Ε΄. Λόγος στον άγιο Ηλία, τον προφήτη

Κάνετε ησυχία, στρέψτε τα αυτιά σας, για να διηγηθώ την ιστορία του αγίου και ενδόξου Ηλία, ο οποίος έδειξε θερμό ζήλο, παρακινώντας με προθυμία συνεχώς όλους να προσκυνούν μόνο τον Θεό. Μόλις είδε το λαό να κάνει πολλές ανομίες, να απομακρυνθεί δηλαδή από τον Θεό και να προσκυνεί τα είδωλα, αφού γέμισε από οργή και ζήλο, έστρεψε το βλέμμα του, και σκόπευσε με τη γλώσσα του, σαν με τόξο, τον ουρανό, και με τον λόγο έφθασε τον ουρανό. Και όταν είδε το λαό να πλανιέται έτσι από το δαίμονα, τον συμβούλευε προσπαθώντας να τον απομακρύνει από την πλάνη.

Όταν είδε ο Ηλίας το λαό να έχει ταπεινωθεί από το πλήθος των ειδώλων, και όλους τους προφήτες να έχουν φονευθεί από τους ασεβείς, αφού γέμισε από ζήλο και από πολλή οργή, ξεστόμισε όρκο εναντίον του ασεβή λαού, και έδεσε τον ουρανό, και έκλεισε τα σύννεφα να μη βρέχουν, και έπεισε τον εύσπλαχνο Θεό να πραγματοποιήσει τον λόγο του δούλου.

Θέλοντας να φανερώσει σ’ αυτούς που αμάρτησαν τη δύναμη του αγαθού Δεσπότη, δίνει σ’ αυτούς όρκο στο όνομά του, λέγοντας· «Ορκίζομαι, λέει, στον ζώντα Θεό, μπροστά στον οποίο είμαι παρών, ότι δε θα πέσει ούτε βροχή, ούτε δροσιά επάνω στη γη, παρά μόνο όταν το ζητήσουν τα χείλη μου» (Γ΄ Βασιλ. 17, 1).

Έγινε λοιπόν μπροστά του παράδοξο θαύμα! Διότι ο εύσπλαχνος Θεός μόλις άκουσε τον λόγο του δούλου, που είχε ζήλο και ορκίσθηκε στο όνομα του, αμέσως εκπλήρωσε την προφητεία εκείνου, η οποία ειπώθηκε εναντίον τους μέσα στον θεϊκό ζήλο. Αφού μάλιστα κλείσθηκε ο ουρανός και σφραγίσθηκαν τα σύννεφα, ξεράθηκαν τα πάντα επάνω στη γη. Τα αμπέλια ξεράθηκαν, τα σιτάρια δεν φύτρωσαν, όλα τα καρποφόρα δένδρα κράτησαν κρυμμένους τους καρπούς τους. Η γη δεν έδωσε καρπούς, το χορτάρι δεν φάνηκε στη γη, και γενικά όλη μαζί η βλάστηση χάθηκε από τη γη, και τα δένδρα που ήταν σ’ αυτή εξαφανίσθηκαν από την επιφάνειά της, όταν εξαντλήθηκαν τα νερά με την απόφαση του Ηλία.

* Το κείμενο που παρεμβάλλεται μέσα σε αστερίσκους αντλήσαμε από την έκδοση του S. Mercati, S. Ephraem Syri Opera I. Romae, 1915.

*[Με το να δεθεί λοιπόν ο ουρανός, ώστε να μη βρέξει, ο εύσπλαχνος Θεός πραγματοποιούσε την απόφαση του Ηλία και μάλιστα, επειδή δεν ήθελε ο Δεσπότης να παρουσιάσει παραβάτη του όρκου το δούλο του, που ορκίσθηκε στο όνομα του να πραγματοποιήσει τον όρκο του, προσπαθούσε στο εξής να μεταβάλει τον δούλο του από οργισμένο σε εύσπλαχνο. Πρόσταξε δηλαδή σ’ αυτόν να μένει σε χείμαρρο και του έστειλε τροφή μ’ έναν κόρακα (Γ΄ Βασιλ. 17, 3-6).

Ο εύσπλαχνος όμως Θεός θέλοντας να σώσει τον κόσμο, για να μεταβάλει τον Ηλία ξήρανε (Γ΄ Βασιλ. 17, 7) τα νερά, ώστε, αφού διψάσει και συναναστραφεί με τους παραβάτες, να ανακαλέσει την απόφαση, με την οποία έδεσε από ζήλο τον ουρανό. Όμως ο θερμός ζηλωτής, ούτε έτσι λύγισε για να ανακαλέσει αυτά που έδεσε, αλλά έμεινε αλύγιστος. Και ο Κύριος αφού είδε τον Ηλία να παραμένει στην πολλή σκληρότητα και να είναι ανυποχώρητος, προσφέρει στον δίκαιο άλλη ευκαιρία· «Πήγαινε, λέει, στην πόλη Σαρεπτά. Διότι, να, δίνω εντολή σε μια χήρα να σε διαθρέψει σ’ αυτή την τόσο μεγάλη ανάγκη» (Γ΄ Βασιλ. 17, 9).

Ω ευσπλαχνία του Θεού! Προστάζει στον δίκαιο να βαδίσει μακρύ δρόμο, για να περάσει μέσα από κατοικημένα μέρη και να δει την καταστροφή της γης και όσα συμβαίνουν σ’ αυτή, και να λύσει τον ουρανό. Διότι μπορούσε να δει κανείς γέρους να λειώνουν από την πείνα, και νέους επίσης μεγαλόσωμους, που έστησαν τρόπαια και νίκες στους πολέμους, να πέφτουν ξαφνικά στο χώμα και να εγκαταλείπουν τη ζωή.

Το ίδιο μάλιστα και τα βρέφη, προσπαθώντας να αντλήσουν από τους μαστούς των μητέρων τους, πέθαιναν, επειδή δεν είχαν γάλα για να τραφούν. Πρόσφερε η μητέρα το μαστό της, το γάλα της όμως δεν μπορούσε πια να το προσφέρει γιατί τα στήθη της στέγνωσαν από την πείνα και η σάρκα της έλειωσε από τη δίψα· και το βρέφος πιάνοντας το μαστό προσπαθούσε να αντλήσει με το στόμα, αλλά δεν έβρισκε τροφή. Συνέβαινε συχνά, ενώ βρισκόταν ο μαστός στο στόμα του βρέφους, να πεθαίνει το μωρό· έκλεισε μάλιστα μαζί στον τάφο και τη μητέρα του.

Όλους λοιπόν τους συνείχε ανέκφραστη συμφορά: η νύφη δηλαδή και ο γαμπρός πέθαιναν μέσα στο νυφικό δωμάτιο, και αντί για χαρά σήκωναν φοβερό πένθος· και μπροστά στα μάτια του πατέρα πεθαίνει ο γιος· και αυτός που τον γέννησε, τον έφερε και τον έθαψε. Και την ώρα λοιπόν που γύριζε στο σπίτι, βρήκε τη θυγατέρα του να έχει ξεψυχήσει από την πείνα· και ενώ πίστευε ότι θα βρει στο σπίτι του ανάπαυση, βρήκε διπλή συμφορά με τον θάνατο της κόρης του. Αυτός λοιπόν, αφού και γι’ αυτή έδειξε φοβερό θρήνο, την έθαψε στη γη, όπως και προηγουμένως το γιο του.

Την ώρα όμως που αυτός βρισκόταν στις θύρες του μνημείου, ήρθε είδηση, θλιβερή και αυτή· ότι δηλαδή πέθανε ο αδελφός ή η αδελφή, ή κάποιοι από τους συγγενείς ή από τους γνήσιους φίλους. Και εκείνος, όταν το άκουσε, επειδή δεν άντεξε την πίεση της λύπης και την πείνας, ξεψύχησε εκεί· και έγινε ο τόπος συγχρόνως τάφος και θάπτης· διότι την ώρα που έθαβε άλλον, βρέθηκε να θάβεται ο ίδιος. Συνέβη λοιπόν συχνά, εκείνος που κήδευσε άλλον, να κηδευθεί από άλλον την ίδια μέρα.

Διότι όπως εισορμούν τα κύματα της θάλασσας το ένα πίσω από το άλλο, κινούμενα από τους ανέμους, έτσι έρχονταν τότε οι συμφορές στους ανθρώπους από την ανάγκη της πείνας και της μεγάλης δίψας]*. Μπορούσε λοιπόν να δει κανείς φοβερό θέαμα και πολύ θλιβερό ναυάγιο επάνω στη γη, όπως στις μέρες του Νώε· διότι δεν πέθαιναν μόνο οι άνθρωποι, αλλά και τα ζώα και τα θηρία και τα πτηνά του ουρανού.

Ω ζηλωτή Ηλία, πίστευε ότι αμάρτησαν οι άνθρωποι στον Κύριο, με το να εξαπατηθούν από τον Εχθρό. Όμως τα μωρά τι αμαρτία έκαναν; Τα ζώα και τα θηρία και τα πτηνά τι αμαρτία έκαναν; Διότι και αυτά όλα τα παρέδωσες στο θάνατο. Τουλάχιστον αυτούς που είναι αθώοι σπλαχνίσου τους, και δώσε βροχή στη γη!

Αλλά τον ζηλωτή Ηλία τίποτε από αυτά δεν τον ενδιέφερε. Αυτοί που είχαν άφθονα χρήματα εξολοθρεύθηκαν με την πείνα, αλλά επίσης και με τη δίψα, επειδή δε φάνηκε βροχή. Όμως ο Δεσπότης όλων, που θέλει πάντοτε να δείχνει την ευσπλαχνία του στο γένος των ανθρώπων, σοφίζεται τα πάντα, παρακινώντας τον Ηλία να δείξει ευσπλαχνία. Επειδή όμως δεν τον έπεισε να μεταβάλει την οργή του, γι’ αυτό τον στέλνει να ζητήσει βοήθεια από τη χήρα (Γ΄ Βασιλ. 17, 9), παρόλο που αυτή ήταν αξιολύπητη και πολύ φτωχή.

Και αφού ήρθε ο Ηλίας εκεί όπου είχε διαταχθεί να πάει, είδε τη χήρα να μαζεύει φρύγανα (Γ΄ Βασιλ. 17, 10). Όταν λοιπόν αντιλήφθηκε τη φοβερή φτώχεια, στην οποία βρισκόταν αυτή, ντρεπόταν να μιλήσει ή να φωνάξει σ’ αυτή· και συγχρόνως εκτελούσε την προσταγή κοκκινίζοντας, και παίρνοντας θάρρος φώναξε με ντροπή λέγοντας· «Γυναίκα, φέρε μου λίγο νερό, για να πιω» (Γ΄ Βασιλ. 17, 10)· αυτό δηλαδή ήταν εκείνο που έδεσε, να μην πέσει επάνω στη γη.

Και η χήρα απάντησε στον Ηλία· «Ω ζηλωτή, αφού έκλεισες με τον όρκο του στόματος σου τους ουρανούς να μη δώσουν βροχή, πως ζητάς εσύ νερό από μένα; Το νερό που χαλιναγώγησες και εξουσιάζεις με το στόμα σου ξηραίνοντας τη γη, και θανατώνεις όλα όσα είναι επάνω σ’ αυτή, από που να σου το δώσω;».

Και εκείνος αμέσως συγκινήθηκε με τον λόγο της χήρας, και κινήθηκε κάπως μέσα του η ευσπλαχνία. Η χήρα επίσης, όταν άκουσε τον λόγο του Προφήτη, υποσχέθηκε να του δώσει το νερό που ζήτησε. Καθώς όμως πήγαινε να βγάλει νερό, πρόσθεσε ο Ηλίας σ’ αυτή «Φέρε μου με το χέρι σου και ένα κομμάτι ψωμί, για να φάω» (Γ΄ Βασιλ. 17, 11).

Και εκείνη αμέσως απάντησε στον Ηλία· «Ορκίζομαι στον Κύριο τον Θεό, ότι πραγματικά δεν έχω ψωμί παρά μόνο μια χούφτα αλεύρι στο πιθάρι μου, και επίσης λίγο λάδι στο δοχείο μου· γι’ αυτό μάζεψα αυτά τα φρύγανα, για να ψήσω για μένα και για το παιδί μου μια λαγάνα, να τη φάμε και να πεθάνουμε» (Γ΄ Βασιλ. 17, 12).

Επειδή λοιπόν τα άκουσε αυτά και βασανίζονταν από την πείνα, μελετούσε μέσα του να προκαλέσει τη λύση από τα δεσμά· διότι, μόλις άκουσε τα αξιολύπητα λόγια της χήρας, αμέσως απευθύνει σ’ αυτή λόγια γεμάτα ευσπλαχνία «Πήγαινε λοιπόν στο σπίτι σου, και ψήσε πρώτα για μένα μια λαγάνα, και έπειτα ψήσε επίσης για τον εαυτό σου και για το γιο σου. Αυτά λέει ο Κύριος· ‘‘Δεν θα λιγοστεύσει το αλεύρι από το πιθάρι σου, ούτε το λάδι από το δοχείο σου, ωσότου να δώσει ο Κύριος βροχή πάνω στη γη και να βλαστήσει τροφή όπως και πριν, για όλα όσα ζουν σ’ αυτή”» (Γ΄ Βασιλ. 17, 13-14). Ώστε και χωρίς να το θέλει αποφάσιζε το λύσιμο των δεσμών του ουρανού· διότι η ταλαιπωρία της πείνας τον ανάγκαζε να το κάνει.

Και αμέσως η χήρα έτρεξε και προθυμοποιήθηκε να εκτελέσει τον λόγο του (Γ΄ Βασιλ. 17, 15), αυτόν που της είπε, επειδή κατάλαβε με την έμπνευση του Πνεύματος ότι αυτός είναι ο προφήτης Ηλίας, που έδεσε τον ουρανό με τον λόγο του στόματος του, και συγχρόνως επειδή πίστευσε ότι θα εκπληρώσει όλα όσα είπε σ’ αυτήν ο δίκαιος. Αφού λοιπόν ο Ηλίας εγκαταστάθηκε στο σπίτι της χήρας, και αν και χόρτασε, παρέμεινε στην προηγούμενη σκληρότητα του, στέλνει ο Θεός θάνατο στο παιδάκι της χήρας (Γ΄ Βασιλ. 17, 17), αναγκάζοντας τον Ηλία να προστάξει το λύσιμο των δεσμών.

Αλλά και η χήρα όταν είδε τον θάνατο του γιου της, πλησίασε τον Προφήτη και με δάκρυα του είπε· «Αλίμονο μου, προφήτη του Θεού, ζηλωτή περισσότερο απ’ όλους, γιατί προκάλεσες στην ψυχή μου αυτή την οδύνη και αυτό τον αγιάτρευτο θρήνο! Γιατί ζω εγώ η δύστυχη μητέρα στη γη, αφού το παιδί, που είχα, το παρέδωσες στο θάνατο; (Γ΄ Βασιλ. 17, 18).

Κατάλαβα εγώ ότι το παιδί μου πέθανε εξαιτίας σου· διότι προτού να έρθεις εδώ, ήταν γερό το παιδί μου· διότι στη φοβερή πείνα και στην απερίγραπτη δίψα, που έφερες στη γη, καταφέραμε και ζήσαμε· και τώρα που ήρθες σ’ εμένα, παρουσιάσθηκες προμηθευτής τροφών, αλλά έγινες απεναντίας η καταστροφή για το μονάκριβο παιδί που είχα. Ανακουφίσθηκα από την πείνα και πεθαίνω από τους θρήνους. Πίστευα ότι βοηθιέμαι, και απέκτησα προδότη· σε δέχθηκα συγκάτοικο, και στερήθηκα το γιο μου. Μας έθρεψες στην πείνα, και μας παρέδωσες στο θάνατο· με έθρεψες με το να θανατώσεις το μονάκριβο παιδί που είχα. Διότι την ελπίδα που είχα, την στέρησες εσύ από μένα· το φως των ματιών μου το έσβησες με τον θάνατο. Την παρηγοριά μου την έχασα, όταν ήρθες εσύ.

Με τη δική σου συνάντηση στερήθηκα το γιο μου διότι, όταν ήρθες σ’ εμένα εσύ, πέθανε το παιδί μου. Έχω υποστεί φοβερή συμφορά με το να στερηθώ το ποθητό παιδί μου! Διότι τι ωφελεί εμένα στο εξής το αλεύρι και το λάδι, για να χορτάσω από τροφή, εφόσον πέθανε ο γιος μου; Ήταν προτιμότερο σ’ εμένα να καταστραφώ μαζί με όλους, παρά να στερηθώ μέσα στην αφθονία το γιο μου. Διότι ποιος θα φάει τώρα αυτά, που μου έδωσες; Ή ποιο το κέρδος μου να έχω τροφές για να χορτάσω, αφού στερήθηκα από τη δόξα του μονάκριβου γιου, που είχα; Πεθαίνω θρηνώντας και στενάζοντας γι’ αυτόν. Μακάρι να μη σε έβλεπα, ούτε να είχα πληροφορηθεί τον ερχομό σου διότι δεν ήθελα να στερηθώ το αγαπημένο μου παιδί».

Μπορούσε λοιπόν να δει κανείς αυτή τη χήρα να θρηνολογεί και να χύνει δάκρυα στα πόδια του Ηλία. Και μόλις τα άκουσε αυτά ο ζηλωτής Ηλίας, λυπήθηκε στην ψυχή του, και δόθηκε στην προσευχή, και στάθηκε και παρακαλούσε τον Θεό λέγοντας· «Λύσε, Δέσποτα, τα δεσμά του θανάτου από το γιο της χήρας, και ανάστησε τον» (πρβλ. Γ΄ Βασιλ. 17, 21).

Και ο εύσπλαχνος Θεός είπε με δυνατή φωνή σ’ αυτόν· «Λύσε πρώτα εσύ τον ουρανό, που τον έδεσες με τη γλώσσα σου, και τότε θα λύσω και εγώ τα δεσμά του θανάτου, τα οποία έστειλα συγκαταβαίνοντας για χάρη σου. Κοίταξε και δες, Ηλία, πόσα πλήθη γερόντων και νέων, βρεφών μαζί με τις μητέρες τους, αφανίσθηκαν. Πρόσεξε και δες τα δάκρυα όλης της οικουμένης· πως με θρήνους πέφτουν, ζητώντας βροχή! Μια μόνο γυναίκα βλέπεις να χύνει δάκρυα για το γιο της και νομίζεις ότι είσαι εύσπλαχνος, όλη όμως η οικουμένη κλαίγοντας χύνει δάκρυα, και συ βλέποντας αδιαφορείς, ωσότου να εξαφανισθούν όλα; Ξέρω ότι από ζήλο προκάλεσες την παιδαγωγία· γνωρίζω καλά, Ηλία, ότι δεν υπάρχει όμοιος μ’ εσένα».

Τότε απαντά ο Ηλίας στον Δεσπότη του· «Δώσε ζωή στο παιδί και θα λύσω τον ουρανό. Μόνο απάλλαξε με από τους θρήνους της χήρας, για να μη με θλίβει κλαίγοντας ακόμη περισσότερο».

Αφού λοιπόν ξανάζησε το παιδί, και το πήρε στα χέρια του ο Ηλίας, το έδωσε στη μητέρα του (Γ΄ Βασιλ. 17, 23). Και η χήρα αφού πήρε το γιο της με μεγάλη χαρά, λέει στον Ηλία· «Τώρα κατάλαβα ότι είσαι αληθινά άνθρωπος του Θεού, και ότι στο στόμα σου υπάρχει αληθινός λόγος» (Γ΄ Βασιλ. 17, 24).

Τότε ο Θεός λέει στον Ηλία «Πήγαινε και πες στον Αχαάβ ότι θα δώσω στη γη βροχή» (Γ΄ Βασιλ. 18, 1).

Και αφού ήρθε ο Ηλίας στον Αχαάβ, είπε σ’ αυτόν ότι πρόκειται να δώσει ο Κύριος στη χώρα του βροχή (Γ΄ Βασιλ. 18, 41), και αφού συγκέντρωσε όλο το λαό του Ισραήλ κατέσφαξε τους ιερείς που θυσίαζαν στον Βάαλ (Γ΄ Βασιλ. 18, 40).

Και αφού επέστρεψε όλους ώστε να πιστεύουν στον ζωντανό Θεό (Γ΄ Βασιλ. 18, 39), ο Ηλίας αναλήφθηκε με πύρινο άρμα μέσα σε μεγάλο ανεμοστρόβιλο, προς την κατεύθυνση του ουρανού (Δ΄ Βασιλ. 2, 11), αφού άφησε τη μηλωτή επάνω στον Ελισσαίο (Δ΄ Βασιλ. 2, 13).

Και για τον Θεό μας ας υπάρχει δόξα, στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.

Οσίου Εφραίμ του Σύρου. Έργα. τ. ΣΤ΄.

μετ. Κωνσταντίνου Γ. Φραντζολά.

εκδ. Το Περιβόλι της Παναγίας, εκδ. Α΄ 1995.

0 replies

Leave a Reply

Want to join the discussion?
Feel free to contribute!

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *