ΜΕΓΕΘΙΟΣ
Εἶπε ὁ ἀββᾶς Μεγέθιος: » Στὴν ἀρχὴ συναντιόμασταν μεταξύ μας καὶ συζητούσαμε γιὰ τὴν ὠφέλειά μας οἰκοδομώντας ὁ ἕνας τὸν ἄλλο, γινόμασταν παρέες – παρέες ποὺ ἀνέβαιναν στὸν οὐρανό. Τώρα ὅμως μαζευόμαστε καὶ μιλώντας ὁ ἕνας ἐναντίον τοῦ ἄλλου πέφτουμε χαμηλά».


ΜΩΣΗΣ
Ὁ Μωσὴς αὐτός, ἀπὸ τὸν καιρὸ ποὺ ἔγινε μοναχὸς ψωμὶ στὸ στόμα του δὲν ἔβαλε, ἐνῶ ἄλλοι ἔτρωγαν. Γιατί οἱ ντόπιοι μεταφέροντας ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο σιτάρι, πωλοῦσαν λίγους ἄρτους στοὺς μοναχοὺς παίρνοντας γιὰ πληρωμὴ τὸ ἐργόχειρό τους καὶ καρποὺς ἀπὸ τὰ φοινικόδεντρα. Ἡ τροφὴ τοῦ Μωσῆ ἦταν νερὸ καὶ τρυφερὰ βλαστάρια τῶν φοινίκων. Μὲ κλωστὲς ἀπὸ τὰ ἴδια δέντρα ἔκαμνε καὶ τὰ ροῦχα του. Ἀγαποῦσε ὅσο κανένας ἄλλος τὴν ἡσυχία, ἀλλὰ πρόθυμα καὶ μὲ συμπάθεια δεχόταν τοὺς ἐπισκέπτες ποὺ ἔρχονταν νὰ τὸν συμβουλευτοῦν γιὰ τοὺς λογισμούς τους. Κοιμόταν μόνο μετὰ ἀπὸ τὶς νυχτερινὲς ἀκολουθίες κι ὅλες τὶς ἄλλες ὧρες ἀγρυπνοῦσε. Κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ἁγίας Σαρακοστῆς κι ὡς τὴν εὐλογημένη μέρα τῆς Πεντηκοστῆς σὲ κανένα δὲν ἄνοιγε τὴν πόρτα τοῦ κελλιοῦ του καὶ ὡς ἀπόθεμα ἀπὸ τροφὲς δὲν εἶχε παρὰ μοναχὰ εἴκοσι χουρμάδες κι ἕνα σταμνὶ νερό. Ὡστόσο καὶ αὐτὰ διατηροῦνταν πολλὲς φορὲς ἀνέπαφα ὡς τὴν ἡμέρα ποὺ ἄνοιγε τὴν πόρτα τοῦ κελλιοῦ του, ὅπως μας διηγεῖται ὁ ὑποτακτικός του.
Τὴ Σαρακοστὴ τούτη τοῦ ἔφεραν γιὰ θεραπεία ἀπὸ τὴ Φαρᾶν κάποιον ποὺ τὸν δέσμευσε τὸ ἀκάθαρτο πνεῦμα, Ὀβεδιανὸς τ’ ὄνομά του, ἡγεμόνας στὴ φυλή του. Ὅταν ὁ ἄρρωστος πλησίασε στὸ κελλὶ τοῦ γέροντα σὲ ἀπόσταση περίπου ἑκατὸ ὀγδόντα μέτρων, τὸν τράνταξε τὸ ἀκάθαρτο πνεῦμα καὶ μὲ δυνατὲς φωνὲς ἄρχισε νὰ κραυγάζει:
» Ὢ δύναμη ἀνυπόφορη, δὲν μπόρεσα οὔτε γιὰ ἕνα λεπτὸ τῆς ὥρας νὰ ἐμποδίσω τὸν καλόγερο ἀπὸ τὴν ἄσκηση τοῦ κανόνα του».
Μὲ τὰ λόγια αὐτὰ βγῆκε μέσα ἀπὸ τὸν ἄρρωστο κι ἀμέσως γιατρεύτηκε ὁ ἄνθρωπος. Τότε πίστεψε στὸ Χριστὸ μὲ πολλοὺς ἄλλους, ποὺ δὲν εἶχαν ἀξιωθεῖ ἀκόμα νὰ βαπτιστοῦν Χριστιανοί. Ἔτσι γύρισε στὸ σπίτι τοῦ γερός, ἀλλὰ καὶ ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ δὲν ἐμφανίστηκε σὲ ἄνθρωπο.
ΝΕΙΛΟΣ
Εἶπε ὁ ἀββᾶς Νεῖλος:
«Ἂν θέλεις νὰ προσευχηθεῖς σωστά, νὰ μὴ πικράνεις καμιὰ ψυχή, γιατί ἀλλιῶς ἄδικα κοπιάζεις».
Εἶπε πάλι:
» Μὴ θέλεις νὰ ἔρχονται τὰ πράγματα ὅπως σὲ συμφέρει, ἀλλὰ ὅπως εἶναι ἀρεστὸ στὸ Θεό. Ἔτσι θὰ εἶσαι τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς γεμάτος γαλήνη καὶ χαρούμενος»
ΝΙΚΟΛΑΟΣ
Ἕνας γέροντας, Νικόλας τ’ ὄνομά του, ἔμενε στὴ μονὴ τοῦ ἀββᾶ Πέτρου, κοντὰ στὸν ἅγιο Ἰορδάνη. Αὐτός μας ἀφηγήθηκε τὴν παρακάτω ἱστορία:
» Ἔμενα κάποτε στὴν Ραϊθου, ὅταν τρεῖς ἀδελφούς μας ἔστειλαν στὴ Θηβαΐδα γιὰ διακονία. Καθὼς περνούσαμε τὴν ἔρημο, χάσαμε τὸν δρόμο καὶ περιπλανιόμασταν πέρα-δώθε. Σὰν ξοδέψαμε λοιπὸν τὸ νερό μας καὶ γιὰ μέρες δὲν βρίσκαμε ἄλλο, οἱ δυνάμεις μας ἄρχισαν τότε νὰ μᾶς ἐγκαταλείπουν ἀπὸ τὴ δίψα καὶ τὸν καύσωνα. Τότε μὴ μπορώντας νὰ συνεχίσουμε τὸ βάδισμα βρήκαμε στὴν ἴδια τὴν ἔρημο κάτι στεγνοὺς θάμνους κι ἐκεῖ παρατήσαμε τὸν ἑαυτό μας, ὁ καθένας ὅπου βρῆκε σκιά, περιμένοντας πιὰ νὰ πεθάνουμε ἀπὸ τὴ δίψα.
Γιὰ μία στιγμὴ ἐγὼ ἀνακάθισα λίγο καὶ πέφτω σὲ ἔκσταση. Βλέπω μία κολυμπήθρα γεμάτη νερό, ξεχειλισμένη. Ἦταν καὶ δυὸ ἄντρες πάνω στὸ χεῖλος τῆς κολυμπήθρας κι ἔπαιρναν νερὸ μ’ ἕνα ξύλινο κύπελο.
Ἄρχισα τότε νὰ παρακαλῶ τὸν ἕνα λέγοντας:
– Δεῖξε μου ἀγάπη, κύριε, δώσ’ μου λίγο νερό, πάω νὰ σβήσω.
Ἐκεῖνος ὅμως δὲν ἤθελε νὰ μοῦ δώσει. Τότε τοῦ λέει ὁ ἄλλος:
– Δωσ’ τοῦ λιγάκι.
Κι ὁ πρῶτος ἀποκρίνεται:
– Νὰ μὴν τοῦ δώσουμε, γιατί εἶναι ράθυμος ( βαριέται καὶ δὲν κάνει τὶς δουλειὲς ποὺ πρέπει) καὶ παραμελεῖ τὸν ἑαυτό του.
Ἀπαντάει ὁ δεύτερος:
– Ὅτι εἶναι ράθυμος , σίγουρα ναί, εἶναι ράθυμος. Ὅμως τώρα εἶναι ξένος, ἂς τοῦ δώσουμε».
Ἔτσι μου δώσανε νερὸ καὶ πρόσφερε, λέει, καὶ στοὺς ἄλλους. Ἤπιαμε λοιπὸν καὶ κάναμε καὶ ἄλλες τρεῖς μέρες δρόμο χωρὶς νερό. Καὶ τότε φτάσαμε σὲ μέρος κατοικημένο.

ΝΙΣΤΕΡΩΟΣ
Ὁ σεβαστὸς ἀββᾶς Νιστερῶος περπατοῦσε μ’ ἕνα ἀδελφὸ στὴν ἔρημο καὶ ὅταν εἶδαν ἕνα μεγάλο φίδι ἀπομακρύνθηκαν βιαστικά. Τοῦ λέγει ὁ ἀδελφός:
– Καὶ σὺ φοβᾶσαι πάτερ;
Ἀποκρίνεται ὁ γέροντας:
– Δὲν φοβᾶμαι παιδί μου. Ἔπρεπε ὅμως νὰ φύγω, ἐπειδὴ δὲν θὰ μποροῦσα νὰ ξεφύγω ἀπὸ τὸ πνεῦμα τῆς κενοδοξίας.
* * *
Ἕνας ἀδελφὸς ρώτησε κάποιον γέροντα:
– Τί καλὸ ἔργο ὑπάρχει γιὰ νὰ κάνω καὶ νὰ ζήσω μ’ αὐτό;
Εἶπε ὁ γέροντας:
– Ὁ Θεὸς γνωρίζει τί εἶναι καλό. Ἄκουσα ὅμως ὅτι κάποιος ἀπὸ τοὺς πατέρες ρώτησε τὸν σεβαστὸ ἀββᾶ Νιστερῶο, τὸν φίλο του ἀββᾶ Ἀντωνίου:
– Τί καλὸ ἔργο ὑπάρχει γιὰ νὰ κάνω;
Αὐτὸς τοῦ ἀποκρίθηκε:
– Δὲν εἶναι ὅλες οἱ ἐργασίες τὸ ἴδιο; Ἡ Γραφὴ λέει ὅτι ὁ Ἀβραὰμ ἦταν φιλόξενος καὶ ὁ Θεὸς ἦταν μαζί του, ὁ προφήτης Ἠλίας ἀγαποῦσε τὴν ἡσυχία καὶ ὁ Θεὸς ἦταν μαζί του καὶ ὁ Δαβὶδ ἦταν ταπεινὸς καὶ ὁ Θεὸς ἦταν μαζί του. Ὅτι λοιπὸν καταλαβαίνεις πὼς θέλει ἡ ψυχή σου καὶ εἶναι σύμφωνο μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, κάνε τὸ καὶ προφύλαξε τὴν καρδιά σου.

ΞΟΪΟΣ
Ἕνας πατέρας ἔλεγε γιὰ τὸν ἀββᾶ Ξόϊο τὸν Θηβαῖο ὅτι πῆγε κάποτε στὸ Σινά. Ὅταν ἔφευγε ἀπὸ κεῖ τὸν συνάντησε ἕνας ἀδελφὸς καὶ τοῦ εἶπε στενάζοντας:
– Στεναχωριόμαστε ἀββᾶ, ἐπειδὴ δὲν βρέχει.
Τοῦ ἁπαντὰ ὁ γέροντας:
– Γιατί δὲν προσεύχεστε καὶ δὲν παρακαλεῖτε τὸν Θεό;
Τοῦ ἀποκρίνεται ὁ ἀδελφός:
– Καὶ προσευχόμαστε καὶ λιτανεῖες κάνουμε καὶ πάλι δὲν βρέχει.
Τοῦ λέει ὁ γέροντας:
– Ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι δὲν προσεύχεστε μὲ ἔνταση. Θέλεις νὰ μάθεις ὅτι αὐτὸ εἶναι ἀλήθεια.
Σήκωσε τὸ χέρια του στὸν οὐρανὸ προσευχόμενος καὶ ἀμέσως ἔβρεξε. Μόλις τὸ εἶδε αὐτὸ ὁ ἀδελφὸς φοβήθηκε, ἔπεσε μὲ τὸ πρόσωπο στὴ γῆ καὶ τὸν προσκύνησε, ἀλλὰ ὁ γέροντας ἔφυγε. Ὁ ἀδελφὸς γνωστοποίησε σ’ ὅλους τὸ γεγονὸς καὶ αὐτοὶ ὅταν τὸ ἄκουσαν δόξασαν τὸ Θεό.
ΠΕΤΡΟΣ
Διηγοῦνταν γιὰ τὸν ἀββᾶ Πέτρο καὶ τὸν ἀββᾶ Ἐπίμαχο ὅτι ἦταν συνασκητὲς στὴ Ραϊθού. Ἐνῶ ἔτρωγαν ὅλοι οἱ ἀσκητὲς μαζί, πίεσαν τοὺς δυὸ ἀββάδες τὸν ἀββᾶ Πέτρο καὶ Ἐπίμαχο νὰ καθίσουν στὸ τραπέζι ποὺ ἦταν γιὰ τοὺς γέροντες. Ὕστερα ἀπὸ πολλὲς προσπάθειες πῆγε μόνο ὁ ἀββᾶς Πέτρος.
Σὰν σηκώθηκαν ἀπὸ τὸ φαγητὸ τοῦ λέει ὁ ἀββᾶς Ἐπίμαχός του ἀββᾶ Πέτρου:
– Πῶς τόλμησες νὰ πᾶς στὸ τραπέζι τῶν γερόντων;
Ἀποκρίθηκε αὐτός:
– Ἐὰν καθόμουν μαζί σας οἱ ἀδελφοὶ θὰ μὲ εἶχαν σὰν γέροντα καὶ θὰ μὲ ἀνάγκαζαν νὰ σερβιριστῶ πρῶτος καὶ θὰ μὲ θεωροῦσαν μεγαλύτερό σας. Τώρα ὅμως ποὺ πῆγα κοντὰ στοὺς γέροντες, ἤμουν μικρότερος ἀπ’ ὅλους καὶ ταπεινότερος στοὺς λογισμούς.
ΣΕΡΓΙΟΣ
Μᾶς διηγήθηκαν ἀπ’ τοὺς πατέρες τοῦ Σινᾶ γιὰ τὸν ἀββᾶ Σέργιο, τὸν ἀναχωρητὴ λέγοντας ὅτι:
» Ὅταν ἔμενε στὸ Σινά., ὁ οἰκονόμος τὸν τοποθέτησε στὰ μουλάρια. Μιὰ μέρα καθὼς ἐπέστρεφε, ἕνα λιοντάρι ἦταν ξαπλωμένο στὸ δρόμο. Μόλις τὸ εἶδαν τὰ μουλάρια καὶ οἱ ὁδηγοὶ τοὺς ζάρωσαν ἀπὸ τὸ φόβο τους, τὸ ἔβαλαν στὰ πόδια. Τότε ὁ ἀββᾶς Σέργιος ἀφοῦ πῆρε ἀπὸ τὸ σάκκο τοῦ ἕνα κομμάτι ψωμί, πλησίασε τὸ λιοντάρι καὶ τοῦ λέει:
– Πάρε τὴν εὐλογία τῶν πατέρων καὶ φύγε ἀπὸ τὸν δρόμο γιὰ νὰ περάσουμε.
