(17) Δεκεμβρίου
Περιγραφές περί τοῦ Πρ. Δανιήλ ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη σέ μετάφραση. ΕΔΩ
- ΒΗΛ ΚΑΙ ΔΡΑΚΩΝ
- Οἱ ἀντίπαλοι τοῦ Δανιήλ τοῦ στήνουν παγίδα
- Ἡ αἰνιγματική γραφή στόν τοίχο
- Ἰστορία περί τῆς Σωσσάνης
Ὁ προφήτης Δανιὴλ εἶναι ἕνας ἀπὸ τοὺς τέσσερις μεγάλους προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Γεννήθηκε στὴν Ἄνω Βηθαρὰ καὶ ἔζησε στὰ τέλη τοῦ 7ου μὲ τὶς ἀρχὲς 6ου π.Χ. αἰώνα. Ἀνῆκε στὴ φυλὴ τοῦ Ἰούδα καὶ καταγόταν ἀπὸ τὴ βασιλικὴ οἰκογένεια τοῦ Δαβὶδ (Δανιὴλ 1,3-6). Τὸ ὄνομά του σημαίνει “ὁ Κύριος εἶναι ὁ κριτής μου”.
Ὁ βασιλιὰς τῶν Βαβυλωνίων Ναβουχοδονόσορ πολιόρκησε τὴν Ἱερουσαλήμ, τὴν κατέλαβε καὶ ἔσυρε τοὺς κατοίκους τῆς αἰχμάλωτους στὴ Βαβυλώνα. Ἔτσι ὁ Δανιὴλ σὲ νεαρὴ ἡλικία ὁδηγήθηκε μαζὶ μὲ τοὺς γονεῖς τοῦ αἰχμάλωτος στὴ Βαβυλώνα τὸ 605 π.Χ. (Δανιὴλ 1,4). Ὁ βασιλιὰς διέταξε τὸν Ἀσπενάζ, προϊστάμενο τοῦ προσωπικοῦ του, νὰ ἐπιλέξει ἀπὸ τοὺς Ἰσραηλίτες ὅσους νέους ἦταν ἀπὸ βασιλικὴ γενιὰ ἢ ἀπὸ οἰκογένειες εὐγενῶν. Αὐτοὶ δὲν ἔπρεπε νὰ ἔχουν κανένα σωματικὸ ἐλάττωμα. Ἔπρεπε νὰ εἶναι ἐμφανίσιμοι, νὰ ἔχουν μεγάλη μόρφωση καὶ νὰ διαθέτουν γνώση καὶ ἀντίληψη, προκειμένου νὰ προσληφθοῦν στὰ ἀνάκτορα, στὴν ὑπηρεσία τοῦ βασιλιά. Θὰ τοὺς δίδασκαν νὰ διαβάζουν καὶ νὰ γράφουν τὴ γλώσσα τῶν Βαβυλωνίων.
Ὁ Δανιὴλ ἦταν προικισμένος μὲ πολλὰ φυσικὰ καὶ πνευματικὰ χαρίσματα γι’ αὐτὸ καὶ ὁ βασιλιὰς Ναβουχοδονόσορ τὸν διάλεξε μαζὶ μὲ τρία ἄλλα παιδιά, τὸν Ἀνανία, τὸν Ἀζαρία καὶ τὸν Μισαήλ, νὰ παραμείνουν στὴν βασιλικὴ αὐλὴ ὅπου ἀνατράφηκαν καὶ σπούδασαν. Ἐπειδὴ ἡ ἀπόδοσή τους στὶς σπουδὲς ἦταν ἄριστη, ὅταν ἐνηλικιώθηκαν ὁ βασιλιὰς τοὺς τοποθέτησε σὲ ἀνώτερες θέσεις τοῦ παλατιοῦ (Δανιὴλ 1,5 καὶ 1,18-19). Ο προσωπάρχης τοῦ παλατιοῦ ἔδωσε στὸ Δανιὴλ καὶ τοὺς τρεῖς φίλους του νέα ὀνόματα. Στὸ Δανιὴλ τὸ ὄνομα Βαλτάσαρ, στὸν Ἀνανία τὸ ὄνομα Σεδράχ, στὸ Μισαὴλ τὸ ὄνομα Μισὰχ καὶ στὸν Ἀζαρία τὸ ὄνομα Ἀβδεναγῶ (Δανιὴλ 1,7).
Ἀφοῦ πέρασε ὁ χρόνος ποὺ εἶχε ὁρίσει ὁ βασιλιὰς Ναβουχοδονόσορ γιὰ νὰ παρουσιάσουν σ’ αὐτὸν τοὺς νέους, ὁ προϊστάμενος τοῦ προσωπικοῦ τους ὁδήγησε μπροστά του. Ὁ βασιλιὰς συζήτησε μ’ ὅλους αὐτούς, ἀλλὰ δὲ βρῆκε κανέναν σὰν τὸ Δανιήλ, τὸν Ἀνανία, τὸ Μισαὴλ καὶ τὸν Ἀζαρία. Ἔτσι τοὺς προσέλαβε στὴν ὑπηρεσία του. Καὶ γιὰ ὁποιοδήποτε ζήτημα τοὺς ρωτοῦσε ὁ βασιλιὰς καὶ ἀπαιτεῖτο σοφία καὶ εὐφυΐα, τοὺς ἔβρισκε δέκα φορὲς καλύτερους ἀπ’ ὅλους τους μάγους καὶ τοὺς μάντεις τοῦ βασιλείου του.
Ἐκεῖνο ποὺ ἐνδιέφερε τὸ νεαρὸ Δανιὴλ καὶ τοὺς τρεῖς φίλους του, ἦταν νὰ παραμείνουν σταθεροὶ στὶς πατρικές τους παραδόσεις καὶ στὴν ἐφαρμογὴ τοῦ Μωσαϊκοῦ νόμου. Αὐτὸ φάνηκε γρήγορα, γιατί ποτὲ δὲν ἔφαγαν καὶ δὲν ἤπιαν ἀπ’ τὰ φαγητὰ καὶ τὰ ποτὰ ἀπ’ τὸ βασιλικὸ τραπέζι καθὼς προέρχονταν ἀπὸ θυσίες σὲ βαβυλωνιακοὺς θεοὺς (Δανιὴλ 1,8-17). Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ ἴδιος καὶ οἱ φίλοι του ἀμείφθηκαν ἀπὸ τὸ Θεὸ μὲ ἀρκετὰ χαρίσματα. Ἐπιπλέον ὁ Δανιὴλ ἀπὸ ἔφηβος εἶχε τὸ χάρισμα τῆς προφητείας, δοσμένο ἀπὸ τὸ Θεὸ καὶ μάλιστα κατανοοῦσε κάθε ὅραμα καὶ ὄνειρο” (Δανιὴλ 1,17).
Κάποτε ὁ βασιλιὰς Ναβουχοδονόσορ εἶδε ἕνα ὄνειρο, καὶ κάλεσε τοὺς μάντεις καὶ τοὺς σοφούς της Βαβυλώνας, γιὰ νὰ τοῦ τὸ ἑρμηνεύσουν. Ἐκεῖνοι ὅμως δὲν μπόρεσαν νὰ δώσουν κάποια ἐξήγηση. Τότε κάλεσε τὸν Δανιὴλ καὶ ὁ προφήτης ἔδωσε τὴν ἑξῆς ἑρμηνεία: τὰ τμήματα τοῦ ἀγάλματος μὲ τὰ διάφορα ὑλικὰ ἀντιπροσωπεύουν τὶς διάφορες ἐπίγειες βασιλεῖες, μὲ ἀρχὴ τὸ βαβυλωνιακὸ κράτος. Τὸ κράτος αὐτό, ὅπως καὶ τὰ ὑπόλοιπα βασίλεια ποὺ θὰ ἀκολουθήσουν (Μῆδοι καὶ Πέρσες, Μ. Ἀλέξανδρος, Πτολεμαῖοι καὶ Σελευκίδες), θὰ συντριβοῦν ἀπὸ τὸ Θεὸ τοῦ Οὐρανοῦ, ποὺ θὰ ἀναστήσει ἄλλο βασίλειο (τοῦ Μεσσία) καὶ θὰ θρυμματίσει ὅλες τὶς ἄλλες βασιλεῖες, ἐνῶ τὸ ἴδιο θὰ παραμείνει αἰώνιο.
Ἔτσι ὁ Δανιὴλ ἐξήγησε ὄνειρα τοῦ βασιλιὰ καὶ τῶν ἀξιωματούχων τοῦ (Δανιὴλ 2,13-47. 4,1-30). Λόγω τῶν χαρισμάτων τοποθετήθηκε διοικητὴς τῆς Βαβυλώνας (Δανιὴλ 2,48) καὶ ἀργότερα ἀνέλαβε καὶ ἄλλες κυβερνητικὲς θέσεις.
Συγκλονιστικὴ εἶναι καὶ ἡ ἑρμηνεία τοῦ Δανιὴλ γιὰ ἕνα ἀκόμη ὅραμα. Κατὰ τὴ διάρκεια ἑνὸς συμποσίου, ὁ τελευταῖος βασιλιὰς τῆς Βαβυλώνας Βαλτάσαρ θέλησε νὰ χρησιμοποιήσει τὰ ἱερὰ σκεύη τοῦ Ναοῦ, τὰ ὁποῖα εἶχε διαρπάξει ὁ Ναβουχοδονόσορ. Τότε εἶδαν ὅλοι μὲ κατάπληξη καὶ τρόμο ἕνα χέρι νὰ γράφει στὸν τοῖχο τρεῖς ἀκατανόητες λέξεις. Ὁ βασιλιὰς κάλεσε τότε ὅλους τους μάγους καὶ τοὺς συμβούλους του γιὰ νὰ ἐξηγήσουν τὴ γραφή, ἀλλὰ χωρὶς ἐπιτυχία. Μόνο ὁ προφήτης Δανιὴλ μπόρεσε νὰ ἑρμηνεύσει αὐτὸ το όραμα. Οἱ λέξεις προανήγγελλαν τὴν ἄμεση καταστροφὴ τοῦ βαβυλωνιακοῦ κράτους ἀπὸ τοὺς Μήδους καὶ τοὺς Πέρσες. Μετὰ τὴν ἐξήγηση τοῦ ὀνείρου τοῦ βασιλιὰ Βαλτάσαρ, ὁ Δανιὴλ ἀνακηρύχθηκε ὡς ὁ τρίτος ἄρχοντας τοῦ βασιλείου (Δανιὴλ 5,29). Ὅμως τὸ ὅραμα ἐκπληρώθηκε τὸ ἴδιο βράδυ καθὼς ἡ Βαβυλώνα καταλύθηκε ἀπὸ τοὺς Πέρσες (539 π.Χ.).
Μετὰ τὴν κατάκτηση τῆς Βαβυλώνας ἀπὸ τοὺς Πέρσες καὶ τοὺς Μήδους, καὶ τὴν ἀναρρίχηση τοῦ Δαρείου στὸ θρόνο τῶν Περσῶν, ὁ Δανιὴλ ἔγινε ἕνας ἀπὸ τοὺς τρεῖς ἐπόπτες τῶν ἀρχόντων τῆς αὐτοκρατορίας (Δανιὴλ 6,2). Καὶ παρόλο ποὺ εἶχε ἀποκτήσει τόσο μεγάλη θέση δὲν ἔπαψε νὰ πιστεύει στὸ Θεό, νὰ ἐνδιαφέρεται γιὰ τὸ λαό του, νὰ προσεύχεται καὶ νὰ νηστεύει γιὰ τὴ συγχώρεση τῶν ἁμαρτιῶν τοῦ (Δανιὴλ 9,1-27. 10,2-3).
Ἡ ἄνοδος τοῦ Δανιὴλ στὰ ὑψηλότερα ἀξιώματα δημιούργησε φθόνο καὶ ἀντιπάθειες πρὸς τὸ πρόσωπό του, μέχρι τὸ σημεῖο νὰ τὸν συκοφαντήσουν στὸ βασιλιὰ (Δανιὴλ 6,5-16). Οἱ κατώτεροι ἀπὸ αὐτὸν ἄρχοντες τοῦ ἔστησαν παγίδα. Ἔπεισαν τὸ βασιλιὰ Δαρεῖο νὰ ὑπογράψει διάταγμα, κατὰ ὁποῖο οἱ ὑπήκοοί του ὅτι κι ἂν ἤθελαν ἔπρεπε νὰ τὸ ζητᾶνε μόνο ἀπὸ τὸν ἴδιο το βασιλιά. Οὔτε απο ἀνθρώπους οὔτε ἀπὸ Θεό. Οἱ παραβάτες τῆς βασιλικῆς ἐντολῆς θὰ ρίχνονταν σὲ λάκκο μὲ λιοντάρια. Ὁ Δανιὴλ παρὰ τὴ διαταγή, συνέχισε να προσεύχεται τρεῖς φορὲς τὴν ἡμέρα στὸ Θεό του. Τὸν κατηγόρησαν λοιπὸν στὸ βασιλιὰ ὅτι μὲ τὴν προσευχὴ ἔκανε αἰτήματα στὸ Θεό, ὁ ὁποῖος καὶ ἀναγκάστηκε, παρὰ τὴ συμπάθεια ποὺ ἔτρεφε γι’ αὐτόν, νὰ ἐφαρμόσει τὴν ἐντολὴ τοῦ (Δανιὴλ 6,17). Ὁ Δανιὴλ ρίχτηκε στὸ λάκκο μὲ τὰ λιοντάρια, τὰ ὁποῖα ὅμως, μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ, στέλνοντας ἕναν ἄγγελό Του γιὰ νὰ τὸν προστατεύσει, δὲν τὸν πείραξαν. Τὸ ἴδιο συνέβη καὶ τὴν ἑπόμενη μέρα. Ὁ βασιλιὰς διαπίστωσε τὸ θαῦμα καὶ ἔδωσε διαταγὴ πρώτον νὰ ριχτοῦν στὰ λιοντάρια κατήγοροι τοῦ Δανιήλ, καὶ δεύτερον νὰ σέβονται στὸ ἑξῆς ὅλοι οἱ κάτοικοι τοῦ βασιλείου τὸ Θεὸ τοῦ μεγάλου προφήτη (Δανιὴλ 6,24-25).
Ὁ Δανιὴλ εἶχε τὴν ἱκανοποίηση νὰ δεῖ τὴν ἐπιστροφὴ τῶν Ἰουδαίων στὴν χώρα τους, λόγω ὅμως τῆς προχωρημένης ἡλικίας του δὲ μπόρεσε νὰ μεταβεῖ στὴν Παλαιστίνη, ἡ καρδιὰ του ὅμως ἦταν πάντα μαζί τους (Δανιὴλ 10,19). Καὶ μετὰ τὴν ἀναρρίχηση τοῦ Κύρου στὸ θρόνο, ὁ Δανιὴλ ἐξακολούθησε νὰ διατηρεῖ τὰ ἀξιώματα ποὺ εἶχε (Δανιὴλ 1,21).
Ἡ πίστη τοῦ Δανιὴλ στὸ Θεό, ἦταν παράδειγμα πρὸς μίμηση καὶ ὡς ὑπόδειγμα δικαιοσύνης (Ἑβραίους 11,33, Ἰεζεκιὴλ 14,14,20) καὶ σοφίας (Ἰεζεκιὴλ 28,3). Πέθανε σὲ προχωρημένη ἡλικία. Στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, ἕνα ἀπὸ τὰ σπουδαιότερα προφητικὰ βιβλία εἶναι αὐτὸ τοῦ Δανιήλ, ὁ ὁποῖος προφήτευσε καὶ τὸν ἐρχομὸ τοῦ Υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου. Στὸ βιβλίο τοῦ ὑπάρχουν προφητεῖες μέχρι τὸ τέλος τῆς ἀνθρώπινης ἱστορίας, τὸν καιρὸ τῆς μεγάλης θλίψης καὶ τὴν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν (Δανιὴλ κέφ. 12). Στο βιβλίο τοῦ Δανιὴλ περιγράφεται ἀκόμη, ἡ πίστη καὶ τὸ θάρρος τῶν φίλων του -Τριῶν Παίδων, τοῦ Ἀνανία, τοῦ Μισαὴλ καὶ τοῦ Ἀζαρία, οἱ ὁποῖοι χαριτώθηκαν ἀπὸ τὸ Θεὸ γιὰ τὴν πίστη τους στὶς Ἰουδαϊκὲς παραδόσεις.
Κάποτε ποὺ ὁ Δανιὴλ ἔλειπε σὲ ἀποστολή, ὁ Ναβουχοδονόσορ ἔστησε στὴν πεδιάδα Δεηρὰ ἕνα χρυσὸ ἄγαλμα ποὺ παρίστανε τὸν ἴδιο, ἑξήντα πήχεις ὕψος καὶ ἕξι πήχεις πλάτος. Ἔβαλε τότε τοὺς κήρυκές του νὰ φωνάξουν:
– Σ’ ἐσάς, ἄνθρωποι κάθε λαοῦ, ἐθνότητας καὶ γλώσσας, δίνεται ἡ διαταγή: Ὅταν ἀκούσετε τὸν ἦχο τῆς σάλπιγγας, τῆς φλογέρας, τῆς κιθάρας, τῆς ἅρπας, τοῦ ψαλτηρίου, τοῦ λαγούτου καὶ τῶν ἄλλων μουσικῶν ὀργάνων, τότε νὰ πέσετε καὶ νὰ προσκυνήσετε τὸ χρυσὸ ἄγαλμα, ποὺ ἔστησε ὁ βασιλιὰς Ναβουχοδονόσορ. Ὅποιος δὲν πέσει νὰ τὸ προσκυνήσει, θὰ ριχτεῖ ἀμέσως στὸ φλογερὸ καμίνι.
Ὅλοι οἱ ὑπήκοοι τοῦ Βαβυλώνιου βασιλιά, φοβισμένοι, ἔπεσαν καὶ προσκύνησαν. Ὅμως οἱ τρεῖς νέοι, ὁ Ἀνανίας, ὁ Μισαὴλ καὶ ὁ Ἀζαρίας, δὲν ὑπάκουσαν στὴν προσταγή του. Εὐκαιρία βρῆκαν ὁρισμένοι ποὺ τοὺς φθονοῦσαν, ἔτρεξαν καὶ τὸ μετέφεραν στὸ βασιλιά.
Θύμωσε ὁ βασιλιὰς γιατί περιφρόνησαν τὴ διαταγὴ τοῦ τοῦτοι οἱ τρεῖς νεαροὶ καὶ διέταξε νὰ τοὺς φέρουν ἀμέσως μπροστά του. Ἦρθαν καὶ στάθηκαν ἐκεῖνοι εἰρηνικοί, ὁ ἕνας δίπλα στὸν ἄλλον.
-Εἶναι ἀλήθεια ὅτι δὲν λατρεύετε τοὺς θεούς μου καὶ δὲν προσκυνᾶτε τὴ χρυσὴ εἰκόνα ποῦ ἔστησα; Ἑτοιμαστεῖτε, μόλις ἀκούσετε τὴ σάλπιγγα, νὰ πέσετε νὰ προσκυνήσετε τὴν εἰκόνα. Κι ἂν ὄχι, θὰ σᾶς ρίξω στὸ ἀναμμένο καμίνι καὶ θὰ δῶ τότε ποιὸς θεὸς θὰ σᾶς γλιτώσει ἀπ’ τὰ χέρια μου.
Τότε τὰ τρία παλικάρια ἀπάντησαν θαρραλέα:
-Δὲν ὑπάρχει καμία ἀνάγκη νὰ ἀπαντήσουμε σ’ αὐτὰ ποὺ λές. Ὑπάρχει ὁ Θεός μας, ποὺ τὸν λατρεύουμε καὶ ἔχει τὴ δύναμη νὰ μᾶς γλιτώσει ἀπὸ τὸ ἀναμμένο καμίνι καὶ ἀπ’ τὰ χέρια σου. Δὲ λατρεύουμε τοὺς ψεύτικους θεούς σου καὶ δὲν προσκυνᾶμε τὴ χρυσὴ εἰκόνα σου.
Ὁ βασιλιὰς ἔγινε πῦρ καὶ μανία.
-Βάλτε τὶς πιὸ εὔφλεκτες ὕλες καὶ κάψτε ἑφτὰ φορὲς τὸ καμίνι, πρόσταξε.
Ἔκαναν ἐκεῖνοι κατὰ τὴ διαταγή.
-Δέστε τοὺς τώρα καὶ πετάξτε τοὺς μέσα στὴ φωτιὰ νὰ δῶ τὸ Θεό τους.
Τοὺς ἔδεσαν καὶ τοὺς πέταξαν μέσα. Μά, δές, ἡ φωτιὰ ἔκαψε τὰ σχοινιὰ ἀμέσως καὶ σηκώθηκαν ὀρθοὶ ἐκεῖνοι καὶ περπατοῦσαν ἀνάμεσα στὶς φλόγες καὶ ὑμνοῦσαν καὶ εὐλογοῦσαν τὸν Θεό!
Οἱ στρατιῶτες ἐξακολουθοῦσαν νὰ ρίχνουν στὸ καμίνι νέφτι καὶ πίσσα καὶ στουπὶ καὶ κληματόβεργες. Καὶ οἱ φλόγες ἀνέβηκαν ὡς σαρανταεννιὰ πήχεις ψηλὰ καὶ ἔκαψαν ὅσους ἦταν γύρω ἀπ’ τὸ καμίνι. Καὶ δές, ἄγγελος Κυρίου κατέβηκε ἀνάμεσα στοὺς τρεῖς μέσ’ στὸ καμίνι κι ἔκανε τὶς φλόγες δροσερὸ ἀεράκι καὶ δὲν τοὺς ἄγγιξε ἡ φωτιὰ οὔτε τοὺς ἐνόχλησε καθόλου. Τότε καὶ οἱ τρεῖς πιστοὶ φίλοι ἄρχισαν μ’ ἕνα στόμα, μὲ μιὰ ψυχὴ καὶ μιὰ καρδιά, νὰ δοξάζουν καταχαρούμενοι τὸν Θεό:
-Εὐλογητὸς εἰ, Κύριε, ὁ Θεὸς τῶν Πατέρων ἠμῶν καὶ αἰνετὸς καὶ ὑπερυψούμενος εἰς τοὺς αἰώνας καὶ εὐλογημένον τὸ ὄνομα τῆς δόξης σου τὸ ἅγιον καὶ ὑπερυψούμενον εἰς πάντας τους αἰώνας…
Ὁ Ναβουχοδονόσορ ἄκουσε τοὺς ὕμνους, σηκώθηκε ἀμέσως καὶ εἶπε στοὺς ἀξιωματικούς του:
-Τρεῖς δὲ βάλαμε δεμένους μέσα στὴ φωτιά;
-Τρεῖς, βασιλιά.
-Μὰ ἐγὼ βλέπω τώρα τέσσερις καὶ λυμένους νὰ περπατοῦν μέσ’ στὸ καμίνι χωρὶς νὰ ἔχουν πάθει τίποτε! Καὶ ὁ τέταρτος μοιάζει σὰν υἱὸς Θεοῦ. Τόσο ὄμορφος εἶναι!
Πῆγε τότε κοντὰ στὴν εἴσοδο τῆς καμίνου ὁ βασιλιὰς καὶ εἶπε:
-Σεδράχ, Μισὰχ καὶ Ἀβδεναγῶ, δοῦλοι τοῦ Θεοῦ τοῦ Ὑψίστου, βγεῖτε ἀπ’ τὸ καμίνι καὶ ἐλᾶτε.
Βγῆκαν ἐκεῖνοι καὶ πῆγαν κοντὰ στὸ βασιλιὰ κι εὐθὺς συνάχτηκαν ὁλόγυρά τους οἱ σατράπες καὶ οἱ στρατηγοὶ καὶ οἱ τοπάρχες καὶ οἱ δυνάστες τοῦ κράτους καὶ ἔβλεπαν τοὺς τρεῖς νέους ποὺ δὲν τοὺς ἔκαψε ἡ φωτιὰ καὶ οὔτε μιὰ τρίχα τοῦ κεφαλιοῦ τους δὲν φλογίστηκε κι οὔτε τὰ ροῦχα τοὺς ἔπαθαν τίποτε οὔτε μύριζαν καθόλου φωτιά. Τότε ὁ βασιλιὰς εἶπε μὲ θαυμασμὸ καὶ σεβασμό:
-Εὐλογημένος νὰ εἶναι ὁ Θεὸς τοῦ Σεδράχ, τοῦ Μισὰχ καὶ τοῦ Ἀβδεναγῶ, ποὺ ἔστειλε τὸν ἄγγελό του καὶ γλίτωσε τὰ παιδιὰ τοῦ ἀπ’ τὴν φωτιά, γιατί πίστευαν σ’ αὐτὸν καὶ δὲν ἄκουσαν τὰ λόγια τοῦ βασιλιὰ καὶ δὲν φοβήθηκαν τὴν ἀπειλή του, ἀλλὰ παρέδωσαν τὰ σώματά τους στὴ φωτιά, γιὰ νὰ μὴ λατρέψουν οὔτε νὰ προσκυνήσουν ἄλλους θεούς, ἀλλὰ μόνο το Θεό τους. Βγάζω τώρα διαταγή: Κάθε λαός, φυλὴ καὶ γλώσσα ποὺ θὰ πεῖ βλασφημία κατὰ τοῦ Θεοῦ τῶν τριῶν αὐτῶν παιδιῶν θὰ δεῖ τὸ σπίτι του νὰ καταστρέφεται καὶ τὰ ὑπάρχοντά του νὰ ἁρπάζονται, γιατί δὲν εἶναι ἄλλος Θεὸς ποὺ θὰ μπορέσει νὰ τοὺς γλιτώσει.
Αὐτὰ εἶπε καὶ πῆρε τιμητικά τα τρία παιδιὰ στὸ παλάτι του καὶ τοὺς ἔδωσε καὶ ἄλλα ἀξιώματα καὶ τοὺς ἔκανε ἀρχηγοὺς ὅλων των Ἰουδαίων στὸ βασίλειό του.
Ἔτσι θριάμβευσαν οἱ πιστοὶ καὶ ἄφοβοι ἠρωϊκοὶ τρεῖς νεαροὶ φίλοι, ποὺ δὲν ὑπολόγισαν οὔτε τὸν πανίσχυρο βασιλιὰ οὔτε τὸ φοβερὸ καμίνι.
Τὸ περιστατικὸ μὲ τοὺς Τρεῖς Παῖδες ἐκτὸς ἀπὸ τὸ ὅτι προβάλλει τὴν ἀξία τῆς πίστης, θεωρήθηκε ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία μας καὶ ὡς προεικόνιση τῆς “εἰς Ἅδου καθόδου” τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὅπως τὰ τρία αὐτὰ παιδιὰ διασώθηκαν ἀπὸ τὴ φωτιά, ἔτσι καὶ ὁ Χριστός, μὲ τὴν τριήμερη παραμονή του στὸν τάφο, διασώθηκε ἀπὸ τὸν Ἅδη, συντρίβοντας μάλιστα τὸ βασίλειό του. Γι’ αὐτὸ και ο ὕμνος τῶν Τριῶν Παίδων, μαζὶ μὲ τὴν ἱστορία τους, ψάλλεται λαμπρὰ καὶ πανηγυρικά το πρωὶ τοῦ Μ. Σαββάτου, ποὺ τελοῦμε τὸν ἑσπερινό της Ἀνάστασης.
Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τιμάει τὴ μνήμη τοῦ Δανιὴλ καὶ τῶν τριῶν φίλων του Ἀνανία, Μισαὴλ καὶ Ἀζαρία στὶς 17 Δεκεμβρίου.
Ἀπολυτίκιον Ἦχος β’.
Μεγάλα τα τῆς πίστεως κατορθώματα! ἐν τῇ πηγὴ τῆς φλογός, ὡς ἐπὶ ὕδατος ἀναπαύσεως, οἱ ἅγιοι τρεῖς παῖδες ἠγάλλοντο· καὶ ὁ Προφήτης Δανιήλ, λεόντωv ποιμήv, ὡς προβάτων ἐδείκνυτο. Ταῖς αὐτῶν ἰκεσίαις, Χριστὲ ὁ Θεός, ἐλέησον ἠμᾶς.
Ὁ Δανιὴλ ἀποκαλύπτει τὸν Βὴλ
Ὅταν πέθανε ὁ βασιλιὰς τῶν Μήδων Ἀστυάγης, τὸν διαδέχτηκε στὸ βασίλειό του ὁ Κύρος, βασιλιὰς τῶν Περσῶν. Ὁ Δανιὴλ ἦταν ἔμπιστος τοῦ βασιλιὰ καὶ ζοῦσε μαζί του στὸ παλάτι· ἦταν ὁ πιὸ ὀνομαστὸς ἀπ’ ὅλους τους ἄλλους φίλους του. Οἱ Βαβυλώνιοι εἶχαν ἕνα ἄγαλμα, ποὺ τ’ ὄνομά του ἦταν Βήλ, καὶ ξόδευαν σ’ αὐτὸ κάθε μέρα δώδεκα ἀρτάβες σιμιγδάλι, σαράντα πρόβατα καὶ ἕξι μετρητὲς κρασί. Ὁ βασιλιὰς λάτρευε αὐτὸ τὸ ἄγαλμα καὶ πήγαινε κάθε μέρα καὶ τὸ προσκυνοῦσε.
Ὁ Δανιήλ, ὅμως, προσκυνοῦσε τὸ δικό του Θεό. Μιὰ μέρα ὁ βασιλιὰς τὸν ρώτησε: «Γιατί ἐσὺ δὲν προσκυνᾶς τὸ Βήλ;» Ὁ Δανιὴλ ἀπάντησε: «Ἐπειδὴ δὲν λατρεύω ἀγάλματα καμωμένα ἀπὸ ἀνθρώπινα χέρια, ἀλλὰ τὸν ἀληθινὸ Θεό, ποὺ δημιούργησε τὸν οὐρανὸ καὶ τὴ γῆ καὶ ἔχει ἐξουσία πάνω σε κάθε ἀνθρώπινη ὕπαρξη». Ὁ βασιλιὰς τοῦ εἶπε: «Δὲν πιστεύεις ὅτι ὁ Βὴλ εἶναι πραγματικὸς θεός; Δὲ βλέπεις πόσα τρώει καὶ πίνει κάθε μέρα;» Ὁ Δανιὴλ γέλασε καὶ εἶπε: «Μὴν πλανᾶσαι βασιλιά! Αὐτὸς ἀπὸ μέσα εἶναι λάσπη κι ἀπ’ ἔξω χαλκός· ποτὲ μέχρι τώρα δὲν ἔχει φάει οὔτε ἔχει πιεῖ τίποτα».
Ὁ βασιλιὰς θύμωσε καὶ κάλεσε τοὺς ἱερεῖς του καὶ τοὺς εἶπε: «Ἂν δὲ μοῦ πεῖτε ποιὸς εἲν’ αὐτὸς ποὺ τρώει τὶς προσφορὲς γιὰ τὶς ὁποῖες δαπανῶνται τόσα χρήματα, θὰ πεθάνετε· ἂν ὅμως ἀποδείξετε ὅτι ὅλα αὐτὰ τὰ τρώει πράγματι ὁ Βήλ, τότε θὰ θανατωθεῖ ὁ Δανιήλ, γιατί πρόσβαλε τὸ ἄγαλμα». Ὁ Δανιὴλ εἶπε στὸ βασιλιά: «Ἃς γίνει ὅπως διέταξες». Οἱ ἱερεῖς τοῦ Βὴλ ἦταν ἑβδομήντα, ἐκτὸς ἀπὸ τὶς γυναῖκες καὶ τὰ παιδιά τους.
Μόλις ὁ βασιλιὰς πῆγε μαζὶ μὲ τὸ Δανιὴλ στὸ ναὸ τοῦ Βήλ, οἱ ἱερεῖς τοῦ Βὴλ εἶπαν: «Ἐμεῖς τώρα βγαίνουμε ἔξω, κι ἐσὺ βασιλιὰ φέρε τὶς τροφές, βάλε κρασὶ στὸ ποτήρι καὶ τοποθέτησέ τα ὅλα μπροστὰ στὸ Βήλ. Μετὰ κλεῖσε τὴν πόρτα καὶ σφράγισε τὴν μὲ τὸ δαχτυλίδι σου· καὶ ἔλα τὸ πρωὶ κι ἂν δὲν τὰ βρεῖς νὰ ἔχουν φαγωθεῖ ὅλα ἀπὸ τὸ Βήλ, ἐμεῖς νὰ πεθάνουμε· ἀλλιῶς νὰ πεθάνει ὁ Δανιήλ, ποὺ εἶπε ψέματα ἐναντίον μας». Στὴν πραγματικότητα, ὅμως, αὐτοὶ τὰ ἀψηφοῦσαν ὅλα, γιατί εἶχαν κάνει κάτω ἀπὸ τὸ τραπέζι μιὰ κρυφὴ καταπακτή, ἀπ’ ὅπου ἔμπαιναν κάθε φορᾶ κι ἔκλεβαν τὰ τρόφιμα.
Πράγματι, μόλις οἱ ἱερεῖς βγῆκαν ἔξω, ὁ βασιλιὰς τοποθέτησε τὶς τροφὲς μπροστὰ στὸ Βήλ. Ὁ Δανιὴλ διέταξε τοὺς ὑπηρέτες του καὶ ἔφεραν στάχτη καὶ τὴν κοσκίνισαν σ’ ὅλο το δάπεδο τοῦ ναοῦ· μόνο ὁ βασιλιὰς ἦταν παρών. Ὕστερα, ἀφοῦ βγῆκαν ἔξω, ἔκλεισαν τὴν πόρτα, τὴ σφράγισαν μὲ τὸ δαχτυλίδι τοῦ βασιλιὰ καὶ ἔφυγαν. Οἱ ἱερεῖς ὅμως ἦρθαν τὴ νύχτα, σύμφωνα μὲ τὴ συνήθειά τους, μαζὶ μὲ τὶς γυναῖκες τους καὶ τὰ παιδιά τους καὶ τὰ ἔφαγαν καὶ τὰ ἤπιαν ὅλα.
Τὸ ἄλλο πρωὶ ὁ βασιλιὰς σηκώθηκε καὶ μαζί του κι ὁ Δανιήλ. «Εἶναι ἄθικτες οἱ σφραγίδες, Δανιήλ;» ρώτησε ὁ βασιλιάς. Κι ὁ Δανιὴλ ἀπάντησε: «Ναί, βασιλιά». Μόλις ἄνοιξαν οἱ πόρτες, ὁ βασιλιὰς κοίταξε πάνω στὸ τραπέζι καὶ φώναξε: «Εἶσαι μεγάλος, Βήλ! Ἐσὺ ποτὲ δὲν κάνεις ἀπάτες!» Ὁ Δανιὴλ ἔβαλε τὰ γέλια καὶ ἐπίασε τὸ βασιλιὰ γιὰ νὰ μὴν μπεῖ μέσα στὸ ναό. «Κοίτα τὸ δάπεδο», τοῦ λέει μετά, «καὶ βρὲς ποιανοὺ εἶναι αὐτὲς οἱ πατημασιές». Ὁ βασιλιὰς ἀπάντησε: «Πράγματι, βλέπω ἐδῶ πατημασιὲς ἀνδρῶν, γυναικὼν καὶ παιδιῶν». Τότε ὀργίστηκε, συνέλαβε τοὺς ἱερεῖς, τὶς γυναῖκες τους καὶ τὰ παιδιά τους καὶ τοῦ ἔδειξαν τὶς κρυφὲς πόρτες, ἀπὸ τὶς ὁποῖες ἔμπαιναν καὶ καταβρόχθιζαν τὶς προσφορὲς ποὺ ἦταν πάνω στὸ τραπέζι. Ὁ βασιλιὰς τοὺς ἐκτέλεσε ὅλους καὶ παρέδωσε τὸν Βὴλ στὴ διάθεση τοῦ Δανιήλ, ὁ ὁποῖος κατέστρεψε κι αὐτὸν καὶ τὸ ναό του.
Ὁ Δανιὴλ νικάει τὸ Δράκοντα
Ὑπῆρχε ἐπίσης ἕνα μεγάλο φίδι, ποὺ τὸ λάτρευαν οἱ Βαβυλώνιοι. Μιὰ μέρα ὁ βασιλιὰς εἶπε στὸ Δανιήλ: «Δὲν μπορεῖς νὰ πεῖς ὅτι αὐτὸς δὲν εἶναι πραγματικὸς θεός! Ἐμπρός, λοιπόν, προσκύνησε τὸν!» Ὁ Δανιὴλ ἀπάντησε: «Ἐγὼ τὸν Κύριο τό Θεό μου θὰ προσκυνήσω, γιατί αὐτὸς εἶναι ἀληθινὸς Θεός. Δῶσε μου ὅμως, βασιλιά, τὴν ἄδεια καὶ θὰ σκοτώσω τὸ φίδι χωρὶς μαχαίρι ἢ ραβδί». Ὁ βασιλιὰς ἀπάντησε: «Σοῦ τὴ δίνω». Τότε ὁ Δανιὴλ πῆρε πίσσα, ξύγκι καὶ τρίχες καὶ τὰ ἕψησε μαζί· τὰ ἔκανε σβώλους καὶ τὰ ἔβαλε στὸ στόμα τοῦ φιδιοῦ. Τὸ φίδι τὰ ἔφαγε καὶ ἔσκασε. Τότε ὁ Δανιὴλ εἶπε: «Κοιτάξτε, λοιπόν, ποῦ προσφέρετε τὴ λατρεία σας!»
Μόλις τὸ ’μαθαν αὐτὸ οἱ Βαβυλώνιοι, ἀγανάκτησαν φοβερὰ καὶ ξεσηκώθηκαν ἐναντίον τοῦ βασιλιά. «Ὁ βασιλιὰς ἔγινε Ἰουδαῖος!» ἔλεγαν. «Κατέστρεψε τὸ Βήλ, σκότωσε τὸ φίδι καὶ ἔσφαξε τοὺς ἱερεῖς». Πῆγαν, λοιπόν, στὸ βασιλιὰ καὶ τοῦ εἶπαν: «Παράδωσέ μας τὸ Δανιήλ· ἀλλιῶς θὰ φονεύσουμε κι ἐσένα καὶ τοὺς δικούς σου». Ὁ βασιλιὰς ὅταν εἶδε ὅτι τὸν πιέζουν ἀφόρητα, ἀναγκάστηκε νὰ τοὺς παραδώσει τὸ Δανιήλ.
Αὐτοὶ τὸν ἔριξαν στὸ λάκκο τῶν λεόντων καὶ ἔμεινε ἐκεῖ ἕξι μέρες. Στὸ λάκκο βρίσκονταν ἑφτὰ λιοντάρια καὶ τοὺς ἔδιναν γιὰ τροφὴ κάθε μέρα δύο ἀνθρώπινα σώματα καὶ δύο πρόβατα. Ἐκείνη τὴν ἡμέρα ὅμως δὲν τοὺς ἔδωσαν τίποτα, γιὰ νὰ κατασπαράξουν τὸ Δανιήλ.
Στὴν Ἰουδαία ζοῦσε ἐκεῖνον τὸν καιρὸ ὁ προφήτης Ἀββακούμ. Αὐτὸς εἶχε βράσει φαγητό, ἔκοψε ψωμὶ σὲ μικρὰ κομμάτια, τὰ ’βαλε ὅλα μαζί σε μιὰ σουπιέρα καὶ πήγαινε στὸ χωράφι γιὰ νὰ τὰ φέρει στοὺς θεριστές. Τότε ἕνας ἄγγελος τοῦ Κυρίου διέταξε τὸν Ἀββακοὺμ νὰ πάει τὸ φαγητὸ αὐτὸ στὴ Βαβυλώνα καὶ νὰ τὸ δώσει στὸ Δανιήλ, στὸ λάκκο μὲ τὰ λιοντάρια. Ὁ Ἀββακοὺμ ἀπάντησε: «Κύριε, τὴ Βαβυλώνα δὲν τὴν ἔχω ξαναδεῖ κι οὔτε γνωρίζω κανέναν τέτοιο λάκκο». Τότε ὁ ἄγγελος τοῦ Κυρίου τὸν ἐπίασε ἀπὸ τὰ μαλλιὰ καὶ μ’ ἕνα δυνατὸ ἄνεμο τὸν ἔφερε στὴ Βαβυλώνα. Ὁ Ἀββακοὺμ φώναξε δυνατά: «Δανιήλ, Δανιήλ, πάρε τὸ φαγητὸ πού σου στέλνει ὁ Θεός». Ὁ Δανιὴλ ἀπάντησε: «Μὲ θυμήθηκες βέβαια, Θεέ μου· ἐσὺ ποτὲ δὲν ἐγκαταλείπεις αὐτοὺς ποὺ σὲ ἀγαποῦν». Σηκώθηκε κι ἔφαγε, κι ὁ ἄγγελος τοῦ Θεοῦ ξανάφερε τὸν Ἀββακοὺμ ἀμέσως πίσω στὸν τόπο του.
Τὴν ἕβδομη μέρα πῆγε ὁ βασιλιὰς νὰ θρηνήσει τὸ Δανιήλ. Ὅταν ὅμως ἦρθε στὸ λάκκο καὶ κοίταξε μέσα, ὁ Δανιὴλ ἦταν ἐκεῖ καθισμένος. Τότε ὁ βασιλιὰς φώναξε δυνατὰ καὶ εἶπε: «Εἶσαι μεγάλος, Κύριε, Θεὲ τοῦ Δανιήλ! Δὲν ὑπάρχει ἄλλος ἐκτὸς ἀπὸ σένα». Καὶ διέταξε νὰ τὸν βγάλουν ἀπὸ τὸ λάκκο. Αὐτοὺς ὅμως ποὺ εἶχαν γίνει αἰτία νὰ ταλαιπωρηθεῖ ὁ Δανιήλ, τοὺς ἔριξε στὸ λάκκο, καὶ τὰ λιοντάρια τοὺς κατασπάραξαν ἀμέσως μπροστὰ στὰ μάτια του.
Οἰ ἀντίπαλοί του Δανιὴλ τοῦ στήνουν παγίδα
Ὁ Δαρεῖος ὁ Μήδιος ἔγινε βασιλιὰς στὴ θέση τοῦ Βαλτάσαρ, σὲ ἡλικία ἑξήντα δύο ἐτῶν. Αυτός ἀποφάσισε νὰ διορίσει στὸ βασίλειό του ἑκατὸν εἴκοσι διοικητὲς ποὺ νὰ τὸ διοικοῦν ἐκ μέρους του. Σ’ αὐτοὺς διόρισε ἐπόπτες τὸ Δανιὴλ καὶ δύο ἄλλους ἄρχοντες· οἱ διοικητὲς θὰ ἔδιναν ἀναφορὰ σ’ αὐτοὺς κι ἔτσι θὰ διασφαλίζονταν τὰ συμφέροντα τοῦ βασιλιά. Ο Δανιὴλ ὑπερεῖχε ἀπὸ τοὺς δύο ἄλλους ἄρχοντες καὶ ἀπ’ ὅλους τους διοικητές, γιατί εἶχε ἰδιαίτερες ἱκανότητες, κι ἔτσι ὁ βασιλιὰς σκέφτηκε νὰ τὸν τοποθετήσει ὑπεύθυνο σ’ ὅλο το βασίλειο. Τότε οἱ ἄρχοντες καὶ οἱ διοικητὲς προσπάθησαν νὰ βροῦν κάποιο παράπτωμα στὸ Δανιὴλ σχετικὰ μὲ τὶς ὑποθέσεις τοῦ βασιλείου ἀλλὰ δὲν μπόρεσαν νὰ τοῦ βροῦν κανένα σφάλμα ἢ παράλειψη, γιατί ἦταν ἀπόλυτα τίμιος. Ἔτσι δὲν εἶχαν τίποτε νὰ τὸν κατηγορήσουν.
Τότε εἶπαν οἱ ἄνθρωποι αὐτοί: «Δὲ θὰ βροῦμε καμιὰ ἀφορμὴ ἐναντίον τοῦ Δανιήλ, ἐκτὸς ἂν τοῦ βροῦμε κάτι σχετικὰ μὲ τὸ νόμο τοῦ Θεοῦ του». Ήρθαν, λοιπόν, οἱ ἄρχοντες καὶ οἱ διοικητὲς ἐκεῖνοι στὸ βασιλιὰ καὶ τοῦ εἶπαν: «Νὰ ζεῖς αἰώνια, βασιλιὰ Δαρεῖε! Όλοι οἱ ἄρχοντες τοῦ βασιλείου, οἱ κυβερνῆτες, οἱ διοικητὲς καὶ οἱ σατράπες, οἱ σύμβουλοι καὶ οἱ τοπάρχες συσκεφθήκαμε κι ἀποφασίσαμε νὰ ἐκδοθεῖ βασιλικὸ διάταγμα, ποὺ νὰ ὁρίζει ὅτι γιὰ τριάντα μέρες, ὅποιος ἀπευθύνει παράκληση σὲ ὁποιονδήποτε θεὸ ἢ ἄνθρωπο ἐκτὸς ἀπὸ σένα, βασιλιά, νὰ ριχτεῖ στὸ λάκκο μὲ τὰ λιοντάρια. Τώρα, λοιπόν, βασιλιά, ἐπικύρωσε τὴν ἀπαγόρευση καὶ ὑπόγραψε τὸ ἔγγραφο, γιὰ νὰ μὴν μπορεῖ ν’ ἀλλάξει, σύμφωνα μὲ τὸ νόμο τῶν Μήδων καὶ τῶν Περσῶν, ὁ ὁποῖος δὲν μεταβάλλεται». Έτσι, ὁ βασιλιὰς Δαρεῖος ὑπέγραψε τὸ ἔγγραφο μὲ τὴν ἀπαγόρευση.
Όταν ἔμαθε ὁ Δανιὴλ ὅτι ὑπογράφτηκε ἕνα τέτοιο ἔγγραφο, πῆγε στὸ σπίτι του καὶ προσευχήθηκε ὅπως πάντα. Εἶχε στὸ ἄνω μέρος τοῦ σπιτιοῦ τοῦ ἀνοιχτὰ παράθυρα πρὸς τὴν Ἱερουσαλήμ, καὶ τρεῖς φορὲς τὴν ἡμέρα γονάτιζε ἐκεῖ καὶ προσευχόταν καὶ δοξολογοῦσε τὸ Θεό. Τότε οἱ ἄνθρωποι ἐκεῖνοι ἦρθαν καὶ βρῆκαν τὸ Δανιὴλ νὰ προσεύχεται καὶ ν’ ἀπευθύνει ἱκεσίες στὸ Θεό του.
Κατόπιν ἦρθαν καὶ μίλησαν στὸ βασιλιὰ γιὰ τὴν ἀπαγόρευσή του: «Βασιλιά, ἐσὺ δὲν ὑπέγραψες ἀπαγόρευση, ὅτι γιὰ τριάντα μέρες ὅποιος ἀπευθύνει παράκληση σὲ ὁποιονδήποτε θεὸ ἢ ἄνθρωπο, ἐκτὸς ἀπὸ σένα, θὰ ριχτεῖ στὸ λάκκο μὲ τὰ λιοντάρια;» Ὁ βασιλιὰς ἀπάντησε: «Πράγματι, ἔτσι εἶναι, σύμφωνα μὲ τὸ νόμο τῶν Μήδων καὶ τῶν Περσῶν, ὁ ὁποῖος δὲ μεταβάλλεται». «Ἐ, λοιπόν, βασιλιά», εἶπαν αὐτοί, «ὁ Δανιήλ, ποὺ προέρχεται ἀπὸ τοὺς αἰχμαλώτους του Ἰούδα, δὲ σέβεται οὔτε ἐσένα οὔτε τὴν ἀπαγόρευση ποὺ ὑπέγραψες, ἀλλὰ προσεύχεται στὸ Θεὸ τοῦ τρεῖς φορὲς τὴν ἡμέρα».
Ὁ Θεὸς προστατεύει τὸ Δανιὴλ στὸ λάκκο τῶν λεόντων
Μόλις ὁ βασιλιὰς ἄκουσε αὐτὰ τὰ λόγια, στενοχωρήθηκε πολὺ καὶ σκεφτόταν πῶς νὰ καλύψει τὸ Δανιήλ. Μέχρι τὴ δύση τοῦ ἥλιου προσπαθοῦσε νὰ βρεῖ ἕναν τρόπο νὰ τὸν γλιτώσει. Αλλά οἱ κατήγοροι τοῦ Δανιὴλ ἔτρεξαν πάλι στὸ βασιλιὰ καὶ τοῦ ὑπενθύμισαν: «Ξέρεις, βασιλιά, ὅτι σύμφωνα μὲ τὸ νόμο τῶν Μήδων καὶ τῶν Περσῶν καμιὰ ἀπαγόρευση ἢ διάταγμα, ποὺ ἐκδίδεται ἀπὸ τὸ βασιλιά, δὲν μεταβάλλεται». Τότε ὁ βασιλιὰς διέταξε νὰ φέρουν τὸ Δανιὴλ καὶ νὰ τὸν ρίξουν στὸ λάκκο τῶν λεόντων. Καὶ εἶπε στὸ Δανιήλ: «Ὁ Θεός σου, ποὺ τὸν λατρεύεις συνεχῶς, ἃς σὲ σώσει». Αυτοί ἔφεραν ἕνα λιθάρι καὶ τὸ ἔβαλαν στὸ στόμιο τοῦ λάκκου καὶ ὁ βασιλιὰς τὸ σφράγισε μὲ τὴ σφραγίδα του καὶ μὲ τὴ σφραγίδα τῶν μεγιστάνων του, γιὰ νὰ μὴν μπορεῖ κανεὶς νὰ ἀπελευθερώσει τὸ Δανιήλ.
Μετά ὁ βασιλιὰς πῆγε στὸ παλάτι του καὶ πέρασε τὴ νύχτα τοῦ ἄυπνος, νηστικὸς καὶ χωρὶς διασκέδαση. Το πρωὶ σηκώθηκε πολὺ νωρὶς καὶ πῆγε τρέχοντας στὸ λάκκο μὲ τὰ λιοντάρια. Όταν πλησίασε στὸ λάκκο, φώναξε μὲ φωνὴ θλιμμένη στὸ Δανιήλ: «Δανιήλ, δοῦλε τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ, ποῦ τὸν λατρεύεις συνεχῶς, μπόρεσε αὐτὸς νὰ σὲ σώσει ἀπ’ τὰ λιοντάρια;» Τότε ὁ Δανιὴλ τοῦ ἀπάντησε: «Μακάρι νὰ ζεῖς αἰώνια, βασιλιά! Πράγματι, ὁ Θεός μου ἔστειλε τὸν ἄγγελό του καὶ ἔφραξε τὸ στόμα τῶν λιονταριῶν καὶ δὲν μὲ ἔβλαψαν, γιατί εἶμαι ἀθῶος ἀπέναντί σου, βασιλιά, τίποτε κακὸ δὲν ἔχω κάνει».
Ο βασιλιὰς χάρηκε πάρα πολὺ καὶ διέταξε νὰ βγάλουν τὸ Δανιὴλ ἀπὸ τὸ λάκκο. Κι ὁ Δανιὴλ βγῆκε ἔξω χωρὶς νὰ ἔχει πάθει τὸ παραμικρό, γιατί ἔμεινε πιστὸς στὸ Θεό του. Μετά ὁ βασιλιὰς διέταξε κι ἔφεραν τοὺς ἀνθρώπους ἐκείνους, ποὺ εἶχαν συκοφαντήσει τὸ Δανιήλ, καὶ τοὺς ἔριξαν στὸ λάκκο τῶν λεόντων μαζὶ μὲ τὰ παιδιά τους καὶ τὶς γυναῖκες τους. Καὶ πρὶν φτάσουν στὸ κάτω μέρος τοῦ λάκκου, τὰ λιοντάρια τοὺς ἅρπαζαν καὶ τοὺς ἔσπαζαν τὰ κόκαλα.
Μετά ὁ βασιλιὰς Δαρεῖος ἔστειλε γραπτὸ μήνυμα στοὺς λαοὺς ὅλων των ἐθνοτήτων καὶ τῶν γλωσσῶν, ποὺ κατοικοῦσαν στὴν ἐπικράτεια: «Μακάρι ὅλοι σας νὰ εὐτυχεῖτε! Εκδίδεται ἀπὸ μένα διαταγὴ σ’ ὅλη τὴν ἐπικράτεια τοῦ βασιλείου μου, οἱ ἄνθρωποι νὰ φοβοῦνται καὶ νὰ σέβονται τὸ Θεὸ τοῦ Δανιήλ, γιατί εἶναι Θεὸς ποὺ ζεῖ καὶ θὰ ὑπάρχει αἰώνια. Ἡ βασιλεία του δὲν θὰ καταστραφεῖ ποτὲ καὶ ἡ κυριαρχία του θὰ εἶναι παντοτινή. Αυτός σώζει κι ἐλευθερώνει καὶ κάνει σημεῖα καὶ θαύματα στὸν οὐρανὸ καὶ στὴ γῆ. Αὐτὸς ἔσωσε καὶ τὸ Δανιὴλ ἀπὸ τὴ δύναμη τῶν λιονταριῶν».
Έτσι ὁ Δανιὴλ ζοῦσε εὐτυχισμένος ὅσον καιρὸ βασίλευαν ὁ Δαρεῖος καὶ ὁ Κύρος στοὺς Πέρσες.
Ἡ αἰνιγματικὴ γραφὴ στὸν τοῖχο
Κάποτε ὁ βασιλιὰς Βαλτάσαρ παρέθεσε μεγάλο δεῖπνο σὲ χίλιους μεγιστάνες του γιὰ νὰ πιεῖ μαζί τους κρασί. Όταν ἄρχισε νὰ πίνει, διέταξε νὰ φέρουν τὰ χρυσὰ καὶ τὰ ἀσημένια σκεύη, ποὺ ὁ πατέρας τοῦ ὁ Ναβουχοδονόσορ εἶχε ἁρπάξει ἀπὸ τὸ ναὸ τῆς Ἱερουσαλήμ, γιὰ νὰ πιοῦν μ’ αὐτὰ ὁ ἴδιος, οἱ μεγιστάνες του, οἱ γυναῖκες του καὶ οἱ παλλακίδες του. Έφεραν λοιπὸν τὰ σκεύη ποὺ εἶχαν ἀφαιρεθεῖ ἀπὸ τὸ ναό, ἀπὸ τὸν οἶκο τοῦ Θεοῦ στὴν Ἱερουσαλήμ· καὶ ἔπιναν σ’ αὐτὰ ὁ βασιλιὰς κι ὅλοι οἱ συνδαιτυμόνες. Έπιναν κρασὶ καὶ ὑμνοῦσαν τοὺς θεούς τους, τοὺς καμωμένους ἀπὸ χρυσάφι, ἀσήμι, χαλκό, σίδερο, ξύλα καὶ πέτρες.
Εκείνη τὴν ὥρα παρουσιάστηκε ἕνα ἀνθρώπινο χέρι πλάι στὴ λυχνία κι ἄρχισε κάτι νὰ γράφει πάνω στὴν ἀμμοκονία τοῦ τοίχου τοῦ παλατιοῦ. Ὅταν ὁ βασιλιὰς εἶδε τὸ χέρι ποὺ ἔγραφε, το πρόσωπό του χλώμιασε καὶ οἱ σκέψεις τοῦ τὸν κατατρόμαξαν· παρέλυσε ὁλόκληρος καὶ τὰ γόνατά του ἄρχισαν νὰ τρέμουν. Πανικόβλητος φώναξε νὰ ἔρθουν ὅλοι οἱ σοφοί της Βαβυλώνας: οἱ ἐξορκιστές, οἱ μάντεις καὶ οἱ ἀστρολόγοι, καὶ τοὺς εἶπε: «Ὅποιος διαβάσει τὴ γραφὴ αὐτὴ καὶ μοῦ τὴν ἐξηγήσει, θὰ τοῦ φορέσουν πορφύρα καὶ γύρω ἀπὸ τὸ λαιμὸ τοῦ ἁλυσίδα χρυσὴ καὶ θὰ ἐξουσιάζει σὰν τρίτος ἄρχοντας στὸ βασίλειο». Παρουσιάστηκαν τότε ὅλοι οἱ σοφοί του βασιλιά, ἀλλὰ δὲν μπόρεσαν νὰ διαβάσουν τὴ γραφὴ οὔτε νὰ τοῦ τὴν ἐξηγήσουν. Έτσι ὁ Βαλτάσαρ συνταράχθηκε ἀκόμα περισσότερο κι ἔγινε κάτωχρος· οἱ μεγιστάνες τοῦ ταράχτηκαν κι αὐτοί.
Ὁ Δανιὴλ ἐξηγεῖ τὴ γραφὴ
Η μητέρα τοῦ βασιλιά, ὅταν ἄκουσε ἀπ’ ἔξω τα λόγια τοῦ ἴδιου καὶ τῶν μεγιστάνων του, μπῆκε στὴν αἴθουσα τοῦ συμποσίου καὶ εἶπε στὸ γιό της: «Νὰ ζεῖς αἰώνια βασιλιά! Σταμάτα ν’ ἀναστατώνεσαι ἀπὸ τὶς σκέψεις σου καὶ νὰ χλωμιάζεις ἔτσι. Βρίσκεται στὸ βασίλειό σου ἕνας ἄνθρωπος, ποὺ ἔχει τὸ Πνεῦμα τῶν ἁγίων θεῶν. Τὸν καιρὸ τοῦ πατέρα σου, αὐτὸς εἶχε τὴ φήμη φωτισμένου ἀνθρώπου μὲ φρόνηση καὶ σοφία, ὅμοια μὲ τὴ σοφία τῶν θεῶν. Καὶ μάλιστα, ὁ βασιλιὰς Ναβουχοδονόσορ, ὁ πατέρας σου, τὸν εἶχε κάνει ἀρχηγὸ τῶν μάγων, τῶν ἐξορκιστῶν, τῶν μάντεων καὶ τῶν ἀστρολόγων. Πράγματι, αὐτὸς ὁ Δανιήλ, ποὺ ὁ βασιλιὰς τὸν ὀνόμασε Βαλτάσαρ, εἶναι ἔξοχο μυαλὸ καὶ διαθέτει φρόνηση, γνώση καὶ ἱκανότητα νὰ ἑρμηνεύει ὄνειρα, νὰ ἐξηγεῖ αἰνίγματα καὶ νὰ λύνει προβλήματα. Στεῖλε, λοιπόν, νὰ φέρουν τὸ Δανιὴλ κι αὐτὸς θὰ σοῦ ἑρμηνεύσει τὴ γραφή».
Έτσι, ὁ Δανιὴλ ὁδηγήθηκε μπροστὰ στὸ βασιλιά. Ὁ βασιλιὰς τοῦ εἶπε: «Ἐσὺ εἶσαι ὁ Δανιήλ, ἀπὸ τοὺς αἰχμαλώτους του Ἰούδα, ποῦ ὁ βασιλιὰς πατέρας μου ἔφερε ἀπὸ τὴν Ἰουδαία; Άκουσα γιὰ σένα ὅτι ἔχεις τὸ Πνεῦμα τῶν θεῶν, φωτισμό, φρόνηση κι ἐξαιρετικὴ σοφία. Τώρα παρουσιάστηκαν μπροστά μου οἱ σοφοὶ καὶ οἱ μάντεις γιὰ νὰ διαβάσουν τὴ γραφὴ αὐτὴ καὶ νὰ τὴν ἑρμηνεύσουν ἀλλὰ δὲν μπόρεσαν νὰ μοῦ ἐξηγήσουν τί σημαίνει. Άκουσα γιὰ σένα ὅτι μπορεῖς νὰ ἑρμηνεύεις καὶ νὰ ξεδιαλύνεις τὰ μυστήρια. Τώρα λοιπόν, ἂν μπορεῖς νὰ διαβάσεις αὐτὴ τὴ γραφὴ καὶ νὰ μοῦ φανερώσεις τὴν ἑρμηνεία της, θὰ σοῦ φορέσουν πορφύρα καὶ γύρω ἀπὸ τὸ λαιμό σου ἁλυσίδα χρυσὴ καὶ θὰ ἐξουσιάζεις σὰν τρίτος ἄρχοντας στὸ βασίλειο».
Τότε ὁ Δανιὴλ ἀπάντησε στὸ βασιλιά: «Τὰ δῶρα σου κράτησέ τα γιὰ τὸν ἑαυτό σου, βασιλιά, καὶ τὶς ἀμοιβὲς δώσ’ τὲς σὲ ἄλλους· ἐγὼ θὰ σοῦ διαβάσω τὴ γραφὴ καὶ θὰ σοῦ τὴν ἐξηγήσω: Βασιλιά, ὁ ὕψιστος Θεὸς εἶχε δώσει στὸν πατέρα σου τὸ Ναβουχοδονόσορ βασίλειο, μεγαλοπρέπεια, δόξα καὶ τιμή. Για τὴ μεγαλοπρέπεια ποὺ τοῦ ἔδωσε, οἱ λαοὶ ὅλων των ἐθνοτήτων καὶ τῶν γλωσσῶν τὸν ἔτρεμαν καὶ τὸν φοβοῦνταν. Ὅποιον αὐτὸς ἤθελε τὸν θανάτωνε καὶ ὅποιον ἤθελε τὸν ἄφηνε νὰ ζήσει· ὅποιον αὐτὸς ἤθελε τὸν ἐξύψωνε καὶ ὅποιον ἤθελε τὸν ταπείνωνε. Όταν ὅμως ἀλαζονεύτηκε μέσα του καὶ γέμισε ὑπερηφάνεια, ἀνατράπηκε ἀπὸ τὸ βασιλικό του θρόνο κι ἔχασε τὴ δόξα του. Αποπέμφθηκε μέσα ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη κοινωνία, γιατί τὸ μυαλὸ τοῦ εἶχε γίνει σὰν τῶν ζώων. Ἔτσι πῆγε καὶ ζοῦσε μαζὶ μὲ τ’ ἄγρια γαϊδούρια καὶ τρεφόταν μὲ χορτάρι σὰν τὰ βόδια· τὸ σῶμα τοῦ βρεχόταν ἀπὸ τὴ δροσιὰ τοῦ οὐρανοῦ, μέχρις ὅτου κατάλαβε ὅτι ὁ ὕψιστος Θεὸς εἶναι ποὺ ἐξουσιάζει ὅλα τα ἀνθρώπινα βασίλεια, κι ὅποιον αὐτὸς θέλει τὸν ἀναδεικνύει σ’ αὐτά. Τώρα κι ἐσύ, ὁ γιὸς τοῦ ὁ Βαλτάσαρ, ἂν καὶ τὰ γνώριζες ὅλα αὐτά, δὲν ἔδειξες ταπεινὴ διάθεση. Προκάλεσες τὸν Κύριό του οὐρανοῦ καὶ διέταξες νὰ φέρουν μπροστά σου τὰ σκεύη τοῦ ναοῦ του καὶ ἤπιατε ἀπ’ αὐτὰ κρασὶ ἐσὺ καὶ οἱ μεγιστάνες σου, οἱ γυναῖκες σου καὶ οἱ παλλακίδες σου. Ὕμνησες τοὺς θεοὺς ποὺ εἶναι κατασκευασμένοι ἀπὸ ἀσήμι καὶ χρυσάφι, ἀπὸ χαλκό, σίδερο, ξύλα καὶ πέτρες, θεοὺς ποὺ δὲ βλέπουν, δὲν ἀκοῦν καὶ δὲν καταλαβαίνουν. Τὸ Θεὸ ὅμως, ποὺ στὰ χέρια τοῦ βρίσκεται ἡ πνοή σου καὶ τὸ μέλλον σου, δὲν τὸν δοξολόγησες. Γι’ αὐτό, λοιπόν, ἔστειλε ὁ Θεὸς τὸ χέρι γιὰ νὰ γράψει αὐτὰ τὰ λόγια. Οι λέξεις ποὺ γράφτηκαν εἶναι: “μενέ, μενέ, τεκέλ, οὒ-φαρσίν”. Η ἑρμηνεία τοὺς εἶναι ἡ ἀκόλουθη: “Μενέ”, σημαίνει ὅτι μέτρησε ὁ Θεὸς τὴ βασιλεία σου καὶ τὴν ἔφερε στὸ τέλος της. “Τεκέλ”: ζυγίστηκες στὴν πλάστιγγα καὶ βρέθηκες λειψός. “Περές”, σημαίνει “διαίρεση”. Διαιρέθηκε τὸ βασίλειό σου καὶ δόθηκε στοὺς Μήδους καὶ στοὺς Πέρσες».
Τότε ὁ Βαλτάσαρ διέταξε νὰ φορέσουν στὸ Δανιὴλ τὴν πορφύρα καὶ τὴ χρυσὴ ἁλυσίδα στὸ λαιμό του καὶ ν’ ἀναγγείλουν ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ τρίτος ἄρχοντας στὸ βασίλειο. Την ἴδια ἐκείνη νύχτα φονεύθηκε ὁ Βαλτάσαρ, βασιλιὰς τῶν Βαβυλωνίων.
Ἰστορία περί τῆς Σωσσάνης
Ὁ καιρός περνοῦσε καί οἱ καρδιές τῶν ὑπόδουλων Ἰουδαίων ἦταν βυθισμένες στόν πόνο καί στή νοσταλγία. Στή νέα τους πατρίδα ζοῦσαν κρατώντας τήν πίστη καί τή λατρεία τους στόν Ἕνα, τόν Μόνο, Ἀληθινό Θεό. Ἀνάμεσά τους διακρινόταν ἰδιαίτερα ὁ ἄρχοντας Ἰωακείμ καί ἡ σύζυγός του, ἡ Σωσσάνα.
Ὁ Ἰωακείμ ἦταν πλούσιος, ἀλλά καί πολύ πιστός στόν Θεό. Ἡ σύζυγός του πάλι, ἡ Σωσσάνα ἦταν πολύ ὄμορφη, συνετή καί καλόγνωμη γυναίκα. Ἔτσι στό σπιτικό τους ἐπικρατοῦσε ἡ χαρά, ἡ εὐπρέπεια καί ἡ εἰρήνη. Καί ὁ Θεός εὐλογοῦσε ἁπλόχερα τή ζωή καί τά ἔργα τους. Ὁ Ἰωακείμ ἐργαζόταν ὡς γεωργός καί ἀμπελουργός καί κυβερνοῦσε τά κτήματά τους μέ σύνεση καί ἐπιμέλεια. Καί ἡ Σωσσάνα, σάν καλή καί φρόνημη οἰκοδέσποινα φρόντιζε μέ τίς βοηθούς της τό εὐλογημένο σπιτικό τους. Ζοῦσε πολύ ταπεινά ἡ Σωσσάνα καί συνεργαζόταν ἀδελφικά μέ τίς γυναῖκες πού εἶχε γιά βοηθούς στό ἔργο της. Κάθε μέρα μάλιστα, ὅταν αὐτές τελείωναν τίς ἐργασίες τους, τίς ἔπαιρνε ὡς συνοδούς της στόν περίπατο πού ἡ ἴδια συνήθιζε νά κάνει στό μεγάλο περιβόλι τους, πού ἦταν γεμᾶτο μέ λαχανικά καί καρποφόρα δέντρα. Ἔτσι τίς ξεκούραζε καί παράλληλα τούς μάθαινε τήν ἄσκηση τῆς ἀρετῆς Τίς νουθετοῦσε συνεχῶς, σάν πραγματική μητέρα καί ἀδελφή, βοηθώντας τες νά προαχθοῦν σέ ὅλες τίς ἀρετές καί νά διορθωθοῦν σέ ὅ,τι ἐκεῖνες ὑστεροῦσαν.
***
Στό σπίτι τοῦ Ἰωακείμ καί τῆς Σωσσάνας σύχναζαν δυό συντοπίτες τους Ἑβραῖοι, τούς ὁποίους ὁ λαός εἶχε ὁρίσει ὡς Κριτές στίς διαφωνίες καί τά διάφορα θέματα πού προέκυπταν στή ζωή τῶν ἄλλων συμπατριωτῶν τους. Τούς εἶχαν δηλαδή ἀναθέσει νά τακτοποιοῦν, μέ εἰρηνικό τρόπο καί σύνεση, κάθε διαφορά, πού κάθε φορά θά προέκυπτε ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους τοῦ λαοῦ τους.
Οἱ δυό αὐτοί Κριτές σύχναζαν στό σπίτι τοῦ Ἰωακείμ καί τῆς Σωσσάνας, ἐπειδή ἤθελαν νά συμβουλεύονται καί νά ζητοῦν τή γνώμη τοῦ Ἰωακείμ πάνω στά διάφορα θέματα πού ἀντιμετώπιζαν. Ἔτσι, ἡ ἀπόφαση πού θά ’παιρναν νά ἦταν ἀρκετά μελετημένη καί ἐγγυημένη ἀπό τή συνετή γνώμη τοῦ Ἰωακείμ. Ὡς ἄνθρωποι ὅμως κι αὐτοί οἱ Κριτές ἔκαναν κάποιες φορές ἄστοχα πράγματα. Γιατί Σοφός, Δίκαιος καί Πάνσοφος Κριτής τοῦ κόσμου εἶναι μόνο ὁ Θεός.
Κάποτε λοιπόν, πού ἀπουσίαζε ἀπό τό σπίτι του ὁ Ἰωακείμ, οἱ δυό ἐπισκέπτες Κριτές, πού πῆγαν στό ἀρχοντικό του, ἀστόχησαν καί τόλμησαν νά ἀσεβήσουν κατά τοῦ Θεοῦ. Κι αὐτό, γιατί ἐκεῖνοι ἔπαψαν νά βλέπουν μέ καρδιά καθαρή τή σύζυγο τοῦ Ἰωακείμ, τή συνετή Σωσσάνα καί ἔβαλαν γι’ αὐτήν κακό λογισμό.
Ἡ Σωσσάνα, μέ τίς γυναῖκες, πού ἐργάζονταν στό σπιτικό τους, ἔκαναν ἐκείνη τήν ὥρα τόν συνηθισμένο περίπατό τους καί συζητοῦσαν ἀμέριμνα, θαυμάζοντας τήν ὀμορφιά καί τήν εὐφορία πού εἶχε τό ὄμορφο περιβόλι τους. Οἱ Κριτές, καθώς τίς εἶδαν, ἔβαλαν ἀμέσως σέ ἐνέργεια τό πονηρό σχέδιό τους. Κρύφθηκαν γύρω σέ κάποιους θάμνους καί, γιά μιά στιγμή, ἅρπαξαν βίαια τή Σωσσάνα πού περπατοῦσε ἐκεῖ εἰρηνική καί ἀμέριμνη. Τῆς ζήτησαν μετά νά συγκατατεθεῖ στίς ἄνομες ἐπιθυμίες τους καί νά ἁμαρτήσει μαζί τους. Τῆς ἔθεσαν μάλιστα τό δίλημμα ἤ νά ἐκπληρώσει τήν ἐπιθυμία τους ἤ νά πάρει ἀπόφαση τήν καταδίκη της. Γιατί ἐκεῖνοι, τῆς εἶπαν, θά διέστρεφαν τήν ἀλήθεια καί θά τήν κατηγοροῦσαν, λέγοντας ὅτι τήν συνέλαβαν κατά τήν ἀπουσία τοῦ συζύγου της, νά τόν ἀπατᾶ, καί νά μοιχεύει. Καί ἡ καταδίκη πού ὁ Νόμος ὅριζε τότε γιά τή μοιχαλίδα σύζυγο ἦταν πολύ βαριά. Ἄγριος θάνατος τήν περίμενε καί μάλιστα, μέ λιθοβολισμό.
Τό δίλημμα γιά τήν ἁγνή Σωσσάνα ἦταν πολύ μεγάλο. Ἡ δυνατή ὅμως καί πιστή ψυχή της οὔτε στιγμή δέν δείλιασε. Μέ μιᾶς, ξέφυγε ἀπό τά μιαρά χέρια τῶν πονηρῶν Κριτῶν, ὅπως τό γοργό ζαρκάδι γλιτώνει τήν τελευταία στιγμή ἀπό τήν ὕπουλη παγίδα. Προτίμησε ἡ ἁγνή Σωσσάνα τήν καταδίκη ἀπό τή ντροπή, τό θάνατο ἀπό τήν ἀπιστία.
Τήν ἄλλη μέρα ἐπέστρεψε ὁ Ἰωακείμ καί οἱ Κριτές τοῦ κατήγγειλαν τό φανταστικό ἁμάρτημα τῆς συζύγου του. Μάζεψαν μάλιστα καί πολύ πλῆθος λαοῦ, γιά νά ὁλοκληρώσουν τήν καταδίκη τῆς δίκαιης αὐτῆς Ἰσραηλίτισσας. Σέ λίγο ἔσυραν τήν κατηγορούμενη γυναίκα στόν τόπο τῆς καταδίκης της. Ἡ γενναία Σωσσάνα ὅμως δέν ἀπελπίσθηκε. Προσευχόταν θερμά στόν Παντογνώστη Θεό καί Τόν παρακαλοῦσε, ὥστε Ἐκεῖνος νά ἀποκαλύψει τήν ἀλήθεια. Καί ὁ Θεός, ὁ Μόνος Δίκαιος καί Πανάγαθος Κριτής, πού γνωρίζει τά βάθη τῆς καρδιᾶς τῶν ἀνθρώπων, δέν ἄφησε τό πλάσμα Του ἀβοήθητο. Καί νά, τί ἔγινε: Καθώς ὁ ἐξαγριωμένος λαός ἔσυρε τή Σωσσάνα ἔξω ἀπό τήν πόλη, ὅπου κατά τό Νόμο ἔπρεπε νά λιθοβοληθεῖ, συνάντησε στήν εἴσοδο τῆς πόλης τόν Δανιήλ, πού ἐπέστρεφε ἐκείνη τήν ὥρα ἀπό κάποια βασιλική ἀποστολή.
Τόν Δανιήλ τόν ἐκτιμοῦσαν ὅλοι οἱ συντοπῖτες του καί τόν σέβονταν. Κι αὐτό, ὄχι τόσο γιά τό ἀξίωμα πού εἶχε κοντά στό βασιλιά σάν πρωτεπιστάτης τοῦ παλατιοῦ, μά γιά τόν εὐθύ καί δίκαιο χαρακτήρα του καί κυρίως γιά τήν ἐνάρετη ζωή του.
Ὁ Δανιήλ ἀπόρρησε μέ τό θέαμα, σπλαχνίστηκε τή συκοφαντημένη φτωχιά Σωσσάνα καί, ὅταν ἄμαθε τό γεγονός, ἀγανάκτησε γιά τό ἄδικο πού γινόταν στήν ἀνυπεράσπιστη αὐτή γυναίκα. Παρόλο λοιπόν πού ὁ ἴδιος ἦταν νέος καί σχετικά ἄπειρος, καθόλου δέν δίστασε. Ζήτησε τή δύναμη καί τό φωτισμό τοῦ Θεοῦ καί ὄρθωσε τό ἀνάστημά του. Πῆρε τό θάρρος τότε καί τόλμησε νά βροντοφωνάξει στό λαό καί νά τούς πεῖ:
—Γιατί τρέχετε νά φονεύσετε μιά ἄκακη καί ἀθώα γυναίκα; Τήν ἀνακρίνατε σωστά, ὥστε νά τήν δικάσετε δίκαια; Νομίζω πώς ἔχετε ὅλοι σας πλανηθεῖ. Γι’ αὐτό ζητάω νά μοῦ δώσετε τήν ἄδεια νά ἀνακρίνω ἐνώπιόν σας, γιά μιά ἀκόμη φορά, αὐτή τή γυναίκα, ἀλλά καί τούς Κριτές της. Κι ἄν ἀποδειχθεῖ πώς πράγματι, ἡ Σωσσάνα εἶναι μοιχαλίδα, τότε σᾶς ἐπιτρέπετε νά ἐκτελέσετε τήν ἀπόφασή σας. Κι ἄν ὄχι, τότε νά πάρετε μιά νέα, δικαιότερη ἀπόφαση.
Χάρηκε ὁ λαός μέ τοῦτο τό λόγο τοῦ Δανιήλ, γιατί στήν πραγματικότητα, κανείς τους δέν μποροῦσε νά πιστέψει τίς κατηγορίες τῶν Κριτῶν. Τό ἔκαναν μόνο καί μόνο ἀπό σεβασμό στό λειτούργημά τους. Ἀλλά οὔτε πάλι ἦταν σέ θέση κανείς τους, νά ἀνατρέψει, μ’ ἄλλον τρόπο, τά ὅσα αὐτοί ἰσχυρίζονταν. Ἔτσι γύρισαν ὅλοι πίσω μέ πολλή χαρά –γιατί ὅλοι τους πολύ ἀγαποῦσαν καί τιμοῦσαν τή Σωσσάνα– καί ἀνέβασαν στό κριτήριο τόν Δανιήλ. Ἐκεῖνος τότε εἶπε μέ πειστικό τρόπο στό λαό:
—Θά ἐξετάσω πρῶτα χωριστά, ἕνα-ἕνα τούς Κριτές. Ἀφῆστε λοιπόν ἐδῶ τόν πρῶτο καί πᾶρτε τόν ἄλλο, ὥστε νά μήν ἀκούσει τοῦ πρώτου τήν κατάθεση.
Στράφηκε μετά στόν πρῶτο Κριτή καί τόν ρώτησε αὐστηρά:
—Σέ ποιά ἀκριβῶς θέση τοῦ κήπου εἶδες τή Σωσσάνα νά ἁμαρτάνει;
—Κάτω ἀπό τό σχίνο, ἀπάντησε ἐκεῖνος.
—Ψεύδεσαι, τοῦ ἀπάντησε ἀποφαστικά ὁ Δανιήλ. Ὕστερα στράφηκε πρός τό λαό καί εἶπε:
—Πᾶρτε τώρα αὐτόν καί φέρτε μου τό συντροφό του.
—Σέ ποιά ἀκριβῶς θέση τοῦ κήπου εἶδες τή Σωσσάνα νά ἁμαρτάνει; ἐπανέλαβε καί σ’ αὐτόν ὁ Δανιήλ.
—Κάτω ἀπό τό πουρνάρι ἀπάντησε ἀδίστακτα ἐκεῖνος.
—Κι ἐσύ ψεύδεσαι τοῦ λέει ὁ Δανιήλ. Τώρα ὅλοι ὅσοι παρευρίσκονται θά κρίνουν καί τούς δύο σας.
Τότε ἔγινε μεγάλη χαρά. Ἀνακουφίστηκε ἐκείνη τή στιγμή τό μέχρι τότε ἀγριεμένο πλῆθος καί ἀποδέχθηκε ὁλόκαρδα καί μέ θαυμασμό τήν ἀπόφαση τοῦ σοφοῦ Δανιήλ. Κατάλαβαν ὅλοι τό λάθος πού εἶχαν κάνει ὅταν ἔδωσαν πίστη στά λόγια τῶν κακόβουλων Κριτῶν καί δόξασαν τόν Θεό γιατί δέν ἐπέτρεψε νά γίνει τέτοιο κακό. Ἀλλά κυρίως, εὐχαρίστησαν τόν δωρεοδότη Θεό, πού εἶχε δώσει τόση σύνεση καί τόση σοφία στόν Δανιήλ.
Ἀπό τό βιβλίο,
«Ο ΠΡΟΦΗΤΗΣ ΔΑΝΙΗΛ»
Ἐκδ. «ΕΤΟΙΜΑΣΙΑ»
Ἱ.Μ. Τιμίου Προδρόμου Καρέα