• Ἐν πάσι τοὶς λόγοις σου μιμνήσκου τὰ ἔσχατά σου, καὶ εἰς τὸν αἰώνα οὒχ ἁμαρτήσεις. [Σὲ ὅλα τὰ ἔργα καὶ τὰ λόγια σου νὰ ἐνθυμῆσαι πάντοτε τὸ τέλος τῆς ζωῆς σου καὶ ἔτσι ποτὲ δὲν θὰ παρασυρθεῖς σὲ ἁμαρτίες.] (Σοφία Σειράχ 7,36)
• Γνώρισον μοί, Κύριε, τὸ πέρας μου καὶ τὸν ἀριθμὸν τῶν ἡμερῶν μου, τὶς ἔστιν, ἴνα γνῶ τί ὑστερῶ ἐγώ. [Σὲ παρακαλῶ, Κύριε, κατάστησε σὲ ἐμένα γνωστό, πότε θὰ ἔρθει τὸ τέρμα τῆς ζωῆς μου καὶ ποιὸς εἶναι ὁ ἀριθμὸς τῶν ἡμερῶν μου, γιὰ νὰ ἐννοήσω κατὰ τὸ διάστημα αὐτὸ καὶ νὰ ἀναπληρώσω τὸ ὑστέρημά μου.] (Ψαλμοί 38,5)
• Θάνατος ἀνδρὶ ἀνάπαυμα, συνέκλεισε γὰρ ὁ Θεὸς κατ’αὐτοῦ. [Ὁ θάνατος εἶναι ἀνάπαυση γιὰ τὸν ἄνθρωπο, διότι ὁ Κύριος διὰ τοῦ θανάτου θέτει τέρμα στὶς θλίψεις καὶ περιπετεῖες αὐτοῦ.] (Ἰὼβ 3,23)


• Ὁ Θεὸς ἀπέκρυψε τὴν ὥρα τοῦ θανάτου μας, διότι μ’ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸν τρόπο, ὁ Θεὸς ἐπιτυγχάνει θαυμάσια τὴν σωτηρία μας! Διότι ἐὰν γνώριζε κάποιος τὴν ὥρα τοῦ θανάτου του, θὰ περνοῦσε ὅλες τὶς ἡμέρες τῆς ζωῆς τοῦ μέσα στὴν ἁμαρτία καὶ μόνο ὅταν πλησίαζε ἡ ὥρα τοῦ θανάτου, θὰ ἔτρεχε πρὸς τὸ Βάπτισμα καὶ τὴν μετάνοια. Ἐφόσον ὅμως θὰ εἶχε ζυμωθεῖ μὲ τὴν κακία, ἀπὸ τὴν μακροχρόνια συνήθεια, θὰ ἔμενε τελείως ἀδιόρθωτος… (Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος)
• Ἡ δειλία τοῦ θανάτου εἶναι φυσικὸ ἰδίωμα τοῦ ἀνθρώπου, τὸ ὁποῖο ὀφείλεται στὴν παρακοὴ τοῦ Ἀδάμ. Ὁ τρόμος ὅμως τοῦ θανάτου ἀποδεικνύει, ὅτι ὑπάρχουν ἁμαρτίες, γιὰ τὶς ὁποῖες δὲν δείχτηκε μετάνοια. (Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος)
• Ὅπως ὁ ἄρτος εἶναι ἀναγκαιότερος ἀπὸ κάθε ἄλλη τροφή, ἔτσι καὶ ἡ σκέψη τοῦ θανάτου, ἀπὸ κάθε ἄλλη πνευματικὴ ἐργασία. Αὐτὸς ποὺ γνώρισε τί σημαίνει μνήμη θανάτου, δὲν θὰ μπορέσει ποτὲ πλέον νὰ ἁμαρτήσει. (Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος)
• Ἡ ζωηρὴ μνήμη τοῦ θανάτου, λιγοστεύει τὰ φαγητά. Καὶ ὅταν περικόβονται μὲ ταπεινοφροσύνη τὰ φαγητά, κόβονται μαζὶ καὶ τὰ πάθη. (Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος)
• Ὅποιος περιμένει τὸν θάνατο κάθε μέρα, αὐτὸς εἶναι σπουδαῖος καὶ δόκιμος. Καὶ ὅποιος τὸν περιμένει κάθε ὥρα, αὐτὸς εἶναι πιὰ Ἅγιος. (Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος)
• Ὁ πραγματικὸς θάνατος, δὲν εἶναι ὁ χωρισμὸς τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὸ σῶμα, ἀλλὰ ὁ χωρισμὸς τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὸν Θεό. (Ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας)
• Ἡ καθαρὴ καὶ ζωντανὴ μνήμη τοῦ θανάτου περικόπτει τὶς τροφές. Καὶ ἂν περικοποῦν οἱ τροφὲς μὲ ταπείνωση, περικόπτονται μαζὶ καὶ τὰ πάθη. (Ἅγιος Κλήμης Ἀλεξανδρείας)
• Ὁ θάνατος ὅταν κατανοηθεῖ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, εἶναι ἀθανασία. Δὲν τὸν κατανοοῦν ὅμως οἱ ἀμαθεῖς. Γι’ αὐτοὺς εἶναι θάνατος. Καὶ ὁπωσδήποτε δὲν πρέπει νὰ φοβόμαστε τοῦτο τὸ θάνατο, ἀλλὰ τὴν ἀπώλεια τῆς ψυχῆς (ψυχικὸς θάνατος), ποὺ εἶναι ἡ ἄγνοια τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ εἶναι τὸ φοβερὸ γιὰ τὴν ψυχή. (Μέγας Ἀντώνιος)
• Ἀπὸ ἐκείνους ποὺ διανυκτερεύουν στὰ πανδοχεῖα, μερικοὶ βρίσκουν κρεβάτια. ἄλλοι δὲν ἔχουν κρεβάτι καὶ κοιμοῦνται στὸ πάτωμα. Καὶ ὅταν περάσει ἡ νύχτα, πρωί- πρωὶ ἀφήνουν τὸ κρεβάτι τους καὶ τὸ πανδοχεῖο καὶ φεύγουν ὅλοι μαζί, ἔχοντας μόνο τὰ πράγματά τους. Κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο καὶ ὅλοι ὅσοι γεννιοῦνται σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο, φτωχοὶ καὶ οἱ πλούσιοι καὶ ἐπίσημοι, βγαίνουν ἀπὸ τὴν ζωὴ σὰν ἀπὸ πανδοχεῖο, χωρὶς νὰ παίρνουν μαζί τους τίποτε ἀπὸ τὶς ἀπολαύσεις τοῦ βίου καὶ ἀπὸ τὰ πλούτη τους, παρὰ μόνον τὰ ἔργα τους, καλὰ ἢ κακά, ὅσα ἔκαναν στὴ ζωή τους. (Μέγας Ἀντώνιος)
• Ὁ ἄνθρωπος φοβᾶται τὸν θάνατο καὶ τὸν χωρισμὸ τοῦ σώματος, ἐπειδὴ δὲν θέλει νὰ ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ τὶς γήινες ἐπιθυμίες. (Μέγας Ἀθανάσιος)