Ἀφοῦ πῆρε τὸ λιοντάρι τὴν τροφή, ἔφυγε».
* * *
Γιὰ τὸν ἴδιο τὸν ἀββᾶ Σέργιο, τὸν ἀναχωρητή, μᾶς διηγήθηκε ὁ μαθητής του, ὁ ἀββᾶς Σέργιος ὁ Ἀρμένης ὅτι:
– Μὲ ἐνοχλοῦσε πολὺ ποὺ ὁ ἀββᾶς Γρηγόριος, ὁ ὁποῖος ἦταν ἡγούμενος τοῦ μοναστηριοῦ τῶν Φάρων νὰ τὸν πάω στὸ γέροντα (ἀββᾶ Σέργιο). Μία μέρα λοιπὸν τὸν πῆγα στὸν γέροντα . Βρισκόταν ἐκείνη τὴν ἐποχὴ ὁ γέροντας στὰ μέρη τῆς Νεκρᾶς θάλασσας. Μόλις λοιπὸν τὸν ἀντίκρυσε ὁ γέροντας, τὸν ἀσπάσθηκε μὲ πάρα πολὺ χαρὰ καὶ ἀφοῦ ἔφερε νερὸ τοῦ ἔπλυνε τὰ πόδια καὶ ὁλόκληρή τη μέρα συζητοῦσε μαζί του γιὰ τὴν ὠφέλεια τῆς ψυχῆς. Τὴν ἑπόμενη μέρα τὸν ξεπροβόδισε.
Ὅταν λοιπὸν ἔφυγε ὁ ἀββᾶς Γρηγόριος λέω στὸν γέροντα:
– Γνωρίζεις πάτερ, ὅτι σκανδαλίσθηκα, γιατί ἐνῶ σου ἔφερα πολλοὺς ἐπισκόπους καὶ πρεσβύτερους καὶ μερικοὺς ἄλλους, ποτὲ κανενὸς ἀπ’ αὐτοὺς δὲν ἔπλυνες τὰ πόδια παρὰ μόνο τοῦ ἀββᾶ Γρηγορίου;
Τότε μου ἀπαντᾶ ὁ γέροντας:
– Ἐγώ, ποιὸς εἶναι ὁ ἀββᾶς Γρηγόριος δὲν γνωρίζω• αὐτὸ μόνο γνωρίζω, ὅτι πατριάρχη δέχτηκα στὴ σπηλιά μου. Γιατί εἶδα νὰ φορᾶ ὠμοφόριο καὶ νὰ κρατᾶ τὸ Εὐαγγέλιο.
Πράγματι αὐτὸ πραγματοποιήθηκε, γιατί ὕστερα ἀπὸ ἕξι χρόνια ἀξίωσε ὁ Θεὸς τὸν ἀββᾶ Γρηγόριο νὰ γίνει πατριάρχης στὴ Θεούπολη. ὅπως προέβλεψε ὁ γέροντας.
ΣΙΛΟΥΑΝΟΣ
Ὅταν κάποτε ἀσκήτευε ὁ ἀββᾶς Σιλουανὸς στὸ ὅρος Σινά, ὁ μαθητὴς τοῦ Ζαχαρίας καθὼς ἔφευγε γιὰ κάποιο διακόνημα λέγει στὸ γέροντα•
» Ἄφησε νὰ τρέξει νερὸ καὶ πότισε τὸν κῆπο».
Κι ἐκεῖνος βγῆκε νὰ ποτίσει ἔχοντας σκεπασμένο τὸ πρόσωπό του μὲ κουκούλα καὶ ἔβλεπε μόνο ἐκεῖ ποὺ πατοῦσε. Ἐκείνη τὴν ὥρα τὸν συνάντησε ἕνας ἀδελφὸς καί, ὅταν τὸν εἶδε ἀπὸ μακριά, κατάλαβε τί ἔκανε. Μπῆκε κατόπιν μέσα στὸ κελλὶ ὁ ἀδελφὸς καὶ τὸν ρώτησε•
– Πές μοῦ ἀββᾶ γιατί σκέπασες τελείως τὸ πρόσωπό σου μὲ κουκούλα καὶ πότιζες ἔτσι τὸν κῆπο;
Τοῦ λέγει ὁ γέροντας:
– Το ἔκανα αὐτὸ παιδί μου, γιὰ νὰ μὴ βλέπουν τὰ μάτια μου τὰ δέντρα καὶ ἀπασχοληθεῖ μὲ αὐτὰ ὁ νοῦς μου ἐξ αἰτίας αὐτῆς τῆς ἐργασίας.
* * *
Ρώτησαν κάποτε τὸν ἀββᾶ Σιλουανό:
– Ποιὸν τρόπο ζωῆς ἀκολούθησες, πάτερ, ὥστε νὰ ἀποκτήσεις αὐτὴ τὴ φρόνηση;
Κι ἐκεῖνος ἀποκρίθηκε:
– Οὐδέποτε ἄφησα στὴν καρδία μου λογισμὸ ποὺ νὰ ἐξοργίζει τὸ Θεό.
* * *
Κάποιος ἀδελφὸς ρώτησε τὸν ἀββᾶ Σιλουανό:
– Τί νὰ κάνω, ἀββᾶ; Πῶς θὰ ἀποκτήσω τὴν κατάνυξη; Πολὺ ἐνοχλοῦμε ἀπὸ τὴν πνευματικὴ ἀδράνεια, τὸν ὕπνο καὶ τὴ νύστα. Καὶ ὅταν σηκώνομαι ἀπὸ τὸν ὕπνο, παλεύω πολὺ μὲ τὴν ψαλμωδία, ἀλλὰ δὲν μπορῶ νὰ νικήσω τὴ νύστα καὶ δὲν λέγω ψαλμὸ χωρὶς μελωδία.
Κι ὁ γέροντας τοῦ ἀποκρίθηκε:
– Παιδί μου, τὸ νὰ ψάλλεις ψαλμοὺς μὲ μελωδία πρῶτα-πρῶτα ἀποτελεῖ ὑπερηφάνεια • γιατί σου ὑποβάλλει τὴν ἰδέα ὅτι• ἐγὼ ψάλλω, ὁ ἀδελφὸς δὲν ψάλλει• καὶ δεύτερό σου σκληραίνει τὴν καρδιὰ καὶ δὲν σὲ ἀφήνει νὰ αἰσθανθεῖς κατάνυξη. Ἐὰν λοιπὸν θέλεις κατάνυξη ἄφησε τὸ ψάλσιμο. Καὶ ὅταν στέκεσαι προσευχόμενος, νὰ ἐρευνᾶ ὁ νοῦς σου τὴ δύναμη τοῦ στίχου καὶ νὰ ἀναλογίζεσαι ὅτι βρίσκεσαι μπροστὰ στὸ Θεὸ ποὺ γνωρίζει τὶς σκέψεις καὶ τὶς ἐπιθυμίες τοῦ ἀνθρώπου. Ὅταν σηκωθεῖς ἀπὸ τὸν ὕπνο, πρὶν ἀπ’ ὅλα νὰ δοξάσεις τὸν Θεό, ὕστερα ἀπάγγειλε τὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως καὶ τὸ «Πάτερ ἠμῶν» καὶ τότε ἄρχισε τὸν κανόνα σου χωρὶς βιασύνη, στενάζοντας καὶ ἐνθυμούμενος τὶς ἁμαρτίες σου καὶ τὴν κόλαση στὴν ὁποία πρόκειται νὰ βασανίζεσαι.
* * *
Λέγει ὁ ἀδελφός:
– Ἐγὼ ἀββᾶ, ἀπὸ τότε ποὺ ἄρχισα νὰ μονάζω, ψάλλω τὴν ἀκολουθία τοῦ κανόνα τῶν ὠρῶν σύμφωνα μὲ τὴν Ὀκτώηχο.
Ἀποκρίθηκε ὁ γέροντας:
– Γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς φεύγουν ἀπὸ σένα ἡ κατάνυξη καὶ τὸ πένθος. Θυμήσου τοὺς μεγάλους πατέρες, πώς, παρόλο ποὺ ἦταν ἀμόρφωτοι καὶ δὲν γνώριζαν οὔτε ἤχους οὔτε τροπάρια παρὰ μόνο λίγους ψαλμούς, ἔλαμψαν σὰν ἀστέρες στὸν κόσμο. Τέτοιοι ἦταν ὁ ἀββᾶς Παῦλος ὁ ἁπλός, ὁ ἀββᾶς Παμβῶ, ὁ ἀββᾶς Ἀπολλὼ καὶ οἱ λοιποὶ θεοφόροι πατέρες, οἱ ὁποῖοι καὶ νεκροὺς ἀνέστησαν καὶ μεγάλα θαύματα ἔκαναν καὶ τὴν ἐξουσία ἐναντίων τῶν δαιμόνων εἶχαν λάβει ἀπὸ τὸ Θεὸ ὄχι μὲ τὰ ψαλσίματα, τὰ τροπάρια καὶ τὶς μελωδίες, ἀλλὰ μὲ τὴν προσευχὴ ποὺ γίνεται μὲ συντετριμένη καρδία καὶ μὲ τὴ νηστεία. Μὲ αὐτὰ παραμένει ἀδιαλείπτως ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ μέσα στὴν καρδία καὶ δυναμώνει τὸ πένθος, ποὺ καθαρίζει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ κάθε ἁμαρτία καὶ κάνει τὸ νοῦ καθαρότερο ἀπὸ τὸ χιόνι. Γιατί ἡ ὀμορφιὰ τοῦ ψαλσίματος δὲν σώζει τὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ τὸν σώζουν. Τὸ ψάλσιμο ὅμως πολλοὺς κατέβασε στὰ τρίσβαθα τῆς γῆς, ὄχι μόνο κοσμικοὺς ἀλλὰ καὶ ἱερεῖς, γιατί ἀδυνάτισε τὸν χαρακτήρα τους καὶ τοὺς γκρέμισε στὴν πορνεία καὶ σὲ ἄλλα αἰσχρὰ πάθη. Τὸ ψάλσιμο λοιπὸν εἶναι γιὰ τοὺς κοσμικούς, γι’ αὐτὸ καὶ ὁ λαὸς μαζεύεται στὶς ἐκκλησίες. Σκέψου, παιδί μου, πόσα ἀγγελικὰ τάγματα ὑπάρχουν στὸν οὐρανὸ καὶ γιὰ κανένα ἀπὸ αὐτὰ δὲν λέγει ἡ Γραφὴ ὅτι ψάλλουν σύμφωνα μὲ τὴν Ὀκτώηχο, ἀλλὰ ὅτι τὸ ἕνα τάγμα ψάλλει ἀκαταπαύστως τὸ «Ἀλληλούϊα», ἄλλο τὸ «Ἅγιος, Ἅγιος, Ἅγιος Κύριος Σαβαώθ» καὶ ἄλλο «Εὐλογημένη ἡ δόξα Κυρίου ἐκ τοῦ τόπου καὶ ἐκ τοῦ οἴκου αὐτοῦ». Ἐσὺ λοιπόν, παιδί μου, νὰ μιμηθεῖς τοὺς πατέρες, ἐὰν θέλεις στὶς προσευχές σου ν’ ἀποκτήσεις κατάνυξη, φυλάγοντας τὸ νοῦ σου ὅσο μπορεῖς συγκεντρωμένο καὶ μακριὰ ἀπὸ ρεμβασμούς. Ἀγάπησε τὴν ταπείνωση τοῦ Χριστοῦ καὶ πρόσεχε τὸν ἑαυτό σου περιφρουρώντας τὸ νοῦ σου τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς. Καὶ ὅπου βρεθεῖς, μὴ προβληθεῖς ὡς σοφὸς καὶ δάσκαλος, ἀλλὰ ὡς ἀμόρφωτος καὶ μαθητής, καὶ ὁ Θεὸς θὰ σοῦ χαρίσει τὴν κατάνυξη.
* * *
Εἶπε κάποιος ἀπὸ τοὺς πατέρες ὅτι:
» Δίπλα στὸ ποτάμι, κοντὰ στὴν κωμόπολη ὅπου ζοῦσε ὁ μακάριος Σιλουανὸς στὴν Παλαιστίνη, διέμενε κάποιος ἀδελφὸς ποὺ προσποιούταν ὅτι εἶναι μωρός. Ὅταν τὸν συναντοῦσε κανένας ἀδελφός, αὐτὸς ἀμέσως γελοῦσε καὶ γι’ αὐτὸ τὸν λόγο τὸν ἄφηναν καὶ ἔφευγαν. Συνέβη νὰ ἐπισκεφθοῦν τὸν ἀββᾶ Σιλουανὸ τρεῖς πατέρες ( κάποιοι ἀπεσταλμένοι τῆς Ἁγίας Τριάδος ἢ ἡ ἴδια ἡ Ἁγία Τριάς) καὶ ἀφοῦ προσευχήθηκαν τὸν παρακάλεσαν νὰ στείλει κάποιον μαζί τους, γιὰ νὰ δοῦν τοὺς ἀδελφοὺς στὰ κελλιά τους.
Λέγουν στὸ γέροντα:
– Δεῖξε ἀγάπη καὶ δῶσε ἐντολὴ στὸν ἀδελφὸ νὰ μᾶς ὁδηγήσει σὲ ὅλους.
Κι ὁ γέροντας εἶπε στὸν ἀδελφὸ μπροστά τους:
– Πήγαινέ τους σὲ ὅλους τους πατέρες.
Ἰδιαιτέρως ὅμως τοῦ παράγγειλε:
– Πρόσεξε νὰ μὴν τοὺς πᾶς σ’ ἐκεῖνο τὸν σαλὸ ( τρελλό, μὲ σαλεμένο μυαλό), γιὰ νὰ μὴ σκανδαλισθοῦν.
Καθὼς πήγαιναν ἀπὸ κελλὶ σὲ κελλὶ τῶν ἀδελφῶν, ἔλεγαν οἱ πατέρες στὸν ὁδηγό τους:
– Δεῖξε ἀγάπη, πήγαινέ μας σὲ ὅλους.
κι ἐκεῖνος ἔλεγε:
– Καλά.
Δὲν τοὺς πῆγε ὅμως στὸ κελλὶ τοῦ σαλοῦ, σύμφωνα μὲ τὴν παραγγελία τοῦ γέροντα. Ὅταν ἐπέστρεψαν στὸν γέροντα, τοὺς ρώτησε:
– Εἴδατε τοὺς ἀδελφούς;
Κι ἐκεῖνοι ἀπάντησαν:
– Ναὶ εὐχαριστοῦμε• τοῦτο μόνο μας κάνει λυπημένους• ὅτι δὲν πήγαμε σὲ ὅλους.
Καὶ λέγει ὁ γέροντας σ’ αὐτὸν ποὺ τοὺς συνόδευε:
– Δὲν σοῦ εἶπα νὰ τοὺς πᾶς σὲ ὅλους;
Εἶπε ὁ ἀδελφός:
– Ἔτσι ἔκανα πάτερ.
Πάλι λοιπὸν εἶπαν οἱ πατέρες στὸν γέροντα φεύγοντας:
– Εὐχαριστοῦμε πραγματικὰ ποὺ εἴδαμε τοὺς ἀδελφούς, ἀλλὰ αὐτὸ μόνο μας προκαλεῖ λύπη, ὅτι δὲν τοὺς εἴδαμε ὅλους.
Τότε λέγει ἰδιαιτέρως ὁ ἀδελφὸς στὸν γέροντα:
– Στὸν σαλό( τρελλό) ἀδελφὸ δὲν τοὺς πῆγα.
Ὅταν λοιπὸν ἔφυγαν οἱ πατέρες, ξανασκέφθηκε μέσα τοῦ μὲ διάκριση ὁ γέροντας τὸ γεγονὸς ( πὼς τρεῖς ξένοι νὰ ὑπενθυμίζουν στὸν γέροντα ὅτι δὲν πῆγαν σὲ ὅλους χωρὶς νὰ ἔχουν ξαναφανεῖ στὰ μέρη τους ), πηγαίνει στὸν ἀδελφὸ ἐκεῖνο ποὺ προσποιούταν μωρία χωρὶς νὰ κτυπήσει τὴν πόρτα, ἀλλὰ ἀνοίγοντας ἀθόρυβα τὸ μάνταλο αἰφνιδιάζει τὸν ἀδελφὸ καὶ τὸν βρίσκει νὰ ἀσκεῖται ἔχοντας δυὸ καλάθια, ἕνα στὰ δεξιὰ καὶ ἕνα στὰ ἀριστερά. Μόλις εἶδε τὸν γέροντα, σύμφωνα μὲ τὴν συνήθεια τοῦ ἄρχισε νὰ γελάει.
Τοῦ λέει ὁ γέροντας:
– Ἄφησε τὰ αὐτὰ καὶ πές μου ποιὰ εἶναι ἡ ἄσκησή σου.
Κι αὐτὸς πάλι γελοῦσε. Τοῦ λέει τότε ὁ ἀββᾶς Σιλουανός:
– Γνωρίζεις ὅτι δὲν βγαίνω ἀπὸ τὸ κελλί μου παρὰ μόνο Σάββατο καὶ Κυριακή, ἀλλὰ τώρα ἦλθα στὰ μέσα της ἑβδομάδας, γιατί μὲ ἔστειλε ὁ Θεὸς σ’ ἐσένα.
Ἐκεῖνος φοβήθηκε, ἔβαλε μετάνοια στὸ γέροντα καὶ τοῦ λέει:
– Συγχώρεσε μέ, πάτερ. Ἀπὸ τὸ πρωὶ κάθομαι ἔχοντας τὰ πετραδάκια αὐτά, μπροστά μου. Καὶ ὅταν μου ἔλθει λογισμὸς ἀγαθός, βάζω μιὰ πετρούλα στὸ δεξιὸ καλάθι, ἐὰν ὅμως μου ἔλθει λογισμὸς πονηρὸς βάζω στὸ ἀριστερό. Τὸ βράδυ λοιπὸν μετρῶ τὶς πετροῦλες. Καὶ ἐὰν βρεθοῦν περισσότερες στὸ δεξιό, τρώγω• ἐὰν ὅμως βρεθοῦν περισσότερες στὸ ἀριστερό, δὲν τρώγω. Καὶ τὴν ἑπόμενη μέρα πάλι• ἐάν μου ἔλθει πονηρὸς λογισμός, λέω στὸν ἑαυτό μου• Πρόσεχε τί κάνεις, γιατί πάλι δὲν θὰ φᾶς.
Ὅταν τ’ ἄκουσε αὐτὰ ὁ ἀββᾶς Σιλουανὸς θαύμασε καὶ εἶπε:
– Πράγματι, οἱ πατέρες ποὺ μὲ ἐπισκέφθηκαν ἦταν ἅγιοι ἄγγελοι, ποὺ ἤθελαν νὰ κάνουν γνωστὴ τὴν ἀρετὴ τοῦ ἀδελφοῦ• γιατί ἡ παρουσία τούς μου ἔδωσε πολλὴ χαρὰ καὶ πνευματικὴ εὐφροσύνη.
ΣΙΣΟΗΣ
Ἕνας ἀδελφὸς ἀδικήθηκε ἀπὸ ἄλλο ἀδελφὸ καὶ πῆγε στὸν ἀββᾶ Σισόη καὶ τοῦ λέει:
– Ἀδικήθηκα ἀπὸ κάποιον ἀδελφὸ καὶ θέλω νὰ ἐκδικηθῶ.
Ὁ γέροντας τὸν παρακαλοῦσε λέγοντας:
– Ὄχι, παιδί μου, ἄφησε καλύτερα τὴν ἐκδίκηση στὸ Θεό.
Αὐτὸς ὅμως ἔλεγε:
– Δὲν θὰ ἡσυχάσω ὥσπου νὰ πάρω ἐκδίκηση.
Τότε ὁ γέροντας εἶπε:
– Ἂς προσευχηθοῦμε ἀδελφέ.
Καὶ ἀφοῦ σηκώθηκε ὁ γέροντας εἶπε:
» Θεέ μου, δὲν ἔχουμε ἀνάγκη νὰ φροντίζεις ἐσὺ γιά μας, γιατί ἐμεῖς τὴν ἐκδίκησή μας τὴν παίρνουμε μόνοι μας.»
Ὅταν ἄκουσε αὐτὰ ὁ μοναχὸς ἔπεσε στὰ πόδια τοῦ γέροντα λέγοντας:
– Δὲν ἔχω πιὰ ἀντιδικία μὲ τὸν ἀδελφό μου, συγχώρεσε μέ, ἀββᾶ».
* * *
Ἔλεγε στὸν ἀββᾶ Σισόη ὁ μαθητής του:
– Πάτερ, γέρασες, ἂς πᾶμε κοντὰ σὲ κατοικημένο τόπο.
Τοῦ λέγει ὁ γέροντας:
– Πᾶμε ἐκεῖ ὅπου δὲν ὑπάρχει γυναίκα.
Λέγει ὁ μαθητής:
– Καὶ σὲ ποιὸν τόπο δὲν ὑπάρχει γυναίκα ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἔρημο;
Λέγει τότε ὁ γέροντας:
– Ὁδήγησε μὲ στὴν ἔρημο.
* * *
Εἶπε κάποτε ὁ ἀββᾶς Σισόης μὲ παρρησία:
» Θάρρος• νὰ ἔχω τριάντα χρόνια ποὺ δὲν παρακαλῶ τὸ Θεὸ γιὰ ἁμαρτία, ἀλλὰ αὐτὸ προσεύχομαι• ‘ Κύριε Ἰησοῦ φύλαξε μὲ ἀπὸ τὴ γλώσσα μου’. Καὶ ὡς τώρα, κάθε μέρα πέφτω ἐξ’ αἰτίας της καὶ ἁμαρτάνω».
* * *
Ἕνας ἀδελφὸς εἶπε στὸν ἀββᾶ Σισόη:
– Γιατί δὲν φεύγουν τὰ πάθη ἀπὸ μέσα μου;
Τοῦ λέγει ὁ γέροντας:
– Τὰ σκεύη τοὺς εἶναι μέσα σου. Δῶσε τοὺς τὴν πληρωμή τους καὶ θὰ φύγουν.
* * *
Ἔλεγε κάποτε ὁ ἀββᾶς Σισόης στὸ ὅρος τοῦ ἀββᾶ Ἀντωνίου ἐπειδὴ ἄργησε ὁ διακονητής του νὰ πάει κοντά του, γιὰ δέκα μῆνες περίπου δὲν εἶδε ἄνθρωπο. Ἐνῶ βάδιζε στὸ ὅρος βρίσκει ἕνα Φαρανίτη ποὺ κυνηγοῦσε ἄγρια ζῶα καὶ τὸν ρωτᾶ ὁ γέροντας:
– Ἀπὸ ποὺ ἔρχεσαι καὶ πόσο καιρὸ εἶσαι ἐδῶ;
Κι αὐτὸς εἶπε:
– Ἀλήθεια, ἀββᾶ, ἔχω ἕνδεκα μῆνες σ’ αὐτὸ τὸ ὅρος καὶ δὲν εἶδα ἄλλο ἄνθρωπο ἐκτὸς ἀπὸ σένα.
Ὅταν ἄκουσε αὐτὰ ὁ γέροντας μπῆκε μέσα στὸ κελλί του καὶ χτυπιόταν λέγοντας:
– Νά, Σισόη, νόμισες πὼς κάτι ἔκανες, ἀλλὰ οὔτε αὐτὸν τὸ λαϊκὸ δὲν ἔφτασες.
* * *
Ἔγινε προσφορὰ στὸ ὅρος τοῦ ἀββᾶ Ἀντωνίου καὶ βρέθηκε ἐκεῖ ἕνα ἀγγεῖο μὲ κρασί. Ἕνας ἀπὸ τοὺς γέροντες πῆρε μικρὸ ἀγγεῖο καὶ ποτήρι, τὸ πῆγε στὸν ἀββᾶ Σισόη καὶ τοῦ ἔδωσε καὶ ἐκεῖνος ἤπιε. Ἔπειτα τοῦ ἔδωσε δεύτερο, καὶ τὸ δέχτηκε. Τοῦ ἔδωσε καὶ τρίτο, ἀλλὰ δὲν τὸ πῆρε λέγοντας:
– Σταμάτα ἀδελφέ, ἢ δὲν ξέρεις ὅτι ὑπάρχει Σατανᾶς;
* * *
Πῆγε κάποτε ἕνας Θηβαῖος στὸν ἀββᾶ Σισόη θέλοντας νὰ γίνει μοναχός. Ὁ γέροντας τὸν ρώτησε ἂν ἔχει κανένα στὸν κόσμο. Αὐτὸς εἶπε:
– Ἔχω ἕνα γιό.
Τοῦ λέει ὁ γέροντας:
– Πήγαινε ρίξε τὸν στὸ ποτάμι καὶ ἔπειτα γίνεσαι μοναχός.
Ὅταν ἔφυγε αὐτὸς γιὰ νὰ ρίξει τὸν γιό του, ὁ γέροντας ἔστειλε ἕνα ἀδελφὸ γιὰ νὰ τὸν ἐμποδίσει.
Τοῦ λέει ὁ ἀδελφός:
– Σταμάτα τί κάνεις ἐκεῖ;
Κι ἐκεῖνος ἀπάντησε:
– Ὁ ἀββᾶς μου εἶπε νὰ τὸν ρίξω.
Λέγει τότε ὁ ἀδελφός:
– Ναί, ἀλλὰ ὕστερα εἶπε νὰ μὴν τὸν ρίξεις.
Καὶ ἀφοῦ τὸν ἄφησε πῆγε στὸ γέροντα καὶ ἔγινε δόκιμος μοναχὸς χάρη στὴν ὑπακοή του.
* * *
Ἕνας ἀδελφὸς ζήτησε τὴ γνώμη τοῦ ἀββᾶ Σισόη λέγοντας:
– Αἰσθάνομαι ὅτι ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ ὑπάρχει μέσα μου.
Τοῦ λέει ὁ γέροντας:
– Δὲν εἶναι σπουδαῖο πράγμα νὰ εἶναι μέσα στοὺς λογισμούς σου ὁ Θεός, σπουδαῖο εἶναι νὰ βλέπεις τὸν ἑαυτό σου κάτω ἀπὸ ὅλη τη δημιουργία. Γιατί αὐτὸ καὶ ὁ σωματικὸς κόπος ὁδηγοῦν στὸ νὰ ζεῖς μὲ ταπεινοφροσύνη.
* * *
Πήγαινε κάποτε ἕνας λαϊκὸς μαζὶ μὲ τὸ γιὸ τοῦ πρὸς τὸν ἀββᾶ Σισόη στὸ ὅρος τοῦ ἀββᾶ Ἀντωνίου καὶ συνέβη νὰ πεθάνει ὁ γιὸς τοῦ στὸ δρόμο. Αὐτὸς δὲν ταράχτηκε, ἀλλὰ τὸν πῆρε καὶ πῆγε μὲ πίστη στὸ γέροντα καὶ πρόσπεσε μὲ τὸν γιό του, σὰν νὰ ἔκανε μετάνοια, ὥστε νὰ τὸν εὐλογήσει ὁ γέροντας. Ἔπειτα σηκώθηκε ὁ πατέρας, ἄφησε τὸ παιδὶ μπροστὰ στὰ πόδια τοῦ γέροντα καὶ βγῆκε ἔξω.
Ὁ γέροντας νομίζοντας ὅτι βάζει μετάνοια τοῦ λέει•
– Σήκω, βγὲς ἔξω,
γιατί δὲν ἤξερε ὅτι ἦταν νεκρός. Ἀμέσως τὸ παιδὶ σηκώθηκε καὶ βγῆκε. Ὅταν τὸ εἶδε ὁ πατέρας τοῦ ἔμεινε ἐκστατικός. Μπῆκε μέσα, προσκύνησε τὸν γέροντα καὶ τοῦ ἀνακοίνωσε τί συνέβη. Ὅταν ἄκουσε ὁ γέροντας λυπήθηκε, γιατί δὲν ἤθελε νὰ γίνει αὐτό. Τότε ὁ μαθητὴς τοῦ γέροντα παρήγγειλε στὸν πατέρα νὰ μὴν τὸ πεῖ σὲ κανένα, ὡς τὸ τέλος τῆς ζωῆς τοῦ γέροντα.
* * *
Τρεῖς γέροντες πῆγαν στὸν ἀββᾶ Σισόη, ἐπειδὴ ἄκουσαν γι’ αὐτόν. Καὶ τοῦ λέει ὁ πρῶτος:
– Πάτερ, πῶς μπορῶ νὰ σωθῶ ἀπὸ τὸν πύρινο ποταμό;
Αὐτὸς δὲν ἀπάντησε. Λέει ὁ δεύτερος:
– Πάτερ, πὼς μπορῶ νὰ σωθῶ ἀπὸ τὸν βρυγμὸ τῶν ὀδόντων καὶ τὸν σκώληκα τὸν ἀκοίμητο;
Καὶ ὁ τρίτος του λέει:
– Πάτερ, τί νὰ κάνω; Γιατί ἡ μνήμη τοῦ ἐξωτέρου σκότους μὲ σκοτώνει;
Ὁ γέροντας ἀπάντησε:
– Ἐγὼ κανένα ἀπὸ αὐτὰ δὲν θυμᾶμαι, γιατί ὁ Θεὸς εἶναι φιλεύσπλαχνος καὶ ἐλπίζω ὅτι θὰ μοῦ δώσει τὸ ἔλεός του.
Ἀκούοντας αὐτὰ τὰ λόγια οἱ γέροντες ἔφυγαν λυπημένοι. Ἐπειδὴ ὅμως ὁ γέροντας δὲν ἤθελε νὰ τοὺς ἀφήσει νὰ φύγουν λυπημένοι, ξαναγύρισε κοντά τους καὶ τοὺς εἶπε:
– Μακάριοι εἶστε, ἀδελφοί. Σᾶς ζήλεψα. Γιατί ὁ πρῶτος εἶπε γιὰ τὸν πύρινο ποταμό, ὁ δεύτερος γιὰ τὸν Τάρταρο καὶ ὁ τρίτος γιὰ τὸ σκότος. Ἂν ὁ νοῦς σας ἔχει τέτοια μνήμη, εἶναι ἀδύνατο νὰ ἁμαρτήσετε. Τί νὰ κάνω ἐγὼ ὁ σκληρόκαρδος, ποῦ δὲν συγχωροῦμαι νὰ ξέρω ὅτι ἐνῶ ὑπάρχει κόλαση γιὰ τοὺς ἀνθρώπους, παρ’ ὅλα αὐτὰ κάθε μέρα ἁμαρτάνω;
Καὶ ἀφοῦ μετάνοιωσαν τοῦ εἶπαν:
– Αὐτὸ ποὺ ἀκούσαμε, τὸ διαπιστώσαμε.
* * *
Ρώτησαν κάποιοι τὸν ἀββᾶ Σισόη:
– Ἂν πέσει σὲ ἁμαρτία ἕνας ἀδελφός, δὲν ἔχει ἀνάγκη ἑνὸς χρόνου γιὰ νὰ μετανοήσει;
Αὐτὸς εἶπε:
– Εἶναι σκληρὸς ὁ λόγος.
Αὐτοὶ τοῦ λένε:
– Ἀλλὰ ἕξι μῆνες;
Καὶ πάλι εἶπε:
– Πολὺ εἶναι.
Καὶ αὐτοὶ ἔλεγαν:
– Μέχρι σαράντα ἡμέρες;
Πάλι εἶπε:
– Πολὺ εἶναι.
Τοῦ λένε:
– Τί θὰ γίνει ἂν πέσει ἕνας ἀδελφὸς καὶ ἀμέσως τύχει νὰ γίνει τραπέζι ἀγάπης καὶ αὐτὸς παρουσιαστεῖ στὸ τραπέζι;
Τοὺς λέει ὁ γέροντας:
– Ὄχι, γιατί ἔχει ἀνάγκη νὰ μετανοήσει ὁλόψυχα ἀκόμη καὶ σὲ τρεῖς μέρες τὸν δέχεται ὁ Θεός.
* * *
Ρώτησε ὁ ἀββᾶς Ἰωσὴφ τὸν ἀββᾶ Σισόη:
– Σὲ πόσο χρόνο ὀφείλει ὁ ἄνθρωπος νὰ κόψει τὰ πάθη του;
Τοῦ λέει ὁ γέροντας:
– Τοὺς χρόνους θέλεις νὰ μάθεις;
Ὁ ἀββᾶς Ἰωσὴφ λέει:
– Ναί.
Τότε τοῦ λέει ὁ γέροντας:
– Τὴν ὥρα ποὺ ἔρχεται τὸ πάθος ξερίζωσε τὸ ἀμέσως.
* * *
Ἕνας ἀδελφὸς ρώτησε τὸν ἀββᾶ Σισόη:
– Πὼς ἄφησες τὴ Σκήτη ὅπου ἔμενες μὲ τὸν ἀββᾶ Ὢρ καὶ ἦλθες νὰ καθίσεις ἐδῶ;
Λέει ὁ γέροντας:
– Ἐπειδὴ ἄρχισε νὰ γεμίζει ἡ Σκήτη καὶ ἄκουσα ὅτι κοιμήθηκε ὁ ἀββᾶς Ἀντώνιος, σηκώθηκα καὶ ἦλθα ἐδῶ στὸ ὅρος. Καὶ ἐπειδὴ βρῆκα ἡσυχία κάθισα λίγο καιρό.
Τοῦ λέει ὁ ἀδελφός:
– Πόσο καιρὸ ἔχεις ἐδῶ;
Τοῦ λέει ὁ γέροντας:
– Εἶναι ἑβδομήντα δυὸ χρόνια.
* * *
Ἕνας ἀδελφὸς ρώτησε τὸν ἀββᾶ Σισόη:
– Ἂν ἐνῶ βαδίζουμε ὁ ὁδηγός μας χάσει τὸν δρόμο, πρέπει νὰ τοῦ τὸ ποῦμε;
Ὁ γέροντας λέει:
– Ὄχι.
Τοῦ λέει ὁ ἀδελφός:
– Ἀλλὰ θὰ τὸν ἀφήσουμε νὰ μᾶς πλανήσει;
Τοῦ λέει ὁ γέροντας:
– Τί λοιπόν, θὰ πάρεις ραβδὶ νὰ τὸν δείρεις; Ἐγὼ ξέρω ὅτι κάποιοι ἀδελφοὶ πεζοποροῦσαν καὶ ὁ ὁδηγὸς τοὺς τὴ νύχτα πλανήθηκε. Ἦταν δώδεκα καὶ ὅλοι ἤξεραν ὅτι ἔχασαν τὸ δρόμο, ἀλλὰ καθένας ἀγωνιζόταν νὰ μὴ μιλήσει. Ὅταν ξημέρωσε κατάλαβε ὁ ὁδηγὸς ὅτι ἔκαμε λάθος καὶ τοὺς λέει• ‘ Συγχωρέστε μὲ ‘. Καὶ ὅλοι του εἶπαν ‘ Κι ἐμεῖς τὸ ξέραμε, ἀλλὰ δὲν μιλήσαμε’. Κι αὐτὸς θαύμασε καὶ εἶπε• ‘ Ὡς τὸν θάνατο ἐγκρατεύονται οἱ μοναχοὶ νὰ μὴ μιλήσουν’. Καὶ δόξασε τὸν Θεό. Καὶ τὸ μῆκος τοῦ δρόμου ποὺ πῆραν κατὰ λάθος ἦταν δώδεκα μίλια.
* * *
Ἕνας ἀδελφὸς ρώτησε τὸν ἀββᾶ Σισόη:
– Τί νὰ κάνω, ἀββᾶ, γιατί ἔπεσα σὲ ἁμαρτία;
Τοῦ λέει ὁ γέροντας:
– Σήκω πάλι.
Λέει ὁ ἀδελφός:
– Σηκώθηκα καὶ πάλι ἔπεσα.
Λέει ὁ γέροντας:
Σήκω πάλι καὶ πάλι.
Καὶ τότε εἶπε ὁ ἀδελφός:
– Ὡς πότε;
Καὶ λέει ὁ γέροντας:
– Ὥσπου νὰ σὲ βρεῖ ὁ θάνατος, εἴτε στὸ καλὸ εἴτε στὴ πτώση. Γιατί ὅπως βρεθεῖ ὁ ἄνθρωπος, ἔτσι καὶ θὰ φύγει.
* * *
Ἕνας ἀδελφὸς ρώτησε τὸν ἀββᾶ Σισόη:
– Πές μου ἀδελφὲ ὠφέλιμο λόγο.
Κι ἐκεῖνος εἶπε:
– Γιατί μὲ ἀναγκάζεις νὰ μιλήσω ἄδικα; Κάνε αὐτὸ ποὺ βλέπεις.
* * *
Ἔλεγαν γιὰ τὸν ἀββᾶ Σισόη ὅτι ἀρρώστησε καὶ ἐνῶ κάθονταν κοντά του γέροντες μίλησε σὲ κάποιους.
Τοῦ λένε:
– Τί βλέπεις, ἀββᾶ;
Καὶ τοὺς ἁπαντά:
– Βλέπω κάποιους ποὺ ἦλθαν σὲ μένα καὶ τοὺς παρακαλῶ νὰ μ’ ἀφήσουν λίγο νὰ μετανοήσω.
Τοῦ λέει ἕνας ἀπὸ τοὺς γέροντες:
– Κι ἂν σ’ ἀφήσουν, τί μπορεῖς νὰ κάνεις ἀπὸ δῶ καὶ πέρα μὲ τὴ μετάνοια;
Τοῦ λέει ὁ γέροντας:
– Κι ἂν δὲν μπορῶ, μπορῶ ὅμως νὰ στενάζω ἀκόμη λίγο γιὰ τὴν ψυχή μου κι αὐτό μου εἶναι ἀρκετό.
* * *
Ἔλεγε ὁ ἀββᾶς Σισόης:
– Ὅταν ἤμουν στὴ Σκήτη μὲ τὸν Μακάριο πήγαμε νὰ θερίσουμε μαζί του ἑπτὰ μοναχοί. Καὶ νὰ πίσω μας μία χήρα σταχομαζώχτρα, ποὺ ἔκλαιγε ἀσταμάτητα.
Φώναξε ὁ γέροντας τὸν ἰδιοκτήτη τοῦ χωραφιοῦ καὶ τὸν ρώτησε:
– Τί ἔχει αὐτὴ ἡ γριὰ καὶ κλαίει συνεχῶς;
Αὐτὸς ἀπαντᾶ:
– Ὁ ἄνδρας τῆς φύλαγε κάτι πολύτιμο ποὺ τοῦ ἐμπιστεύθηκαν σὰν παρακαταθήκη, ἀλλὰ πέθανε ξαφνικὰ καὶ δὲν εἶπε ποὺ τὸ ἔκρυψε καὶ ὁ ἰδιοκτήτης τῆς παρακαταθήκης θέλει νὰ πάρει δούλους αὐτὴν καὶ τὰ παιδιά της.
Τοῦ λέει ὁ γέροντας:
– Πές της νὰ ‘ρθεῖ σέ μας ἐκεῖ ποὺ ἀναπαυόμαστε ἀπὸ τὴ ζέστη.
Ὅταν ἦλθε ἡ γυναίκα τῆς λέει ὁ γέροντας:
– Γιατί κλαῖς συνέχεια;
Κι αὐτὴ εἶπε:
– Ὁ ἄνδρας μου πέθανε ἐνῶ εἶχε τὴν παρακαταθήκη κάποιου καὶ πεθαίνοντας δὲν εἶπε ποὺ τὴν ἔβαλε.
Τῆς εἶπε ὁ γέροντας:
– Ἔλα δεῖξε μου ποὺ τὸν ἔθαψες.
Τότε πῆρε τοὺς ἀδελφούς του καὶ βγῆκε μαζί της. Ὅταν ἔφτασε στὸν τόπο τοῦ μνήματος τῆς λέει:
– Πήγαινε σπίτι σου.
Τότε προσευχήθηκαν αὐτοὶ καὶ ὁ γέροντας φώναξε στὸ νεκρό:
– Ἔ, σύ, ποῦ ἔβαλες τὴ ξένη παρακαταθήκη;
Αὐτὸς ἀπάντησε:
– Εἶναι κρυμμένη στὸ σπίτι μου κάτω ἀπὸ τὸ πόδι τοῦ κρεβατιοῦ.
Τοῦ λέει τότε ὁ γέροντας:
Κοιμήσου πάλι ὡς τὴν ἡμέρα τῆς ἀναστάσεως.
Ὅταν εἶδαν αὐτὰ οἱ ἀδελφοὶ ἔπεσαν ἀπὸ φόβο στὰ πόδια του.
Καὶ τοὺς εἶπε ὁ γέροντας:
– Αὐτὸ δὲν ἔγινε γιὰ μένα, γιατί δὲν ἔχω τίποτε, ἀλλὰ ὁ Θεὸς τὸ ἔκανε γιὰ τὴ χήρα καὶ τὰ ὀρφανά. Αὐτὸ εἶναι τὸ σπουδαῖο• ἐπειδὴ ὁ Θεὸς θέλει τὴ ψυχὴ ἀναμάρτητη καὶ ὅτι ζητήσει τὸ παίρνει.
Καὶ πῆγε καὶ ἀνήγγειλε στὴ χήρα ποὺ βρίσκεται ἡ παρακαταθήκη. Αὐτὴ τὴν πῆρε καὶ τὴν ἔδωσε στὸν ἰδιοκτήτη της καὶ ἐλευθέρωσε τὰ παιδιά της. Καὶ ὅλοι ὅσοι τὸ ἄκουσαν, δόξασαν τὸν Θεό.
* * *
Ἔλεγαν ὅτι:
» Ὅταν ἐπρόκειτο νὰ πεθάνει ὁ ἀββᾶς Σισόης, ἐνῶ ὅλοι οἱ πατέρες κάθονταν κοντά του, τὸ πρόσωπο τοῦ ἔλαμψε σὰν ἥλιος καὶ τοὺς λέει•
– Νὰ ἦλθε ἡ χορειὰ τῶν Προφητῶν.
Καὶ πάλι τὸ πρόσωπο τοῦ ἔλαμψε ἀκόμη πιὸ πολὺ καὶ εἶπε:
– Νὰ ἦλθε ἡ χορειὰ τῶν Ἀποστόλων.
Καὶ πάλι ἔλαμψε διπλὰ τὸ πρόσωπό του καὶ ἦταν σὰν νὰ μιλοῦσε μὲ κάποιους. Τὸν ρώτησαν οἱ γέροντες:
– Μὲ ποιὸν μιλᾶς πάτερ;
Καὶ αὐτὸς εἶπε:
– Νά, οἱ ἄγγελοι ἦλθαν νὰ μὲ πάρουν καὶ τοὺς παρακαλῶ νὰ μ’ ἀφήσουν νὰ μετανοήσω ἀκόμη περισσότερο.
Τοῦ λένε οἱ γέροντες:
– Δὲν ἔχεις ἀνάγκη νὰ μετανοήσεις, πάτερ.
Καὶ ὁ γέροντας εἶπε:
– Πραγματικὰ δὲν ξέρω ἂν ἔχω ἀρχίσει νὰ μετανοῶ.
Καὶ ὅλοι ἔμαθαν ὅτι ἔφτασε στὴν τελειότητα. Καὶ πάλι ξαφνικὰ ἔγινε τὸ πρόσωπό του σὰν ἥλιος καὶ φοβήθηκαν ὅλοι. Καὶ τοὺς λέει ὁ γέροντας:
– Βλέπετε, ὁ Κύριος ἦλθε καὶ λέει• Φέρτε μου τὸ σκεῦος τῆς ἐρήμου.
Καὶ ἀμέσως παρέδωσε τὸ πνεῦμα. Καὶ ἔγινε σὰν ἀστραπὴ καὶ γέμισε τὸ κελλὶ ἀπὸ εὐωδία.
ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΒΥΖΑΝΤΙΟΣ
Ἦταν στὰ τελευταῖα του ὁ ἀββᾶς Στέφανος ὁ Βυζάντιος. ποῦ εἶχε χρηματίσει ἀρχειοφύλακας τοῦ στρατηγοῦ Μαυριανοῦ. Καθισμένοι πλάϊ τοῦ τὸν περιμέναμε πιὰ ἐγὼ κι ὁ ἀββᾶς Θεοδόσιος, ὁ ἀφρικανός, ἐπίσκοπος Βαβυλῶνος. Τὸν διαβάζαμε τὸν 118ον ψαλμό, τὸν «ἄμωμο», ὅπως συνηθίζεται γιὰ τοὺς ψυχορραγοῦντες, ὅταν ξαφνικὰ στρέφει ἐκεῖνος τὸ βλέμμα τοῦ ἔντονα σὲ κάποιον ποὺ ἐμφανίστηκε μπροστά του καὶ τοῦ λέγει μὲ βαριὰ φωνή:
– Τί ἦρθες ἐδῶ; Γκρεμίσου στὸ σκότος τὸ ἐξώτερο, Δὲν ἔχεις δουλειὰ μαζί μου. Μερίς μου ὁ Κύριος.
Μόλις λοιπὸν φτάσαμε νὰ ποῦμε διαβάζοντας τὸν στίχο τοῦτον » Μερίς μου εἰ Κύριε», ὁ ἀββᾶς Στέφανος παρέδωσε τὸ πνεῦμα του στὸν Κύριο. Ψάξαμε γιὰ κανένα ροῦχο νὰ τὸν ἀλλάξουμε

0 replies

Leave a Reply

Want to join the discussion?
Feel free to contribute!

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *