Βλέποντας λοιπὸν τὸ σπήλαιο στὸ ὁποῖον ἐγεννήθη ὁ Δεσπότης, φέρε στὸν νοῦ σου τὸν σκοτεινὸν καὶ ὑπόγειον βίο τῶν ἀνθρώπων, στὸν ὁποῖον ἔρχεται αὐτὸς ποὺ φανερώνεται στοὺς «ἐν σκότει καὶ σκιὰ θανάτου καθημένους». Καὶ περιτυλίσσεται σφιχτὰ μὲ σπάργανα αὐτὸς ποὺ ἔχει φορέσει τὰ δεσμὰ τῶν ἰδικῶν μᾶς ἁμαρτιῶν. Ἡ δὲ φάτνη εἶναι ὁ σταῦλος τῶν ἀλόγων ζώων. Σ’ αὐτὴν γεννᾶται ὁ Λόγος, ὥστε νὰ «γνωρίση ὁ βοὺς τὸν κτησάμενον (τὸν ἰδιοκτήτην του) καὶ ὄνος τὴν φάτνην τοῦ κυρίου αὐτοῦ». Βοὺς εἶναι αὐτὸς ποὺ εὑρίσκεται στὸν ζυγὸν τοῦ Νόμου, καὶ ὄνος τὸ ἀχθοφόρον ζῶο ποὺ εἶναι φορτωμένο μὲ τὴν ἁμαρτία τῆς εἰδωλολατρίας.
Ἀλλὰ ἡ κατάλληλος γιὰ τὰ ἄλογα τροφὴ καὶ ζωὴ εἶναι τὸ χόρτο. «Ὁ ἑξανατέλλων χόρτον τοῖς κτήνεσι», λέγει ὁ Προφήτης. Ἐνῶ τὸ λογικὸν ζῶον τρέφεται μὲ ἄρτον. Γι’ αὐτὸ λοιπὸν «ὁ ἐξ οὐρανοῦ καταβὰς ἄρτος τῆς ζωῆς», τοποθετεῖται στὴν φάτνη, ποὺ εἶναι ἡ ἑστία τῶν ἀλόγων ζώων, ὥστε καὶ τὰ ἄλογα νὰ γευθοῦν τὴν λογικὴν τροφή, καὶ νὰ γίνουν ἔλλογα. Μεσιτεύει λοιπὸν στὴν φάτνη μεταξύ του βοὸς καὶ τοῦ ὄνου ὁ Κύριος καὶ τῶν δύο, «ἴνα τὸ μεσότοιχον τοῦ φραγμοῦ λύσας, τοὺς δύο κτίση ἐν ἐαυτῶ εἰς ἕναν καινὸν ἄνθρωπον», ἐλευθερώνοντας τὸν ἕνα ἀπὸ τὸν βαρὺ ζυγὸ τοῦ Νόμου καὶ ἀπαλλάσσοντας τὸν ἄλλον ἀπὸ τὸ φορτίον τῆς εἰδωλολατρίας. Ἀλλὰ ἃς ὑψώσωμε τὸ βλέμμα στὰ οὐράνια θαύματα. Κοίτα, δὲν μᾶς εὐαγγελίζονται μόνο Προφῆτες καὶ ἄγγελοι αὐτὴν τὴν χαράν, ἀλλὰ καὶ οἱ οὐρανοὶ ἀνακηρύττουν μὲ τὰ ἰδικὰ τοὺς θαύματα τὴν δόξαν τοῦ Εὐαγγελίου. Ἀπὸ τὴν φυλὴ τοῦ Ἰούδα ἀνέτειλεν ὁ Χριστός μας, ὅπως λέγει ὁ Ἀπόστολος, ἀλλὰ οἱ Ἰουδαῖοι δὲν φωτίζονται ἀπὸ τὴν ἀνατολή του. Καὶ οἱ μάγοι, ἐνῶ εἶναι ἄσχετοι μὲ τὶς διαθῆκες τῆς ἐπαγγελίας καὶ ξένοι ἀπὸ τὴν εὐλογία τῶν πατέρων, προηγοῦνται ὅμως στὴν γνώση ἀπὸ τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαό. Καὶ τὸν οὐράνιον ἀστέρα ἀνεγνώρισαν, καὶ τὸν Βασιλέα ποὺ ἐγεννήθη στὸ σπήλαιο δὲν ἠγνόησαν. Ἐκεῖνοι τοῦ φέρουν δῶρα, αὐτοὶ τὸν ἐπιβουλεύονται. Ἐκεῖνοι τὸν προσκυνοῦν, αὐτοὶ τὸν καταδιώκουν. Ἐκεῖνοι εὑρίσκουν τὸν ζητούμενον καὶ χαίρονται, αὐτοὶ μὲ τὴν γέννηση τοῦ προσδοκωμένου ταράττονται. «Ἰδόντες», λέγει, «οἱ Μάγοι τὸν ἀστέρα ἐπὶ τοῦ τόπου οὐ ἣν τὸ παιδίον, ἐχάρησαν χαρὰν μεγάλην σφόδρα. Ἡρώδης δὲ ἀκούσας τὸν λόγον ἐταράχθη καὶ πάσα Ἱεροσόλυμα μετ’ αὐτοῦ». Οἱ μάγοι τοῦ προσφέρουν λίβανον ὡς Θεὸν καὶ τιμοῦν τὸ βασιλικὸν ἀξίωμα μὲ τὸν χρυσόν, καὶ μὲ κάποιαν προφητικὴν χάρη δηλώνουν τὴν οἰκονομία τοῦ Πάθους μὲ τὴν σμύρνα. Ἐνῶ οἱ ἄλλοι καταδικάζουν σὲ ἐξόντωσιν ὅλα τα νήπια της περιοχῆς, πράγμα ποὺ θεωρῶ ὅτι τοὺς ἐνοχοποιεῖ ὄχι μόνο γιὰ σκληρότητα, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν ἐσχάτην ἀνοησία. Τί νόημα ἔχει δηλαδὴ ἡ παιδοκτονία; Καὶ γιὰ ποῖον σκοπὸν ἐτόλμησαν οἱ μιαιφόνοι αὐτὸ τὸ ἀνοσιούργημα; Ἐπειδή, λέγει, ἕνα νέο θαυμαστὸν φαινόμενο τοῦ οὐρανοῦ ἐμήνυσε στοὺς Μάγους τὴν ἀνάδειξη τοῦ Βασιλέως.
Τί λοιπόν; Πιστεύεις ὅτι τὸ σημεῖο ποῦ τὸν ἀνήγγειλε εἶναι ἀληθινὸν ἢ τὸ θεωρεῖς ὡς ἀνυπόστατη διάδοση; Ἂν εἶναι ἱκανὸς νὰ κάνη ὑποχειρίους τους οὐρανούς, τότε βεβαίως δὲν εἶναι στὸ χέρι σου νὰ τὸν πειράξης. Ἂν ὅμως δίδη στὴν ἐξουσία σου τὴν ζωὴ καὶ τὸν θάνατό του, ματαίως τότε τὸν φοβεῖσαι. Διότι αὐτὸς ποῦ φέρεται ἔτσι, ὥστε νὰ εἶναι ὑποχείριος στὴν ἐξουσία σου, γιὰ ποῖον λόγο κατατρέχεται; Γιατί ἐξαπολύεται τὸ φριχτὸν ἐκεῖνο πρόσταγμα, ἡ ἀποτρόπαια ἀπόφασις κατὰ τῶν νηπίων, νὰ ἐξοντωθοῦν τὰ καημένα τα βρέφη; Ποίαν ἀδικία ἔκαμαν; Ποίαν ἀφορμὴν ἔδωσαν, ὥστε νὰ καταδικασθοῦν σὲ θάνατο ἢ σὲ ἄλλην τιμωρία; Ἕνα μόνον ἦταν τὸ ἔγκλημά τους, ὅτι ἐγεννήθησαν καὶ ἦλθαν στὴν ζωή. Καὶ γιὰ τὸν λόγον αὐτὸν ἔπρεπε νὰ γεμίση ὅλη ἡ πόλις ἀπὸ δημίους καὶ νὰ συναχθῆ πλῆθος μητέρων καὶ νηπίων, ὁ κόσμος νὰ τοὺς συμπαρίσταται, καὶ οἱ πατέρες τους καὶ ὅλοι, ὅπως εἶναι φυσικό, νὰ συγκεντρώνονται στὸ δράμα τῶν συγγενῶν τους. Ποῖος ἠμπορεῖ νὰ περιγράψη μὲ τὸν λόγο τὶς συμφορές; Ποιὸς θὰ παρουσιάση ἐνώπιόν μας μὲ τὴν διήγηση τὰ πάθη τους; Τὸν ἀναμικτον ἐκεῖνον ὀδυρμό, τὴν γοερὰ θρηνωδία παιδίων, μητέρων, συγγενῶν, πατέρων ποῦ ἐκραύγαζαν ἀξιολύπητα ἐνώπιόν της ἀπειλῆς τῶν δημίων; Πῶς νὰ ζωγραφίση κανεὶς τὸν δήμιον ἐμπρὸς στὸ νήπιο μὲ γυμνό το ξίφος, μὲ βλέμμα ἀγριεμένο καὶ φονικό, καὶ μὲ τὶς ἀνάλογες φωνές, νὰ σύρη μὲ τὸ ἕνα χέρι τὸ βρέφος πρὸς τὸν ἐαυτόν του καὶ μὲ τὸ ἄλλο νὰ ὑψώνη τὸ ξίφος; Καὶ ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος τὴν μητέρα νὰ προσπαθῆ νὰ πάρη τὸ παιδὶ ἀπὸ τὰ χέρια του, καὶ νὰ ἐκτείνη στὴν κόψη τοῦ ξίφους τὸν ἰδικὸν τῆς τράχηλο, γιὰ νὰ μὴν ἀντικρύση μὲ τὰ μάτια τῆς τὸ κακόμοιρο παιδί της, βρέφος ἀκόμη νὰ χάνη τὴν ζωή του στὰ χέρια τοῦ δημίου;
Πῶς πάλι θὰ ἠμποροῦσε κάποιος νὰ διηγηθῆ τὸ δράμα τῶν πατέρων; Τὶς παρακλήσεις τῶν τέκνων τους, τὶς κραυγές, τὰ τελευταῖα σφιχταγκαλιάσματά τους, καὶ πολλὰ παρόμοια ποῦ συνέβαιναν ἐκεῖνες τὶς στιγμές; Ποῖος ἠμπορεῖ νὰ διεκτραγωδήση τὴν πολύμορφο καὶ πολυτρόπον ἐκείνη συμφορά, τὶς διπλὲς ὠδίνες τῶν μητέρων ποῦ μόλις προσφάτως ἐγέννησαν, τὴν ἀνυπόφορον φλόγα τῆς μητρικῆς στοργῆς; Πῶς τὸ καημένο το βρέφος ἐδέχετο τὸ θανάσιμον κτύπημα, ἐνῶ ἦταν προσκολλημένο στὸν μαστὸν τῆς μητέρας του; Πῶς ἡ ἀθλία μητέρα προσέφερε τὸ γάλα στὸ στόμα τοῦ νηπίου καὶ συγχρόνως ἐδέχετο τὸ αἷμα του στὴν ἀγκάλη της; Πολλὲς φορὲς μάλιστα μὲ τὴν ὁρμὴ ποὺ εἶχε τὸ χέρι τοῦ δημίου, διεπέρασε μὲ ἕνα κτύπημα τοῦ ξίφους μαζὶ μὲ τὸ παιδὶ καὶ τὴν μητέρα, καὶ τὸ αἷμα ἔκανε κοινὸ αὐλάκι ποὺ ἐσχηματίσθη ἀπὸ δύο πηγές. Ἀπὸ τὴν μητρικὴν πληγὴ καὶ τὸ θανάσιμο τραῦμα τοῦ τέκνου της. Καὶ ἐπειδὴ ἡ ἀνόσιος διαταγὴ τοῦ Ἡρώδου περιελάμβανε καὶ τοῦτο, νὰ μὴν ἐφαρμοσθῆ ἡ θανατηφόρος ἀπόφασις μόνο στὰ νεογέννητα, ἀλλὰ καὶ ἂν κάποιο εἶχε φθάσει στὸ δεύτερον ἔτος νὰ φονευθῆ καὶ αὐτὸ μαζί, διότι γράφει «ἀπὸ διετοῦς καὶ κατωτέρω», θέλει ὁ λόγος νὰ ἐκφράση καὶ ἄλλην ἀκόμη συμφορὰ πού, ὅπως ἦταν φυσικό, συνέβη. Διότι πολλὲς φορὲς τὸ διάστημα τῶν δύο ἐτῶν ἔκαμε τὴν ἰδία γυναίκα δύο φορὲς μητέρα. Τί ἀπερίγραπτο πάλι αὐτὸ τὸ θέαμα, δύο δήμιοι νὰ ἀσχολοῦνται μὲ μίαν μητέρα. Ὁ ἕνας νὰ τραβὰ κοντά του τὸ νήπιο ποὺ τρέχει γύρω της καὶ ὁ ἄλλος νὰ ἀποσπᾶ τὸ βρέφος ἀπὸ τὴν ἀγκάλη της; Πόσο θὰ ὑπέφερε τότε, ὅπως εἶναι φυσικόν, ἡ ἀθλία μητέρα, τὴν στιγμὴ ποὺ ἐσχίζετο ἡ καρδία της στὰ δύο τέκνα της, καὶ ἔκαιε ὁ πόνος καὶ τῶν δύο τα μητρικά της σπλάγχνα; Δὲν ἤξερε ποῖον ἀπὸ τοὺς δύο κακοὺς δημιοὺς νὰ ἀκολουθήση, ἀφοῦ ἔσυραν τὰ παιδιὰ ὁ ἕνας ἀπὸ ἐδῶ καὶ ὁ ἄλλος ἀπὸ ἐκεῖ γιὰ νὰ τὰ σφάξουν. Νὰ τρέξη στὸ νεογέννητο, ποὺ τὸ κλάμα τοῦ ἦταν ἀκόμη ἄναρθρο καὶ δὲν ἠμποροῦσε νὰ ἐκφρασθῆ; Ἀκούει ὅμως τὸ ἄλλο ποὺ ἔχει ἀρχίσει ἤδη νὰ ὁμιλῆ, νὰ προσκαλῆ ψελλίζοντας καὶ κλαίοντας τὴν μητέρα του. Τί νὰ κάνη; Πῶς νὰ ἀνταποκριθῆ; Σὲ ποίου φωνὴ νὰ ἀπαντήση; Μὲ ποίου τὴν κραυγὴ νὰ ἑνώση τὴν ἰδική της; Γιὰ ποίου θάνατο νὰ θρηνήση, ἀφοῦ ἐξ ἴσου της σχίζουν καὶ τὰ δύο βέλη τὴν καρδία;
Ἃς ἀπομακρύνωμε ὅμως τὴν ἀκοὴν ἀπὸ τοὺς θρήνους γιὰ τὰ νήπια, καὶ ἃς στρέψωμε τὸν νοῦ μας στὰ εὐθυμότερα, σ’ αὐτὰ ποὺ ἁρμόζουν στὴν ἑορτήν, ἂν καὶ ἡ Ραχήλ, μὲ τὶς δυνατὲς φωνές της, ὅπως λέγει ὁ Προφήτης, ὀδύρεται γιὰ τὴν σφαγὴν τῶν τέκνων της. Κατὰ τὴν ἡμέρα ὅμως τῆς ἑορτῆς, ὅπως λέγει ὁ σοφὸς Σολομῶν, πρέπει νὰ λησμονοῦνται οἱ συμφορές. Καὶ ποία ἑορτὴ ἄραγε ἔχουμε ἐπισημοτέρα ἀπὸ αὐτήν, κατὰ τὴν ὁποίαν ὁ ἥλιος τῆς δικαιοσύνης διέλυσε τὰ πονηρὰ σκότη τοῦ διαβόλου, καὶ ἀναλαμβάνοντας τὴν ἰδικὴν μᾶς φύση, φωτίζει μὲ αὐτὴν τὴν κτίση, κατὰ τὴν ὁποία αὐτὸ ποὺ εἶχε πέσει ἀνεστήθη, καὶ ἔτσι αὐτὸ ποὺ εὐρίσκετο σὲ πόλεμο συμφιλιώνεται, τὸ ἀποκηρυγμένον ἐπαναφέρεται, αὐτὸ ποὺ εἶχε ἐκπέσει ἀπὸ τὴν ζωὴν ἐπανέρχεται στὴν ζωήν, αὐτὸ ποὺ εἶχε ὑποδουλωθεῖ καὶ εὐρίσκετο σὲ αἰχμαλωσίαν ἀποκαθίσταται στὸ βασιλικὸν ἀξίωμα, αὐτὸ ποῦ ἐκρατεῖτο δεμένο μὲ τὰ δεσμὰ τοῦ θανάτου ἐπιστρέφει ἀπελευθερωμένο στὴν χώρα τῶν ζώντων; Τώρα, σύμφωνα μὲ τὴν προφητεία, «αἳ χαλκαὶ πύλαι τοῦ θανάτου συντρίβονται, καὶ συνθλίβονται οἱ σιδηροὶ μοχλοί», οἱ ὁποῖοι ἐκρατοῦσαν τὸ ἀνθρώπινον γένος δεσμευμένο μέσα στὴν φυλακὴ τοῦ θανάτου. Τώρα «ἀνοίγεται», ὅπως λέγει ὁ Δαβίδ, «ἡ πύλη τῆς δικαιοσύνης». Τώρα ἀντηχεῖ σ’ ὅλη τὴν οἰκουμένην ὁμόφωνος ὁ «ἦχος τὸν ἑορταζόντων». Ἀπὸ ἄνθρωπον ἦλθεν ὁ θάνατος, ἀπὸ ἄνθρωπο καὶ ἡ σωτηρία. Ὁ πρῶτος ἔπεσε στὴν ἁμαρτία, ὁ δεύτερος ἀνέστησε αὐτὸν ποὺ εἶχε πέσει. Ἡ γυναίκα ὑπερασπίσθη τώρα τὴν γυναίκα. Ἡ πρώτη εἶχε ἀνοίξει τὴν εἴσοδο στὴν ἁμαρτία, ἐνῶ αὐτὴ ὑπηρέτησε τὴν ἐπάνοδο τῆς δικαιοσύνης. Ἐκείνη ἐδέχθη τὴν συμβουλὴν τοῦ ὄφεως, αὐτὴ ἐπαρουσίασε τὸν ἀναιρέτην τοῦ ὄφεως, καὶ ἐγέννησε τὴν πηγὴν τοῦ φωτός. Ἐκείνη διὰ τοῦ ξύλου εἰσήγαγε τὴν ἁμαρτία, αὐτὴ διὰ τοῦ ξύλου ἔφερε στὴν θέση τῆς ἁμαρτίας τὸ ἀγαθόν. Ξύλον ἐννοῶ τὸν σταυρό, καὶ ὁ καρπὸς τοῦ ξύλου τούτου γίνεται γι’ αὐτοὺς ποὺ τὸν γεύονται ἀειθαλὴς καὶ ἀμάραντος ζωή. Καὶ κανεὶς νὰ μὴ νομίζη ὅτι μόνο στὸ μυστήριον τοῦ Πάσχα ἁρμόζει τέτοια εὐχαριστία. Ἃς σκεφθῆ ὅτι τὸ Πάσχα εἶναι τὸ τέλος τῆς Οἰκονομίας. Πῶς θὰ ἐπραγματοποιεῖτο τὸ τέλος, ἐὰν δὲν εἶχε προηγηθῆ ἡ ἀρχή; Ποῖον εἶναι ἀρχικώτερον ἀπὸ τὸ ἄλλο; Ἀσφαλῶς ἡ Γέννησις ἀπὸ τὴν Οἰκονομία τοῦ Πάθους.
Καὶ τοῦ Πάσχα λοιπὸν τὰ καλὰ εἶναι μέρος τῶν ἐγκωμίων τῆς Γεννήσεως. Καὶ ἂν ὑπολογίση κανεὶς τὶς εὐεργεσίες ποὺ ἐξιστορεῖ τὸ Εὐαγγέλιον, καὶ διηγηθῆ λεπτομερῶς τὶς θαυματουργικὲς θεραπεῖες, τὴν ἄνευ τροφίμων διατροφή, τὴν ἐπάνοδο τῶν νεκρῶν ἀπὸ τὰ μνήματα, τὴν αὐτοσχέδιο παρασκευὴν τοῦ οἴνου, τὴν ἀποκατάσταση τῆς ὑγείας τῶν κάθε εἴδους ἀσθενῶν, τὴν ἐκδίωξη τῶν δαιμονίων, τὰ ἅλματα τῶν χωλῶν, τοὺς ὀφθαλμοὺς ποὺ ἐπλάσθησαν ἀπὸ πηλόν, τὶς θεῖες διδασκαλίες, τὶς νομοθεσίες, τὴν μύηση στὰ ὑψηλότερα διὰ μέσου των παραβολῶν, ὅλα αὐτὰ εἶναι δωρεὰ τῆς παρούσης ἡμέρας. Διότι αὐτὴ ἔγινε ἀρχὴ τῶν ἀγαθῶν ποὺ ἠκολούθησαν. «Ἀγαλλιασώμεθα», λοιπόν, «καὶ εὐφρανθῶμεν ἐν αὐτή». Μὴ φοβηθοῦμε τὶς εἰρωνεῖες τῶν ἀνθρώπων, καὶ ἃς μὴ νικηθοῦμε ἀπὸ αὐτοὺς ὅταν προσπαθοῦν νὰ μᾶς ἐξευτελίσουν, ὅπως μᾶς παρακινεῖ ὁ Προφήτης. Αὐτοὶ χλευάζουν τὸν λόγο τῆς Οἰκονομίας, λέγοντας ὅτι δὲν ἁρμόζει στὸν Κύριο νὰ λάβη ἀνθρώπινο σῶμα καὶ νὰ ἀναμιχθῆ μὲ τὴν γέννηση στὴν ζωὴ τῶν ἀνθρώπων. Ἀγνοοῦν, καθὼς φαίνεται, τὸ μέγα μυστήριον, πῶς δηλαδὴ ἡ σοφία τοῦ Θεοῦ οἰκονόμησε τὴν σωτηρία μας. Εἴχαμε πωληθεῖ ἑκουσίως γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας, καὶ εἴχαμε ὑποδουλωθῆ στὸν ἐχθρόν της ζωῆς μας σὰν ἀγορασμένοι δοῦλοι.
Τί μεγαλύτερον ἐπιθυμοῦσες νὰ σοῦ προσφέρει ὁ Δεσπότης; Ὄχι τὸ νὰ ἀπαλλαγῆς ἀπὸ τὴν συμφορά; Τί περιεργάζεσαι τὸν τρόπο; Γιατί θέτεις νόμους στὸν εὐεργέτη καὶ δὲν ἀντιλαμβάνεσαι τὶς εὐεργεσίες του; Εἶναι σὰν νὰ ἀπωθῆ κάποιος τὸν ἰατρὸ καὶ νὰ μέμφεται τὴν εὐεργεσία του, ἐπειδὴ ἐπραγματοποίησε τὴν θεραπεία μὲ αὐτὸν καὶ ὄχι μὲ τὸν ἄλλον τρόπο. Ἂν ἐπιζητῆς ἀπὸ περιέργεια νὰ ἐρευνήσης τὸ μέγεθος τῆς Οἰκονομίας, σοῦ ἀρκεῖ νὰ μάθης τόσο μόνον, ὅτι τὸ θεῖον δὲν εἶναι ἕνα μόνον ἀπὸ τὰ ἀγαθά, ἀλλὰ ὅποιο ἀγαθὸ ἠμπορεῖ νὰ φαντασθῆ κανείς, ἐκεῖνο εἶναι. Τὸ δυνατόν, τὸ δίκαιον, τὸ ἀγαθόν, τὸ σοφόν, ὅλα τα ὀνόματα καὶ τὰ νοήματα ποὺ ἔχουν σημασία θεοπρεπῆ. Ἀναλογίσου λοιπὸν μήπως δὲν συνδιάσθηκαν στὸ γεγονὸς αὐτὸ ὅλα αὐτὰ ποὺ εἴπαμε. Ἡ ἀγαθότης, ἡ σοφία, ἡ δύναμις, ἡ δικαιοσύνη. Ὡς ἀγαθός, ἠγάπησε τὸν ἀποστάτη. Ὡς σοφός, ἐπινόησε τὸν τρόπον ἐπανόδου τῶν ὑποδουλωμένων. Ὡς δίκαιος, δὲν κακομεταχειρίζεται αὐτὸν ποὺ ὑπεδούλωσε τὸν ἄνθρωπο, καὶ τὸν ἀπέκτησε σύμφωνα μὲ τὸ δίκαιόν της ἀγορᾶς, ἀλλὰ ἔδωσεν ὡς ἀντάλλαγμα τὸν ἐαυτὸν τοῦ ὑπὲρ τῶν κρατουμένων, ὥστε, μεταθέτοντας ὡς ἐγγυητὴς τὴν ὀφειλὴ στὸν ἐαυτόν του, νὰ ἐλευθερώση τὸν αἰχμάλωτον ἀπὸ τὸν ἐξουσιαστήν του. Ὡς δυνατός, δὲν ἐκρατήθη ἀπὸ τὸν ἅδη, οὔτε τὸ σῶμα τοῦ ἐγνώρισε φθορά. Διότι δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ νικηθῆ ἀπὸ τὴν φθορὰν ὁ ἀρχηγὸς τῆς ζωῆς. Ἀλλὰ ἦταν ἐντροπὴ νὰ δεχθῆ ἀνθρωπίνην γέννηση, καὶ νὰ ὑποστῆ τὴν ἐμπειρία τῶν παθημάτων τοῦ σώματος; Χαρακτηρίζεις ἔτσι τὴν ὑπερβολὴ τῆς εὐεργεσίας;
Πράγματι, ἐπειδὴ δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ ἀπαλλαγῆ τὸ ἀνθρώπινο γένος μὲ ἄλλον τρόπον ἀπὸ τὰ τόσο μεγάλα δεινά, κατεδέχθη ὁ Βασιλεὺς τῆς ἀπαθείας νὰ ἀνταλλάξη τὴν ἰδία τοῦ τὴν δόξα μὲ τὴν ἰδικὴ μᾶς ζωή. Καὶ εἰσέρχεται μὲν ἡ καθαρότης στὸν ἰδικὸν μᾶς ρύπον, ὁ ρύπος ὅμως δὲν ἐγγίζει τὴν καθαρότητα, ὅπως λέγει τὸ Εὐαγγέλιον. Τὸ κατεφθαρμένο σώζεται ἀπὸ τὴν ἕνωσή του μὲ τὸ ἄφθαρτο. Ἡ φθορὰ δὲν ἐπηρεάζει τὴν ἀφθαρσία. Γιὰ ὅλα αὐτὰ γίνεται ἁρμονικὴ χορωδία ἀπὸ τὴν σύμπασα κτίση. Ὅλοι ἀναπέμπουν ὁμόφωνον δοξολογία στὸν Κύριόν της κτίσεως, καὶ κάθε γλώσσα, ἐπουρανίων καὶ ἐπιγείων καὶ καταχθονίων, ἀναβοᾶ ὅτι «εὐλογητὸς Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς εἰς δόξαν Θεοῦ Πατρὸς εἰς τοὺς αἰώνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν».
(4ος αἰὼν – ΕΠΕ Ἄγ. Γρηγορίου Νύσσης τόμ. 10, σέλ. 350. Ἀπὸ τὸ βιβλίο “Πατερικὸν Κυριακοδρόμιον”, σελὶς 632 καὶ ἑξῆς. Ἐπιμέλεια κειμένου: Δημήτρης Δημουλᾶς)
(Πηγὴ ἠλ. κειμένου: orp.gr)