Ὁ Ἅγιος Σπυρίδων κοιμήθηκε στὶς 12 Δεκεμβρίου τοῦ 350 μ.Χ.

Τὰ 648 μ.χ. ἡ Κύπρος ἀντιμετώπιζε μεγάλες ἐπιδρομὲς ἀπὸ τοὺς Σαρακηνοὺς καὶ τὸ λείψανο μεταφέρθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα Ἰουστινιανό. Τοποθετήθηκε στὸν Ναὸ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων μαζὶ μὲ τὸ λείψανο τῆς Αὐγούστας Θεοδώρας (βλέπε 11 Φεβρουαρίου). Παρέμεινε στὴν βασιλίδα τῶν πόλεων μέχρις ὅτου ὁ ἱερέας Γρηγόριος Πολυευκτος λίγες μέρες πρὶν τὴν πτώση πῆρε τὰ δύο λείψανα καὶ τὰ μετέφερε μέσω Σερβίας, Θράκης καὶ Μακεδονίας στὴ Παραμυθιὰ τῆς Ἠπείρου. Τρία χρόνια περιπλανήθηκε ἀπὸ τόπο σὲ τόπο μέχρις ὅτου φτάσει στὴν Κέρκυρα. Ὅλο αὐτὸ τὸ διάστημα εἶχε τοποθετήσει τὰ λείψανα σὲ σακιὰ μὲ ἄχυρα καὶ ὅποιος τὸν ρωτοῦσε τοὺς ἔλεγε πὼς εἶναι τροφὴ γιὰ τὸ ὑποζύγιό του. Τὸ 1456 μ.Χ. ἔφτασε στὴν Κέρκυρα γιατί πίστευε πὼς τὰ λείψανα θὰ ἦταν ἀσφαλισμένα. Τὰ Ἑπτάνησα ἐκείνη τὴν ἐποχὴ βρίσκονταν κάτω ἀπὸ τὴν ἐξουσία τῶν Ἐνετῶν. Ὁ ἱερέας Γρηγόριος Πολυευκτος βρῆκε ἕνα συμπολίτη τοῦ πρόσφυγα τὸν ἱερέα Γεώργιο Καλοχαιρέτη καὶ τοῦ κληροδότησε τὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου.

Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ ὁ Γεώργιος Καλοχαιρέτης ἄφησε κληρονομιὰ στοὺς γιούς του στὸ Λουκᾶ καὶ Φίλιππό το λείψανο τοῦ Ἅγιου Σπυρίδωνα Οἱ δύο ἀδελφοὶ θέλησαν νὰ μεταφέρουν τὸ λείψανο στὴν Βενετία. Ἡ ὑπόθεση μάλιστα ἐκδικάστηκε ἀπὸ τὴν Ἑνετικὴ Γερουσία. Τὸ ἀνώτατο δικαστικὸ ὄργανο τοῦ κράτους ἀποφάσισε ὅτι τὸ λείψανο ἀποτελεῖ ἰδιοκτησία τῶν ἀδελφῶν, ἄρα διατηροῦν τὸ ἀναφαίρετο δικαίωμα νὰ τὸ μεταφέρουν ὅπου ἐκεῖνοι ἐπιθυμοῦν. Τελικὰ ὅμως ἡ μεταφορὰ δὲν πραγματοποιήθηκε διότι ὑπῆρξαν ἔντονες ἀντιδράσεις ἀπὸ τὸν Κερκυραϊκὸ λαὸ καὶ τὸ ἀνώτατο δικαστικὸ ὄργανο δὲν ἐπέμεινε καὶ ἐπικράτησε ἡ σκέψη ὅτι δὲν ἔπρεπε νὰ δημιουργοῦνται δυσαρέσκειες στοὺς λαοὺς οἱ ὁποῖοι βρίσκονται κάτω ἀπὸ τὴ Βενετικὴ σημαία. Τὸ 1512 μ.Χ. συντάχθηκε στὴν Ἄρτα δωρητήριο συμβόλαιο στὸ ὄνομα τῆς Ἀσημίνας Καλοχαιρέτη, κόρη τοῦ Φιλίππου, ἡ ὁποία παντρεύτηκε τὸν Σταμάτιο Βούλγαρη καὶ ἡ ὁποία μὲ τὴ σειρὰ τῆς ἄφησε διαθήκη ποὺ χρονολογεῖται ἀπὸ τὶς 25 Νοεμβρίου 1571 μ.Χ. καὶ ὁρίζει πὼς τὸ Ἱερὸ Λείψανο τοῦ Ἁγίου παραμένει ὡς κληρονομιὰ στοὺς γιούς της καὶ στοὺς ἀπογόνους τους.

Ὁ ναὸς ὁ ὁποῖος στεγάζει σήμερα τὸ σκήνωμα τοῦ σγίου, κτίστηκε στὰ 1589 μ.Χ. καὶ ἀνήκει στὸ ρυθμὸ τῆς μονόκλιτης βασιλικῆς. Τὸ ψηλὸ καὶ πυργωτὸ καμπαναριό, ὡς συμπλήρωμα τοῦ ναοῦ, κτίστηκε τὸ 1620 μ.Χ. Τὸ σημερινὸ τέμπλο τοῦ ναοῦ, κατασκευασνμένο ἀπὸ μάρμαρο τῆς Πάρου, κατασκευάστηκε τὸ 1864 μ.Χ. καὶ εἶναι ἔργο τοῦ αὐστριακοῦ ἀρχιτέκτονα Μάουερς. Ἡ οὐρανία εἶναι ζωγραφισμένη ἀπὸ τὸν Κερκυραῖο ζωγράφο Νικόλαο Ἀσπιώτη τὸ 1852 μ.Χ., ἐνῶ οἱ εἰκόνες τοῦ τέμπλου εἶναι φτιαγμένες ἀπὸ τὸν ἐπίσης Κερκυραῖο ζωγράφο, Σπύρο Προσαλένδη. Ἡ σημερινὴ λάρνακα φτιάχτηκε στὴ Βιέννη τὸ 1867 μ.Χ. Εἶναι ἀπὸ σκληρό, πολυτελὲς ξύλο μὲ ἐξωτερικὴ ἀσημένια ἐπένδυση. Βρίσκεται τοποθετημένη μέσα στὴν κρύπτη, ἡ ὁποία δημιουργήθηκε εἰδικὰ γιὰ νὰ δεχθεῖ τὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνα, τὸ ὁποῖο ἐπισκέπτονται χιλιάδες ξένοι καὶ ντόπιοι ἐπισκέπτες. Εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ τρία ἄφθορα λείψανα στὸ Ἰόνιο, τοῦ Ἅγιου Σπυρίδωνα, τοῦ Ἅγιου Γεράσιμου καὶ τοῦ Ἁγίου Διονυσίου.

Στὴν Κέρκυρα τὸ σκήνωμα τοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνος λιτανεύεται τέσσερις φορὲς τὸ χρόνο. Τὴν Κυριακή των Βαΐων γιὰ τὴν ἀπαλλαγὴ τοῦ νησιοῦ ἀπὸ ἐπιδημία πανώλης τὸ 1629 μ.Χ. Τὸ Μεγάλο Σάββατο γιατί τὸ ἔτος 1533 μ.Χ. τὸ νησὶ ἐπλήγη ἀπὸ μεγάλη καταστροφὴ τῆς σοδιᾶς τῶν σιτηρῶν. Τὴν 11η Αὐγούστου γιὰ τὴν διάσωση τοῦ νησιοῦ ἀπὸ σφοδρὴ ἐπιδρομὴ τῶν Τούρκων τὸ 1716 μ.Χ. καὶ τὴν πρώτη Κυριακή του μηνὸς Νοεμβρίου γιὰ δεύτερη ἐπιδημία πανώλης τὸ 1673 μ.Χ.

Θαύματα τοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνα

Μιὰ μέρα, ἕνας πτωχὸς μὲ πολυμελῆ οἰκογένεια κτύπησε τὴν πόρτα τῆς ἐπισκοπῆς τοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνα. Πλησίασε τὸν ἅγιο καὶ μὲ δάκρυα τοῦ ζήτησε ἕνα δάνειο. Τὸ ἤθελε γιὰ νὰ πληρώσει κάποιο χρέος τοῦ σ’ ἕνα πλούσιο, ποὺ ἀπειλοῦσε νὰ τοῦ πωλήσει τὸ σπίτι του. Ποῦ νὰ βρεῖ ὅμως ὁ ἅγιος ἕνα τόσο μεγάλο ποσό;

Στὸν πόνο ποὺ τοῦ δημιουργοῦσαν τὰ πικρὰ δάκρυα τοῦ πτωχοῦ, ποὺ ἀπὸ τὴ θλίψη σπάραζε, ὁ στοργικὸς ἐπίσκοπος καταστενοχωρημένος ἄρχισε νὰ βηματίζει. Ξάφνου ἐκεῖ μπροστά του, πῆρε τὸ μάτι τοῦ ἕνα φίδι νὰ σέρνεται μέσα στὴν πρασινάδα. Σὰν ἀστραπὴ πέρασε ἀπὸ τὸν νοῦ τοῦ τὸ ραβδὶ τοῦ Ἀαρῶν, ποὺ στὸ παλάτι τοῦ Φαραὼ τ’ ἀφῆκε νὰ πέσει στὴ γῆ κι ἔγινε φίδι. «Ἃς ἦταν, Κύριε, τὸ φίδι αὐτὸ νὰ γινόταν χρυσάφι γιὰ τὸν πτωχὸ αὐτὸν οἰκογενειάρχη, εἶπε σιγανά. Ναί, Κύριε. Ἃς γινόταν χρυσάφι, γιὰ νὰ βοηθηθεῖ τὸ δυστυχισμένο αὐτὸ πλάσμα σου», ξανάπε καὶ σήκωσε τὸ χέρι. Τὸ φίδι σταμάτησε. Κι ὁ ἅγιος ἔσκυψε καὶ τὸ πῆρε. Στὸ χέρι τοῦ τὸ σιχαμερὸ ἑρπετὸ μεταμορφώθηκε κι ἄστραψε τώρα χρυσαφένιο. O πτωχὸς γεμάτος χαρὰ πῆρε τὸ χρυσάφι κι ἔτρεξε καὶ τὸ ‘δωκε ἐνέχυρο στὸν πλούσιο δανειστή.

Ὅταν ἀργότερα μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ πλήρωσε τὸ χρέος του, ὁ δανειστὴς τοῦ ἐπέστρεψε τὸ χρυσαφένιο ἐνέχυρο. Κι ὁ πτωχός το πῆρε καὶ μὲ δάκρυα εὐγνωμοσύνης τὸ γύρισε στὸν ἅγιο. Αὐτός, ἀφοῦ τὸ ἔλαβε στὰ χέρια, ἔστρεψε τὰ μάτια στὸν οὐρανό, δόξασε τὸν Θεὸ γιὰ τὴν ἄπειρη φιλανθρωπία του κι ὕστερά το ἔρριξε στὴ γῆ. Καὶ ὢ τοῦ θαύματος! Τὸ χρυσάφι ἔγινε καὶ πάλι φίδι κι ἔφυγε ἀπὸ μπροστά τους.


Κάποια ἄλλη φορᾶ ὁ Ἅγιος Σπυρίδωνας, ὕστερα ἀπὸ μακρινὴ ὁδοιπορία γιὰ διδαχὴ τοῦ λαοῦ τοῦ μπῆκε κουρασμένος στὸ σπίτι ἑνὸς ἀπὸ τοὺς πιστούς του, γιὰ νὰ ξεκουραστεῖ. Στὸ ἄκουσμα τῆς εἴδησης κόσμος πολὺς ἀπὸ τὰ γειτονικὰ σπίτια στὴν ἀρχὴ κι ἔπειτα ἀπὸ ὅλη τὴν κοινότητα ἔτρεξαν νὰ τὸν συναντήσουν καὶ νὰ πάρουν τὴν εὐλογία του. Ἀνάμεσα στὰ πλήθη ἦταν καὶ μιὰ ἁμαρτωλὴ γυναίκα, ποὺ ἦρθε κι αὐτὴ νὰ δεῖ τὸν ἅγιο. Κάποια στιγμὴ μάλιστα ἔπεσε καὶ κάτω, γιὰ νὰ ἀσπασθεῖ τὰ πόδια του. Μὲ τὴ χάρη τοῦ Παναγίου Πνεύματος ὁ ἅγιος, σὰν τὴν κοίταξε, γνώρισε ἀμέσως τὴν ἁμαρτία της. Χωρὶς νὰ τὸν ἀκούσει κανένας, μὲ τρόπο γλυκὺ καὶ ταπεινό, ψιθύρισε στὴ γυναίκα: «Κυρά μου, μὴ μὲ ἐγγίσεις». Ἐκείνη ὅμως ἐπέμενε. Καὶ τότε ὁ ἅγιος μὲ αὐστηρότητα φανέρωσε μπροστά σε ὅλους τὴν ἁμαρτία της. Ἡ γυναίκα θαύμασε καὶ μὲ συντριβὴ καρδιᾶς ἔσκυψε κι ἄρχισε μὲ δάκρυα νὰ ζητᾶ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Μπροστὰ στὴ μετάνοια τῆς ὁ στοργικὸς πατέρας τῆς εἶπε μὲ συγκίνηση τὰ λόγια ἐκεῖνα, ποὺ κάποτε ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ἀπηύθυνε σὲ μιὰ τέτοια ἁμαρτωλή: «Θάρσει, θύγατερ. ἀφέωνται σοὶ αἳ ἁμαρτίαι». Πήγαινε στὸ καλὸ καὶ πρόσεχε μελλοντικά. Μὲ τὸν τρόπο τοῦ ὁ ἅγιος βοήθησε τὴν ἁμαρτωλὴ ἐκείνη γυναίκα νὰ μετανοήσει. Ἀλλὰ κι ἔδωκε ἕνα μάθημα σὲ ὅλους. Μόνο ἡ μετάνοια ἡ εἰλικρινὴς ξεπλένει τὴν ψυχὴ καὶ ἀποκαθιστᾶ τὸν ἄνθρωπο στὴ θέση τὴν τιμητική, νὰ εἶναι παιδὶ τοῦ Θεοῦ.


