νὰ πᾶνε νὰ μείνουν γιὰ πάντα μόνες; Ποιὸς θὰ τὶς συμβουλεύει; Ποιὸς θὰ τὶς προτρέπει στὸ καλύτερο; Ποιὸς θὰ τὶς ἐπιπλήττει γιὰ τὰ σφάλματά τους; Ποιὸς θὰ τὶς ἐνισχύει στις  δύσκολες στιγμές, στὶς στιγμὲς τῶν ποικίλων πειρασμῶν; Ποιὸ πατρικὸ χέρι θὰ τὶς σηκώνει ἀπὸ τὶς πνευματικές τους πτώσεις;

Εἶναι πρόβατα τοῦ Χριστοῦ. Πρόβατα χωρὶς ποιμένα γίνεται; Ποιὸς θὰ τὶς ποιμαίνει; Ὑπάρχουν λύκοι παντοῦ, ποὺ ζητοῦν, νὰ κατασπαράξουν τὰ πρόβατα τοῦ Χριστοῦ. Ποιὸς λοιπόν, θὰ τὶς προστατεύσει ἀπ’ αὐτοὺς τοὺς λύκους;

Ἀναζητοῦν λοιπὸν ὁδηγό, ποιμένα γιὰ τὸν πνευματικό τους καταρτισμό, γιὰ τὴν πνευματική τους ἀσφάλεια καὶ για   να ἀσκηθοῦν στὴν ὑπακοή.

Ο ΠΑΥΛΟΣ

Ἀπὸ τὸ λιμάνι τῆς Κῶ περνοῦσαν πολλὰ πλοῖα, ποὺ πήγαιναν σὲ ὅλα τα νησιὰ καὶ τὰ παράλια του Αἰγαίου. Ἑκατοντάδες ἄνθρωποι ταξίδευαν ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος στὸ ἄλλο. Ἐκεῖ, παράμερα ἀπὸ τὸ λιμάνι , βλέπουν ἀπὸ μακριά, κάποιο κληρικό. Ἦταν μιὰ σεβάσμια μορφὴ μὲ πρόσωπο ἀγγελικό. Ἦταν ταξιδιώτης, ἐρχόταν ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα. Εἶχε πάει νὰ προσκυνήσει τοὺς Ἁγίους Τόπους ποὺ κάποτε περπάτησαν τὰ πόδια τοῦ Χριστοῦ. Τώρα ἐπέστρεφε στὰ Μύλασα τῆς Καρίας, ἀπέναντι στὴ Μικρασιατικὴ γῆ,στὸ Μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Ἀπόστολου Ἀνδρέα, στὸ ὁποῖο ἦταν ἡγούμενος. Τὸ ὄνομά του ἦταν Παῦλος, ἱερομόναχος.

                                               Η ΟΣΙΑ ΞΕΝΗ ΣΤΑ ΜΥΛΑΣΑ

Οἱ τρεῖς ἀμνάδες τοῦ Ἰησοῦ, ἀκολουθώντας τὸν πνευματικό τους ποιμένα, ποὺ τοὺς ἔστειλε Ἐκεῖνος, φθάνουν στὰ Μύλασα. Ὁ Παῦλος φροντίζει πολὺ γιὰ τὶς ψυχὲς αὐτές. Ἀφοσιώνεται ὁλοκληρωτικὰ στὴν ὁριστικὴ τακτοποίησή τους. Φωτίζεται ἀπὸ τὸ Θεὸ καὶ διαπιστώνει στὶς ψυχὲς τοὺς δύο μεγάλους πόθους, τὸν πόθο τῆς ἁγιότητας καὶ τὸν πόθο γιὰ δράση. Νὰ κάνουν καλὸ στὸν κόσμο, νὰ φανοῦν χρήσιμες στὸν πλησίον. Νὰ διακονήσουν πιστὰ καὶ πρόθυμα τὸν Κύριο, παντοῦ, ὅπου τὶς προστάξει ὁ Παῦλος τους. Νὰ ἀξιωθοῦν νὰ γίνουν τρεῖς σεμνὲς καὶ ταπεινὲς διακόνισσες Ἐκείνου.

            /                                  ΣΤΟ ΒΩΜΟ ΤΗΣ ΘΥΣΙΑΣ

Ἀπὸ ἐδῶ καὶ πέρα ἡ διακονία τῆς Ὁσίας Ξένης γίνεται πιὸ ἐντατικὴ καὶ κοπιαστική. Δὲν εἶχε πιὰ μόνο το Κοινόβιό της ἀλλὰ καὶ τὸ ἔργο καὶ τὴν ἀποστολὴ τῆς Διακόνισσας τῆς Ἐκκλησίας. Πρώτη αὐτή, καὶ ὕστερα ἕνας ἀριθμὸς εὐλαβῶν ψυχῶν, ἀφιερωμένων παρθένων, ἀποτελοῦσαν , πλάι στὸν καλὸ καὶ εὐλαβῆ ἐπίσκοπο Παῦλο , ἕναν ὅμιλο, σὰν τὸν ὅμιλο τῶν γυναικὼν ποὺ ἀκολουθοῦσαν τὸν Ἰησοῦ καὶ τὸν διακονοῦσαν…

Σὰν ἕνας ἄγγελος τοῦ Θεοῦ ἔδινε τὸ παρὼν στοὺς φτωχούς, στοὺς ἀρρώστους καὶ στοὺς φυλακισμένους. Φρόντιζε γιὰ τὴ φιλοξενία τῶν γυναικών, γιὰ τὴν ἐπιτήρηση τῶν θυρῶν τοῦ Ναοῦ κατὰ τὴν ὥρα τῆς λατρείας καὶ εἶχε τὴν ἐπίβλεψη τῶν χριστιανῶν γυναικών, τὶς ὁποῖες συμβούλευε καὶ νουθετοῦσε σὰν Διακόνισσα. Κατηχοῦσε τὶς νέες καὶ τὶς γυναῖκες καὶ ἔπαιρνε ἐνεργὸ μέρος στὸ Μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος. Ἀλλὰ ἡ πιὸ ὑψηλὴ διακονία ἦταν ἡ μεταφορὰ τῆς Θείας Εὐχαριστίας σὲ ἄρρωστες, γυναῖκες, ποὺ δὲν μποροῦσαν νὰ ἐκκλησιαστοῦν

Στὴν κοπιαστική της διακονία θυμόταν πάντοτε τὸν Νυμφίο της καὶ Σωτήρα Χριστό, ποὺ δὲν σταμάτησε ποτὲ νὰ ἐργάζεται γιὰ τὴ σωτηρία τῶν ψυχῶν.

Ἡ Ὁσία Ξένη, μεθυσμένη ἀπὸ τὴν πνευματική της διακονία , ξέχασε τὸ νόημα τῆς λέξης ἀνάπαυση. Βιαζόταν νὰ κάνει καλὸ στὸν κόσμο. Πονοῦσε νὰ βλέπει ἄλλες ψυχὲς νὰ ζοῦν στὴν ἄγνοια καὶ στὴν ἁμαρτία, καὶ ἄλλες νὰ ἔχουν ἀνάγκη ἀπὸ ὁποιαδήποτε βοήθεια.

Στὴ διακονία τῆς συχνὰ θυμόταν τὰ ὁλοκαυτώματα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Θυμόταν τὰ περιστέρια, ποὺ καίγονταν ὁλόκληρα πάνω στὰ θυσιαστήρια, γιὰ νὰ γίνουν ὀσμὴ εὐωδίας στὸν Κύριο. Περιστερὰ κι’ αὐτὴ τοῦ Χριστοῦ, ἤθελε νὰ θυσιαστεῖ ὁλόκληρη πάνω στὴν ὡραία της ἀποστολή.

Θυσιαστήρια, πάνω στὰ ὁποῖα καιγόταν καθημερινά, ἦταν πολλά. Θυσιαστήρια ἦταν οἱ ἀδελφές του Κοινοβίου της. Κάθε ἀδελφὴ ἦταν γιὰ τὴν Ὁσία Ξένη κι’ ἕνα θυσιαστήριο, πάνω στὸ ὁποῖο θυσίαζε κάθε φορᾶ καὶ κάτι περισσότερο ἀπὸ τὴ ζωή της.Ἡ ἀγωνία γιὰ τὴν πνευματική τους προκοπή, ἡ ἀνησυχία τους γιὰ τὴν σωτηρία τῶν ψυχῶν τους, ἦταν μιὰ φλόγα ποὺ κάλυπτε ὁλόκληρό το εἶναι της.

Θυσιαστήριο ἦταν κάθε κατηχούμενη. Ἡ σκέψη ὅτι γι’ αὐτὴ τὴν ψυχὴ ὁ Ἰησοῦς μὲ ἀγωνία προσευχόταν στὸν κῆπο τῆς Γεθσημανῆς τὴν ἔκανε νὰ συμμετέχει στὴν ἀγωνία τοῦ Ἰησοῦ, στὴν ἀγωνία γιὰ τὴ σωτηρία τῆς ψυχῆς ποὺ κατηχοῦσε, ἔργο, τὸ ὁποῖο τῆς ἀνέθεσε ἡ Ἐκκλησία μὲ τὸν πνευματικό της πατέρα, τὸν ἐπίσκοπό των Μυλάσων, τὸν Παῦλο.

Θυσιαστήριο ἦταν κάθε πονεμένη ψυχὴ ποὺ ζητοῦσε δύο λόγια παρηγοριᾶς καὶ λίγο κουράγιο, γιὰ νὰ συνεχίσει τὴν πορεία της σὲ κάποιο Γολγοθὰ τῆς ζωῆς της. Ἡ Ὁσία Ξένη πονοῦσε μὲ ὅλες τὶς πονεμένες ψυχές, γιατί τὶς ἀγαποῦσε ὅλες. Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ποὺ ἔτρεχαν κοντά της γιὰ ὁποιοδήποτε πνευματικὸ θέμα, ἦταν θυσιαστήρια γιὰ τὴν καλὴ καὶ ἀκαταπόνητη Διακόνισσα τῆς ἐπισκοπῆς τῶν Μυλάσων.

Ἡ ζωὴ τῆς ἦταν μιὰ λαμπάδα. Καὶ ὅπως ἡ λαμπάδα λιώνει ὅσο καίει, ἔτσι καὶ ἐκείνη. Σὰν μιὰ πνευματικὴ λαμπάδα ἕλιωνε κάθε μέρα ὅλο καὶ περισσότερο, ὥσπου ἔφθασε τὸ τέλος.

                                                            

                                    ΤΟ ΟΥΡΑΝΙΟ ΣΤΕΦΑΝΙ

Ὅλες οἱ ἀδελφές του κοινοβίου τῶν Μυλάσων συγκεντρώθηκαν,τότε, γύρω ἀπὸ τὸ σεπτὸ σκήνωμα τῆς Ὁσίας Ξένης μὲ βαθιὰ ὀδύνη στὴν καρδιὰ καὶ μὲ δάκρυα στὰ μάτια. Τὴν ἔκλαψαν πολὺ τὴν πνευματική τους μητέρα. Τὴν ἔκλαψαν ὅσο τὴν πόνεσαν. Τὴν ἔκλαψαν ὅσο τὴν ἀγάπησαν στὴ ζωή τους.

Ἐκεῖ πλάι, μὲ τὸ βλέμμα τοὺς στραμμένο στὴ θεία μορφή της, ἄφησαν τὴν σκέψη τους νὰ πάει στὰ περασμένα. Ἡ κάθε ἀδελφὴ θυμόταν τὴ δική της ἱστορία, ποὺ σχετιζόταν μὲ τὴ γερόντισσα αὐτή, καὶ ἄρχιζε τὴν ὥρα ποὺ ὁ Κύριος ὁδήγησε τὰ βήματά της στὸ Κοινόβιο τῆς Καρίας .Στὴν ἀναμόχλευση τῆς ὄμορφης αὐτῆς ἱστορίας τους, ἔβλεπαν γιὰ μιὰ ἀκόμα φορᾶ τὴν ἀπέραντη ἀγάπη ποὺ ἔτρεφε ἡ μεγάλη νεκρή τους, ὅσο ζοῦσε στὶς ψυχές τους. Μιὰ ἀγάπη ποὺ ἐκδηλωνόταν ἄλλοτε μὲ γλυκύτητα, ἄλλοτε μὲ αὐστηρότητα, ἄλλοτε μὲ ἐπιπλήξεις κι ἄλλοτε μὲ κάποιον ἄλλο τρόπο ποὺ τὸν ἐνέπνεε ἡ ἀγάπη της καὶ ὁ Ἰησοῦς.

Στὴ συνείδηση τῶν ἀδελφῶν ἡ προεστώσα τοὺς εἶχε ἐπιβληθεῖ σὰν ἁγία. Αὐτὸ τὸ διακήρυξε καὶ ὁ Θεὸς τὴν ἡμέρα τῆς κοιμήσεώς της μὲ τὸν πιὸ ἐντυπωσιακὸ καὶ θαυμαστὸ τρόπο. Ἦταν μεσημέρι, κανένα σύννεφο δὲν σκίαζε τὸν ὁρίζοντα τῶν Μυλάσων καὶ ὁ ἥλιος ἔλαμπε. Τότε ἀκριβῶς φάνηκε στὸν οὐρανὸ ἕνα στεφάνι ἀπὸ ἀστέρια, ποὺ στὸ κέντρο εἶχε ἕνα σταυρὸ λαμπρό, ἀπὸ ἀστέρια κι’ αὐτό.

Τὸ θαυμάσιο αὐτὸ φαινόμενο τὸ εἶδαν ὅλοι οἱ κάτοικοι τῶν Μυλάσων καὶ τῶν περιχώρων. Τὸ παρατήρησαν μὲ προσοχὴ καὶ μὲ δέος χωρὶς ὅμως νὰ καταλαβαίνουν τὴ σημασία του. Ἐκείνη τὴν ἡμέρα γιόρταζε τὸ χωριὸ Λευκή, προάστιο τῶν Μυλάσων, τὴ μνήμη τοῦ Ἁγίου Ἐφραίμ, ποὺ ἔζησε καὶ κοιμήθηκε στὰ Μύλασα. Οἱ προσκυνητές, ποὺ ἦταν πολλοί, εἶδαν καὶ αὐτοὶ τὰ λαμπρὸ στεφάνι μὲ τὸ ἴδιο δέος καὶ τὴν ἴδια συγκίνηση, ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν ἴδια ἀπορία ποὺ τὸ ἔβλεπαν καὶ οἱ ἐκεῖ κάτοικοι. Τὴν ἐξήγηση ἔδωσε ὁ ἐπίσκοπος Παῦλος, ποὺ ἦταν παρὼν στὴν πανήγυρη τοῦ Ἁγίου: «Ἡ κυρία Ξένη κοιμήθηκε καὶ γι’ αὐτὸ φάνηκε τέτοιο σημάδι θαυμαστό».

Ἡ ἐξήγηση αὐτὴ συγκλόνισε τοὺς χριστιανούς. Ἐπίσκοπος καὶ λαὸς ἀμέσως μετὰ τὴ Θεία Λειτουργία ἔτρεξαν στὸ Κοινόβιο τῶν Μυλάσων. Ὅλος αὐτὸς ὁ κόσμος δόξαζε τὸ Θεό, ποὺ μὲ τὸ θαυμαστὸ στεφάνι διακήρυττε τὴν ἁγιότητα τῆς καλῆς Διακόνισσας. Οἱ εὐλαβεῖς γυναῖκες τῶν Μυλάσων παρακαλοῦσαν θερμὰ τὸν ἐπίσκοπό τους: «Μὴ κρύψεις τὸ μαργαριτάρι Δέσποτα. Μὴ θάψεις τὸ θυσαυρό. Μὴ καλύψεις τὸν ἔπαινο καὶ τὴ δόξα τῆς πόλης. Ἃς δοῦν ὅλοι ποιοῦ Δεσπότη Χριστοῦ εἴμαστε δοῦλοι. Ἃς δοῦν οἱ ἄπιστοί το μυστήριο καὶ ἃς ντραποῦν. Ἃς δοῦν οἱ Ἰουδαῖοι τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ καὶ ἃς γνωρίσουν ὅτι ὁ Σταυρωθεῖς ἀπ’ αὐτούς, Θεὸς ἦταν.Ἃς δοῦν ὅλοι τὴν Ξένη ποιὰ δόξα ἀξιώθηκε ἀπὸ τὸ Θεό. Ἃς δοῦν ὅλοι ποιὰ δωρεὰ καὶ χάρη ἀξιώθηκε ἡ πόλη μας…»

Ὁ καλὸς ἐκεῖνος ἐπίσκοπος ἄκουσε τὴν παράκληση τῶν πιστῶν καὶ ἔκανε ὅπως τοῦ εἶπαν. Ὅταν ἔφθασαν στὸ Κοινόβιο, προσκύνησαν μὲ εὐλάβεια τὸ λείψανο τῆς Ὁσίας καὶ ὕστερα σχηματίστηκε μεγάλη πομπὴ μὲ τὸ λείψανό της. Μπροστὰ ἦταν ὁ κλῆρος καὶ πίσω ἀκολουθοῦσε ὁ λαὸς μὲ ἀναμμένες λαμπάδες. Ἡ πομπὴ πέρασε μέσα ἀπὸ τὰ Μύλασα, γιὰ νὰ δοῦν ὅλοι τὴ δόξα ποὺ ἀξιώθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ ἡ Ὁσία Ξένη.Τὸ παράδοξο οὐράνιο στεφάνι μὲ τὸ σταυρὸ ἀκολουθοῦσε πάνω ἀπὸ τὴν πομπὴ καὶ ἀκριβῶς πάνω ἀπὸ τὸ ἅγιο λείψανο. Καὶ κάθε φορᾶ ποὺ ἡ πομπὴ σταματοῦσε μπροστά σε κάθε ἐκκλησία , γιὰ νὰ γίνει δέηση, σταματοῦσε καὶ τὸ στεφάνι. Ὅλοι ἔτρεξαν νὰ δοῦν ἀπὸ κοντὰ αὐτὸ τὸ θαῦμα. Ἀκόμα καὶ οἱ Ἰουδαῖοι ἀναγκάσθηκαν νὰ ἀναγνωρίσουν τὸ θαῦμα ἐκείνης τῆς ἡμέρας. Ἡ πομπὴ κατέληξε στὸ μοναστήρι καὶ κανένας χριστιανὸς δὲν γύρισε τὸ βράδυ σπίτι του. Ἔμειναν κοντὰ στὸ ἐπίσκοπο καὶ στὶς ἀδελφές του Κοινοβίου ξάγρυπνοι καὶ προσευχόμενοι.

Θεραπεῖες ἀσθενειῶν

Ἀνάμεσα στὸ πλῆθος ποὺ ἀγρύπνησε ἐκείνη τὴ νύχτα στὸ Μοναστήρι τῆς Ὁσίας Ξένης, ἦταν καὶ ἀρκετοὶ ἄρρωστοι. Τὸ παράδοξο οὐράνιο στεφάνι, ποὺ διακήρυττε τὴν ἁγιότητα τῆς Ξένης των Μυλάσων, ἔκανε πολλοὺς ἀρρώστους νὰ φθάσουν στὸ Μοναστήρι. Ἄρρωστοι, ποὺ δὲν γίνονταν καλὰ μὲ βότανα καὶ φάρμακα, πίστευαν ὅτι θὰ γίνουν καλὰ μὲ τὴ χάρη της καὶ ἔτσι γινόταν. Μόλις οἱ ἄρρωστοι ἄγγιζαν τὸ ἅγιο λείψανο, γίνονταν καλά.Κόσμος πολὺς ποὺ ὑπέφερε ἀπὸ χρόνιες καὶ ἀνίατες παθήσεις, ἐκεῖνο τὸ βράδυ βρῆκε τὴ θεραπεία του, γεγονὸς γιὰ τὸ ὁποῖο ὅλοι δόξαζαν τὸ Θεό.

                                                 ΣΤΟΝ ΣΙΚΙΝΙΟ ΤΟΠΟ

Ἐπιθυμία τῆς Ὁσίας ἦταν νὰ ἐνταφιαστεῖ στὸν Σικίνιο τόπο. Τὸ ἤξεραν αὐτὸ οἱ ἀδελφές του Κοινοβίου γι’ αὐτὸ καὶ ὁ ἐπίσκοπος δέχτηκε νὰ ταφεῖ ἐκεῖ. Ἔτσι μετὰ τὴν ἀγρυπνία καὶ τὴ νεκρώσιμη ἀκολουθία μετέφεραν τὸ ἅγιο λείψανο μὲ πομπὴ στὸν Σικίνιο τόπο στὸ νότιο μέρος τῶν Μυλάσων

Τὸ οὐράνιο στεφάνι ἀκολουθοῦσε καὶ τώρα τὴν πομπὴ καὶ μόνο ὅταν τὸ ἅγιο λείψανο τοποθετήθηκε στὸν τάφο, μόνο τότε ἐξαφανίστηκε ἀπὸ τὸν οὐρανό, ὥστε νὰ μὴν ἀμφιβάλλει κανεὶς ὅτι γιὰ τὴν Ὁσία Ξένη εἶχε φανεῖ. Ἐκεῖ στὸ μνῆμα τοῦ Σικινίου ὁ ἐπίσκοπος Παῦλος πῆρε τὰ σεντόνια ποὺ ἦταν στὸ φέρετρο τῆς Ὁσίας, τὰ ἔκοψε σὲ τεμάχια καὶ τὰ μοίρασε ὅλα στοὺς πιστούς. Τὰ τεμάχια αὐτὰ θὰ ἦταν φυλαχτά, ἀλλὰ καὶ μιὰ διαρκῆς ἀνάμνηση ἐκείνης πού, ὕστερα ἀπὸ τὸ Χριστό, ἔδωσε τὴν καρδιά της στὸ λαὸ αὐτὸ τοῦ Θεοῦ.

                                          ΕΥΛΑΒΙΚΟ ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑ

Τὸ ἱερὸ σκήνωμα ἐναποτέθηκε στὸν τάφο τοῦ Σικίνιου τόπου, ἐνῶ ἡ ψυχὴ τῆς εἶχε πάρει θέση στὴν πόλη, τῆς ὁποίας τεχνίτης καὶ δημιουργὸς εἶναι ὁ Θεός. Ἐκεῖνος στὸν ὁποῖο ἔδωσε ὅλη της τὴν ἀγάπη καὶ τὴ λατρεία, ὅλη της τὴν καρδιά, τῆς ἔδωσε τὰ φτερά, γιὰ νὰ πετάξει καὶ νὰ ἀναπαυθεῖ κοντά του. Τὴν πρώτη φορὰ πέταξε ἀπὸ τὴ Ρώμη στὰ Μύλασα. Αὐτὴ τὴ φορὰ πέταξε ἀπὸ τὰ Μύλασα στὸν οὐρανό. Ἀποδήμησε ἀπὸ τὴ γῆ στὰ οὐράνια σκηνώματα.

Ἡ Ὁσία Ξένη, μὲ τὴν κοίμησή της, ἔπαψε νὰ εἶναι σωματικὰ παροῦσα ἀνάμεσα στὶς ἀδελφές του Κοινοβίου καὶ ἀνάμεσα στὸ λαὸ τοῦ Θεοῦ ποὺ τὴν ἀγαποῦσε. Ἦταν ὅμως παροῦσα πνευματικά. Χάρη στὴν παρρησία ποὺ βρῆκε κοντὰ στὸν Κύριο, ἦταν γι’ αὐτὲς τὶς ψυχὲς μιὰ αἰώνια μεσίτρια. Δὲν ἔπαψε ποτὲ νὰ προσεύχεται στὸν Κύριο γιὰ τοὺς πιστοὺς ποὺ ἀγάπησε καὶ διακόνησε, ὅσο ζοῦσε, κάτω στὴ γῆ. Ἀλλὰ καὶ οἱ πιστοὶ , μάλιστα δὲ οἱ ἀδελφές του Κοινοβίου, ἔστρεφαν διαρκῶς τὴ σκέψη τοὺς σ’ ἐκείνην καὶ ἔκαναν παράκληση στὴ χάρη της νὰ μεσιτεύει γι’ αὐτὲς στὸ Θεό.

Ὁ τάφος τῆς Ὁσίας ἔγινε προσκύνημα. Καθημερινὰ οἱ πιστοὶ ἔρχονταν στὸν τάφο καὶ ἐκεῖ γονατιστοὶ παρακαλοῦσαν τὴν Ὁσία νὰ μεσιτεύει στὸ Θεὸ γι’ αὐτούς. Πολλοὶ ἀπὸ τοὺς προσκυνητές, ποὺ ἦταν ἄρρωστοι καὶ ὑπέφεραν ἀπὸ διάφορες παθήσεις, μὲ τὴν πίστη ποὺ τοὺς διέκρινε, γίνονταν καλά. Κι αὐτοὶ ἦταν ἐκεῖνοι, ποὺ περισσότερο ἀπὸ ὅλους μιλοῦσαν μὲ παλμὸ γιὰ τὴν Ὁσία, ὥστε ἡ φήμη της νὰ φθάσει παντοῦ.

                                                   ΑΝΑΚΟΜΙΔΗ ΤΟΥ ΙΕΡΟΥ ΛΕΙΨΑΝΟΥ

Τὸ ἱερὸ λείψανο ἔμεινε πολλὰ χρόνια στὴ γῆ τῆς Καρίας. Κάποτε ὅμως, στὰ μεταγενέστερα χρόνια, παρέστη ἀνάγκη νὰ γίνει μετακομιδή. Ἔτσι τὸ ἱερὸ λείψανο τῆς Ὁσίας Ξένης, σὲ χρόνο ποὺ δὲν εἶναι γνωστός, μεταφέρθηκε στὴ Θρακικὴ πόλη Σηλυβρία, στὸν ἐκεῖ Μητροπολιτικὸ Ναό.

                                                     ΠΟΛΙΟΥΧΟΣ ΤΩΝ ΜΥΛΑΣΩΝ

Ἀκολούθησαν χρόνια δύσκολα γιὰ τὸν Ἑλληνισμὸ τῆς Μ. Ἀσίας. Στὰ 1922 ἔγινε ἡ Μικρασιατικὴ καταστροφὴ καὶ ἀκολούθησε ἡ ἀνταλλαγὴ τῶν πληθυσμῶν. Οἱ Ἕλληνες χριστιανοὶ ἐγκατέλειψαν τὶς ἑστίες τους καὶ ἐγκαταστάθηκαν στὸ πάτριο ἔδαφος τῆς κυρίως  Ελλαδας. Μαζί τους πῆραν πρῶτα τα ἱερὰ λείψανα κι ὅ,τι ἄλλο μποροῦσαν. Ἔτσι τὸ ἱερὸ λείψανο τῆς Ὁσίας Ξένης ἀπὸ τὴ Σηλυβρία μεταφέρθηκε στὴν Καβάλα, ὅπου καὶ φυλάσσεται μέχρι σήμερα στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου, καὶ ἀπὸ τὰ Μύλασα στὴ σημερινὴ Νίκαια τοῦ Πειραιᾶ. Ἐδῶ, στὴ Νίκαια, οἱ Μυλασεῖς, μὲ πρωτοβουλία του ἀπὸ τὸν Πόντο Ἐπισκόπου Σεβαστείας Γερβασίου, ποὺ τὸ 1934 πῆρε προαγωγὴ ὡς Μητροπολίτης Γρεβενῶν, καὶ τοῦ Ἀρχιμ. Φιλαρέτου, ἀνήγειραν ναὸ στὸ ὄνομα τῆς Ὁσίας, ὅπου καὶ ἐναπόθεσαν τὸ τεμάχιο ἀπὸ τὸ ἱερὸ λείψανο τῆς Ὁσίας Ξένης.

                                                             ΔΙΔΑΓΜΑΤΑ

Αὐτὴ ἦταν ἡ ζωὴ τῆς Ὁσίας Ξένης καὶ τῶν δύο θεραπαινίδων της. Ἀλλὰ ποιὰ εἶναι ἡ δική μας ζωή; Ὅποια κι’ ἂν εἶναι, μπορεῖ νὰ γίνει καλὴ καὶ ἀπὸ καλὴ καλύτερη. Τὰ μυστικά μας τὰ ἀποκαλύπτει ἡ Ὁσία μας.

Πρῶτο μυστικό: Νὰ ἀγαπήσουμε τὸ Χριστό, ἔτσι ὅπως μᾶς τὸ ζητὰ ὁ ἴδιος, μὲ ὅλη μας τὴν ψυχή, μὲ ὅλη μας τὴ διάνοια, μὲ ὅλη μας τὴ δύναμη. Ἔτσι τὸν ἀγάπησε ἡ Ὁσία μας καὶ οἱ θεραπαινίδες, ἔτσι τὸν ἀγάπησαν ὅλες οἱ ἅγιες ψυχές. Καὶ ὅταν ἔτσι τὸν ἀγαπήσουμε, τότε δὲ θὰ μπορεῖ καμιὰ δύναμη στὸν κόσμο νὰ μᾶς χωρίσει ἀπὸ τὸ Χριστό.

Δεύτερο μυστικό: Νὰ καλλιεργήσουμε τὴν πνευματικὴ ἑνότητα μὲ ὅσες ψυχὲς ἔχουν τὰ ἴδια μὲ ἐμᾶς πνευματικὰ ἐνδιαφέροντα. Μὲ τὶς ἀδελφὲς ψυχές, μ’ αὐτὲς ποὺ ἀγαποῦν ὅπως κι ἐμεῖς τὸ Χριστό, μὲ τὶς ἀγωνίστριες ψυχές. Ὁ Ἰησοῦς ζητᾶ ἐπίμονα τὴν ἑνότητα αὐτή.

Τρίτο μυστικό: Νὰ καταρτιζόμαστε πνευματικά. Ἡ συχνὴ καὶ θερμὴ προσευχή,  ἡ μελέτη τῆς Ἄγ. Γραφῆς καὶ ἄλλων πατερικῶν βιβλίων, ἡ τακτικὴ Θεία Κοινωνία καὶ ἡ καθημερινὴ περισυλλογὴ θὰ μᾶς βοηθήσουν σημαντικὰ στὸν πνευματικό μας καταρτισμό.

Τέταρτο μυστικό: Νὰ ἀγαπήσουμε τὴ διακονία, τὴν προσφορά. Ὁ Ἰησοῦς ἔδωσε τὴ ζωή του. Ἃς δώσουμε καὶ ἐμεῖς τὴ δική μας. Ἐ μ β λ η μ ά   μ α ς   ἄ ς   ε ἶ ν α ι   τ ὀ   Λ έ ν τ ι ο   τ ῆ ς   Μ.   Π έ μ π τ η ς.

Μακάρι νὰ βρεθοῦν ψυχές, πολλὲς ψυχές, ποὺ νὰ ἐνσαρκώσουν τὴ ζωὴ καὶ τὸ πνεῦμα τῆς Ὁσίας Ξένης, νὰ δώσουν τὴ μαρτυρία τοῦ Ἰησοῦ στὸ σύγχρονο κόσμο καὶ νὰ πράξουν ὅ,τι καλὸ καὶ ὡραῖο γιὰ τὸ καλό των συνανθρώπων μας καὶ γιὰ τὴ δόξα τοῦ Κυρίου μας. Ἀμήν.

πηγή