Ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμή, ποὺ ἱδρύθηκε καὶ ἄρχισε νὰ ζεῖ ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ἐξαπολύθηκαν ἐναντίον τῆς ἀναρίθμητοι καὶ πολύμορφοι λυσσαλέοι ἐχθροί, μὲ σκοπὸ νὰ τὴν σβήσουν καὶ νὰ τὴν ἐξαφανίσουν ἀπὸ τὸ πρόσωπο τῆς γῆς.
‘Ἄλλοι μὲ κοφτερὰ σπαθιά, καὶ ἄλλοι μὲ κοφτερὴ γλώσσα καὶ γραφή, ὅλοι οἱ διάβολοι τῆς κόλασης καὶ ὅλοι οἱ ἄνθρωποι τοῦ διαβόλου, σὲ συνεργασία, ἐξεστράτευσαν, μὲ κάθε σατανικὴ μέθοδο καὶ πονηριά, κατὰ τῶν χριστιανῶν, κατὰ τοῦ «μικροῦ ποιμνίου» τοῦ Χριστοῦ, γιὰ νὰ τὸ διασκορπίσουν καὶ νὰ τὸ ἐξαφανίσουν. Ἐξόδεψαν ἀναρίθμητους τόνους μελανιοῦ καὶ ἑκατομμύρια τόνους χαρτιοῦ καὶ ἔχυσαν ποτάμια χριστιανικὸ αἷμα.
Καὶ τί κατόρθωσαν; Τὸ ἀντίθετο. Νικηθήκανε, πέσανε, καὶ συντριβήκανε, καὶ «οὒχ εὑρέθη ὁ τόπος αὐτῶν», κατὰ τὴ Γραφή. Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ζεῖ, καὶ θὰ ζεῖ, μέχρι νὰ τελειώσουν οἱ αἰῶνες, καὶ θὰ συνεχίζει, νὰ ἐπιτελεῖ, τὸ σωτήριο ἔργο τῆς πάνω στὴ γῆ, ὅσοι κι ἂν παρουσιαστοὺν ἐχθροί, γιὰ νὰ τὸ ἐμποδίσουν. Τὰ λόγια τοῦ θείου ἰδρυτοῦ Τῆς «πύλαι ’δου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς», ἀποκαλύπτονται πάντοτε ἀληθινά. Κι ἂν δὲν ἦταν τυφλοὶ οἱ σημερινοὶ πολέμιοί Της, θὰ ἔβλεπαν τρανότατα ἀποδεδειγμένη αὐτὴ τὴν ἀλήθεια, διὰ μέσου των αἰώνων, καὶ θὰ σταματοῦσαν νὰ «λακτίζουν πρὸς κέντρα». θὰ ἔβλεπαν, ὅτι τοὺς περιμένει ἡ ἴδια τύχη, τὸ ἴδιο ἄθλιο τέλος.
Ἐκεῖνο ποὺ εἶναι ἀληθινό, ὑψηλό, ἅγιο, θεϊκό, κεῖνο ποὺ ἔχει οὐράνια προέλευση, ὅσο προσπαθεῖς νὰ τὸ λιγοστέψεις, αὐτὸ τόσο πιὸ πολὺ μεγαλώνει, φουντώνει, θεριεύει.
Ἕνας πολέμιος τῆς θρησκείας τοῦ Χριστοῦ, αὐτοῦ του αἰώνα, μόλις ἐπικράτησε καὶ ἔγινε ἄρχοντας τοῦ τόπου του, εἶπε στοὺς δικούς του: «καὶ τώρα σφάξτε, ὅπου βρεῖτε χριστιανὸ καὶ μάλιστα ρασοφόρο, ἐκπρόσωπο τῆς θρησκείας, σφάξτε τὸν, καὶ σᾶς ὑπόσχομαι, τὸν τελευταῖο ποὺ θὰ μείνει θὰ τὸν σφάξω ἐγὼ μὲ τὰ χέρια μου μπροστά σε ὅλους σας».
Καὶ δὲν πέρασαν πολλὰ χρόνια, οὔτε δέκα, διωγμοῦ καὶ σφαγῆς, καὶ πάλι ὁ ἴδιος εἶπε: «βρὲ τί κακὸ εἶναι μ’ αὐτούς, ἕναν κόβεις δέκα φυτρώνουν».
Αὐτὴ εἶναι ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Ποτισμένη ἀπὸ τὸ ἀδιάκοπα χυμένο αἷμα τῶν Μαρτύρων της, ἑδραιωμένη, ἀδιάσειστη, νικήτρια, πεντακάθαρη, δοξασμένη, αἰώνια.
Ἕνα ἀπὸ τὰ ἱερὰ σφάγια, ποὺ ἔπεσαν πάνω στὸν ἱερὸ βωμὸ τῆς πίστεως τοῦ Χριστοῦ καὶ ἐπότισαν μὲ τὸ αἷμα τοὺς τὸ πελώριο δένδρο τοῦ Χριστιανισμοῦ καὶ λάμπρυναν τὴν Ἐκκλησία εἶναι καὶ ἡ Ἁγία, ἔνδοξη Μεγαλομάρτυς Βαρβάρα.
Ἡ Ἁγία Βαρβάρα ἔζησε περὶ τὸ τέλος τοῦ 3ου καὶ ἀρχὲς τοῦ 4ου μ. Χ. αἰώνα, στὴν Ἡλιούπολη, ποὺ ἦταν πόλη τῆς Κοίλης Συρίας, κοντὰ στὸν Ἀντιλίβανο. Σήμερα ἡ πόλη αὐτή, ὀνομάζεται Βααλβέκ. Ὁ πατέρας τῆς ὀνομαζόταν Διόσκορος καὶ ἦταν φανατικὸς εἰδωλολάτρης. Ἦταν ἐπίσης πολὺ πλούσιος καὶ διοικητὴς τῆς Ἡλιούπολης, μὲ μεγάλη πολιτικὴ ἐξουσία καὶ δύναμη. Φανατικὸς δὲ ἱερεὺς τῆς εἰδωλολατρίας.
Οἱ ἱστορικὲς πληροφορίες, δὲν ἀναφέρουν καθόλου τὸ ὄνομα τῆς μητέρας της, οὔτε ποιὰ στάση τήρησε σὲ ὅλη τὴν περιπέτεια καὶ τὸ φρικτὸ μαρτύριο τῆς κόρης της. Μήπως εἶχε πεθάνει; Αὐτὸ μόνο σὰν ὑπόθεση μπορεῖ νὰ σταθεῖ. Γιατί ἀπὸ τὴν προτροπὴ τοῦ τυράννου, κατὰ τὸ μαρτύριο τῆς Ἁγίας, «νὰ λυπηθεῖ τοὺς γονεῖς της», βγαίνει τὸ συμπέρασμα, ὅτι ζοῦσε, ἀλλὰ δὲν συνταυτίστηκε μὲ τὴν κόρη της, ὅπως συνέβη μὲ ἄλλες μητέρες μαρτύρων, παρὰ σὰν φανατικὴ εἰδωλολάτρις καὶ αὐτή, συνταυτίσθηκε μὲ τὴ στάση τοῦ φανατισμένου καὶ τυφλοῦ στὴν ψυχὴ ἄνδρα τῆς Διόσκορου. Ἡ Βαρβάρα ἦταν τὸ μονάκριβο παιδί τους. Ἦταν ἀφάνταστα ὡραῖα στὸ σῶμα, ἀλλὰ καὶ στὴν ψυχή, καὶ εἶχε πολλὴ χάρη, εὐφυΐα, σεμνότητα καὶ σωφροσύνη.
Ἀπ’ τὶς περιπτώσεις ποὺ γνωρίζουμε, αὐτοῦ του εἴδους, ὅταν δηλαδὴ οἱ γονεῖς ἔχουν ἕνα μόνο παιδί, φανταζόμαστε πόσο ἐνδιαφέρον, πόση ἀγάπη, φροντίδα καὶ ἀδυναμία, θὰ τῆς εἶχαν, καὶ πόσο, θὰ διέθεταν τὰ πάντα, νὰ τὴ μορφώσουν καὶ νὰ τὴν ἀποκαταστήσουν, κατὰ τὸν καλύτερο τρόπο, κάτι ποὺ τοὺς ἐπέβαλε ὁπωσδήποτε καὶ ὁ πλοῦτος καὶ ἡ κοινωνική τους θέση.
Καὶ πράγματι, ὅταν ἡ κόρη τοὺς ἔφτασε σὲ ἡλικία γάμου παρουσιάστηκαν πολλοὶ μνηστῆρες, πολλοὶ ὑποψήφιοι γαμπροί, καὶ ἀπὸ τοὺς ἐξέχοντες ἄρχοντες, καὶ ἀπὸ τοὺς μεγιστάνες καὶ ἀπὸ τοὺς λοιποὺς ἐπιφανεῖς ἄνδρες τῆς Ἡλιούπολης. Ὅλα ὅμως τὰ προξενιὰ ἡ Βαρβάρα τὰ ἔδιωχνε, πράγμα ποὺ ὁ πατέρας της δὲν τὸ ἔβλεπε μὲ καλὸ μάτι.
Ἦταν γι’ αὐτὸν ἀδικαιολόγητη ἡ ἔμμονή της κόρης του, νὰ μὴ θέλει διακεκριμένους γαμπρούς, ποὺ τὴν ζητοῦσαν σὲ γάμο. Ὑπόθεσε ὅμως, ὅτι ἦταν μιὰ κάποια νεανικὴ ἰδιοτροπία, καὶ εἶχε τὴν ἐλπίδα ὅτι ἀργότερα, θὰ ὑποχωροῦσε καὶ θὰ δεχόταν νὰ παντρευτεῖ. Περνοῦσε ὅμως ἡ ἡλικία της καὶ ἡ Βαρβάρα δὲν ἔλεγε τὸ ναί. Ἐν τῷ μεταξύ, ὅσο μεγάλωνε, μεγάλωνε ἀφάνταστα καὶ ἡ ὀμορφιά της καὶ τὴν ἔκανε «περιλάλητη καὶ περιμάχητη».
Κατὰ Συμεὼν τὸ Μεταφραστή, Ἰ΄ αἰώνας, «τὸ γὰρ κάλλος αὐτῆς, εἰ καὶ μὴ θεατόν, ἀλλ’ ὅμως ἀκουστὸν ὅν, περιμάχητον αὐτῆς ἐποίει γάμον».
Ὅσο περνοῦσε ὁ καιρός, ὁ Διόσκορος γέμιζε πιὸ πολὺ ἀπὸ ποικίλους φόβους, καὶ πῆρε τὴν ἀπόφαση νὰ λάβει ὠρισμένα μέτρα. Φαίνεται, ὁ πιὸ μεγάλος του φόβος, ἦταν ὠρισμένοι ψίθυροι, ὅτι ἡ Βαρβάρα συμπαθοῦσε τὸν Χριστιανισμό. Οἱ ἱστορικὲς πηγὲς λένε, γιὰ τὴ Βαρβάρα, ὅτι ἦταν «ἐμμανὴς περὶ τὴν τῶν ἀπίστων εἰδώλων προσκύνησιν».
Γι’ αὐτό, καὶ ὁ Διόσκορος, περιώρισε τὴν ἐλευθερία τῆς κόρης τοῦ τόσο, ὅσο νὰ μὴ τὴν βλέπει κανείς, οὔτε καὶ νὰ τὴν συναναστρέφεται. Μόνο ὑπηρέτες καὶ ὑπηρέτριες, πιστοὶ στὸ Διόσκορο, τὴν συνόδευαν. Κατὰ τὴν παράδοση, τόσο τὴν περιώρισε ποὺ ἔφτιαξε εἰδικὸ πύργο καὶ τὴν ἔκλεισε μέσα.
Ὅμως, δύσκολα γλιτώνει κανεὶς ἀπ’ αὐτὸ ποὺ φοβᾶται. Τὸ λέει ὁ λαὸς καὶ ἔχει δίκιο. Δὲν εἶναι λίγες οἱ φορές, ποὺ τὰ πράγματα σ’ αὐτὸ τὸν κόσμο μᾶς ἔρχονται διαφορετικὰ ἀπ’ ὅτι τὰ περιμένουμε. Πολλὲς φορές, παίρνουμε μέτρα καὶ ἐφαρμόζουμε τακτικές, γιὰ νὰ ὑποστηρίξουμε τὶς σκέψεις καὶ τὰ σχέδιά μας, μὲ ἀποτέλεσμα ὅμως ἀντίθετο. Ἃς γνωρίζουν λοιπὸν οἱ γονεῖς, ὅσοι μάλιστα, σχετικὰ μὲ τὴν κλήση τῶν παιδιῶν τους, ἀντιστρατεύονται στὴ βουλὴ τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ καὶ ὅλοι μας, ὅτι ἡ θεία Πρόνοια, ξέρει πολὺ καλά, νὰ ματαιώνει θελήσεις ἀνθρώπων ὅπως τοῦ πατέρα τῆς Βαρβάρας καὶ φωτίζει ἀκόμα καὶ τοὺς δεσμοφύλακες…
Οἱ φόβοι τοῦ Διόσκορου βγῆκαν ἀληθινοί. Ἡ πανεύφημη Βαρβάρα ξαφνικὰ παρουσιάζεται χριστιανή. Φαίνεται, κάποια ἀπ’ τὶς ὑπηρέτριες ἦταν κρυπτοχριστιανή, καὶ μετέδωσε στὴ Βαρβάρα τὰ σωτήρια χριστιανικὰ δόγματα καὶ διδάγματα. Ἀκόμα, κατὰ τὸ βιογράφο της, τὴν βοήθησε καὶ ἡ λογική, διότι καθὼς ἔβλεπε μέσα ἀπὸ τὸν πύργο ἐκεῖ στὴ μοναξιὰ τὸ μεγαλεῖο της φύσης σκεπτόταν: «ποιὸς ἔκαμε τὸν ἔναστρο οὐρανὸ μὲ ἕνα τέτοιο διάκοσμο καὶ ποιὸς τὴ γῆ μὲ τόσες ὀμορφιὲς καὶ στολίδια, μὲ δένδρα καὶ καρποὺς ποικίλους καὶ ὡραίους; οἱ ξύλινοι καὶ πέτρινοι θεοί, ποὺ δὲν ἔχουν λογική, καὶ οὔτε βλέπουν, οὔτε ἀκοῦνε, ποῦ τοὺς ἔφτιαξαν ἄνθρωποι»; Ὄχι, δὲν εἶναι δυνατό. Δὲν μποροῦσε μὲ τίποτα νὰ τὸ πιστέψει. Καὶ ἔβλεπε σὲ ὅλα αὐτὰ τὴ σφραγίδα καὶ τὸ μεγαλεῖο ἑνὸς μεγάλου καὶ σοφοῦ Δημιουργοῦ, τοῦ ἀληθινοῦ θεοῦ, ποὺ ἤδη εἶχε ἀρχίσει περὶ Αὐτοῦ νὰ μαθαίνει μὲ σιγουριά. Ὁ Συμεὼν ὁ Μεταφραστής, μᾶς ἐξηγεῖ τὸ θαυμαστὸ αὐτὸ γεγονὸς ὡς ἑξῆς: «ἐν αὐτῶ, λέγει, τῷ πύργω, ἥ του Παρακλήτου Χάρις τῶν ἀφανῶν αὐτῆς ὀφθαλμῶν ἀφανῶς ἀψάμενη, φωτὶ τὲ θεογνωσίας ἐφώτισε καὶ τὸν ἀψευδῆ Θεὸν γνώριμον αὐτὴ παραδόξως κατέστησε». Δηλαδή, σ’ αὐτὸν μέσα τὸν πύργο, ἡ Χάρη τοῦ Παρακλήτου ἀγγίζοντας μυστικά τους ὀφθαλμοὺς τῆς ψυχῆς της, τὴν ἐφώτισε μὲ τὸ φῶς τῆς θεογνωσίας καὶ τῆς φανέρωσε μὲ παράδοξο τρόπο τὸν ἀληθινὸ θεό.
Αὐτὴ λοιπόν, ἡ κρυπτοχριστιανὴ ὑπηρέτρια τῆς Βαρβάρας, τὴν πῆγε κρυφὰ στὴ χριστιανικὴ κατακόμβη, τὴν γνώρισε μὲ ἕνα ἱερέα ἀπὸ τὴν Ἀλεξάνδρεια, τὴν κατήχησε, καὶ μετὰ ἀπὸ λίγο καιρὸ τὴ βάπτισε στὸ ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος.
Ἡ παναοίδιμη Βαρβάρα ζεῖ τώρα πιὰ σὲ καινούργιο κόσμο. Ἡ χαρὰ τῆς εἶναι ἀφάνταστη. Τώρα νιώθει τὴν πραγματικὴ εὐτυχία καὶ ἀγαλλίαση. Καταλαβαίνει τώρα πιὸ πολύ, ὅτι ἡ ὀμορφιὰ καὶ τὰ πλούτη καὶ ἡ μόρφωση δὲν ἔχουν καμιὰ ἀξία, μπροστὰ στὸ μεγάλο θησαυρὸ τῆς ἀληθινῆς πίστεως, ποὺ τῆς ἀποκάλυψε ὁ Θεὸς καὶ ποὺ τὸν ζεῖ πιὰ χωρὶς τὸν παραμικρὸ δισταγμό. Ἀγάπησε ὁλοκληρωτικά το Νυμφίο τῆς Χριστό. Ἀποδείχθηκε ἀληθινὴ μεγαλέμπορος, ποὺ θυσίασε τὰ πάντα, γιὰ νὰ κερδίσει «τὸν πολύτιμο μαργαρίτη». Μπροστὰ στὴν πραγματικὴ εὐσέβεια καὶ ἀρετή, καὶ πρὸ παντὸς μπροστὰ στὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, ἡ παμμακάριστη Βαρβάρα, παραμέρισε ὅλες τὶς ἁμαρτωλὲς ἀπολαύσεις τοῦ κόσμου τούτου, νέκρωσε ὅλα τα ψυχοφθόρα σαρκικὰ ἁμαρτήματα, περιφρόνησε κοσμικὲς τιμὲς καὶ δόξες, ἀποστράφηκε τὴ λάμψη καὶ τὸ μεγαλεῖο των ἀξιωμάτων καὶ τοῦ πλούτου, ὅλα ποὺ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ τὰ ὀνομάζει «ἀλαζονείαν τοῦ βίου», τὰ θυσίασε ὅλα καὶ προτίμησε νὰ ὑποστεῖ τὶς θλίψεις τοῦ μαρτυρίου προκειμένου, νὰ ὁμολογήσει μὲ ἀλύγιστο θάρρος, μὲ ἄκαμπτη Θέληση καὶ παρρησία, μὲ ἡρωισμὸ καὶ αὐταπάρνηση, τὸν Χριστὸ καὶ τὸ Θέλημά Του, καὶ νὰ κερδίσει τὸν πολύτιμο, ἄφθαρτο καὶ ἀναφαίρετο θησαυρό, τὴν αἰώνια ζωή.
Εἶναι πράγματι ἀνάξιος, ὅποιος θὰ ἀγαπήσει κάτι ἄλλο, πιὸ πολὺ ἀπ’ τὸν Χριστό.
Ὁ Διόσκορος χωρὶς νὰ ὑποψιάζεται τίποτα γιὰ ὅλα αὐτὰ ποὺ εἶχαν συμβεῖ, κάνει πάλι πρόταση γάμου στὴ Βαρβάρα. Ἡ καλλίνικη ὅμως Βαρβάρα αὐτὴ τὴ φορά, πῆρε θέση σθεναρὴ καὶ ξεκάθαρη ἀπέναντι στὸν πατέρα της καὶ ἔδωσε λύση μιὰ γιὰ πάντα στὸ πρόβλημα τοῦ γάμου.
«Μὴ μοῦ κάνεις ξανὰ λόγο γιὰ γάμο, γιατί οὔτε θὰ σὲ ξαναπῶ πατέρα καὶ θὰ μὲ ἀναγκάσεις νὰ σκοτωθῶ μόνη μου», εἶπε στὸν πατέρα της. Συμεὼν ὁ Μεταφραστὴς λέγει, ὅτι ὁ Διόσκορος «δὲν εἰσῆλθεν εἰς τὸ νόημα». Νόμισε ὅτι αὐτὴ ἡ ἄρνηση προέρχεται ἀπὸ ντροπή, (ἦταν μικρὴ στὴν ἡλικία, ἴσως 16 ἐτῶν), καὶ δὲν ἐπέμεινε, «παρέχων αὐτὴ διασκέψεως καιρόν». Τῆς ἄφησε χρόνο νὰ τὸ σκεφτεῖ. Ἡ ἀνδρόφρονη Βαρβάρα, παρ’ ὅλο ποὺ ἦταν μικρὴ στὴν ἡλικία, ἦταν πολὺ μεγάλη καὶ ὥριμη στὴ σκέψη, καὶ εἶχε πάρει σταθερὴ καὶ ἀμετάκλητη τὴν ἀπόφαση, περὶ παρθενίας καὶ ἀφοσίωσης στὸ Νυμφίο τῆς Χριστό, καὶ ἤδη, ζοῦσε μέσα στὸν πύργο «ἐν προσευχὴ καὶ νηστεία».
Πολλὲς φορὲς ἡ Πρόνοια τοῦ Θεοῦ χτυπᾶ τὸ διάβολο μὲ τὰ δικά του ὅπλα. Ἔβαλε ὁ διάβολος στὸ σκοτισμένο μυαλὸ τοῦ Διόσκορου ὅτι ἡ κόρη του, δὲν ἤθελε νὰ ἀκούσει γιὰ γάμο, ὄχι μόνο ἀπὸ ντροπή, ἀλλὰ καὶ διότι τὴν εἶχε αὐστηρὰ ἀπομονώσει καὶ τὴν εἶχε ἀποξενώσει ἀπὸ τὴν κοσμικὴ ζωή, τὶς διασκεδάσεις κ.λπ. Καὶ ἔτσι, ἄλλαξε τακτική. Τῆς ἐπιτρέπει πιὰ νὰ βγαίνει ὅποτε θέλει ἀπὸ τὸν πύργο, νὰ δημιουργεῖ σχέσεις καὶ συναναστροφὲς μὲ ὅποιους θέλει, καὶ νὰ πηγαίνει ὁπού θέλει. Τί ἄλλο καλύτερο ἀπ’ αὐτὸ θὰ ἤθελε ἡ σεμνὴ ἀθληφόρα;
Ἔτσι ἄρχισε ἐλεύθερα νὰ βγαίνει ἔξω νὰ συναναστρέφεται χριστιανές, καὶ μὲ πολλὴ προφύλαξη νὰ παρακολουθεῖ ἀκολουθίες καὶ κηρύγματα τῶν καταδιωκομένων χριστιανῶν.
Ἰδιαίτερα, τὰ μαρτύρια τῶν χριστιανῶν ποὺ ἐπληροφορεῖτο, τὴν βοήθησαν πολύ, νὰ στερεωθεῖ καὶ νὰ ἀνδρωθεῖ στὴν πίστη. Νὰ πὼς ἔμαθε τώρα ὁ πατέρας της, ὅτι ἦταν ἡ κόρη τοῦ χριστιανή. Ἀποφάσισε ὁ Διόσκορος, νὰ φύγει προσωρινὰ γιὰ ὑπόθεσή του σὲ ἄλλη χώρα. Πρὶν φύγει, θέλησε νὰ κατασκευάσει ἔξω ἀπὸ τὸν πύργο ἕνα ὡραῖο λουτρό. Ἔκαμε τὸ σχέδιο, τὸ ἔδωσε στοὺς τεχνίτες, μὲ τὶς ἀνάλογες ὁδηγίες καὶ ἔφυγε γιὰ τὶς ὑποθέσεις του. Κάποια μέρα ἡ Ἁγία, κατέβηκε ἀπὸ τὸν πύργο καὶ ἄρχισε νὰ περιεργάζεται τὸ λουτρό, ποὺ ἔκτιζαν οἱ τεχνίτες. Καθὼς τὸ παρατηροῦσε, πρόσεξε, ὅτι ὅλη αὐτὴ ἡ οἰκοδομὴ εἶχε δύο μόνο παράθυρα. Ρώτησε τοὺς κτίστες «γιατί δὲν ἐκάματε καὶ ἄλλο ἕνα παράθυρο πρὸς τὸ νότιο μέρος, ὥστε νὰ φωτίζεται τὸ λουτρὸ περισσότερο;».
Γιατί αὐτὴ τὴν ἐντολὴ μᾶς ἔδωσε ὁ πατέρας σου, ἀπάντησαν. Τότε ἡ Ἁγία τους εἶπε πάλι: «θὰ κάμετε ὁπωσδήποτε καὶ τρίτο παράθυρο κι ἂν ὁ πατέρας μου σᾶς παρατηρήσει, θὰ τοῦ μιλήσω ἐγὼ καὶ θὰ τοῦ ἐξηγήσω. Ἐσεῖς δὲν θὰ ‘χετε καμία εὐθύνη». Οἱ τεχνίτες ὑπάκουσαν καὶ ἔφτιαξαν .τὸ τρίτο παράθυρο, ἐκεῖ ἀκριβῶς ποὺ τοὺς εἶπε. Βλέποντας ἡ Ἁγία τα τρία παράθυρα ἔνοιωθε ἀνεκλάλητη χαρὰ καὶ ἱκανοποίηση. Ὁ δὲ πανάγαθος καὶ ἐλεήμων θεός, φώτιζε συνεχῶς τὴν ψυχή της, γέμιζε μὲ ’γιο Πνεῦμα τὴν καρδιά της καὶ μεγάλωνε τὸ θάρρος καὶ τὴν παρρησία της, γιὰ νὰ ὁμολογήσει πέρα γιὰ πέρα τὴν ἀλήθεια καὶ τὸν Ἀγαπημένο τῆς Νυμφίο, τὸν Κύριο ἠμῶν Ἰησοῦ Χριστό. Κάποια φορᾶ, ποὺ κατέβηκε νὰ δεῖ τὸ λουτρό, στάθηκε στὸ σημεῖο ποὺ ἦταν ἡ κολυμβήθρα του, Ἀνατολικά, καὶ χάραξε μὲ τὸ δάκτυλό της πάνω στὸ μάρμαρο τὸ σημεῖο τοῦ Τιμίου καὶ Ζωοποιοῦ Σταυροῦ. Καὶ ὢ τοῦ θαύματος! Σὰν νὰ ἦταν τὸ δάκτυλό της μιὰ σμίλη ἀπὸ σίδερο καὶ ἄνοιξε, τόσο βαθὺ λάξευμα στὸ μάρμαρο, ὥστε τὸ σημεῖο ἐκεῖνο τοῦ Σταυροῦ νὰ φαίνεται καὶ νὰ ὑπάρχει μέχρι σήμερα, γιὰ νὰ κηρύττεται συνέχεια ἡ θαυματουργικὴ θεία δύναμη, καὶ νὰ δοξάζεται ἡ ἀδιαίρετη καὶ ὁμοούσια Ἁγία Τριάδα. Καὶ ὄχι μόνο σώζεται μέχρι σήμερα τὸ λουτρὸ ἐκεῖνο, μὲ τὰ τρία παράθυρα καὶ τὸν χαραγμένο ἀπὸ τὴν ἁγία Σταυρό, ἀλλὰ καὶ κάνει μέχρι σήμερα θαυματουργικὲς θεραπεῖες σὲ Ἀρρώστους ἀπὸ διάφορες ἀρρώστιες, ὅταν προσέρχονται μὲ πίστη.
Μετὰ ἀπὸ λίγο καιρὸ ἐπανῆλθε ὁ πατέρας τῆς Διόσκορος ἀπὸ τὸ ταξίδι του καὶ βλέποντας τὸ τρίτο παράθυρο στὸ λουτρὸ ἀπόρησε. Φώναξε ἀμέσως τοὺς τεχνίτες καὶ τοὺς παρατήρησε αὐστηρά, γιατί παραβήκανε τὴν ἐντολή του, καὶ κάμανε τρία παράθυρα στὸ λουτρό. Ἀπὸ ἐδῶ καὶ πέρα ἀρχίζει ἡ φρικτὴ μαρτυρικὴ ζωὴ καὶ τὸ σύντομο τέλος τῆς σεμνῆς καὶ ἐνάρετης Βαρβάρας. Ἀπολογεῖται στὸν πατέρα της γιὰ τὴν κατασκευὴ τῶν τριῶν παραθύρων καὶ τοῦ τονίζει ὅτι, «μὲ τὰ τρία παράθυρα τὸ λουτρὸ φωτίζεται, καλύτερα, καὶ οἱ τρεῖς θυρίδες φωτίζουν πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τὸν κόσμον». Σ’ ἕνα τροπάριο τῆς ἀκολουθίας της, στὴν Ἐ’ ὠδή, χαρακτηριστικὰ ἀναφέρεται αὐτὸ τὸ γεγονὸς ὡς ἑξῆς: «θυρίσι τρισί, τὸ λουτρὸν φωτίζεσθαι κελεύσασα, μυστικῶς διέγραψας, βάπτισμα Βαρβάρα τῆς Τριάδος φωτί, τῶν ψυχῶν σελασφόρον, ὑπάρχον καθαρτήριον». Δηλαδή, διατάζοντας νὰ φωτίζεται τὸ λουτρὸ μὲ τρία παράθυρα, σχεδίασες μὲ μυστικὸ τρόπο Βαρβάρα, τὸ βάπτισμα, στὸ φῶς τῆς Ἁγίας Τριάδος, ποὺ καθαρίζει καὶ φέρνει λάμψη στὶς ψυχές.
Μ’ αὐτὸ τὸ συμβολισμὸ ἡ Ἁγία, ἀποκάλυψε μὲ περίσσιο θάρρος καὶ παρρησία στὸν πατέρα της, τὴν πίστη καὶ ἀφοσίωσή της στὸν Τριαδικὸ Θεὸ τῶν χριστιανῶν, ἀλλά, καὶ τὴ σφοδρὴ καὶ πλήρη ἀντίθεσή της στοὺς θεοὺς τῶν εἰδώλων. «Τετρωμένη τοῦ πόθου σου, ὡς νυμφίου Δέσποτα, τῷ γλυκυτάτω βέλει, ἡ ἀθληφόρος Βαρβάρα ἅπασαν, πατρικὴν ἀθεΐαν ἐβδελύξατο». Τροπάριο τῆς γ’ ὠδῆς. Δηλαδή, πληγωμένη, Κύριε, μὲ τὸ γλυκύτατο βέλος τῆς ἀγάπης Σου ὡς νυμφίου, ἡ ἀθληφόρος Βαρβάρα σιχάθηκε (μίσησε) ὅλη τὴν πατρικὴ ἀσέβεια (τὴν λατρεία τῶν εἰδώλων).
Ὁ Διόσκορος δὲν μποροῦσε νὰ τὸ πιστέψει. Ζήτησε, λοιπόν, ἀπὸ τὴν κόρη τοῦ καθαρὴ ὁμολογία. Ἡ Βαρβάρα δὲν εἶχε κανένα λόγο νὰ προσποιηθεῖ καὶ νὰ πεῖ ψέματα. Εἶπε λοιπὸν στὸν πατέρα τῆς καθαρά, πὼς γνώρισε καὶ ἀγάπησε τὴ χριστιανικὴ πίστη, καὶ πώς, μὲ τὴν πίστη αὐτή, γέμισε ἡ διάνοιά της ἀπὸ φῶς, ἡ καρδιά της ἀπὸ ἁγνότητα καὶ τὸ πνεῦμα της ἀπὸ ἐπανάπαυση.
Στὸ ἄκουσμα ὅλων αὐτῶν ὁ Διόσκορος, ξέσπασε σὲ νευρικὰ γέλια. Ἦταν δυνατό, ἡ μονάκριβη κόρη του, τὸ γέμισμα τῆς καρδιᾶς του, ἡ μοναδική του χαρά, τὸ ἴνδαλμά του, ἡ μόνη του παρηγοριά, νὰ γίνει χριστιανή; Οἱ ὑποψίες καὶ οἱ φόβοι τοῦ βγῆκαν ἀληθινοί; Δὲν μποροῦσε μὲ τίποτα νὰ τὸ πιστέψει.
Γι’ αὐτὸ ἐξόρκισε τὴ Βαρβάρα, νὰ ἀφήσει τὰ ἀστεῖα, καὶ νὰ τὸν ἀκολουθήσει τὴν ἑπομένη σὲ μιὰ εἰδωλολατρικὴ τελετή.
Σὲ σέβομαι πατέρα καὶ σὲ ὑπακούω, τοῦ εἶπε. Γνώριζε ὅμως, ὅτι ὁριστικὰ πιὰ δὲν ἔχω καμιὰ σχέση μὲ τὴν εἰδωλολατρία, καὶ τὸ καθῆκον μου ἀπέναντι στὸ Χριστό, δὲν μοῦ ἐπιτρέπει καμιὰ συμμετοχὴ καὶ παρουσία στὰ πανηγύρια τῶν εἰδώλων. «Οὐ τρυφῆς ἢ τερπνότης, οὐκ ἄνθος κάλλους πλοῦτος τέ, οὒχ ἠδοναὶ νεότητος, ἔθελξάν σε Βαρβάρα ἔνδοξε, τῷ Χριστῷ νυμφευθεῖσα καλλιπάρθενε». Τροπάριο τῆς γ΄ ὠδῆς τῆς ἀκολουθίας της. Δηλαδὴ δὲν σὲ ἔθελξαν ἔνδοξη Βαρβάρα οὔτε ἡ γλυκύτητα τῆς ἀπολαύσεως, οὔτε ἡ λάμψη τῆς ὀμορφιᾶς καὶ ὁ πλοῦτος, οὔτε οἱ ἡδονὲς τῆς νεότητος, ἀφοῦ εἶχες νυμφευθεῖ τὸ Χριστὸ ὡραία παρθένε.
Τὴ στιγμὴ αὐτὴ ὁ Διόσκορος, βλέποντας τὴν ἀμετάτρεπτη ἀπόφαση τῆς κόρης του, φούντωσε ἀπὸ τὸ κακό του. Κορυφώθηκε ὁ εἰδωλολατρικὸς φανατισμός του. ’δειασε ἡ καρδιά του ἀπὸ κάθε πατρικὴ στοργὴ καὶ ὅλη ἡ ἀγάπη του γιὰ τὴ Βαρβάρα μετατράπηκε σὲ λυσσαλέο μίσος. Τὴν ἔβρισε σκαιότατα. Λησμόνησε πέρα γιὰ πέρα, ὅτι ἦταν τὸ σπλάχνο του. Μὲ γεμάτα τα μάτια ἀπὸ χολὴ καὶ τὴν καρδιά του ἀπὸ φαρμάκι, σήκωσε τὸ ξίφος του νὰ τὴν σκοτώσει.
Συγκρατήθηκε ὅμως. Καὶ ἔδωσε ἐντολὴ νὰ τὴν περιορίσουν πολὺ αὐστηρά. Ἡ σεμνότατη μάρτυς Βαρβάρα ἐμποδίζεται, περιωρισμένη τώρα μέσα στὰ σίδερα καὶ κάτω ἀπ’ τὰ μάτια τῶν φρουρῶν της, νὰ ἐκτελέσει τὰ θρησκευτικά της καθήκοντα, καὶ ὄχι μόνο αὐτό, ἀλλὰ ἦταν ὑποχρεωμένη νὰ ἀκούει ὁλόγυρά της βλασφημίες καὶ κάθε εἴδους βρισιὲς κατὰ τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὴ ἡ φοβερὴ δυσκολία, τὴν ἔβαλε σὲ σκέψη, νὰ δραπετεύσει ἀπὸ τὸν πύργο. Ἔτσι καὶ ἔγινε. Κατόρθωσε μὲ τὴ βοήθεια κάποιας πιστῆς της ὑπηρέτριας, νὰ δραπετεύσει καὶ νὰ καταφύγει στὸ πιὸ κοντινὸ ὅρος, ἴσως στὸν Ἀντιλίβανο. Μόλις ἔφτασε ἐκεῖ, σήκωσε τὰ χέρια στὸν οὐρανό, ζήτησε τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ, νὰ τὴ γλυτώσει χέρια τοῦ τύραννου πατέρα της. Καὶ ὁ θεῖος δημιουργός της δὲν ἄργησε καθόλου νὰ ἀπαντήσει στὴν προσευχή της. Ὅπως ἄλλοτε, ἔσκισε μιὰ πέτρα στὰ δύο καὶ ἔκρυψε καὶ διέσωσε τὴν πρωτομάρτυρα Ἁγία Θέκλα, ἔτσι μὲ ὅμοιο θαῦμα ἔσωσε καί, τὴν ’για Βαρβάρα ἀπὸ τὰ φονικὰ χέρια τοῦ πατέρα της, ποὺ ἔτρεχε συνέχεια καταπάνω της νὰ τὴν συλλάβει. Νά, πὼς διατυπώνει τὸ θαῦμα αὐτὸ ὁ ὑμνογράφος τῆς Ἁγίας στὸ β’ τροπάριο τῆς ἐ’ ὠδῆς: «Μανίαν δεινήν του πατρὸς ἐκκλίνουσαν, Βαρβάραν σχισθὲν εὐθὺς ὑπεδέξατο, ὅρος ὥσπερ πάλαι τὴν ἀοίδιμον πρωτομάρτυρα Θέκλαν. Χριστοῦ τερατουργήσαντος». Δηλαδή, τὴν Βαρβάραν ποὺ προσπαθοῦσε νὰ ἀποφύγει τὴν φοβερὴ μανία τοῦ πατέρα της, τὴν δέχθηκε ἀμέσως μὲ τὸ σχίσιμό του κάποιο βουνό, ὅπως ἔγινε παλιότερα μὲ τὴν περίφημη πρωτομάρτυρα Θέκλα, μὲ θαῦμα τοῦ Χριστοῦ.
Καὶ ἐνῶ, ἀπὸ τὸ θαῦμα αὐτό, τὴν ἔχασε ὁ αἱμοβόρος πατέρας της ἀπὸ τὰ μάτια του, δὲν γύρισε πίσω, ἀλλὰ συνέχισε νὰ ψάχνει γιὰ νὰ τὴν βρεῖ. Καθὼς ἔψαχνε, συνάντησε δυὸ βοσκούς. Ἔβοσκαν τὰ πρόβατά τους στὸν τόπο ἐκεῖνο, καὶ τοὺς ρώτησε, ἂν εἶδαν ποὺ κρύφτηκε μιὰ νέα γιατί ἦταν ἡ κόρη του. Ὁ ἕνας βοσκός, ἄνθρωπος καλοκάγαθος, δὲν θέλησε νὰ γίνει προδότης, καὶ δὲν θέλησε νὰ πεῖ τὴν ἀλήθεια. Δὲν τὴν εἶδα καθόλου, τοῦ εἶπε. Προτίμησε ὁ εὐλογημένος νὰ πεῖ ψέμα, ποὺ θὰ ἦταν σωτήριο, παρὰ ἀλήθεια βλαπτική. Ὁ ἄλλος βοσκός, ἄθλιος, πονηρὸς καὶ ἀπάνθρωπος, γιὰ νὰ μὴ χάσει ἀμοιβή, ποὺ τοῦ ὑποσχέθηκε ὁ διώκτης πατέρας, δὲν μίλησε μέν, ἀλλ’ ὅμως μὲ τὸ δάκτυλό του, ἔδειξε στὸν Διόσκορο τὸ σημεῖο, ποὺ μὲ τὸ θαυμαστὸ τρόπο κρύφτηκε ἡ κόρη του. Κατὰ τὴν παράδοση, ἡ θεία Δίκη, τιμώρησε ἀμέσως τὸν προδότη βοσκὸ καὶ μονομιᾶς τὰ πρόβατά του ἔγιναν κάνθαροι. Στὸ γεγονὸς αὐτό, σίγουρα, ὀφείλεται καὶ τὸ ὅτι τὸ Νοσοκομεῖο λοιμωδῶν νόσων, στὴν Ἁγία Βαρβάρα Δαφνιού, ὀνομάζεται «Κάνθαρος».
Ἡ καταδίωξη τοῦ Διόσκορου πέτυχε.
Μετὰ ἀπὸ λίγο συνέλαβε τὴν κόρη του. Δὲν ἦταν ὅμως πιὰ πατέρας οὔτε κατὰ ἴχνος, ἀλλὰ σωστὸς τύραννος, γεμάτος παραφορὰ καὶ μίσος καὶ πάθος ἐκδικητικό. ?Λοιπόν, τῆς λέγει, ἐξακολουθεῖς νὰ ἐπιμένεις; Ἡ Ἁγία τὸν κοίταξε καλὰ ? καλὰ μὲ λύπη καὶ σταθερά του ἀπάντησε. ?Δὲν μπορῶ πατέρα νὰ ἀρνηθῶ τὸν ἀληθινὸ Θεό. Τότε ἐκεῖνος τὴν ἅρπαξε ἀπ’ τὰ μαλλιά, μὲ μανία λιονταριοῦ, τὴν τίναξε πολλὲς φορὲς καὶ μὲ σφοδρὴ καὶ βίαιη πτώση τὴν ἔριξε κάτω στὴ γῆ. Γιὰ μιὰ στιγμὴ τὸν κατάλαβε φονικὴ ὁρμή, νὰ τὴν σκοτώσει μὲ κλωτσιές, ἢ νὰ τῆς συντρίψει τὴν κεφαλὴ μὲ κάποια πέτρα. Συγκρατήθηκε ὅμως, σὰ νὰ εἶχε κάποια ἐλπίδα. Ἔδωσε ἐντολὴ νὰ τὴ σηκώσουν ἀπὸ κάτω. Τὴν ἐπίασε μὲ τὰ χέρια του, σύροντας τὴν βίαια, τὴν ὁδήγησε ξανὰ στὸν πύργο. Ἐκεῖ τὴν ἔκλεισε σ’ ἕνα μικρὸ δωμάτιο μὲ σιδερένια κάγκελα καὶ ἔβαλε φρουροὺς νὰ τὴ φυλᾶνε. Πέρασε ἔτσι ἕνας μήνας. Κάθε δυὸ μέρες ὁ Διόσκορος ἔπαιρνε μαζί του καὶ ἕναν ἱερέα τῆς εἰδωλολατρίας καὶ προσπαθοῦσε νὰ ἀλλάξει τὴ γνώμη τῆς κόρης του. Ἡ θεοκλητὴ ὅμως Βαρβάρα, δὲν δεχόταν καθόλου νὰ ἀκούσει τὶς εἰδωλολατρικὲς διδασκαλίες καὶ ὑποστήριζε ἀλύγιστα τὴν πίστη της στὸ Χριστὸ καὶ τὸ Εὐαγγέλιό του.
Ὅταν ὁ Διόσκορος διαπίστωσε, ὅτι, κι αὐτή του ἡ προσπάθεια, νὰ μεταπείσει τὴν κόρη του, ἀπέβη ἄκαρπη, τότε τὴν κατήγγειλε στὸν ἡγεμόνα Μαρκιανό, μὲ τὴν κατηγορία, ὅτι βρίζει μὲ σκαιότητα τὰ εἴδωλα, καὶ τὸν ἐξόρκισε στὴ δύναμη τῶν θεῶν τους, νὰ μὴ τὴν λυπηθεῖ καθόλου, ἀλλὰ νὰ τὴν βασανίσει μὲ κάθε εἴδους βία καὶ σκληρὰ βασανιστήρια, μέχρι θανάτου. Ὁ Μαρκιανὸς κάθισε στὴν ἕδρα τοῦ δικαστηρίου καὶ ἔδωσε ἐντολὴ νὰ φέρουν τὴ Βαρβάρα μπροστά του.
Ὅταν τὴν εἶδε, μὲ τόση καταπληκτικὴ ὀμορφιά, μιὰ νέα γεμάτη ἀπὸ εὐγένεια καὶ σεμνότητα, ἔμεινε ἐκστατικὸς καὶ καταλήφθηκε ἀπὸ οἶκτο. Μιὰ τέτοια νέα, θὰ ἦταν κρίμα νὰ βασανιστεῖ καὶ μάλιστα μέχρι θανάτου. Προσπάθησε μὲ ὅλες του τὶς δυνάμεις, μὲ συμβουλές, μὲ ὑποσχέσεις καὶ μὲ ἀπειλὲς νὰ τὴν πείσει νὰ ἀρνηθεῖ τὸ Χριστό, ἀλλὰ μάταια. «Λυπήσου τοὺς γονεῖς σου», τῆς εἶπε. Ἡ ἀνδρόφρων Ἁγία δὲν δελεάστηκε ἀπὸ τίποτα. Οὔτε τὴν τρόμαζε καμμιὰ ἀπειλῆ. Ἤλεγξε μάλιστα μὲ δριμύτητα τὸ ψεῦδος τῶν εἰδώλων καὶ ὑπεραμύνθηκε τῆς ἀλήθειας τοῦ Χριστοῦ. Εἶμαι χριστιανὴ ἀπαντοῦσε, καὶ δὲν θὰ μπορέσει νὰ μὲ ἀλλάξει κανείς. Τότε ὁ Μαρκιανός, ἔξω φρενῶν, ἔδωσε ἐντολή, νὰ ἀρχίσουν τὰ φοβερὰ βασανιστήρια. Μπροστὰ στὰ σκληρὰ καὶ ἄπονα μάτια τοῦ πατέρα της, τὴν γύμνωσαν, τὴν χτύπησαν μὲ σκληρὰ βούνευρα χωρὶς ἔλεος, καὶ γιὰ νὰ τὴν χάνουν νὰ νοιώθει τοὺς πόνους πιὸ δριμεῖς, ἔτριβαν τὶς πληγές της μὲ τρίχινα ροῦχα. «Αἰκισμοῖς ἀφειδῶς καταξαίνεσθαι, ράχεσι τριχίνοις ἐντόνως τὲ τρίβεσθαι διὰ Χριστὸν ἡ ἄμεμπτος», ἀναφέρεται στὴν Ἀκολουθία της, τροπάριο τῆς στ’ ὠδῆς. Δηλαδή, ἡ ἀθλήτρια παρέδωσε τὸ σῶμα της νὰ κατασπαραχθεῖ μὲ πάμπολλα βασανιστήρια καὶ νὰ τριφτεῖ δυνατὰ μὲ τρίχινα κουρέλια. Καὶ ὅλα αὐτὰ τὰ ὑπέστη γιὰ τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ ἡ ἄμεμπτη.
Τόση ἦταν ἡ μαστίγωση, ποὺ τὸ ἅγιο ἐκεῖνο σῶμα καταπληγώθηκε, καὶ κατατρυπήθηκε, καὶ ἀπὸ τὸ ἄσπιλο αἷμα τῶν πληγῶν τῆς κατακοκκίνησε τὸ μέρος τῆς γῆς, ποὺ τὴ βασάνιζαν. Μετὰ ἀπὸ πολύωρα καὶ σκληρὰ βασανιστήρια τὴν κλείσανε προσωρινὰ στὴ φυλακή, γιὰ νὰ τὴν ἀνακρίνουν καὶ πάλι μὲ τὴν ἐλπίδα, ὅτι μιὰ δεύτερη ἀνάκριση, καὶ ἕνα πιὸ σκληρὸ μαρτύριο, θὰ τὴν ἔκαναν νὰ ἀλλάζει γνώμη, νὰ ἀρνηθεῖ τὸ Χριστό, νὰ προσκυνήσει καὶ νὰ θυσιάσει στοὺς ψευτοθεούς. Τὰ μεσάνυχτα, καὶ ἐνῶ ἡ Ἁγία ἦταν ἄγρυπνη καὶ προσευχόταν, ξαφνικά το δεσμωτήριο καταφωτίστηκε ἀπὸ δυνατὸ καὶ γλυκύτατο φῶς. Καὶ ἀκούστηκε παρήγορη φωνὴ ποὺ ἔδινε θάρρος στὴν Ἁγία. Μονομιᾶς θεραπεύτηκαν ὅλα τα τραύματά της καὶ ἡ ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα τῆς πῆραν οὐράνια βοήθεια καὶ δύναμη. Ἡ ὀμορφιὰ τῆς ἔγινε ἀκόμα πιὸ λαμπρή, ποὺ κατέπληξε τοὺς τυφλοὺς καὶ ἀμετανόητους τυράννους της.
Καὶ ἀπ’ αὐτὰ τὰ ὁλοφάνερα σημεῖα τοῦ οὐρανοῦ, δυνάμωσε πιὸ πολὺ ἡ καλλίνικη Μεγαλομάρτυς Βαρβάρα, ἀπόκτησε μεγαλύτερη καρτερία καὶ ὑπομονή. Δὲν ἀνησυχοῦσε γιὰ τίποτα. Ἤξερε, ὅτι βαδίζει πολὺ γρήγορα, γιὰ νὰ φτάσει κοντὰ στὸ Νυμφίο τῆς Χριστό, ὅπου, τὶς ψυχὲς δὲν μπορεῖ νὰ ἀγγίξει πιὰ καμιὰ βάσανος.
Ἔνοιωθε ἀφάνταστα χαρούμενη. Χαιρόταν μὲ τὰ παθήματά της καὶ ἔνοιωθε βαθειὰ τὴ χάρη τοῦ οὐρανοῦ ὄχι μόνο νὰ πιστεύει στὸ Χριστό, ἀλλὰ καὶ νὰ πάσχει γιὰ τὸ Χριστό. Περίμενε μὲ χαρά, σὰ νὰ πήγαινε γιὰ γάμο, νέα βασανιστήρια, δριμύτερα καὶ σκληρότερα ἀπὸ πρίν.
Ἀρχίζει ὁ δικαστὴς τὴ δεύτερη ἐξέταση, ὅλοι, ποὺ ἦταν στὸ δικαστήριο, ὅταν εἶδαν τὴν πολυβασανισμένη Μάρτυρα ὑγιέστατη, χωρὶς καμιὰ πληγῆ, ἔμειναν ἄφωνοι, ἀλλὰ καὶ μὲ τὸ νοῦ ἀφώτιστο. Ὁ ἄσεβης Μαρκιανός, τυφλὸς ἀπὸ τὴν πλάνη τῶν εἰδώλων, προσπάθησε νὰ πείσει τὴν ἁγία, ὅτι οἱ θεοὶ τοῦ τὴ λυπήθηκαν καὶ τῆς γιάτρεψαν τὶς πληγές. -Οἱ θεοί σου εἶναι τυφλοὶ καὶ ἀδύνατοι, ὅπως εἶσαι κι ἐσύ, καὶ ἔχουν ἀνάγκη αὐτοὶ ἀπ’ τοὺς Ἀνθρώπους. Μὲ θεράπευσε ὁ Χριστός, ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος, ποὺ τὰ γεμάτα ἀπὸ τὸ σκοτάδι τῆς ἀσέβειας μάτια σου, δὲν μποροῦν νὰ Τὸν δοῦν, νὰ Τὸν γνωρίσουν, νὰ Τὸν Ἀγαπήσουν, γιὰ νὰ σὲ σώσει.
Στὸ ἄκουσμα τῶν θαρραλέων αὐτῶν λόγων τῆς Ἁγίας, ἐξοργίστηκε ὁ Μαρκιανὸς τόσο, ποὺ ξεπέρασε σὲ θηριωδία καὶ τὸ λιοντάρι καὶ τὴν τίγρη, καὶ ἔδωσε ἀμέσως ἐντολή, νὰ τῆς καταξεσχίσουν τὶς σάρκες μὲ σιδερένια νύχια καὶ μὲ ἀναμμένες λαμπάδες νὰ καῖνε τὰ ξεσχισμένα μέλη της καὶ νὰ χτυποῦν μὲ σφυρὶ τὴν κεφαλή της. Ὁ ὑμνογράφος τῆς Ἀκολουθίας της στὴν ζ’ ὠδὴ διατυπώνει ὡς ἑξῆς τὸ φρικτὸ αὐτὸ βασανισμό: «Πληγαῖς ἀφορήτοις σου καταξανθέντος, τοῦ σώματος ὅλου τέ, βαφέντος ἐν αἱμάτων ροαῖς, λαμπάσιν ὑπέμεινας, φλογιζομένη πλευρᾶς, μάρτυς παναοίδιμε, Χριστῷ εὐχαριστοῦσα, Βαρβάρα ἔνδοξε». Δηλαδή, ἐνῶ μὲ ἀφόρητα κτυπήματα εἶχε καταξεσχισθεῖ ὅλο σου τὸ σῶμα καὶ εἶχε βαφτεῖ μὲ τὶς ροὲς τῶν αἱμάτων, ἔδειξες ὑπομονὴ καὶ ὅταν ἔκαιγαν μὲ λαμπάδες τὶς πλευρές σου, ὀνομαστῆ μάρτυς, εὐχαριστώντας τὸν Χριστὸ ἔνδοξη Βαρβάρα.
Στὸ σημεῖο αὐτὸ τοῦ ὑπερθηριώδη αὐτοῦ βασανισμοῦ, παρουσιάζεται καὶ δεύτερή του Χριστοῦ Μάρτυς. Εἶναι ἡ θεοσεβὴς καὶ ἐνάρετη Ἰουλιανή. Ἡ ἀγαθὴ Ἰουλιανή, ἦταν χριστιανὴ ἀπὸ πολὺ καιρό. Παρακολουθοῦσε ἀπ’ τὴν ἀρχὴ τὰ μαρτύρια τῆς Ἁγίας Βαρβάρας. Εἶδε καὶ ἔμαθε γιὰ ὅλα τα θαύματα ποὺ ἔκανε ὁ Χριστὸς ἐπάνω της. Τώρα ὅμως, βλέποντας ἐκεῖνο τὸ μαρτύριο, βλέποντας νὰ τρέχει ἄφθονό το αἷμα τῆς Ἁγίας ἀπὸ ὅλο το σῶμα καὶ τὴν κεφαλή της, δὲν ἄντεξε ἡ καρδιὰ τῆς τὸν πόνο, καὶ ἄρχισε νὰ κλαίει γοερὰ καὶ ἀπαρηγόρητα.
Ὅταν τὴν εἶδε ὁ Μαρκιανὸς νὰ κλαίει, τὴ ρώτησε ποιὰ εἶναι.
– Εἶμαι χριστιανή, τοῦ ἀπάντησε, καὶ κλαίω ἀπὸ ἀγάπη καὶ πόνο γιὰ τὰ μαρτύρια τῆς καλλιπάρθενης Βαρβάρας. Ἀμέσως ὁ ἀσεβὴς διέταξε νὰ κρεμάσουν τὴν Ἰουλιανὴ κοντὰ στὴ Βαρβάρα, νὰ τῆς ξεσχίσουν καὶ αὐτῆς τὶς σάρκες καὶ νὰ τὶς καῖνε μὲ ἀναμμένες λαμπάδες. Βλέποντας ὁ σκληρόκαρδος ἐκεῖνος τύραννος τὴν ὑπομονὴ καὶ ἀντοχὴ καὶ τῶν δύο Μαρτύρων γυναικών, στὰ τόσα καὶ τέτοια βασανιστήρια, διέταξε νὰ κόψουν τοὺς μαστοὺς καὶ τῶν δύο· «ὢ τῆς ἀπανθρώπου τὲ καὶ ἀναλγήτου, τυράννων ὠμότητος, καὶ πλείστης ἀθεότητος! μαστοὺς γὰρ τῆς μάρτυρος, ὡς ἐν μακέλλω δεινῶς, ξίφεσι κατέτεμνον…», ἔτσι περιγράφει ὁ ὑμνογράφος τῆς τὸ γεγονὸς σ’ ἕνα τροπάριο τῆς ζ’ ὠδῆς. Δηλαδή, ὢ ἀπάνθρωπη καὶ ἄπονη σκληρότητα καὶ Ὑπερβολικὴ ἀσέβεια τῶν τυράννων. Σὰ νὰ βρισκόντουσαν σὲ κρεοπωλεῖο ἀπέκοψαν τελείως μὲ ξίφη τοὺς μαστοὺς τῆς μάρτυρος, ἡ ὁποία προσήλωνε τὸ νοῦ της στὸ ζωοδότη Χριστό. Οὔτε ὅμως ἡ ἀποκοπὴ τῶν μαστῶν τῶν δύο γυναικὼν μπόρεσε νὰ ἀλλάξει τὴν ἀπόφασή τους, νὰ μαρτυρήσουν καὶ νὰ ὑποστοῦν τὰ πάντα γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χρίστου.
Ἀφοῦ εἶδε ὁ τύραννος νὰ ὑπομένουν καὶ αὐτὴ τὴν τρομερὴ βάσανο διέταξε, τὴν μὲν Ἰουλιανὴ νὰ τὴν βάλουν στὴ φυλακή, τὴν δὲ Βαρβάρα, νὰ τὴν ξεγυμνώσουν τελείως, νὰ τὴν γυρίζουν σὲ ὅλη τὴν πόλη γυμνή, συνάμα δὲ καὶ νὰ τὴν δέρνουν συνεχῶς. Μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο θέλησαν νὰ τὴν πληγώσουν πιὸ πολύ, καὶ νὰ ἐκθέσουν τὴ σεμνότητα αὐτῆς τῆς παρθένου, τῆς κόρης, τῆς ὁσίας, ποὺ ὅπως λέγει, ὁ ’γιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, στὸ ἐγκώμιό του, γιὰ τὴν Ἁγία, «οὐδὲ αὐτὸς ὁ ἥλιος ἠδυνήθη πρότερον νὰ ἀπολαύση κατὰ κόρον». Στὸ ἄκουσμα τοῦ χειρότερου αὐτοῦ, γιὰ τὴν Ἁγία μαρτυρίου, τὸ πρόσωπό της κατακοκκίνησε καὶ φρίκη πέρασε τὸ πνεῦμα της. Ἀλλὰ ὢ Κύριε, Κύριε, σ’ Ἐσένα ἡ Βαρβάρα ἀφοσιώθηκε μὲ ὅλη τὴ διάνοια, τὴν ψυχή, τὴν καρδιὰ καὶ τὴ δύναμή της. Γιὰ Σένα ἀψήφισε τὰ πάντα, καὶ γονεῖς, καὶ νεότητα, καὶ ὀμορφιά, καὶ πλούτη καὶ μνηστεῖες, καὶ ἀναπαύσεις καὶ ἀπολαύσεις κοσμικές. Ἐσὺ ποὺ τροφοδοτεῖς καὶ κυβερνᾶς τὰ πάντα καὶ προνοεῖς γιὰ τὰ λουλούδια καὶ τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ. Ἐσύ, ποὺ εἶπες, ὅτι δὲν πέφτει οὔτε μιὰ τρίχα ἀπὸ τοὺς πιστούς Σου, χωρὶς νὰ τὸ θελήσεις. Ἐσύ, ποὺ γνωρίζεις τὰ πάντα καὶ ἐρευνᾶς καρδιὲς καὶ νεφρὰ τῶν ἀνθρώπων. Ἐσύ, εἰσάκουσε καὶ τὴν προσευχή, τὴν θερμὴ καὶ ὁλόψυχη, τῆς γενναίας ἀθλήτριας καὶ πιστῆς δούλης Σου Βαρβάρας, καὶ μὴν ἀφήσεις νὰ ἐκτεθεῖ τὸ ἁγνὸ καὶ παρθένο ἐκεῖνο σῶμα της. Μὴν ἀφήσεις, Δίκαιε, νὰ πραγματοποιηθεῖ αὐτὸ ποὺ μὲ σατανικὴ ἔμπνευση τῆς προετοιμάζουν, νὰ τὴν ἐκπομπεύσουν δηλαδὴ καὶ νὰ τὴν θεατρίσουν δημόσια. Κι ἂν δὲν ὑπάρχει ἄλλος τρόπος, Κύριε, νὰ τὴν διαφυλάξει, κόψε μονομιᾶς τὸ νῆμα τῆς ζωῆς της, καὶ γλύτωσε τὴν. Ὁ γεμάτος ἀγάπη Θεός, δὲν ἀργοπόρησε καθόλου, ἄκουσε ἀμέσως τὴν προσευχή της, καὶ ὢ τοῦ θαύματος, ἐνῶ τῆς ἀφαιροῦσαν τὰ ροῦχα, ἡ γύμνωσή της δὲν φαινόταν. Κατὰ τρόπο ἀνεξήγητο ἄλλα ροῦχα, πιὸ ὡραῖα ἀντικαθιστοῦσαν ἐκεῖνα ποὺ μὲ λυσσώδη μανία τῆς ἀφαιροῦσαν καὶ ξέσχιζαν. Ὁ ’γιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς διατυπώνει τὸ θαῦμα ὡς ἑξῆς: «Χάριτος περιβολὴ ὅλην ὁ Χριστὸς περιστείλας τὴν οἰκείαν ἀθλήτριαν, τὴν θέαν τοῖς αἰσχροῖς καὶ ἀσελγέσι καὶ μυσαροῖς διετείχωσε καὶ ἄπρακτον αὐτῶν τὴν ἐπίνοιαν δέδειχε καὶ τῆς προσδοκίας παρέσφηλεν».
Δηλαδὴ ἀφοῦ ὁ Χριστὸς περιτύλιξε τὴ δική Του ἀθλήτρια μὲ τὸ ἔνδυμα τῆς χάριτος, ἐμπόδισε σὰν μὲ τεῖχος τὸ θέαμα, (τῆς γυμνώσεως), ἀπὸ τοὺς αἰσχροὺς καὶ ἀκόλαστους καὶ ἀκάθαρτους, καὶ ἀπόδειξε τὴ σκέψη τοὺς ἀνώφελη, καὶ ἔκανε νὰ χαθεῖ ἡ ἀνίερη ἐλπίδα τους γιὰ τὸ θέαμα.
Γιὰ τὸ ἴδιο θαῦμα ὁ Συμεὼν ὁ Μεταφραστὴς γράφει: «ἀόρατον στολὴν αὐτὴ περιέθηκε». Ὁ Χριστὸς δηλαδή, γιὰ νὰ σκεπάσει καὶ προστατεύσει τὴ σεμνότητα καὶ ἁγνότητα τῆς καλλινίκου Μάρτυρός Του, τὴν περιέβαλε μὲ στολὴ ποὺ δὲν φαινόταν. Νὰ πὼς ὁ ὑμνογράφος συνθέτει αὐτὸ τὸ θαυμαστὸ γεγονὸς σὲ ἕνα τροπάριό της η’ ὠδῆς: «Ἄγγελος φαιδρός, στολὴν φωτοειδή σε, διὰ Χριστὸν γεγυμνωμένην σεμνή, Βαρβάρα ἠμφίασε, καὶ ὡς νύμφη περιήγαγε. Τὰ πάθη τὴ ἐσθήτι γάρ, μάρτυς συνεξεδύσω, θείαν ἐκστάσα ἀλλοίωσιν». Δηλαδή, λαμπρὸς ἄγγελος σὲ ἕντυσε Βαρβάρα μὲ φωτεινὴ στολή, ἐσένα ποὺ σὲ εἶχαν γυμνώσει γιὰ τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ οἱ δήμιοι, καὶ σὲ παρουσίασε σὰ νύμφη. Τὰ πάθη βέβαια μαζὶ μὲ τὰ ἐνδύματα τὰ πέταξες μάρτυς καὶ ὑπέστης θεία ἀλλαγή.
Ποιὸ ἦταν τὸ ἀποτέλεσμα ὅλου αὐτοῦ του δράματος; Ἀνίκανος, τυφλωμένος ἀπ’ τὸ σκοτάδι τῆς εἰδωλολατρίας ὁ Μαρκιανός, δὲν μπόρεσε νὰ ἑρμηνεύσει ὅλα ἐκεῖνα τὰ θαυμάσια καὶ ὑπερφυσικά, ποὺ εἶδαν τὰ μάτια του, καὶ νὰ δεῖ τὸ φῶς τὸ ἀληθινό, ἀλλὰ πωρώθηκε καὶ σκληρύνθηκε πιὸ πολύ, καὶ φρυάττοντας μὲ τρομακτικὴ λύσσα, πιὸ μεγάλη κι ἀπὸ τὴν τίγρη, ἔδωκε πρόσταγμα, νὰ θανατωθοῦν καὶ οἱ δύο γυναῖκες, μὲ ἀποκεφαλισμὸ διὰ ξίφους, καὶ ἡ Βαρβάρα καὶ ἡ ὁμόφρων αὐτῆς Ἰουλιανή. Σὲ ὅλες αὐτὲς τὶς τιμωρίες καὶ τοὺς βασανισμοὺς ποὺ ὑπέστη ἡ ’για, ἔνδοξη καὶ μεγαλομάρτυς Βαρβάρα, ἦταν μπροστὰ καὶ ὁ τυφλὸς ἀπὸ τὸ πάθος καὶ ἄσπλαχνος πατέρας τῆς Διόσκορος. Ὄχι μόνο δὲν πόνεσε ἀλλ’ οὔτε καν λυπήθηκε τὴν κόρη τοῦ ὁ ὑπερθηριώδης. Δὲν χόρτασε ἡ αἱμοβόρα καρδιά του ἀπὸ ὅλα ἐκεῖνα τὰ κολαστήρια καὶ τοὺς ξεσχισμοὺς τῆς σάρκας, ποὺ δοκίμασε ἀλύγιστα ἡ Ἁγία, ἀλλὰ νόμισε, ὅτι θὰ τὸν κατηγοροῦσαν, σὰν ἄνανδρο, καὶ μὲ ἀδύνατη ψυχή, ἂν ἄφηνε νὰ θανατώσει ἄλλος τὴν κόρη του.
Καὶ ἔτσι, μόλις ὁ δικαστὴς ἔβγαλε τὴν καταδικαστικὴ ἀπόφαση, ἅρπαξε σὰ λυσσασμένο λιοντάρι τὴν κόρη του γιὰ νὰ τὴν ὁδηγήση στὸν τόπο τοῦ ἀποκεφαλισμοῦ καὶ νὰ τὴ φονεύσει ὁ ἴδιος μὲ τὰ καταραμένα χέρια του. Ἡ Ἁγία, χωρὶς νὰ τοῦ καταλογίσει καθόλου τὴν τόση σκληρότητά του εἶπε μὲ πολλὴ συμπάθεια καὶ τρυφερότητα: «πατέρα μου»! Ὢ λόγια, χειρότερα ἀπὸ ξίφος καὶ λόγχη! Ω καὶ τί δὲν κρύβουν μέσα τους αὐτὰ τὰ λόγια! Κρύβουν τὴ λύπη της γιὰ τὸ κατάντημά του, ποὺ ὕστερα ἀπὸ τόσα ὑπερφυσικὰ ποὺ εἶδαν τὰ μάτια του, δὲν συνῆλθε, νὰ πιστέψει καὶ αὐτὸς στὸ Χριστὸ καὶ νὰ σωθεῖ. Ἀλλὰ ἀκόμα πιὸ πολὺ καὶ κυρίως κρύβουν τὴ συγγνώμη καὶ τὴν ἀγάπη, τὴ συγχώρηση στὸ φονιὰ πατέρα. Ἐδῶ εἶναι ἡ ἄφθαστη τελειότητα τῆς Ἁγίας.
Εἶναι ἡ ἐφαρμογὴ τῆς τρομερῆς ἐκείνης διακήρυξης τοῦ Χριστοῦ καὶ τὸ πρωτάκουστο μήνυμά του πάνω στὴ γῆ: «ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν». Ὅσο κι ἂν εἶναι πολὺ στενό το μονοπάτι τῆς συγγνώμης ὅμως εἶναι καὶ τὸ πιὸ μεγάλο κατόρθωμα στὴ ζωὴ καὶ ἡ πιὸ μεγάλη νίκη καὶ τελειότητα. Δὲν ὑπάρχει πιὸ βασικὸ καθῆκον χριστιανοῦ ἀνθρώπου, οὔτε καὶ γνώρισμα ἄλλο, ἀληθινοῦ χριστιανοῦ ἀπὸ τὸ νὰ συγχωρεῖ καὶ τοὺς ἐχθρούς του ἀκόμα. Ψάξτε σ’ ὅλη τὴ γῆ, δὲν θὰ βρῆτε ἄλλο τέτοιο πραγματικὸ συμφέρον, ποὺ νὰ εἶναι μοναδικὸ καὶ στὸν οὐρανό. Ἡ συγχώρηση, εἶναι ὁ πιὸ βαρύς, ἄλλα καὶ ὁ πιὸ ὡραῖος Σταυρός, ποὺ συμβολίζει τὴν ἀποτελεσματικότερη θυσία. Ὁ ἄνθρωπος ποὺ δὲν συγχωρεῖ, ἀλλὰ ἔχει κακία καὶ ζητᾶ ἐκδίκηση, εἶναι ἀπαίσιος καὶ σκοτεινὸς σὰν τὸ διάβολο. Τὰ ἐγνώριζε πολὺ καλὰ ὅλα αὐτὰ ἡ Ἁγία. Ἔβλεπε τὸν πατέρα τῆς ἐχθρό της ἀγάπης καὶ τῆς εἰρήνης, γῆ ἔρημη ἀπὸ καλωσύνη, καὶ ἄγονη ἀπὸ φιλανθρωπία. Τὸν ἔβλεπε, ὅτι εἶχε καρδιὰ ἀπὸ γρανίτη καὶ ψυχὴ ἀπὸ μάρμαρο. Γι’ αὐτό, ἀντὶ νὰ τοῦ μιλήσει μὲ πολλὰ λόγια, ποὺ θὰ πήγαιναν χαμένα, τοῦ εἶπε μονολεκτικὰ αὐτὸ τὸ συγκλονιστικὸ «πατέρα μου»! Στὸ ἄκουσμα αὐτὸ ὁ Διόσκορος, ταράχτηκε, σὰ νὰ τὸν πλήγωσε κάτι. Ἐγὼ πατέρας σου; τῆς εἶπε ἀπειλητικά. Δὲν ἔχεις τίποτα τὸ κοινὸ μαζί μου, καὶ ἡ ψυχή μου, δὲν τρέφει τίποτα ἄλλο γιὰ σένα, ἄθλια, παρὰ μόνο μίσος. Καὶ γιὰ νὰ ξεπλύνω τὸ κακὸ ποὺ ἔκαμα μὲ τὸ νὰ σὲ γεννήσω θὰ σὲ θανατώσω ἐγὼ μὲ τὰ ἴδια μου τὰ χέρια. Αὐτὴ θὰ εἶναι καὶ ἡ μόνη μου εὐτυχία νὰ σοῦ ἀφαιρέσω ἐγὼ ὁ ἴδιος τὴ ζωή, πού σου εἶχα δώσει. Ὢ πώρωση ψυχῆς, ἀναλγησία καὶ ἀμετανοησία καρδιᾶς! Κάθε μέρα θὰ πρέπει νὰ λέει ὁ ἄνθρωπος, Θεέ μου φώτιζε τὸ μυαλό μου νὰ μὴν πωρωθῶ.
Ἀφοῦ ἔφθασαν στὸν τόπο τοῦ ἀποκεφαλισμοῦ, ἡ ἀνδρόφρων, Ἁγία Μεγαλομάρτυς Βαρβάρα, ἔκλινε τὴν ἱερή της κεφαλή, μπροστὰ στὸ ξίφος τοῦ πατέρα της καὶ δέχθηκε τὸ μαρτύριο καὶ τὸ στεφάνι τῆς ἄθλησης, τὴν δὲ Ἰουλιανή, τὴν ἴδια ὥρα, τὴν ἀποκεφάλισε ὁ δήμιος. Καὶ οἱ δύο, στεφθήκανε μὲ τὸ μαρτυρικό, ἁμαράντινο τῆς δόξας στεφάνι, ἀπὸ τὸν δίκαιο ἐπαινέτη καὶ δωρεοδότη Κύριο.
Στὴν ἱστορία τῶν ἀνθρώπων σπάνια συναντᾶ κανεὶς τέτοια θηριωδία πατέρα, σὰν αὐτὴ ποὺ ἔδειξε ὁ παιδοκτόνος πατέρας τῆς Ἁγίας καὶ πανσεβάσμιας Βαρβάρας. Γι’ αὐτό, καὶ δίκαια ἱκανοποιεῖται ἡ συνείδηση κάθε ἀληθινοῦ χριστιανοῦ, στὴν ἱστορικὴ πληροφορία, ὅτι μετὰ τὸ φόνο τῆς κόρης τοῦ ὁ Διόσκορος καὶ μόλις ἄρχισε νὰ κατεβαίνει ἀπὸ τὸ ὅρος τῆς σφαγῆς, ὁ θεία Δίκη, ἡ πάντοτε ἄγρυπνη, τιμώρησε παραδειγματικὰ τὸν ἄσεβη καί, αἱμοβόρο ἐκεῖνο παιδοκτόνο, κατακαίοντας αὐτὸν μὲ κεραυνό, ποὺ κατέπεσε ἀπ’ τὴν ὀργὴ τοῦ οὐρανοῦ, σὲ τέτοιο σημεῖο, ποὺ δὲν βρέθηκε οὔτε ἴχνος ἀπ’ τὸ βρωμερὸ ἐκεῖνο σῶμα του. Λέγεται μάλιστα, ὅτι ἡ λάμψη τοῦ κεραυνοῦ ἐκείνου, ἔφθασε μέχρι τὸ μέγαρο τοῦ Μαρκιανοῦ, σὰν προειδοποίηση, συμβολικὴ μέν, ἀλλὰ σίγουρη, τῆς ἄυλης ἐκείνης φωτιᾶς, ποὺ ἐπρόκειτο νὰ τὸν κατακαίει αἰώνια. Κατὰ τὴν παράδοση κάποιος εὐσεβὴς χριστιανός, Οὐαλεντίνος ὀνομαζόμενος, πῆρε τὰ ἱερὰ σώματα τῶν δύο Μαρτύρων γυναικών, τὰ μετέφερε στὸ χωριὸ Γελασσό, ὁπού τὰ ἐνταφίασε μὲ κάθε ἱεροπρέπεια. Λείψανο τῆς Κάρας τῆς Ἁγίας φυλάσσεται σὲ Ἱερὰ Μονὴ τῶν Μετεώρων.
Ἡ Ἁγία Ἐκκλησία μᾶς ἑορτάζει τὴν μνήμην τῶν δύο Μαρτύρων γυναικὼν στὶς 4 Δεκεμβρίου, ποὺ εἶναι καὶ ἡ ἠμέρα τοῦ μαρτυρίου τους.
«Ξίφει πατὴρ θύσας σε, μάρτυς Βαρβάρα, ὑπῆρξεν ἄλλος Ἀβραὰμ διαβόλου». Οἱ στίχοι αὐτοὶ εἶναι ἀπὸ τὸ Συναξάρι τῆς Ἁγίας καὶ ἀποτελοῦν μιὰ ἔκφραση καυτηριασμοῦ τοῦ παιδοκτόνου πατέρα, ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστική μας ποίηση.
Οἱ ἱστορικὲς πηγὲς διέσωσαν τρεῖς εὐχές, ποὺ ἡ Ἁγία Βαρβάρα εἶπε στὸ θεό, πηγαίνοντας νὰ μαρτυρήσει. Οἱ εὐχὲς αὐτὲς ὑπάρχουν, οἱ δύο πρῶτες στὸ θαυμάσιο ἐγκώμιο τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ στὴν Ἁγία Βαρβάρα, ποὺ τὸ ἔπλεξε τὸν 8ο αἰώνα, καὶ ἡ τρίτη ὑπάρχει στὸ βίο τῆς Ἁγίας κατὰ Συμεὼν τὸν Μεταφραστὴν τὸν 10ο αἰώνα.
Ἡ Ἁγία Βαρβάρα βίος-φρικτὸ μαρτύριο παρακλητικὸς κανών.
Ἀρχιμ. Πέτρου Γ. Δακτυλίδη, ἔκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας,
Ἀθῆναι 1986 ἀναπληρωτοὺ γενικοῦ διευθυντοὺ
τῆς Ἀποστολικῆς Διακονίας (σὲλ 11-38)
Τὰ ἱερὰ λείψανα τῆς Ἁγίας Βαρβάρας
Ἡ τιμία κάρα τῆς Ἁγίας Βαρβάρας τεμαχίστηκε κατὰ τοὺς προηγούμενους αἰῶνες. Ἔτσι τεμάχιά της σήμερα εὑρίσκονται στὴν Ἱερὰ Μονὴ Μεγάλου Σπηλαίου Καλαβρύτων καθὼς καὶ στὸν Ἱερὸ Ναὸ Παναγίας Ἐπισκέψεως στὰ Τρίκαλα. Ἐπίσης στὸν Ρωμαιοκαθολικὸ Ναὸ τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου Πέτρου στὸ Montecatini Alto τῆς Ἰταλίας εὑρίσκεται ἡ προσθία ὄψη τῆς τιμίας κάρας (μεσσαῖο τριτημόριο).
Λείψανα τῆς Ἁγίας ἐντός της Ἰταλικῆς ἐπικράτειας ἀποθησαυρίζονται στὸν Καθεδρικὸ Ναὸ τοῦ Rieti, στὴν Ἱερὰ Μονὴ Ἄγ. Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου στὸ Torcello τῆς Βενετίας ὅπως καὶ στὴν Βασιλική του Ἁγίου Μάρκου στὴν Βενετία (βλέπε παρακάτω).
Τὸ ἄφθαρτο δεξιὸ πέλμα (ἀπὸ τὸν ἀστράγαλο καὶ κάτω) φυλάσσεται στὸν Ρωμαιοκαθολικὸ Καθεδρικὸ Ναὸ στὸ Dignano τῆς Κροατίας.
Ἀποτμήματα λειψάνων τῆς Ἁγίας προσκυνοῦνται στὶς Γυναικεῖες Ἱερὲς Μονὲς Παναγίας Ἐλεούσης Ρότσο Καλύμνου, Μεταμορφώσεως-Ἁγίας Βαρβάρας Ρουσσάνου Μετεώρων, «Κυρίας τῶν Ἀγγέλων» (Ὁσίας Πελαγίας) Κεχροβουνίου Τήνου, Ἁγίας Βαρβάρας Ταλάντων Σύρου.
Μέρος τῆς δεξιᾶς χειρὸς τῆς Ἁγίας καὶ ἕνας βραχίονας φυλάσσονται εὐλαβικὰ στὴν Ἀθωνικὴ Μονὴ Σίμωνος Πέτρα.
Ι.Ν. Ἄγ. Βαρβάρας Καϊμακλίου Κύπρου. Τὸ κάλυμμα τῆς εἰκόνας εἶναι ἀπὸ ἐπίχρυσο ἀσήμι φτιαγμένο τὸ 1869 “χέρι ἀρίστου ἀργυροχρυσοχόου Χατζηιωάννη Χατζηελευθερίου”.
Τμήματα τῶν Ἱερῶν Λειψάνων τῆς Ἁγίας εὑρίσκονται καὶ στὴν Ρωσία, στὴν Λαύρα τοῦ Ἁγίου Ἀλεξάνδρου Νιέφσκι στὴν Ἁγία Πετρούπολη. Ἐπίσης καὶ στὸν Καθεδρικὸ Ναὸ τοῦ Ἁγίου Βλαδιμήρου στὸ Κίεβο τῆς Οὐκρανίας. Τὰ λείψανα τῆς Ἁγίας Βαρβάρας ἔχοντας μεταφερθεῖ στὴν Κωνσταντινούπολη ἔτυχαν ἰδιαιτέρας τιμῆς ἀπὸ τὸν Αὐτοκράτορα Λέοντα Στ’ τὸν Σοφὸ (886-912), ὁ ὁποῖος ἀνήγειρε Ναὸ τῆς Μάρτυρος ἐντός των ἀνακτόρων ὅπου καὶ τὰ ἐφύλασσε συμμετέχοντας στὴν λαμπρὴ πανήγυρη τῆς Ἁγίας. Τὸν 12ο αιώνα τὰ λείψανα τῆς Ἁγίας ἔφθασαν στὸ Κίεβο. Τὰ μετέφερε ἐκεῖ το 1108 ἡ θυγατέρα τοῦ Αὐτοκράτορα Ἀλεξίου Κομνηνοῦ ποὺ λεγόταν Βαρβάρα. Μετέβη ἐκεῖ γιὰ νὰ γίνει σύζυγος τοῦ Μεγάλου Δουκὸς Svyatopolk Mykhailo Izyaslavovych. Ἀρχικά τα λείψανα τῆς Ἁγίας τοποθετήθηκαν στὸν Καθεδρικὸ Ναὸ τοῦ Ἁγίου Μιχαὴλ (Mykhailivsky Zlatoverkhy) ἕναν ἀπὸ τοὺς τρεῖς μεγαλύτερους Ναοὺς τοῦ Κιέβου, κτισμένο ἀπὸ τὸν Μέγα Δούκα Svyatopolk Mykhailo Izyaslavovych. Ὅταν ὁ ναὸς τὸ 1930 κατεδαφίστηκε ἀπὸ τοὺς κομμουνιστές, τὰ λείψανα τῆς Ἁγίας μεταφέρθηκαν στὸν Ἱερὸ Ναὸ τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέου καὶ ἀργότερα, ὅταν ὁ Ναὸς αὐτὸς μετατράπηκε σὲ μουσεῖο, ἡ λειψανοθήκη μὲ τὰ λείψανα τῆς Ἁγίας μεταφέρθηκαν στὸν Ἱερὸ Ναὸ τοῦ Ἁγίου Βλαδιμήρου ὅπου φυλάσσονται μέχρι σήμερα.
Στὴν Ἑλλάδα μὲ λείψανα τῆς Ἁγίας πλουτίζονται οἱ Μονὲς Προυσοὺ Εὐρυτανίας , Ἁγίας Λαύρας Καλαβρύτων, οἱ Ἁγιορείτικες Μονὲς Χιλανδαρίου, Καρακάλου καὶ Κουτλουμουσίου ἀλλὰ καὶ τὸ προσκύνημα τῆς Ἁγίας στὸν ὁμώνυμο Δῆμο Ἀττικῆς. Τὸ λείψανο τῆς Ἁγίας ἔφθασε ἐκεῖ κατόπιν αἰτήματος τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος πρὸς τὸν Ἐπίσκοπό της Βενετίας Angelo Scola τὴν 1η Ιουνίου 2003.
Ἀλλὰ καὶ πρὸ τοῦ 1108 λείψανα τῆς Ἁγίας μεταφέρθηκαν στὴν Δύση ὅταν ἡ πριγκίπισσα Μαρία Ἀργυροπούλα μετέβη στὴν Βενετία, νυμφευμένη μὲ τὸν πρίγκιπα Ἰωάννη, υἱὸ τοῦ ἐπιχώριου Δόγη Πέτρου Β’ Orseol (991-1109). Τὰ λείψανα κατετέθησαν μὲ τιμὲς στὸν περικαλλῆ ναὸ τοῦ Ἁγίου Μάρκου. Ὡστόσο μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Πρίγκηπα Ἰωάννου τὸ 1109 ἀπὸ πανώλη, τὰ ἀδέλφια τοῦ Ἐπίσκοπος Orso τοῦ Torcello καὶ Ἡγουμένη Felicitas τῆς Μονῆς τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου στὸ Torcello, κατόρθωσαν τὴν μεταφορὰ τῶν λειψάνων στὴν Μονὴ αὐτὴ ὅπου καὶ παρέμειναν μέχρι καὶ τὸν 18ο αι. Τὸ μεγαλύτερο μέρος τοὺς μεταφέρθηκε ἐκ νέου στὸν Ἅγιο Μάρκο ὅπου φυλάσσονται μέχρι σήμερα.
Leave a Reply
Want to join the discussion?Feel free to contribute!