Ὁ ἅγιος κατὰ τὴ Μεγάλη Σαρακοστὴ συνήθιζε νὰ νηστεύει ἀπόλυτα. Δὲν ἔτρωγε τίποτα, οὔτε αὐτὸς οὔτε κι ἡ κόρη του. Κάποια βραδυά, σὲ περίοδο νηστείας, ἕνας ἄγνωστος ὁδοιπόρος κτύπησε τὴν πόρτα τῆς ἐπισκοπῆς του. Ὁ ἅγιος ἔσπευσε μὲ προθυμία νὰ τοῦ ἀνοίξει καὶ νὰ τὸν ὑποδεχθεῖ. Τοῦ πρόσφερε νερὸ νὰ ξεπλυθεῖ καὶ πῆγε νὰ βρεῖ κάτι, γιὰ νὰ τοῦ δώσει νὰ δειπνήσει. Κοίταξε παντοῦ, μὰ τίποτα δὲν βρῆκε. Οὔτε ψωμὶ δὲν εἶχε. Στὴν ἀμηχανία τοῦ ὁ ἅγιος θυμήθηκε πῶς σὲ κάποια γωνιὰ βρισκόταν κρεμάμενο ἕνα κομμάτι διατηρημένο χοιρινὸ κρέας ἀπὸ τὶς ἡμέρες τῆς κρεοφαγίας. Χωρὶς νὰ χάσει καιρό, φώναξε τὴν κόρη του νὰ ψήσει λίγο γιὰ τὸν φιλοξενούμενό τους. Ἡ κόρη ἑτοίμασε τὸ τραπέζι. Ἔβαλε πάνω το ψητὸ κρέας καὶ κάλεσαν τὸν ξένο νὰ φάγει. Ὁ ξένος, σὰν εἶδε τὸ προσφερόμενο, ἀρνήθηκε νὰ τὸ δοκιμάσει λέγοντας: «Δέσποτά μου, συγχώρεσε μέ. Νηστεύω. Εἶμαι χριστιανός». «Ναί! παιδί μου», εἶπε ὁ ἅγιος, «κι ἐγὼ νηστεύω. Εἶμαι κι ἐγὼ χριστιανός. Μὰ μιὰ καὶ δὲν ἔχουμε τίποτε ἄλλο στὸ σπίτι κι ἐσὺ πρέπει νὰ τονωθεῖς ὕστερα ἀπὸ τὴν τόση ὁδοιπορία, θὰ φᾶς ἀπὸ αὐτὸ ποὺ βρίσκεται. Νά! ἐγὼ καταλύω πρῶτος τὴ νηστεία. Φάγε, παιδί μου, νὰ τονωθεῖς». Κι ὁ ἅγιος, γιὰ νὰ ἐνθαρρύνει τὸν ξένο, ἔφαγε κι ἔδωσε καὶ σ’ ἐκεῖνο λέγοντάς του. «Πάντα καθαρὰ τοῖς καθαροῖς, ὁ θεῖος ἀπεφήνατο Λόγος». Τὴν ἄλλη μέρα φυσικὰ συνέχισε καὶ πάλι τὴ νηστεία του.

Τὸ περιστατικὸ αὐτὸ δείχνει τὴν πλατιὰ ἀντίληψη τοῦ ἁγίου γιὰ τὴ νηστεία, ποὺ εἶναι κι ἡ μόνη ὀρθή. «Τὸ Σάββατον ἐγένετο διὰ τὸν ἄνθρωπον οὒχ ὁ ἄνθρωπος διὰ τὸ Σάββατον». (Μάρκ. β’, 27).


Μιὰ βραδυά, τὴν ὥρα ποὺ ὅλοι ἡσύχαζαν, μερικοὶ κλέφτες μπῆκαν στὴ μάνδρα, ποὺ ἤσαν τὰ πρόβατα ποὺ ἔτρεφε ὁ ἅγιος γιὰ τὶς ἀνάγκες τῶν πτωχῶν του, γιὰ νὰ κλέψουν μερικά. Ξεχώρισαν αὐτὰ ποὺ ἤθελαν καὶ δοκίμασαν νὰ φύγουν. Ἄδικα, ὅμως, προσπαθοῦν νὰ κινηθοῦν πρὸς τὴν ἔξοδο. Τὰ πόδια καὶ τὰ χέρια τοὺς δέθηκαν ἀόρατα ἀπὸ Ἐκεῖνο, ποὺ ὅλα τα βλέπει καὶ τὰ παρακολουθεῖ, Ὅλο το βράδυ ἄγρυπνοι ἀγωνίζονταν χωρὶς νὰ κατορθώσουν αὐτὸ ποὺ ἤθελαν. Ὅταν ξημέρωσε καὶ πῆγε ὁ ἅγιος στὴ μάνδρα καὶ τοὺς εἶδε σὲ κεῖνα τὰ χάλια, τοὺς σπλαγχνίστηκε. Τοὺς μίλησε μὲ καλωσύνη καὶ τοὺς συνέστησε νὰ μὴν ἐπαναλάβουν αὐτὴ τὴν πράξη. Κι ἐκεῖνοι ντροπιασμένοι καὶ καταστενοχωρημένοι τοῦ τὸ ὑποσχέθηκαν. Τοὺς ἔλυσε τὰ δεσμά, μὲ τὰ ὁποῖα ἤσαν δεμένοι, τοὺς εὐλόγησε καὶ τοὺς ἀπέλυσε. Τὴν ὥρα, ποὺ ἔφευγαν, τοὺς ἔδωσε κι ἕνα κριάρι γιὰ «τὸν κόπο τῆς ἀγρυπνίας». Πόσο δίκαιο ἔχει ὁ λαὸς μᾶς ὅταν λέγει: «Ἀγαπᾶ ὁ Θεὸς τὸν κλέφτη· ἀγαπᾶ ὅμως καὶ τὸν νοικοκύρη». Ὁ Πανάγαθος «θέλει πάντας σωθῆναι καὶ εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν» (Α’ Τιμοθ. β’ 4).


Στὶς ἀρχὲς τοῦ 17ου αἰώνα μ.Χ. μιὰ τρομερὴ ἀνομβρία κτύπησε τὰ νησιὰ τοῦ Ἰόνιου Πελάγους. Ἰδιαίτερα τὴ νῆσο Κέρκυρα. Ἡ δύναμη ποὺ κρατοῦσε κι ἐξουσίαζε τὰ νησιὰ μὲ τοὺς πολέμους ποὺ διεξήγαγε ἐδῶ κι ἐκεῖ, δὲν εὕρισκε καιρὸ νὰ σκεφθεῖ τοὺς δουλοπάροικούς της. Ὁ λαὸς πεινᾶ. Ὑποφέρει. Πλησίαζε καὶ τὸ Πάσχα, ἡ Λαμπρή. Πῶς θὰ περνοῦσε ὁ κόσμος τέτοιες μέρες χωρὶς ψωμί; Στὶς δύσκολες αὐτὲς ὧρες ὅλοι θυμοῦνται τὸν Θεό. «Ἡ παιδεία Κυρίου ἀνοίγει μου τὰ ὦτα» (Ἠσαΐα, ν’ 5) φωνάζει κι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ. Στὴν ἐκκλησία ποὺ φυλάγεται τὸ λείψανο τοῦ ἁγίου, ὁ λαὸς ἀγρυπνεῖ καὶ παρακαλεῖ. Οἱ ἱερεῖς ψέλνουν τὴν παράκληση τοῦ ἁγίου. Κι ἡ ἀπάντηση ἔρχεται τάχιστα.

Τὸ Μέγα Σάββατο τρία πλοῖα φορτωμένα μὲ σιτάρι πλέουν πρὸς τὴν Ἰταλία. Ὅταν περνοῦσαν τὴν Κέρκυρα, οἱ ναῦτες βλέπουν ξαφνικὰ καὶ τῶν τριῶν πλοίων τὴν πλώρη νὰ στρέφεται πλάγια καὶ πρὸς τὸν βοριά, ὅπου ἦταν ἡ νῆσος. Ὁ ἀέρας ἀλλάζει κατεύθυνση καὶ τὰ βοηθᾶ. Ἕνας γέροντας ρασοφόρος προχωρεῖ μπροστά, λὲς καὶ τοὺς δείχνει τὸν δρόμο. Καὶ μιὰ φωνὴ δυνατὴ ἀκούεται καὶ ἐπαναλαμβάνεται πολλὲς φορές. «Πρὸς τὴν Κέρκυρα. Πεινοῦν ἐκεῖ οἱ ἄνθρωποι. Θὰ πληρωθεῖτε. Θὰ πληρωθεῖτε. Πρὸς τὴν Κέρκυρα». Σὲ λίγο, τὰ καράβια φτάνουν στὸ λιμάνι. Τὰ ἔφερε ὁ ἅγιος. Ρίχνουν τὶς ἄγκυρες καὶ καλοῦν τὸν κόσμο νὰ τρέξει νὰ πάρει αὐτὰ ποὺ ποθοῦσε κι εἶχε τόση ἀνάγκη. Νὰ πάρει αὐτὸ ποὺ στηρίζει τὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου. Νὰ πάρουν τὸ σιτάρι γιὰ νὰ φτιάξουν τὸ ψωμί. Δὲν πέρασε πολλὴ ὥρα καὶ τὸ λιμάνι γέμισε ἀπὸ κόσμο. Τὰ σακκιὰ μὲ τὸν ξανθὸ θησαυρὸ σέρνονται στὴν ἀκρογιαλιὰ καὶ διαμοιράζονται. Οἱ καρδιὲς πανηγυρίζουν. Τὰ δάκρυα τοῦ πόνου μεταβάλλονται μὲ μιᾶς σὲ δάκρυα χαρᾶς. Δοξολογίας καὶ χαρᾶς, μὰ κι εὐγνωμοσύνης στὸν Μεγάλο Πατέρα, τὸν Πανάγαθο Θεὸ καὶ τὸν προστάτη κι ἀκοίμητο φρουρὸ ἅγιο.

Ἡ Ἑνετικὴ Κυβέρνηση μὲ θέσπισμά της ὤρισε κάθε Μεγάλο Σάββατο νὰ γίνεται λιτάνευση τοῦ ἱεροῦ Σκηνώματος τοῦ ἁγίου, γιὰ νὰ θυμᾶται πάντα ὁ λαὸς τὸ μεγάλο αὐτὸ θαῦμα τῆς σωτηρίας του ἀπὸ τὴν πείνα.


Γύρω στὰ 1629-30 μ.Χ. καινούργια δοκιμασία ἔπληξε τὸ εὐλογημένο νησὶ τῆς Κέρκυρας. Ἀρρώστια μεταδοτικὴ καὶ θανατηφόρα, τὸ κτύπησε αὐτὴ τὴ φορὰ χωρὶς διάκριση καὶ ἔλεος. Ἦταν πανώλης (πανούκλα). Ἄνδρες καὶ γυναῖκες, νέοι καὶ γέροι, πλούσιοι καὶ πτωχοὶ προσβάλλονται καθημερινὰ ἀπὸ τὴν ἐπάρατη νόσο καὶ πεθαίνουν τόσο στὴν πόλη, ὅσο καὶ στὴν ὕπαιθρο, τὰ χωριά. Ἡ διοίκηση τοῦ νησιοῦ μὲ τὰ πρῶτα κρούσματα σπεύδει νὰ ψηφίσει καὶ νὰ διαθέσει ἕνα τεράστιο ποσό, γιὰ νὰ περιορίσει τὴν ἐξάπλωση τῆς ἀρρώστιας. Ἄδικα ὅμως ἀγωνίζεται. Σὲ λίγο καιρὸ ἡ ὡραία Κέρκυρα πάει νὰ ἐρημώσει. Τὰ καταστήματα τόσο στὴν πόλη, ὅσο καὶ στὰ μεγάλα κέντρα ἔχουν κλείσει. Ἡ ἀγορὰ νεκρώθηκε. Οἱ δρόμοι ἔχουν ἀδειάσει. Μονάχα μερικὰ ἀλογοσυρόμενα κάρα κινοῦνται κάπου-κάπου φορτωμένα μὲ πτώματα γιὰ νὰ μεταφέρουν τὸ μακάβριο φορτίο τοὺς ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη γιὰ ταφῆ σὲ ὁμαδικοὺς τάφους. Εἰκόνα τραγικὴ παρουσιάζει ὁλόκληρό το νησί.

Κάποια μέρα στὴ συμφορὰ αὐτὴ τὴν κοσμογονικὴ ὁ πιστὸς καὶ πονεμένος λαὸς παρὰ τὶς συστάσεις τῶν ἰατρῶν νὰ ἀποφεύγει τὸν συνωστισμό, τολμᾶ καὶ σπεύδει νὰ κατακλύσει τὸν ἱερὸ ναὸ τοῦ ἁγίου καὶ μὲ συντριβὴ ψυχῆς καὶ δάκρυα καυτὰ νὰ ἐκζητήσει τὴ μεσιτεία του.

Κι ἡ σωτηρία δὲν ἀργεῖ. Προσφέρεται γρήγορα καὶ πλούσια.

Ὁ ἱστορικός της Κέρκυρας Ἀνδρέας Μάρμορας ποὺ ζοῦσε Τότε, μᾶς λέγει, πὼς ἡ τρομερὴ ἐπιδημία, παρὰ τὴν ἔλλειψη σχετικῶν φαρμάκων, σὲ λίγο περιορίστηκε στὸ ἐλάχιστο καὶ μέχρι τὴν Κυριακή των Βαΐων σταμάτησε τελείως. Ὅλες τὶς νύκτες κατὰ τὶς ὁποῖες ἡ πόλη δοκιμαζόταν ἀπὸ τὴν ἀρρώστια, πάνω ἀπὸ τὸ ναὸ τοῦ ἁγίου φαινόταν κάτι σὰν φῶς μιᾶς ὑπερκόσμιας κανδήλας. Ἦταν τὸ σημάδι πὼς ὁ ἅγιος ἀγρυπνοῦσε καὶ φρουροῦσε τὸν λαό του. Ἔτσι τὸ ἐξήγησαν οἱ πιστοί. Τὸ φῶς τὸ ἔβλεπαν συνέχεια οἱ νυχτερινοὶ σκοποὶ τῶν φρουρίων.

Ἡ τρομερὴ αὐτὴ ἐπιδημία, ἡ πανώλης, παρουσιάστηκε καὶ δεύτερη φορὰ στὴν Κέρκυρα μετὰ ἀπὸ σαράντα περίπου χρόνια, τὸ 1673 μ.Χ. Καὶ τούτη τὴ φορὰ ἡ ἀρρώστια ξαπλώθηκε γρήγορα σὲ πόλεις καὶ χωριά. Τὰ κρούσματα ὑπῆρξαν πάμπολλα. Τὸ δρεπάνι τοῦ θανάτου θέριζε κι αὐτὴ τὴ φορὰ καθημερινὰ ἕνα μεγάλο ἀριθμὸ ἀπὸ τοὺς κατοίκους.

Στὶς παρακλήσεις τοῦ λαοῦ τοῦ ὁ θαυματουργὸς ἅγιος ἔσπευσε νὰ ἀνεβάσει καὶ πάλι στὸν θρόνο τῆς θείας Μεγαλωσύνης, τὴ συντριβὴ καὶ τὰ δάκρυα τοῦ πιστοῦ λαοῦ μαζὶ μὲ τὰ δικά του καὶ νὰ ἐκζητήσει καὶ νὰ λάβει τάχιστα τὸ οὐράνιο ἔλεος καὶ τὴ σωτηρία του. Τὰ λόγια τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ «ἐπικάλεσαι μὲ ἐν ἡμέρα θλίψεώς σου καὶ ἐξελοῦμαί σε καὶ δοξάσεις μὲ» (ψάλμ. μθ’, 15) βρῆκαν καὶ στὴν περίπτωση αὐτὴ πλήρη τὴν ἐφαρμογή τους. Στὶς ἱκεσίες τοῦ θείου ἱεράρχη καὶ τοῦ μετανοημένου λαοῦ ἡ ἀπάντηση δὲν ἄργησε νὰ δοθεῖ. Τὰ κρούσματα μέρα μὲ τὴ μέρα ἐλαττώθηκαν στὸ ἐλάχιστο καὶ τὶς τελευταῖες μέρες τοῦ Ὀκτώβρη σταμάτησαν ἀπότομα. Κι αὐτὴ τὴ φορὰ στὴν κορυφὴ τοῦ καμπαναριοῦ γιὰ τρεῖς νύχτες ἔβλεπαν οἱ πιστοὶ ἕνα σταθερὸ φῶς, καὶ μέσα σ’ αὐτὸ τὸ ὑπερκόσμιο φῶς, τὸν θαυματουργὸ ἅγιο νὰ αἰωρεῖται καὶ μ’ ἕνα Σταυρὸ στὸ χέρι νὰ καταδιώκει ἕνα κατάμαυρο φάντασμα, τὴν ἀρρώστια, ποὺ προσπαθοῦσε νὰ ἀποφύγει τὸν ἅγιο καὶ νὰ σωθεῖ.

Ἡ εὐγνωμοσύνη κι οἱ εὐχαριστίες τοῦ πιστοῦ λαοῦ ὑπῆρξαν καὶ πάλι μεγάλες. Μὲ θέσπισμα τῆς Ἑνετικῆς διοικήσεως καθιερώθηκε ἀπὸ τότε κάθε πρώτη Κυριακή του Νοεμβρίου νὰ γίνεται πανηγυρικὴ καὶ παλλαϊκὴ λιτάνευση τοῦ ἱεροῦ Σκηνώματος, γιὰ νὰ θυμᾶται ὁ λαὸς κι ἰδιαίτερα ἡ νέα γενεὰ τὸν ἀληθινὸ καὶ ἄγρυπνο προστάτη καὶ Σωτήρα της.


Τὸ 1715 μ.Χ. ὁ καπουδᾶν Χοντζὰ πασάς, ἀφοῦ κατέκτησε τὴν Πελοπόννησο κατὰ διαταγὴ τοῦ σουλτάνου προχωρεῖ γιὰ νὰ καταλάβει καὶ τὰ Ἑπτάνησα. Καὶ πρῶτα – πρῶτα βαδίζει πρὸς τὴν Κέρκυρα, ποὺ τόσο αὐτή, ὅσο καὶ τὰ ἄλλα νησιὰ βρισκόντουσαν κάτω ἀπὸ τὴν Ἑνετικὴ κυριαρχία.

Ἕνα πρωὶ τῆς 24ης Ἰουνίου 1716 μ.Χ. ἡ τουρκικὴ στρατιὰ μὲ ἐπίκεφαλης τὸν σκληρὸ στρατηγὸ τῆς ἐπέδραμε καὶ πολιόρκησε τὴν πόλη κι ἀπ’ τὴν ξηρὰ κι ἀπὸ τὴ θάλασσα. Ἐπὶ πενήντα μέρες τὸ αἷμα χυνόταν ποτάμι κι ἀπὸ τὶς δύο μεριές. Οἱ ὑπερασπιστὲς Ἕλληνες καὶ Βενετσιάνοι ἀγωνιζόντουσαν ἀπεγνωσμένα γιὰ νὰ σώσουν τὴν πόλη. Τὰ γυναικόπαιδα, μαζεμένα στὸν ἱερὸ ναὸ τοῦ ἁγίου μαζὶ μὲ τοὺς γέρους κι ὅσους δὲν μποροῦσαν νὰ πάρουν ὅπλα προσεύχονται στὰ γόνατα καὶ μὲ στεναγμοὺς λαλητοὺς ἐκζητοῦν τοῦ προστάτη ἁγίου τὴ μεσιτεία. Σὰν πέρασαν οἱ πενήντα μέρες οἱ ἐχθροὶ ἀποφάσισαν νὰ συγκεντρώσουν ὅλες τὶς δυνάμεις τους καὶ νὰ κτυπήσουν μὲ πιὸ πολλὴ μανία τὴν πόλη. Κερκόπορτα ζητοῦν κι ἐδῶ οἱ ἐχθροὶ γιὰ νὰ τελειώσουν μιὰ ὥρα γρηγορώτερα τὸ ἔργο τους. Ἀπ’ τὴν Κερκόπορτα δὲν μπῆκαν κι οἱ προγονοί τους καὶ κατέκτησαν τὴ Βασιλεύουσα; Γι’ αὐτὸ καὶ προβάλλουν δελεαστικὲς ὑποσχέσεις, γιὰ νὰ πετύχουν κάποια προδοσία.

Τὸ ἑπόμενο πρωινὸ ἕνας Ἀγαρηνὸς μὲ τηλεβόα κάνει προτάσεις στοὺς μαχητὲς νὰ παραδοθοῦν, ἂν θέλουν νὰ σωθοῦν. Τὴν ἴδια ὥρα ὅμως ἀραδιάζει κι ἕνα σωρὸ ἀπειλὲς στὴν περίπτωση, ποὺ οἱ ὑπερασπιστὲς δὲν θὰ δεχόντουσαν τὴ γενναιόδωρη πρότασή του.

Περνοῦν οἱ ὧρες. Ἡ ἀγωνία κι ὁ φόβος συνέχει τὶς ψυχές. Οἱ Ἀγαρηνοὶ ἑτοιμάζονται γιὰ τὸ τελειωτικὸ κτύπημα, ὅπως λένε. Μὰ κι οἱ ὑπερασπιστὲς ἐμψυχωμένοι ἀπὸ τὶς προσευχὲς τόσο τῶν ἴδιων, ὅσο καὶ τῶν ἰδικῶν τοὺς μένουν ἀλύγιστοι κι ἀκλόνητοι στὶς θέσεις τους. Ἡ πρώτη ἐπίθεση ἀποκρούεται μὲ πολλά τα θύματα κι ἀπὸ τὶς δύο μεριές. Ἡ πόλη τῆς Κέρκυρας περνᾶ τρομερὰ δύσκολες στιγμές. Ἡ θλίψη, ὅμως, τῶν στιγμῶν ἐκείνων «ὑπομονὴν κατεργάζεται, ἡ δὲ ὑπομονὴ δοκιμήν, ἡ δὲ δοκιμὴ ἐλπίδα, ἡ δὲ ἐλπὶς οὐ καταισχύνει» (Ρωμ. ε’, 3-5). Ἡ ἐλπίδα στὸν Θεὸ οὐδέποτε στ’ ἀλήθεια ντροπιάζει ἢ διαψεύδει αὐτὸν ποὺ τὴν ἔχει. Κι ὁ λαὸς ἐλπίζει καὶ προσεύχεται. Προσεύχεται καὶ πιστεύει πῶς ὁ ἀκοίμητος φρουρὸς καὶ προστάτης ἅγιος του, δὲν θὰ τὸν ἐγκαταλείψει.

Στὸν ἱερὸ ναὸ οἱ προσευχὲς τοῦ ἄμαχου πληθυσμοῦ συνεχίζονται θερμὲς κι ἀδιάκοπες.

Ξημέρωσε ἡ 10η Αὐγούστου. Κάτι ἀσυνήθιστο γιὰ τὴν ἐποχὴ παρατηρεῖται τὴν ἥμερα αὐτὴ ἀπὸ τὸ πρωί. Ὁ οὐρανὸς εἶναι σκεπασμένος μὲ μαῦρα πυκνὰ σύννεφα. Ἀπὸ στιγμὴ σὲ στιγμὴ ἑτοιμάζεται νὰ ξεσπάσει τρομερὴ καταιγίδα. Καὶ νά! Πολὺ πρὶν ἀπὸ τὸ μεσημέρι μιὰ βροχή, καταρρακτώδης, βροχὴ κατακλυσμιαία ἀρχίζει νὰ πέφτει στὴ γῆ. Μοναδικὴ ἡ περίπτωση. Νύχτωσε κι ἀκόμη ἔβρεχε. Σὰν ἀποτέλεσμα τῆς κακοκαιρίας αὐτῆς καμιὰ ἐπιθετικὴ προσπάθεια δὲν ἀναλήφθηκε ἐκείνη τὴν ἥμερα. Ἡ νύχτα περνᾶ ἥσυχα. Περὶ τὰ ξημερώματα τῆς 11ης Αὐγούστου συνέβη κάτι τὸ ἐκπληκτικό, τὸ ἀναπάντεχο. Μιὰ Ἑλληνικὴ περίπολος ποὺ ἔκαμνε ἀναγνωριστικὲς ἐπιχειρήσεις, γιὰ νὰ ἐξακριβώσει ἀπὸ ποὺ οἱ ἐχθροὶ θὰ ἐπιτίθεντο, βρῆκε τὰ χαρακώματα τῶν Τούρκων γεμάτα νερὸ ἀπὸ τὴ βροχὴ καὶ πολλοὺς Τούρκους στρατιῶτες πνιγμένους μέσα σ’ αὐτά. Νεκρικὴ σιγὴ βασίλευε παντοῦ. Στὸ μεταξὺ ξημέρωσε γιὰ καλά. Οἱ χρυσὲς ἀκτίνες τοῦ ἥλιου πέφτουν στὴ γῆ καὶ χαιρετοῦν τὴν ἄγρυπνη πόλη. Οἱ τηλεβόες σιγοῦν. Οἱ ἐχθροὶ δὲν φαίνονται. Μήπως κοιμοῦνται; Τί νὰ συμβαίνει ἄραγε;

Μὰ δὲν τὸ εἴπαμε; Ἡ ἐλπίδα στὸν Θεὸ «οὐ καταισχύνει». Δὲν ντροπιάζει ποτὲς ἐκεῖνο ποὺ τὴν ἔχει. Καὶ νά!

Ὅλη τὴ νύχτα ὁ θαυματουργὸς ἐκεῖνος ὑπερασπιστῆς τῆς νήσου, ὁ ἅγιος Σπυρίδωνας τῆς Κύπρου μὲ οὐράνια στρατιὰ συνοδεία κτύπησε ἄγρια τους Ἀγαρηνούς, καὶ τοὺς διέλυσε καὶ τοὺς διεσκόρπισε. Αὐτὰ ὁμολογοῦσαν οἱ ἴδιοι οἱ Ἀγαρηνοί το πρωὶ ποὺ ἔφευγαν «χωρὶς διῶκον τος». Σωρεία τὰ πτώματα στὴν παραλία. Τὰ ἀπομεινάρια τῆς τούρκικης στρατιᾶς μαζεμένα στὰ λίγα πλοῖα ποὺ ἀπέμειναν, φεύγουνε ντροπιασμένα γιὰ τὴν Κωνσταντινούπολη. Ἀληθινά! «Τὸν ἐλπίζοντα ἐπὶ Κύριον ἔλεος κυκλώσει». Καὶ «αὐτὴ ἐστὶν ἡ νίκη ἡ νικήσασα τὸν κόσμον, ἡ πίστις ἠμῶν». (Α’ Ἴωαν. ε’, 4). Δηλαδὴ αὐτὴ εἶναι ἡ δύναμη ποὺ νίκησε τὸν κόσμο, ἡ πίστη μας.

Ἡ Κέρκυρα πανηγυρίζει. Ὁ πιστὸς λαός, μαζεμένος στὴν ἐκκλησία τοῦ ἁγίου, δοξολογεῖ τὸν Θεὸ καὶ ψάλλει μὲ δυνατὴ φωνή: «Δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι Χριστῷ… δόξα τῷ ἐνεργούντι διὰ σου… Ναί! δόξα στὸν Παντοδύναμο Χριστό, ποὺ σὲ δόξασε. Δόξα καὶ σὲ σένα ἅγιε, ποὺ μὲ τὴ χάρη Τοῦ ἐνεργεῖς τὰ τόσα θαύματά σου».

Ἡ ἀνέλπιστη σωτηρία τῆς νήσου ἀπὸ τὴν ἐκστρατεία τῶν Τούρκων ἀνάγκασε κι αὐτὴ τὴν ἀριστοκρατία τῶν Ἐνετῶν, νὰ ἀναγνωρίσει ὡς ἐλευθερωτὴ τῆς Κέρκυρας τὸν ἅγιο Σπυρίδωνα. Καὶ ὡς ἐκδήλωση εὐγνωμοσύνης νὰ προσφέρει στὸν ναὸ μιὰ ἀσημένια πολύφωτη κανδήλα, καὶ νὰ ψηφίσει ὥστε τὸ λάδι ποὺ θὰ χρειαζόταν κάθε χρόνο γιὰ τὸ ἄναμμα τῆς κανδήλας αὐτῆς, νὰ προσφέρεται ἀπὸ τὸ Δημόσιο. Μὲ ψήφισμα τῆς πάλι ἡ Ἑνετικὴ διοίκηση καθιέρωσε τὴν 11 Αὐγούστου, σὰν ἡμέρα ἑορτῆς τοῦ ἁγίου καὶ λιτανεύσεως τοῦ ἱεροῦ Σκηνώματός Του.

Ὁ ἀρχιναύαρχος τοῦ Ἑνετικοῦ στόλου καὶ διοικητὴς τῆς νήσου Κερκύρας, Ἀνδρέας Πιζάνης, θέλοντας κατὰ ἕνα τρόπο πιὸ φανερὸ καὶ πιὸ θεαματικὸ νὰ ἐκδηλώσει τὴν εὐγνωμοσύνη του στὸν ἅγιο γιὰ τὴ σωτηρία, ἀποφάσισε νὰ στήσει στὸν ναὸ ἕνα θυσιαστήριο ἀκόμη. Ἕνα θυσιαστήριο γιὰ νὰ γίνεται ἐπάνω σ’ αὐτὸ τὸ μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας κατὰ τὸ Λατινικὸ δόγμα. Τὸ θυσιαστήριο, ἀλτάριο κατὰ τοὺς Λατίνους, θὰ κτιζόταν δίπλα στὴν Ἁγία Τράπεζα τῶν Ὀρθοδόξων κι ἐκεῖ θὰ γινόταν ἀπὸ Λατίνο ἱερέα ἡ θεία Λειτουργία. Στὴ σκέψη τοῦ αὐτὴ πολὺ ἐνισχύθηκε ὁ Ἐνετὸς διοικητὴς καὶ ἀπὸ ἕνα θεολόγο Λατίνο σύμβουλό του, κάποιο Φραγκίσκο Φραγγιπάνη. Ὁ τελευταῖος θεώρησε τὴν εὐκαιρία μοναδικὴ γιὰ νὰ τοποθετήσει στὸ ναὸ τοῦ ἁγίου ἀλτάριο, δηλαδὴ ἁγία Τράπεζα φράγκικη καὶ νὰ τελεῖται μέσα στὸν ὀρθόδοξο ναὸ τοῦ ἁγίου ἡ θεία Λειτουργία μὲ ἄζυμα, κατὰ τὸ δικό τους τὸ δόγμα. Μετὰ τὴ γνωμοδότηση, ποὺ πῆρε ἀπὸ τὸν σύμβουλο τοῦ ὁ διοικητὴς Ἀνδρέας Πιζάνης, κάλεσε τοὺς ἱερεῖς τοῦ Ναοῦ καὶ τοὺς ἀνακοίνωσε τὸν σκοπό του καὶ ζήτησε κατὰ κάποιο τρόπο ἀπὸ αὐτοὺς καὶ τὴ συγκατάθεσή τους. Ἐκεῖνοι, ὅπως ἦτο φυσικό, ἀρνήθηκαν κι ὑπέδειξαν, πὼς αὐτὸ θὰ ἦταν μιὰ καινοτομία ἀσύγγνωστη καὶ ἐπιζήμια καὶ γι’ αὐτὸ δὲν ἔπρεπε νὰ γίνει. Στὴν ἄρνηση τῶν ἱερέων νὰ συγκατατεθοῦν στὴν τοποθέτηση τοῦ ἀλταρίου, ὁ διοικητὴς τοὺς ἀπείλησε κι ἀποφάσισε νὰ προχωρήσει στὴν ἐκτέλεση τοῦ σχεδίου τοῦ χωρὶς τὴν ἄδειά τους. Οἱ ἱερεῖς στὴν ἐπιμονὴ τοῦ κατέφυγαν μὲ δάκρυα στὸν ἅγιό τους καὶ ζήτησαν μὲ θερμὴ προσευχή, τὴ βοήθεια καὶ τὴν προστασία του. Ὁ διοικητὴς μὲ τὸ δικαίωμα ποὺ τοῦ ἔδινε ἡ ἐξουσία, προσπάθησε ἀνεμπόδιστα νὰ προχωρήσει στὴν ἐκτέλεση τῆς παράνομης ἐπιθυμίας του. Ἀλλὰ καὶ ὁ ἅγιος, γιὰ νὰ προλάβει μιὰ τέτοια ἀπαράδεκτη πράξη, παρουσιάστηκε δύο κατὰ συνέχεια νύκτες στὸν ὕπνο του μὲ τὸ ἔνδυμα ὀρθόδοξου μονάχου καὶ τοῦ συνέστησε νὰ παραιτηθεῖ ἀπὸ τὴν ἀπόφασή του, διαφορετικὰ θὰ τὸ μετανοιωνε πολὺ πικρά. Τρομαγμένος ὁ διοικητὴς κάλεσε τὸν σύμβουλό του καὶ τοῦ φανέρωσε καὶ τὶς δύο φορὲς τὴν ἀπειλὴ τοῦ ἁγίου. Ὁ θεολόγος σύμβουλος γέλασε καὶ τὶς δύο φορὲς κι ὑπέδειξε πῶς δὲν ἔπρεπε αὐτὸς ἕνας μορφωμένος ἄρχοντας νὰ βασισθεῖ στὰ ὄνειρα, ποὺ εἶναι ἔργο, ὅπως τοῦ εἶπε, τοῦ διαβόλου καὶ ποὺ σκοπὸ ἔχουν νὰ παρεμποδίσουν καὶ νὰ ματαιώσουν ἕνα καλὸ καὶ θεάρεστο ἔργο.

Τὰ λόγια τοῦ συμβούλου διασκέδασαν τὸν φόβο τοῦ διοικητοῦ, ὁ ὁποῖος μάλιστα τὴν ἑπομένη ἥμερα 11 Νοεμβρίου 1718 μ.Χ. ἀκολουθούμενος ἀπὸ τὴ συνοδεία τοῦ πρωὶ-πρωὶ ξεκίνησε γιὰ τὴν ἐκκλησία τοῦ ἁγίου γιὰ νὰ προσκυνήσει τάχατες τὸ λείψανο καὶ νὰ ἀνάψει τὸ καντήλι του. Οὐσιαστικὰ ὅμως πῆγε ἐκεῖ γιὰ νὰ καταμετρήσει τὸ μέρος ποὺ θὰ κτιζόταν τὸ ἀλτάριο καὶ νὰ καθορίσει καὶ τὶς διαστάσεις του, μῆκος, πλάτος καὶ ὕψος.

Ἐκεῖ στὸν ναὸ γιὰ μιὰ ἀκόμη φορᾶ ἀγωνίστηκαν οἱ ἱερεῖς μὲ κάθε τρόπο, νὰ τὸν ἀποτρέψουν ἀπὸ τοῦ νὰ ἐκτελέσει τὸ σχέδιό του. Ἄδικα, ὅμως. Ὁ ἄρχοντας, ὄχι μόνο δὲν μεταπείσθηκε, ἀλλὰ καὶ μὲ σκληρὸ καὶ βάναυσο τρόπο τοὺς ἀπείλησε πῶς, ἂν τοῦ ξαναμιλοῦσαν γι’ αὐτὸ τὸ θέμα, θὰ τοὺς ἔστελλε φυλακὴ στὴ Βενετία.

Ἔφυγε ὁ διοικητὴς μὲ τὴ συνοδεία του, μὲ τὴν ἀπόφαση τὴν ἑπομένη τὸ πρωί, δηλαδὴ στὶς 12 τοῦ Νοέμβρη, οἱ ἄνθρωποί του νὰ ἐρχόντουσαν νά. ἀρχίσουν τὸ ἔργο. Οἱ ἱερεῖς κι ἕνας ἀριθμὸς πιστῶν ἔμειναν ἐκεῖ, συνεχίζοντας μὲ δάκρυα τὶς παρακλήσεις τοὺς μπροστὰ στὴν ἀνοικτὴ λάρνακα, ποὺ περιεῖχε τὸ σεπτὸ λείψανο.

Πέρασε ἡ μέρα. Νύχτωσε. Κοντὰ στὰ μεσάνυχτα, ὅπως μᾶς διηγεῖται ὁ ὑπέροχος χρονικογράφος Ἀθανάσιος ὁ Πάριος, στὸ βιβλίο τοῦ «ΟΥΡΑΝΟΥ ΚΡΙΣΙΣ», βροντὲς καὶ κεραυνοὶ συνταράζουν τὴν πόλη. Ὁ σκοπός, ποὺ βρισκόταν στὴν εἴσοδο τοῦ φρουρίου κοντὰ στὴν πυριτιδαποθήκη βλέπει κάποιο μοναχὸ νὰ προχωρεῖ μ’ ἕνα δαυλὸ ἀναμμένο στὸ χέρι καὶ νὰ μπαίνει στὸ Φρούριο. Πρόφτασε καὶ τοῦ φώναξε: «Ποιὸς εἶσαι; Ποῦ πᾶς»; Μιὰ φωνὴ τοῦ ἀπήντησε. «Εἶμαι ὁ Σπυρίδων».

Τὴν ἴδια ὥρα τρεῖς φλόγες βγῆκαν ἀπὸ τὸ καμπαναριὸ τῆς ἐκκλησίας ἐνῶ ἕνα χέρι ἅρπαξε τὸν σκοπὸ καὶ τὸν πέταξε στὴν ἄλλη μεριὰ τοῦ κάστρου. Ὁ σκοπὸς ἔπεσε ὄρθιος χωρὶς νὰ πάθει τίποτα. Ταυτόχρονα μιὰ δυνατή, ἐκκωφαντικὴ ἔκρηξη ἀκούστηκε. Καὶ τὸ φρούριο τινάχτηκε στὸν ἀέρα μὲ ὅλα τα γύρω σπίτια. Ἡ καταστροφὴ ὑπῆρξε τρομερή. Χίλια περίπου πρόσωπα σκοτώθηκαν. Ὁ διοικητὴς Ἀνδρέας Πιζάνης βρέθηκε νεκρὸς μὲ τὸν τράχηλο ἀνάμεσά σε δύο δοκάρια. Καὶ ὁ θεολόγος σύμβουλός του, νεκρὸς ἔξω ἀπὸ τὸ τειχόκαστρο μέσα σὲ ἕνα χαντάκι, στὸ ὁποῖο ἔτρεχαν τὰ ἀκάθαρτα νερὰ τῶν ἀποχωρητηρίων τῆς πόλεως. Τὸ ἀσημένιο πολύφωτο κανδήλι, ποὺ ἔκανε δῶρο ὁ ἄρχοντας στὴν ἐκκλησία τοῦ ἁγίου, κατέπεσε μὲ ἀποτέλεσμα νὰ καταστραφεῖ ἡ βάση του. Τὸ κανδήλι κρεμάστηκε πάλι στὸ ἴδιο μέρος, ὅπου βρέθηκε πεσμένο. Ἔτσι μὲ ἀλάλητη φωνὴ μαρτυρεῖ ὡς σήμερα τὴ συμφορά, ποὺ ἔγινε. Καὶ στὴ Βενετία, ἐκεῖ μακρυὰ στὴ Βενετία, τὴν ἴδια στιγμὴ ἔπεσε κεραυνὸς στὸ μέγαρο τοῦ Ἀνδρέα Πιζάνη, τρύπησε τὸν τοῖχο κι ἔκαψε τὸ πορτραῖτο τοῦ ἄρχοντα. Τὴν εἰκόνα του. Μόνο τὴν εἰκόνα του.

Ἡ τιμωρία παραδειγματική. Καὶ τὸ δίδαγμα ἀπὸ τὸ περιστατικὸ μοναδικό. Ἡ Ὀρθοδοξία δὲν μπορεῖ νὰ συγχέεται μὲ τὸν παπισμό. Ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι φῶς, ἀλήθεια, ζωή. Ὁ παπισμὸς σκοτάδι, αἵρεση, πλάνη.

Τὴν ἄλλη μέρα, μετὰ ἀπὸ αὐτὰ ποὺ συνέβησαν, ὁ Λατίνος ἐπίσκοπος διέταξε νὰ σηκώσουν τὰ ὑλικά, ποὺ μετέφεραν ἀπὸ μπροστὰ στὴν ἐκκλησία καὶ νὰ ματαιώσουν τὸ ἔργο ποὺ σκέφθηκαν νὰ ἐκτελέσουν. Τὴν ἴδια μέρα ὁ λαὸς τῆς Κέρκυρας, μαζεμένος στὸν ἱερὸ ναὸ τοῦ ἁγίου ψάλλει μὲ ἀγαλλίαση καὶ χαρὰ στὸν ἀκοίμητο προστάτη τῆς νήσου:

«Ὡς τῶν Ὀρθοδόξων ὑπέρμαχον, καὶ τῶν κακοδόξων ἀντίπαλον, Παμμακάριστε Σπυρίδων, εὐφημοῦμεν oι πιστοὶ καὶ ὑμνοῦμέν σε, καὶ δυσωποῦμέν σε, φυλάττειν τὸν λαὸν καὶ τὴν πάλιν σου, πάσης κακοδοξίας καὶ ἐπιδρομῆς βαρβάρων ἀπρόσβλητον».


Στὸν Ἑλληνοιταλικὸ πόλεμο τοῦ 1940 μ.Χ., ἡ Κέρκυρα δεχόταν ἐπὶ ἕνα ἔτος τὶς καθημερινὲς ἀεροπορικὲς ἐπιθέσεις τῶν Ἰταλῶν ἀεροπόρων, ἐν τούτοις οἱ ζημιὲς ὑπῆρξαν ἐλάχιστες.

Κατὰ τὶς ἐπιδρομὲς αὐτὲς ποὺ δὲν σταμάτησαν οὔτε καὶ τὰ Χριστούγεννα συνέβαινε κάτι τὸ πολὺ περίεργο. Ἂν καὶ τὰ Ἰταλικὰ ἀεροπλάνα πετοῦσαν συνήθως πολὺ χαμηλά, μιὰ καὶ ἡ Κέρκυρα δὲν διέθετε ἀντιαεροπορικὴ ἄμυνα, ἐν τούτοις οἱ βόμβες τοὺς κατὰ κανόνα δὲν ἔπεφταν μέσα στὴν πόλη, ἀλλὰ μακρυὰ στὴ θάλασσα. Λὲς καὶ κάποιο χέρι τὶς ἔσπρωχνε ἐκεῖ. Κι ὅταν κάποτε σ’ ἕνα βομβαρδισμὸ μιὰ βόμβα ἔπεσε στὸν γυναικωνίτη τῆς ἐκκλησίας τοῦ ἁγίου, ποὺ ἃς σημειωθεῖ ἦταν γεμάτη ἀπὸ γυναικόπαιδα, ἡ βόμβα δὲν ἐξερράγη. Ὁ πυροδοτικός της μηχανισμὸς δὲν λειτούργησε. Ὁ ἅγιος δὲν τὸ ἐπέτρεψε. Ποιὸς μπορεῖ σ’ αὐτή, μὰ καὶ σ’ ἄλλη παρόμοια περίπτωση νὰ σιωπήσει καὶ νὰ μὴν ἀναφωνήσει: «Δοξασμένον τὸ Πανάγιον Ὄνομά σου εἰς τοὺς αἰώνας, γλυκύτατε Ἰησοῦ».

πηγή

0 replies

Leave a Reply

Want to join the discussion?
Feel free to contribute!

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *