(21 Δεκεμβρίου)
«Ἡ ἁγία Ἰουλιανὴ ἔζησε ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Μαξιμιανοῦ καὶ ἦταν κόρη πλουσίων γονέων, οἱ ὁποῖοι τὴν μνήστευσαν μὲ κάποιο συγκλητικό, ὀνόματι Ἐλεύσιο. Ἐνῶ ὁ Ἐλεύσιος ἤθελε νὰ τὴν νυμφευθεῖ, δὲν δέχτηκε ἡ ἁγία, ἡ ὁποία τοῦ εἶπε: Ἐὰν δὲν ἀποκτήσεις πρῶτα τὴν ἐξουσία τῆς πόλεως, δὲν συνέρχομαι σὲ γάμο μαζί σου. Αὐτὸς πράγματι καταστάθηκε στὸ ἀξίωμα τοῦ ἐπάρχου, ἀλλὰ αὐτὴ τοῦ εἶπε πάλι: Ἐὰν δὲν μεταστραφεῖς στὴν πίστη τῶν χριστιανῶν ἀπὸ τὴ θρησκεία τῶν εἰδώλων, δὲν καταδέχομαι τὴν κοινωνία σὲ γάμο μὲ ἐσένα.
Αὐτὸς τότε ἀποκάλυψε τὰ πάντα στὸν πατέρα τῆς παρθένου, ὁ ὁποῖος, ἐπειδὴ δὲν μπόρεσε νὰ τῆς ἀλλάξει τὴν πίστη στὸν Χριστό, τὴν παρέδωσε κατὰ τοὺς νόμους τῆς ἐποχῆς πρὸς ἐξέταση στὸν ἔπαρχο καὶ μνηστήρα της. Ὁ μνηστήρας της τὴν γύμνωσε ἀπὸ τὸν χιτώνα της καὶ ἔδωσε ἐντολὴ σὲ ἕνδεκα στρατιῶτες νὰ τὴν μαστιγώσουν μὲ ὠμὰ βούνευρα, τόσο ποὺ τὴν καταξέσχισαν. Στὴ συνέχεια τὴν κρέμασαν ἀπὸ τὰ μαλλιά, ὥστε ἀποσπάσθηκε τὸ δέρμα τῆς κεφαλῆς της, ἔπειτα κατέφλεξαν τὶς πλευρές της μὲ σίδερα πυρωμένα, ὅπως καὶ διαπέρασαν ἀπὸ τὸ μέσο των μηρῶν τῆς ἄλλο σίδερο πυρακτωμένο καὶ αὐτό.
Στὸ τέλος, ἔδεσαν τὰ χέρια της στὰ πλευρά της καὶ κατὰ τὴν ἐντολὴ τοῦ ἐπάρχου τὴν ὁδήγησαν στὴ φυλακή. Τὴν ἴδια λοιπόν νυκτα ποὺ ρίχτηκε στὴ φυλακὴ καὶ ἐνῶ προσευχόταν, τῆς ἐμφανίστηκε ὁ ἀφανὴς ἐχθρὸς καὶ πολέμιος ὅλων διάβολος, σὲ σχῆμα ἀγγέλου, ὁ ὁποῖος τὴν προέτρεπε νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα καὶ νὰ ἐλευθερωθεῖ. Ἡ ἁγία ὅμως, ἀφοῦ τὸν ἀπώθησε, τὸν ἔκανε καὶ χωρὶς τὴ θέλησή του νὰ ὁμολογήσει ὅλα τα σχετικὰ μὲ αὐτόν. Τὴν ὁδήγησαν πάλι στὸν ἔπαρχο καὶ ἐπειδὴ παρέμενε ἀμετάθετη στὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, τὴν ἔριξαν σὲ καμίνι ποὺ τὸ εἶχαν ἀνάψει πολύ. Τὸ καμίνι σβήστηκε μὲ παράδοξο τρόπο, μὲ ἀποτέλεσμα πεντακόσιοι ἄνδρες νὰ πιστέψουν στὸν Χριστό, οἱ ὁποῖοι καὶ τελειώθηκαν ἀμέσως μὲ ξίφος, μαζὶ μὲ ἑκατὸν τριάντα γυναῖκες. Ἡ μάρτυς στὴ συνέχεια ρίχτηκε σὲ φλογισμένο λέβητα, ἀλλὰ ὁ λέβητας ἔγινε λουτρὸ γιὰ τὴ μακάρια Ἰουλιανή. Κι ὄχι μόνο αὐτό: ὁ λέβητας λύθηκε καὶ χύθηκε ἔξω το πυρακτωμένο περιεχόμενό του, σὰν νὰ κινήθηκε ἀπὸ κάποια μηχανή, καὶ κατέστρεψε τοὺς ἀπίστους ποὺ βρίσκονταν ὁλόγυρά του. Ἀπὸ ὅλα αὐτὰ ἡ μάρτυς παρέμεινε ἀβλαβής, γι’ αὐτὸ καὶ ὑπέστη τελικὰ τὸν διὰ ξίφους θάνατο. Ἦταν δὲ ὅταν μνηστεύτηκε τὸν Ἐλεύσιο ἕνδεκα χρονῶν, ἐνῶ ὅταν μνηστεύτηκε τὸν Χριστὸ διὰ τοῦ μαρτυρίου, δεκαοκτῶ χρονῶν. Τελεῖται δὲ ἡ σύναξή της στὸ μαρτύρειο αὐτῆς, ποὺ βρίσκεται πλησίον της ἁγίας μάρτυρος Εὐφημίας στὸ Πέτριο».
Ἡ ἁγία Ἰουλιανὴ συνιστᾶ, κατὰ τὸν ἅγιο Ἰωσήφ, τὸν ὑμνογράφο τῆς ἁγίας, τὸν μαγνήτη, ποὺ μαγνήτισε τὸν ἴδιο τὸν Κύριο καὶ Θεό της. Ἦταν τέτοιες καὶ τόσες οἱ ἀρετές της, λόγω τῆς πληγωμένης ἀπὸ ἔρωτα Κυρίου καρδιᾶς της, ὥστε Ἐκεῖνος τὴν ἀγάπησε γιὰ τὸ κάλλος τῆς ψυχῆς της καὶ τὴν ὁδήγησε στὸν νυμφώνα τῆς βασιλείας Του. Γιὰ τὸν ὑμνογράφο δηλαδὴ ἡ ἁγία Ἰουλιανὴ ἀνήκει στὴ χορεία τῶν πέντε παρθένων τῆς γνωστῆς παραβολῆς, ποὺ «εἰσῆλθον μετ’ αὐτοῦ εἰς τοὺς γάμους». Ἡ παρθενία της δὲν ὑπῆρξε στείρα καὶ ἄκαρπη, ἀλλὰ πλήρης του ἐλαίου τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ. «Ἐτρώθης τῷ γλυκυτάτω ἔρωτι Χριστοῦ πανεύφημε» (πληγώθηκες ἀπὸ τὸν γλυκύτατο ἔρωτα τοῦ Χριστοῦ, πανεύφημε), «ὅθεν σου ὁ Κύριος νῦν ἠράσθη τοῦ κάλλους καὶ πρὸς φωτεινότατον σὲ νυμφώνα εἰσῆξεν» (γι’ αὐτὸ ὁ Κύριος ἀγάπησε τὸ κάλλος σου τώρα καὶ σὲ ἔβαλε μέσα στὸν φωτεινότατο νυμφώνα Του). Ἡ ἁγία δηλαδὴ κατενόησε ἀπὸ πολὺ μικρὴ ὅτι ὁ Χριστός, ἂν θέλει κανεὶς νὰ νιώσει τὴ δύναμη καὶ τὴ χάρη Του, δὲν εἶναι τὸ περιθώριο τῆς ζωῆς, ἀλλὰ τὸ κέντρο καὶ ἡ διαρκὴς ἀναφορά. Ὅπως Ἐκεῖνος μᾶς προσέφερε ὅλον τὸν Ἑαυτό Του, κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο ζητάει καὶ τὴ δική μας ὁλοκληρωτικὴ προσφορά. «Ὁλόκληρον σαυτὴν τῷ Θεῶ προσενήνοχας» (ὁλόκληρο τὸν ἑαυτό σου πρόσφερες στὸν Θεό), σημειώνει ὁ ὑμνογράφος.
Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ ἡ ἁγία Ἰουλιανὴ εἶδε ἐμπειρικὰ νὰ πραγματοποιεῖται καὶ στὸν ἑαυτό της ἡ ὑπόσχεση τοῦ Κυρίου, ὅτι ὅποιος θὰ Τὸν ἀγαπήσει ἀληθινά, θὰ γίνει κατοικητήριο δικό Του, θὰ Τὸν δεῖ νὰ φανερώνεται ὁ Ἴδιος στην ὕπαρξή του. Κι εἶναι αὐτὸ ποὺ ἀδιάκοπα κραυγάζει ἡ Ἐκκλησία καὶ οἱ ἅγιοί μας: ἡ πίστη μας δὲν εἶναι κάτι τὸ θεωρητικό, ἀλλὰ ἀγκαλιάζει καὶ τὸ σῶμα καὶ τὴν ψυχή μας. Μόλις νιώσει κανεὶς λίγο τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἀμέσως Ἐκεῖνος καθίσταται ἔνοικος τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος τοῦ ἀνθρώπου. «Ἐτέλεσας τὴν ψυχήν, ναὸν πανάγιον Θεοῦ, ἔνδοξε» (ἔκανες τὴν ψυχή σου πανάγιο ναὸ τοῦ Θεοῦ, ἔνδοξε). Ὁ ὑμνογράφος ὅμως γίνεται σαφής. Δὲν θέλει νὰ ἀφήσει περιθώριο παρεξήγησης, ὥστε νὰ νομίσει κανεὶς ὅτι ἔχει φτάσει αὐτὴν τὴν ἀγάπη. Συνεχίζει λοιπὸν γιὰ τὴν ἁγία: «θείοις ναοῖς πάντοτε, ὕμνοις καὶ εὐχαῖς παρεδρεύουσα». Δηλαδή: ἔκανες τὴν ψυχή σου ναὸ πανάγιό του Θεοῦ, μὲ τὸ νὰ ζεῖς πάντοτε μέσα στοὺς θείους ναούς, μὲ τοὺς ὕμνους καὶ τὶς προσευχές. Μὲ ἄλλα λόγια, ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ προϋποθέτει τὴν ἔνταξη στὴν Ἐκκλησία, τὴν ἀγάπη γιὰ τὶς ἀκολουθίες τῆς Ἐκκλησίας, τὴν ἀγάπη γιὰ τοὺς ὕμνους καὶ τὶς προσευχές. Πράγματι, δὲν ὑπάρχει πιὸ ἄμεσος καὶ ἀποτελεσματικὸς τρόπος νὰ ἀγαπήσει κανεὶς τὸν Θεὸ ἀπὸ τὸ νὰ ἐμβαπτίζει διαρκῶς τὴν ὕπαρξή του σὲ ὅ,τι ἀποτελεῖ χῶρο τοῦ Θεοῦ καὶ τραγούδια τοῦ Θεοῦ. Ποῦ σημαίνει: ἂν σήμερα ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ ἔχει ὑποχωρήσει, κατὰ τὸ μεγαλύτερο μέρος φταίει ἡ μικρὴ ἢ καὶ μηδαμινὴ σχέση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὴν λατρεία τῆς Ἐκκλησίας.
Ὁ ἅγιος Ἰωσήφ, ἐν ἀγνοία του, ἐπισημαίνει κάτι ποὺ ἰδιαιτέρως στὴν ἐποχὴ μας ἀποτελεῖ σχεδὸν παραδοξότητα: τὸ «ἐρύθημα τῆς παρθενίας». Λέγοντας γιὰ τὴν μάρτυρα ὅτι στράφηκε ὁλοκληρωτικὰ πρὸς τὸν Χριστὸ τονίζει ὅτι ἔκανε τὸ φυσικὸ κόκκινο χρῶμα τῆς παρθενίας, τὸ κοκκινάδι δηλαδὴ τῆς σεμνότητας καὶ τῆς ντροπαλοσύνης, πιὸ λαμπρὸ μὲ τὸ αἷμα τοῦ μαρτυρίου της. Τί ὡραία εἰκόνα! Τί ποιητικὴ σύλληψη! Μᾶς λέει νὰ δοῦμε μὲ τὰ μάτια τῆς ψυχῆς μᾶς τὴν ἁγία γεμάτη σεμνότητα, μὲ κόκκινά τα μάγουλά της ἀπὸ τὴ χάρη τῆς παρθενίας της. Κι αὐτὸ τὸ κόκκινο νὰ τὸ δοῦμε πιὸ ἔντονο πιά, μετὰ τὸ μαρτύριό της. Τὸ μαρτύριό της δηλαδὴ ἦταν ἡ συνέχεια τῆς παρθενίας της. Ἡ ἐπιβεβαίωση τῆς σεμνότητάς της καὶ τῆς χάρης ποὺ τὴν διακατεῖχε. Ἔτσι μᾶς καθοδηγεῖ ὁ ὑμνογράφος νὰ δοῦμε καὶ τὸ νόημα τῆς παρθενίας: ὡς τῆς καθαρότητας πρωτίστως τῆς ψυχῆς διὰ τῆς ἀνατάσεως αὐτῆς πρὸς τὸν Σωτήρα Χριστό. Κι αὐτὴ ἡ ἀνάταση εἶναι ἕνα εἶδος μαρτυρίου, τοῦ μαρτυρίου τῆς συνειδήσεως, ποὺ προεκτείνεται καὶ μὲ τὸ μαρτύριο τοῦ αἵματος, ὅταν ζητηθεῖ κάτι τέτοιο.
Πῶς νὰ μὴν ἐνεργήσει ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ μέσα σὲ ἕνα τέτοιο πλάσμα; Πῶς ὁ Χριστὸς νὰ μὴν τὴν διατηρήσει ἀβλαβῆ ἀπὸ ὅσα οἱ δαιμονοκίνητοι διῶκτες τῆς τῆς ἔκαναν; Πῶς νὰ μὴν ἐπηρεαστοῦν βλέποντας τὴν ὅλοι οἱ καλοπροαίρετοι ἄνθρωποι; Καὶ τί λέει ἐπ’ αὐτοῦ ὁ ἅγιος Ἰωσήφ; Ὅλοι αὐτοὶ ποὺ μέσω τῆς ἁγίας βρῆκαν τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ ὑπῆρξαν καὶ ἡ δική της προίκα σ’ Ἐκεῖνον. «Ὥσπερ προίκα πολύτιμον τῷ Νυμφίω προσήγαγες, ἀθληφόρε ἔνδοξε, δῆμον ἅγιον, τοῖς θαυμασίοις πιστεύσαντα, οἶς πίστει ἐτέλεσας» (Σὰν πολύτιμη προίκα πρόσφερες στὸν Νυμφίο Χριστό, ἀθλοφόρε ἔνδοξε Ἰουλιανή, ὅλους ἐκείνους τοὺς ἁγίους ἀνθρώπους, ποὺ πίστεψαν στὸν Χριστὸ ἀπὸ τὰ θαυμάσια ποὺ μὲ πίστη τέλεσες). Ἡ ἁγία Ἰουλιανή μας καθοδηγεῖ καὶ σ’ αὐτὴν τὴν ἀλήθεια: ἡ ἁγία βιοτή μας, ἡ συνεπὴς πορεία μᾶς πάνω στὰ χνάρια τοῦ Χριστοῦ λειτουργεῖ ἱεραποστολικά: φέρνει καὶ ἄλλους στὸν Χριστό. Κι αὐτὸ λογαριάζεται σὲ ἐμᾶς. Συνιστᾶ τὴν προίκα μᾶς μπροστὰ στὸν Χριστό. Πόση «προίκα» τέτοια ἄραγε θὰ φέρουμε κι ἐμεῖς μαζί μας; Πόσους ἀνθρώπους δηλαδὴ θὰ ἔχουμε ἐπηρεάσει θετικὰ σὲ ὅλη τὴν ἐπίγεια ζωή μας, ὥστε αὐτὸ νὰ «μετρήσει» ὑπὲρ ἠμῶν στὴν κρίση τοῦ Θεοῦ;
Τοῦ Πρωτοπρεσβυτέρου Γεωργίου Δορμπαράκη