Ὁ Δαβὶδ κάνει πιὸ χαρμόσυνό το νόημα κάθε ἑορτῆς, προσαρμόζοντας πάντοτε κατάλληλα στὴν ἀπαίτηση τῆς ἑορτῆς τὴν παναρμόνια ἐκείνη κιθάρα του. Ἃς μᾶς φαιδρύνει λοιπὸν ὁ ἴδιος προφήτης καὶ τὴ μεγάλη ἑορτὴ τῆς Πεντηκοστῆς, ἀνακρούοντας μὲ τὸ πλῆκτρο τοῦ Πνεύματος στὶς χορδὲς τοῦ τὴ μελωδία τῆς σοφίας. Ἃς μᾶς πεῖ ἀπὸ τὴν ἔνθεη ἐκείνη μελωδία, τὸ κατάλληλο στὴ χάρη τῆς ἑορτῆς αὐτῆς· «ἐλᾶτε νὰ ὑψώσομε στὸν Κύριο φωνὲς ἀγαλλίασης»· Πρῶτα πρέπει νὰ ἐννοήσομε ποιὰ εἶναι ἡ σημερινὴ δωρεά, κι ἔτσι ἔπειτα νὰ χρησιμοποιήσομε τὸν κατάλληλο στίχο ἀπὸ τὴν προφητεία γιὰ τὸ λόγο μας. Καὶ δῶστε μου τὴν ἄδεια νὰ διασαφηνίσω, ὅσο μου εἶναι δυνατό, τὸ λόγο μου γι’ αὐτὰ μὲ μιὰ σειρὰ καὶ τάξη.

Εἶχε πλανηθεῖ στὴν ἀρχὴ τὸ ἀνθρώπινο γένος στὴν κατανόηση τοῦ Θεοῦ κι ἀφήνοντας τὸν Κύριό της δημιουργίας, ἄλλοι ξεγελασμένοι ὑπέκυπταν στὰ στοιχεῖα τῆς φύσης, ἄλλοι ἔκαναν τοὺς δαίμονες ἀντικείμενο τοῦ σεβασμοῦ τους, καὶ πολλοὶ νόμιζαν ὅτι ἡ θεότητα εἶναι τὰ διάφορα χειροποίητα εἴδωλα, στὰ ὁποῖα ἀφιέρωναν βωμούς, ναούς, τελετές, θυσίες, ἱεροὺς τόπους, ἱδρύματα καὶ ὅλα τα παρόμοια γιὰ τὴ λατρεία τῶν ψευδωνύμων θεῶν.

Εἶδε λοιπὸν μὲ φιλάνθρωπα μάτια ὁ Δεσπότης τὴ διαφθορὰ τῆς ἀνθρώπινης φύσης καὶ μὲ κάποια διαδικασία ἐπαναφέρει τὴν ἀνθρώπινη ζωὴ ἀπὸ τὴν πλάνη στὴν ἐπίγνωση τῆς ἀλήθειας. Ὅπως δηλαδὴ ἐκεῖνοι ποὺ ἀναλαμβάνουν ν’ ἀποκαταστήσουν μὲ τὴ βοήθεια τῆς ἰατρικῆς ἐπιστήμης ὅσους πάσχουν ἀπὸ χρόνια ἀσιτία, δὲν τοὺς ὁδηγοῦν μὲ μιᾶς στὸν κόρο προσέχοντας τὴν ἀσθένειά τους, ἀλλά, ὅταν μετὰ ἀπὸ κατάλληλη τροφὴ ξαναπάρουν δυνάμεις, τότε ἐπιτρέπουν νὰ τρῶνε ὅσο θέλουν. Κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο, ἐπειδὴ καὶ ἡ ἀνθρώπινη φύση εἶχε ἐξαντληθεῖ ἀπὸ τὸ φοβερὸ λιμό, γίνεται ὑπολογισμένα σ’ αὐτοὺς ἀπὸ τὴν οἰκονομία ἡ χορήγηση τῆς τροφῆς, ὥστε μὲ μιὰ συνεπῆ σειρά, παίρνοντας πάντοτε κάτι καλύτερο, νὰ φτάσουν στὸ τέρμα τῆς τελειότητας.

Ἐκεῖνο βέβαια ποὺ μᾶς σώζει εἶναι ἡ ζωοποιὸς δύναμη ποὺ τὴν προσκυνοῦμε στὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Ἐκεῖνοι ὅμως ποὺ πρῶτα ἦταν ἀνίκανοι γιὰ κάθε τροφὴ ἀπὸ ἀδυναμία τῶν ψυχῶν τοὺς λόγω τοῦ λιμοῦ, μεταφερόμενοι ἀπὸ τὴν πολυθεΐα μὲ τοὺς προφῆτες καὶ τὸ νόμο, ἐθίζονται ν’ ἀποβλέπουν σὲ μία θεότητα καὶ νὰ κατανοοῦν τὴ δύναμη τοῦ Πατέρα στὴ μία θεότητα, ἐπειδὴ ἦταν ἀνίκανοι, ὅπως εἶπα, γιὰ τέλεια τροφή. Ἔπειτα μὲ τὸ Εὐαγγέλιο ἀποκαλύπτεται καὶ ὁ μονογενὴς Υἱὸς σ’ αὐτοὺς ποὺ εἶχαν μιὰ προτελειοποίηση μὲ τὸ νόμο καὶ ἔπειτα ἔρχεται ἡ τέλεια τροφή μας, τὸ ἅγιο Πνεῦμα, ὅπου εἶναι ἡ ζωή. Αὐτὸ εἶναι τὸ νόημα τῆς ἑορτῆς. Γι’ αὐτὸ εἶναι καλὸ νὰ πάρομε μέρος στὸ χορὸ τοῦ Πνεύματος καὶ  ν’ ἀκολουθοῦμε τὸν κορυφαῖο του πνευματικοῦ αὐτοῦ χοροῦ Δαβὶδ ποὺ λέει· «ἐλᾶτε νὰ ὑψώσομε στὸν Κύριο φωνὲς ἀγαλλίασης». «Καὶ ὁ Κύριος εἶναι τὸ Πνεῦμα», ὅπως λέει ὁ Ἀπόστολος.

Σήμερα ποὺ μὲ τὸ γύρισμα τοῦ ἔτους συμπληρώνεται ἡ ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, τὴν ὥρα αὐτή, ποὺ εἶναι ἡ τρίτη περίπου ὥρα τῆς ἡμέρας, ἔγινε ἡ ἀπερίγραπτη χάρη. Γιατί ἀναμίχθηκε πάλι τὸ Πνεῦμα μὲ τοὺς ἀνθρώπους, ποὺ προηγουμένως εἶχε πετάξει ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη φύση, ἐπειδὴ ὁ ἄνθρωπος εἶχε γίνει σάρκα, καὶ μὲ τὴ βίαιη ἐκείνη πνοή, ἀφοῦ διασκορπίστηκαν οἱ πνευματικὲς δυνάμεις τῆς κακίας καὶ ὅλα τα ρυπαρὰ δαιμόνια ἀπὸ τὸν ἄνεμο καθὼς κατέβαινε τὸ Πνεῦμα, ὅσοι ἔμεναν στὸ ὑπερῶο γέμισαν ἀπὸ θεία δύναμη μὲ τὴν ὄψη τῆς φωτιᾶς· οὔτε βέβαια εἶναι δυνατὸ νὰ γίνει κανένας μέτοχός του ἁγίου Πνεύματος μὲ ἄλλο τρόπο, ἂν δὲν ζεῖ στὸ ὑπερῶο τῆς ζωῆς αὐτῆς.

Ὅσοι λοιπὸν ἔχουν τὸ νοῦ τους στὰ οὐράνια γίνονται μέτοχοί του ἁγίου Πνεύματος μεταθέτοντας τὴ ζωή τους ἀπὸ τὴ γῆ στὸν οὐρανὸ καὶ κατοικώντας στὸ ὑπερῶο τῆς ὑψηλῆς πολιτείας. Γιατί ἔτσι ἐξιστορεῖ ἡ περικοπὴ τῶν Πράξεων. Ἐνῶ ἦταν συγκεντρωμένοι στὸ ὑπερῶο, διασχίζεται σὲ εἴδη γλωσσῶν ἀνάλογα μὲ τὸν ἀριθμὸ τῶν μαθητῶν ἐκεῖνο τὸ καθαρὸ καὶ ἄυλο πῦρ. Ἐκεῖνοι λοιπὸν μιλοῦσαν πρὸς τοὺς Παρθους, τοὺς Μήδους, τοὺς Ἐλαμίτες καὶ τοὺς λοιποὺς λαοὺς μεταβάλλοντας κατὰ τὴ θέλησή τους τὴν ὁμιλία τους σὲ ὅποια ἐθνικὴ γλώσσα. «Ἐγὼ ὅμως», ὅπως λέει ὁ Ἀπόστολος, «θέλω ν’ ἀπευθύνω στὴν Ἐκκλησία ἀπὸ τὸ νοῦ μου πέντε λόγους κατανοητούς, γιὰ νὰ ὠφελήσω καὶ ἄλλους, παρὰ μύριους λόγους σὲ ἀκατανόητη γλώσσα». Τότε βέβαια ἦταν χρήσιμο νὰ μιλοῦν στὴ γλώσσα τῶν ἀλλόγλωσσων, γιὰ νὰ μὴν εἶναι χωρὶς ἀποτέλεσμα τὸ κήρυγμα γιὰ ὅσους τὸ ἀγνοοῦσαν, ἐμποδιζόμενοι ἀπὸ τὴ γλώσσα τῶν ὁμιλητῶν. Τώρα ὅμως ποὺ ὑπάρχει συμφωνία στὴ γλώσσα, πρέπει νὰ ἐπιδιώκομε τὴν πύρινη γλώσσα τοῦ Πνεύματος γιὰ νὰ φωτιστοῦν ὅσοι εἶναι σκοτισμένοι ἀπὸ ἀπάτη.

Ἃς γίνει λοιπὸν καὶ σ’ αὐτὸ ὁδηγὸς μᾶς ὁ Δαβὶδ κι ἃς πάρει συγχορευτὴ τοῦ τὸν Ἀπόστολο. Γιατί στὸν ψαλμὸ αὐτόν, ποὺ ἡ ἀρχὴ τοῦ μᾶς προσφέρει τὴν ἀγαλλίαση γιὰ τὸν Κύριο λέγοντας, «ἐλᾶτε νὰ ὑψώσομε φωνὲς ἀγαλλίασης στὸν Κύριο», δὲν ὁδηγούμαστε μ’ αὐτὸ στὴ δοξολογία τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ἀλλὰ πολὺ περισσότερο διδασκόμαστε γιὰ τὴ θεότητά του στὰ ὑπόλοιπα. Θὰ σᾶς ἀναφέρω τὰ ἴδια τὰ λόγια τοῦ Προφήτη, μὲ τὰ ὁποῖα συμφωνεῖ καὶ ὁ μέγας Ἀποστολος– «ἂν σήμερα ἀκούσετε τὴ φωνή του, μὴ σκληρύνετε τὶς καρδιές σας, ὅπως ἔγινε τὸν καιρὸ ποὺ μὲ πίκραναν οἱ προπάτορές σας στὴν ἔρημο, θέλοντας νὰ ὑποβάλουν σὲ πειρασμὸ καὶ δοκιμασία τὴ δύναμή μου».

/

Αὐτὰ ἔχοντας στὸ νοῦ τοῦ ὁ θεῖος Ἀπόστολος λέει· «γι’ αὐτό, καθὼς λέει τὸ ἅγιο Πνεῦμα»· καὶ ἀφοῦ εἶπε αὐτό, πρόσθεσε αὐτὰ τὰ λόγια τοῦ Προφήτη, ἀποδίδοντάς τα στὸ πρόσωπο τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Ποιὸς εἶναι λοιπὸν αὐτὸς ποῦ ὑπέβαλαν σὲ πειρασμὸ οἱ προπάτορές τους στὴν ἔρημο; Ποιὸς εἶναι ἐκεῖνος ποῦ τὸν ἐξόργισαν; Μάθε τὸ ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Προφήτη ποὺ λέει–«ὑπέβαλαν σὲ πειρασμὸ τὸ Θεὸ τὸν Ὕψιστο». Ὁ Ἀπόστολος ὅμως, προτάσσοντας τὸ πρόσωπο τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ἀποδίδει σ’ ἐκεῖνο τὰ λόγια αὐτὰ λέγοντας· «γι’ αὐτό, καθὼς λέει τὸ ἅγιο Πνεῦμα, τὴν ἡμέρα τοῦ πειρασμοῦ στὴν ἔρημο στὸν ὁποῖο μὲ ὑπέβαλαν οἱ προπάτορές σας».

Αὐτὸν λοιπὸν ποὺ ὁ προφήτης ὀνόμασε Θεόν, αὐτὸς ὁ θεῖος Ἀπόστολος λέει ὅτι εἶναι τὸ ἅγιο Πνεῦμα. Ἂν ὅμως δὲν πιστεύεις, πρόσεξε ξανὰ αὐτὸ ποὺ εἴπε– «γι’ αὐτό, καθὼς λέει τὸ ἅγιο Πνεῦμα, μὴ σκληρύνετε τὶς καρδιές σας, ὅπως ἔγινε τὸν καιρὸ ποὺ μὲ παραπίκραναν οἱ προπάτορές σας στὴν ἔρημο θέλοντας νὰ ὑποβάλουν σὲ πειρασμὸ καὶ δοκιμασία τὴ δύναμή μου». Ἂν λοιπὸν τὸ ἅγιο Πνεῦμα λέει «μὲ ὑπέβαλαν σὲ πειρασμὸ οἱ προπάτορές σας στὴν ἔρημο», ἐνῶ ὁ Προφήτης διαβεβαιώνει ὅτι Ἐκεῖνος ποὺ δέχτηκε τὸν πειρασμὸ στὴν ἔρημο εἶναι Ὕψιστος Θεός, ἔκλεισαν τὰ στόματα τῶν Πνευματομάχων, ποὺ μιλοῦν ἄδικα κατὰ τοῦ Θεοῦ, τὴ στιγμὴ ποὺ ὁ Ἀπόστολος καὶ ὁ Προφήτης κηρύσσουν μὲ σαφήνεια μὲ τοὺς λόγους τοὺς τὴ θεότητα τοῦ ἁγίου Πνεύματος, λέγοντας ὁ ἕνας, «ὑπέβαλαν σὲ πειρασμὸ τὸν Θεὸ τὸν Ὕψιστο» καὶ ὅτι εἶναι ὁ Θεὸς ποὺ ἀπευθύνει τὰ λόγια αὐτὰ στοὺς Ἰσραηλίτες «στὴν ἔρημο μὲ ὑπέβαλαν σὲ πειρασμὸ οἱ προπάτορές σας», ἐνῶ ὁ μεγάλος Παῦλος ἀποδίδει τοὺς λόγους αὐτοὺς στὸ ἅγιο Πνεῦμα, ὥστε νὰ ἀποδειχτεῖ μὲ αὐτὰ μὲ σαφήνεια, ὅτι Θεὸς Ὕψιστος εἶναι τὸ ἅγιο Πνεῦμα.

Βλέπουν ἄραγε οἱ ἐχθροί της δόξας τοῦ Πνεύματος τὴν πύρινη γλώσσα τῶν θείων λόγων ποῦ φωτίζει τὰ κρυμμένα, ἢ θὰ τοὺς περιγελάσουν σὰν ζαλισμένους ἀπὸ κρασί; Ἐγὼ ὅμως ἀκόμα κι ἂν λένε αὐτὰ ἐναντίον μας, σᾶς συμβουλεύω, ἀδελφοί μου, νὰ μὴ φοβηθεῖτε τὰ κακόλογα αὐτῶν τῶν ἀνθρώπων οὔτε νὰ νικηθεῖτε ἀπὸ τὸν ἐξευτελισμό τους. Μακάρι νὰ ἔπιναν κάποτε κι αὐτοὶ τὸ κρασὶ αὐτό, τὸ νεοπάτητο αὐτὸ κρασί, ποὺ χύθηκε ἀπὸ τὸ πατητήρι, ὅπου πάτησε ὁ Κύριος μὲ τὸ Εὐαγγέλιο, γιὰ νὰ κάνει ποτὸ γιὰ σένα τὸ αἷμα τοῦ ἴδιου του σταφυλιοῦ. Μακάρι νὰ ἦταν κι αὐτοὶ μεστοὶ ἀπὸ τὸ νέο αὐτὸ κρασί, ποὺ τὸ εἶπαν μοῦστο, ποὺ δὲν ἔπαθε ἀπὸ τοὺς κάπηλους τὸ ἀνακάτωμα μὲ τὸ αἱρετικὸ νερό. Γιατί ὁπωσδήποτε θὰ γίνονταν πλήρεις καὶ ἀπὸ τὸ ἅγιο Πνεῦμα, μὲ τὸ ὁποῖο ἀποβάλλουν σὰν ἀφρὸ ἀπὸ πάνω τους τὴν παχιὰ ὕλη τῆς ἀπιστίας ὅσοι πυρπολοῦνται ἀπὸ τὸ Πνεῦμα. Ἀλλὰ δὲν μποροῦν αὐτοὶ νὰ δεχθοῦν μέσα τους τὸ μοῦστο, ἀφοῦ περιφέρουν ἀκόμα τὸ παλαιὸ ἀσκί, πού, μὴ μπορώντας νὰ κρατήσει αὐτὸ τὸ κρασί, σκάζει καὶ δημιουργεῖ τὴν αἵρεση.

Ἐμεῖς ὅμως, ἀδελφοί, ὅπως λέει ὁ προφήτης, «ἐλᾶτε νὰ ὑψώσουμε στὸν Κύριο φωνὲς ἀγαλλίασης», πίνοντας καὶ τὸ γλυκὸ ποτὸ τῆς εὐσέβειας, ὅπως μᾶς παρακινεῖ ὁ Ἔσδρας, καὶ συμμετέχοντας στὴ χαρὰ τῶν ἀποστόλων καὶ τῶν προφητῶν, κατὰ τὴ δωρεὰ τοῦ ἅγιου Πνεύματος, ἃς νιώσομε τὴ χαρὰ καὶ τὴν ἀγαλλίαση τῆς ἡμέρας αὐτῆς ποὺ ἔκανε ὁ Κύριος, στὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου μᾶς Ἰησοῦ Χριστοῦ, στὸν ὁποῖον ἀνήκει ἡ δόξα στοὺς αἰῶνες. Ἀμήν.

(Γρηγορίου Νύσσης, Ἔργα. Ε.Π.Ἐ τ. 11, 51-61).