• Μόνο ἡ ἐνθύμηση τοῦ θανάτου μπορεῖ νὰ καταργήσει ὅλες τὶς προσβολὲς τῶν δαιμόνων, ἐπειδή μας ἐπαναφέρει στὴ μνήμη τοῦ Θεοῦ. (Ἅγιος Διάδοχος Φωτικής)
• Ὁ θάνατος γιὰ τοὺς δικαίους εἶναι ὕπνος, ἢ καλύτερα, ταξίδι γιὰ μία καλύτερη ζωή. Ἡ ὑψηλότερη φιλοσοφία γιὰ τὸν χριστιανὸ εἶναι, τὸ νὰ σκέπτεται πάντοτε τὸν θάνατο (Μέγας Βασίλειος)
• Ἂν ἐλπίδα τῶν Χριστιανῶν περιοριζόταν στὴν παροῦσα ζωή, τότε εὔλογα θὰ θεωροῦνταν ὁ θάνατος κάτι τὸ τρομερό. Ἐφόσον ὅμως ὁ ἀποχωρισμὸς τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὸ σῶμα, ἀποτελεῖ τὴν ἀρχὴ τῆς ἀληθινῆς ζωῆς, γιατί οἱ ζῶντες κατὰ Χριστόν, νὰ λυποῦνται γιὰ τὸν θάνατο; (Μέγας Βασίλειος)
• Ὁ χωρισμὸς (θάνατος) ἀπὸ τὰ δικά μας πρόσωπα, λόγω συνηθείας, εἶναι δυσκολοβάστακτος, ἀκόμα καὶ στὰ χωρὶς λογικό, ζῶα. Μάλιστα ἐγὼ εἶδα κάποτε βόδι στὸ παχνὶ νὰ δακρύζει, διότι εἶχε ψοφήσει ὁ σύντροφος τοῦ στὸ ζυγό. (Μέγας Βασίλειος)
• Μὴν διστάσεις νὰ πεθάνεις, χάρη ἐκείνου ποὺ ἀξίζει νὰ ζεῖς. (Μέγας Βασίλειος)
• Θὰ ἔρθει ξαφνικὰ ὁ ὄλεθρος καὶ ἡ καταστροφὴ θὰ συντελεστεῖ σὰν καταιγίδα, ὅταν λείψουν οἱ ἐλπίδες τῆς ζωῆς καὶ ἀπὸ παντοῦ θὰ ὑπάρχει ἀμηχανία καὶ ἀπαρηγόρητη θλίψη, ἀφοῦ ἰατροὶ καὶ οἰκεῖοι θὰ ἔχουν σηκώσει τὰ χέρια ψηλά, καθὼς θὰ βρίσκεσαι στὸ κρεβάτι τοῦ πόνου καὶ θὰ ἀναστενάζεις μέσα ἀπὸ τὴν καρδιά σου, ἀλλὰ δὲν θὰ βρίσκεις κάποιον νὰ μοιραστεῖ μαζί σου τὸν πόνο. Καὶ θὰ ψιθυρίζεις κάτι σιγανὸ καὶ ἀργό, ἀλλὰ δὲν θὰ ὑπάρχει κανεὶς νὰ σὲ ἀκούσει. Καὶ κάθετι ποὺ θὰ λές, θὰ περιφρονεῖται, σὰν νὰ εἶναι τρέλα. Ἴσως ὁ ἰατρός, νὰ ὑπόσχεται ὅτι θὰ ζήσεις κάποιες ὧρες. Ὁ θάνατος ὅμως εἶναι παρὼν καὶ αὐτοὶ ποὺ θὰ σὲ πάρουν βιάζονται… Ποιὸς θὰ σὲ γλυτώσει;;; Ὁ Θεὸς εἶχε περιφρονηθεῖ; Ἀλλὰ θὰ σὲ ἀκούσει τότε; Μήπως ἐσὺ Τὸν ὑπάκουσες; Θὰ σοῦ δώσει παράταση; Μήπως χρησιμοποίησε καλῶς, αὐτὴν ποῦ σου δόθηκε; (Μέγας Βασίλειος)
• Μὴ φοβᾶσαι τὸ θάνατο, διότι ὁ Θεὸς ἑτοίμασε τὰ μέλλοντα ἀγαθά, γιὰ νὰ σὲ κάνει ἀθάνατο. (Ἅγιος Ἰσαὰκ ὁ Σύρος)
• Ὅποιος ἔχει τὸν ἔπαινο τῆς συνειδήσεως, ἔχει τὴν ἐπιθυμία τοῦ θανάτου! (Ἅγιος Ἰσαὰκ ὁ Σύρος)
• Χάρη στὴ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ, συμβαίνει καὶ τοῦτο σὲ πολλοὺς δικαίους: νὰ βλέπουν στὰ τελευταῖα τους ὀπτασίες ὁρισμένων Ἁγίων, ὥστε νὰ μὴ φοβηθοῦν μὲ τὴν ἀπόφαση τοῦ θανάτου τους, ἀλλὰ νὰ λυθοῦν ἀπὸ τὸ δεσμὸ τῆς σάρκας χωρὶς λύπη καὶ φόβο, καθὼς φανερώνεται στὴν ψυχή τους, μὲ ποιοὺς Ἁγίους θὰ εἶναι συμμέτοχοι στὸν οὐρανό. Ἀρκετὲς φορὲς μάλιστα, γιὰ παρηγοριὰ τῆς ψυχῆς ποὺ βγαίνει, ἐμφανίζεται ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. (Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Διάλογος)
• Ἡ ζωηρὴ μνήμη τοῦ θανάτου παρέχει πολλὲς ἀρετές. Γεννᾶ τὸ πένθος, προτρέπει σὲ ἐγκράτεια ἀπὸ ὅλα, ὑπενθυμίζει τὴ γέεννα, εἶναι μητέρα τῆς προσευχῆς καὶ τῶν δακρύων, φρουρεῖ τὴν καρδιά, παύει τὴν ἐμπαθῆ προσκόλληση στὴ σάρκα, ἀναβλύζει τὴν ὀξύτητα τοῦ νοῦ μαζὶ μὲ διάκριση. Παιδιὰ αὐτῶν εἶναι ὁ διπλὸς φόβος τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ κάθαρση τῆς καρδιᾶς ἀπὸ ἐμπαθεῖς λογισμούς. (Ὅσιος Φιλόθεος ὁ Σιναΐτης)
• Ἂς θυμόμαστε, ἂν εἶναι δυνατόν, ἀκατάπαυστα τὸν θάνατο. Ἔτσι γεννιέται μέσα μας ἡ ἀπόθεση τῶν φροντίδων καὶ κάθε ματαιότητας, ἡ φύλαξη τοῦ νοῦ, ἡ ἀκατάπαυστη δέηση, ἡ ἀπάθεια τοῦ σώματος καὶ ἡ ἀποστροφὴ τῆς ἁμαρτίας. Καὶ σχεδὸν θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε, κάθε ἀρετὴ πηγάζει ἀπὸ τὴν μνήμη αὐτή. Γι’ αὐτὸ ἂς τὴν χρησιμοποιήσουμε ὅπως τὴν ἴδια τὴν ἀναπνοή μας. (Ἅγιος Ἠσύχιος ὁ Πρεσβύτερος)
• Ἔχε μπροστὰ στὰ μάτια σου τὸν θάνατο, κάθε μέρα. Συνεχῶς νὰ σκέπτεσαι τὸ πὼς θὰ χωριστεῖς ἀπ’ τὸ σῶμα σου, πὼς θὰ περάσεις ἀπὸ τὴν περιοχὴ τῶν δυνάμεων τοῦ σκότους ποὺ θὰ σὲ συναντήσουν στὸν ἀέρα καὶ πὼς θὰ παρουσιαστεῖς ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Προετοιμάσου γιὰ ἐκείνη τὴ Φοβερὴ Ἡμέρα, κατὰ τὴν ὁποία θὰ σὲ βρεῖ ἡ Κρίση τοῦ Θεοῦ, σὰν νὰ τὴν βλέπεις ἤδη ἀπὸ τώρα! (Ἅγιος Ἠσαΐας ὁ Ἀναχωρητής)
• Οἱ ἄνθρωποι τοῦ κόσμου, ἀποφεύγουν τὴν θύμηση τοῦ θανάτου, γιὰ νὰ μὴν κόψουν τὴν ὄρεξη, τὴν ἀρέσκεια καὶ τὴν ἐπιθυμία, ποὺ ἔχουν στὰ γήινα πράγματα, στὰ ὁποῖα εἶναι προσκολλημένοι. Καὶ λυποῦνται ἂν σκεφτοῦν, ὅτι πρόκειται νὰ τὰ ἀφήσουν… (Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης)
• 4 εἶναι οἱ κυριότερες καὶ πιὸ ἐπικίνδυνες προσβολές, μὲ τὶς ὁποῖες συνηθίζουν νὰ μᾶς πολεμοῦν οἱ δαίμονες, κατὰ τὴν ὥρα τοῦ θανάτου: ἅ) ὁ πόλεμος πού μας κάνουν ἐναντίον τῆς πίστεως (βάζοντάς μας λογισμοὺς ἀπιστίας) β) ἡ ἀπόγνωση (ὅτι δὲν πρόκειται νὰ σωθοῦμε) γ) ἡ κενοδοξία και δ) τὰ διάφορα φαντάσματα καὶ μεταμορφώσεις τῶν δαιμόνων σὲ Ἀγγέλους φωτός. (Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης)
• Ὅπως ὁ διαχωρισμὸς τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὸ σῶμα σημαίνει τὸν θάνατο τοῦ σώματος, ἔτσι καὶ ὁ ἀποχωρισμὸς τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὴν ψυχή, σημαίνει τὸν θάνατο τῆς ψυχῆς. (Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς)
• Θάνατος φρικτός, ποὺ εἶναι ὁ κυρίως θάνατος, εἶναι τὸ διαζύγιο τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὴ Θεία Χάρη καὶ ἡ ἕνωσή της μὲ τὴν ἁμαρτία. Ὅποιος φυλαχτεῖ ἀπὸ τὸν θάνατο τῆς ψυχῆς, δὲν φοβᾶται τὸ θάνατο τοῦ σώματος, ὅταν αὐτὸς ἔρθει, γιατί ἔχει ἔνοικον τὴν ὄντως ζωή, τὸν Χριστό, ὁ Ὁποῖος δὲν ἐγκαταλείπει τὸ σῶμα, ἔστω καὶ ἂν αὐτὸ χωριστεῖ ἀπὸ τὴν ψυχή. (Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς)
• Εἶναι θαυμάσιο πράγμα, νὰ δύσει κανεὶς ἀπὸ τὸν κόσμο στὸν Θεό, γιὰ νὰ ἀνατείλει στὴν αἰώνια ζωή! (Ἅγιος Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος)
• Ἂν σκεπτόμαστε συνέχεια καὶ καθημερινὰ τὸ θάνατό μας, δὲν θὰ ἁμαρτάνουμε τόσο εὔκολα, ἀλλὰ καὶ θὰ ἑτοιμαζόμαστε γιὰ τὴν αἰώνια πατρίδα μας, μὲ πολὺ θάρρος καὶ ἐλπίδα… (Ἱερὸς Χρυσόστομος)
• Θέλετε νὰ μάθετε, γιατί ἔχει ἀποκρυφτεῖ ἀπὸ τὸν Κύριο, ἡ ἡμέρα τοῦ θανάτου τοῦ κάθε ἀνθρώπου; Διότι ἐὰν τὴν γνώριζε, κανένας δὲν θὰ φρόντιζε ποτὲ γιὰ τὴν ἀρετὴ στὴν ἐπίγεια ζωή του, ἀλλὰ γνωρίζοντας καθένας τὴν τελευταία ἡμέρα του, ἀφοῦ θὰ ἔπραττε ἄπειρα κακά, στὸ τέλος θὰ πλενόταν μὲ τὴν ἐξομολόγηση καὶ ἔτσι θὰ πέθαινε… (Ἱερὸς Χρυσόστομος)
• Φοβόμαστε τὸ θάνατο, ὄχι ἐπειδὴ ἐκεῖνος εἶναι φοβερός, ἀλλὰ ἐπειδὴ οὔτε ἡ ἀγάπη πρὸς τὴ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν μας θέρμανε, οὔτε ὁ φόβος τῆς γέενας (καλάσεως) μᾶς κατέλαβε καὶ ἐπιπλέον δὲν ἔχουμε καὶ συνείδηση ἀγαθή. Θέλετε νὰ σᾶς ἀναφέρω καὶ μία τέταρτη αἰτία; Δὲν ζοῦμε βίο σκληραγωγίας, ὅπως ἁρμόζει στοὺς Χριστιανούς, ἀλλὰ τὸν μαλθακὸ καὶ νωθρὸ βίο ζηλέψαμε. Γι’ αὐτὸ εἶναι φυσικό, νὰ μᾶς ἀρέσει νὰ μένουμε στὰ πράγματα τοῦ παρόντος κόσμου. (Ἱερὸς Χρυσόστομος)
• Φοβόμαστε τὸ θάνατο σὰν παιδιὰ καὶ δὲν φοβόμαστε τὴν ἁμαρτία. Τὰ μικρὰ παιδιὰ φοβοῦνται τὶς μάσκες καὶ δὲν φοβοῦνται τὴν φωτιά. Καὶ ἐμεῖς φοβόμαστε τὸ θάνατο, ποὺ μοιάζει μὲ μάσκα γελοία καὶ δὲν φοβόμαστε τὴν ἁμαρτία, ποὺ εἶναι ὄντως φοβερὸ πράγμα καὶ ὡς φωτιὰ κατατρώει τὴν συνείδησή μας. (Ἱερὸς Χρυσόστομος)
• Ὅποιος δὲν φοβᾶται τὸν θάνατο, εἶναι ἔξω ἀπὸ τὴν τυραννικὴ ἐξουσία τοῦ διαβόλου. Κανέναν δὲν φοβᾶται, κανέναν δὲν τρέμει. Εἶναι ἀπὸ ὅλα ἀνώτερος καὶ ἀπὸ ὅλους πιὸ ἐλεύθερος. Ὅποιος θυσιάζει τὸ ὕψιστο, τὴ ζωή του, πολὺ περισσότερο θυσιάζει ὅλα τὰ ἄλλα. Ὅταν ὁ διάβολος βρεῖ μία τέτοια ψυχή, τίποτε δὲν μπορεῖ νὰ τῆς κάνει. Γιὰ πές μου: Θὰ τὴν φοβερίσει μὲ ἀπώλεια χρημάτων ἢ μὲ βάσανα καὶ ἐξορία ἀπὸ τὸν τόπο της; Αὐτὰ εἶναι ἀσήμαντα, γιὰ ὅποιον εἶναι ἕτοιμος νὰ θυσιάσει τὴ ζωή του, ὅπως λέει ὁ Μακάρος Παῦλος (Πράξεις 20,24). (Ἱερὸς Χρυσόστομος)
• Δὲν εἶναι ὁ θάνατος κακός, ἀλλὰ ὁ κακὸς θάνατος εἶναι κακός. Κακὸς εἶναι ὁ θάνατος τῶν κακῶν, οἱ ὁποῖοι ἔχουν πονηρὴ συνείδηση, εἶναι ἤδη νεκροὶ ἀπ’ αὐτὴ τὴ ζωὴ καὶ προορίζονται γιὰ τὸν ”αθάνατο θάνατο”. (Ἱερὸς Χρυσόστομος)
• Τί εἶναι ὁ θάνατος; Εἶναι ὅμοιο πράγμα, μὲ τὸ νὰ βγάλεις τὸ ροῦχο σου! Γιατί ὅπως τὸ ροῦχο, ἔτσι καὶ ἡ ψυχὴ φοράει τὸ σῶμα καὶ αὐτὸ γιὰ λίγο χρόνο τὸ βγάζουμε μὲ τὸ θάνατο καὶ θὰ τὸ ξαναφορέσουμε πάλι λαμπρότερο. (Ἱερὸς Χρυσόστομος)
• Κάποιος ποὺ πρόκειται νὰ χτίσει ἕνα σπίτι ἑτοιμόρροπο, πρῶτα βγάζει ἔξω τοὺς ἐνοίκους καὶ μετὰ γκρεμίζει τὸ σπίτι. Χτίζει στὴ θέση τοῦ ἄλλο, πολὺ πιὸ λαμπρό. Ἔτσι κάνει καὶ ὁ Θεός, ποὺ θέλει νὰ κατασκευάσει καινούριο σπίτι (σῶμα). Βγάζει πρῶτα τὴν ψυχὴ ἀπὸ μέσα, σὰν ἔνοικο τοῦ σώματος καὶ ὕστερα οἰκοδομεῖ τὸ νέο σπίτι, τὸ σῶμα, μὲ τὴν ἀνάσταση. Καὶ στὴ συνέχεια, ξαναβάζει τὴν ψυχὴ μέσα στὸ ἀπείρως λαμπρότερο σῶμα. Λοιπόν, ἂς μὴν προσέχουμε τὸ γκρέμισμα (τὸ θάνατο), ἀλλὰ νὰ σκεπτόμαστε, τὴν μελλοντικὴ λαμπρότητα… (Ἱερὸς Χρυσόστομος)
• Ὁ θάνατος δὲν εἶναι πιὰ θάνατος, ἀλλὰ μόνο τὸ ὄνομα τοῦ θανάτου ἔχει. Μᾶλλον καὶ αὐτὸ τὸ ὄνομα τοῦ ἔχει ἀφαιρεθεῖ. Διότι δὲν τὸν ὀνομάζουμε πιὰ θάνατος, ἀλλὰ τὸν καλοῦμε κοίμηση καὶ ὕπνο. Διότι μόλις ἦρθε ὁ Χριστός, ὁ θάνατος ἔγινε ὕπνος. (Ἱερὸς Χρυσόστομος)
• Ὁ θάνατος τοῦ Χριστοῦ ἔγινε ὁ θάνατος τοῦ θανάτου. Ὄχι μόνο ἀφόπλισε τὸν θάνατο ὁ Χριστός, ἀλλὰ καὶ τὸν νίκησε. Καὶ ὄχι μόνο αὐτό, ἀλλὰ καὶ τὸν ἐξαφάνισε καὶ τὸν κατέστησε ἀνύπαρκτο. Γκρέμισε λοιπὸν ὁ Χριστὸς τὴν τυραννία τοῦ θανάτου καὶ μαζί του γκρέμισε καὶ τὴν ἰσχὺ τοῦ διαβόλου. (Ἱερὸς Χρυσόστομος)
• Ὁ θάνατος δὲν εἶναι παρὰ ὕπνος καὶ ταξίδι καὶ ἀνάπαυση σὲ ἥσυχο λιμάνι καὶ ἀπαλλαγῆ ἀπὸ τὶς βιοτικὲς φροντίδες. Νὰ πάψεις νὰ ἁμαρτάνεις, γιὰ νὰ σοῦ εἶναι ποθητὸς ὁ θάνατος. (Ἱερὸς Χρυσόστομος)
• Φιλοσοφοῦμε γύρω ἀπὸ τοὺς τάφους, ὅταν βρεθοῦμε σὲ μία κηδεία καὶ σκεφτόμαστε ποὺ καταλήγουμε καὶ φλυαροῦμε γιὰ τὴ ματαιότητα τῶν ἐγκοσμίων, ἀλλά, μόλις ἀπομακρυνθοῦμε, ξεχνᾶμε τὴν εὐτέλειά μας. Νά, γιὰ παράδειγμα, ὅταν βρεθεῖ κανεὶς στὴν κηδεία ἑνὸς φίλου του, γυρίζει στὸ διπλανό του καὶ τοῦ λέει λόγια σὰν καὶ τοῦτα: «Ἀλήθεια, πόσο ταλαίπωροι εἴμαστε! Πόσο ἀσήμαντη εἶναι ἡ ζωή μας! Τί γινόμαστε, ἄραγε, μετὰ τὸ θάνατο; Αὐτὸ πρέπει νὰ σκεφτόμαστε καὶ νὰ μὴν κακολογοῦμε, νὰ μὴν ἀδικοῦμε, νὰ μὴν μνησικακοῦμε…». Φαίνεται νὰ μιλάει μὲ τόση εἰλικρίνεια, ὥστε καθὼς τὸν ἀκοῦς, δὲν ἀμφιβάλλεις, ὅτι τὴν ἴδια κιόλας στιγμὴ θὰ ἀπαρνηθεῖ ὁλότελα τὴν κακία του καὶ θὰ ἀρχίσει νὰ ζεῖ ἐνάρετα. Μά, ἀλίμονο, μετὰ τὴν κηδεία θὰ ξεχάσει καὶ τὸ φόβο του καὶ τὰ λόγια του καὶ θὰ συνεχίσει νὰ ζεῖ στὴν ἁμαρτία, ὅπως πρῶτα… (Ἱερὸς Χρυσόστομος)
• Ἂς βγοῦμε στοὺς τάφους καὶ ἂς δοῦμε τὴν ἀνθρώπινη ματαιότητα σκορπισμένη, ὀστᾶ φαγωμένα, σώματα σάπια… Πές μου: Ἐκεῖ, ποιὸς εἶναι ὁ βασιλιὰς καὶ ποιὸς ὁ ἁπλὸς πολίτης; Ποιὸς εἶναι ὁ εὐγενὴς καὶ ποιὸς ὁ δοῦλος; Ποιὸς εἶναι ὁ σοφὸς καὶ ποιὸς ὁ ἀγράμματος; Ποῦ βρίσκεται ἡ ὀμορφιὰ τῆς νεότητας; Ποῦ εἶναι τὸ ἀκτινοβόλο πρόσωπο; Δὲν ἔγιναν ὅλα σκόνη; Δὲν ἔγιναν ὅλα σκουλήκια καὶ δυσοσμία; Αὐτὸς ποὺ χτὲς βρισκόταν στὰ πλούτη, ξαφνικὰ σήμερα βρίσκεται στὸν τάφο. Χτὲς βρισκόταν σὲ πλουσιοπάροχα τραπέζια, σήμερα βρίσκεται στὴν λίστα τῶν νεκρῶν. Χτὲς βρισκόταν σὲ θρόνους καὶ σήμερα εἶναι τυλιγμένος στὰ σάβανα. Ποῦ ἡ διαφορά, ἀνάμεσα στὸν βασιλιὰ καὶ στὸν ζητιάνο; Καὶ τῶν 2, ἡ κατάληξη εἶναι ὁ τάφος… (Ἱερὸς Χρυσόστομος)
• Οὔτε τὸν θάνατο νὰ τρέμουμε, ἀλλὰ τὴν ἁμαρτία. Γιατί δὲν ἐγέννησε ὁ θάνατος τὴν ἁμαρτία, ἀλλὰ ἡ ἁμαρτία γέννησε γιὰ μᾶς τὸν θάνατο, ἐνῶ ὁ θάνατος ἔγινε φάρμακο τῆς ἁμαρτίας. (Ἱερὸς Χρυσόστομος)
• Ἁμάρτησε ὁ Ἀδὰμ καὶ πέθανε. Ὁ Χριστὸς δὲν ἁμάρτησε, ἀλλὰ πέθανε. Πρωτάκουστο καὶ παράδοξο αὐτό. Καὶ γιατί ἔγινε αὐτό; Γιὰ νὰ μπορέσει ὁ Χριστὸς ν΄ἀπομακρύνει τὶς ἀφορμὲς τοῦ θανάτου ἐκείνου ποὺ ἁμάρτησε καὶ πέθανε. (Ἱερὸς Χρυσόστομος)
• Δὲν γνωρίζετε, ὅτι ὅσοι βρίσκονται στὶς ἁμαρτίες, ἀκόμη καὶ ἂν ζοῦν πέθαναν; Ἐνῶ ὅσοι ζοῦν μὲ τὴν ἀρετή, ἀκόμη καὶ ἂν πεθάνουν, ζοῦν; Καὶ δὲν εἶναι δικά μου τὰ λόγια αὐτά, ἀλλὰ εἶναι ἀπόφαση τοῦ Χριστοῦ, ὁ Ὁποῖος λέει στὴν Μάρθα: ”Εκείνος ποὺ πιστεύει σὲ Μένα καὶ ἂν πεθάνει σωματικά, θὰ ζήσει” (Ἰωάν. 11,25). (Ἱερὸς Χρυσόστομος)
• Ὁ Θεὸς ἀποκαλεῖ τὸ γεγονὸς τοῦ θανάτου εὐεργεσία καὶ ἐσὺ κλαῖς γι’ αὐτό; Ἂν πρέπει κάποιος νὰ κλαίει, αὐτὸς εἶναι ὁ διάβολος. Αὐτὸς ἂς θρηνεῖ, ἂς ὀδύρεται, διότι τοῦ ξεφύγαμε καὶ πορευόμαστε πρὸς ἀνώτερα ἀγαθά. Τὰ κλάματα καὶ οἱ σπαραγμοί, ἁρμόζουν στὴ δική του πονηριά, ὄχι σὲ σένα ποὺ πρόκειται νὰ στεφανωθεῖς καὶ νὰ ἀναπαυτεῖς. Διότι ὁ θάνατος (ἐν μετανοίᾳ), εἶναι τὸ γαλήνιο λιμάνι. (Ἱερὸς Χρυσόστομος)
• Ἂς μὴν κλαῖμε αὐτοὺς ποὺ ἁπλὰ πέθαναν, ἀλλὰ ἐκείνους ποὺ πέθαναν μέσα στὸν πλοῦτο τους καὶ δὲν σκέφτηκαν νὰ ἐξασφαλίσουν μὲ τὸν πλοῦτο τοὺς κάποια ἀνακούφιση γιὰ τὶς ψυχές τους… Ἂς κλαῖμε γι’ αὐτούς, ποὺ ἔζησαν ἁμαρτωλὰ καὶ ἀμετανόητα, ὅλο τὸ βίο. Διότι καὶ ὁ γεωργός, σὰν βλέπει τὸν σπόρο τοῦ τοῦ σίτου νὰ σαπίζει στὴ γῆ, δὲν θρηνεῖ. Μόλις ἀρχίζει νὰ σαπίζει, χαίρεται. Ἡ διάλυση εἶναι ἡ ἀρχή, γιὰ τὴν μέλλουσα σπορὰ καὶ καρποφορία. Ἔτσι καὶ ἐμεῖς οἱ Χριστιανοί: ἂς χαιρόμαστε, τότε ποὺ πέφτει ἡ φθαρτὴ οἰκία μας, δήλ. ποῦ πέφτει τὸ σῶμα στὸν τάφο. (Ἱερὸς Χρυσόστομος)
• Λέει κάποιος: ”Μπορεί κανεὶς νὰ μὴν δακρύζει, στὸν θάνατο κάποιου ἀγαπημένου τοῦ προσώπου;”. Καὶ ἐγὼ δὲν τὸ ἐμποδίζω αὐτό, ἀλλὰ ἐμποδίζω τοὺς κοπετούς, τὸ νὰ θρηνεῖς ὑπερβολικά. Δὲν εἶμαι σκληρόψυχος, δὲν εἶμαι ἀσυγκίνητος. Ξέρω, ὅτι ἡ φύση, ἐπιθυμεῖ τὴν καθημερινὴ συναναστροφή. Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ μὴν λυπᾶται κανείς. Αὐτὸ ἄλλωστε τὸ ἔδειξε καὶ ὁ Χριστός, ποὺ δάκρυσε γιὰ τὸν Λάζαρο. Αὐτὸ καὶ ἐσὺ νὰ κάνεις. Νὰ δακρύσεις, ἀλλὰ ἤρεμα! Ἂν ἔτσι δακρύσεις, δὲν δυσπιστεῖς στὴν ἀνάσταση, ἀλλὰ καὶ δείχνεις τὴν λύπη σου, γιὰ τὸν χωρισμό… (Ἱερὸς Χρυσόστομος)
• Ἂν δὲν εἶναι παραμύθια ἡ αἰώνια ζωὴ καὶ ἡ ἀνάσταση τῶν νεκρῶν, τότε νὰ μὴν θρηνεῖς ποὺ ἔφυγε ὁ δικός σου ἄνθρωπος. Ἂν αὐτὰ τὰ θεωρεῖς ἀξιόπιστα, νὰ μὴν κλαῖς. Ἂν θρηνεῖς καὶ κλαῖς, τότε πῶς θὰ μπορέσεις νὰ πείσεις τὸν ἄπιστο, ὅτι ἐσὺ πιστεύεις; Γιατί ὅταν κλαῖμε γιὰ τὸν θάνατο (κάποιου προσώπου), προδίδουμε τὴν πίστη μας καὶ τοὺς ἀπίστους, τοὺς κάνουμε χειρότερους. Πῶς θὰ συζητήσουμε μὲ κάποιον, γιὰ τὴν ἀθανασία τῆς ψυχῆς, ὅταν ἐμεῖς θρηνοῦμε ἀσταμάτητα καὶ συμπεριφερόμαστε σὰν γυναίκα, ποῦ σπαρταρᾶ ἀπὸ τὸ κλάμα; (Ἱερὸς Χρυσόστομος)
• Τί νὰ πεῖ κανείς, γιὰ ὅσα σατανικὰ παρατηροῦνται γύρω ἀπὸ τὸν θάνατο καὶ τὴν ἐκφορὰ τοῦ κεκοιμημένου. Γιὰ τοὺς παράλογους θρήνους καὶ τοὺς κλαυθμούς, γιὰ τὴν παραφροσύνη στοὺς τάφους, γιὰ τὴν σπουδὴ στὰ μνήματα, γιὰ τὸ πλῆθος τῶν γελοίων γυναικὼν ποὺ μοιρολογοῦν, γιὰ τὶς προλήψεις γύρω ἀπὸ μέρες, πότε ἀρχίζουν καὶ πότε τελειώνουν…;;; (Ἱερὸς Χρυσόστομος)
• Ἂν ἔρθει ὁ θάνατος – ποῦ ἀργὰ ἢ γρήγορα θὰ ἔρθει, γιατί εἶναι τὸ μόνο βέβαιο πράγμα – γιατί δὲν βάζεις ἀπὸ τώρα τὰ χρήματά σου μὲ τὴν ἐλεημοσύνη στὸ Οὐράνιο ταμεῖο, γιὰ νὰ συνηγορήσουν γιὰ σένα τὴν ἡμέρα τῆς Κρίσεως οἱ φτωχοί; Τότε δὲν θὰ ἔχεις ἄλλους συνηγόρους ἐνώπιον τοῦ Χριστοῦ, παρὰ μόνο αὐτούς. Αὐτοὶ δείχνοντας τί τοὺς ἔδωσες, θὰ κάνουν ὥστε νὰ ἀπαλλαγεῖς ἀπὸ τὴν αἰώνια ποινή. (Ἱερὸς Χρυσόστομος)
• Πέθανε τὸ παιδί σου καὶ ἀναρωτιέσαι σὲ ποιὸν θὰ ἀφήσει κληρονομιὰ τὴν περιουσία σου; Θὰ τὴν ἀφήσεις σ’ αὐτὸ πάλι καὶ μάλιστα ἀσφαλέστερα… Μαζὶ μὲ τὸ νεκρὸ παιδί σου, νὰ ἀποστείλεις διὰ τῆς ἐλεημοσύνης, τὰ ὑπάρχοντά του, τὰ κληρονομικά του. Καὶ ἂν πέθανε χωρὶς νὰ προλάβει νὰ μετανοήσει, δῶσε ἐλεημοσύνη, γιὰ νὰ συγχωρηθοῦν τὰ ἁμαρτήματά του. Ἂν ὅμως ἦταν δίκαιο, δῶσε γιὰ νὰ προστεθεῖ μισθὸς καὶ ἀνταπόδοση ἀγαθῶν. (Ἱερὸς Χρυσόστομος)
• Πήγαινε στὸ κοιμητήριο ἀδελφέ, διότι ἐκεῖ εἶναι ἡ ἀνώτερη σχολὴ γιὰ τὶς ψυχές μας, ἡ ὁποία μας μιλάει γιὰ τὸν Θεό… (Ἱερὸς Χρυσόστομος)
• Δόξα τῷ Θεῷ πάντων ἕνεκεν. (Ἱερὸς Χρυσόστομος – Τελευταία λόγια του πρὶν πεθάνει)
• Ἂς πεθάνω Θεέ μου, γιὰ νὰ ζήσω… (Ἱερὸς Αὐγουστίνος)
• Ἐκεῖνος ποὺ ἐγκυμονεῖ τὸ φόβο τοῦ θανάτου, σιχαίνεται κάθε φαγητὸ καὶ ποτὸ καὶ στολισμὸ στὴν ἐνδυμασία. Καὶ οὔτε θὰ φάει καὶ οὔτε θὰ πιεῖ νερὸ ἡδονικά• θὰ δώσει μόνο τὰ ἀπαραίτητα στὸ σῶμα, μόνο ὅσα τοῦ ἀρκοῦν γιὰ νὰ ζήσει. Θὰ ἀπαρνηθεῖ κάθε τοῦ θέλημα καὶ θὰ γίνει μὲ διάκριση δοῦλος, γιὰ ὅλα ὅσα τὸν διατάζουν. (Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος)
• Ὁ Θεὸς ἐπέτρεψε τὸν θάνατο, ὄχι τόσο ὡς τιμωρία τοῦ ἁμαρτήματος, ὅσο ὡς φάρμακο στὸν ἀσθενῆ πλέον ἄνθρωπο, ἐξαιτίας τῆς ἁμαρτίας του. (Νικόλαος Καβάσιλας)
• Ἀδελφέ, νὰ περιμένεις κάθε μέρα τὸ θάνατό σου καὶ νὰ ἑτοιμάζεσαι κατάλληλα γιὰ τὴν πορεία ἐκείνη. Γιατί τὸ φοβερὸ πρόσταγμα θὰ ἔρθει ὅταν δὲν θὰ τὸ περιμένεις. Καὶ ἀλίμονο σ’ ἐκεῖνον ποὺ θὰ βρεθεῖ ἀνέτοιμος. Ἂν εἶσαι ἀκόμα νέος, ὁ ἐχθρός σου σπέρνει συχνὰ λογισμοὺς σὰν κι αὐτούς: «Νέος εἶσαι ἀκόμη. Ἀπόλαυσε τὶς ἡδονές σου, καὶ στὰ γεράματά σου μετανοεῖς. Πόσους τάχα δὲν ξέρεις, ποὺ καὶ τὶς ἐπίγειες ἡδονὲς ἀπόλαυσαν καὶ τὰ οὐράνια ἀγαθὰ κέρδισαν ὕστερα μὲ τὴ μετάνοια; Τί θέλεις καὶ λιώνεις τὸ σῶμα σου ἀπὸ τόσο μικρὴ ἡλικία, μὲ κίνδυνο ν’ ἀρρωστήσεις;». Ἐσὺ ὅμως ἐναντιώσου στὸν ἐχθρὸ καὶ πές του: «Διώκτη καὶ ἐχθρέ της ψυχῆς μου! Πάψε νὰ μοῦ βάζεις λόγια! Γιατί, ἂν μ’ ἁρπάξει ὁ θάνατος στὰ νιάτα μου καὶ δὲν προφτάσω νὰ γεράσω, τί θὰ ἀπολογηθῶ μπροστὰ στὸ βῆμα τοῦ Χριστοῦ; Νά, βλέπω πολλοὺς νεότερους νὰ πεθαίνουν καὶ πολλοὺς ἡλικιωμένους νὰ ζοῦν πολλὰ χρόνια ἀκόμη. Ἄγνωστη εἶναι στοὺς ἀνθρώπους ἡ ὥρα τοῦ θανάτου τους. Ἂν λοιπὸν μὲ προλάβει ὁ θάνατος, μπορῶ νὰ πῶ τότε στὸν Κριτὴ ὅτι μὲ πῆρε νέο, καὶ νὰ μ’ ἀφήσει γιὰ νὰ μετανοήσω; Πάντα λοιπόν, ἀγαπητέ, νὰ ἔχεις στὸ νοῦ σου τὴν ἡμέρα τοῦ τέλους σου. Ὅταν φτάσεις πιὰ νὰ πέσεις στὴν ψάθα σου ψυχομαχώντας – ἀλίμονο, τί φόβος καὶ τρόμος ζώνει τὴν ψυχή σου τότε, καὶ μάλιστα ἂν ἔχει τὴ συνείδηση νὰ τὴν κατηγορεῖ! Ἂν μὲν ἔχει κάνει κάτι καλὸ σ’ αὐτὴ τὴ ζωή, ἂν δηλαδὴ βάσταξε θλίψεις καὶ ἀτιμώσεις γιὰ χάρη τοῦ Κυρίου καὶ ἔκανε ὅσα εἶναι εὐάρεστα σ’ Ἐκεῖνον, τότε μὲ πολλὴ χαρὰ ὁδηγεῖται ἀπὸ τοὺς Ἁγίους Ἀγγέλους στοὺς οὐρανούς. Γιατί ὅπως ὁ ἐργάτης ποὺ κοπιάζει στὴ δουλειὰ ὁλόκληρη τὴν ἡμέρα, μὲ ἀπαντοχὴ περιμένει τὴ δωδέκατη ὥρα, γιὰ νὰ πάρει τὸ μεροκάματό του καὶ νὰ ξεκουραστεῖ μετὰ τὸ μόχθο, ἔτσι ἀκριβῶς καὶ οἱ ψυχὲς τῶν δικαίων περιμένουν ἐκείνη τὴν ἡμέρα. Οἱ ψυχὲς τῶν ἁμαρτωλῶν, τὴν ὥρα τοῦ θανάτου, εἶναι γεμάτες ἀπὸ φόβο καὶ τρόμο. Γιατί ὅπως ὁ κατάδικος, ποὺ πιάστηκε ἀπὸ τοὺς φύλακες καὶ ὁδηγεῖται στὸ δικαστήριο, καρδιοχτυπάει καὶ τρέμει ὁλόκληρος στὴ σκέψη τῶν βασανιστηρίων ποὺ τὸν περιμένουν, ἔτσι ἀκριβῶς καὶ οἱ ψυχὲς τῶν ἀδίκων ἀνθρώπων συνταράζονται τότε, καθὼς βλέπουν πιὰ καθαρὰ τὸ ἀτέλειωτο μαρτύριο τῆς αἰώνιας φωτιᾶς καὶ τὶς ἄλλες τιμωρίες, τὶς παντοτινὲς καὶ ἀτερμάτιστες. Καὶ ἂν ὁ ἁμαρτωλὸς πεῖ τότε σὲ ἐκείνους ποὺ τὸν σέρνουν: «ἀφῆστε μὲ γιὰ λίγο νὰ μετανοήσω», ὄχι μόνο δὲ θὰ τὸν ἀκούσει κανείς, ἀλλὰ θὰ τοῦ ποῦνε κιόλας: «Τότε ποὺ εἶχες καιρό, δὲν μετανοοῦσες. Καὶ τώρα βεβαιώνεις, πῶς θὰ μετανοήσεις; Ὅταν τὸ στάδιο ἦταν ἀνοιχτὸ γιὰ ὅλους, δὲν ἀγωνίστηκες. Καὶ θέλεις ν’ ἀγωνιστεῖς τώρα, ποὺ κλείστηκαν ὅλες οἱ πύλες καὶ πέρασε ὁ καιρὸς τοῦ ἀγώνα; Δὲν ἄκουσες τί εἶπε ὁ Κύριος; «Γρηγορεῖτε, ὅτι οὐκ οἴδατε τὴν ἡμέραν οὐδὲ τὴν ὥραν …;» (Μάτθ. κέ΄ 13). Γι’ αὐτὸ νὰ ἔχεις, ἀγαπητέ, πάντοτε στὸν νοῦ σου τὴν ἡμέρα τοῦ τέλους σου καὶ νὰ ἀγω¬νίζεσαι, ὅσο ἀκόμη ἔχεις καιρό. Καὶ νὰ κρατᾶς τὴν λαμπάδα τῆς ψυχῆς σου πάντοτε ἀναμμένη μὲ τὴν ἐργασία τῶν ἀρετῶν, ὥστε νὰ βρεθεῖς ἕτοιμος, ὅταν ἔρθει ὁ Νυμφίος καὶ νὰ μπεῖς μαζί Του μέσα στὸν οὐράνιο γαμήλιο θάλαμο μαζὶ μὲ τὶς ἄλλες παρθένες ψυχές, οἱ ὁποῖες μὲ τὴ ζωὴ τοὺς φάνηκαν ἀντάξιές Του. (Ἅγιος Ἐφραὶμ ὁ Σύρος)
• Μεγάλος φόβος, ἀδελφοί, θὰ μᾶς κυριεύσει τὴν ὥρα τοῦ θανάτου, ὅταν ἡ ψυχὴ χωρίζεται ἀπὸ τὸ σῶμα μὲ φόβο καὶ ὀδυρμό. Διότι τὴν ὥρα τοῦ χωρισμοῦ, εἶναι παρόντα μπροστὰ στὴν ψυχὴ τὰ ἔργα της, ὅσα ἔκανε μέρα καὶ νύχτα, ἀγαθὰ καὶ πονηρὰ καὶ οἱ Ἄγγελοι σπεύδουν βιαστικὰ νὰ τὴν βγάλουν ἔξω ἀπὸ τὸ σῶμα. Ἡ ψυχὴ ὅμως, παρατηρώντας τὰ ἔργα της, φοβᾶται νὰ βγεῖ… (Ἅγιος Ἐφραὶμ ὁ Σύρος)
• Ἡ ἁμαρτία εἶναι ὁ μόνος θάνατος, γιατί αὐτὴ καταστρέφει τὴν ψυχή. (Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος)
• Δὲν ὑπάρχει καλύτερος δάσκαλος ἀπὸ τὸν θάνατο. (Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός)
• Ἂν φοβᾶσαι τὸ θάνατο, δὲν ἔγινες ἀκόμη ἕνα μὲ τὸ Χριστὸ μέσω τῆς ἀγάπης, Τὸν ὁποῖο ἀξιώθηκες καὶ νὰ τρῶς τὶς σάρκες Τοῦ (μέσω Θείας Κοινωνίας). (Ὅσιος Θεόγνωστος)
• Κάθε ὥρα, περίμενε τὸν θάνατό σου καὶ τὴν παρουσία τοῦ Χριστοῦ καὶ λέγε: ”Τώρα θὰ ἀγωνιστῶ γιὰ τὴν ψυχή μου, γιατί ὡς τὸ βράδυ, μπορεῖ νὰ πεθάνω”. Καὶ ὅταν φτάσει τὸ βράδυ, σκέψου: ”Μήπως πεθάνω αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν νύχτα; Μήπως μὲ ἐπισκεφτεῖ ξαφνικὰ ὁ θάνατος; Δὲν εἶναι πιθανὸ νὰ πέσει πάνω μου κάποιο δέντρο ἢ νὰ γκρεμιστεῖ τὸ ἀσκητήριό μου καὶ νὰ μὲ πλακώσει ἢ νὰ πάθω μία αἰφνίδια συγκοπῆ καὶ νὰ χαθῶ σὰν τὸ λουλούδι, ποὺ μαραίνεται καὶ πέφτει;… Ὅπως τὸ χορτάρι ξεραίνεται, ἔτσι θὰ πεθάνω, χωρὶς νὰ ἀφήσω πίσω οὔτε ἴχνος τῆς παρουσίας μου. Μόνο ὁ Θεὸς ξέρει ποὺ θὰ βρεθῶ τότε, γιατί Ἐκεῖνος εἶναι ποὺ θὰ κρίνει τὸν καθένα ἀνάλογα μὲ τὰ ἔργα του καὶ θὰ ἀποφανθεῖ ἀλάθητα καὶ ἀμετάκλητα, γιὰ τὸ ποὺ θὰ τὸν τοποθετήσει…”. Ἔτσι νὰ σκέφτεσαι καθημερινὰ καὶ νὰ μὴν ἀνησυχεῖς γιὰ τίποτε ἄλλο, παρὰ μόνο γιὰ τὶς ἁμαρτίες σου. Μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο, ἡ ψυχή σου θὰ φτάσει στὴν ταπείνωση καὶ τὴν συντριβή, θὰ αἰσθάνεσαι σὰν ἕνας ἄθλιος ἁμαρτωλὸς καὶ θὰ χύνεις ἀκατάπαυστα ποταμοὺς δακρύων… (Ὅσιος Παϊσιος Βελιτσκόφσκυ)
• Ὁ τάφος ἦταν κάτι τὸ φοβερό, πρὶν τὴν εἴσοδο τοῦ Βασιλέα Χριστοῦ. Ἔπειτα μεταμορφώθηκε σὲ αἴθουσα τοῦ θρόνου. (Ἅγιος Ἀνατόλιος τῆς Ὄπτινα)
• Τότε ὁ Θεὸς διακόπτει τὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου, ὅταν τὸν βρίσκει ἕτοιμο γιὰ τὸν οὐρανὸ ἢ ὅταν πιὰ δὲν διακρίνει καμμία ἐλπίδα διορθώσεως καὶ ἄρα σωτηρίας. (Ἅγιος Ἀμβρόσιος τῆς Ὄπτινα)
• Ὁ φόβος τοῦ θανάτου προέρχεται ἀπὸ τοὺς δαίμονες. Αὐτοὶ ἐμβάλλουν στὴν ψυχὴ τοῦτο τὸν τρόμο, ὥστε νὰ τῆς στερήσουν τὶς ἐλπίδες γιὰ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. (Ὅσιος Νίκων τῆς Ὄπτινα)
• Μερικοὶ νομίζουν σφαλερά, πὼς ἡ μνήμη τοῦ θανάτου δηλητηριάζει τὴ ζωή. Δὲν τὴ δηλητηριάζει. Ἀπεναντίας, μᾶς διδάσκει νὰ εἴμαστε προσεκτικοὶ καὶ νὰ ἀπέχουμε ἀπὸ ὅλα, ὅσα πραγματικὰ δηλητηριάζουν τὴ ζωὴ – τὴν ἀληθινὴ ζωή! Ἂν θυμόμασταν περισσότερο τὸ θάνατο, θὰ ὑπῆρχε λιγότερη σύγχυση στὴ ζωή μας, τόσο τὴν προσωπική, ὅσο καὶ τὴν κοινωνική. (Ἅγιος Θεοφάνης ὁ Ἔγκλειστος)
• Σημασία δὲν ἔχει τὸ πότε, ἀλλὰ τὸ πὼς φεύγει κανείς. Ἑτοιμαστήκατε καθόλου; Μακάριος εἶναι ἐκεῖνος, ποὺ διαρκῶς περιμένει τὴν ὥρα τοῦ θανάτου καὶ καθημερινὰ ἑτοιμάζεται. (Ἅγιος Θεοφάνης ὁ Ἔγκλειστος)
• Τί εἶναι ὁ θάνατος; Εἶναι μετάβαση ἀπὸ τὴν μία μορφὴ ζωῆς στὴν ἄλλη, ὅπως τὸ πέρασμα ἀπὸ τὸ ἕνα δωμάτιο στὸ ἄλλο. (Ἅγιος Θεοφάνης ὁ Ἔγκλειστος)
• Ἡ κόρη σας πέθανε. Ἀφοῦ ξεχώριζε γιὰ τὴν εὐσέβεια καὶ τὴν καλοσύνη της, θὰ ἔπρεπε νὰ λέτε: ”Δόξα στὸ ὄνομά Σου, Κύριε, ποὺ τὴν πῆρες τόσο γρήγορα, γιὰ νὰ μὴν ἀπατηθεῖ ἀπὸ τοὺς πειρασμοὺς καὶ τὶς μάταιες ἀπολαύσεις τοῦ κόσμου!”. Ἐσεῖς ἀπεναντίας, θρηνεῖτε καὶ παραπονιέστε καὶ βαρυγγωμᾶτε… Γιατί; Ἐπειδὴ γλύτωσε ἀπὸ τὰ βάσανα τῆς πρόσκαιρης τούτης ζωῆς καὶ βρέθηκε στὴν αἰώνια Βασιλεία τοῦ Κυρίου; Θὰ ἦταν λοιπὸν καλύτερα, νὰ ζοῦσε μερικὰ χρόνια ἀκόμα, νὰ σκλαβωνόταν στὰ πάθη καὶ τὴν ἁμαρτία – κάτι συνηθισμένο γιὰ τὶς κοπέλες τῆς ἐποχῆς μας καὶ μάλιστα τὶς ὄμορφες, ὅπως ἦταν ἐκείνη – καὶ ἔτσι νὰ ἔχανε τὴν Αἰώνια Ζωή; Τί σοφὴ μητέρα ποῦ εἶστε; Λυπάστε ἐπειδὴ ἡ κόρη σας σώθηκε καὶ δὲν καταστράφηκε!… (Ἅγιος Θεοφάνης ὁ Ἔγκλειστος)
• Κάθε Χριστιανὸς πρέπει νὰ ἀναλογιστεῖ: πὼς ὁ χρόνος τῆς ζωῆς μας περνᾶ ἀδιάκοπα, περνάει ἀνεπιστρεπτὶ καὶ τὸ παρελθὸν εἶναι ἀδύνατον νὰ γυρίσει πίσω, πὼς δὲν εἶναι στὸν ἔλεγχό μας τὸ παρελθὸν καὶ τὸ μέλ-λον, ἀλλὰ μόνον ὁ παρὼν χρόνος, ποὺ ζοῦμε τώρα, πὼς τὸ τέλος τῆς ζωῆς μας εἶναι ἄγνωστο, πὼς πρέπει νὰ εἴμαστε προετοιμασμένοι γιὰ τὸν θάνατο – κάθε ἡμέρα, κάθε ὥρα καὶ κάθε λεπτό, πώς, γι’ αὐτὸν τὸ λόγο, πρέπει πάντοτε νὰ εἴμαστε σὲ κατάσταση μετανοίας, πὼς κάθε ὥρα πρέπει νὰ εἴμαστε σὲ μετάνοια καὶ πνευ¬ματικὴ κατάσταση τέτοια, ὅπως θὰ ἐπιθυμούσαμε νὰ εἴμαστε στὴν ὥρα τοῦ θανάτου μας. (Ἅγιος Τύχων τοῦ Ζαντόνκ)
• Μὴ νομίζεις ὅτι ὁ θάνατός σου εἶναι μακριά. Μὴν σκέπτεσαι, πὼς ἔχεις ἀκόμα πολλὰ χρόνια ζωῆς. Ὄχι! Εἶναι δίπλα σου ὁ θάνατος καὶ καραδοκεῖ. Τὸ δρεπάνι τοῦ ἀγγίζει κιόλας τὶς ρίζες τοῦ δένδρου τῆς ζωῆς σου. Τὸ δικαστήριο εἶναι ἕτοιμο γιὰ νὰ σὲ κρίνει… Ὁ τάφος σου εἶναι ἀνοιχτός. Ἡ γῆ σὲ περιμένει ἀνυπόμονα… Βλέπεις τοὺς ἀνθρώπους γύρω σου καθημερινὰ νὰ πεθαίνουν, ξεχνᾶς ὅμως, ὅτι κάποια στιγμὴ θὰ βρεθεῖς καὶ ἐσὺ στὴν ἴδια θέσι. Πέθαναν οἱ Βασιλεῖς, οἱ κυβερνῆτες, οἱ ἄρχοντες… Πέθαναν καὶ οἱ προφῆτες, οἱ Ἀπόστολοι, οἱ δίκαιοι, οἱ ἱεράρχες, οἱ Ὅσιοι, ὅλοι οἱ Ἅγιοι. Κοινὸς κλῆρος ὅλων ὁ θάνατος. Μὴν ξεχνιέσαι. Ἔρχεται καὶ ἡ δική σου σειρά… Γί΄ αὐτὸ κάθε μέρα, κάθε ὥρα νὰ εἶσαι ἕτοιμος γί΄ αὐτὴ τὴ μεγάλη, τὴ φοβερὴ στιγμή. Φυλάκισε μέσα στὸ μυαλό σου τὴ μνήμη τοῦ θανάτου. (Ἅγιος Δημήτριος τοῦ Ροστώφ)
• Ὁ θάνατος γιὰ τοὺς δικαίους δὲν εἶναι συμφορά, ἀλλὰ ἀντίθετα ἀπελευθέρωση ἀπὸ τὴν τυραννία τῶν παθῶν καὶ αἰώνια πνευματικὴ ἕνωση μὲ τὸν Κύριο. Ἡ παροῦσα ζωὴ καὶ ὁ ἀκατάπαυστος πόλεμος τῶν παθῶν συσσωρεύουν πολὺ κόπο στὴν ψυχή. Ὁ κατὰ Θεὸν θάνατος εἶναι ἀνάπαυση τῆς ψυχῆς ἀπὸ τοὺς κόπους. Μὴ φοβᾶσαι λοιπὸν τὸν θάνατο, μόνο νὰ εἶσαι ἕτοιμος κάθε στιγμὴ γιὰ τὸν ἐρχομό του. Πῶς θὰ ἑτοιμαστεῖς γιὰ τὸν θάνατο; Ἀποφεύγοντας τὴν ἁμαρτία καὶ ἀγαπώντας τὸν Κύριο μὲ ὅλη τὴν δύναμη τῆς καρδιᾶς σου. (Ἅγιος Δημήτριος τοῦ Ροστώφ)
• Πῶς θὰ ἑτοιμαστεῖς γιὰ τὸν θάνατο; Ἀποφεύγοντας τὴν ἁμαρτία καὶ ἀγαπώντας τὸν Κύριο μ’ ὅλη τὴν δύναμη τῆς καρδιᾶς σου. Δὲν βρίσκω ἄλλο μεγαλύτερο κακὸ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, γιατί φέρνει τὸν χωρισμὸ καὶ τὴν ἀποξένωση ἀπὸ τὸν Κύριο. Δὲν βρίσκω ἄλλο μεγαλύτερο καλό, ἀπὸ τὴν κάθαρση τῆς ψυχῆς, ποὺ ὁδηγεῖ στὴν ἕνωση μὲ τὸν Θεό, στὴ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Δὲν ὑπάρχει μεγαλύτερη δυστυχία ἀπὸ τὸν σωματικὸ θάνατο ποὺ ὁδηγεῖ στὴν αἰώνια κόλαση. Δὲν ὑπάρχει μεγαλύτερη εὐφροσύνη ἀπὸ τὸν σωματικὸ θάνατο ποὺ ὁδηγεῖ στὸν παράδεισο, στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ. Τί εἶναι λοιπὸν θάνατος; Ὁ τέλειος χωρισμὸς ἀπὸ τὸν Θεό. Τί εἶναι λοιπὸν ζωή; Ἡ τέλεια ἕνωση μὲ τὸν Θεό. (Ἅγιος Δημήτριος τοῦ Ροστώφ)
• Ξεχνώντας τὸ φυσικὸ θάνατο, παθαίνουμε ἕνα πνευματικὸ θάνατο. (Ἅγιος Ἰγνάτιος Μπριαντσιανίνωφ)
• Ὁ νοῦς μας ἔχει τόσο πολὺ ἀμαυρωθεῖ ἀπὸ τὴν πτώση (τοῦ Ἀδάμ), ὥστε ἂν δὲν βιάσουμε τὸν ἑαυτόν μας νὰ θυμᾶται τὸ θάνατο, μπορεῖ ἐντελῶς νὰ τὸν ξεχάσει. Ὅταν ξεχάσουμε τὸ θάνατο, τότε ἀρχίζουμε νὰ ζοῦμε στὴ γῆ, σὰν νὰ νὰ εἴμαστε ἀθάνατοι καὶ ξοδεύουμε ὅλη μας τὴν ἐνεργητικότητα στὸν κόσμο, χωρὶς καθόλου νὰ ἀπασχολεῖ τὸν ἑαυτόν μας, οὔτε ἡ φοβερὴ μετάβαση στὴν αἰωνιότητα, ἀλλὰ οὔτε καὶ ἡ τύχη μας στὴν αἰωνιότητα. Τότε χωρὶς ντροπὴ πεισματικὰ καταπατοῦμε τὶς ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ. Τότε διαπράττουμε τὶς χειρότερες ἁμαρτίες καὶ ἐγκαταλείπουμε, ὄχι μόνο τὴν ἀδιάλειπτη προσευχή, ἀλλὰ καὶ τὶς τακτὲς προσευχές. Ἀρχίζουμε μάλιστα νὰ περιφρονοῦμε αὐτὴ τὴν ἀναγκαία καὶ ἀπαραίτητη ἐργασία, σὰν νὰ ἦταν μία δραστηριότητα μικρῆς σημασίας ποὺ δὲν πολυχρειάζεται. Ξεχνώντας τὸ φυσικὸ θάνατο, πεθαίνουμε ἕνα πνευματικὸ θάνατο… (Ἅγιος Ἰγνάτιος Μπριαντσιανίνωφ)

πηγή

0 replies

Leave a Reply

Want to join the discussion?
Feel free to contribute!

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *